ΣΩΜΑΤΕΙΟ «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΚΑΜΑΣ» ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1234/2024, 3/7/2025
print
Τίτλος:
ΣΩΜΑΤΕΙΟ «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΚΑΜΑΣ» ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1234/2024, 3/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                 

 

(Υπόθεση Αρ. 1234/2024 (i-Justice))

 

3 Ιουλίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΩΜΑΤΕΙΟ «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΚΑΜΑΣ»                                                                             Αιτητές

                                                 ΚΑΙ

 

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

                            

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Θ. Κουσπή (κα), για Αιτητές

Κ. Παπαδοπούλου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, οι αιτητές ζητούν-

«Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στους Αιτητές με επιστολή των Καθ’ ων η Αίτηση προς τη δικηγόρο τους με ημερομηνία 1.8.2024 που παραλήφθηκε στις 20.8.2024 και με την οποία ο Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1 απορρίπτοντας την Ιεραρχική Προσφυγή των Αιτητών που υποβλήθηκε ενώπιον του στις 28.2.2024 επικύρωσε την απόφαση του Γενικού Εφόρου Σωματείων με ημερομηνία 29.1.2024 και/ή την απόφαση της Εφόρου Σωματείων για την επαρχία της Πάφου με ημερομηνία 12.9.2023 για διαγραφή του Σωματείου τους, είναι εξ υπαρχής άκυρη και/ή στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.».

 

Αρχικά, στις 23.1.2017, ο Έφορος Σωματείων και Ιδρυμάτων ενέγραψε τους αιτητές ως Σωματείο με την επωνυμία «Πολιτιστικός Γυμναστικός Σύλλογος Ακάμας», σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμου (Ν.57/1972), ο οποίος ήταν τότε σε ισχύ. Στη συνέχεια, με επιστολή της προς τους αιτητές, ημερομηνίας 31.5.2018, η Έφορος Σωματείων και Ιδρυμάτων Πάφου («η Έφορος») ενημέρωσε αυτούς ότι ο Νόμος 57/1972 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα Νόμο (Ν.104(Ι)/2017), ο οποίος είχε τεθεί σε ισχύ στις 14.7.2017. Με την ίδια επιστολή, η Έφορος καλούσε τους αιτητές όπως προβούν εντός ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης του Νόμου 104(I)/2017, ήτοι μέχρι τις 13.7.2018, σε οποιεσδήποτε τροποποιήσεις του καταστατικού τους ή σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια απαιτείτο, για σκοπούς συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου.

 

Κατά τον Ιούνιο του 2019, οι αιτητές υπέβαλαν στην Έφορο προτεινόμενο τροποποιημένο καταστατικό, πρακτικά εκλογικής και καταστατικής συνέλευσης, κατάλογο των μελών που παρέστησαν στη συνέλευση, καθώς και οικονομικές καταστάσεις για το έτος 2018.

 

Ακολούθησε σχετική αλληλογραφία μεταξύ αιτητών και Εφόρου, η οποία διήρκησε μέχρι το 2023. Στο πλαίσιο αυτό, οι αιτητές απέστειλαν στην Έφορο επιστολή ημερομηνίας 3.9.2020, στην οποία παρέθεταν πρόσθετα στοιχεία προς υποστήριξη του αιτήματός τους για επικαιροποίηση του καταστατικού τους και της εγγραφής τους στο μητρώο σωματείων της Επαρχίας Πάφου. Η Έφορος, δι’ επιστολής της προς τους αιτητές, ημερομηνίας 21.9.2021, ενημέρωσε αυτούς για την υποχρέωσή τους να καταχωρήσουν στοιχεία πραγματικών δικαιούχων του σωματείου. Ακολούθως, δια νέας επιστολής της προς τους αιτητές, ημερομηνίας 26.5.2022, η Έφορος ενημέρωσε αυτούς ότι είχε περιέλθει στην αντίληψή της, ότι το σωματείο λειτουργούσε και/ή παρείχε υπηρεσίες εκμάθησης των αθλημάτων της ρυθμικής γυμναστικής και της ενόργανης γυμναστικής και ζήτησε από αυτούς όπως εντός ενός μηνός παράσχουν συγκεκριμένες πληροφορίες, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πράγματι, το σωματείο λειτουργούσε ως σχολή εκμάθησης αθλήματος.

 

Η σχετική αλληλογραφία που ακολούθησε απέληξε στην υπό της Εφόρου αποστολή επιστολής προς τους αιτητές, ημερομηνίας 24.1.2023, δια της οποίας ενημέρωνε αυτούς ότι το σωματείο δεν μπορούσε να παραμείνει εγγεγραμμένο στο μητρώο σωματείων, καθότι διαπιστώθηκε ότι αυτό αποτελούσε σχολή εκμάθησης χορού, γυμναστικής και άλλων αθλημάτων και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε οι αιτητές να αποταθούν στον Κυπριακό Οργανισμό Αθλητισμού (ΚΟΑ) για να εγγραφούν ως ιδιωτική σχολή γυμναστικής στη βάση των σχετικών Κανονισμών. Δόθηκε δε προς τούτο δίμηνη προθεσμία στους αιτητές, για να συγκληθεί η γενική συνέλευση του σωματείου και να αποφασιστεί η διάλυσή του, εφόσον ο επιδιωκόμενος σκοπός ήταν κερδοσκοπικός.

 

Εν συνεχεία, οι αιτητές προσκόμισαν σειρά εγγράφων και/ή στοιχείων, προκειμένου να καταδείξουν ότι λειτουργούσαν ως σωματείο και όχι ως ιδιωτική σχολή γυμναστικής, ωστόσο εν τέλει, η Έφορος, με επιστολή της προς τους αιτητές, ημερομηνίας 6.9.2023, ενημέρωσε αυτούς ότι αποφάσισε τη διαγραφή του σωματείου από το μητρώο σωματείων, στη βάση του άρθρου 51 του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα Νόμου (Ν.104(Ι)/2017), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»).

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, οι αιτητές καταχώρησαν Ιεραρχική Προσφυγή ενώπιον του Γενικού Εφόρου Σωματείων (Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών), στις 6.10.2023, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Νόμου. Η Ιεραρχική Προσφυγή απορρίφθηκε με απόφαση του Γενικού Εφόρου Σωματείων, ημερομηνίας 29.1.2024, ο οποίος και επικύρωσε την απόφαση της Εφόρου για διαγραφή του σωματείου των αιτητών.

 

Οι αιτητές αντέδρασαν και υπέβαλαν, μέσω της δικηγόρου τους, νέα Ιεραρχική Προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Νόμου. H υπό αναφορά Ιεραρχική Προσφυγή απορρίφθηκε από τον Υπουργό, ο οποίος και επικύρωσε την απόφαση του Γενικού Εφόρου Σωματείων. Η δε απορριπτική απόφαση του Υπουργού γνωστοποιήθηκε στην πλευρά των αιτητών δι’ επιστολής των καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 1.8.2024.

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή, στις 5.9.2024.

 

Με τον πρώτο προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης που προωθείται, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση και/ή κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 51 του Νόμου, εφόσον, στη βάση νομικής και/ή πραγματικής πλάνης, οι καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι η συγκεκριμένη πρόνοια του άρθρου 51, συνιστά επαρκή νομική βάση για την έκδοση απόφασης διαγραφής του Σωματείου των αιτητών, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να πάσχει και ως προϊόν υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας και να αντίκειται στην αρχή της νομιμότητας, κατά παράβαση των άρθρων 8, 13, 17 και 48 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999).

 

Δεύτερος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα ελαττωματικής και/ή εσφαλμένης και/ή παράνομης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 2 του Νόμου, ιδιαίτερα δε σε ό,τι αφορά την ερμηνεία και/ή εφαρμογή του όρου «μη κερδοσκοπικό σωματείο» και/ή είναι προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και/ή πλάνης περί τα πράγματα σε σχέση με την υπαγωγή των πραγματικών δεδομένων της περίπτωσης, στο περιεχόμενο του υπό αναφορά ορισμού.

 

Τέλος, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, προωθείται και ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και/ή πλάνης περί τα πράγματα και στερείται επαρκούς και/ή της δέουσας αιτιολογίας, καθότι η κρίση περί κερδοσκοπικού χαρακτήρα του σωματείου των αιτητών στερείται οποιουδήποτε πραγματικού υποβάθρου και/ή στηρίζεται σε στοιχεία και δεδομένα από τα οποία θα ήταν αδύνατο να εξαχθεί ένα τέτοιο συμπέρασμα. Συναφώς, εγείρεται επίσης ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 47 του Νόμου και των άρθρων 43, 26, 50, 51 και 52 του Νόμου 158(Ι)/1999.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Όλα δε τα γεγονότα αξιολογήθηκαν δεόντως και η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως βεβαίως και η προηγηθείσα απόφαση της Εφόρου, αλλά και του Γενικού Εφόρου, ήσαν εύλογα επιτρεπτές και δεν στοιχειοθετούνται οι ισχυρισμοί των αιτητών περί κακής ενάσκησης της διακριτικής εξουσίας των καθ’ ων η αίτηση.

 

Αντίθετα, κατά την ευπαίδευτη συνήγορο της Δημοκρατίας, οι καθ’ ων η αίτηση ορθά ερμήνευαν και εφάρμοσαν τις διατάξεις του Νόμου, λαμβάνοντας υπόψη, ως όφειλαν, και τις πρόνοιες των περί Ιδιωτικών Σχολών Γυμναστικής Κανονισμών του 1995 (Κ.Δ.Π. 38/95) και τους περί Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού Νόμους. Εν προκειμένω, συνεχίζει η κα Παπαδοπούλου, το κυριότερο θέμα που ήταν υπό διερεύνηση, ήταν το κατά πόσον το συγκεκριμένο σωματείο (οι αιτητές), ασχολούνταν με αθλήματα που εμπίπτουν στην εμβέλεια της Κ.Δ.Π. 38/95, αποτελώντας ωσαύτως ιδιωτική σχολή, που λειτουργούσε παράνομα, παραβιάζοντας τόσο την Κ.Δ.Π. 38/95 και τους περί Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού Νόμους, αλλά και τον περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο. Συναφώς, συνεχίζουν οι καθ’ ων η αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 52 του Νόμου (Ν. 188(Ι)/2007), όπως έχει τροποποιηθεί, τα Διοικητικά Συμβούλια των σωματείων οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τηρούνται οι πρόνοιες του εν λόγω Νόμου και, συνεπώς, ο Έφορος οφείλει να διαπιστώνει κάθε φορά κατά πόσον υπάρχει τέτοια συμμόρφωση και/ή ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση. Υπογραμμίζουν επίσης οι καθ’ ων η αίτηση ότι τα αθλητικά σωματεία διέπονται από το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο (που εν πολλοίς διαπερνά την εθνική έννομη τάξη) και πρέπει να λειτουργούν στη βάση της αυτονομίας και της αυτορρύθμισης, ενώ η αθλητική σχολή διέπεται από την Κ.Δ.Π. 38/95 που εκδόθηκε από τον ΚΟΑ και έχει ως στόχο την εκμάθηση ενός αθλήματος, αναγνωρισμένου ή μη, με την καταβολή ή και όχι διδάκτρων. Ο ΚΟΑ ασκεί αποκλειστικές εξουσίες στο συγκεκριμένο πεδίο, ρυθμίζοντας τη λειτουργία των αθλητικών σχολών με βάσει αυτές τις ειδικές διατάξεις.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των θέσεων των δυο πλευρών, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της επίδικης πράξης.

 

Όπως έχει λεχθεί πιο πάνω, στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας της συνηγόρου των αιτητών, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση και/ή κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 51 του Νόμου, εφόσον, υπό νομική και/ή πραγματική πλάνη, οι καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι η συγκεκριμένη πρόνοια του άρθρου 51, συνιστά επαρκή νομική βάση για την έκδοση απόφασης διαγραφής του σωματείου των αιτητών, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να πάσχει και ως αποτέλεσμα υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας και να είναι αντίθετη προς την αρχή της νομιμότητας, κατά παράβαση των άρθρων 8, 13, 17 και 48 του Νόμου 158(Ι)/1999.

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι η απόφαση της Εφόρου, ημερομηνίας 6.9.2023 (παράρτημα 23 στο δικόγραφο της ένστασης), την οποία ακολούθως επικύρωσε η απόφαση του Γενικού Εφόρου και στη συνέχεια η επίδικη απόφαση, λήφθηκε στη βάση του άρθρου 51 του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο-

 

«Οι διατάξεις του παρόντος Νόµου δεν εφαρµόζονται ή δεν επηρεάζουν µε οποιοδήποτε τρόπο σωµατεία, ιδρύµατα συνδέσµους, οργανώσεις, ενώσεις προσώπων ή οµοσπονδίες τα οποία ρυθµίζονται ειδικά από άλλο ειδικότερο νόµο, οι διατάξεις του οποίου θα συνεχίσουν να εφαρµόζονται ως προς αυτά.».

 

Στην απόφαση της Εφόρου, ημερομηνίας 6.9.2023, αναφέρονταν και τα εξής (η έμφαση έχει προστεθεί):

 

«4. H φύση της οντότητας (σχολής) αντικρούει με τον N. 104/2017, αφού είναι "κερδοσκοπική". Επίσης υπάρχει παραβίαση του άρθρου 4 του Ν. 104/2017, αφού η λειτουργία σχολής κάτω από τον μανδύα ενός σωματείου, χωρίς την κατοχή, της απαραίτητης άδειας λειτουργίας από τον ΚΟΑ, κατά παράβαση του περί ΚΟΑ Νόμου και τινν ΚΔΠ 38/1995 είναι παράνομη και υπονομεύει τη δημόσια υγεία.

 

5. Στη βάση του άρθρου 24 (1)(γ)(ii) του N.104/2017 προνοείται ότι σωματείο διαλύεται με απόφαση δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του Εφόρου όταν εκπληρώθηκε ο σκοπός του σωματείου ή ο σκοπός που επιδιώκει είναι κερδοσκοπικός ή είναι πλέον διαφορετικός από αυτόν που καθορίζεται στο καταστατικό.

 

6. Σύμφωνα με το άρθρο 25 του Ν. 104/2017 το σωματείο με τη διάλυση του διατελεί αυτοδικαίως σε εκκαθάριση και με το πέρας της διάλυσης η περιουσία του περιέρχεται σε άλλο μη κερδοσκοπικό νομικό πρόσωπο.

[…]

10. Πέραν των ανωτέρω, στη βάση του άρθρου 51 του Νόμου 104/2017, οντότητες που διέπονται από ειδικότερο Νόμο, δεν μπορούν να ρυθμίζονται από το Νόμο 104/2017. H λειτουργία αθλητικής σχολής διέπεται από άλλο ειδικότερο Νόμο, τον περί ΚΟΑ Νόμο και τους σχετικούς κανονισμούς, ΚΔΠ 38/1995.

 

11. Εξάλλου, νομολογία που έχει εξασφαλίσει το Υπουργείο Εσωτερικών σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης των ιδιωτικών αθλητικών σχολών, συνηγορεί στην απόφαση ότι η λειτουργία σωματείου που έχει ως κύριο σκοπό τη λειτουργία σχολής, δεν συνάδει με τον Ν. 104/2017. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Σωματείο "Tae Kwon Do Power Center" εναντίον Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Σωματείων Λεμεσού και Υπουργείου Εσωτερικών (αρ. Υπ.11/2021) ο Έντιμος Δικαστής κ. Σεραφείμ, καταλήγει ως ακολούθως "Παρ όλη τον πιο πάνω κατάληξη, η οποία αποφασίζει και την τύχη της παρούσας προσφυγής, θεωρώ ορθό να λεχθεί, εν παρόδω και καταγραφεί και ι1 άποψη του παρόντος Δικαστηρίου ότι η γενικότερη θέση και ερμηνεία της καθ' ης η αίτηση (ανεξαρτήτως της όποιας ορθότητας και πληρότητας των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης παρούσας υπόθεσης επί των οποίων βασίστηκε η απόφαση, η οποία εμπεριέχεται στην επιστολή της καθ' ης η αίτηση ημερομηνίας 29.12.2021 (βλ. ανωτέρω) ότι, για αθλητικές σχολές, οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στον ΚΟΑ και διέπονται από την ΚΔΠ 38/1995, δεν εφαρμόζεται ο Νόμος, ως προνοείται στο άρθρο 51 του Νόμου, με βρίσκει σύμφωνο, αφού η εν λόγω ερμηνεία, συνάδει με τούς συνήθεις εφαρμοζόμενους ερμηνευτικούς κανόνες και είναι εύλογα επιτρεπτή (γραμματική, τελολογική ερμηνεία) (βλ. Και γνωμάτευση Νομικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 4.5.2021 στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, Τεκμήριο 1)".

 

12. Στη βάση όλων των ανωτέρω, το Σωματείο διαγράφεται από το μητρώο του Εφόρου Σωματείων Πάφου στη βάση του άρθρου 51. H διαγραφή σας από το μητρώο των σωματείων έχει άμεση ισχύ.

 

13. Ο λόγος που δεν ενεργοποιούμε το άρθρο 24(1)(γ)(ii) είναι ότι στη βάση του άρθρου 51, οντότητες που ρυθμίζονται με άλλο ειδικότερο Νόμο, όπως είναι οι ιδιωτικές αθλητικές σχολές δεν μπορούν να ρυθμίζονται από τον περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για άλλα συναφή θέματα Νόμο, Ν.104/2017. Παρόλα αυτά, αυτό δεν σας απαλλάσσει από την παραβίαση του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος του 2007».

 

Ξεκάθαρα, λοιπόν, προκύπτει ότι οι καθ’ ων η αίτηση επικύρωσαν την απόφαση της Εφόρου για διαγραφή του σωματείου των αιτητών, κατ’ επίκληση του άρθρου 51 του Νόμου. Ωστόσο, είναι επίσης ξεκάθαρο ότι τέτοια δυνατότητα δεν παρέχεται στους καθ’ ων η αίτηση από το άρθρο 51. Από κανένα σημείο του προεκτεθέντος λεκτικού του εν λόγω άρθρου δεν προκύπτει ότι δύναται η Έφορος να προχωρήσει σε διαγραφή σωματείου, όπως πεπλανημένα εξέλαβαν οι καθ’ ων η αίτηση. Δυνατότητα διάλυσης σωματείου παρέχεται από το άρθρο 24 του Νόμου, τις διατάξεις του οποίου μάλιστα οι καθ’ ων η αίτηση συνειδητά επέλεξαν να μην εφαρμόσουν, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν απόσπασμα της απόφασης του Εφόρου. Ειδικότερα, έγινε επίκληση του άρθρου 24(1)(γ)(iii) του Νόμου, όπου προβλέπεται ότι το σωματείο διαλύεται µε απόφαση του Δικαστηρίου, ύστερα από αίτηση του διοικητικού συµβουλίου του σωματείου ή των δύο πέμπτων των µελών ή του Εφόρου, εάν ο σκοπός ή η λειτουργία του έχουν αποβεί παράνομα, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 4. Ωστόσο, η επίδικη απόφαση της Εφόρου δεν λήφθηκε στη βάση της εν λόγω διάταξης, ούτε βεβαίως στη βάση του άρθρου 56 του Νόμου, στο οποίο προβλέπονται και τα εξής (η έμφαση έχε προστεθεί):

 

«(1) Σωµατεία, ιδρύµατα και λέσχες που ιδρύθηκαν και ενεγράφησαν µε βάση τους καταργηθέντες µε τον παρόντα Νόµο Νόµους, θεωρείται ότι εγκρίθηκαν µε βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόµου, νοουμένου ότι θα προβούν στις αναγκαίες αναπροσαρµογές και τροποποιήσεις του καταστατικού τους στην προβλεπόµενη στο εδάφιο (3) του άρθρου 55 προθεσµία:

 

Νοείται ότι, ανεξαρτήτως των διατάξεων των άρθρων 24 και 41, ο Έφορος, εντός δεκαπέντε (15) ηµερών από την ηµεροµηνία έναρξης της ισχύος του περί Σωµατείων και Ιδρυµάτων και για Άλλα Συναφή Θέµατα (Τροποποιητικού) Νόµου 2020, γνωστοποιεί την πρόθεσή του για έναρξη διαδικασίας διάλυσης αναφορικά µε καθορισµένα σε σχετική γνωστοποίηση σωµατεία, ιδρύµατα και λέσχες, η οποία δηµοσιεύεται σε δύο ηµερήσιες εφηµερίδες και αναρτάται στην επίσηµη ιστοσελίδα του Υπουργείου Εσωτερικών και η ηµεροµηνία της δηµοσίευσης ή της ανάρτησης θεωρείται ότι είναι η ηµεροµηνία επίδοσης γνωστοποίησης έναρξης διαδικασίας διάλυσης προς το ασκούν τη διοίκηση του σωµατείου, ιδρύµατος ή λέσχης όργανο, ανάλογα µε την περίπτωση».

 

Εν προκειμένω, βεβαίως, δεν ακολουθήθηκε η αμέσως πιο πάνω διαδικασία και, εν πάση περιπτώσει, στην ίδια την επίδικη απόφαση της Εφόρου δεν γίνεται καμία αναφορά στο άρθρο 56, ούτε σε διάλυση, παρά μόνο, επαναλαμβάνω, αναφέρεται ρητά το άρθρο 51 του Νόμου, ως η νομική βάση λήψης της επίδικης απόφασης διαγραφής.

Ωστόσο, όπως έχει ήδη λεχθεί, το άρθρο 51 δεν ρυθμίζει ζητήματα διαγραφής σωματείων, αλλά ορίζει ρητά ότι οι διατάξεις του Νόμου δεν εφαρμόζονται ή δεν επηρεάζουν µε οποιοδήποτε τρόπο σωµατεία, ιδρύµατα συνδέσμους, οργανώσεις, ενώσεις προσώπων ή ομοσπονδίες, τα οποία ρυθμίζονται ειδικά από άλλο ειδικότερο νόµο, οι διατάξεις του οποίου συνεχίζουν να εφαρμόζονται ως προς αυτά. Αυτό δηλαδή που σκοπείται με τη ρύθμιση του άρθρου 51, είναι να καταστεί σαφές ότι, εφόσον υπάρχει ειδικότερη νομοθεσία ως προς συγκεκριμένο σωματείο, ίδρυμα, σύνδεσμο, ένωση προσώπων ή ομοσπονδία, αυτή η νομοθεσία, ως ειδικότερη, συνεχίζει να τυγχάνει εφαρμογής ως προς τη συγκεκριμένη οντότητα και δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του Νόμου. Αυτό εξάλλου, επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο τον πλαγιότιτλο του άρθρου 51: «Μη επηρεασμός διεπομένων από ειδικότερο νόμο». Ωστόσο, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι οι αιτητές εμπίπτουν και/ή «ρυθμίζονται ειδικά από άλλο ειδικότερο νόµο», και πάλι, δεν καθίσταται αντιληπτό στη βάση ποιας διάταξης νόμου λήφθηκε η επίδικη απόφαση διαγραφής τους, εφόσον το άρθρο 51 σε καμία περίπτωση δεν παρέχει τέτοια αρμοδιότητα στην Έφορο, στη δε επίδικη απόφαση δε γίνεται αναφορά σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη νόμου ή/και κανονισμού.

 

Έτι δε περαιτέρω, εύλογα τίθεται το ερώτημα στη βάση ποιων κριτηρίων αποφάσισαν οι καθ’ ων η αίτηση, εφαρμόζοντας το άρθρο 51, ότι οι αιτητές εμπίπτουν σε μια από τις οντότητες του ρητά αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη (σωματείο, ίδρυμα, σύνδεσμο, ένωση προσώπων ή ομοσπονδία), για τις οποίες εφαρμόζεται ειδικότερη νομοθεσία, την ίδια ώρα που οι ίδιοι οι καθ’ ων, όπως αναφέρεται και στην παράγραφο 13 της απόφασης της Εφόρου, συνειδητά αποφάσισαν να μην εφαρμόσουν το άρθρο 24(1)(γ)(ii) του Νόμου, καθότι οι αιτητές αποτελούν ιδιωτική αθλητική σχολή: ωστόσο, είναι ξεκάθαρο ότι οι ιδιωτικές αθλητικές σχολές δεν περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Νόμου και δεν εμπίπτουν στις εκεί προβλεπόμενες οντότητες, για τις οποίες θα μπορούσε να εφαρμοστεί ειδικότερη νομοθεσία.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η απόφαση διαγραφής των αιτητών από το μητρώο σωματείων πάσχει και στερείται οποιουδήποτε νομικού ερείσματος, εφόσον, επαναλαμβάνω, πουθενά στο άρθρο 51 του Νόμου δεν προβλέπεται αυτή η δυνατότητα. Η Έφορος, πεπλανημένα και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 51 του Νόμου, έλαβε την επίδικη απόφαση διαγραφής των αιτητών.

 

Η δε απόφαση Σωματείο «Tae Kwon Do Power Center» ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 11/2021, ημερ. 5.4.2023, στην οποία παραπέμπουν οι καθ’ ων η αίτηση προς ενίσχυση της επιχειρηματολογίας τους, διαφοροποιείται και δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση, εφόσον σε εκείνη την περίπτωση οι εκεί αιτητές είχαν αιτηθεί και είχαν εξασφαλίσει άδεια λειτουργίας ως σχολή γυμναστικής από τον ΚΟΑ, με αποτέλεσμα ο σκοπός λειτουργίας τους ως σωματείου να έχει, κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, εκλείψει. Όπως είχε κριθεί από τον ΚΟΑ σε εκείνη την υπόθεση, οι αιτητές λειτουργούσαν, παράνομα, ιδιωτική σχολή γυμναστικής και γι’ αυτό είχε κινηθεί εναντίον τους ποινική δίωξη και εν συνεχεία, αυτοί απέκτησαν άδεια από τον ΚΟΑ για τη λειτουργία της σχολής, την οποία και προσκόμισαν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση. Όπως ανέφερε το Διοικητικό Δικαστήριο σε εκείνη την υπόθεση-

 

«Στις 8.9.2021, o αιτητής προσκόμισε, στο γραφείο του Έπαρχου Λεμεσού, πιστοποιητικό αθλητικής αναγνώρισης και άδεια λειτουργίας ιδιωτικής σχολής από τον ΚΟΑ, με ημερομηνία λήξης την 31.12.2018, ως, επίσης, και γνωστοποίηση αλλαγής της έδρας του αιτητή. Ακολούθησε, στις 7.10.2021 η καταχώρηση της εδώ υπό εξέταση προσφυγής. Μετά την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής, ο αιτητής υπέβαλε διάφορα στοιχεία, η εξέταση των οποίων, μαζί με άλλα στοιχεία, τα οποία αναφέρονται στην ένσταση της καθ' ης η αίτηση, οδήγησε στην αποστολή από τον Έπαρχο Λεμεσού, Έφορο Σωματείων και Ιδρυμάτων και Άλλων Συναφών Θεμάτων, στον αιτητή επιστολής ημερομηνίας 29.12.2021, με την οποία ο αιτητής ενημερώθηκε ότι, από τη στιγμή που η νομική οντότητα με την επωνυμία Tae Kwon Do Power Center είναι αθλητική σχολή, εγγεγραμμένη στον ΚΟΑ και, επομένως, διέπεται από την K.Δ.Π. 38/1995, η οποία εκδόθηκε από τον Κ.Ο.Α. και έχει ως στόχο την εκμάθηση του αθλήματος Tae Kwon Do, ο ΚΟΑ ασκεί αποκλειστικές εξουσίες στο συγκεκριμένο πεδίο, ρυθμίζοντας την λειτουργία των αθλητικών σχολών με βάση αυτές τις ειδικές διατάξεις, ο Έφορος Σωματείων και Ιδρυμάτων και Άλλων Συναφών Θεμάτων (Λεμεσού) οφείλει, με βάση το Άρθρο 51 του Νόμου, να διαγράφει την αιτητή από το Μητρώο Σωματείων. Σημείωσε, παράλληλα, ότι, η πιο πάνω διαγραφή δεν θα ρυθμιστεί μέσω του Άρθρου 24 του Νόμου και, επομένως, δεν θα γίνει διάλυση ή εκκαθάριση του αιτητή, αλλά η σχολή θα συνεχίσει να λειτουργεί με βάση την K.Δ.Π. 38/1995.».

 

Αντίθετα, άμεσα σχετική είναι η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Σωματείο Γυμναστικής Αθανασία-Δήμου Αγίου Αθανασίου ν. Επάρχου Λεμεσού υπό την ιδιότητα του ως Εφόρου Σωματείων και Ιδρυμάτων, Υποθ. Αρ. 1900/2023,  ημερ. 13.3.2024, όπου εξετάστηκαν παρόμοια ζητήματα και λέχθηκαν τα εξής (η έμφαση έχει προστεθεί):

 

«H προσφυγή των αιτητών στρέφεται κατά της απόφασης του καθ' ου η αίτηση της οποίας έλαβαν γνώση με επιστολή ημερομηνίας 24.10.2023 με την οποία πληροφορήθηκαν οι αιτητές ότι διαγράφονται με άμεση ισχύ από το μητρώο σωματείων.

 

Οι αιτητές ενεγράφησαν ως σωματείο στις 19.4.1990 στη βάση των προνοιών του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμου, Ν. 57/1972 (στο εξής ο «Νόμος»). Στις 14.7.2017 ο εν λόγω νόμος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα Νόμο, Ν. 104(Ι)/2017 (στο εξής ο «νέος Νόμος»). Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ τον καθ’ ου η αίτηση και των δικηγόρων των αιτητών με σκοπό την οριστικοποίηση του καταστατικού των αιτητών και τελικά υποβλήθηκαν σχετικά έγγραφα στις 19.11.2019. Με επιστολή ημερομηνίας 26.5.2021 ο καθ' ου η αίτηση ζήτησε από τους αιτητές την υποβολή στοιχείων των πραγματικών δικαιούχων και οι αιτητές ανταποκρίθηκαν στις 15.9.2021. Την 1.6.2022 ο καθ' ου η αίτηση με επιστολή του προς τους αιτητές ζήτησε πληροφορίες κατά πόσο λειτουργούν ως σχολή εκμάθησης και διάφορες άλλες πληροφορίες.

 

Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλουν οι αιτητές συνοψίζονται σε πλάνη περί τον νόμο, παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, υπέρβαση εξουσίας και παραβίαση τον δικαιώματος σε προηγούμενη ακρόαση. [...]

Από τις πιο πάνω πρόνοιες προκύπτει ότι σύμφωνα με το Άρθρο 56(1) του νέου Νόμου όσα σωματεία ήταν εγγεγραμμένα στη βάση του Νόμου και πληρούν τις πρόνοιες του νέου Νόμου, εξακολουθούν να θεωρούνται εγκεκριμένα από τον έφορο - ο οποίος ορίζεται στο Άρθρο 2 του νέου Νόμου ως ο οικείος έπαρχος και όσα ήταν εγγεγραμμένα αλλά δεν πληρούν τις πρόνοιες του νέου Νόμου, μπορούν μέχρι τις 31.12.2019 να υποβάλουν οποιεσδήποτε τροποποιήσεις στο καταστατικό τους ή να προβούν σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια με σκοπό να βρίσκονται σε συμμόρφωση με τον νέο Νόμο.

 

Σε περίπτωση, συνεχίζει το Άρθρο 56(1), που ο έφορος προτίθεται να προχωρήσει σε διάλυση τινός σωματείου τότε μέσα σε 15 μέρες από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του νέου Νόμου, ο οποίος δημοσιεύτηκε στις 17.8.2020, γνωστοποιεί την πρόθεσή του αυτή με δημοσίευση σε δύο ημερήσιες εφημερίδες και ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εσωτερικών, γνωστοποίησης στην οποία περιλαμβάνονται τα προς διάλυση σωματεία. Μετά από δύο μήνες, ο έφορος δημοσιεύει νέα γνωστοποίηση που περιλαμβάνει μόνο όσα σωματεία δεν έκαναν χρήση της δυνατότητας που τους παρέχεται από τον νέο Νόμο να υποβάλουν αίτημα ακύρωσης της συμπερίληψής του στην πρώτη γνωστοποίηση. Μετά τη δημοσίευση και της δεύτερης γνωστοποίησης, ο έφορος σύμφωνα με το Άρθρο 56(3) προχωρά αυτοδικαίως σε διαγραφή όσων σωματείων περιλαμβάνονται στη δεύτερη γνωστοποίηση.

 

Συνεπώς, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω πρόνοιες, ο καθ' ου η αίτηση δεν έχει την εξουσία να προχωρήσει σε διαγραφή ενός σωματείου χωρίς να ακολουθηθεί πρώτα η διαδικασία που προνοείται στο Άρθρο 56(1) ως εξηγείται πιο πάνω δηλαδή, να δημοσιεύσει μία πρώτη γνωστοποίηση δηλώνοντας την πρόθεσή του να προχωρήσει σε διάλυση ενός σωματείου και δίδοντας ταυτόχρονα χρονικό περιθώριο στο σωματείο αυτό να αιτηθεί εντός δύο μηνών την ακύρωση της συμπερίληψης του στην εν λόγω γνωστοποίηση και ακολούθως, ο καθ' ου η αίτηση προχωρά στη δημοσίευση δεύτερης γνωστοποίησης περιλαμβάνοντας όσα σωματεία δεν αξιοποιήσαν τη δυνατότητα ακύρωσης της συμπερίληψης τους. Μόνο τότε και μόνο για αυτά τα σωματεία έχει την εξουσία ο καθ' ου η αίτηση να προχωρήσει σε διαγραφή χωρίς άλλη ενέργεια.

 

Για οποιοδήποτε άλλο σωματείο για το οποίο δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία που εξηγείται πιο πάνω, η μόνη εξουσία που δίδεται στον καθ’ ου η αίτηση σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι κάποιο σωματείο έχει παρεκκλίνει από τον σκοπό του είναι ως προνοείται στο Άρθρο 41(2)(γ) του νέου Νόμου, διαδικασία διάλυσης μέσω Δικαστηρίου.

 

Τα πιο πάνω συνοψίζουν τον εποπτικό ρόλο που ως ορθά εισηγείται η συνήγορος του καθ' ου η αίτηση έχει ο καθ' ου η αίτηση αλλά όχι με τον τρόπο που υπό νομική πλάνη εξάσκησε τον ρόλο του αυτό ο καθ' ου η αίτηση στην υπό κρίση υπόθεση.

 

Επιπρόσθετα, το Άρθρο 51 του νέου Νόμου φαίνεται να ερμηνεύθηκε και αυτό υπό νομική πλάνη εφόσον αυτό που ρυθμίζει το συγκεκριμένο άρθρο είναι για την εφαρμογή των προνοιών ειδικότερου νόμου σε κάποιο σωματείο στην περίπτωση που αυτό διέπεται από άλλο ειδικότερο νόμο. Δεν συνδέεται ούτε μπορεί να ερμηνευθεί ότι το εν λόγω Άρθρο δίδει κάποια εξουσία στον καθ' ου η αίτηση που κατά τα άλλα δεν του δίδεται από τον νέο Νόμο.».

 

Ως εκ των πιο πάνω, διαπιστώνεται να έχει εμφιλοχωρήσει νομική πλάνη στην κρίση της Εφόρου, η οποία έγκειται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων της οικείας νομοθεσίας και δη των διατάξεων του Νόμου και του άρθρου 51 αυτού, ως έχει προεκτεθεί. Αυτή δε η πλάνη οδηγεί άνευ ετέρου στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Όπως λέχθηκε συναφώς στην Α. Κυπριανού και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3054,-

 

«Η πλάνη περί το Νόμο, ακόμα και η απλή πιθανολόγηση τέτοιας πλάνης, οδηγεί σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης (Βλέπε Liveri v. Republic (1981) 3 C.L.R. 398, Χρ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, Ζένιος ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1181, Ακίνητα Σ. Γαλαταριώτη Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1692, και Ανδρέας Φλουρής και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 466).».

Όταν η πλάνη αφορά σε εσφαλμένη ερμηνεία νόμου ή/και σε κακή εφαρμογή των διατάξεων του νόμου, η διοικητική πράξη υπόκειται σε ακύρωση για παράβαση νόμου (βλ. Ν. Χρ. Χαραλάμπους, Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, 2006, σελ. 238). Κατά τον Σπηλιωτόπουλο (βλ. Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος ΙΙ, Έβδομη Έκδοση, 1996, παρ. 512), η νομική πλάνη («εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός», σύμφωνα με την αντίστοιχη ορολογία που συναντάται στα συγγράμματα του Ελληνικού Διοικητικού Δικαίου), «συνιστά, καθώς και η πλάνη περί τα πράγματα, παράβαση νόμου και συνεπάγεται την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης» (βλ. και Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Δεύτερη Έκδοση 1994, παρ. 605 επ.).

 

Εν προκειμένω, η πλάνη αυτή βεβαίως επιδρά άμεσα και καταλυτικά στη νομιμότητα της τελικής, επίδικης απόφασης του Υπουργού, ημερομηνίας 1.8.2024, εφόσον, υπενθυμίζεται ότι, δια της απόφασης του Υπουργού επικυρώθηκε η απόφαση του Γενικού Εφόρου, ημερομηνίας 25.1.2024, ο οποίος είχε επικυρώσει την απόφαση της Εφόρου ημερομηνίας 6.9.2023, για διαγραφή των αιτητών από το μητρώο σωματείων.

 

Επιπρόσθετα δε, τα πιο πάνω στοιχειοθετούν και ζήτημα αναρμοδιότητας στη λήψη της επίδικης απόφασης από την Έφορο, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Νόμου 158(Ι)/1999, εφόσον προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα ότι αναρμοδίως η Έφορος προχώρησε στην απόφαση διαγραφής των αιτητών από το σχετικό μητρώο. Ας σημειωθεί ότι στις διατάξεις του Νόμου (βλ. άρθρα 24 και 56) γίνεται αναφορά σε «διάλυση» ενός σωματείου και όχι σε «διαγραφή». Σύμφωνα δε με την αρχή της νομιμότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται στο εν λόγω άρθρο 17, ένα διοικητικό όργανο αντλεί αρμοδιότητα για έκδοση πράξης ή απόφασης μόνον εφόσον αυτό προβλέπεται ρητά από το Νόμο. Δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οποιαδήποτε πρόνοια του Νόμου περί διαγραφής των αιτητών και, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 51 του Νόμου ουδέν προνοεί επ’ αυτού.

 

Περαιτέρω, από τα πιο πάνω προκύπτει και ζήτημα ανεπαρκούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, εφόσον πάσχει και/ή είναι εσφαλμένη η νομική βάση, δυνάμει της οποίας λήφθηκε η επίδικη απόφαση, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023).

 

Δεν παραγνωρίζω ότι η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ' ων η αίτηση αναφέρεται εκτενώς, τόσο στο δικόγραφο της ένστασής της, αλλά και στη γραπτή της αγόρευση, σε διάφορες νομοθετικές πρόνοιες, σε νομολογία, αλλά και στο σκεπτικό των καθ' ων η αίτηση, στη βάση των οποίων, ως διατείνεται, λήφθηκε η επίδικη απόφαση, προκειμένου να επιχειρηματολογήσει υπέρ της νομιμότητας των ενεργειών της Διοίκησης. Αναπτύσσει, επίσης, εκτενή επιχειρηματολογία ως προς την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων στην υπό εξέταση περίπτωση. Ωστόσο, οι εν λόγω αναφορές και/ή ισχυρισμοί της κ. Παπαδοπούλου ουδόλως αναιρούν το πραγματικό, και καταλυτικό για την τύχη της παρούσας, γεγονός της πεπλανημένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του Νόμου και δη του άρθρου 51 στην υπό κρίση περίπτωση από τους καθ’ ων η αίτηση.  

 

Τέλος, εν είδει παρατήρησης, κρίνω σκόπιμο να παραπέμψω στην πρόσφατη ακυρωτική απόφασή μου στην MOSFILOTI JUDO & SAMBO CENTER ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1167/2021, ημερ. 27.5.2025, στην οποία είχαν εγερθεί παρόμοια, εν πολλοίς, ζητήματα και το Δικαστήριο τούτο, διαπιστώνοντας και εκεί την ύπαρξη νομικής πλάνης και έλλειψης αιτιολογίας, αναφερόμενο και σε σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τόνισε την ανάγκη για τροποποίηση της οικείας νομοθεσίας, επισημαίνοντας και τα εξής, τα οποία κρίνω ότι τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα:

 

«Είναι προφανές, αναφέρεται άλλωστε και στην ίδια την γνωμάτευση, ότι η ανάγκη για τις πιο πάνω εισηγούμενες τροποποιήσεις της νομοθεσίας, είναι απόρροια των υφιστάμενων νομοθετικών κενών και συνακόλουθων προβλημάτων όσον αφορά στη ρύθμιση της λειτουργίας των αθλητικών σωματείων και ιδιωτικών/αθλητικών σχολών. Κενά, τα οποία παρουσιάζονται και στην υπό κρίση υπόθεση και τα οποία, αναπόφευκτα, επηρεάζουν και την επίδικη απόφαση, εφόσον, ως έχει ήδη λεχθεί, η επίδικη κρίση των καθ' ων η αίτηση, δεν έχει το απαιτούμενο νομικό έρεισμα.».

 

Ως εκ των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2100 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο