
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 1733/2024)
22 Ιουλίου, 2025
[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης Δ.Δ.]
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ
Καθ’ ου η Αίτηση.
…………………………
Σίμος Αγγελίδης για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε. για τους αιτητές.
Αλέξανδρος Ελευθερίου για Γενικό Εισαγγελέα, για τον καθ’ ου η αίτηση.
Στέφανος Βασιλειάδης για Ανδρέας Ι. Καρύδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για το ενδιαφερόμενο μέρος Σ. Γ..
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Η αιτούμενη θεραπεία στην υπό κρίση προσφυγή είναι η ακόλουθη:
«Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ’ ου η αίτηση ημερ. 25.10.2024 (Παράρτημα Α στην Προσφυγή), η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή την 1η.11.2024, με την οποία ο Καθ’ ου η αίτηση ακύρωσε την απόφαση του Αιτητή ημερ 04.07.2024 (Παράρτημα Β), παρά τα όσα ο ίδιος υποστήριξε με επιστολή του ημερ 26.09.2024 (Παράρτημα Γ), και αποφάσισε όπως ο Αιτητής εγγράψει την κα Σ. Γ. στο Μητρώο Εγγεγραμμένων Ψυχολόγων, στην ειδικότητα της Σχολικής /Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Το ενδιαφερόμενο μέρος υπέβαλε αίτηση για εγγραφή στο μητρώο εγγεγραμμένων ψυχολόγων που τηρούν οι αιτητές το οποίο αποφάσισε στις 4.7.2024 να παραπέμψει το ενδιαφερόμενο μέρος στην υπηρεσία εκπαιδευτικής ψυχολογίας του Υπουργείου Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας για υλοποίηση υπολειπόμενης πρακτικής άσκησης στην ειδικότητα της εκπαιδευτικής ψυχολογίας για τουλάχιστο 120 ώρες. Στις 29.7.2024 το ενδιαφερόμενο μέρος μέσω των δικηγόρων της άσκησε ιεραρχική προσφυγή στον καθ’ ου η αίτηση ο οποίος, αφού ζήτησε τις απόψεις των αιτητών, αποφάσισε στις 25.10.2024 ότι γίνεται δεκτή η ιεραρχική προσφυγή του ενδιαφερομένου μέρους και ζήτησε από τους αιτητές να προχωρήσουν στην εγγραφή της στο μητρώο.
Ο καθ’ ου η αίτηση εγείρει δύο προδικαστικές ενστάσεις. Με την πρώτη εισηγείται ότι οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν την απόφαση του καθ’ ου η αίτηση ο οποίος ενεργεί ως δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο και με τη δεύτερη ότι οι αιτητές καταχρώνται τη διαδικασία. Κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, δικάστηκαν οι προδικαστικές ενστάσεις κατά προτεραιότητα.
Ο σχετικός με το υπό εξέταση ζήτημα νόμος είναι ο περί Συμβουλίων Εγγραφής Επαγγελματιών του Τομέα της Υγείας (Άσκηση Ιεραρχικής Προσφυγής) Νόμος, Ν. 183(Ι)/2017 (στο εξής ο «Νόμος»).
Το Άρθρο 2 ορίζει το συμβούλιο ως:
«(α) κάθε Συµβούλιο εγγραφής επαγγελµατιών του τοµέα της υγείας, το οποίο είναι νοµοθετικά κατοχυρωµένο και έχει την αρµοδιότητα να εγγράφει επαγγελµατίες υγείας στο µητρώο του κατά την ηµεροµηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόµου και περιλαµβάνει τα Συµβούλια που καθορίζονται στο Παράρτηµα ΙΙ· και
(β) κάθε Συµβούλιο εγγραφής επαγγελµατιών του τοµέα της υγείας, το οποίο κατοχυρώνεται νοµοθετικά µετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόµου·»
Στο Παράρτημα ΙΙ του Νόμου περιλαμβάνεται ως σημείο (ν) το Συμβούλιο Εγγραφής Ψυχολόγων «όπως καθορίζεται στο άρθρο 4 του περί Εγγραφής Επαγγελµατιών Ψυχολόγων Νόµου» δηλαδή, οι αιτητές.
Το Άρθρο 3 του Νόμου καθορίζει τους σκοπούς του οι οποίοι είναι αφενός, ο χρόνος εξέτασης αιτήσεων από κάθε συμβούλιο και αφετέρου, το δικαίωμα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής στον Υπουργό Υγείας από πρόσωπο που δεν ικανοποιείται από απόφαση κάποιου συμβουλίου εναντίον τέτοιας απόφασης. Σύμφωνα με το Άρθρο 5(4) ο Υπουργός δύναται:
«(α) Να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(β) να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(γ) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση·
(δ) να προβεί στην έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας·
(ε) να παραπέµψει την υπόθεση στον Έφορο, µε εντολή να προβεί σε συγκεκριµένη ενέργεια.»
Το Άρθρο 5(5) δίδει δικαίωμα προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο σε «πρόσωπο που δεν ικανοποιείται από την απόφαση του Υπουργού.»
Δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι οι αιτητές αποτελούν για σκοπούς εφαρμογής του Άρθρου 146 του Συντάγματος διοικητικό όργανο. Εφόσον, λοιπόν, η υπό κρίση προσφυγή ασκείται από ένα διοικητικό όργανο και στρέφεται κατά πράξης άλλου διοικητικού οργάνου, η προσφυγή ισοδυναμεί με ενδοστρεφή προσφυγή (Minister of Finance v. Public Service Commission (1968) 3 C.L.R. 691). Εντούτοις, η αρχή της ενότητας της διοίκησης δεν παρέχει τη δυνατότητα άσκησης ενδοστρεφούς προσφυγής εκτός εάν ρητώς προνοείται στον Νόμο ή στις περιπτώσεις που αναγνωρίστηκε από τη νομολογία που, ως ισχύει σήμερα στην Κύπρο, καλύπτει μέλη συμβουλίων αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και, υπό προϋποθέσεις, αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης (Imp. Board of Strovolos v. Republic (1983) 3 C.L.R. 434).
Όπως προκύπτει από τις πρόνοιες του Νόμου, τη δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο δεν την έχει το εκάστοτε συμβούλιο αλλά πρόσωπο που ασκεί το δικαίωμά του σε ιεραρχική προσφυγή κατά απόφασης συμβουλίου. Το Άρθρο 5(5) δεν αναφέρεται σε κάθε πρόσωπο ως η εισήγηση των αιτητών αλλά σε «πρόσωπο». Η χρήση των λέξεων «συμβούλιο» και «πρόσωπο» γίνεται στον Νόμο με σαφή διάκριση και χωρίς αμφιβολία ως προς τα δικαιώματα και/ή τις υποχρεώσεις εκάστου και δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο από συμβούλιο.
Ως προς το κύρος των αποφάσεων των αιτητών και τη μεταβολή που επέφερε ο Νόμος, τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης είναι παρόμοια με αυτά στη Δήμος Έγκωμης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 346. Στην εν λόγω υπόθεση ο Δήμος Έγκωμης απέρριψε αίτηση για χορήγηση άδειας. Κατά της απόφασης του Δήμου ο διοικούμενος προσέφυγε στον Υπουργό Εσωτερικών ως προνοείται στον περί Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ. 96 ο οποίος αποφάσισε να χορηγήσει την άδεια σύμφωνα με τις εξουσίες που του παρέχονται από τον εν λόγω νόμο. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικυρώνοντας κατ’ έφεση την πρωτόδικη κρίση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος του Δήμου ανέφερε τα εξής:
«Η απόφαση δεν αφορά το ∆ήµο, ούτε θίγει τη λειτουργία του. Ούτε προσβάλλεται στην ίδια την προσφυγή οποιοδήποτε συµφέρον του ∆ήµου, η αποκατάσταση του οποίου επιδιώκεται µέσω της αναθεώρησης της απόφασης. Το µόνο νοµιµοποιητικό στοιχείο για την άσκησή της είναι το σφάλµα το οποίο κατ’ ισχυρισµό διαπνέει την απόφαση, το οποίο την καθιστά υποκείµενη σε ακύρωση. Το κοινό συµφέρον για την προάσπιση της νοµιµότητας δεν παρέχει έρεισµα για προσφυγή. ∆εν είναι παραδεκτή κάτω από το Άρθρο 146 η λαϊκή αγωγή, γνωστή στο Ρωµαϊκό ∆ίκαιο ως actio popularis - (βλ., µεταξύ άλλων, Pitsillos ν. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208).
Το γεγονός ότι ο ∆ήµος εµπλέκεται στο πρώτο στάδιο στη διαδικασία έκδοσης της άδειας, δεν προσδίδει σ’ αυτό ιδιαίτερο συµφέρον, το οποίο χρήζει προστασίας. Η άσκηση διοικητικής εξουσίας, σε πρώτο βαθµό, δεν προσδίδει στο όργανο στο οποίο παρέχεται η αρµοδιότητα, συµφέρον για την προάσπιση της ορθότητας της απόφασής του. Η καθιέρωση µηχανισµού επανεξέτασης του αντικείµενου της διοικητικής απόφασης σε δεύτερο στάδιο, µεταθέτει, εφόσο κινηθεί ο µηχανισµός, την αποφασιστική αρµοδιότητα για την άσκηση της σχετικής διοικητικής λειτουργίας στο δεύτερο όργανο, ανεξάρτητα από την ιεραρχική του σχέση προς το πρώτο. Η απόφαση του Υπουργού φέρει το τεκµήριο της νοµιµότητας, όπως και κάθε άλλη διοικητική απόφαση η οποία εκδίδεται από αρµόδιο, κατά νόµω, όργανο και τυγχάνει εφαρµογής, εκτός εάν ανατραπεί από το Ανώτατο ∆ικαστήριο, µετά από αίτηση προσώπου υποκείµενου στην απόφαση ή τρίτου, του οποίου τα συµφέροντα επηρεάζονται δυσµενώς από την απόφαση.
Η στοιχειοθέτηση του συµφέροντος, το οποίο νοµιµοποιεί τον αιτητή να προσφύγει στο δικαστήριο, βαρύνει τον προσφεύγοντα, όπως εξυπακούει το Άρθρο 146.2 και αναγνωρίζει η νοµολογία - (βλ., µεταξύ άλλων, Rallis Makrides v. Republic (Minister of Finance) (1967) 3 C.L.R. 147).
Η προσφυγή των εφεσειόντων δε θεµελιώνεται στο δυσµενή επηρεασµό ιδίου συµφέροντος, όπως ο όρος "έννοµο συµφέρον" έχει, κατ’ επανάλειψη, αναλυθεί σε δικαστικές αποφάσεις - (βλ., µεταξύ άλλων, την πρόσφατη απόφαση στη Γεωργίου και Άλλοι ν. ∆ηµοκρατίας - (Α.Ε. 2166 - 28/2/97) ), αλλά στο γενικό συµφέρον διασφάλισης της σύννοµης λειτουργίας της διοίκησης που δεν παρέχει έρεισµα για προσφυγή.»
Στην υπό κρίση προσφυγή πράγματι ο Νόμος θεσπίστηκε πολύ μεταγενέστερα του περί Εγγραφής Ψυχολόγων Νόμου, Ν. 68(Ι)/1995 σύμφωνα με τον οποίο δεν προνοείτο η δυνατότητα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής κατά αρνητικής απόφασης των αιτητών. Εντούτοις, αυτή η δυνατότητα προνοείται από το 2017 και μετέπειτα νομοθετικά πλέον και οι αιτητές δεν προβάλλουν οποιοδήποτε λόγο που να στοιχειοθετεί το έννομο τους συμφέρον να στρέφονται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης. Παρατηρώ, επίσης, ότι όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 το δικαίωμα ακρόασης που επικαλούνται οι αιτητές δεν παραβιάστηκε εφόσον ζητήθηκαν οι απόψεις τους από τον καθ’ ου η αίτηση πριν τη λήψη απόφασης.
Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η προδικαστική ένσταση για έλλειψη εννόμου συμφέροντος των αιτητών επιτυγχάνει και η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Επιδικάζονται €1700 έξοδα υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον των αιτητών.
Ε. ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο