
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 1049/2020)
23 Ιουνίου 2025
[ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Α. Α.
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
Καθ’ ης η αίτηση
––––––––––––––––––––––––––––––––
Κ. Παναγιώτου (κα) για Ανδρέα Σ. Αγγελίδη Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για την αιτήτρια.
Π. Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για την καθ’ ης η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Τα ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση προκύπτουν από τα γεγονότα της ένστασης καθώς και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης δεν αμφισβητούνται και έχουν ως ακολούθως:
Η αιτήτρια, υπέβαλε στις 23.9.2014 αίτηση για παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος με αρ. 44090, η οποία παραλήφθηκε από την Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας (εφεξής «ΥΔΕΠ»). Στις 27.4.2015, αποφασίστηκε η προέγκριση της αίτησης της αιτήτριας από 1.4.2015 και η αιτήτρια άρχισε να λαμβάνει την παροχή Ε.Ε.Ε. Με επιστολή της ΥΔΕΠ ημερομηνίας 8.1.2018, γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια ο τερματισμός της παροχής ΕΕΕ προς αυτή λόγω ανακριβών δηλώσεων της σε σχέση με την οικογενειακή της κατάσταση καθώς και ως προς την παράλειψη της να εγγραφεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 18 του Ν. 109(Ι)2014 στην Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης.
Ακολούθως, στις 22.1.2018, η αιτήτρια υπέβαλε, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 32 του Ν.109(Ι)/2014, ένσταση στην Υπουργό Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά της πιο πάνω απόφασης.
Η Υπουργός με απόφαση της ημερομηνίας 20.4.2018 αποφάσισε την απόρριψη της ένστασης της αιτήτριας, επικυρώνοντας την απόφαση της Προϊστάμενης ΥΔΕΠ. Ως προς τούτο, η αιτήτρια ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερομηνίας 23.4.2018.
Η νομιμότητα της εν λόγω απόφασης αποτέλεσε το αντικείμενο της Προσφυγής αρ.942/18 Αγγελίδου και Δημοκρατίας, στα πλαίσια της οποίας το Διοικητικό Δικαστήριο εξέδωσε στις 27.4.2020 ακυρωτική απόφαση κρίνοντας ότι ορθά η αιτήτρια παραπονείτο ότι δεν της δόθηκε δικαίωμα να αντικρούσει τα όσα ο πρώην σύζυγος της φέρεται ότι δήλωσε στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις καθώς και ότι θα έπρεπε να είχε προηγηθεί η παραπομπή της αιτήτριας για κοινωνική παρέμβαση πριν την κήρυξη της ως εκούσια άνεργης. Κατέληξε δε το Διοικητικό Δικαστήριο ότι διαπιστώθηκε «ανεπάρκεια στην έρευνα και ελλιπής αιτιολογία των διαπιστώσεων που προηγήθηκαν και τα οποία τελικά υιοθετήθηκαν από την αρμόδια Υπουργό».
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου με επιστολή του ημερομηνίας 29.5.2020 πληροφόρησε την αιτήτρια ότι, σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση, η Υπουργός είχε παραπέμψει την αίτηση της αιτήτριας στην Προϊστάμενη της ΥΔΕΠ για επανεξέταση.
Ακολουθήσε η επιστολή της Προϊστάμενης ΥΔΕΠ προς την αιτήτρια ημερομηνίας 16.7.2020, δια της οποίας η τελευταία ενημερώνετο ότι μετά από διενεργηθέντα έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι τα στοιχεία που η αιτήτρια δήλωσε στην αίτηση της παρουσίαζαν ουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες δεν επέτρεπαν την ολοκλήρωση της εξέτασης της. Ως εκ τούτου και προς το σκοπό αυτό, με την εν λόγω επιστολή, η αιτήτρια καλείτο όπως εντός 30 ημερών υποβάλει διάφορα έγγραφα που ζητούνταν και τα οποία κατονομάστηκαν ρητώς από την ΥΔΕΠ. Ως δε περαιτέρω σημειώνετο, σε περίπτωση μη υποβολής των ζητηθέντων στοιχείων εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η αίτηση δεν θα μπορούσε να εξεταστεί και θα υπόκειτο σε απόρριψη.
Ως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο (ερυθρά 23-29) η αιτήτρια προέβη στην προσκόμιση κάποιων εκ των ζητηθέντων στοιχείων, τα οποία παραληφθήκαν από την ΥΔΕΠ στις 7.9.2020. Η προσκόμιση των εγγράφων αυτών συνοδεύθηκε με επιστολή ημερομηνίας 26.8.2020 με την οποία η αιτήτρια σημείωνε ότι τα έγγραφα αυτά υποβάλλονταν «με την επιφύλαξη ότι είναι σχετικό με ότι ίσχυε στον ουσιώδη χρόνο στον οποίο μεταφέρεται μετά την ακυρωτική απόφαση, η υποχρέωση σας για νόμιμη επανεξέταση».
Με επιστολή ημερομηνίας 15.9.2020 η Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Προνοίας πληροφόρησε την αιτήτρια για την απόρριψη της αίτησης της ένεκα της μη προσκόμισης συγκεκριμένων στοιχείων τα οποία είχαν ζητηθεί από την αιτήτρια. Παράλληλα με την ίδια επιστολή η αιτήτρια πληροφορείτο για το δικαίωμα υποβολής ένστασης κατά της πιο πάνω απόφασης στην Υπουργό καθώς και για το έτερο δικαίωμα της να προσβάλει εντός προθεσμίας 75 ημέρων την απόφαση που εμπεριέχετο στην εν λόγω επιστολή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί αυτούσιο το περιεχόμενο της ρηθείσας επιστολής:
«Απόρριψη Αίτησης για Παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος
1.Σας πληροφορώ ότι, με βάση τα στοιχεία που έχετε υποβάλει στην ένσταση σας με ημερομηνία 22/01/2018 και την επανεξέταση της αίτησης σας που έχει διεξαγάγει η Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Προνοίας για παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (ΕΕΕ), δεν έχετε καταστεί δικαιούχος για παροχή ΕΕΕ λόγω του ότι:
Δεν έχουν προσκομιστεί όλα τα ενισχυτικά στοιχεία που ζητήθηκαν με γραπτή επιστολή της ΥΔΕΠ ημερομηνίας 17/07/2020 [Καταστάσεις όλων των τραπεζικών λογαριασμών που τηρούνται από την αιτήτρια από 01/01/2018 μέχρι σήμερα (ή/και βεβαίωση κλεισίματος λογαριασμού, εάν ισχύει), δήλωση όλων των στοιχείων των προσώπων που ζουν στην ίδια κατοικία με τον αιτήτρια].
2. Σε περίπτωση που διαφωνείτε με την πιο πάνω απόφαση, με βάση τις διατάξεις του αρθρου 32 του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Άλλων Κοινωνικών Παροχών Νόμου 109 (Ι)/2014 όπως έχει τροποποιηθεί, έχετε το δικαίωμα να υποβάλετε γραπτή ένσταση στην Υπουργό Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων εντός (60) ημερών από την ημερομηνία της επιστολής απόρριψης και να ζητήσετε από την Υπουργό να επανεξετάσει την αίτησή σας, παραθέτοντας τους λόγους για τους οποίους θεωρείτε ότι η απόφαση αντίκειται στις διατάξεις της Νομοθεσίας και υποβάλλοντας όλα τα απαραίτητα υποστηρικτικά έγγραφα.
3. Επιπρόσθετα, έχετε το δικαίωμα, αν επιθυμείτε, να προσβάλετε την παρούσα απόφαση στο Διοικητικό Δικαστήριο εντός εβδομήντα πέντε (75) ημέρων από την ημερομηνία της παρούσας επιστολής, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αρθρου 146 του Συντάγματος».
( η έμφαση προστέθηκε)
Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι η αιτήτρια δεν καταχώρησε οποιαδήποτε Προσφυγή κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης.
Ωστόσο, ως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, μετά την απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας και συγκεκριμένα στις 5.10.2020 παραλήφθηκε από την ΥΔΕΠ κατάσταση τραπεζικού λογαριασμού της αιτήτριας για την περίοδο από 21.12.2016 μέχρι 31.12.2018.
Στις 9.10.2020 αποστάληκε από την ΥΔΕΠ επιστολή με την οποία πληροφορούσε την αιτήτρια ότι, με βάση την παράγραφο 4 (3) ΚΔΠ 24/2019, η αίτηση της, η οποία έχει απορριφθεί λόγω μη προσκόμισης ικανοποιητικών στοιχείων, δεν δύναται να επανεξεταστεί καθώς και ότι τα έγγραφα τα οποία η αιτήτρια προσκόμισε μετά τον τερματισμό της αίτησης της δεν θα θεωρηθούν ως ένσταση.
Η αιτήτρια αντέδρασε και καταχώρησε την παρούσα Προσφυγή, με την οποία επιζητεί την ακόλουθη θεραπεία:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση, η οποία στάληκε στην Αιτήτρια με επιστολή ημερ. 9.10.2020 (Παράρτημα A) και με την οποία απέρριψε εκ νέου το αίτημα της, ως επανεξέταση πάσχουσα και παρά το δεδικασμένο από την προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση, (ημερομηνίας 27.4.2020, στην προσφυγή αρ. 942/2018) αναφορικά με την παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος δήθεν λόγω μη προσκόμισης ικανοποιητικών στοιχείων, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».
Με τη γραπτή της αγόρευση και προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης ημερομηνίας 9.10.2020, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η καθ΄ης η αίτηση δεν συμμορφώθηκε με τη δικαστική ακυρωτική απόφαση και ότι αντί να προβεί σε επανεξέταση βάσει αυτής, υπό πλάνη, προχώρησε σε άλλη διαδικασία καθώς και ότι η απόφαση είναι προϊόν ελλιπούς έρευνας και παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Έρεισμα όλων των πιο πάνω ισχυρισμών αποτέλεσε η θέση της αιτήτριας ότι αντί η καθ΄ης η αίτηση να επανεξετάσει και να περιοριστεί στα στοιχεία του ουσιώδους χρόνου τερματισμού του επιδόματος σύμφωνα με το δεδικασμένο, αποκαθιστώντας το επίδομα, με επιστολή ημερομηνίας 16.7.2020 ζήτησε από την αιτήτρια να παρουσιάσει νέα στοιχεία που δεν αφορούσαν τον τότε ουσιώδη χρόνο με αποτέλεσμα και ενώ στην ουσία δεν εκκρεμούσε «αίτηση» αλλά μόνο καθήκον συμμόρφωσης προς ακύρωση, υπό πλάνη να απορριφθεί η αίτηση της αιτήτριας. Συναφώς κατά την αιτήτρια δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί η ΚΔΠ 24/2019 και δη ο Κανονισμός 4 (3), αφού αυτή δεν ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και επομένως να τεθεί, μεταξύ άλλων, με την επιστολή ημερομηνίας 16.7.2020 το αυστηρό χρονοδιάγραμμα των 30 ημέρων για προσκόμιση νέων στοιχείων και να απορριφθεί άσχετα με την οφειλόμενη επανεξέταση και κατά παραβίαση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος που ίσχυε στον ουσιώδη χρόνο, η αίτηση της αιτήτριας, «με βάση την παράγραφο 4(3) της ΚΔΠ 24/2019[..] λόγω μη προσκόμισης ικανοποιητικών στοιχείων για την εξέταση της». Άλλωστε κατά την αιτήτρια ακόμη και να μπορούσε να εφαρμοσθεί ο εν λόγω Κανονισμός αυτός θα πρέπει να κριθεί ως ultra vires του Ν.109(Ι)/2014.
Με την απαντητική γραπτή της αγόρευση η αιτήτρια ευθέως κατονόμασε ως προσβαλλόμενη με την Προσφυγή της πράξη, την απόφαση ημερομηνίας 15.9.2020, η οποία είναι και η απόφαση με την οποία (ως σημειώνεται στην εν λόγω επιστολή) κατόπιν επανεξέτασης, απορρίφθηκε η αίτηση της, καταγράφοντας τα εξής: «το παράδοξο είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 15.9.2020 ισχυρίζεται ότι εξέτασε τα στοιχεία που είχε υποβάλει η Αιτήτρια στην ένσταση της ημερομηνίας 22.1.2018 και αναφέρεται σε επανεξέταση κατά την οποία όμως παραγνωρίζει και/ή απορρίπτει ουσιαστικά τα όσα κατέγρεψε η Αιτήτρια, γιατί ως αναφέρει, δεν προσκομίστηκαν δήθεν, τα στοιχεία που ζητηθήκαν.»
Ο συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση, που χειριζόταν κατ΄ εκείνο το χρόνο την υπόθεση, απορρίπτοντας όλες τις αιτιάσεις της αιτήτριας, τόνισε ότι κατά την επανεξέταση της αίτησης της αιτήτριας εντοπίστηκαν ουσιώδεις ελλείψεις καθώς και ότι η απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας επήλθε ένεκα της άρνησης της αιτήτριας να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία είχαν ζητηθεί από αυτή στις 16.7.2020. Σημείωσε δε, μεταξύ άλλων, ότι βάσει των προνοιών του Ν. 109(Ι)/2014 υφίσταται πάντοτε υποχρέωση του αιτούντος να προσκομίσει με την αίτηση του όλα τα απαιτούμενα στοιχεία καθώς και ότι δεν θα μπορούσε να ληφθεί απόφαση χωρίς οι καθ΄ων η αίτηση να γνωρίζουν τα ακριβή χρηματοοικονομικά στοιχεία της αιτήτριας και τα μέλη της οικογενειακής της μονάδας που στεγάζονται κάτω από την ίδια στέγη. Τούτο δε, ως υποβλήθηκε, όταν το ΕΕΕ υπολογίζεται συμφώνως με το άρθρο 8 του Νόμου και καταβάλλεται σε μηνιαία βάση υπό την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο πληρεί τα κριτήρια καταβολής για κάθε συγκεκριμένο μήνα, ενώ το ύψος του επιδόματος μεταβάλλεται αναλόγως των δεδομένων του δικαιούχου κατά την κάθε μηνιαία επανεξέταση.
Σημειώνεται ότι μετά την επιφύλαξη της απόφασης και την κατάθεση του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης κρίθηκε, για σκοπούς έκδοσης απόφασης, αναγκαίο το επανάνοιγμα της υπόθεσης για να δοθεί εκατέρωθεν και κυρίως στην πλευρά της αιτήτριας το δικαίωμα να τοποθετηθεί επί του κατά πόσον οι λόγοι ακύρωσης που προωθήθηκαν κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, συναρτώταν, ως φαινόταν, μόνο με την απόφαση ημερομηνίας 15.9.2020, η νομιμότητα της οποίας, όμως, δεν προσβάλλονταν με την παρούσα Προσφυγή.
Κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 3.6.2025, που ακολούθησε, η πλευρά της αιτήτριας παραδέχθηκε ότι οι λόγοι ακύρωσης που προωθούνται άπτονται πράγματι της απόφασης ημερομηνίας 15.9.2020 και συναρτώνται με αυτή, η οποία, ως δηλώθηκε παρέμεινε, εκ καλόπιστου λάθους, απρόσβλητη με την αιτούμενη θεραπεία της υπό κρίση Προσφυγής. Σημείωσε ωστόσο η πλευρά της αιτήτριας ότι πρέπει να ανευρεθεί μια δίκαιη λύση καθώς και ότι θα έπρεπε τα όσα υποβλήθηκαν στις 5.10.2020 να θεωρηθούν ως ένσταση.
Η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση, αρχικά υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 9.10.2020 είναι, ως προς την πρώτη παράγραφο αυτής, πληροφοριακή αφού δια αυτής η αιτήτρια πληροφορείται τις πρόνοιες του Κανονισμού 4(3) της ΚΔΠ 24/19. Σε σχέση όμως με το μέρος της απόφασης να μην θεωρηθούν ως ένσταση τα υποβληθέντα έγγραφα, o ευπαίδευτος συνήγορος αν και αποδέχθηκε ότι παράγει έννομα αποτελέσματα για την αιτήτρια, εντούτοις υπέβαλε ότι δεν μπορεί η απλή προσκόμιση ενός εγγράφου και χωρίς την υποβολή ιεραρχικής προσφυγής ή οποιουδήποτε γραπτού κειμένου δια του οποίου να προωθούνται λόγοι σε σχέση με την ακύρωση της απόφασης ημερομηνίας 15.9.2020 να θεωρηθεί ως ένσταση. Το ζήτημα, τόνισε ο κ. Βασιλείου, δεν είναι τυπολατρικό αλλά ουσιαστικό, αφού ο διοικούμενος ο οποίος έχει εύλογο ενδιαφέρον να διαφωνεί με μια απόφαση, ως η περίπτωση της αιτήτριας, οφείλει αν θεωρεί ότι επηρεάζεται από αυτήν να προχωρήσει με ιεραρχική προσφυγή. Η νομολογία σε περίπτωση ιεραρχικής προσφυγής, συνέχισε, απαιτεί τον καθορισμό συγκεκριμένων λόγων ένστασης οι οποίοι και προδιαγράφουν τα όσα μετέπειτα αποκλειστικά θα μπορούν να εξεταστούν ενώπιον του Δικαστηρίου, πόσο δε μάλλον στην προκειμένη περίπτωση, ως ανέφερε, που δεν καταχωρήθηκε καν ιεραρχική προσφυγή.
Η πλευρά της αιτήτριας ανταπάντησε ότι είναι τυπολατρικής μορφής ο ισχυρισμός ότι η προσκόμιση των εγγράφων θα έπρεπε να συνοδεύεται από γραπτό κείμενο. Τούτο δε, ως εισηγήθηκε, θα ήτο αναγκαίο σε άλλη περίπτωση και όχι στην περίπτωση που ο λόγος απόρριψης της αίτησης έγκειται στη μη προσκόμιση ικανοποιητικών στοιχείων.
Έχω εξετάσει με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου. Ως λέχθηκε και στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Νικόλας Χ’ Νικόλα κ.α v Δημοκρατίας ( Ε.Δ.Δ 84/18, ημερομηνίας 7/2/24) αυτό που έχει σημασία είναι η αιτουμένη θεραπεία στο δικόγραφο της προσφυγής, ο προσδιορισμός της οποίας, ως είναι παγίως νομολογημένο είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τον καθορισμό της πράξης, απόφασης ή παράλειψης η οποία προσβάλλεται (Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ 530).
Εν προκειμένω, από απλή ανάγνωση της αιτούμενης θεραπείας της Προσφυγής, καθίσταται σαφές ότι αντικείμενο της παρούσας Προσφυγής, ως άλλωστε παραδέχθηκε εν τέλει και η ίδια η πλευρά της αιτήτριας, συνιστά η νομιμότητα της μεταγενέστερης απόφασης ημερομηνίας 9.10.2020 και όχι η νομιμότητα της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας και η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 15.9.2020 και με την οποία συναρτήθηκαν, όπως διαπιστώνεται από απλή ανάγνωση της γραπτής αγόρευσης της αιτήτριας και ως παραδέχθηκε η πλευρά της αιτήτριας, όλοι οι εγειρόμενοι ισχυρισμοί της αιτήτριας, περιλαμβανομένων και των όσων αναφέρθηκαν σε σχέση με την εφαρμογή του Κανονισμού 4(3) ΚΔΠ 24/2019 για την προσκόμιση των ζητηθέντων εγγράφων. Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται ότι ακόμα και οι αναφορές περί κήρυξης του Κανονισμού 4 (3) της ΚΔΠ 24/19 ως ultra vires του Ν.109(Ι)/14 ουδόλως, ως παρατηρώ, δικογραφούνται αφού στα νομικά σημεία της Προσφυγής δεν περιλαμβάνεται καν -πόσο δε μάλλον εξειδικεύεται με τον τρόπο που η πάγια νομολογία και ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου απαιτεί- οποιαδήποτε αναφορά περί του ότι ο Κανονισμός 4 (3) της ΚΔΠ 24/19 εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση του Ν.109(Ι)/2014(Nestoras Hotels Ltd και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 169/18, ημερομηνίας 20/3/24).
Είναι δε σαφές ότι δια της προσβαλλόμενης απόφασης ημερομηνίας 9.10.2020 η αιτήτρια δεν πληροφορήθηκε για πρώτη φορά για την απόρριψη της αίτησης της για παροχή Ε.Ε.Ε λόγω μη προσκόμισης ικανοποιητικών στοιχείων αλλά για το ότι η αίτηση της η οποία είχε ήδη απορριφθεί δεν μπορούσε να επανεξεταστεί καθώς και για το ότι η υποβολή εγγράφων μετά τον τερματισμό της αίτησης της δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ένσταση. Η απόφαση όμως αυτή, αν και αποτελεί την προσβαλλόμενη δια του αιτητικού πράξη, ως ήδη λέχθηκε, ουδόλως συσχετίστηκε με τα όσα εγέρθηκαν και τα οποία βάλλουν κατ΄ ουσία και αποκλειστικά μόνο κατά της νομιμότητας της απόφασης ημερομηνίας 15.9.2020.
Έπεται ότι το μόνο ζήτημα που παρέμεινε προς εξέταση και το οποίο συναρτάται με τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης ημερομηνίας 9.10.2020 -και το οποίο άλλωστε ήταν και το ζήτημα σε σχέση με το οποίο προφορικώς αγόρευσαν κατά το επανάνοιγμα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι- είναι κατά πόσον το έγγραφο που απεστάλη από την αιτήτρια στις 5.10.2020 ήτοι η κατάσταση τραπεζικού λογαριασμού δύναται να συνιστά ένσταση ώστε να καθίσταται κατ’ επέκταση εσφαλμένη η προσβαλλόμενη κρίση ότι τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως ένσταση.
Καθίσταται σαφές ότι δια της επιστολής ημερομηνίας 15.9.2020, το περιεχόμενο της οποίας παρατέθηκε αυτούσιο ανωτέρω, η αιτήτρια πληροφορείτο για την απόρριψη της αίτησης της ένεκα του ότι δεν είχε προσκομίσει τις καταστάσεις όλων των τραπεζικών λογαριασμών της από 1.1.2018 και εντεύθεν καθώς και δήλωση των στοιχείων των προσώπων που ζουν στην ίδια κατοικία μαζί της καθώς και για τα παρεχόμενα δικαιώματα της, μεταξύ άλλων και του δικαιώματος της να ενστεί, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 32 του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Άλλων Κοινωνικών Παροχών Νόμου 109 (Ι)/2014, τις οποίες κρίνω σκόπιμο, ως εδώ ενδιαφέρουν, να παραθέσω:
«32.-(1) Πρόσωπο δύναται να υποβάλει ένσταση στον Υπουργό σε σχέση µε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα ζητήµατα:
(α) Απόρριψη αίτησης για παροχή ελάχιστου εγγυηµένου εισοδήµατος·
(β) τερµατισµό του δικαιώµατος για παροχή ελάχιστου εγγυηµένου εισοδήµατος·
(γ) το ύψος του ποσού του ελάχιστου εγγυηµένου εισοδήµατος·
(δ) την παροχή στέγασης
ε) την απόφαση για κήρυξή του ή για την κήρυξη οποιουδήποτε µέλους της οικογενειακής µονάδας ως εκούσια άνεργου.
(2) Πρόσωπο δύναται να υποβάλει ένσταση µε βάση το εδάφιο (1) µέσα σε εξήντα (60) ηµέρες από τη γνωστοποίηση σ' αυτό της απόφασης ή από την ηµεροµηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελάχιστου Εγγυηµένου Εισοδήµατος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόµου του 2015, αναφέροντας γραπτώς την αιτιολογία για την υποβολή της ένστασης και προσκοµίζοντας τα αναγκαία υποστηρικτικά στοιχεία και έγγραφα.
(3) Οποιαδήποτε ένσταση που δεν συνοδεύεται από τα απαραίτητα υποστηρικτικά στοιχεία και έγγραφα δεν εξετάζεται .[..]»
(η έμφαση προστέθηκε)
Εν προκειμένω, αυτό που ξεκάθαρα προκύπτει από το σαφές λεκτικό του εδαφίου (2) του άρθρου 32 του Νόμου, είναι ότι ο εκάστοτε ενιστάμενος θα πρέπει να «αναφέρει γραπτώς την αιτιολογία για την υποβολή της ένστασης». Ως είχε δε υποδειχθεί και στην αιτήτρια με την επιστολή ημερομηνίας 15.9.2020 είχε το δικαίωμα να υποβάλει γραπτή ένσταση «παραθέτοντας τους λόγους για τους οποίους θεωρείτε ότι η εν λόγω απόφαση αντίκειται στις διατάξεις της Νομοθεσίας».
Ως όμως το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου επιμαρτυρεί, η αιτήτρια μετά την κοινοποίηση της επιστολής της ΥΔΕΠ ημερομηνίας 15.9.2020, το μόνο που έπραξε ήταν να υποβάλει προς την ΥΔΕΠ μόνο ένα εκ των δυο ζητηθέντων εγγράφων ήτοι κατάσταση τραπεζικού λογαριασμού για την περίοδο από 21.12.2016 μέχρι 31.12.2018, χωρίς η υποβολή του εν λόγω εγγράφου, ως παρατηρώ, να συνοδεύεται, από κάποια έστω γραπτή αναφορά ή οποιαδήποτε άλλη έγγραφη τοποθέτηση στην οποία έστω και υποτυπωδώς να αναφέρεται οποιοδήποτε λόγος προς αμφισβήτηση της απορριπτικής της αιτήσεως της απόφασης.
Έπεται ότι η απλή και μόνο υποβολή του εν λόγω εγγράφου ως αυτή διενεργήθηκε στις 5.10.2020 προς την ΥΔΕΠ δεν μπορεί, ως ορθώς κρίθηκε, να συνιστά ένσταση εν τη εννοία του άρθρου 32(2) του Νόμου (Δημοκρατία v Ταμείου Προνοίας Εργατοϋπάλληλων της Οικοδομικής και Δομικής Βιομηχανίας και άλλων συναφών κλάδων (ΕΔΔ αρ.39/19, ημερομηνίας 6/10/23). Δοθέντος ότι αυτό που νομοθετικά επιτάσσεται-πέραν της προσκόμισης των αναγκαίων υποστηρικτικών στοιχείων- είναι να αποτυπώνεται εγγράφως η αιτιολογία που υποστηρίζει την υποβολή μιας τέτοιας ένστασης, δεν μπορεί να έχει οποιοδήποτε έρεισμα ούτε και η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας ότι στην προκείμενη περίπτωση, δεν ήτο αναγκαία η υποβολή γραπτού κειμένου επειδή ο λόγος απόρριψης της αίτησης έγκειτο στη μη προσκόμιση ικανοποιητικών στοιχείων. Αποδοχή δε της προσέγγισης αυτής θα αντιστρατεύετο, με κάθε σεβασμό, τα όσα ρητώς προνοούνται στο άρθρο 32 (2) του 109 (Ι)/2014.
Κατά συνέπεια και στη βάση των όσων έχουν εκτεθεί ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και του ζητήματος που εγέρθηκε από το ίδιο το Δικαστήριο περιορίζω το ύψος των επιδικασθέντων εξόδων στα €300 εναντίον της αιτήτριας και υπέρ της καθ΄ης η αίτηση.
Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.