F&D Galazis Estates Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Γενικού Λογιστηρίου, Υπόθεση Αρ. 193/2021, 22/7/2025
print
Τίτλος:
F&D Galazis Estates Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Γενικού Λογιστηρίου, Υπόθεση Αρ. 193/2021, 22/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 193/2021

                                             

       22 Ιουλίου, 2025

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Αναφορικά με τα Άρθρα 1Α, 23, 28, 35 και 146 του Συντάγματος   

 

F&D Galazis Estates Ltd

Αιτήτριας

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Γενικού Λογιστηρίου

Καθ’ ων η αίτηση

......... 

 

Σίμος Α. Αγγελίδης για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης δ.ε.π.ε., Δικηγόροι για Αιτήτρια

Δένα Μαρία Εργατούδη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται:

 

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Καθ’ ης η αίτηση που γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια με ειδοποίηση ημερ. 29.12.2020 (Παράρτημα Α) και με την οποία αποφάσισε χωρίς να ακούσει προηγουμένως την Αιτήτρια, να αποκόψει για σκοπούς, ως ισχυρίστηκε η Καθ’ ης, «συμψηφισμού», σε σχέση με οφειλή φόρου εισοδήματος, το ποσό των €9.789,79 από τα δικαιώματα της Αιτήτριας για τις υπηρεσίες που προσέφερε ως περιγράφει το τιμολόγιο ημερ. 29.12.2020, είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και πως ότι παραλείφθηκε να διαταχθεί να γίνει».

 

Τα γεγονότα στην Αίτηση Ακυρώσεως, καθορίζονται ως εξής:

 

«(α) Η Αιτήτρια Εταιρεία, ως Πολυκλινική Λευκωσίας, κατά την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού, αποδέχθηκε και συμφώνησε ως έγινε και προγενέστερα να πραγματοποιούνται σε αυτήν εισαγωγές ασθενών οι οποίοι δεν μπορούσαν εξαιτίας της βεβαρυμμένης κατάστασης λόγω της πανδημίας να εισαχθούν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. 

 

(β) Η Αιτήτρια προσφέρει στέγη σε αυτοεργοδοτούμενους ιατρούς που ενίοτε Συνεργάζονται για σκοπούς της Αιτήτριας.

 

(γ) Η Καθ’ ης η αίτηση με την ειδοποίησή της ημερ. 29.12.2020 (Παράρτημα A λεπτομέρειες πληρωμής) αυθαίρετα και χωρίς πρώτα να ακούσει την Αιτήτρια, απέκοψε το ποσό των €9.789,79 από το τιμολόγιο ημερ. 29.12.2020 και τούτο γιατί δήθεν επιτρέπετο συμψηφισμός οφειλής φόρου εισοδήματος της Αιτήτριας. Το ποσό, όμως, που αποκόπηκε από το τιμολόγιο ημερ. 29.12.2020 αφορούσε πληρωμή για ιατρικές υπηρεσίες που προσφέρθηκαν κατά το εσωτερικό σύστημα λειτουργίας που η Αιτήτρια παρέχει στους ασθενείς γενικά ή σε όσους στάληκαν από τις Πρώτες Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας στην Πολυκλινική Λευκωσίας. Δηλαδή, το τιμολόγιο περιέχει και αμοιβές ιατρών που στεγάζονται μεν αλλά δεν ανήκουν ειδικά στην Αιτήτρια.

 

(δ) Μάλιστα, η αποκοπή του ποσού των €9.789,79 από το τιμολόγιο ημερ. 29.12.2020 έγινε ενώ ήδη η Καθ’ ης η αίτηση απέκοψε και στο παρελθόν άλλα μεγάλα ποσά (€37.999, €12.634,20 και €9.019,00 για δήθεν συμψηφισμό οφειλής ΜΗ τελικά προσδιορισθέντος φόρου εισοδήματος της Αιτήτριας) και η Αιτήτρια καταχώρησε τις Προσφυγές με αρ. 1522/19 και 56/21 οι οποίες εκκρεμούν.

 

(ε) Η Αιτήτρια απέστειλε επιστολή προς την Καθ’ ης η αίτηση ημερ. 17.11.2020 με την οποία διαμαρτυρήθηκε για τις νέες αποκοπές στις οποίες προέβη αυθαίρετα η Καθ’ ης η αίτηση από τα τιμολόγια ημερ. 10.11.20 και 11.11.20, χωρίς όμως να λάβει την όποια απάντηση μέχρι και σήμερα και χωρίς να έχει υπάρξει τελικός καθορισμός του όποιου παρ’ αυτής οφειλόμενου φόρου.

 

(στ) Η Αιτήτρια επιφυλάσσει το δικαίωμα να παρουσιάσει μαρτυρία, πρόσθετα γεγονότα και/ή ισχυρισμούς.».

 

Κατά τους Καθ’ ων η αίτηση, τα ποσά που περιλαμβάνονται σε ειδικό για σκοπούς συμψηφισμού ηλεκτρονικό σύστημα, καταχωρούνται από τα αρμόδια για την είσπραξή τους Τμήματα (π.χ. ποσά που αναφέρονται ως οφειλές για Φόρο Εισοδήματος καταχωρούνται από το Τμήμα Φορολογίας) τις δε ημερομηνίες που έγιναν οι συμψηφισμοί των πιο πάνω ποσών υπήρχαν στο σύστημα οφειλές της Αιτήτριας προς το Τμήμα Φορολογίας για φόρο εισοδήματος ύψους €9.789,79.

 

Με την αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Αιτήτριας εγείρονται διάφοροι λόγοι ακύρωσης με πρώτιστο ότι το όργανο το οποίο εξέδωσε τις βεβαιώσεις φορολογίας εξεδόθη από όργανο ο διορισμός του οποίου κρίθηκε αντισυνταγματικός με την απόφαση στις Συν. Υπ. 541/16 κ.α Ποταμίτου κ.α ν. Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 07.06.2021 και η ανάμειξη του Εφόρου Φορολογίας οδηγεί σε ακύρωση και την εδώ προσβαλλόμενη. Πρόσθετα αυτού, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη είναι προϊόν πλάνης και ανεπαρκούς έρευνας (λόγος ακύρωσης υπ’ αρ. 2.1), ότι  στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης (υπ’ αρ. 2.2) και ότι εκδόθηκε εσφαλμένα και αντισυνταγματικά χωρίς την (προηγούμενη) έκδοση κανονισμών ή την επίκληση νόμου (υπ’ αρ. 2.3) αλλά και χωρίς άρτια πρακτικά και αναρμοδίως (υπ’ αρ. 2.4). Επιπλέον εγείρεται ότι το άρθρο 13 του περί της Λογιστικής και Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Χρηματοοικονομικού Ελέγχου της Δημοκρατίας Νόμου του 2014 (Ν. 38(Ι)/2014-εφεξής ο «Νόμος») αντίκειται στα Άρθρα 23, 24, 25, 26 και 35 του Συντάγματος (υπ’ αρ. 2.4) ενώ με τον λόγο ακύρωσης αρ. 2.6 εγείρεται (και εδώ) παράβαση δικαιώματος ακρόασης και επίσης παράβαση αρχής της καλής πίστης και οφειλόμενης συνέπειας της διοίκησης. Με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης (αρ. 2.7) υποδεικνύεται το, κατ’ ισχυρισμό, αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση από την πλευρά της υποστηρίζει τη νομιμότητα της επίδικης πράξης και της όλης διοικητικής ενέργειας. Παραπέμπει συναφώς στον Νόμο και σε εγκυκλίους της Γενικής Λογίστριας.

 

Εξέτασα τα επιχειρήματα των μερών και καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Ξεκινώντας από την ισχυριζόμενη πλημμέλεια λόγω εμπλοκής του Εφόρου Φορολογίας στην έκδοση των βεβαιώσεων που οδήγησαν στον επίδικο συμψηφισμό, αυτός κρίνεται απορριπτέος. Τόσο καθότι δεν τεκμηριώνεται η εμπλοκή του συγκεκριμένου Εφόρου Φορολογίας, του οποίου ο διορισμός ακυρώθηκε με τις Συν. Υπ. 541/16 κ.α Ποταμίτου κ.α ν. Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 07.06.2021 αλλά και κυριότερα καθότι, ακόμα κι αν τεκμηριωνόταν η εμπλοκή του, η πρόσφατη πλέον νομολογία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου έχει αποφασίσει, δεσμευτικά για το παρόν, ότι δεν αποτελεί λόγο ακυρότητας για τις πράξεις που συνέπραξε ή εξέδωσε. Σχετική η ΕΔΔ Αρ. 141/2019 Ευριδίκη Λάμπρου ν. Δημοκρατίας ημερ. 09.10.2024, η Εφ. ΔΔ Αρ. 35/2018 Παναγιώτης Κατσαντώνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 26.06.2024 και η λίαν πρόσφατη Έφ. ΔΔ Αρ. 192/2020  Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Φορολογίας v. JH VIEWS LTD ημερ. 18.07.2025.

 

Ως προς τους λοιπούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας, σχετική είναι η σημερινή μου απόφαση σε προσφυγή της (ίδιας) Αιτήτριας, ήτοι στην Πρ. Αρ. 56/2021 F&D Galazis Estates Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Γενικού Λογιστηρίου (ημερ. 22.07.2025), όπου τους έκρινα απορριπτέους με συγκεκριμένη αιτιολογία, την οποία παραθέτω ως ισχύουσα και στην παρούσα. Διευκρινίζεται ότι η μόνη επουσιώδης διαφοροποίηση αφορά στην αρίθμηση των λόγων ακύρωσης και στο ότι εκεί επίδικοι ήταν δύο συμψηφισμοί οι οποίοι παρατέθηκαν ως Παραρτήματα Α και Β στην αίτηση ακυρώσεως τα δε δελτία πληρωμής ως Παραρτήματα Α και Β στην ένσταση ενώ εδώ επίδικος είναι ένας συμψηφισμός και άρα ένα δελτίο πληρωμής (Παράρτημα Α σε αίτηση ακυρώσεως και Παράρτημα Α σε ένσταση αντίστοιχα). Συγκεκριμένα λοιπόν εκεί ανέφερα:

 

«Καταρχάς, είναι αντιληπτό, ότι το βασικό παράπονο της Αιτήτριας είναι η μη παροχή δικαιώματος ακρόασης πριν την έκδοση των προσβαλλομένων και η μη διερεύνηση ότι τα ποσά των τιμολογίων που είχε η Αιτήτρια λαμβάνειν δεν αφορούσαν μόνο την ίδια αλλά και τρίτους. Αυτό προκύπτει από τα ισχυριζόμενα γεγονότα αλλά και τα ίδια τα αιτητικά της αίτησης ακυρώσεως, τα οποία παρέθεσα πιο πάνω. Δεν τίθεται εκεί ως γεγονός ούτε καν εγείρεται ισχυρισμός ότι η Αιτήτρια δεν όφειλε τα ποσά, τα οποία οι Καθ’ ων η αίτηση συμψήφισαν ούτε ότι αυτά αμφισβητούνται ή κατά τους επίδικους χρόνους αμφισβητούνταν με οποιαδήποτε διοικητική ή δικαστική διαδικασία. Και φυσικά απουσιάζει οποιαδήποτε απόδειξη αμφισβήτησης τους. Ως εκ τούτου τα ποσά αυτά αποτελούν, θεωρώ, «οφειλόμενα ποσά» εν τη εννοία του άρθρου 2 του Νόμου.

 

Έχοντας ειδικά αναφέρει τα πιο πάνω, οι υπό κρίση συμψηφισμοί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 του Νόμου, δεν αποτελούν πράξεις «δυσμενούς φύσεως»  χρήζουσες δικαιώματος ακρόασης κατά την έννοια του άρθρου 43 (1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999.

 

Θεωρώ ότι, άπτονται μιας διαδικασίας καθαρά διοικητικής φύσεως [Παπακόκκινου  κ.ά. ν Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 510] ή, εν πάση περιπτώσει, δεν αφορούν υποκειμενική συμπεριφορά της Αιτήτριας αλλά διαμορφώθηκαν βάσει καθαρώς αντικειμενικών δεδομένων (βλ. Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 361 και εκεί αναφερόμενο Ι. Σαρμά "Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας", Β΄ Έκδοση, σελ. 618), ήτοι τα εκ μέρους της Αιτήτριας οφειλόμενα ποσά.

 

 

Ο δε έτερος ισχυρισμός, ο οποίος τίθεται και αφορά ότι τα τιμολόγια της Αιτήτριας αφορούσαν και τους ιατρούς που προσέφεραν ιατρικές υπηρεσίες σε συνεργασία με την Αιτήτρια και όχι μόνο την Αιτήτρια, δε θεωρώ ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος, είτε από τη διοίκηση είτε από το παρόν, ούτε έχρηζε οποιασδήποτε διερεύνησης δεδομένου ότι τα τιμολόγια ήταν εκδομένα από την Αιτήτρια και όχι από τους ισχυριζόμενους τρίτους (ιατρούς) και άρα μόνο η Αιτήτρια αξίωσε από τη διοίκηση πληρωμή. Συνεπώς σύννομα και σύμφωνα με το άρθρο 13 του Νόμου, η διοίκηση προχώρησε στους επίδικους συμψηφισμούς.

 

Συνεπώς ο λόγος ακύρωσης περί μη παροχής δικαιώματος ακρόασης και ο λόγος ακύρωσης περί πλημμελούς έρευνας λόγω μη διερεύνησης ότι τρίτοι ιατροί είχαν λαμβάνειν από την Αιτήτρια (και ένεκα τούτης ισχυριζόμενη παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και οφειλόμενης συνέπειας της διοίκησης), απορρίπτονται.

 

Απορριπτέοι είναι και οι λόγοι ακύρωσης ότι οι προσβαλλόμενες είναι αναιτιολόγητες, ότι δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά και ότι εξεδόθησαν αναρμοδίως αλλά και εσφαλμένα και αντισυνταγματικά χωρίς την (προηγούμενη) έκδοση κανονισμών ή την επίκληση νόμου. Λόγω της αλληλοσυμπλοκής των λόγων αυτών, τους εξετάζω ενιαία. Επ’ αυτών λοιπόν σημειώνω:

 

Οι προσβαλλόμενες δεν αποτελούν κλασσικές/συνήθεις διοικητικές πράξεις αλλά εμφανώς εξεδόθησαν με μηχανικά/ηλεκτρονικά μέσα μέσω του μηχανολογικού/ηλεκτρονικού συστήματος των Καθ΄ων η αίτηση με την ονομασία ΕΦΑΡ.ΣΥ. άλλως «Εφαρμογή Συμψηφισμού». Οι Καθ΄ων η αίτηση μάλιστα παραθέτουν έντυπο υλικό με σχετικές Εγκυκλίους εκδοθείσες από 26.06.2014 (λίγους μήνες μετά την έκδοση του Νόμου) και εντεύθεν από τη Γενική Λογίστρια, με τις οποίες τίθεται η διαδικασία συμψηφισμού για οφειλές στα διάφορα κυβερνητικά τμήματα/ υπηρεσίες/ ταμεία, δυνάμει του άρθρου 13 του Νόμου.

 

Είναι άρα σαφές, πρώτα ότι οι προσβαλλόμενες εμπίπτουν στο άρθρο 27(γ) του Ν. 158(Ι)/1999 άρα δεν χρήζουν, γενικώς, αιτιολογίας ή ρητής αναφοράς του άρθρου του Νόμου, στο οποίο εδράστηκαν, ούτε αποτελούν πράξεις εκδοθείσες από συλλογικό όργανο ώστε να απαιτείται η τήρηση λεπτομερούς πρακτικού. Σχετικές είναι οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου στην ΑΕ Αρ. 155/2006 Y Karydas Car Engineering & Valeting Services Ltd εμπορευόμενη με την εμπορική επωνυμία Y Karydas Drive & Fly ν. Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη (2009) 3 ΑΑΔ 375 και η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (Α. Ευσταθίου-Νικολετοπούλου, ΔΔΔ ως ήταν τότε) στις Συν. Υπ. Αρ. 1412/2016 κ.α Woolworth (Cyprus) Properties PLC ν. Δημου Λευκωσίας ημερ. 16.09.2022.

 

Πάντως, και άνευ επηρεασμού των ανωτέρω, θεωρώ ότι παρέχεται συνοπτική αιτιολογία, εφόσον στα Παραρτήματα Α και Β της Αίτησης Ακυρώσεως, πλησίον του συμψηφισθέντος ποσού, καταγράφεται ως περιγραφή «Αποκοπή για συμψηφισμό Οφειλές Φόρος Εισοδήματος. Περαιτέρω, έχοντας υπόψη τους συγκεκριμένους συμψηφισμούς, ως ετέθηκαν με την ένσταση (σχετικά τα δελτία πληρωμής Παράρτημα Α και Β σε ένσταση), δε διαπιστώνω ότι εκτελέστηκαν από αναρμόδιο όργανο αλλά αντιθέτως, από λειτουργούς χρήστες του ΕΦΑΡ.ΣΥ., οι οποίοι ενήργησαν δυνάμει οδηγιών της Γενικής Λογίστριας κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω αναφερόμενων εγκυκλίων. Σημειώνω, εν προκειμένω, ότι το άρθρο 41 του Νόμου εξουσιοδοτεί την Γενική Λογίστρια να εκδίδει εγκύκλιες οδηγίες προς τη Δημοκρατία (γενικά) με σκοπό την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του, το δε άρθρο 4(3) του Νόμου προβλέπει τη δυνατότητα όπως οι όποιες εξουσίες, καθήκοντα και υπηρεσίες του Γενικού Λογιστή, εκτελεστούν όχι μόνον από τον ίδιο αλλά και από υπαλλήλους οι οποίοι ενεργούν σύμφωνα με τις οδηγίες του. Δε θεωρώ άρα ότι πχ απαιτείτο έγγραφη εξουσιοδότηση της Γενικής Λογίστριας ειδικά σε συγκεκριμένο λειτουργό για να ενεργεί τους συμψηφισμούς, δεδομένων των ως άνω νομοθετικών προνοιών και της αναλυτικής διαδικασίας που προβλέπεται στις εν λόγω εγκυκλίους.

 

Ορθώς ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση υποβάλλει ότι η νομολογία έχει ήδη καθορίσει ότι, κατά κανόνα, έκδοση κανονισμών δεν απαιτείται [Δημοκρατία ν. Ετ. Κ.Γ. Τύμβιου Λτδ (1994) 3 ΑΑΔ 553] άρα δεν υποχρεούται η διοίκηση να κάνει χρήση της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 40 του Νόμου και θεωρώ ότι το ίδιο το άρθρο 13 του Νόμου και οι πιο πάνω εγκύκλιες οδηγίες, οι οποίες προϋπήρχαν των προσβαλλομένων, καθορίζουν ένα επαρκές πλαίσιο ρύθμισης και δράσης της διοίκησης κατά τη διαδικασία συμψηφισμών ως οι επίδικοι. Συνεπώς και ο ισχυρισμός περί παρανομίας και αντισυνταγματικότητας λόγω μη έκδοσης κανονισμών, απορρίπτεται.

 

Με τον λόγο ακύρωσης αρ. 2.4 τέλος, εγείρεται ότι το άρθρο 13 του Νόμου αντίκειται στα Άρθρα 23, 25, 26 και 35 του Συντάγματος. Στην αγόρευση της Αιτήτριας η ανάπτυξη περιορίζεται/επικεντρώνεται συνοπτικά στην παράβαση των Άρθρων 23 (δικαίωμα στην ιδιοκτησία) και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα στην εργασία/επιχειρηματική ελευθερία), με έμφαση στον επηρεασμό των επαγγελματικών σχέσεων της Αιτήτριας με τους συνεργάτες της ιατρούς καθώς και στον οικονομικό επηρεασμό των τελευταίων λόγω του συμψηφισμού.

 

Επί των ισχυρισμών αυτών, θεωρώ πρώτα ότι η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να επικαλείται παράβαση συνταγματικών δικαιωμάτων τρίτων προσώπων μη διάδικων στην παρούσα διαδικασία. Περαιτέρω και τουλάχιστον στο μέτρο που αφορά την Αιτήτρια, δε διαπιστώνω ότι η πρόνοια του άρθρου 13 του Νόμου μέσω των συγκεκριμένων επίδικων πράξεων παραβιάζει με οποιοδήποτε τρόπο τις ως άνω Συνταγματικές πρόνοιες. Ως αναφέρθηκε στην Α.Ε Αρ. 115/2009 Crown Resorts Limited ν. Δήμου Παραλιμνίου ημερ. 11.04.2012 (έμφαση του Δικαστηρίου) και θεωρώ ισχύει και στα εδώ κρινόμενα:

 

«Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί και όπως εύστοχα επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, το δικαίωμα ιδιοκτησίας που προστατεύεται από το Άρθρο 23.1 του Συντάγματος, δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς που προβλέπονται.  Περαιτέρω οι πρόνοιες του Άρθρου 23, δεν επηρεάζουν τη δυνατότητα του κράτους να θεσπίσει νόμους οι οποίοι κρίνονται αναγκαίοι προς εξασφάλιση της επιβολής φόρου.

 

 

Το Άρθρο 24 του Συντάγματος προνοεί ότι έκαστος υποχρεούται να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων του, αλλά κανένας φόρος, τέλος ή εισφορά, μπορεί να είναι καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης.  Καμιά επιβολή φόρου, τέλους ή εισφοράς επιβάλλεται εκτός διά νόμου ή κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου.

(…)

Βέβαια, ούτε απαγορευτικής φύσης είναι αφού δεν χρησιμοποιείται για σκοπούς περιορισμού της άσκησης ορισμένου επαγγέλματος ή διεξαγωγής ορισμένης εργασίας.».

 

Ως εκ τούτου και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται, δεδομένου ότι δε διαπιστώνεται ότι οι επίδικοι συμψηφισμοί δυνάμει του άρθρου 13 του Νόμου, οι οποίοι εφαρμόστηκαν προς είσπραξη των δυνάμει του Νόμου (δεδομένα) οφειλόμενων ποσών της Αιτήτριας για φορολογία εισοδήματος, παραβιάζουν το περιουσιακό δικαίωμα ή το δικαίωμα στην εργασία/επιχειρηματική ελευθερία της.

 

Πέραν των ανωτέρω και ειδικά ως προς τον λόγο ακύρωσης περί παράβασης των Άρθρων 23 και 24 του Συντάγματος, που, στην αγόρευσή της Αιτήτριας στα πλαίσια της παρούσας, αναπτύσσει στη βάση του επιχειρήματός της ότι εδώ δεν υπήρχε «τελεσίδικα διαπιστωθείς φόρος», υπογραμμίζεται ότι η Αιτήτρια με την αίτηση ακυρώσεως της (παρέπεμψα επ’ αυτής στην εισαγωγή της παρούσας) δεν αμφισβητεί ούτε ισχυρίζεται ότι τα εκ μέρους της οφειλόμενα ποσά που στην παρούσα ανέρχονταν στο ποσό των €9.789,79, αμφισβητήθηκαν με διοικητικές/δικαστικές διαδικασίες ούτε ότι δεν είναι τελικά ή βεβαιωμένα αλλά βασικά ότι δεν της παρασχέθηκε δικαίωμα ακρόασης προ του συμψηφισμού και ότι τα συμψηφισθέντα τιμολόγια αφορούσαν, εκτός από αμοιβή της ιδίας, αμοιβή και τρίτων. Μάλιστα στα γεγονότα της παρούσας αίτησης ακύρωσης (παράγραφοι δ-ε) τίθεται η θέση ότι τα ποσά που αποκόπηκαν στην Πρ. Αρ. 56/2021 δεν ήταν τελικώς βεβαιωθέντα, υποβολή που στην Πρ. Αρ. 56/2021, που τα αφορούσε, δεν ετέθη καν. Θεωρώ ότι η αμφισβήτηση τώρα ουσιαστικά στα πλαίσια μόνο της αγόρευσης του τελικού χαρακτήρα των οφειλομένων ποσών που αφορούν άλλη προσφυγή είτε, αορίστως, των εδώ οφειλόμενων ποσών, δε μπορεί ούτε είναι επιτρεπτό να ληφθεί υπόψη πόσο μάλλον για να θεμελιώσει ισχυρισμό αντισυνταγματικότητας.

 

Καταλήγω και εδώ, ότι οι πιο πάνω λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούν.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και οι προσβαλλόμενες πράξεις επικυρώνονται. Τα έξοδα επιδικάζονται στα €1.800 υπέρ των Καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο