A. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1578/2023, 23/7/2025
print
Τίτλος:
A. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1578/2023, 23/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                                      Υπόθεση Αρ. 1578/2023 (Κ)

 

                                                  23 Ιουλίου, 2025

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

A. S. εκ Συρίας

                                                                                                              Αιτητής,

                             v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, 2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

                                                                                Καθ' ων η Αίτηση

 

 

N. Ζένιου για Α. Χρίστου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για τον Αιτητή.

Γ. Γεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για τους Καθ' ων η Αίτηση.

  ___________________

 

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά απόφασης ημερομηνίας 31.08.2023, των Καθ’ ων η Αίτηση, η οποία αφορούσε την κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη, δυνάμει του άρθρου 6 του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, και του διατάγματος κράτησης του μέχρις ότου απελαθεί, με ίδια ημερομηνία.

 

Ως καταγράφεται στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση και προκύπτει από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, αλλά και του φακέλου ο οποίος περιλαμβάνει έγγραφα τα οποία έχουν το χαρακτηρισμό «απόρρητα» και έχει επίσης κατατεθεί στο Δικαστήριο, τα σχετικά με την παρούσα υπόθεση γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

 

Ο αιτητής, υπήκοος της Συρίας, με ημερομηνία γεννήσεως 5.01.1983 υπέβαλε αίτημα στην Κυπριακή Δημοκρατία για παροχή σ’ αυτόν διεθνούς προστασίας στις 3.04.2018 και κατέχει καθεστώς Συμπληρωματικής Προστασίας μέχρι τις 31.07.2025. Σύμφωνα με το περιεχόμενο των φακέλων και σχετική ένορκο δήλωση του ίδιου, αυτός εργάζεται σε οικοδομικές εργασίες στη Λεμεσό και από την αμοιβή για την εργασία του αποστέλλει χρήματα στη σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα στη Συρία, αφού η οικογένεια του διαμένει στη πατρίδα του.

 

Σύμφωνα με τις επιστολές της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης οι οποίες φέρουν το χαρακτηρισμό «απόρρητα», ο αιτητής παρουσιάζεται να αποτελεί μέλος κυκλώματος το οποίο διακινεί παράτυπους μετανάστες από την Συρία, μέσω Τουρκιάς, δια θαλάσσης, στην Κύπρο, είτε προς τα κατεχόμενα είτε προς τις ελεύθερες περιοχές .

 

Με αιτιολογία τις πιο πάνω διαπιστώσεις της αρμόδιας υπηρεσίας της Δημοκρατίας, οι Καθ’ ων η Αίτηση έκριναν ότι ο αιτητής αποτελεί κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία και την ασφάλεια της Δημοκρατίας και στις 31.08.2023 κήρυξαν τον αιτητή ως απαγορευμένο μετανάστη, σύμφωνα με τα όσα προνοούνται στο άρθρο 6, παρ. 1 (ζ) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105. Πάντα στις 31.08.2023 εκδόθηκαν το ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου διάταγμα κράτησης καθώς και διάταγμα απέλασης του αιτητή, δυνάμει του άρθρου 14 του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου και του άρθρου 29 των Περί Προσφυγών Νομών

 

Όπως είχε αναφερθεί εξαρχής ενώπιον του Δικαστηρίου και προκύπτει από τους διοικητικούς φακέλους, ο αιτητής προσέφυγε, ενάντια στο διάταγμα απέλασης  ημερ. 31.08.2023 με την Υπόθεση αρ. 3260/2023 στις 15.09.2023 ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.  

 

Το παρόν δικαστήριο στις 18.12.2023 απέρριψε την προσφυγή, χωρίς ωστόσο να εξετάσει την κήρυξη του αιτητή ως Απαγορευμένου Μετανάστη  υιοθετώντας την απόφαση ημερ. 30.03.2023 της αδελφής μου Ε.Γαβριήλ Δ.Δ.Δ. στην Υπόθεση αρ. 186/2023 η οποία αποφάσισε ότι το Διοικητικό Δικαστήριο στερείται σχετικής δικαιοδοσίας, απόφαση η οποία ουδέποτε εφεσιβλήθηκε. Διαφωνώντας με το σκεπτικό της απόφασης  ημερ.18.12.2023, ο αιτητής προσέφυγε στο Εφετείο, το οποίο με την απόφαση ημερ. 15.10.2024 στην Έφεση Απόφασης Δ.Δ. Αρ. 12/2024, Ahmed Shbib ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών, ξεκαθάρισε ότι είναι αρμοδιότητα του Διοικητικού Δικαστηρίου, και όχι του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, να αποφανθεί επί της νομιμότητας κήρυξης ως απαγορευμένου μετανάστη ενός δικαιούχου διεθνούς προστασίας και κατά συνέπεια διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης ούτως ώστε να εξεταστεί αυτό ακριβώς το ζήτημα. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την   απόφαση του Εφετείου ημερ. 15.10.2024:

 

«Η κήρυξη του Εφεσείοντα ως απαγορευμένου μετανάστη προσβάλλεται ρητά στην Προσφυγή Αρ. 1578/2023 και, συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο υποχρεούτο να ελέγξει τη νομιμότητά της, εκτός αν όντως εξέπιπτε της δικαιοδοσίας του ως αποφάνθηκε.

 

Η δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου καλύπτει -με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος και τους περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμους (ο Νόμος 131(Ι) του 2015 ως τροποποιήθηκε)- τον δικαστικό έλεγχο εκτελεστών διοικητικών πράξεων, με εξαίρεση τις εκτελεστές διοικητικές πράξεις οι οποίες υπάγονται στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας βάσει των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 73(Ι) του 2018»).

 

Το Άρθρο 11 του Νόμου 73(Ι) του 2018, το οποίο προσδιορίζει τις πράξεις για τoν έλεγχο των οποίων απονέμει δικαιοδοσία στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, δεν συγκαταλέγει σε αυτές την κήρυξη αλλοδαπού ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του Άρθρου 6 του Κεφ. 105.

 

Συνάγεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να προβεί σε έλεγχο νομιμότητας της κήρυξης του Εφεσείοντα ως απαγορευμένου μετανάστη και, συνεπώς, εσφαλμένα έκρινε το αντίθετο.

 

Ως απόρροια της κρίσης μας, η Προσφυγή Αρ. 1578/2023 πρέπει να επιστραφεί στο πρωτόδικο Διοικητικό Δικαστήριο, ώστε το τελευταίο να κρίνει τη νομιμότητα της κήρυξης του Εφεσείοντα ως απαγορευμένου μετανάστη, καθότι το Εφετείο δεν προβαίνει σε πρωτογενή κρίση (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 134/2018 Δημοκρατία ν. Τσιγαρίδας, απόφαση ημερ. 5.6.2024). 

 

Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό ότι, το ποιες είναι οι συνέπειες (για τη νομιμότητα του επίδικου διατάγματος κράτησης) της - μετά την έκδοση της εφεσιβαλλόμενης απόφασης ημερ. 18.12.2023 - ακύρωσης του συναφούς διατάγματος απέλασης διά της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερ. 5.2.2024 στην Προσφυγή Αρ. 3260/2023, αποτελεί ζήτημα εξέτασης (αν ήθελε απαιτηθεί) από το πρωτόδικο Δικαστήριο.»

 

Προς ολοκλήρωση των γεγονότων τα οποία συνθέτουν την παρούσα υπόθεση, όπως πληροφορούμαι μέσω της απόφασης του Εφετείου, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας στις 5.2.2024 αποδέχτηκε την Προσφυγή Αρ. 3260/2023 του Εφεσείοντα, ακυρώνοντας ως παράνομο το διάταγμα απέλασης του οποίου η υλοποίηση αποσκοπείτο με το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης, γεγονός το οποίο δεν ήταν υφίστατο κατά την έκδοση της απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου στις 18.12.2023.

 

Μετά την απόφαση του Εφετείου και αφού μεσολάβησαν δύο δικάσιμοι πραγματοποιήθηκαν εκ νέου Διευκρινήσεις στις 28.3.2025, οπότε και οι δύο πλευρές τοποθετήθηκαν επί των υπό κρίση ζητημάτων. Η πλευρά του αιτητή απέσυρε αποσπάσματα από τις γραπτές της αγορεύσεις, όπως και τον ισχυρισμό περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης, εμμένοντας σε όλα τα άλλα είχαν αρχικά υποστηριχθεί μέσω των αγορεύσεων της. Ειδικότερα, επικαλούμενος την απόφαση του Εφετείο, ο συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι, επιβάλλεται να επαναξιολογηθεί και η νομιμότητα της κράτησης, επειδή, μεταξύ άλλων που επεξήγησε, πάσχει η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η θέση της Νομικής Υπηρεσίας, η οποία τοποθετήθηκε ότι η ακυρωθείσα απόφαση αφορούσε αποκλειστικά το ζήτημα της δικαιοδοσίας του παρόντος Διαστηρίου να εξετάσει την κήρυξη του κάτοχου συμπληρωματικής προστασίας ως Απαγορευμένου Μετανάστη, και επί τούτου μόνο θα πρέπει να γίνει η επανεξέταση. Ως τόνισε ο κ.Γεωργίου κατά τις Διευκρινήσεις που αφορούσαν την επανεκδίκαση κατόπιν της Έφεσης, ο αιτητής είχε κηρυχθεί ως Απαγορευμένος Μετανάστης  για λόγους Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας και το γεγονός ότι είναι δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας, δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται στη διοίκηση να κηρύξει ένα Μετανάστη ως Απαγορευμένο, ώστε να περιορίσει αυτόν τον αλλοδαπό από μελλοντική είσοδο του στη Δημοκρατία, αφού επέλθει η απέλαση του σε μια άλλη χώρα στην οποία θα μπορεί να απελαθεί.  Το Άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμος που ήταν η βάση που εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης του αιτητή, ως πάντα υποστηρίζουν οι Καθών η αίτηση, δεν αναιρεί το δικαίωμα τους στη βάση του Κεφ. 105 να κηρύξουν τον αιτητή ή το οποιοδήποτε πρόσωπο ως Απαγορευμένο Μετανάστη, αλλά και το πνεύμα του Άρθρου 29 επιτρέπει την απέλαση σε κάτοχο συμπληρωματικής προστασίας. Τονίζει ότι η ιδιότητα κάτοχου συμπληρωματικής προστασίας δεν απαγορεύει στη διοίκηση να τον κηρύξει ως Απαγορευμένο Μετανάστη ούτως ώστε να απαγορεύει την είσοδο σ’αυτόν εκ νέου και ότι ο ίδιος ο Νόμος επιτρέπει στη διοίκηση να απελαύνει κάτοχο συμπληρωματικής προστασίας χωρίς να απαιτείται η ανάκληση αυτής του της ιδιότητας.

 

Καταγράφοντας τα πιο πάνω, προχωρώ στην εξέταση των λόγων ακύρωσης των προσβαλλομένων πράξεων που είναι η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και το διάταγμα κράτησης αυτού για σκοπούς απέλασης. Όπως έχει υποστηριχθεί εξαρχής εκ μέρους του αιτητή, οι Καθ’ ων η Αίτηση λανθασμένα δεν ακολούθησαν τις προβλεπόμενες διαδικασίες τις οποίες επιτάσσει ο Νόμος πριν από την έκδοση της επίδικης απόφασης, με δεδομένο ότι ο αιτητής διατελούσε κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας. Ο αιτητής, ως καταγράφει στη προσφυγή του και προωθεί με την γραπτή αγόρευση των δικηγόρων του, η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση για κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη και συνακόλουθα το ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου διάταγμα κράτησης πάσχει, ως αποτέλεσμα παράβασης του Νόμου, των Κανονισμών και της Διαδικασίας και παράβαση ουσιώδους τύπου, αλλά και πραγματικής και νομικής πλάνης εκ μέρους της διοίκησης.

 

Πέραν του πιο πάνω, υποστηρίζει ότι, υπήρξε παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, καθώς και ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε χωρίς τη δέουσα ή/και επαρκή έρευνα και χωρίς τη δέουσα αιτιολογία. Επίσης προβάλλεται μέσω των αρχικών αγορεύσεων ότι, το διάταγμα Κράτησης παραβιάζει την Αρχής της Αναλογικότητας και κατ’ επέκταση τις Αρχές της Χρηστής Διοίκησης. Τέλος, οι λόγοι ακύρωσης ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο διοικητικό όργανο ή/και όργανο άλλο από το Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του αιτητή είχαν αποσυρθεί από τους δικηγόρους του αιτητή στο στάδιο των Διευκρινήσεων.

 

Αντίθετα, η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση είναι ότι το διάταγμα κράτησης είναι ορθό και νόμιμο και ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με το Νόμο και την αποφασιστική εξουσία που παρέχεται στη Διευθύντρια από το άρθρο 14 του Κεφ. 105, να εκδίδει διατάγματα κράτησης σε απαγορευμένους μετανάστες που βρίσκονται στο έδαφος της Δημοκρατίας, ως ορθά κρίθηκε ότι είναι ο αιτητής.

 

Εν προκειμένω, σημειώνω ότι ο λόγος ο οποίος οδήγησε στην παρούσα επανεκδίκαση της υπόθεσης είναι η διαπίστωση του Εφετείου ότι, το παρόν Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει τη νομιμότητα της κήρυξης του αιτητή ως παράνομου μετανάστη, συνεπεία της οποία εκδόθηκαν τα διατάγματα απέλασης και κράτησης, δεδομένου ότι αυτός εξακολουθεί να είναι κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας μέχρι και τις 31.07.2025 και το καθεστώς του αυτό ουδέποτε έχει αρθεί από τη διοίκηση. Αυτός, επαναλαμβάνεται, ήταν ο πρώτιστος λόγος ακύρωσης ο οποίος προβλήθηκε εκ μέρους του αιτητή εξαρχής.

 

Ακριβώς αντίστοιχο ζήτημα, με παρόμοια γεγονότα, έχει εξετάσει ο αδελφός Δικαστής Φ.Καμένος ΔΔΔ στην Υπόθεση αρ. 1500/2024 (K) ημερομηνίας 22.01.2025, S.O., από τη Συρία v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας παρά το Προέδρω διά της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η οποία αποφάσισε τα ακόλουθα, τα οποία θα υιοθετήσω και στη παρούσα περίπτωση:

 

«Στην παρούσα δεν αμφισβητείται ότι ο Αιτητής είναι δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Συνεπώς σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες πρόνοιες της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ και του Κεφ. 105, το οποίο ούτως ή άλλως πρέπει να ερμηνευθεί με τρόπο σύμφωνο με την Οδηγία 2008/115/ΕΚ ανεξαρτήτως αν προϋπήρχε αυτής (Sigma Radio TV Public Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2015) 3 ΑΑΔ 111C-106/89, Marleasing SA) ο Αιτητής διέπεται από τις ευνοϊκότερες ρυθμίσεις του κοινοτικού κεκτημένου περί ασύλου.

 

Η βασική (τουλάχιστον) νομοθεσία που διέπει το άσυλο στη Δημοκρατία είναι ακριβώς ο περί Προσφύγων Νόμος, άρα, απαιτείται η εξέταση των δύο αυτών νομοθεσιών για να γίνει κατανοητό κατά πόσο το Κεφ.105 περιέχει ευνοϊκότερες ρυθμίσεις από τον περί Προσφύγων Νόμο ή το αντίστροφο ώστε να κριθεί ποια νομοθεσία δέον να εφαρμοστεί για τα εδώ επίδικα ζητήματα.

 

Στον περί Προσφύγων Νόμο δεν απαντάται μεν η έννοια του απαγορευμένου μετανάστη πλην όμως τόσο ο νόμος αυτός όσο και το Κεφ. 105 προβλέπουν την περίπτωση απέλασης λόγω διάπραξης αδικήματος εκ μέρους του αλλοδαπού. Η διαφορά είναι ότι στα πλαίσια του Κεφ. 105, διαπιστώνεται/κηρύσσεται με διακριτή εκτελεστή πράξη το παράνομο της παραμονής δυνάμει του εδαφίου 1(δ) του άρθρου 6 (το οποίο αφορά την καταδίκη σε αδίκημα) και συναφώς εκδίδεται με άλλη διακριτή και εκτελεστή πράξη το διάταγμα απέλασης δυνάμει των προνοιών του Κεφ. 105 [άρθρο 14 και/ή 18Π(3) του Κεφ. 105]. Αυτό προφανώς δε συμβαίνει στα πλαίσια του περί Προσφύγων Νόμου από όπου, ως ανέφερα, απουσιάζει η έννοια του απαγορευμένου μετανάστη αλλά η απέλαση προνοείται στη βάση συγκεκριμένης πρόνοιας του εν λόγω νόμου, ήτοι του άρθρου 29 που αφορά δικαιούχο διεθνούς προστασίας και άρα τελικά η απέλαση αποφασίζεται χωρίς την προηγούμενη ή ταυτόχρονη παρεμβολή άλλης διακριτής πράξης (ως πχ θα ήταν η κήρυξη του δικαιούχου διεθνούς προστασίας ως απαγορευμένου μετανάστη).

 

Το άρθρο 6(1)(δ) του Κεφ. 105 λοιπόν, το οποίο χρησιμοποιείται από τη Διοίκηση στην αιτιολογία της κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη προνοεί ως απαγορευμένο μετανάστη:

 

(δ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo, χωρίς vα τoυ απovεμηθεί χάρη, έχει καταδικαστεί για φόvo ή πoιvικό αδίκημα για τo oπoίo η πoιvή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για oπoιoδήπoτε χρovικό διάστημα και τo oπoίo, λόγω τωv συvαφώv περιστάσεωv θεωρείται από τo Διευθυντή ως αvεπιθύμητoς μεταvάστης·

 

Από την άλλη μεριά, το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου, στο οποίο επίσης εδράζεται η Διοίκηση στο κείμενο των διαταγμάτων προβλέπει ότι:

 

«29.-(1) Ο Διευθυντής δικαιούται να αποφασίζει την απέλαση δικαιούχου διεθνούς προστασίας-

 

(α) όταν υφίσταται εύλογος λόγος για να θεωρεί ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ή

 

(β) όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού αδικήματος και, ως εκ τούτου, συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία.

 

(2) Προτού ο Διευθυντής προβεί στην έκδοση διατάγματος απέλασης εναντίον οποιουδήποτε προσώπου δυνάμει του εδαφίου (1), ο Διευθυντής-

 

(α) Παρέχει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο την ευκαιρία να προβεί σε γραπτές ή προφορικές παραστάσεις, και

 

(β) ενημερώνει τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου:

 

Νοείται ότι ο εκπρόσωπος της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες ενημερώνεται για τις αποφάσεις του Διευθυντή μετά από υποβολή σχετικού αιτήματος προς αυτόν.

 

(2Α) Ο Διευθυντής ενημερώνει γραπτώς τον πρόσφυγα ή το πρόσωπο με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας για την απόφασή του για την έκδοση διατάγματος απέλασης.

 

(.)

 

(4) Απαγορεύεται η έκδοση διατάγματος απέλασης πρόσφυγα ή προσώπου με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σε χώρα, στην οποία η ζωή ή η ελευθερία του θα βρισκόταν σε κίνδυνο ή θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια ή εξευτελιστική ή απάνθρωπη μεταχείριση ή τιμωρία ή καταδίωξη λόγω φύλου, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας του ως μέλος σε συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο, πολιτικών του αντιλήψεων, ένοπλης σύρραξης ή περιβαλλοντικής καταστροφής.

 

(5) Απαγορεύεται η έκδοση διατάγματος απέλασης οποιουδήποτε προσώπου σε χώρα όπου θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.

 

(6) Πρόσωπα στα οποία τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του εδαφίου (1) απολαμβάνουν καθ' ον χρόνο είναι παρόντα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4,16, 22, 31, 32 και 33 της Σύμβασης».

 

Από τα ανωτέρω είναι η αντίληψή μου ότι ο περί Προσφύγων Νόμος περιέχει ευνοϊκότερες για τα υποκείμενά του διατάξεις από το Κεφ. 105 πάντα ειδικά ως προς το εδώ επίδικο, ήτοι αναφορικά με την απέλαση αλλοδαπού λόγω διάπραξης αδικήματος. Το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου, προβλέπει το δικαίωμα απέλασης ενός δικαιούχου διεθνούς προστασίας όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού αδικήματος και, ως εκ τούτου, συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία ενώ βάσει του Κεφ. 105 αρκεί η καταδίκη σε πoιvικό αδίκημα για τo oπoίo η πoιvή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για oπoιoδήπoτε χρovικό διάστημα, τo oπoίo, λόγω τωv συvαφώv περιστάσεωv θεωρείται από τoν Διευθυντή ως αvεπιθύμητoς μεταvάστης, άρα επαφίει μεγαλύτερο εύρος διακριτικής ευχέρειας να κριθεί ο αλλοδαπός ως απαγορευμένος μετανάστης και συναφώς βέβαια να απομακρυνθεί οικειοθελώς ή αναγκαστικά, χωρίς καν να απαιτεί το αδίκημα να είναι ιδιαίτερα σοβαρό ή η καταδίκη τελεσίδικη.

 

Παράλληλα βέβαια το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου θέτει και κάποιες άλλες υπέρ του υποκείμενού του δικλείδες ασφαλείας/ διατυπώσεις (βλ. εδάφια (2) και επόμενα), οι οποίες απουσιάζουν από το Κεφ. 105.

 

Δεδομένων των ανωτέρω, συμφωνώ με την βασική θέση του Αιτητή, η οποία περιέχεται στον πρώτο λόγο ακύρωσης, ότι δηλαδή κατά νομική πλάνη οι Καθ' ων η αίτηση κήρυξαν του Αιτητή ως απαγορευμένο μετανάστη κατ' επίκλησιν του εδαφίου (1)(δ) του άρθρου 6 του Κεφ. 105 καθότι το εδάφιο αυτό, δεν είναι εφαρμοστέο στην περίπτωση ενός δικαιούχου διεθνούς προστασίας λόγω των ευνοϊκότερων για αυτόν ρυθμίσεων που ο περί Προσφύγων νόμος περιέχει προς το σκοπό απέλασης του λόγω της εκ μέρους του διάπραξης αδικήματος.

 

Σημειώνω ότι στην κρίση μου αυτή έλαβα προφανώς υπόψη τη διακριτή φύση (Ahmed Shbib ανωτέρω), ως διοικητικής πράξης, της κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη από το διάταγμα απέλασης όμως επίσης έλαβα υπόψη ότι η κήρυξη αυτή είναι πράξη συναφής της απέλασης εφόσον έχει συγκεκριμένες προεκτάσεις και σκοπεί σε συγκεκριμένες κατά δέσμια -πλην εξαιρέσεων- αρμοδιότητα (ανωτέρω C-38/14 Samir Zaizoune) ενέργειες με προεξάρχουσα την κατά το συντομότερο απομάκρυνση του κηρυχθέντος ως παράνομου μετανάστη από την επικράτεια, που ακριβώς επιτυγχάνεται με το διάταγμα απέλασης.

 

Ως εκ τούτου το Αιτητικό υπό Α στην αίτηση ακυρώσεως επιτυγχάνει και η εν λόγω απόφαση ακυρώνεται.

 

Σημειώνω εδώ παρενθετικά, ότι η κατά νομική πλάνη κήρυξη του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ), δε θεωρώ ότι επιφέρει ακύρωση και στα εκδοθέντα διατάγματα απέλασης και κράτησης ως με καλεί να διαγνώσω η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή. Τα διατάγματα, ακριβώς όντας διακριτά, ως πράξεις, από την κήρυξη του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, επιτάσσουν κρίση ουσίας, περιλαμβανομένης της κρίσης ως προς τις συνέπειες μιας εσφαλμένης νομικής ή διαζευκτικής βάσης επί της διοικητικής πράξης και κατά πόσο επέφερε ακυρότητα και σε αυτά ή όχι.

 

 

Αναγνωρίζω ότι στην επίδικη περίπτωση ο αιτητής δεν είχε καταδικαστεί ούτως ώστε να γίνεται επίκληση από την διοίκηση του εδαφίου (1)(δ) του άρθρου 6 του Κεφ. 105, αλλά εν προκειμένω της παραγράφου (ζ) του πρώτου εδαφίου, αφού κρίθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση ότι αποτελεί κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία και την ασφάλεια της Δημοκρατίας επειδή, ως οι επιστολές της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης οι οποίες φέρουν το χαρακτηρισμό «απόρρητα», ο αιτητής παρουσιάζεται να αποτελεί μέλος κυκλώματος το οποίο διακινεί παράτυπους μετανάστες από την Συρία, μέσω Τουρκιάς, δια θαλάσσης, στην Κύπρο, είτε προς τα κατεχόμενα είτε προς τις ελεύθερες περιοχές. Ωστόσο, επί της ουσίας του επίδικου ζητήματος συμφωνώ πλήρως με το σκεπτικό του αδελφού μου Δικαστή.  

 

Αντίστοιχο σκεπτικό ανάπτυξε και η αδελφή Δικαστής Ε.Μιχαήλ Δ.Δ.Δ. στην Υπόθεση αρ. 1560/2024(K) ημερομηνίας 20.12.2024, B.A. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας παρά το Προέδρω, η οποία αφορούσε ομοίως με τη παρούσα δικαιούχο Συμπληρωματικής Προστασίας από τη Συρία, ο οποίος κρίθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση ότι αποτελεί κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία και την ασφάλεια της Δημοκρατίας, κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης στη βάση του Άρθρου 6(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 και εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης στη βάση του Άρθρου 14 του Κεφ. 105, και του Άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000.

 

Παραθέτω σχετικό απόσπασμα, με το συμπέρασμα του Δικαστηρίου το οποίο υιοθετώ και στη παρούσα.

«Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω πρόνοιες στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης διαπιστώνεται ότι πουθενά στον Νόμο δεν δίδεται η εξουσία στην καθ' ης η αίτηση να ενεργήσει στη βάση του Άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ. 105 για να κηρύξει πρόσωπο απαγορευμένο μετανάστη. Τονίζεται ότι εφόσον το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που παραχωρήθηκε στον αιτητή δεν έχει παύσει - όπως θα μπορούσε να γίνει σύμφωνα με τις πρόνοιες των Άρθρων 19(3) και (3Α) του Νόμου - δεν προκύπτει καμία αμφιβολία ότι εφαρμογής τυγχάνει ο Νόμος ως ειδικότερος νόμος και όχι το Κεφ. 105. Ακριβώς για αυτό τον λόγο δίδεται μέσω του Άρθρου 29 στην καθ' ης η αίτηση η εξουσία να απελάσει πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου διαφορετικά, θα είχε ούτως ή άλλως τέτοια εξουσία κάτω από το Κεφ. 105. Ούτε εμπίπτει ο αιτητής στον όρο μετανάστης όπως αυτός ορίζεται στο Άρθρο 2 του Κεφ. 105 για να μπορεί να θεωρείται ότι μπορεί να τυγχάνει εφαρμογής το Κεφ. 105. Ο όρος αυτός ερμηνεύεται ως:

««µετανάστης» σηµαίνει αλλοδαπό ο οποίος, χωρίς να είναι µόνιµα εγκατεστηµένος σε αυτή, νόµιµα εισέρχεται στη ∆ηµοκρατία µε σκοπό να διαµείνει εκεί µόνιµα ·»

 

 Στη βάση της πιο πάνω ανάλυσης το συμπέρασμα είναι ότι η απόφαση κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη εκδόθηκε υπό νομική πλάνη ισοδύναμη με υπέρβαση εξουσίας.

 

Εντοπίζω και στη παρούσα περίπτωση, επαναλαμβάνοντας το προαναφερθέν σκεπτικό των αδελφών μου Δικαστών, ότι οι Καθ' ων η αίτηση κήρυξαν του αιτητή ως απαγορευμένο μετανάστη κατ' επίκλησιν του εδαφίου (1)(ζ) του άρθρου 6 του Κεφ. 105 κατά νομική πλάνη, καθότι το εδάφιο αυτό, δεν είναι εφαρμοστέο στην περίπτωση ενός δικαιούχου διεθνούς προστασίας λόγω των ευνοϊκότερων για αυτόν ρυθμίσεων που ο περί Προσφύγων νόμος περιέχει προς το σκοπό απέλασης του.

 

Η κατάληξη μου αυτή η οποία συνεπάγεται επιτυχία της προσφυγής ως προς την πρώτη θεραπεία, ήτοι την προσβολή της κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του άρθρου 6 του Κεφ. 105.

 

Στη συνέχεια θα προχωρήσω να εξετάσω και την νομιμότητα του διατάγματος κράτησης για σκοπούς απέλασης, το οποίο προσβάλλεται με την δεύτερη θεραπεία της παρούσας προσφυγής.

 

Λαμβάνω υπόψιν ότι στις 5.2.2024 το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αποδέχτηκε την Προσφυγή Αρ. 3260/2023 του ίδιου αιτητή ακυρώνοντας ως παράνομο το διάταγμα απέλασης του οποίου η υλοποίηση αποσκοπείτο με το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης ημερ.31.08.2023. Ωστόσο, κρίνω ότι αυτό δεν εμποδίζει το παρόν Δικαστήριο να επιληφθεί, ακόμα και στο παρόν χρονικό διάστημα, την νομιμότητα του διατάγματος κράτησης. Αυτό υποστηρίζεται και από τη σχετική απόφαση του Εφετείου όπου εντοπίζω τα ακόλουθα σχετικά.

 

«Η κατάργηση, ανάκληση, ακύρωση, εξ υπαρχής εξαφάνιση ή εκπνοή της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης μεσούσης της δίκης (πρωτόδικα ή κατ' έφεση), στερεί την τελευταία από το αντικείμενό της, εκτός εάν εγείρεται θέμα κατάλοιπου ζημίας διεκδικήσιμης βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 59/2018 Μιχαήλ ν. Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου κ.ά., απόφαση ημερ. 11.1.2024).  Κατάλοιπο ζημιάς προκύπτον ευθέως από την προσβαλλόμενη πράξη και αναδεικνυόμενο, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 104/2017 Λακκοτρύπη ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Πελενδρίου κ.ά., απόφαση ημερ. 12.12.2023).

 

Στην περίπτωση της ανάκλησης διαταγμάτων απέλασης και κράτησης, ο θιγόμενος αλλοδαπός διατηρεί έννομο συμφέρον για προώθηση της υπόθεσης του (πρωτόδικα και κατ' έφεση) εξαιτίας της κράτησής του (έστω και ολιγοήμερης), διότι μόνο έτσι δύναται να διεκδικήσει αποζημίωση -στη βάση του Άρθρο 146.6 του Συντάγματος- για την (κατ' ισχυρισμόν παράνομη) αποστέρηση της ελευθερίας του (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 147/2012 Stoyanov ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

 

Δηλαδή, η αποστέρηση της ελευθερίας είναι αυταπόδεικτο ζημιογόνο κατάλοιπο, τουλάχιστον στο απαιτούμενο επίπεδο του εκ πρώτης όψεως για σκοπούς του παραδεκτού της Προσφυγής Αρ. 1578/2023 και κατ' επέκταση, της παρούσας έφεσης.  Εν προκειμένω, η πραγματική κράτηση του  Εφεσείοντα βάση του επίδικου διατάγματος κράτησης δεν αμφισβητείται από την Εφεσείουσα, τουναντίον επιβεβαιώνεται εμμέσως από την απελευθέρωση του Εφεσείοντα σε χρόνο (11.6.2024) μεταγενέστερο και αυτής της (εκ της Εφεσίβλητης) ακύρωσης του επίδικου διατάγματος κράτησης.

 

Συνεπώς, η πραγματική κράτηση του Εφεσείοντα στη βάση του εδώ επίδικου διατάγματος κράτησης συνιστά το εκ πρώτης όψεως κατάλοιπο ζημίας που δικαιολογεί την εκδίκαση της παρούσας έφεσης και σε σχέση με τη νομιμότητα του επίδικου διατάγματος κράτησης, παρά τη μεσολάβουσα ακύρωση του από την Εφεσίβλητη.»

 

Η ανωτέρω ακύρωση της κήρυξης του αιτητή ως παράνομου μετανάστη βάση του άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ. 105 στις 31.08.2023, συνεπάγεται κατ’ επέκταση και ακύρωση του νομικού υπόβαθρου του επίσης προσβαλλόμενου, διατάγματος κράτησης για σκοπούς απέλασης, ενώ η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη αποτελεί και την αιτιολογία του διατάγματος κράτησης. Η απόφαση κήρυξης απαγορευμένου μετανάστη, όπως έχω εξηγήσει ανωτέρω, εκδόθηκε υπό νομική πλάνη. Συνεπώς, υπό πλάνη εκδόθηκε και το διάταγμα κράτησης.

 

Καταλήγοντας, συνοψίζω ότι η απόφαση κήρυξης του αιτητή σε απαγορευμένο μετανάστη και το διάταγμα κράτησης και τα δύο ημερομηνίας 31.08.2023 ακυρώνονται ενόψει των όσων έχω προαναφέρει, η δε εξέτασή οποιονδήποτε άλλων λόγων προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης εκ μέρους του αιτητή παρέλκει.   

 

Η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα ύψους 1500 Ευρώ πλέον ΦΠΑ υπέρ του αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση.

 

 

 

                                                                             Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο