
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση αρ. 205/18
23 Ιουλίου, 2025
[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]
Αναφορικά με τα Άρθρα 23 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Τ. Κ. Α.
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΚΗΔΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΡΙΧΕΥΤΩΝ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ’ ου η αίτηση.
------------
Κ. Χαραλάμπους, για Παπαδόπουλος, Λυκούργος & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.
Φ. Σωτηρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’ και για τις διευκρινίσεις Ι. Κοτζιάπασιη (κα), Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για το καθ’ ου η αίτηση.
Καμία εμφάνιση για το ενδιαφερόμενο μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στους δικηγόρους της με επιστολή ημερομηνίας 08.12.2017, να εκδώσουν άδεια λειτουργίας στο ενδιαφερόμενο μέρος, Γραφείο Κηδειών με την επωνυμία «Γραφείο Κηδειών Άγιος Γεώργιος Λτδ» στη Λάρνακα (εφεξής «το Ε/Μ»).
Η αιτήτρια, όπως προκύπτει από τον τίτλο ιδιοκτησίας ο οποίος κατατέθηκε εκ συμφώνου στις διευκρινίσεις, είναι ιδιοκτήτρια ενός διαμερίσματος στον δεύτερο όροφο πολυκατοικίας στην οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου 8 στη Λάρνακα.
Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο (Τεκμήριο 1, Ερ. 1 και 26), ο ιδιοκτήτης καταστήματος με μεσοπάτωμα στο ισόγειο της εν λόγω πολυκατοικίας εξασφάλισε στις 10.01.2012 από τον Δήμο Λάρνακας, ως Πολεοδομική Αρχή, πολεοδομική άδεια για μετατροπές και αλλαγή χρήσης του καταστήματος από φροντιστήριο σε γραφείο κηδειών, για το οποίο στις 13.09.2012 εκδόθηκε σχετική άδεια οικοδομής και στις 08.07.2014 πιστοποιητικό τελικής έγκρισης.
Η αιτήτρια, με σχετικές επιστολές του συζύγου και των δικηγόρων της προς τον Δήμο Λάρνακας και το Υπουργείο Εσωτερικών (επισυνάπτονται ως παραρτήματα στην προσφυγή), διαμαρτυρήθηκε κατ’ επανάληψη για τη λειτουργία του εν λόγω γραφείου κηδειών.
Στις 27.12.2013 τέθηκε σε ισχύ ο Περί Ελέγχου των Γραφείων Κηδειών και Εγγραφής Λειτουργών Κηδειών και Ταριχευτών Νόμος του 2013 (Ν.182(I)/2013)(εφεξής «ο Νόμος»).
Στις 31.01.2017, το Ε/Μ υπέβαλε αίτηση για την εξασφάλιση άδειας λειτουργίας γραφείου κηδειών σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου.
Με επιστολή των δικηγόρων της, ημερομηνίας 25.04.2017, η αιτήτρια υπέβαλε τη διαμαρτυρία της για τον τρόπο της μέχρι τότε λειτουργίας του γραφείου κηδειών, εισηγούμενη επιπλέον πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στο εν λόγω γραφείο.
Το καθ’ ου η αίτηση Συμβούλιο Εγγραφής Λειτουργών Κηδειών και Ταριχευτών (εφεξής «το Συμβούλιο»), αφού εξασφάλισε τις θέσεις του Δήμου Λάρνακας αλλά και του Επάρχου Λάρνακας και του Υπεύθυνου Υγειονομικού Επιθεωρητή Λάρνακας, οι οποίοι επιθεώρησαν το γραφείο, εξέδωσε στις 06.12.2017 την επίδικη με την παρούσα προσφυγή άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Νόμου.
Με επιστολή ημερομηνίας 08.12.2017, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών πληροφόρησε τους δικηγόρους της αιτήτριας ότι το Συμβούλιο αποφάσισε την έκδοση της αιτηθείσας άδειας, υπό το φως και της επί του θέματος εξασφαλισθείσας γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Σημειώνεται ότι η υποβολή ερωτήματος για γνωμάτευση προς τον Γενικό Εισαγγελέα προέκυψε καθότι, σύμφωνα με την παράγραφο Α του Παραρτήματος Α του Νόμου (στο οποίο παραπέμπουν τα άρθρα 9(1)(γ) και 32 του Νόμου), «[Τ]ο Γραφείο Κηδειών θα πρέπει να απέχει 500 μ. από εγκαταστάσεις πρόνοιας και περίθαλψης ή τουλάχιστον 100 μ., εφόσον δεν είναι ορατό από αυτές», μετά δε τη θέση σε ισχύ του Νόμου ο Δήμος Λάρνακας εξέδωσε άδεια οικοδομής και ακολούθως πιστοποιητικό τελικής έγκρισης σε συγκεκριμένη στέγη ευγηρίας, η οποία όμως χωροθετείται σε απόσταση μόλις 25 μέτρων από το επίδικο γραφείο κηδειών.
Η αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή αιτούμενη την ακύρωση της χορηγηθείσας άδειας. Διά της γραπτής αγόρευσης των ευπαιδεύτων δικηγόρων της διατείνεται καταρχάς ότι στερείται του συνταγματικού της δικαιώματος, βάσει του άρθρου 23 του Συντάγματος, να εκμεταλλεύεται και να απολαμβάνει την ακίνητη ιδιοκτησία της, καθότι, κατά τους ισχυρισμούς της, το επίδικο γραφείο κηδειών χρησιμοποιεί για την τέλεση των εργασιών του χώρους, οι οποίοι δεν φέρουν ούτε τα στοιχειώδη μέτρα υγιεινής, με αποτέλεσμα να υπάρχει έντονη δυσοσμία στους ενοίκους της πολυκατοικίας γεγονός που εμποδίζει την αιτήτρια και την οικογένειά της να απολαύσουν την ακίνητη περιουσία τους και επιπλέον έχει συντελέσει σε μεγάλο βαθμό στη μείωση της αξίας του διαμερίσματός της. Συγκεκριμένα, η αιτήτρια ισχυρίζεται πως:
«i. Για την προετοιμασία ή/και περιποίηση των νεκρών χρησιμοποιείται ένα μικρό δωμάτιο στο υπόγειο της πολυκατοικίας όπου διαμένει η Αιτήτρια. Ουσιαστικά αυτό το δωμάτιο όπου εκτελούνται αυτές οι εργασίας είναι ένας αποθηκευτικός χώρος της πολυκατοικίας όπου κανονικά θα φυλάγονται διάφορα αντικείμενα.
ii. Στο συγκεκριμένο δωμάτιο δεν υπάρχει σύστημα εξαερισμού το οποίο να βοηθά στον σωστό καθαρισμό της ατμόσφαιρας.
iii. Επίσης, δεν υπάρχουν ούτε παράθυρα ούτε οποιαδήποτε άλλα ανοίγματα ως εκ τούτου υπάρχει έλλειψη σωστού εξαερισμού του χώρου αλλά και έλλειψη επαρκούς φυσικού φωτισμού.
iv. Οι χώροι στάθμευσης της πολυκατοικίας καταλαμβάνονται συνεχώς από τις σταθμευμένες νεκροφόρες με αποτέλεσμα κανένας ένοικος να μην μπορεί να τους χρησιμοποιήσει».
Ακολούθως, η αιτήτρια υποβάλλει τη θέση πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συμμορφώνεται με τις πρόνοιες του άρθρου 9 του Νόμου εφόσον η αποθήκη της πολυκατοικίας δεν είναι δυνατόν να θεωρείται «ανεξάρτητος και αυτοτελής χώρο, ειδικά προσαρμοσμένος γι' αυτό το σκοπό», ως η σχετική νομοθετική απαίτηση.
Με τον τρίτο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια διατείνεται πως το Συμβούλιο αγνόησε τα κριτήρια που θέτει το Παράρτημα Α του Νόμου και υπό πλάνη θεώρησε ότι το μόνο θέμα που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει και για το οποίο ζητήθηκε η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, είναι η γειτνίαση του γραφείου κηδειών με τη στέγη ευγηρίας, γεγονός το οποίο, κατά την εισήγηση, καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση και αναιτιολόγητη.
Η αιτήτρια διατείνεται, τέλος, πως η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, το άρθρο 42 του Ν.158(Ι)/99[1] και το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει το νόμιμο, εύλογο και αιτιολογημένο της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης εγείροντας προδικαστικώς ζήτημα ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας.
Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του καθ’ ου η αίτηση, είχε επισημανθεί πως με το δικόγραφο της προσφυγής δεν είχε καταδειχθεί ότι η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια διαμερίσματος στην πολυκατοικία στην οποία δόθηκε η επίδικη άδεια για τη λειτουργία γραφείου κηδειών και ως εκ τούτου η αιτήτρια δεν είχε θεμελιώσει έννομο συμφέρον στην καταχώριση της παρούσας προσφυγής.
Στο στάδιο, όμως, των διευκρινίσεων προσκομίστηκε και κατατέθηκε εκ συμφώνου ο σχετικός τίτλος ιδιοκτησίας της αιτήτριας, με την ευπαίδευτη δικηγόρο που εμφανίστηκε εκ μέρους του καθ’ ου η αίτηση για τις διευκρινίσεις να επιμένει στην προώθηση της προδικαστικής ένστασης, θέτοντας το ζήτημα της ελλείψεως εννόμου συμφέροντος υπό διαφορετική διάσταση. Συγκεκριμένα, η κα Κοτζιάπασιη υπέβαλε πως από το προσκομισθέν πιστοποιητικό προκύπτει ότι το διαμέρισμα της αιτήτριας βρίσκεται στην οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου 8, ενώ το γραφείο κηδειών στην οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου 6 και ως εκ τούτου δεν βρίσκονται στην ίδια πολυκατοικία. Εν πάση δε περιπτώσει, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι οι δύο πολυκατοικίες βρίσκονται στο ίδιο συγκρότημα, η ευπαίδευτη δικηγόρος εισηγήθηκε πως η αιτήτρια, η οποία διαμένει στη Λεμεσό και όχι στο υπό αναφορά διαμέρισμά της στη Λάρνακα, στερείται του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος εφόσον είναι απλώς ιδιοκτήτης και όχι κάτοικος στην υπό αναφορά πολυκατοικία.
Εξετάζοντας κατά προτεραιότητα το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας διαπιστώνω καταρχάς ότι η εισήγηση της κας Κοτζιάπασιη πως το διαμέρισμα της αιτήτριας και το επίδικο γραφείο κηδειών βρίσκονται σε διαφορετικές πολυκατοικίες, δεν ευσταθεί και οφείλεται σε παρανόηση, λόγω προφανώς και του γεγονότος ότι η ευπαίδευτη δικηγόρος δεν είχε εξ αρχής χειρισθεί την υπόθεση εκ μέρους του καθ’ ου η αίτηση. Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο και τη σχετική αίτηση για χορήγηση της επίδικης άδειας (Τεκμήριο. 1, Ερ. 1), στην οποία επισυνάπτεται ο τίτλος ιδιοκτησίας της ακίνητης ιδιοκτησίας για την οποία δόθηκε άδεια χρήσης γραφείου κηδειών, η εν λόγω ακίνητη ιδιοκτησία βρίσκεται στην οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου 8, στην οδό δηλαδή που βρίσκεται το διαμέρισμα της αιτήτριας. Στην οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου 6 βρίσκεται, όπως προκύπτει από την αίτηση, το εγγεγραμμένο γραφείο του Ε/Μ που υπέβαλε την αίτηση.
Ως εκ τούτου, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται δοθέντος ότι η αιτήτρια, ως ιδιοκτήτης διαμερίσματος σε πολυκατοικία, στην οποία δόθηκε άδεια για λειτουργία γραφείο κηδειών, έχει προφανέστατο έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την απόφαση χορήγησης της άδειας, έστω και αν η ίδια δεν διαμένει στην ίδια πολυκατοικία αλλά σε άλλη Επαρχία. Τούτο καθότι μία τέτοια απόφαση επηρεάζει άμεσα τα έννομα συμφέροντά της που συναρτώνται με τον προφανή δυσμενή επηρεασμό της οικονομικής αξίας της περιουσίας της λόγω της γειτνίασης με γραφείο κηδειών (Σοφούλλα Χαραλάμπους ν Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 73). Ενδεικτική του δυσμενούς επηρεασμού των εννόμων συμφερόντων της αιτήτριας είναι η αναφορά στην επιστολή της προς τον Δήμαρχο Λάρνακας, ημερομηνίας 27.02.2013 (Παράρτημα Α στην προσφυγή), πως ο τελευταίος ενοικιαστής της διέκοψε την ενοικίαση καθότι, όπως της ανέφερε, «δεν άντεχε να κατεβαίνει στο υπόγειο και να βλέπει πεθαμένους, νεκροφόρες και φέρετρα».
Για σκοπούς πληρότητας σημειώνεται πως, με την καταχωρηθείσα Ένσταση είχε εγερθεί προδικαστική ένσταση και ως προς την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης, πλην όμως αυτή, ορθώς, εγκαταλείφθηκε με τη γραπτή αγόρευση του καθ’ ου η αίτηση.
Αξιολογώντας ακολούθως τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης θα πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί, αφενός, ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αναθεωρητική δικαιοδοσία περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της υπό αμφισβήτηση διοικητικής πράξης ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, με το Δικαστήριο να μην προβαίνει σε πρωτογενή εκτίμηση των γεγονότων της υπόθεσης (Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659) και, αφετέρου, ότι το βάρος απόδειξης των εγειρομένων λόγων ακύρωσης το φέρει ο αιτητής (Φάνος Γ. Ιωνίδης ν Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1459, Άγγελος Καλογήρου ν Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1992) 3 ΑΑΔ 534).
Τούτου δοθέντος, με βάση όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία, καταλήγω ότι η αιτήτρια απέτυχε να καταδείξει οιονδήποτε βάσιμο λόγο ακύρωσης που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου.
Ειδικότερα, εκτός από την πρόνοια ως προς την εγγύτητα σε εγκαταστάσεις πρόνοιας και περίθαλψης (ζήτημα για το οποίο ζητήθηκε μεν γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα, πλην όμως η αιτήτρια δεν εγείρει συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης), δεν εντοπίζω στον Νόμο ούτε μου έχει υποδειχθεί από την αιτήτρια οποιοσδήποτε άλλος χωροταξικός περιορισμός ή απαίτηση ως προς την χορήγηση άδειας λειτουργίας γραφείου κηδειών σε κοινόκτητη οικοδομή. Η πρόνοια του άρθρου 9(1)(α) όπως, για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας γραφείου κηδειών, το Συμβούλιο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι το γραφείο για το οποίο υποβάλλεται η αίτηση, μεταξύ άλλων, «εγκαθίσταται και λειτουργεί σε δικό του ανεξάρτητο και αυτοτελή χώρο, ειδικά προσαρμοσμένο γι' αυτό το σκοπό», δεν έχει την έννοια της απαγόρευσης χορήγηση άδειας σε υποστατικό ευρισκόμενο σε κοινόκτητη οικοδομή, όπως κατ’ ουσίαν εισηγείται η αιτήτρια. Αυτό που απαιτεί ο Νόμος είναι ο χώρος, ο οποίος θα χρησιμοποιηθεί για τη λειτουργία του γραφείου κηδειών και ο οποίος θα πρέπει να είναι ειδικά προσαρμοσμένος για τον σκοπό αυτό, να μην εντάσσεται σε χώρο με οποιανδήποτε άλλη χρήση, αλλά να είναι ανεξάρτητος και αυτοτελής. Εν προκειμένω, δηλαδή, που η επίδικη άδεια χορηγήθηκε για υποστατικό το οποίο προηγουμένως κατείχε άδεια λειτουργίας καταστήματος, δεν θα ήταν επιτρεπτή η ταυτόχρονη λειτουργία στον ίδιο χώρο (έστω με τις αναγκαίες προσαρμογές) τόσο του καταστήματος όσο και του γραφείου κηδειών.
Ούτε παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας της αιτήτριας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο Άρθρο 23 του Συντάγματος, διαπιστώνω δοθέντος ότι τα όσα η αιτήτρια περιγράφει στη γραπτή αγόρευση των ευπαιδεύτων δικηγόρων της (ανωτέρω), εκτός του ότι αποτελούν ανεπίτρεπτη προσαγωγή μαρτυρίας χωρίς την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου, εν πάση περιπτώσει δεν συνιστούν περιορισμούς οποιουδήποτε δικαιώματος της αιτήτριας από τη χορήγηση της επίδικης άδειας αλλά ισχυρισμούς που σχετίζονται με την κατ’ ισχυρισμό μη συμμόρφωση του Ε/Μ με τους όρους λειτουργίας του γραφείου κηδειών. Το κατά πόσον, δηλαδή, το Ε/Μ δεν χρησιμοποιεί για παράδειγμα τους εγκεκριμένους χώρους του υποστατικού για τη λειτουργία του γραφείου κηδειών αλλά άλλο χώρο ή κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας, δεν εμπίπτει στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής αλλά ενδεχομένως να αφορά άλλη δικαιοδοσία ή να εντάσσεται στις πρόνοιες του άρθρου 9(3)(α) του Νόμου για την ανάκληση μίας άδειας λειτουργίας γραφείου κηδειών σε περίπτωση που διαπιστώνεται η μη τήρηση οποιουδήποτε από τους όρους σύμφωνα με τους οποίους αυτή χορηγήθηκε.
Αβάσιμο αξιολογώ και τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι το Συμβούλιο αγνόησε τα κριτήρια που θέτει το Παράρτημα Α του Νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 9(1)(γ) του Νόμου, για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας γραφείου κηδειών, το Συμβούλιο πρέπει, μεταξύ άλλων, να ικανοποιηθεί ότι, σε σχέση με το γραφείο κηδειών για το οποίο υποβάλλεται η αίτηση, πληρούνται, επιπρόσθετα των τυχόν απαιτήσεων της περί πολεοδομίας και χωροταξίας νομοθεσίας που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εν λόγω άρθρου, καθώς και της περί υγειονομείου νομοθεσίας που εκάστοτε ισχύει στη Δημοκρατία, οι όροι και απαιτήσεις που καθορίζονται στο Παράρτημα Α του Νόμου.
Στο Παράρτημα Α καθορίζονται συγκεκριμένες και λεπτομερείς δομικές απαιτήσεις καθώς και λεπτομερείς απαιτήσεις ως προς τους χώρους, τις εγκαταστάσεις, τον εξοπλισμό και το προσωπικό του γραφείου κηδειών.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, τα οποία έχουν επισυναφθεί ως Παράρτημα Δ στην Ένσταση, το Συμβούλιο, πριν την έκδοση της επίδικης άδειας, εξασφάλισε τις θέσεις του Επάρχου και του Υγειονομικού Επιθεωρητή Λάρνακας, οι οποίοι βεβαίωσαν ότι το γραφείο του Ε/Μ πληροί όλες τις απαιτήσεις του Παραρτήματος Α του Νόμου (μεταξύ αυτών για την ύπαρξη επαρκών μέσων φυσικού ή μηχανικού αερισμού, συστήματος επαναφοράς των εξωτερικών θυρών, σχεδιασμού των αποχετευτικών αγωγών κατά τρόπο που να διασφαλίζεται ότι τα απόβλητα δεν ρέουν σε καθαρό χώρο και διοχέτευσης των ακάθαρτων νερών και λυμάτων σε κατάλληλο σηπτικό βάθρο ή απορροφητικό λάκκο).
Ως προς την, κατά τον ισχυρισμό της αιτήτριας, ανεπαρκή αιτιολογία επισημαίνεται ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή διοικητική πράξη δεν είναι η απάντηση του Συμβουλίου στην επιστολή των δικηγόρων της αιτήτριας, αλλά η σχετική άδεια λειτουργίας ημερομηνίας 06.12.2017, η έκδοση της οποίας καταλήγω, με βάση όλα τα ενώπιον μου στοιχεία, ότι ήταν εύλογη, το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και σύμφωνη με τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου. Δοθέντος δε ότι με την επίδικη πράξη έγινε αποδεκτό πλήρως το αίτημα του Ε/Μ για την έκδοση σχετικής άδειας λειτουργίας, χωρίς να θίγονται έννομα συμφέροντα τρίτων, δεν απαιτείτο, ως ορθώς επισημαίνει η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση με παραπομπή στις πρόνοιες του άρθρου 27(β) του Ν.158(Ι)/99, να δοθεί οποιαδήποτε αιτιολογία.
Ούτε παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης διαπιστώνω, εφόσον το Συμβούλιο ενήργησε εντός των σχετικών προνοιών του Νόμου και όχι με τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο.
Ο δε ισχυρισμός της αιτήτριας περί παραβίασης του άρθρου 42 του Ν.158(Ι)/99 και του Άρθρου 28 του Συντάγματος απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμος, καθότι περιορίζεται στην εντελώς γενική και αόριστη (και ως εκ τούτου ανεπίδεκτη δικαστικής κρίσης) θέση πως η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση των αρχών που επιβάλλουν στη Διοίκηση να παρέχει κατά την παραγωγή διοικητικών πράξεων τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης και συνιστά δυσμενή διάκριση εις βάρος των δικαιωμάτων της αιτήτριας.
Για όλους τους ανωτέρω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας επιδικάζονται έξοδα ύψους €1.800.
Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.
[1] Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (158(I)/1999).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο