VTT VASILIKO LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 1127/17, 1128/17, 1129/17, 1130/17, 1131/17, 1132/17, 1133/17, 1134/17, 1135/17, 1136/17, 1137/17, 1138/17, 1139/17, 1141/17, 1142/17, 1143/17, 1144/17, 1145/17, 1146/17, 1147/17, 1148/17, 1149/17, 1150/17, 1151/17, 1152/17, 1153/17, 1154/17, 1155/17, 1156/17, 1158/17, 1159/17, 1160/17, 1161/17, 1162/17, 1163/17, 1164/17, 1165/17, 1166/17, 1167/17, 1168/17, 1169/17, 1171/17, 1172/17, 1173/17, 1174/17, 1175/17, 1176/17, 1177/17, 1178/17, 1179/17, 1180/17, 1181/17, 1182/17, 1183/17 και 1678/18, 7/7/2025
print
Τίτλος:
VTT VASILIKO LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 1127/17, 1128/17, 1129/17, 1130/17, 1131/17, 1132/17, 1133/17, 1134/17, 1135/17, 1136/17, 1137/17, 1138/17, 1139/17, 1141/17, 1142/17, 1143/17, 1144/17, 1145/17, 1146/17, 1147/17, 1148/17, 1149/17, 1150/17, 1151/17, 1152/17, 1153/17, 1154/17, 1155/17, 1156/17, 1158/17, 1159/17, 1160/17, 1161/17, 1162/17, 1163/17, 1164/17, 1165/17, 1166/17, 1167/17, 1168/17, 1169/17, 1171/17, 1172/17, 1173/17, 1174/17, 1175/17, 1176/17, 1177/17, 1178/17, 1179/17, 1180/17, 1181/17, 1182/17, 1183/17 και 1678/18, 7/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Συνεκδ. Υποθ. αρ. 1127/17,

1128/17, 1129/17, 1130/17, 1131/17, 1132/17, 1133/17, 1134/17, 1135/17, 1136/17, 1137/17, 1138/17, 1139/17, 1141/17, 1142/17, 1143/17, 1144/17, 1145/17, 1146/17, 1147/17, 1148/17, 1149/17, 1150/17, 1151/17, 1152/17, 1153/17, 1154/17, 1155/17, 1156/17, 1158/17, 1159/17, 1160/17, 1161/17, 1162/17, 1163/17, 1164/17, 1165/17, 1166/17, 1167/17, 1168/17, 1169/17, 1171/17, 1172/17, 1173/17, 1174/17, 1175/17, 1176/17, 1177/17, 1178/17, 1179/17, 1180/17, 1181/17, 1182/17, 1183/17 και 1678/18.

 

 

7 Ιουλίου, 2025

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με τα Άρθρα 146, 24, 28 και 30 του Συντάγματος

 

(Υπόθεση αρ. 1127/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1128/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1129/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1130/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1131/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1132/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1133/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1134/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1135/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1136/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1137/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1138/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1139/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1141/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1142/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1143/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1144/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1145/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1146/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1147/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1148/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1149/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1150/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1151/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1152/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1153/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1154/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1155/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1156/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1158/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1159/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1160/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1161/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1162/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1163/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1164/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1165/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1166/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1167/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1168/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1169/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1171/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1172/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1173/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1174/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1175/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1176/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1177/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1178/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1179/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1180/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1181/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1182/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1183/17)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

(Υπόθεση αρ. 1678/18)

Μεταξύ:

VTT VASILIKO LTD

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

 

Φ. Χριστοφίδης, για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Σ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:   Η αιτήτρια δραστηριοποιείται στον τομέα της παραλαβής, αποθήκευσης και παράδοσης ενεργειακών προϊόντων, κατέχοντας προς τούτο τερματικό σταθμό στην περιοχή Μαρί και έχοντας εξασφαλίσει στις 18.11.2014 άδεια για εφαρμογή του καθεστώτος της αποταμίευσης σε αποθήκη τύπου Ε για την παραλαβή και αποθήκευση ενεργειακών προϊόντων και πρόσθετων αυτών και άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή ενεργειακών προϊόντων και υποκατάστατων αυτών, σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα κοινοτική και εθνική τελωνειακή νομοθεσία και τους όρους υπό τους οποίους οι εν λόγω άδειες χορηγήθηκαν από το Τμήμα Τελωνείων.

Οι δραστηριότητες της αιτήτριας τελούν υπό τον έλεγχο του Τμήματος Τελωνείων, ο οποίος συνίσταται στη φυσική καταμέτρηση, στο τέλος εκάστου μηνός, των υπό αναφορά προϊόντων που είναι αποθηκευμένα στις δεξαμενές αποθήκευσης, στην παρουσία αντιπροσώπων της αιτήτριας και αρμόδιων λειτουργών του Τμήματος Τελωνείων για τη διαπίστωση κατά πόσον, μετά τη φυσική καταμέτρηση, προκύπτει απώλεια ή πλεόνασμα συγκριτικά με τη λογιστική καταμέτρηση, δηλαδή διαφορά μεταξύ της ποσότητας προϊόντων η οποία έπρεπε να είναι αποθηκευμένη σύμφωνα με τη λογιστική καταμέτρηση και την ποσότητα που διαπιστώνεται ως πραγματικά αποθηκευμένη.  Οι μετρήσεις στις δεξαμενές καταγράφονται από το προταθέν από την αιτήτρια και εγκριθέν από το Τμήμα Τελωνείων αυτόματο σύστημα ραντάρ ENRAF, ενώ παράλληλα διενεργούνται και διά βυθομετρήσεως με κορδέλα.  Προς τον σκοπό διενέργειας του εν λόγω ελέγχου, μεταξύ των υποχρεώσεων της αιτήτριας ως εγκεκριμένου αποθηκευτή των επίδικων προϊόντων, είναι και η υποχρέωση για υποβολή στο Τμήμα Τελωνείων, διά του Εντύπου Τελ. 77, μηνιαίας έκθεσης λογαριασμού αποθεμάτων (stock account), δυνάμει σχετικής Γνωστοποίησης του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (εφεξής «ο Διευθυντής») (Κ.Δ.Π. 404/2004).

Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τον περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο (Ν.91(I)/2004), τα ενεργειακά προϊόντα περιλαμβάνονται στα «εναρμονισμένα προϊόντα», τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης.  Ο φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά τον χρόνο θέσης σε ανάλωση των προϊόντων.  Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες του άρθρου 5 του Ν.91(I)/2004, ως αυτό ίσχυε κατά τον ουσιώδη για τις παρούσες προσφυγές χρόνο, η ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια προϊόντων που επιβαρύνονται µε ειδικό φόρο κατανάλωσης υπό καθεστώς αναστολής από αιτία οφειλόμενη στην ίδια τη φύση του προϊόντος, σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία ή ακόμη με την άδεια του Διευθυντή, δεν θεωρείτο ως θέση σε ανάλωση.  Επιπλέον, η ισχύουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο παράγραφος (6)(α) του άρθρου 5, παρείχε τη δυνατότητα στον Διευθυντή, με γνωστοποίησή του, να καθορίζει τις απώλειες (φύρες) που οφείλονται στην ίδια τη φύση των εναρμονισμένων προϊόντων, τα ποσοστά της φύρας καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση των απωλειών αυτών.

 

Κατά τη διάρκεια των μηνιαίων ελέγχων που διενεργήθηκαν τα έτη 2015 και 2016 στον τερματικό σταθμό της αιτήτριας, διαπιστώθηκαν απώλειες σε μεγαλύτερο ποσοστό από το ποσοστό αποδεκτής απώλειας που η ισχύουσα κατά τον χρόνο εκείνο Κ.Δ.Π. 337/2014 (όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 288/2015) προέβλεπε.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 17.11.2016, ο Διευθυντής κάλεσε την αιτήτρια όπως προσκομίσει εξηγήσεις που να αποδεικνύουν κατά τρόπο ικανοποιητικό πού οφείλεται το παρουσιασθέν έλλειμμα, παραπέμποντας σε σχετική επιστολή του Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού Λάρνακας, ημερομηνίας 11.11.2016, με την οποία είχε παραχωρηθεί στην αιτήτρια δικαίωμα ακρόασης σε σχέση με τις απώλειες ενεργειακών προϊόντων που είχαν διαπιστωθεί για το 2015.  Σημειώνεται ότι μεταξύ της αιτήτριας και του Τμήματος Τελωνείων είχε προηγηθεί αλληλογραφία ως προς την αναθεώρηση του μηνιαίου αποδεκτού ποσοστού απώλειας που παραχωρείται κατά την αποθήκευση (το οποίο, ως καθορίσθηκε με την Κ.Δ.Π. 337/2014 και τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 288/2015, ήταν, κατά την αιτήτρια, πολύ χαμηλό), την τροποποίηση του τύπου υπολογισμού της μηνιαίας απώλειας και του περιεχομένου του Εντύπου Τελ. 77.

 

Την 01.12.2016 τέθηκε σε ισχύ η Κ.Δ.Π. 338/2016, με την οποία τροποποιήθηκαν (αυξήθηκαν) οι απώλειες (φύρες) των ενεργειακών προϊόντων.

 

Η αιτήτρια, με επιστολή της προς τον Ανώτερο Τελωνειακό Λειτουργό Λάρνακας ημερομηνίας 31.01.2017 και αναφορικά με το δικαίωμα ακρόασης που της παραχωρήθηκε σε σχέση με τα ελλείμματα που προέκυψαν από την αποθήκευση ενεργειακών προϊόντων στις εγκαταστάσεις της κατά το έτος 2015, υπέβαλε έκθεση των εμπειρογνωμόνων MARINE CARGO EXPERTS, Ηνωμένου Βασιλείου ημερομηνίας 30.01.2017.  Σύμφωνα με την έκθεση, αυτή ετοιμάστηκε κατόπιν επιθεώρησης των εγκαταστάσεων της αιτήτριας από την 03.01.2017 μέχρι την 10.01.2017, οι δε διαπιστωθείσες απώλειες δεν προέκυψε να οφείλονται σε κλοπή, απάτη ή απώλεια στο έδαφος λόγω διαρροής ή σε μη εξουσιοδοτημένες μεταφορές των ενεργειακών προϊόντων εκτός του τερματικού της αιτήτριας.  Στην έκθεση εκφράζεται, επιπλέον, η άποψη πως ο υπολογισμός και τα αποδεκτά από το Τμήμα Τελωνείων ποσοστά απωλειών είναι μη ρεαλιστικά και πολύ χαμηλά, ότι τα ελλείμματα που προέκυψαν είναι φαινομενικά και όχι πραγματικά και ότι οι μετρήσεις που λαμβάνονται από το εγκεκριμένο σύστημα ENRAF, ιδιαίτερα της θερμοκρασίας, δεν είναι απόλυτα ακριβείς.

 

Η έκθεση των εμπειρογνωμόνων μελετήθηκε από τους αρμόδιους λειτουργούς του Τμήματος Τελωνείων, οι οποίοι συνέταξαν σχετικά προς τούτο ενδοϋπηρεσιακά σημειώματα (επισυνάπτονται στην Ένσταση των καθ’ ων η αίτηση σε κάθε προσφυγή), τα οποία υποβλήθηκαν στον Διευθυντή, με την εισήγηση όπως δοθούν οδηγίες στον Ανώτερο Τελωνειακό Λειτουργό Λάρνακας να προχωρήσει με την αποστολή στην αιτήτρια εκ των υστέρων βεβαιώσεων οφειλής για τις διαπιστωθείσες απώλειες για το έτος 2015, εισήγηση με την οποία ο Διευθυντής συμφώνησε.

 

Με επιστολή του Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού Λάρνακας, ημερομηνίας 08.02.2017, παραχωρήθηκε στην αιτήτρια δικαίωμα ακρόασης και σε σχέση με τις απώλειες ενεργειακών προϊόντων που διαπιστώθηκαν για το 2016, προκειμένου η αιτήτρια να παράσχει εξηγήσεις που να αποδεικνύουν ότι τα παρουσιασθέντα ελλείμματα, τα οποία υπερέβαιναν το ποσοστό της κατά τον κρίσιμο χρόνο αποδεκτής φύρας, οφείλονταν στην ίδια τη φύση του προϊόντος, σε τυχαίο γεγονός ή σε ανωτέρα βία.  Προς απάντηση η αιτήτρια, με επιστολή ημερομηνίας 20.02.2017, υπέβαλε εκ νέου την έκθεση των εμπειρογνωμόνων MARINE CARGO EXPERTS Ηνωμένου Βασιλείου ημερομηνίας 30.01.2017 και επιπρόσθετα έκθεση της εταιρείας Environmental Resources Management Ltd, ημερομηνίας 16.02.2017, αναφορικώς με την εξάτμιση των επίδικων προϊόντων από τις δεξαμενές τις αιτήτριας.

 

Λειτουργοί του Τμήματος Τελωνείων μελέτησαν τα προσκομισθέντα από την αιτήτρια στοιχεία και σε ενδοϋπηρεσιακά επί του θέματος σημειώματα (επισυνάπτονται στην Ένσταση των καθ’ ων η αίτηση σε κάθε προσφυγή), κατέγραψαν την άποψη πως η αιτήτρια απέτυχε να προσκομίσει ικανοποιητικές επεξηγήσεις που να δικαιολογούν τα ελλείμματα και περιορίστηκε σε μελέτες που στηρίχθηκαν σε υποθετικά σενάρια, τα οποία δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και στον πραγματικό σχεδιασμό των δεξαμενών του τερματικού της.  Τα σημειώματα υποβλήθηκαν στον Διευθυντή με την εισήγηση όπως δοθούν οδηγίες στον Ανώτερο Τελωνειακό Λειτουργό Λάρνακας να προχωρήσει με την αποστολή στην αιτήτρια εκ των υστέρων βεβαιώσεων οφειλής για τις διαπιστωθείσες απώλειες για το έτος 2016, εισήγηση με την οποία ο Διευθυντής συμφώνησε.

 

Στις 15.06.2017 το Τμήμα Τελωνείων προχώρησε στην έκδοση και κοινοποίηση στην αιτήτρια συναφών Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεων:

 

1.   Τελωνειακής Οφειλής, σε σχέση με οφειλόμενους (λόγω των διαπιστωθέντων απωλειών) ειδικό φόρο κατανάλωσης και φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), πλέον χρηματική επιβάρυνση και τόκο, για τα ενεργειακά προϊόντα που ταξινομήθηκαν ως ενωσιακά, και

2.   Τελωνειακής Οφειλής και Άλλης Τελωνειακής Οφειλής, σε σχέση με οφειλόμενους (λόγω των διαπιστωθέντων απωλειών) εισαγωγικό δασμό, ειδικό φόρο κατανάλωσης και φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), πλέον χρηματική επιβάρυνση και τόκο, για τα ενεργειακά προϊόντα που ταξινομήθηκαν ως μη ενωσιακά.

 

Η αιτήτρια προχώρησε στην υπό διαμαρτυρία πληρωμή των οφειλομένων με βάση τις εν λόγω Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεις ποσών, τη νομιμότητα των οποίων αμφισβητεί με τις ανωτέρω, καταχωρηθείσες το 2017, προσφυγές, οι λεπτομέρειες σε σχέση με την κάθε μία εκ των οποίων φαίνονται στον ΠΙΝΑΚΑ που παρατίθεται στο τέλος της παρούσας απόφασης και αποτελεί μέρος αυτής (εφεξής ο «ΠΙΝΑΚΑΣ»).

 

Στις 31.10.2017, κατά τη διενέργεια του μηνιαίου ελέγχου αποθεμάτων στον τερματικό σταθμό της αιτήτριας και συγκεκριμένα κατά την καταμέτρηση των δεξαμενών αποθήκευσης ειδικού καυσίμου αεριωθουμένων (JETA1), διαπιστώθηκε απώλεια 0,16%, ήτοι ποσοστού κατά 0,04% μεγαλύτερου της αποδεκτής απώλειας του 0,12% η οποία προνοείτο, καθόσον αφορούσε την αποθήκευση του εν λόγω προϊόντος, από την κατά τον χρόνο εκείνο ισχύουσα Γνωστοποίηση του Διευθυντή, Κ.Δ.Π. 338/2016.

 

Το Τμήμα Τελωνείων, με επιστολή ημερομηνίας 23.01.2018, πληροφόρησε την αιτήτρια ότι της παραχωρείτο το δικαίωμα ακρόασης για το εν λόγω διαπιστωθέν έλλειμμα για τον μήνα Οκτώβριο του 2017 και προς τούτο κάλεσε την αιτήτρια όπως προσκομίσει στοιχεία και παρουσιάσει εξηγήσεις που να αποδεικνύουν ότι το έλλειμμα οφειλόταν στην ίδια τη φύση του προϊόντος, σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 05.03.2018, η αιτήτρια παρέπεμψε στην έκθεση των εμπειρογνωμόνων MARINE CARGO EXPERTS Ηνωμένου Βασιλείου ημερομηνίας 30.01.2017 και στην έκθεση της εταιρείας Environmental Resources Management Ltd, ημερομηνίας 16.02.2017, οι οποίες είχαν υποβληθεί για τις διαπιστωθείσες για τα έτη 2015 και 2016 απώλειες.  Υπέβαλε δε τη θέση πως οι απώλειες οφείλονται στη φύση του προϊόντος, το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει καταναλωθεί, και επιπλέον παρέπεμψε στις πρόνοιες της παραγράφου 2(1) της Κ.Δ.Π. 338/2016 και του άρθρου 124(1) του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα.

 

Το Τμήμα Τελωνείων έκρινε ως μη ικανοποιητικές τις εξηγήσεις και στις 13.04.2018 προχώρησε στην έκδοση και κοινοποίηση στην αιτήτρια Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης Άλλης Τελωνειακής Οφειλής σε σχέση με τους οφειλόμενους (λόγω της διαπιστωθείσας απώλειας) ειδικό φόρο κατανάλωσης και ΦΠΑ, πλέον χρηματική επιβάρυνση και τόκο.  Οι λεπτομέρειες σε σχέση με την εν λόγω βεβαίωση επίσης φαίνονται στον ΠΙΝΑΚΑ.

 

Η αιτήτρια, με επιστολή ημερομηνίας 22.05.2018, υπέβαλε αίτημα αναθεώρησης της εν λόγω Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης. 

 

Το Τμήμα Τελωνείων, με επιστολή ημερομηνίας 05.09.2018, πληροφόρησε την αιτήτρια ότι το αίτημά της εξετάστηκε και πως, με βάση τα πραγματικά γεγονότα σε συνδυασμό με τις διατάξεις της κατά τον κρίσιμο χρόνο ισχύουσας νομοθεσίας, το αίτημα δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό.

 

Η αιτήτρια προχώρησε στην υπό διαμαρτυρία πληρωμή των οφειλομένων (με βάση την Εκ των Υστέρων Βεβαίωση ημερομηνίας 13.04.2018) ποσών και την 01.11.2018 καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αρ. 1678/2018, αμφισβητώντας τη νομιμότητα της απόφασης του Τμήματος Τελωνείων ημερομηνίας 05.09.2018 να απορρίψει το αίτημα αναθεώρησης που είχε υποβάλει.

 

Όλες οι ανωτέρω προσφυγές συνεκδικάζονται κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου, εκδοθέντος εκ συμφώνου, λόγω της συνάφειας των πραγματικών γεγονότων και των νομικών σημείων που εγείρονται.

 

Επιπρόσθετα από την αιτούμενη με κάθε προσφυγή θεραπεία για την ακύρωση των προσβαλλομένων διοικητικών πράξεων, η αιτήτρια συμπεριέλαβε σε κάθε προσφυγή και δεύτερο αιτητικό (κατ’ επίκληση του άρθρου 11(4) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου, Ν.131(Ι)/2015), αξιώνοντας από το Δικαστήριο απόφαση για την τροποποίηση των προσβαλλομένων διοικητικών πράξεων, ώστε να θεωρηθεί ότι το διαπιστωθέν σε κάθε περίπτωση έλλειμμα οφείλεται στη φύση του προϊόντος και/ή ότι η αιτήτρια δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό στους καθ’ ων η αίτηση.

 

Διά των γραπτών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων δικηγόρων της η αιτήτρια, χωρίς να αμφισβητεί το ποσοστό των διαπιστωθέντων ελλείψεων και το γεγονός ότι αυτό υπερέβαινε το καθορισθέν στις σχετικές Γνωστοποιήσεις του Διευθυντή αποδεκτό ποσοστό απωλειών (φυρών), εγείρει αριθμό λόγων ακύρωσης. 

 

Καταρχάς, σε σχέση με τις εκδοθείσες στις 15.06.2017 Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεις, ότι η επιβολή εισαγωγικού δασμού ως προς τα μη ενωσιακά προϊόντα βασίζεται σε εσφαλμένη νομική βάση, ήτοι στο άρθρο 34(12) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου (Ν.94(I)/2004), ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, το οποίο προέβλεπε για την εξουσία του Διευθυντή να βεβαιώνει τους οφειλόμενους δασμούς ή και φόρους, που αναλογούσαν στα διαπιστούμενα κάθε φορά ελλείμματα ή τις διαφορές εμπορευμάτων, που εισήχθησαν σε «ιδιωτικές προσωρινές αποθήκες» και όχι σε αποθήκες τελωνειακής αποταμίευσης, όπως της αιτήτριας, στις οποίες τα ενεργειακά προϊόντα βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής και ως εκ τούτου δεν υπόκεινται σε εισαγωγικούς δασμούς.  Είναι δε η θέση της αιτήτριας πως οι περιπτώσεις που ήταν δυνατόν να γεννηθεί τελωνειακή οφειλή καθορίζονταν περιοριστικά στα άρθρα 201 – 205 του Κανονισμού 2913/92[1] και, μετά την 01.05.2016, εξαντλητικά καθορίζονται στα άρθρα 77-79 του Κανονισμού 952/2013[2], περιπτώσεις στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι επίδικες διαπιστώσεις ελλειμμάτων, οι οποίες, κατά την εισήγηση, δεν δύναται να θεωρηθούν ούτε ως υπεξαίρεση υποκείμενου σε εισαγωγικούς δασμούς εμπορεύματος από την τελωνειακή επιτήρηση, ούτε μπορούν να αποδοθούν σε μη εκτέλεση οποιασδήποτε από τις υποχρεώσεις της αιτήτριας, ως διαχειριστή αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης, σύμφωνα με τα άρθρα 529 – 530 του Κανονισμού 2454/93[3].  Με παραπομπή στα άρθρα 859 και 860 του Κανονισμού 2454/93, είναι η θέση της αιτήτριας ότι οι διαπιστωθείσες απώλειες δεν οφείλονταν σε οποιαδήποτε εκ μέρους της παράλειψη και δεν οδηγούν στη γένεση τελωνειακής οφειλής, καθότι η ίδια ενήργησε με τη δέουσα επιμέλεια κατά την αποθήκευση των επίδικων προϊόντων, συμμορφούμενη με όλες τις υποχρεώσεις της, ήτοι αποθήκευε τα προϊόντα σε αδειούχα αποθήκη, συμπλήρωνε εμπρόθεσμα τη μηνιαία έκθεση λογαριασμού αποθεμάτων, ουδέποτε παρεμπόδισε τη διεξαγωγή μηνιαίου ελέγχου, είχε λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ορθή φύλαξη των εμπορευμάτων έχοντας προς τούτο εγκαταστήσει σύστημα ασφαλείας και επιπλέον διενεργούσε μηνιαία καταμέτρηση των αποθεμάτων της, χρησιμοποιώντας εγκεκριμένο σύστημα μηχανογράφησης, στο οποίο κατέγραφε την πραγματική κατάσταση αυτών.  Επομένως, κατά την αιτήτρια, οι απώλειες που προέκυψαν δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παραλείψεις εκ μέρους της οι οποίες είχαν πραγματικές συνέπειες στην ορθή λειτουργεία της τελωνειακής αποθήκης.

 

Περαιτέρω, είναι η θέση της αιτήτριας πως, σύμφωνα με το άρθρο 5(1)(γi) του Ν.91(I)/2004, ως αυτό ίσχυε κατά τον ουσιώδη για την επίδικη διαφορά χρόνο, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης δεν ήταν απαιτητός στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα προϊόντα βρίσκονταν σε καθεστώς αναστολής ως αποθηκευμένα σε εγκεκριμένη φορολογική αποθήκη.  Ως εκ τούτου, αυτός εσφαλμένα επιβλήθηκε εφόσον τα προϊόντα δεν τέθηκαν σε ανάλωση.

 

Εν πάση δε περιπτώσει, η αιτήτρια εισηγείται πως οι καθ’ ων η αίτηση έκριναν εσφαλμένα πως οι διαπιστωθείσες απώλειες συνιστούσαν τελωνειακή οφειλή και υπό πλάνη της επέβαλαν εισαγωγικό δασμό και/ή ειδικό φόρο κατανάλωσης, χωρίς να εξετάσουν ουσιαστικά τα κριτήρια που καθορίζονταν στο άρθρο 5(1B) του Ν.91(I)/2004, στο άρθρο 206 του Κανονισμού 2913/92, στο άρθρο 124(1)(ζ) του Κανονισμού 952/2013 και στο άρθρο 7(4) της Οδηγίας 2008/118/ΕΚ[4], αποδίδοντας υπέρμετρη βαρύτητα στα αποδεκτά ποσοστά απωλειών τα οποία είχαν καθορισθεί με την Κ.Δ.Π. 337/2014 (όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 288/2015) και την Κ.Δ.Π. 338/16 και παραλείποντας να λάβουν υπόψη τη φύση των επίδικων ενεργειακών προϊόντων και τα στοιχεία που η αιτήτρια προσκόμισε προς απόδειξη της ολικής ή ανεπανόρθωτης απώλειάς τους.

 

Ως προς τη φύση των επίδικων προϊόντων (υγροποιημένο πετρέλαιο), η αιτήτρια επισημαίνει ότι κάθε τερματικός σταθμός είναι διαφορετικός, καθότι οι υπηρεσίες που παρέχει είναι διαφορετικές και ως εκ τούτου υπάρχουν αισθητές διαφορές στις δεξαμενές αποθήκευσης του κάθε τερματικού.  Στην προκειμένη περίπτωση η αιτήτρια, ως διευκρινίζει, ανακατεύει τα προϊόντα της στις δεξαμενές, σε αντίθεση με άλλους τερματικούς οι οποίοι ακολουθούν άλλες μεθόδους. Επίσης, λόγω της υγροποιημένης φύσης του προϊόντος, αυτό επηρεάζεται άμεσα από τις εξωγενείς θερμοκρασίες, οι οποίες κατά την αιτήτρια οδηγούν αναπόφευκτα στην εξάτμισή του. 

 

Επιπλέον, η απώλεια που παρουσιάζεται στο προϊόν είναι άρρηκτα συνδεδεμένη, κατά την αιτήτρια, και με το μηχανογραφικό σύστημα, το οποίο χρησιμοποιείται για την καταμέτρησή του και το οποίο έχει εγκριθεί από τους καθ’ ων η αίτηση, με βάση τις πρόνοιες της Οδηγίας 2014/32/ΕΕ[5], η οποία επιτρέπει ένα ποσοστό σφάλματος από το σύστημα μέτρησης (μέχρι 5% για συστήματα μέτρησης υγρών εκτός νερού), ποσοστό κατά πολύ μεγαλύτερο από το καθορισθέν με την Κ.Δ.Π. 337/2014 και την Κ.Δ.Π. 338/16 ποσοστό απωλειών, γεγονός το οποίο κατά την εισήγηση φανερώνει πως η απώλεια συνδέεται με τη φύση του προϊόντος.

Περαιτέρω, η αιτήτρια υποβάλλει ότι με την ΚΔΠ 338/2016 καθορίστηκαν νέα αυξημένα αποδεκτά ποσοστά απωλειών λόγω της φύσης των προϊόντων, γεγονός το οποίο, κατά την εισήγηση, φανερώνει την εσφαλμένη αρχική απόφαση ότι οι απώλειες που ξεπέρασαν τα αποδεκτά ποσοστά δεν σχετίζονται με τη φύση των προϊόντων, η οποία παρέμεινε η ίδια μεταξύ της έκδοσης της ΚΔΠ 337/2014 και της ΚΔΠ 338/2016.  Προς υποστήριξη της εν λόγω θέσης της και της εισήγησης ότι είναι νομολογιακώς αναγνωρισμένη η επίδραση που μπορούν να έχουν πράξεις, ακόμα και μεταγενέστερες, οι οποίες σχετίζονται με το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης με μία προσφυγή πράξης, η αιτήτρια παραπέμπει στα κριθέντα στην απόφαση DK Windsupply Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2017) 3 ΑΑΔ 542.

 

Επιπλέον, η αιτήτρια υποβάλλει πως τα αποδεκτά ποσοστά απωλειών ενεργειακών προϊόντων στην Κύπρο είναι κατά πολύ χαμηλότερα από τα αντίστοιχα τα οποία γίνονται αποδεκτά σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός το οποίο ήταν εις γνώση των καθ’ ων η αίτηση.

 

Με αναφορά σε νομολογία του ΔΕΕ ως προς τη σχετική ορολογία (C‑154/16 «Latvijas Dzelzceļš» VAS ν. Valsts ieņēmumu dienests, ημερ. 18.05.2017), η αιτήτρια εισηγείται επιπλέον πως, εκτός από τη φύση του προϊόντος ως τέτοιου, οι επίδικες απώλειες οφείλονταν επίσης σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία, έννοιες οι οποίες εν προκειμένω αλληλοσχετίζονται και τις οποίες, κατά τη θέση πάντα της αιτήτριας, οι καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να αξιολογήσουν και να εφαρμόσουν ορθά κατά την εξέταση της αιτίας των επίδικων απωλειών.  Εφόσον δε, σύμφωνα με τις 2 εκθέσεις των ανεξάρτητων συμβούλων τις οποίες η ίδια είχε προσκομίσει, οι απώλειες δεν οφείλονταν ούτε σε κλοπή, ούτε σε απάτη, ούτε σε φυσική απώλεια, είναι η θέση της αιτήτριας πως αυτή απέδειξε πως οι απώλειες ήταν ασυνήθιστες και ξένες, προερχόμενες από εξωγενείς παράγοντες, τους οποίους δεν θα μπορούσε να αποτρέψει λόγω της φύσης των επίδικων προϊόντων, έχοντας η ίδια λάβει όλα τα απαραίτητα προς αποφυγή των απωλειών μέτρα.

 

Επιπρόσθετα, η αιτήτρια διατείνεται πως οι καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τον σκοπό της επιβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης, ο οποίος, σύμφωνα με την παράγραφο 9 του προοιμίου της Οδηγίας 2008/118/ΕΚ, συνιστά φόρο επί της κατανάλωσης ορισμένων προϊόντων και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να βαρύνει προϊόντα τα οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχουν καταστραφεί ή έχουν υποστεί ανεπανόρθωτη απώλεια.  Κατά την εισήγηση της αιτήτριας, οι εκθέσεις τις οποίες είχε προσκομίσει, ιδιαίτερα η δεύτερη, αποδείκνυαν ότι οι απώλειες δεν είχαν καταναλωθεί αλλά οφείλονταν στην εξάτμιση των επίδικων προϊόντων, η οποία συνδέεται με τη φύση τους.

 

Εισηγείται, τέλος, η αιτήτρια ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πάσχουν λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας καθότι οι καθ’ ων η αίτηση απέτυχαν να επεξηγήσουν κατά πόσον οι διαπιστωθείσες απώλειες ήταν δικαιολογημένες και περιορίστηκαν στην ασαφή και αόριστη αναφορά ότι η αιτήτρια δεν έχει δώσει οποιεσδήποτε ικανοποιητικές εξηγήσεις αναφορικά με τα παρουσιασθέντα ελλείμματα.  Αποτέλεσμα δε τούτου είναι, κατά την εισήγηση, η αιτήτρια να μην γνωρίζει το τι θεωρείται από τους καθ’ ων η αίτηση ως ικανοποιητική εξήγηση. Ως εκ τούτου, δεν θα μπορεί να προσκομίσει ικανοποιητικά στοιχεία σε μεταγενέστερο στάδιο, τα οποία να φανερώνουν ότι οι απώλειες δεν είναι πραγματικές αλλά οφείλονται στην ίδια τη φύση του προϊόντος, σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία και έτσι θα συνεχίσει να επιβαρύνεται με φόρους, χωρίς όμως να γνωρίζει τους λόγους που οι απώλειές της δεν θεωρούνται ως δικαιολογημένες.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση, προς υποστήριξη της νομιμότητας και της ορθότητας των προσβαλλομένων διοικητικών πράξεων, αντιτείνουν τα ακόλουθα:

 

Καταρχάς ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί φαινομενικών απωλειών απορρίπτεται δοθέντος ότι όλες οι επίδικες πράξεις εκδόθηκαν στη βάση των εκ μέρους της αιτήτριας μετρήσεων, υπολογισμών και δηλώσεων με βάση το σύστημα ENRAF αναφορικά με τα αποθέματα στο τερματικό της αιτήτριας, όπως αυτά δηλώθηκαν επί των σχετικών εντύπων Τελ. 77.

 

Ως προς την επιβολή εισαγωγικών δασμών λόγω απωλειών μη ενωσιακών προϊόντων, οι καθ’ ων η αίτηση αναγνωρίζουν το εσφαλμένο της αναφοράς στις επίδικες πράξεις στο άρθρο 34(12) του Ν.94(Ι)/2004, αναφορά η οποία υποβάλλουν ότι έγινε εκ παραδρομής και/ή λόγω καλόπιστου λάθους.  Πλην, όμως, είναι η θέση τους πως τούτο δεν επηρεάζει τη νομιμότητα των σχετικών διοικητικών πράξεων δοθέντος ότι, σύμφωνα με το άρθρο 31 του Ν.158(Ι)/99[6], εσφαλμένη νομική αιτιολογία δεν οδηγεί σε ακύρωση της πράξης, αν η πράξη μπορεί να έχει άλλο νομικό έρεισμα. Νομική δε βάση για τη γένεση τελωνειακής οφειλής και ως εκ τούτου για τη διεκδίκηση των οφειλόμενων για τις διαπιστωθείσες ελλείψεις εισαγωγικών δασμών, συνιστούν, κατά την εισήγηση, τα άρθρα 4, 101 και 204 του Κανονισμού 2913/92 και τα άρθρα 79 και 242 του Κανονισμού 952/2013.  Είναι συγκεκριμένα η θέση των καθ’ ων η αίτηση πως η αιτήτρια παρέβη τις υποχρεώσεις, τις οποίες συνεπάγεται η αποθήκευση των επίδικων ενεργειακών προϊόντων στην αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης και παρέλειψε να τηρήσει τους όρους των αδειών που κατείχε, ήτοι απέτυχε να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ορθή φύλαξη των προϊόντων και επιπλέον απέτυχε να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις για τα ελλείματα που παρουσιάστηκαν.  Ως προς την παραπομπή της αιτήτριας στα άρθρα 859 και 860 του Κανονισμού 2454/93, είναι η θέση των καθ’ ων η αίτηση πως το άρθρο 859 δεν τυγχάνει εφαρμογής και εν πάση περιπτώσει η αιτήτρια απέτυχε, ως είχε το σχετικό βάρος σύμφωνα με το άρθρο 860, να αποδείξει ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 859.

 

Ως προς τη νομιμότητα της επιβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης, οι καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν στις πρόνοιες του άρθρου 5 του Ν.91(Ι)/2004 (με τις οποίες ενσωματώθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη οι σχετικές πρόνοιες της Οδηγίας 2008/118/ΕΚ) και υποβάλλουν ότι τα διαπιστωθέντα επίδικα ελλείμματα συνιστούν έξοδο από το καθεστώς αναστολής και ως εκ τούτου θεωρούνται ότι έχουν τεθεί σε ανάλωση.  Η δε αιτήτρια απέτυχε να καταστήσει προφανές ότι οι απώλειες πέραν του αποδεκτού ποσοστού δεν μπορούσαν να οφείλονται σε καμία άλλη αιτία εκτός από την ίδια τη φύση των προϊόντων, ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 863 του Κανονισμού 2454/93.  Επιπλέον, απέτυχε να αποδείξει ότι τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω το άρθρο 124(1)(ζ) του Κανονισμού 952/2013 και ως εκ τούτου, κατά τη θέση των καθ’ ων η αίτηση, ορθώς εφαρμόστηκε η παράγραφος (4) του ιδίου άρθρου. 

 

Παραπέμποντας στην ευχέρεια που το άρθρο 7(5) της Οδηγίας 2008/118/ΕΚ κατέλειπε σε κάθε κράτος μέλος να θεσπίζει τους δικούς του κανόνες και προϋποθέσεις για τον καθορισμό των αποδεκτών απωλειών, οι καθ’ ων η αίτηση, διά της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης δικηγόρου τους, υποβάλλουν πως σκοπός της έκδοσης της ΚΔΠ 337/2014 και της ΚΔΠ 338/2016, ήταν ο καθορισμός του τρόπου υπολογισμού των αποδεκτών απωλειών (φυρών) που οφείλονται στην ιδία τη φύση των προϊόντων, χωρίς την ανάγκη παρουσίασης περαιτέρω αποδείξεων. Οποιαδήποτε απώλεια πέραν των ποσοστών που καθορίζονταν από τις εν λόγω κανονιστικές διοικητικές πράξεις, δεν θεωρείται απώλεια οφειλόμενη στη φύση των προϊόντων και θα έπρεπε να αποδειχθεί κατά τρόπο ικανοποιητικό προς τον Διευθυντή ότι η ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια των εν λόγω προϊόντων οφείλεται σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία. Η αιτήτρια εν προκειμένω, κατά την εισήγηση, ουδέποτε προσκόμισε οποιαδήποτε ικανοποιητικά στοιχεία στο Τμήμα Τελωνείων, από τα οποία να καταδεικνύεται ότι οι εκ μέρους της δηλωθείσες απώλειες των επίδικων προϊόντων οφείλονταν σε τυχαίο γεγονός ή σε ανωτέρα βία.  Προς τούτο οι καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν σε σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά η διάταξη που καθιερώνει φορολογική απαλλαγή (εν προκειμένω εξαίρεση από την εκ του νόμου υποχρέωση επιβολής ειδικού φόρου κατανάλωσης για ενεργειακά προϊόντα).

 

Επιπλέον, σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση, τόσο η ΚΔΠ 337/2014 όσο και η ΚΔΠ 338/2016 εκδόθηκαν εντός των πλαισίων του εξουσιοδοτούντος νόμου και ήταν σύμφωνες με την εθνική και κοινοτική νομοθεσία.  Η δε κρίση των καθ’ ων η αίτηση πως δεν ήταν ικανοποιητικά τα στοιχεία που προσκομίστηκαν από την αιτήτρια και οι εξηγήσεις που δόθηκαν για τις διαπιστωθείσες απώλειες πέραν των αποδεκτών ποσοστών, αιτιολογήθηκε δεόντως, με το Δικαστήριο να μη δύναται να υποκαταστήσει την υποκειμενική εκτίμηση των σχετικών γεγονότων και τα συμπεράσματα της Διοίκησης, ούτε να προβεί σε έλεγχο θεμάτων τεχνικής φύσεως.

 

Ως προς τη φύση των επίδικων προϊόντων, οι καθ’ ων η αίτηση υποβάλλουν ότι αυτή λήφθηκε υπόψη κατά τη θέσπιση της ΚΔΠ 337/2014 και της ΚΔΠ 338/2016, η δε ακρίβεια των μετρήσεων και των οργάνων μέτρησης είναι αποκλειστική ευθύνη της αιτήτριας, η οποία ουδέποτε έθεσε θέμα περί μη ορθής βαθμονόμησης και ανάγκης για επαναβαθμονόμηση (recalibration) του συστήματος ENRAF ή για ανάγκη αντικατάστασής του.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση επιπλέον επισημαίνουν πως η Κ.Δ.Π. 338/2016 δεν είχε αναδρομική ισχύ και πως το ζήτημα του ύψους των αποδεκτών ποσοστών απωλειών είναι πολύπλοκο και καθόλα τεχνικό.  Τα δε αποδεκτά ποσοστά απωλειών σε άλλα κράτη μέλη δεν είναι σχετικά καθότι το κοινοτικό κεκτημένο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν καθόριζε συγκεκριμένο ποσοστό.

 

Με παραπομπή σε σχετική νομολογία του ΔΕΕ (C-314/06 Société Pipeline Méditerranée et Rhône, ημερ. 18.12.2007 και C-154/16 «Latvijas Dzelzceļš» VAS, ανωτέρω - απόφαση στην οποία παραπέμπει και η αιτήτρια), οι καθ’ ων η αίτηση υποβάλλουν πως η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι οι επίδικες απώλειες, πέραν των αποδεκτών ποσοστών απωλειών (φυρών), οφείλονταν σε τυχαίο γεγονός ή σε ανωτέρα βία, έννοιες οι οποίες θα πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά.

Οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις είναι, κατά τους καθ’ ων η αίτηση, το αποτέλεσμα ορθής διερεύνησης όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων και επαρκώς αιτιολογημένες, με την αιτιολογία να συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.  Επιπλέον, είναι η θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι ο Διευθυντής εξέδωσε αυτές ασκώντας δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς να προβεί σε λανθασμένη εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών, με αποτέλεσμα το άρθρο 11(4)(α) του Ν.131(Ι)/2015, ως προς τη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου για τροποποίηση των επίδικων πράξεων, να μην τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής.

 

Έχω μελετήσει τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς και στη βάση του ισχύοντος κατά τον ουσιώδη χρόνο νομοθετικού πλαισίου και των στοιχείων του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Ως προς τον πρώτο λόγο ακύρωσης και την εσφαλμένη επίκληση από τους καθ’ ων η αίτηση του άρθρου 34(12) του Ν.94(I)/2004, θα πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι παραπομπή στο εν λόγω άρθρο γίνεται μόνο στις επίδικες Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεις που αφορούν ενεργειακά προϊόντα που ταξινομήθηκαν ως μη ενωσιακά και για τα οποία επιβλήθηκε, εκτός από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και τον ΦΠΑ, εισαγωγικός δασμός[7].  Ως εκ τούτου, ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν αφορά σε όλες τις υπό εκδίκαση προσφυγές.

 

Η αναφορά του άρθρου 34(12) του Ν.94(I)/2004 είναι πράγματι, ως και οι καθ’ ων η αίτηση αναγνωρίζουν, εσφαλμένη.  Εντούτοις, παρά την εν λόγω εσφαλμένη επίκληση, από τον διοικητικό φάκελο και την όλη διοικητική διαδικασία που ακολουθήθηκε, δεν προκύπτει οι καθ’ ων η αίτηση να αντιμετώπισαν σε οποιοδήποτε στάδιο την τελωνειακή αποθήκη της αιτήτριας ως ιδιωτική προσωρινή αποθήκη (στην οποία αναφέρεται το άρθρο 34(12)), ώστε να στοιχειοθετείται ουσιώδης υπό τις περιστάσεις πλάνη.  Επιπλέον, αποδέχομαι τη θέση των καθ’ ων η αίτηση πως, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 31 του Ν.158(Ι)/99, τυχόν εσφαλμένη νομική αιτιολογία δεν οδηγεί, δίχως άλλο, σε ακύρωση της πράξης, αν η πράξη μπορεί να έχει άλλο νομικό έρεισμα.  Όπως επεξηγείται στο σύγγραμμα του Μιχάλη Ν. Πικραμένου «Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων και ο ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος»[8], σε σχέση με την εξουσία του ακυρωτικού δικαστή να υποκαθιστά τη νομική αιτιολογία που επέλεξε το διοικητικό όργανο προκειμένου να στηρίξει την έκδοση διοικητικής πράξης:

«Η στάση αυτή του Δικαστηρίου απέναντι στα νομικά σφάλματα στη σκέψη του αρμόδιου διοικητικού οργάνου τα οποία δεν επιδρούν στο διατακτικό της διοικητικής πράξης, εξηγείται από το γεγονός ότι αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει τον δικαστικό έλεγχο είναι να μην υφίστανται στο νομικό κόσμο μη νόμιμες διοικητικές πράξεις παράγουσες έννομα αποτελέσματα προς ορισμένη κατεύθυνση αντίθετη προς την ερμηνεία των κανόνων δικαίου που έχει καταλήξει το Δικαστήριο.  Η παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων συνδέεται πρωτίστως με το διατακτικό της διοικητικής πράξης και όχι με το σκεπτικό της.  Υπό την οπτική αυτή ο ακυρωτικός δικαστής δεν χρειάζεται να ακυρώσει μια διοικητική πράξη όταν παράγει τα ίδια αποτελέσματα με αυτά που θα παρήγαγε και υπό την ερμηνεία που το Δικαστήριο προκρίνει ως ορθή.  Στην πραγματικότητα ο ακυρωτικός δικαστής καθορίζει τη μείζονα πρόταση, κατά το σκέλος της ερμηνείας των κανόνων δικαίου, που διέπει την επίδικη υπόθεση και περαιτέρω αφήνει ανέπαφη την ελάσσονα πρόταση που έχει συγκροτήσει το διοικητικό όργανο καθώς και το διατακτικό στο οποίο έχει καταλήξει.  Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνονται δύο στόχοι: αφενός καταγράφεται η ορθή κατά το Δικαστήριο ερμηνεία των κανόνων δικαίου με συνέπεια η Διοίκηση να γνωρίζει πως πρέπει να ενεργεί στο μέλλον κατά το χειρισμό παρόμοιων υποθέσεων και αφετέρου αποφεύγεται η ακύρωση μιας πράξης η οποία δεν θα είχε ουσιαστικό νόημα αφού τυχόν αναπομπή στη Διοίκηση προς νέα κρίση θα υποχρέωνε το αρμόδιο όργανο να εκδώσει πράξη με το ίδιο διατακτικό για τον ενδιαφερόμενο».

Τούτου δοθέντος θα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον το ισχύον κατά τον ουσιώδη χρόνο νομοθετικό καθεστώς επέτρεπε, εν πάση περιπτώσει, τη διαπίστωση περί γένεσης τελωνειακής οφειλής και τη συνακόλουθη επιβολή των επίδικων εισαγωγικών δασμών.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 204 του Κανονισμού 2913/92:

 

«1. Τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή γεννάται:

α) από τη μη εκτέλεση μιας από τις υποχρεώσεις τις οποίες συνεπάγεται, για εμπόρευμα υποκείμενο σε εισαγωγικούς δασμούς, η παραμονή του σε προσωρινή εναπόθεση ή η χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί, ή

β) από τη μη τήρηση ενός από τους όρους που έχουν καθοριστεί για την υπαγωγή εμπορεύματος υπό το καθεστώς αυτό, ή για την έγκριση μειωμένου ή μηδενικού εισαγωγικού δασμού λόγω της χρησιμοποίησης του εμπορεύματος για ειδικούς σκοπούς-

σε περιπτώσεις άλλες από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 203, εκτός αν αποδειχθεί ότι οι παραλείψεις αυτές δεν είχαν πραγματικές συνέπειες για την ορθή λειτουργία της προσωρινής εναπόθεσης ή του σχετικού τελωνειακού καθεστώτος.

2. Η τελωνειακή οφειλή γεννάται είτε τη στιγμή κατά την οποία παύει να τηρείται η υποχρέωση η μη εκπλήρωση της οποίας γεννά την τελωνειακή οφειλή, είτε τη στιγμή κατά την οποία το εμπόρευμα τέθηκε υπό το συγκεκριμένο τελωνειακό καθεστώς εφόσον αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι ένας από τους όρους που καθορίστηκαν για την υπαγωγή του εν λόγω εμπορεύματος στο καθεστώς αυτό ή για την έγκριση μειωμένου ή μηδενικού εισαγωγικού δασμού λόγω της χρησιμοποίησης του εμπορεύματος για ειδικούς σκοπούς δεν είχε πράγματι τηρηθεί.

3. Οφειλέτης είναι το πρόσωπο το οποίο οφείλει, κατά περίπτωση, είτε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται για εμπόρευμα υποκείμενο σε εισαγωγικό δασμό η παραμονή του σε προσωρινή εναπόθεση ή η χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί, είτε να τηρήσει τους όρους που έχουν καθοριστεί για την υπαγωγή του εμπορεύματος στο εν λόγω καθεστώς.»

 

Σύμφωνα με τις παραγράφους (9) και (16) του άρθρου 4 του Κανονισμού 2913/92, κατά την έννοια του Κώδικα (και για ό,τι εδώ ενδιαφέρει) νοούνται ως:

 

«9. Τελωνειακή οφειλή: η υποχρέωση προσώπου να καταβάλει τους εισαγωγικούς δασμούς (τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή) ή τους εξαγωγικούς δασμούς (τελωνειακή οφειλή κατά την εξαγωγή) που επιβάλλονται σε συγκεκριμένα εμπορεύματα σύμφωνα με τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις.

[…]

16. Τελωνειακό καθεστώς:

[…]

γ) η τελωνειακή αποταμίευση-

[…]».

 

Σύμφωνα δε με τα άρθρα 98, 100 και 101 του Κανονισμού 2913/92:

 

        «Άρθρο 98

1. Το καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης επιτρέπει να αποθηκεύονται σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης:

α) μη κοινοτικά εμπορεύματα, χωρίς να επιβάλλονται στα εμπορεύματα αυτά εισαγωγικοί δασμοί και μέτρα εμπορικής πολιτικής-

β) κοινοτικά εμπορεύματα για τα οποία ειδική κοινοτική ρύθμιση προβλέπει, λόγω της υπαγωγής τους σε καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης, το ευεργέτημα των μέτρων που συνδέονται, καταρχήν, με την εξαγωγή των εμπορευμάτων.

2. Ως "αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης" νοείται κάθε χώρος εγκεκριμένος από τις τελωνειακές αρχές και υποκείμενος στον έλεγχό τους, στον οποίο μπορούν να αποθηκευθούν εμπορεύματα υπό ορισμένους όρους.

3. Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες τα εμπορεύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς της τελωνειακής αποταμίευσης χωρίς να αποθηκευτούν σε αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης καθορίζονται με τη διαδικασία της επιτροπής.

[…]

Άρθρο 100

1. Η διαχείριση τελωνειακής αποθήκης προϋποθέτει τη χορήγηση άδειας εκ μέρους των τελωνειακών αρχών, εκτός αν η διαχείριση αυτή πραγματοποιείται από τις ίδιες τις αρχές αυτές.

2. Το πρόσωπο που επιθυμεί να διαχειρισθεί αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης υποβάλλει γραπτή αίτηση με τα στοιχεία που απαιτούνται για τη χορήγηση της άδειας, ιδίως εκείνα που αποδεικνύουν την οικονομική αναγκαιότητα της αποθήκευσης. Η άδεια καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους πραγματοποιείται η διαχείριση της τελωνειακής αποθήκης.

3. Η άδεια χορηγείται μόνο σε πρόσωπα εγκατεστημένα στην Κοινότητα.

Άρθρο 101

Ο διαχειριστής αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης έχει τις ακόλουθες ευθύνες:

α) εξασφαλίζει ότι τα εμπορεύματα, κατά την παραμονή τους στην αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης, δεν διαφεύγουν της τελωνειακής επιτήρησης-

β) εκτελεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την αποθήκευση των εμπορευμάτων που βρίσκονται υπό καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης και

γ) τηρεί τους ειδικούς όρους που αναγράφονται στην άδεια.».

 

Σύμφωνα με το άρθρο 79 του Κανονισμού 952/2013:

 

«1. Για τα εμπορεύματα που υπόκεινται σε εισαγωγικό δασμό, γεννάται τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή λόγω της μη τήρησης οποιουδήποτε από τα εξής:

 

α) μιας από τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στην τελωνειακή νομοθεσία όσον αφορά την είσοδο μη ενωσιακών εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, την απομάκρυνσή τους από την τελωνειακή επιτήρηση ή τη διακίνηση, μεταποίηση, αποθήκευση, προσωρινή εναπόθεση, προσωρινή εισαγωγή ή διάθεση των εμπορευμάτων αυτών εντός του εν λόγω εδάφους,

[…]

γ) ενός όρου που έχει καθορισθεί για την υπαγωγή μη ενωσιακών εμπορευμάτων σε τελωνειακό καθεστώς ή τη χορήγηση, λόγω του ειδικού προορισμού των εμπορευμάτων, δασμολογικής απαλλαγής ή μειωμένου συντελεστή εισαγωγικού δασμού.

 

2. Η στιγμή γένεσης της τελωνειακής οφειλής είναι μία από τις ακόλουθες:

 

α) η στιγμή κατά την οποία δεν τηρείται ή παύει να τηρείται υποχρέωση, η μη εκπλήρωση της οποίας συνεπάγεται τη γένεση τελωνειακής οφειλής,

 

β) η στιγμή κατά την οποία γίνεται δεκτή τελωνειακή διασάφηση για την υπαγωγή εμπορευμάτων σε τελωνειακό καθεστώς, στην περίπτωση που διαπιστώνεται εκ των υστέρων ότι ένας από τους όρους που διέπουν την υπαγωγή των εμπορευμάτων στο καθεστώς αυτό ή τη χορήγηση δασμολογικής απαλλαγής ή μειωμένου συντελεστή εισαγωγικού δασμού λόγω του ειδικού προορισμού των εμπορευμάτων στην πραγματικότητα δεν τηρείται.

 

3. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), οφειλέτης είναι οποιοδήποτε από τα ακόλουθα πρόσωπα:

α) πρόσωπο που όφειλε να τηρήσει τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις,

[…]».

 

Η δε έννοια της τελωνειακής οφειλής καθορίζεται στο άρθρο 5(18) του Κανονισμού 952/2013 ως «η υποχρέωση προσώπου να καταβάλει τον εισαγωγικό ή εξαγωγικό δασμό που επιβάλλεται σε συγκεκριμένα εμπορεύματα σύμφωνα με την ισχύουσα τελωνειακή νομοθεσία».

 

Στο άρθρο 242 του Κανονισμού 952/2013 προβλέπεται ότι:

 

«1. Ο κάτοχος της άδειας και ο δικαιούχος του καθεστώτος είναι υπεύθυνοι για τα ακόλουθα:

 

α) να εξασφαλίζουν ότι τα εμπορεύματα υπό καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης δεν διαφεύγουν της τελωνειακής επιτήρησης, και

 

β) να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την αποθήκευση των εμπορευμάτων που βρίσκονται υπό καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης.

 

2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όταν η άδεια αφορά δημόσια αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης, μπορεί να προβλέπει ότι οι ευθύνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) ή β) βαρύνουν αποκλειστικά τον δικαιούχο του καθεστώτος.

 

3. Ο δικαιούχος του καθεστώτος είναι υπεύθυνος για την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την υπαγωγή των εμπορευμάτων σε καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης.».

 

Σύμφωνα δε με τα άρθρα 38, 41 και 42 του Ν.94(Ι)/2004, ως αυτά ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο:

 

«38. Τελωνειακή οφειλή σημαίνει την υποχρέωση προσώπου να καταβάλει τους εισαγωγικούς δασμούς (τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή) ή τους εξαγωγικούς δασμούς (τελωνειακή οφειλή κατά την εξαγωγή) που επιβάλλονται σε συγκεκριμένα εμπορεύματα σύμφωνα με την ισχύουσα Κοινοτική και Κυπριακή Νομοθεσία.

[…]

41. Άλλη τελωνειακή οφειλή σημαίνει την υποχρέωση κάθε προσώπου να καταβάλει τους αναλογούντες φόρους επί εισαγομένων αγαθών ή οποιαδήποτε άλλα ποσά που είναι καταβλητέα με βάση την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία, μη περιλαμβανομένης της τελωνειακής οφειλής όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 38.

[…]

42. Η άλλη τελωνειακή οφειλή γεννάται ανάλογα με την περίπτωση-

[…]

(δ) από τη μη εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη θέση των εμπορευμάτων σε ένα καθεστώς ή προορισμό ή από τη μη τήρηση ενός από τους όρους που είχαν τεθεί για την υπαγωγή των εμπορευμάτων αυτών στο συγκεκριμένο καθεστώς· ή και

(ε) όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση ειδικότερα καθοριζόμενη στην τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία.».

 

Επιπλέον, στην άδεια εφαρμογής του καθεστώτος της αποταμίευσης σε αποθήκη τύπου Ε που χορηγήθηκε στην αιτήτρια (Παράρτημα 1 στην Ένσταση σε κάθε προσφυγή) περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι όροι:

 

«3. Ως διαχειριστής της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης έχετε τις ακόλουθες ευθύνες:

(α) να εξασφαλίζετε ότι τα προϊόντα, κατά την παραμονή τους στην αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης, δεν διαφεύγουν της τελωνειακής επιτήρησης·

(β) να εκτελείτε τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την αποθήκευση των προϊόντων που βρίσκονται υπό καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης και

(γ) να τηρείτε τους ειδικούς όρους που αναγράφονται στην άδεια διαχείρισης της αποθήκης αποταμίευσης.

[…]

20. Ως διαχειριστής της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης ευθύνεστε για τους δασμούς φόρους και τις άλλες επιβαρύνσεις που αναλογούν στα προϊόντα που βρίσκονται στην αποθήκη σας. Για όλα τα προϊόντα για τα οποία δεν δίδονται ικανοποιητικές εξηγήσεις για την τύχη τους θα καταβάλλετε χωρίς καθυστέρηση τους αναλογούντες δασμούς και άλλες επιβαρύνσεις στον Υπεύθυνο Τελωνείου Λάρνακας».

 

Τα διαπιστωθέντα εν προκειμένω επίδικα ελλείμματα επαναλαμβάνεται ότι δεν αμφισβητούνται, ήτοι η αιτήτρια αποδέχεται ότι κατά την πραγματοποίηση των σχετικών ελέγχων στο τερματικό της δεν βρέθηκαν αποθηκευμένες οι συνολικές ποσότητες που θα έπρεπε να είναι αποθηκευμένες.  Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι ορθώς διαπιστώθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση η γένεση τελωνειακής οφειλής εφόσον τα ελλείμματα διέφυγαν της τελωνειακής επιτήρησης.  Η αιτήτρια, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και τους όρους της άδειάς της, είχε υποχρέωση να εξασφαλίσει ότι τα επίδικα προϊόντα, κατά την παραμονή τους στην αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης, δεν θα διαφύγουν της τελωνειακής επιτήρησης. 

 

Θα πρέπει ακολούθως να εξετασθεί κατά πόσον μπορούσε, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και στη βάση των εξηγήσεων που η αιτήτρια προσκόμισε, να τύχουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 206(1) του Κανονισμού 2913/92, των άρθρων 859 – 860 και 862 – 864 του Κανονισμού 2454/93 και του άρθρου 124(1)(ζ) και (4) του Κανονισμού 952/2013.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 206(1) του Κανονισμού 2913/92:

«1. Καμία τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή δεν θεωρείται ότι γεννάται ως προς συγκεκριμένο εμπόρευμα, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 202 και το άρθρο 204 παράγραφος 1 στοιχείο α), όταν ο ενδιαφερόμενος προσκομίζει αποδείξεις ότι η μη εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν:

- είτε από τις διατάξεις των άρθρων 38 έως 41 και του άρθρου 177 δεύτερη περίπτωση

- είτε από την προσωρινή εναπόθεση του εν λόγω εμπορεύματος

- είτε από χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί το εμπόρευμα,

οφείλεται στην ολική καταστροφή ή την ανεπανόρθωτη απώλεια του εν λόγω εμπορεύματος από αιτία οφειλόμενη στην ίδια τη φύση του εμπορεύματος ή σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία ή ακόμη με την άδεια των τελωνειακών αρχών.

Κατά την έννοια της παρούσας παραγράφου, ένα εμπόρευμα θεωρείται ότι έχει υποστεί ανεπανόρθωτη απώλεια όταν δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί από οποιονδήποτε.»

 

Τα άρθρα 859 – 860 και 862 – 864 του Κανονισμού 2454/93 προβλέπουν τα ακόλουθα:

«Άρθρο 859

Οι ακόλουθες παραλείψεις θεωρείται ότι δεν έχουν πραγματικές συνέπειες για την ορθή λειτουργία της προσωρινής εναπόθεσης ή του σχετικού τελωνειακού καθεστώτος, κατά την έννοια του άρθρου 204 παράγραφος 1 του κώδικα, εφόσον:

- δεν αποτελούν απόπειρα διαφυγής από την τελωνειακή επιτήρηση του εμπορεύματος,

- δεν προϋποθέτουν προφανή αμέλεια εκ μέρους του ενδιαφερομένου,

- έχουν διεκπεραιωθεί εκ των υστέρων όλες οι διατυπώσεις που απαιτούνται για τη διευθέτηση της κατάστασης του εμπορεύματος:

1. η υπέρβαση της προθεσμίας, εντός της οποίας τα εμπορεύματα πρέπει να έχουν λάβει έναν από τους προορισμούς που προβλέπονται στο πλαίσιο της προσωρινής εναπόθεσης ή του σχετικού τελωνειακού καθεστώτος, εφόσον θα είχε χορηγηθεί παράταση της προθεσμίας, εάν είχε ζητηθεί εγκαίρως·

2. όταν πρόκειται για εμπορεύματα υπό καθεστώς διαμετακόμισης, η υπέρβαση της προθεσμίας προσκόμισης των εν λόγω εμπορευμάτων στο τελωνείο προορισμού, εφόσον αυτή πραγματοποιήθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο·

3. όταν πρόκειται για εμπορεύματα που έχουν τεθεί υπό προσωρινή εναπόθεση ή υπό το καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης, η υποβολή των εν λόγω εμπορευμάτων σε εργασίες χωρίς την προηγούμενη άδεια των τελωνειακών υπηρεσιών, εφόσον οι εργασίες αυτές θα είχαν επιτραπεί εάν είχε υποβληθεί σχετική αίτηση·

4. όταν πρόκειται για εμπορεύματα που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς προσωρινής εισαγωγής, η χρησιμοποίηση των εμπορευμάτων αυτών υπό συνθήκες άλλες από αυτές που προβλέπονται στην άδεια, εφόσον η χρησιμοποίηση αυτή θα είχε επιτραπεί, υπό το ίδιο καθεστώς αν είχε υποβληθεί σχετική αίτηση·

5. όταν πρόκειται για εμπορεύματα υπό προσωρινή εναπόθεση ή που έχουν υπαχθεί σε κάποιο τελωνειακό καθεστώς, η μη εγκεκριμένη μετακίνησή τους εφόσον αυτά μπορούν να προσκομιστούν στις τελωνειακές αρχές που θα το ζητήσουν·

6. όταν πρόκειται για εμπορεύματα υπό προσωρινή εναπόθεση ή που έχουν υπαχθεί σε κάποιο τελωνειακό καθεστώς, η έξοδος από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας των εμπορευμάτων αυτών ή η είσοδός τους σε ελεύθερη ζώνη ή ελεύθερη αποθήκη, χωρίς να έχουν τηρηθεί οι αναγκαίες διατυπώσεις.

7. όταν πρόκειται για εμπορεύματα που έχουν υποβληθεί σε ευνοϊκή δασμολογική μεταχείριση λόγω του ειδικού τους προορισμού, η εκχώρησή τους, χωρίς σχετική κοινοποίηση στις τελωνειακές υπηρεσίες, χωρίς να έχουν προσλάβει αυτά τον προβλεπόμενο προορισμό, εφόσον:

α) η λογιστική αποθήκης που τηρεί ο εκχωρητής, αναφέρει την εκχώρηση αυτή, και

β) ο εκδοχεύς είναι δικαιούχος άδειας που αφορά το συγκεκριμένο εμπόρευμα.

Άρθρο 860

Οι τελωνειακές αρχές θεωρούν ότι η τελωνειακή οφειλή γεννάται σύμφωνα με το άρθρο 204 παράγραφος 1 του κώδικα, εκτός αν το πρόσωπο που ενδέχεται να είναι οφειλέτης αποδείξει ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 859.

[…]

Άρθρο 862

1. Για την εφαρμογή του άρθρου 206 του κώδικα, οι τελωνειακές αρχές λαμβάνουν υπόψη, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου, τις ελλείπουσες ποσότητες, όταν αυτός αποδεικνύει ότι οι απώλειες που διαπιστώθηκαν οφείλονται μόνον σε αιτίες που συνδέονται με τη φύση του σχετικού εμπορεύματος και εφόσον στις περιπτώσεις αυτές δεν παρατηρείται καμία αμέλεια ή δόλος από την πλευρά του.

2. Ως δόλος ή αμέλεια νοείται κυρίως η μη τήρηση των διατάξεων για τη μεταφορά, την αποθήκευση, τις συνήθεις εργασίες ή την επεξεργασία και τη μεταποίηση που έχουν ορίσει οι τελωνειακές αρχές ή που προκύπτουν από την κανονική χρήση των σχετικών εμπορευμάτων.

Άρθρο 863

Οι τελωνειακές αρχές είναι δυνατό να απαλλάσσουν τον ενδιαφερόμενο από την υποχρέωση απόδειξης του γεγονότος ότι η ανεπανόρθωτη απώλεια εμπορεύματος οφείλεται στην ίδια τη φύση αυτού, όταν είναι προφανές ότι η απώλεια δεν μπορεί να οφείλεται σε καμία άλλη αιτία.

Άρθρο 864

Σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν αποδεικνύει ότι η πραγματική απώλεια ήταν μεγαλύτερη από εκείνη που υπολογίστηκε με την εφαρμογή του αντίστοιχου κατ' αποκοπή συντελεστή, εφαρμόζονται οι εθνικές διατάξεις που ισχύουν στα κράτη μέλη για τους κατ’ αποκοπή συντελεστές ανεπανόρθωτης απώλειας λόγω αιτιών που έχουν σχέση με την ίδια τη φύση του εμπορεύματος.»

 

Σύμφωνα δε με το άρθρο 124(1)(ζ) και (4) του Κανονισμού 952/2013:

 

«1. […] η τελωνειακή οφειλή, κατά την εισαγωγή ή την εξαγωγή, αποσβέννυται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

[…]

ζ) όταν η εξαφάνιση των εμπορευμάτων ή η μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την τελωνειακή νομοθεσία οφείλεται στην ολική καταστροφή ή την ανεπανόρθωτη απώλεια των εν λόγω εμπορευμάτων από αιτία αναγόμενη στην ίδια τη φύση των εμπορευμάτων ή σε μη προβλέψιμο γεγονός ή ανωτέρα βία ή ακόμη συνεπεία οδηγιών των τελωνειακών αρχών· για τον σκοπό του παρόντος στοιχείου, θεωρείται ότι τα εμπορεύματα έχουν υποστεί ανεπανόρθωτη απώλεια όταν δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιηθούν από κανέναν,

[…]

 

4. Σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν αποδεικνύει ότι η πραγματική απώλεια είναι μεγαλύτερη από εκείνη που υπολογίστηκε με την εφαρμογή του αντίστοιχου κατ’ αποκοπή συντελεστή, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους κατ’ αποκοπή συντελεστές ανεπανόρθωτης απώλειας από αιτία αναγόμενη στην ίδια τη φύση του εμπορεύματος.».

 

 

Καταρχάς, σε συμφωνία με τους καθ’ ων η αίτηση, διαπιστώνω ότι η αιτήτρια δεν απέδειξε ούτε και επικαλείται ότι εν προκειμένω συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 859 του Κανονισμού 2454/93, ώστε (κατ’ εφαρμογή του άρθρου 860) να θεωρηθεί ότι δεν έχει γεννηθεί τελωνειακή οφειλή σύμφωνα με το άρθρο 204(1).

 

Ακολούθως, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια από αιτία οφειλόμενη στην ίδια τη φύση του προϊόντος, σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία ή ακόμη με την άδεια των αρμόδιων αρχών ενός κράτους μέλους, συνιστά λόγο απαλλαγής και από την επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης.  Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι η επιχειρηματολογία των διαδίκων, ως προς τη φύση των επίδικων προϊόντων και τις παραστάσεις τις οποίες υπέβαλε η αιτήτρια, προωθείται εκατέρωθεν τόσο για τους επιβληθέντες εισαγωγικούς δασμούς όσο και για τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, θα πρέπει από κοινού να εξετασθεί και το σχετικό με τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ισχύον κατά τον ουσιώδη χρόνο νομοθετικό πλαίσιο.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 7 της Οδηγίας 2008/118/ΕΚ:

 

«1. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο και στο κράτος μέλος θέσης σε ανάλωση των προϊόντων.

 

2. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «θέση σε ανάλωση» νοείται:

α) η έξοδος υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων από ένα καθεστώς αναστολής, συμπεριλαμβανομένης της παράτυπης εξόδου,

[…]

4. Η ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης υπό καθεστώς αναστολής από αιτία οφειλόμενη στην ίδια τη φύση του προϊόντος, σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία ή ακόμη με την άδεια των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους δεν θεωρείται θέση σε ανάλωση.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρείται ότι τα προϊόντα έχουν υποστεί ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια όταν δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης.

Η ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια των εν λόγω υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων αποδεικνύεται κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εντός του οποίου επήλθε η εν λόγω ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια ή, όταν δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του τόπου όπου επήλθε η απώλεια, του κράτους μέλους εντός του οποίου διαπιστώθηκε.

 

5. Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τους δικούς του κανόνες και προϋποθέσεις για τον καθορισμό των απωλειών που αναφέρονται στην παράγραφο 4.».

 

Κατά τον ουσιώδη για τις παρούσες προσφυγές χρόνο το άρθρο 5 του Ν.91(I)/2004 προέβλεπε (για ό,τι εδώ ενδιαφέρει) τα ακόλουθα:

«5.-(1) Εκτός αν προνοείται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο και τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1A), (1B), (2) και (3), ο φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο θέσης σε ανάλωση των προϊόντων.

Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ως θέση σε ανάλωση προϊόντων που υπόκεινται σε φόρους κατανάλωσης θεωρείται:

(α) η έξοδος από καθεστώς αναστολής, συμπεριλαμβανομένης της παράτυπης εξόδου στο εσωτερικό της Δημοκρατίας των εναρμονισμένων προϊόντων,

[…]

i) η εισαγωγή των εναρμονισμένων προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της παράτυπης εισαγωγής, εκτός αν τα εναρμονισμένα προϊόντα υπαχθούν, αμέσως μετά την εισαγωγή, σε καθεστώς αναστολής,

[…]

(1Β) Η ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια προϊόντων που επιβαρύνονται με ειδικό φόρο κατανάλωσης υπό καθεστώς αναστολής από αιτία οφειλόμενη στην ίδια τη φύση του προϊόντος, σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία ή ακόμη με την άδεια του Διευθυντή, δεν θεωρείται ως θέση σε ανάλωση:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, θεωρείται ότι τα προϊόντα έχουν υποστεί ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια όταν δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης:

Νοείται περαιτέρω ότι, η ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια των εν λόγω προϊόντων αποδεικνύεται κατά τρόπο ικανοποιητικό για το Διευθυντή στις περιπτώσεις που η εν λόγω ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια επήλθε ή διαπιστώθηκε στη Δημοκρατία.

[…]

(6) Ο Διευθυντής δύναται με γνωστοποίησή του να καθορίσει:

(α) τις απώλειες (φύρες) που οφείλονται στην ίδια τη φύση των εναρμονισμένων προϊόντων, τα ποσοστά της φύρας καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση των απωλειών αυτών,

(β) περαιτέρω λεπτομέρειες, όρους και προϋποθέσεις για την εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου (1Β).».

 

Οι έννοιες τυχαίο γεγονός και ανωτέρα βία ερμηνεύτηκαν από το ΔΕΕ, σε αποφάσεις του οποίου η κάθε πλευρά παραπέμπει.  Η σχετική επί του θέματος νομολογία και οι αρχές που το ΔΕΕ έχει διακηρύξει, αναλύονται στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση C‑509/22, Agenzia delle Dogane e dei Monopoli ν Girelli Alcool Srl, ημερ. 18.04.2024, απόφαση η οποία εκδόθηκε κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς σχετικά με το απαιτητό του ειδικού φόρου κατανάλωσης για ανεπανόρθωτη απώλεια ποσότητας καθαρής αιθυλικής αλκοόλης κατά τη διάρκεια πράξης μετουσίωσης.  Το ΔΕΕ, αφού αναφέρθηκε στις πρόνοιες του άρθρου 7(4) της Οδηγίας 2008/118/ΕΚ και των άρθρων 204(1) και 206 του Κανονισμού 2913/92 επεσήμανε τα ακόλουθα (η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«36 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118 έχει την έννοια ότι ο όρος «τυχαίο γεγονός», κατά τη διάταξη αυτή, πρέπει, όπως και ο όρος «ανωτέρα βία», να νοηθεί ότι καταλαμβάνει περιστάσεις ξένες προς εκείνον που επικαλείται τη συνδρομή του, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά την επίδειξη κάθε επιμέλειας.

37 Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως ορίζει το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/118, σκοπός της οδηγίας είναι η θέσπιση του γενικού καθεστώτος των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται άμεσα ή έμμεσα για την κατανάλωση των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, στα οποία καταλέγονται η αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά.

38 Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/118, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά τον χρόνο και στο κράτος μέλος θέσης σε ανάλωση των προϊόντων. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού ορίζει την έννοια της «θέσης σε ανάλωση». Ως τέτοια νοείται, μεταξύ άλλων, η παράτυπη έξοδος υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων από καθεστώς αναστολής.

39 Το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118 διευκρινίζει εντούτοις ότι η ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης υπό καθεστώς αναστολής από αιτία οφειλόμενη στην ίδια τη φύση του προϊόντος, σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία ή ακόμη με την άδεια των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους δεν θεωρείται θέση σε ανάλωση. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με την παράγραφο 1 του άρθρου 7, προκύπτει ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης επί των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων δεν καθίσταται απαιτητός στις περιπτώσεις που απαριθμούνται στη συγκεκριμένη διάταξη.

40 Πλην όμως, μολονότι το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας 2008/118 ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τους δικούς του κανόνες και προϋποθέσεις για τον καθορισμό των απωλειών που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, εντούτοις ούτε το άρθρο 7, παράγραφος 5, ούτε το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας παραπέμπουν στο δίκαιο των κρατών μελών όσον αφορά την έννοια και το περιεχόμενο των όρων «τυχαίο γεγονός» και «ανωτέρα βία».

41 Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2008/118 υπογραμμίζεται ότι, για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, οι προϋποθέσεις σχετικά με το απαιτητό των ειδικών φόρων κατανάλωσης πρέπει να ταυτίζονται σε όλα τα κράτη μέλη. Προς τον σκοπό αυτόν, το άρθρο 7 της οδηγίας ορίζει το χρονικό σημείο κατά το οποίο τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα τίθενται σε ανάλωση. Πλην όμως, κατά το μέτρο που το περιεχόμενο των εννοιών «τυχαίο γεγονός» και «ανωτέρα βία» μπορεί να επιδρά στο απαιτητό του ειδικού φόρου κατανάλωσης, οι εν λόγω έννοιες έχουν οπωσδήποτε αυτοτελή χαρακτήρα, οπότε πρέπει να εξασφαλίζεται η ομοιόμορφη ερμηνεία τους εντός όλων των κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Société Pipeline Méditerranée et Rhône, C‑314/06, EU:C:2007:817, σκέψη 22).

42 Για την ερμηνεία των δύο αυτών αυτοτελών εννοιών του δικαίου της Ένωσης, πρέπει, κατά πάγια νομολογία, να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της εν λόγω διάταξης αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με την πράξη της οποίας αποτελεί μέρος (πρβλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2023, Lufthansa Technik AERO Alzey, C‑393/21, EU:C:2023:104, σκέψη 33).

43 Όσον αφορά, κατά πρώτον, την έννοια της «ανωτέρας βίας», υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια αυτή πρέπει γενικώς να νοείται, στους διάφορους τομείς του δικαίου της Ένωσης στους οποίους έχει εφαρμογή, ως καλύπτουσα περιστάσεις ξένες προς εκείνον που την επικαλείται, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά την επίδειξη κάθε επιμέλειας (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Société Pipeline Méditerranée et Rhône, C‑314/06, EU:C:2007:817, σκέψη 23, και της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, η έννοια της «ανωτέρας βίας» εμπεριέχει γενικώς ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με ασυνήθεις, απρόβλεπτες και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του ασυνήθους γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Société Pipeline Méditerranée et Rhône, C‑314/06, EU:C:2007:817, σκέψη 24).

44 Τούτου λεχθέντος, κατά πάγια νομολογία, δεδομένου ότι η έννοια της «ανωτέρας βίας» δεν έχει κατ’ ανάγκην το ίδιο περιεχόμενο στους διάφορους τομείς εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, η σημασία της πρέπει να προσδιορίζεται ανάλογα με το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου προορίζεται να παραγάγει τα αποτελέσματά της (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Société Pipeline Méditerranée et Rhône, C‑314/06, EU:C:2007:817, σκέψη 25, και της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45 Στο πλαίσιο των κανόνων σχετικά με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά την έννοια της «ανωτέρας βίας» κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/12, ότι η οικονομία και ο σκοπός της οδηγίας αυτής δεν επέβαλλαν ερμηνεία και εφαρμογή με ιδιαίτερο τρόπο των στοιχείων που συγκροτούν την ανωτέρα βία όπως αυτά προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου σε άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Société Pipeline Méditerranée et Rhône, C‑314/06, EU:C:2007:817, σκέψεις 26 έως 31).

46 Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ ουσίαν ότι τα προϊόντα υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης λόγω της παραγωγής τους και μόνον ή λόγω της εισαγωγής τους στην Ένωση και ότι, κατ’ αρχήν, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης είναι επίσης απαιτητοί σε περίπτωση ελλειμμάτων και απωλειών όταν οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν χορηγήσει σχετική απαλλαγή, η δε απαλλαγή που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/12 για απώλειες οφειλόμενες σε ανωτέρα βία αποτελεί παρέκκλιση από τον εν λόγω γενικό κανόνα, η οποία, επομένως, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Société Pipeline Méditerranée et Rhône, C‑314/06, EU:C:2007:817, σκέψη 30).

47 Η ερμηνεία αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι ισχύει και όσον αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118. Πράγματι, από το γράμμα της διάταξης αυτής και από την οικονομία του εν λόγω άρθρου, η οποία εξετάστηκε στις σκέψεις 38 και 39 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118 συνιστά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα κατά τον οποίο ο ειδικός φόρος κατανάλωσης επί των προϊόντων που έχουν καταστραφεί ή απολεσθεί είναι κατ’ αρχήν απαιτητός, οπότε η συγκεκριμένη διάταξη πρέπει, όπως και το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/12, να ερμηνεύεται στενά.

48 Επομένως, η έννοια της «ανωτέρας βίας», κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118, νοείται ότι καταλαμβάνει περιστάσεις ξένες προς εκείνον που την επικαλείται, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά κάθε επιδειχθείσα επιμέλεια (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Société Pipeline Méditerranée et Rhône, C‑314/06, EU:C:2007:817, σκέψη 31).

49 Κατά δεύτερον, η έννοια του «τυχαίου γεγονότος», όπως και η έννοια της «ανωτέρας βίας», δεν έχει κατ’ ανάγκην το ίδιο περιεχόμενο στους διάφορους τομείς εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, οπότε η σημασία της πρέπει να προσδιορίζεται ανάλογα με το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου προορίζεται να παραγάγει τα αποτελέσματά της (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Latvijas Dzelzceļš, C‑154/16, EU:C:2017:392, σκέψεις 60 έως 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50 Ερμηνεύοντας την έννοια του «τυχαίου γεγονότος» κατά το άρθρο 206, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια αυτή, όπως και η έννοια της «ανωτέρας βίας», χαρακτηρίζεται από ένα αντικειμενικό στοιχείο, σχετικό με την ύπαρξη περιστάσεων ασυνήθων, απρόβλεπτων και ξένων προς τον ενδιαφερόμενο, και από ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του ασυνήθους γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Latvijas Dzelzceļš, C‑154/16, EU:C:2017:392, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51 Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 204, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του τελωνειακού κώδικα, καμία τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή δεν θεωρείται ότι γεννάται ως προς συγκεκριμένο εμπόρευμα όταν ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει ότι η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί το εμπόρευμα αυτό οφείλεται στην ολική καταστροφή ή την ανεπανόρθωτη απώλεια του εν λόγω εμπορεύματος από αιτία οφειλόμενη στην ίδια τη φύση του εμπορεύματος ή σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Latvijas Dzelzceļš, C‑154/16, EU:C:2017:392, σκέψη 58).

52 Εκτιμώντας ότι το άρθρο 206, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα εισάγει παρέκκλιση από τον κανόνα που θέτει το άρθρο 204, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ίδιου κώδικα, κατά το οποίο η μη εκπλήρωση υποχρέωσης απορρέουσας από τη χρήση τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί ένα εμπόρευμα γεννά τελωνειακή οφειλή, το Δικαστήριο συνήγαγε ότι οι έννοιες της «ανωτέρας βίας» και του «τυχαίου γεγονότος», κατά την πρώτη από τις ως άνω διατάξεις, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Latvijas Dzelzceļš, C‑154/16, EU:C:2017:392, σκέψη 62).

53 Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/118 είναι παρόμοιο με εκείνο του άρθρου 206, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα και ότι, όπως και η διάταξη του τελωνειακού κώδικα, εισάγει παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα κατά τον οποίο ο ειδικός φόρος κατανάλωσης επί των προϊόντων που έχουν καταστραφεί ή απολεσθεί παραμένει απαιτητός.

54 Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένων υπόψη των ομοιοτήτων που υφίστανται μεταξύ των τελωνειακών δασμών και του ειδικού φόρου κατανάλωσης καθώς και προς διασφάλιση συνεκτικής ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να θεωρηθεί ότι η έννοια του «τυχαίου γεγονότος» του άρθρου 7, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/118 έχει ίδιο περιεχόμενο με εκείνο που δέχθηκε το Δικαστήριο σε σχέση με το άρθρο 206, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως (βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Απριλίου 2010, Dansk Transport og Logistik, C‑230/08, EU:C:2010:231, σκέψη 84).

55 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118 έχει την έννοια ότι ο όρος «τυχαίο γεγονός», κατά τη διάταξη αυτή, πρέπει, όπως και ο όρος «ανωτέρα βία», να νοηθεί ότι καταλαμβάνει περιστάσεις ξένες προς εκείνον που επικαλείται τη συνδρομή του, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά την επίδειξη κάθε επιμέλειας.

56 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118 έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις που οδήγησαν στην ολική καταστροφή ή στην ανεπανόρθωτη απώλεια των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, η αναγνώριση της συνδρομής «τυχαίου γεγονότος», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, απαιτεί να διαπιστωθεί ότι ο οικείος επιχειρηματίας επέδειξε επαρκή επιμέλεια προκειμένου να αποφύγει την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος.

57 Συναφώς, υπογραμμίζεται εκ προοιμίου ότι, όπως προκύπτει από την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η έννοια του «τυχαίου γεγονότος», κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118, χαρακτηρίζεται τόσο από ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του επίμαχου γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες, όσο και από ένα αντικειμενικό στοιχείο, σχετικό με την ύπαρξη περιστάσεων ασυνήθων, απρόβλεπτων και ξένων προς τον ενδιαφερόμενο.

58 Κατά συνέπεια, η αναγνώριση της συνδρομής τυχαίου γεγονότος, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, σημαίνει όχι μόνον ότι ο οικείος επιχειρηματίας έχει επιδείξει την επιμέλεια που συνήθως απαιτείται στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του προκειμένου να προφυλαχθεί από έναν τέτοιο κίνδυνο, πράγμα που προϋποθέτει συνεχή ενεργητική συμπεριφορά με σκοπό τη διαπίστωση και την αξιολόγηση ενδεχόμενων κινδύνων, καθώς και ικανότητα λήψης κατάλληλων και αποτελεσματικών μέτρων προς αποτροπή της επέλευσης τέτοιων κινδύνων (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Société Pipeline Méditerranée et Rhône, C‑314/06, EU:C:2007:817, σκέψη 37), αλλά και ότι η επέλευση του σχετικού κινδύνου ήταν αποτέλεσμα περιστάσεων ασυνήθων, απρόβλεπτων και ξένων προς τον εν λόγω επιχειρηματία.

59 Επομένως, όταν οι περιστάσεις που οδήγησαν στην ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων εμπίπτουν στη σφαίρα ευθύνης του εγκεκριμένου αποθηκευτή, δεν πληρούται η προϋπόθεση των ξένων προς τον οικείο επιχειρηματία περιστάσεων και, ως εκ τούτου, ελλείπει το αντικειμενικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το τυχαίο γεγονός, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η διαπίστωση της συνδρομής τυχαίου γεγονότος.».

 

Τούτων δοθέντων θα πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι η αιτήτρια, στην αποκλειστική γνώση της οποίας είναι τα σχετικά με την υπόθεση δεδομένα, είχε αυτή το βάρος, σύμφωνα με το άρθρο 206(1) του Κανονισμού 2913/92 και το άρθρο 124(4) του Κανονισμού 952/2013, να προσκομίσει αποδείξεις ότι η ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια των επίδικων προϊόντων οφειλόταν είτε σε τυχαίο γεγονός είτε σε ανωτέρα βία (Νίκος Τοφαρίδης ν Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, ΕΔΔ αρ. 110/2017, ημερ. 10.01.2024).  Αυτό δεν αμφισβητείται κατ’ ουσία δοθέντος ότι, στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης των ευπαιδεύτων δικηγόρων της στην προσφυγή 1678/18, η αιτήτρια ρητώς αναγνωρίζει πως, βάσει του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου, η απώλεια των προϊόντων μπορεί να δικαιολογηθεί και να αποσβεστεί «νοουμένου ότι ο διοικούμενος αποδείξει την ύπαρξη μίας από τις προβλεπόμενες αιτίες».

 

Η παρούσα υπόθεση παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι ο λόγος των διαπιστωθέντων απωλειών δεν επεξηγήθηκε και παρέμεινε άγνωστος, σε αντίθεση με τα πραγματικά δεδομένα στις υποθέσεις που απασχόλησαν την κυπριακή και την ευρωπαϊκή νομολογία (κλοπή, διαρροή οφειλόμενη σε αβλεψία, βλάβη κλπ).  Αποδέχομαι δε ως ορθή την επισήμανση στη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση πως η θέση της αιτήτριας περί απόδειξης της ύπαρξης εξωγενών παραγόντων, χωρίς να χρειάζεται ο προσδιορισμός της ακριβούς αιτίας, δεν συνάδει με τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις, στις οποίες ρητώς προνοείται η αναγκαιότητα απόδειξης του τυχαίου γεγονότος ή της ανωτέρας βίας, κατά τρόπο ικανοποιητικό στον Διευθυντή.  Η αιτήτρια κατ’ ουσίαν, εφόσον δεν μπορούσε να επικαλεστεί συγκεκριμένο γεγονός, το οποίο δυνατόν να αξιολογείτο για να διαπιστωθεί κατά πόσον συνιστά τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία, επικαλείται τη φύση των προϊόντων για να δικαιολογήσει τις διαπιστωθείσες κατ’ επανάληψη απώλειες.  Σε συμφωνία όμως με την προσέγγιση στη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση, εκτιμώ ότι η φύρα, η φυσική δηλαδή απομείωση ενός προϊόντος, μπορεί να δικαιολογήσει τις απώλειες μέχρι ενός αποδεκτού ποσοστού, το οποίο κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν στην διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή να το καθορίσει.  Το ύψος δε του εν λόγω ποσοστού και εάν τούτο ήταν χαμηλότερο ή ψηλότερο σε σχέση με τα προβλεπόμενα σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι ζήτημα κατεξοχήν τεχνικό και ως εκ τούτου εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου.  Η θέση της αιτήτριας ότι οι απώλειες άγνωστης αιτίας θα πρέπει, ανεξαρτήτως του ποσοστού τους, να αποδίδονται στη φύση ενός προϊόντος, δεν συνάδει με τη στενή ερμηνεία υπό την οποία θα πρέπει να εξετάζεται η παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα ότι τόσο ο ειδικός φόρος κατανάλωσης όσο και οι τελωνειακοί δασμοί επί προϊόντων που έχουν καταστραφεί ή απολεσθεί, είναι κατ’ αρχήν απαιτητοί.

 

Η εν λόγω θεώρηση, ότι δηλαδή η φύση ενός προϊόντος μπορεί να δικαιολογήσει την απώλεια μέχρι ενός συγκεκριμένου ποσοστού, πέραν του οποίου ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός, συνάγεται, πλέον, ρητώς από τις πρόνοιες της Οδηγίας 2020/262 (η οποία κατήργησε την Οδηγία 2008/118/ΕΚ)[9].

 

Ειδικότερα, σύμφωνα με τις παραγράφους (8) και (9) του προοιμίου  της Οδηγίας 2020/262 (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«(8) Δεδομένου ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης αποτελεί φόρο επί της κατανάλωσης προϊόντων, δεν θα πρέπει να βαρύνει τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα τα οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχουν υποστεί ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια.

 

(9) Εκτός από την ολική καταστροφή ή την ανεπανόρθωτη απώλεια των προϊόντων, ενδέχεται να επέλθουν μερικές απώλειες λόγω της φύσης των προϊόντων. Εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, δεν θα πρέπει να επιβάλλεται φόρος για αυτές τις μερικές απώλειες, εφόσον δεν υπερβαίνουν τα προκαθορισμένα κοινά κατώτατα όρια μερικής απώλειας.».

 

Σύμφωνα δε με το άρθρο 6 της Οδηγίας 2020/262, οι πρόνοιες του οποίου μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη με τον Ν.54(Ι)/2022, ο οποίος αντικατέστησε το άρθρο 5 του Ν.91(Ι)/2004 (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«1.   Τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης κατά:

α) την παραγωγή τους, συμπεριλαμβανομένης, ανάλογα με την περίπτωση, της εξόρυξής τους, στο έδαφος της Ένωσης·

β) την εισαγωγή τους ή την παράτυπη είσοδό τους στο έδαφος της Ένωσης.

2.   Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά τον χρόνο και στο κράτος μέλος θέσης σε ανάλωση των προϊόντων.

3.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «θέση σε ανάλωση» νοείται:

α) η έξοδος υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων από ένα καθεστώς αναστολής, συμπεριλαμβανομένης της παράτυπης εξόδου·

β) η κατοχή ή αποθήκευση υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων παρατυπίας, εκτός καθεστώτος αναστολής, για τα οποία δεν έχει επιβληθεί ειδικός φόρος κατανάλωσης δυνάμει των εφαρμοστέων διατάξεων του ενωσιακού δικαίου και της εθνικής νομοθεσίας·

γ) η παραγωγή, συμπεριλαμβανομένης της μεταποίησης, υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων και η παράτυπη παραγωγή ή μεταποίηση, εκτός καθεστώτος αναστολής·

δ) η εισαγωγή προϊόντων υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, εκτός εάν τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα υπαχθούν, αμέσως μετά την εισαγωγή, σε καθεστώς αναστολής, ή η παράτυπη είσοδος προϊόντων υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, εκτός εάν η τελωνειακή οφειλή έχει αποσβεσθεί σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 1 στοιχεία ε), στ), ζ), ια) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013. Εάν η τελωνειακή οφειλή έχει αποσβεσθεί σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν στην εθνική τους νομοθεσία κύρωση λαμβάνοντας υπόψη το ύψος του οφειλόμενου ειδικού φόρου κατανάλωσης που θα είχε γεννηθεί.

[…]

5.   Η ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια, ολική ή μερική, προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης υπό καθεστώς αναστολής από αιτία οφειλόμενη σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία ή ακόμη με την άδεια των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους για καταστροφή των προϊόντων δεν θεωρείται θέση σε ανάλωση.

6.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρείται ότι τα προϊόντα έχουν υποστεί ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια όταν δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης.

7.   Μερική απώλεια η οποία οφείλεται στη φύση των προϊόντων και επέρχεται κατά τη διακίνηση υπό καθεστώς αναστολής μεταξύ των κρατών μελών δεν θεωρείται θέση σε ανάλωση, εφόσον το ποσό της απώλειας είναι χαμηλότερο από το κοινό κατώτατο όριο μερικής απώλειας για τα εν λόγω υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα, εκτός εάν ένα κράτος μέλος έχει εύλογη αιτία να υποπτευθεί απάτη ή παρατυπία. Το τμήμα της μερικής απώλειας που υπερβαίνει το κοινό κατώτατο όριο μερικής απώλειας για τα εν λόγω υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα αντιμετωπίζεται ως θέση σε ανάλωση.

[…]

10.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 51 για τον καθορισμό των κοινών κατώτατων ορίων μερικής απώλειας που αναφέρονται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 45 παράγραφος 2 λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων, τη φύση των προϊόντων, τα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, τη θερμοκρασία περιβάλλοντος κατά τη διακίνηση, την απόσταση της διακίνησης ή τον χρόνο που παρέρχεται κατά τη διακίνηση, προσδιορίζοντας τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα, τα αντίστοιχα κοινά κατώτατα όρια μερικής απώλειας ως ποσοστό της συνολικής ποσότητας, καθώς και άλλες σχετικές πτυχές που αφορούν τη μεταφορά των προϊόντων.

Ελλείψει κοινών κατώτατων ορίων μερικής απώλειας, τα κράτη μέλη θα συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις εθνικές διατάξεις.».

 

Με βάση όλα τα ανωτέρω καταλήγω ότι οι καθ’ ων η αίτηση νομίμως προχώρησαν στις επίδικες βεβαιώσεις τελωνειακών δασμών και ειδικού φόρου κατανάλωσης για το μέρος των διαπιστωθέντων ελλειμμάτων που υπερέβαινε το καθοριζόμενο κατά τον ουσιώδη σε κάθε προσφυγή χρόνο ανώτατο ποσοστό αποδεκτών απωλειών.  Το δε γεγονός ότι με την Κ.Δ.Π. 338/16 αυξήθηκε το ποσοστό που η Κ.Δ.Π. 337/14 (όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 288/2015) προέβλεπε, έστω και αν η φύση των επίδικων προϊόντων δεν μεταβλήθηκε (όπως επισημαίνει η αιτήτρια), δεν μπορεί να προσδώσει, χωρίς τούτο ρητώς να προβλέπεται, αναδρομική ισχύ στην Κ.Δ.Π. 338/16, όπως ορθά έκριναν οι καθ’ ων η αίτηση.  Εν πάση δε περιπτώσει, το εκάστοτε ποσοστό αποδεκτών απωλειών δυνατόν διαχρονικά να αυξομειώνεται, αναλόγως της τεχνικής κρίσης και εκτίμησης της Διοίκησης, με την εκάστοτε διοικητική πράξη να εκδίδεται στη βάση του κατά τον χρόνο έκδοσής της ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου.  Επιπλέον, θα πρέπει να επισημανθεί ότι τα γεγονότα των υπό εκδίκαση προσφυγών διαφοροποιούνται από τα γεγονότα στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου D.K. Windsupply Ltd, ανωτέρω, την οποία επικαλείται η αιτήτρια και στην οποία η Διοίκηση, μέσω Εγκυκλίου, απέδωσε διαφορετική ερμηνεία στην ισχύουσα νομοθεσία, χωρίς να μεσολαβήσει οποιαδήποτε τροποποίηση αυτής, με το ζήτημα να παραμένει μόνο πραγματικό (κατά πόσον οι ανεμογεννήτριες ενέπιπταν στην έννοια του όρου «οικοδομή» με βάση τον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ. 96).  Εν προκειμένω το ζήτημα, εκτός από πραγματικό, είναι και νομικό εφόσον εκδόθηκε νέα Γνωστοποίηση αποδεκτών απωλειών, χωρίς όμως αναδρομική ισχύ.

Επαναλαμβάνοντας ότι η αιτήτρια είχε η ίδια το βάρος απόδειξης ότι η ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια των επίδικων προϊόντων οφειλόταν είτε σε τυχαίο γεγονός είτε σε ανωτέρα βία, καταλήγω ότι οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και έχουν επαρκώς αιτιολογηθεί από τους καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι δεν έχουν την υποχρέωση να εξετάσουν και να ανακαλύψουν την αιτία των απωλειών, ώστε η αιτήτρια να γνωρίζει πώς θα μπορούσε να τις αιτιολογήσει ή να τις αποφύγει στο μέλλον.

 

Περαιτέρω, δεν αποδέχομαι τη θέση της αιτήτριας ότι, με τις παραστάσεις που υπέβαλε και τις εκθέσεις των ιδιωτών εμπειρογνωμόνων, απέδειξε ότι είχε λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή των απωλειών, οι οποίες οφείλονταν σε εξωγενείς παράγοντες, όπως η εξάτμιση.  Όπως καταγράφεται στα ενδοϋπηρεσιακά σημειώματα των καθ’ ων η αίτηση σε σχέση με τις υποβληθείσες παραστάσεις αλλά και στην προσβαλλόμενη με την προσφυγή υπ’ αρ. 1678/18 διοικητική πράξη (απόρριψη του υποβληθέντος από την αιτήτρια αιτήματος αναθεώρησης), οι εκθέσεις των εμπειρογνωμόνων αναφορικά με τα αίτια των απωλειών που διαπιστώθηκαν στις εγκαταστάσεις/δεξαμενές της αιτήτριας, επικεντρώθηκαν σε αόριστες αναλύσεις για λανθασμένες μετρήσεις, παραβλέποντας το γεγονός ότι η ορθή καταμέτρηση αποτελεί εκ του νόμου ευθύνη της αιτήτριας και επιπλέον στηρίχθηκαν σε υποθετικά σενάρια, τα οποία δεν ανταποκρίνονται στον πραγματικό σχεδιασμό των δεξαμενών του τερματικού της.  Όπως δε επεσήμανε το ΔΕΕ στις σκέψεις 37 και 39 στην απόφαση C‑314/06, Société Pipeline Méditerranée et Rhône (SPMR), ημερ. 18.12.2007 (στην οποία παραπέμπει εκτενώς η απόφαση C‑509/22, ανωτέρω):

 

«37. Μολονότι η τήρηση των τεχνικών κανόνων σχετικά με την ποιότητα, την κατασκευή, τη συντήρηση και την εμπορική εκμετάλλευση ενός πετρελαιαγωγού μπορεί να θεωρηθεί ως αναγκαία προϋπόθεση για την επίδειξη της δέουσας επιμελείας, η τήρηση αυτή δεν έχει, καθαυτή, αποφασιστική σημασία. Πράγματι, η επαρκής επιμέλεια προϋποθέτει επιπλέον μια συνεχή ενεργητική συμπεριφορά, με σκοπό τη διαπίστωση και την εκτίμηση ενδεχομένων κινδύνων, καθώς και την ικανότητα λήψεως κατάλληλων και αποτελεσματικών μέτρων προς αποτροπή της επελεύσεως τέτοιων κινδύνων.

[…]

39. Τέλος, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν οφείλεται ειδικός φόρος καταναλώσεως για απολεσθέντα προϊόντα με την αιτιολογία ότι αυτά ουδέποτε τέθηκαν σε ανάλωση, όπως απαιτεί το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/12 ως προϋπόθεση για το απαιτητό του φόρου. Πράγματι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, τα πετρελαιοειδή υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως απλώς και μόνο λόγω της παραγωγής ή της εισαγωγής τους στο έδαφος της Κοινότητας και οι ειδικοί φόροι καταναλώσεως, κατ’ αρχήν, είναι επίσης απαιτητοί σε περίπτωση ελλειμμάτων και απωλειών στις οποίες οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν χορηγήσει σχετική απαλλαγή. Επομένως, η θέση σε ανάλωση δεν είναι αποφασιστικής σημασίας για τη γένεση της φορολογικής υποχρεώσεως.»

 

Ως εκ τούτου, αποδέχομαι τη θέση των καθ’ ων η αίτηση πως η αιτήτρια είναι η ίδια που, αφενός, είναι υπεύθυνη και μπορεί να επηρεάσει την ακρίβεια των μετρήσεών της και, αφετέρου, οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να μειώσει τυχόν απώλειες.

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω καταλήγω πως, εφόσον η αιτήτρια απέτυχε να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ή επαρκείς εξηγήσεις ως προς τις διαπιστωθείσες απώλειες πέραν του εκάστοτε καθορισθέντος αποδεκτού ποσοστού, οι καθ’ ων η αίτηση νομίμως, εντός του ισχύοντος κατά τον ουσιώδη χρόνο νομοθετικού πλαισίου, προχώρησαν στην έκδοση των επίδικων Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεων και (σε σχέση με την προσφυγή υπ’ αρ. 1678/18) απέρριψαν το υποβληθέν αίτημα αναθεώρησης.  Οι δε ληφθείσες αποφάσεις κρίνονται ως αιτιολογημένες και το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, με την αιτήτρια να μην έχει καταδείξει οιονδήποτε βάσιμο λόγο ακύρωσης που θα δικαιολογούσε την επέμβαση του Δικαστηρίου.

Επισημαίνεται ότι οι λόγοι ακύρωσης που προωθήθηκαν από την αιτήτρια περιορίστηκαν αποκλειστικά στην επιβολή εισαγωγικών δασμών και ειδικού φόρου κατανάλωσης.  Ουδείς λόγος ακύρωσης εγέρθηκε σε σχέση με τη νομιμότητα, στη βάση της σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ, της επιβολή και ΦΠΑ επί των βεβαιωθέντων εισαγωγικών δασμών και ειδικού φόρου κατανάλωσης για προϊόντα που έχουν απολεσθεί, ζήτημα το οποίο δεν μπορεί να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και ως εκ τούτου δεν θα με απασχολήσει. 

 

Ενόψει της ανωτέρω κατάληξης και της μη διαπίστωσης οποιασδήποτε πλημμέλειας, δεν χρειάζεται να εξετασθεί ούτε το κατά πόσον το Δικαστήριο θα είχε αρμοδιότητα να προβεί σε τροποποίηση των προσβαλλομένων διοικητικών πράξεων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11(4) του Ν.131(Ι)/2015.

 

Συνακόλουθα, όλες οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.  

Ως προς τα έξοδα, ενόψει της συνεκδίκασης των προσφυγών, υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας επιδικάζεται συνολικό ποσό ύψους €15.000.

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Π Ι Ν Α Κ Α Σ

Αρ. προσφυγής

Ημερ. Ελέγχου

Ποσοστό απώλειας

Αρ. Τελων. Βεβαίωσης

Συνολικό ποσό

Ε.Δ.

Ε.Φ.Κ.

Φ.Π.Α.

Χρηματική επιβάρυνση

1127/17

31/08/16

0.0316%

238/17

€492

-

€372

€120

€49

1128/17

30/09/16

0,0701%

239/17

€5.002

-

€3.745

€1.257

€500

1129/17

31/08/16

0,0820%

233/17

€6.505

-

€4.858

1.647

€650

1130/17

30/04/16

0,0371%

217/17

€1.811

-

€1.363

€448

€181

1131/17

31/05/16

0,0845%

218/17

€6.820

-

€5.101

€1.719

€682

1132/17

30/06/16

0,1015%

230/17

€5.929

€113

€4.352

€1.463

€593

1133/17

30/06/15

0,6251%

260/17

€30.519

-

€22.167

€8.352

€3.052

1134/17

31/10/15

0,0579%

267/17

€3.322

-

€2.479

€843

€332

1135/17

31/08/16

0,0582%

237/17

€4.957

-

€3.749

€1.208

€496

1136/17

31/05/15

0,0509%

259/17

€2.782

-

€2.012

€770

€278

1137/17

31/08/15

0,0539%

262/17

€2.601

-

€1.928

€673

€260

1138/17

31/10/16

0,0395%

245/17

€1.185

-

€887

€298

€119

1139/17

30/11/16

0,0993%

247/17

€8.617

-

€6.452

€2.165

€862

1141/17

30/11/16

0,04251%

246/17

€2.953

-

€2.211

€742

€295

1142/17

31/03/16

0,0903%

214/17

€16.639

-

€12.672

€3.967

€1.664

1143/17

30/06/16

0,0521%

227/17

€6.172

-

€4.622

€1.550

€617

1144/17

31/07/16

0,0429%

232/17

€3.372

-

€2.566

€806

€337

1145/17

31/08/16

0,0460%

235/17

€4.511

-

€3.347

€1.164

€451

1146/17

31/08/16

0,0299%

234/17

€8.879

-

€6.637

€2.242

€888

1147/17

31/10/16

0,0759%

244/17

€8.448

-

€6.327

€2.120

€845

1148/17

30/09/16

0,0821%

241/17

€5.089

-

€3.813

€1.276

€509

1149/17

31/05/16

0,0357%

224/17

€471

€9

€345

€117

€47

1150/17

31/05/16

0,0747%

223/17

11.541

-

8.620

2.866

1154

1151/17

31/03/15

0,0757%

257/17

2.003

-

1.457

547

200

1152/17

31/05/16

0,0650%

219/17

10.425

-

7.788

2.638

1.043

1153/17

30/06/16

0,0633%

226/17

9.880

-

7.396

2.484

988

1154/17

31/05/16

0,0408%

220/17

3.032

-

2.266

766

303

1155/17

31/05/16

0,2312%

221/17

109

3

79

27

11

1156/17

30/09/16

0,0358%

240/17

1.635

-

1.223

412

163

1158/17

31/08/15

0,0488%

264/17

30.934

631

22.483

7.820

3.093

1159/17

30/11/16

0,0404%

248/17

2.284

-

1.715

568

228

1160/17

30/09/15

0,0855%

265/17

6.608

-

4.928

1680

661

1161/17

31/08/15

0,0426%

263/17

2.094

-

1.552

542

209

1162/17

30/06/16

0,1617%

225/17

16.423

-

12.309

4.114

1.642

1163/17

29/02/16

0,2209%

211/17

904

17

685

202

90

1164/17

31/03/15

0,0748%

258/17

11.440

264

8.147

3.029

1.144

1165/17

31/01/16

0,0367%

209/17

779

-

599

179

78

1166/17

31/07/16

0,0624%

231/17

3.980

-

3.028

952

398

1167/17

31/10/15

0,1073%

268/17

27.835

532

20.430

6.873

7.784

1168/17

31/12/15

0,0530%

270/17

2.669

-

2.041

628

267

1169/17

30/06/16

0,0774%

229/17

12.196

-

9.126

3.070

1.220

1171/17

31/03/16

0,1024%

213/17

€8.893

-

€6.775

€2.118

€889

1172/17

30/09/15

0,0753%

266/17

€32.839

€661

€22.483

€8.260

€3.284

1173/17

31/07/15

0,0331%

261/17

€3.121

€64

€2.268

€789

€312

1174/17

30/06/16

0,1059%

228/17

€20.099

-

€15.060

€5.039

€2.010

1175/17

30/04/16

0,0827%

215/17

€15.560

-

€11.721

€3.839

€1.556

1176/17

30/09/16

0,0420%

243/17

€2.432

-

€1.830

€602

€243

1177/17

30/09/16

0,0400%

242/17

€1.939

-

€1.455

€484

€194

1178/17

30/04/16

0,1032%

216/17

€20.413

-

€15.369

€5.044

€2.041

1179/17

31/05/16

0,0546%

222/17

€6.525

-

€4.881

€1.644

€653

1180/17

31/03/16

0,1020%

212/17

€7.544

-

€5.743

€1.801

754€

1181/17

31/08/16

0,1008%

236/17

€12.068

-

€9.051

€3.017

€1.207

1182/17

30/11/15

0,0643%

269/17

€4.038

-

€3.043

€995

€404

1183/17

29/11/16

0,0942%

210/17

€7.837

-

€6.012

€1.824

€784

1678/18

31/10/17

0,16%%

115/18

€7.666

-

€5.659

€2.007

€766

 

 

 

 

 



[1] Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 1992 περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα.

[2] Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Οκτωβρίου 2013 για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (αναδιατύπωση) – Οι διατάξεις που αφορούν τις παρούσες προσφυγές τέθηκαν σε ισχύ την 01.05.2016.

[3] Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής της 2ας Ιουλίου 1993 για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα.

[4] Οδηγία 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008 , σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ.

[5] Οδηγία 2014/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα των οργάνων μετρήσεων στην αγορά (αναδιατύπωση).

[6] Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (158(I)/1999).

[7] Βλ. ΠΙΝΑΚΑ και προσφυγές υπ’ αρ. 1132/17, 1149/17, 1155/17, 1158/17, 1163/17, 1164/17, 1167/17, 1172/17 και 1173/17.

[8] Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2012, σελ. 345.

[9] Οδηγία (ΕΕ) 2020/262 του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 2019 για τη θέσπιση του γενικού καθεστώτος των ειδικών φόρων κατανάλωσης (αναδιατύπωση).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο