
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.
1652/2015 και 505/2016)
10 Ιουλίου 2025
[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης Δ.Δ.]
(Υπόθεση Αρ. 1652/2015)
Π. Κ.
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
3. ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
4. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ (ΠΡΩΗΝ ΤΜΗΜΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ)
5. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
6. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθ’ ων η αίτηση
…………………………
(Υπόθεση Αρ. 505/2016)
Π. Κ.
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
3. ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
4. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ (ΠΡΩΗΝ ΤΜΗΜΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ)
5. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
6. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθ’ ων η αίτηση
…………………………
Λάρης Βραχίμης για Ελένη Βραχίμη & Σία για τον αιτητή.
Κάτια Χατζηδημητρίου (κα) για Νομική Υπηρεσία για τους καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Ο αιτητής στην Υπόθεση Αρ. 1652/2015 στρέφεται κατά της άρνησης ή/και παράλειψης των καθ’ ων η αίτηση να του καταβάλουν μισθό για τους μήνες Φεβρουάριο μέχρι Νοέμβριο του 2015 και κατά της απόφασης της οποίας έλαβε γνώση στις 8.10.2015 να αποκόψουν το ποσό των €4.320 που είχε καταβληθεί στον αιτητή ως ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για τους μήνες Νοέμβριο 2014 μέχρι Ιούλιο 2015 από τους μισθούς του για την περίοδο Φεβρουάριος μέχρι Αύγουστος 2015.
Στην Υπόθεση Αρ. 505/2016 ο αιτητής στρέφεται κατά της άρνησης ή/και παράλειψης των καθ’ ων η αίτηση να του καταβάλουν μισθό για τους μήνες Δεκέμβριο του 2015, 13ο μισθό για το 2015 και Ιανουάριο μέχρι Μάρτιο του 2016.
Ο αιτητής διορίστηκε στη δημόσια υπηρεσία το 1996 και τοποθετήθηκε σε διάφορα τμήματα / υπηρεσίες. Στις 2.5.2014 ο αιτητής μετακινήθηκε από τον καθ’ ου η αίτηση 4 στον καθ’ ου η αίτηση 3. Το 2015 έγινε έλεγχος των απουσιών του αιτητή κατά την περίοδο που υπηρετούσε στον καθ’ ου η αίτηση 4 δηλαδή, τα έτη 2011 μέχρι τις 2.5.2014. Ο καθ’ ου η αίτηση 4 με επιστολή του προς τον αιτητή ημερομηνίας 20.1.2015 τον πληροφόρησε ότι ανακαλεί προηγούμενη απόφασή του για αναστολή της μισθοδοσίας του με σκοπό να προβεί σε επανεξέταση και κάλεσε τον αιτητή να υποβάλει τις θέσεις του και δικαιολογητικά για την περίοδο που απουσίαζε από την εργασία του. Ο καθ’ ου η αίτηση 3 με επιστολή ιδίας ημερομηνίας πληροφόρησε τον αιτητή για την εξέταση διαφόρων περιόδων απουσίας του και κατά πόσο αυτές εγκρίθηκαν και δικαιούταν πληρωμή ή μη. Την ίδια μέρα καταβλήθηκε στον αιτητή το ποσό των €4.466,21 ως επίδομα για άδεια ασθενείας την περίοδο 29.7.2014 μέχρι 28.10.2014.
Ο αιτητής μέσω των δικηγόρων του με επιστολή ημερομηνίας 5.2.2015 προς τον καθ’ ου η αίτηση 4 και σε απάντηση της επιστολής του καθ’ ου η αίτηση 4 που είχε προηγηθεί, ζήτησε, μεταξύ άλλων, να του προσκομίσουν αντίγραφα των δεκαπενθήμερων καταστάσεων στις οποίες βασίστηκαν οι συνοπτικές καταστάσεις που απεστάλησαν στον αιτητή με την επιστολή του καθ’ ου η αίτηση 4 που προηγήθηκε ημερομηνίας 20.1.2015. Ο καθ’ ου η αίτηση 4 με σημείωμά του ημερομηνίας 13.3.2015 προς τον καθ’ ου η αίτηση 1 ζήτησε την υλοποίηση της προηγούμενης απόφασής του για ανάκληση της αναστολής μισθοδοσίας του αιτητή. Με νέα επιστολή του ημερομηνίας 27.3.2015 προς τον αιτητή, ο καθ’ ου η αίτηση 4 τον πληροφόρησε ότι μπορεί να επιθεωρήσει τον προσωπικό του φάκελο και ότι του δίδεται παράταση μέχρι τις 24.4.2015 για να εκθέσει τις απόψεις του και/ή να παρουσιάσει δικαιολογητικά για την απουσία του από την εργασία. Ακολούθησε και νέα επιστολή του καθ’ ου η αίτηση ημερομηνίας 15.7.2015 με περαιτέρω παράταση μέχρι τις 5.8.2015.
Λόγω της μη ανταπόκρισης του αιτητή, ο καθ’ ου η αίτηση 4 με σημείωμά του προς τον καθ’ ου η αίτηση 1 ημερομηνίας 2.10.2015 ζήτησε όπως προχωρήσει στην αποκοπή από τον μισθό του αιτητή για τις περιόδους που απουσίαζε αδικαιολόγητα.
Και στις δύο υποθέσεις οι καθ’ ων η αίτηση εγείρουν προδικαστικές ενστάσεις με τις οποίες εισηγούνται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν είναι εκτελεστές αλλά πράξεις εκτέλεσης, ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος, οι προσφυγές κατέστησαν άνευ αντικειμένου, είναι αόριστες και τα αιτητικά Α και Β στις δύο υποθέσεις είναι εκπρόθεσμα.
Ο αιτητής παρόλο που οι προδικαστικές ενστάσεις εγείρονται στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση δεν απαντά σε αυτές ούτε στις γραπτές του αγορεύσεις ούτε καταχώρησε απαντητική γραπτή αγόρευση. Επιπρόσθετα, τα γεγονότα προβάλλονται κατά συγκεχυμένο τρόπο από τον αιτητή με αναφορές σε προφορικές ενημερώσεις ή διευθετήσεις οι οποίες, όμως, ούτε προκύπτουν από τους διοικητικούς φακέλους, ούτε προσκομίστηκαν ως μαρτυρία στο Δικαστήριο. Συνεπώς, για σκοπούς κρίσης λαμβάνονται υπόψη τα γεγονότα ως τα προβάλλουν οι καθ’ ων η αίτηση και όπως προκύπτουν από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων.
Έχω διεξέλθει των διοικητικών φακέλων χωρίς να εντοπίσω τις αποφάσεις που προσβάλλει ο αιτητής σε έκαστη αιτούμενη θεραπεία στις δυο προσφυγές. Ούτε ο ίδιος επισυνάπτει τις αποφάσεις στις οποίες αναφέρεται. Στις γραπτές του αγορεύσεις ο αιτητής αναφέρεται σε παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να του καταβάλουν τους μισθούς του. Ακόμα και εάν προσπεράσουμε το γεγονός ότι ενώ οι προσφυγές στρέφονται κατά συγκεκριμένων αποφάσεων που δεν εντοπίζονται, αργότερα στις γραπτές αγορεύσεις οι αποφάσεις μετατρέπονται σε παραλείψεις οι παραλείψεις αυτές είχαν ως αφετηρία συγκεκριμένες αποφάσεις οι οποίες κοινοποιήθηκαν στον αιτητή. Η απόφαση σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση που αποτέλεσε την αφετηρία των αποκοπών που προσβάλλονται με τις υπό κρίση προσφυγές ήταν αυτή του Εφόρου Φορολογίας ημερομηνίας 15.7.2015 η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο των υπό κρίση προσφυγών. Όπως προκύπτει από το Παράρτημα 14 της ένστασης δόθηκαν οδηγίες από τον έφορο φορολογίας προς το Γενικό Λογιστήριο για αποκοπή των μισθών του αιτητή με σημείωμα ημερομηνίας 2.10.2015. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο αιτητής γνώριζε για την αποκοπή μέσω της επιστολής της 15.7.2015 χωρίς να πράξει κάτι παρά το ότι, όπως διαφαίνεται από τις αιτούμενες θεραπείες που ο ίδιος προβάλλει δεν λάμβανε μισθούς από πολύ πιο πριν από την επιστολή του Ιουλίου του 2015.
Συνεπώς, εφόσον οι πράξεις κατά των οποίων στρέφεται με τις υπό κρίση υποθέσεις ο αιτητής δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά υλοποίηση της αρχικής απόφασης περί αναστολής καταβολής της μισθοδοσίας του η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο των υπό κρίση προσφυγών, η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση ότι πρόκειται για πράξεις εκτέλεσης είναι ορθή. Συνεπώς, οι αιτούμενες θεραπείες Α, Β, Γ και Δ στην Υπόθεση Αρ. 1652/2015 και η Υπόθεση Αρ. 505/2016 απορρίπτονται ως απαράδεκτες.
Λόγω αοριστίας απορρίπτονται και οι αιτούμενες θεραπείες Δ, Ε και ΣΤ στην Υπόθεση Αρ. 1652/2015.
Με την αιτούμενη θεραπεία Ζ στην Υπόθεση Αρ. 1652/2015 ο αιτητής στρέφεται κατά της απόφασης που του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 29.9.2015 με την οποία πληροφορείται ο αιτητής ότι πρόκειται να του αποκοπεί το ποσό των €4,320 που του καταβλήθηκε ως ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ως υπερπληρωμή. Όπως προκύπτει από το Παράρτημα 21 της ένστασης, η υπηρεσία διαχείρισης επιδομάτων πρόνοιας απευθύνθηκε στον εργοδότη του αιτητή ζητώντας να πληροφορηθεί για το καθεστώς εργοδότησής του. Η απάντηση που λήφθηκε σύμφωνα με το Παράρτημα 22 ήταν η πιο κάτω:
«(α) Ο κ. Κ. είναι μόνιμος δημόσιος υπάλληλος με πλήρη απασχόληση και μηνιαίες ακαθάριστες απολαβές €1999.28. Το 2014 καθυστέρησε η πληρωμή του για κάποιους μήνες μέχρι να εγκριθεί η πολύμηνη άδεια ασθενείας του από το Ιατροσυμβούλιο. Πληρώθηκε τελικά για όλο το έτος, αλλά δεν του καταβλήθηκε μισθός για την περίοδο 7.6-24.7.2024 που απουσίαζε χωρίς άδεια.
(β) Το 2015 του καταβλήθηκαν οι μισθοί του Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου και εξετάζεται για την περίοδο Μαρτίου-Αυγούστου τι οφειλές έχει το δημόσιο με βάση την προσέλευση του. Από το Σεπτέμβριο θα πληρώνεται κάθε μήνα, ανάλογα με το χρόνο παρουσίας του.»
Ο αιτητής εισηγείται ότι η συγκεκριμένη απόφαση παραβιάζει τις πρόνοιες του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου, Ν. 35(Ι)/2007, είναι προϊόν έλλειψης δέουσας έρευνας και δεν δόθηκε στον αιτητή το δικαίωμα να ακουστεί.
Η νομοθεσία που τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση δεν είναι ο νόμος που εισηγείται ο αιτητής αλλά o περί Ελάχιστου Εγγυηµένου Εισοδήµατος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμος, Ν. 109(Ι)/2014. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 5(3), ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο:
«(3) Αιτητής καθίσταται δικαιούχος εφ’ όσον πληρούνται οι διατάξεις της νοµοθεσίας και το µηνιαίο εισόδηµα, όπως ορίζεται και υπολογίζεται στο άρθρο 12 είναι µικρότερο από το άθροισµα-
(α) των µηνιαίων ποσών που ορίζονται και υπολογίζονται µε βάση τους Κανονισµούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συµβούλιο, δυνάµει της παραγράφου (α) του άρθρου 38 αναφορικά µε το ελάχιστο καλάθι διαβίωσης· ή/και
(β) των µηνιαίων ποσών που ορίζονται και υπολογίζονται µε βάση τους Κανονισµούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συµβούλιο δυνάµει της παραγράφου (β) του άρθρου 38 αναφορικά µε την παροχή στέγασης.»
Σύμφωνα με τις Κ.Δ.Π. 339/2014 και 388/2014 το σύνολο των πιο πάνω ποσών είναι κατά πολύ χαμηλότερο από τις μηνιαίες απολαβές του αιτητή ως κοινοποιήθηκαν στον καθ’ ου η αίτηση 6 συνεπώς ορθά θεωρήθηκε το ποσό που καταβλήθηκε στον αιτητή ως υπερπληρωμή. Ούτε το δικαίωμα του αιτητή σε προηγούμενη ακρόαση παραβιάστηκε εφόσον η έγκριση ή μη κάποιας αίτησης υπόκειται στις διατάξεις του Νόμου.
Για τους πιο πάνω λόγους, οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση ως αυτά θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Ε. ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο