O. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 217/2023, 8/7/2025
print
Τίτλος:
O. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 217/2023, 8/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                 

 

(Υπόθεση Αρ. 217/2023 (i-Justice))

 

8 Ιουλίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

               O. S.                                                                                     Αιτητής

                                                 ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

                            

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Κ. Κουπαρή (κα), για Αιτητή

Ν. Νικολάου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής βάλλει κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, η οποία περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 19.12.2022 και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για απόκτηση της Κυπριακής υπηκότητας δι’ εγγραφής. Επισημαίνεται εξ’ αρχής ότι εσφαλμένα στο αιτητικό της αίτησης ακυρώσεως γίνεται αναφορά σε «αίτηση πολιτογράφησης» του αιτητή, εφόσον, επαναλαμβάνεται, ο αιτητής είχε υποβάλει αίτηση απόκτηση της Κυπριακής υπηκότητας δι’ εγγραφής.

 

Η εν λόγω απορριπτική απόφαση λήφθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση κατόπιν εξέτασης της αίτησης του αιτητή, ημερομηνίας 28.2.2018, για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής λόγω του γάμου του με Ελληνοκύπρια. Οι καθ’ ων η αίτηση, στη βάση της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), απέρριψαν την εν λόγω αίτηση, καθότι, ως αναφέρεται στην επίδικη επιστολή του Τμήματος, ο αιτητής είχε παράνομη είσοδο και παραμονή στη Δημοκρατία. Επισημαίνεται ότι το γεγονός της παράνομης εισόδου του αιτητή στη Δημοκρατία, είναι παραδεκτό και από την πλευρά του αιτητή. Ειδικότερα, ο αιτητής αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας και εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές στις 18.9.2008. Στις 23.9.2008, αυτός υπέβαλε αίτηση πολιτικού ασύλου, η οποία απορρίφθηκε στις 13.1.2012.

 

Στη συνέχεια, όπως προκύπτει και από τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης (παράρτημα 3), ο αιτητής παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία και στις 5.3.2012, τα στοιχεία του τέθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων.

 

Στις 11.4.2011, ο αιτητής τέλεσε στο Δημαρχείο Λευκωσίας, πολιτικό γάμο με Ελληνοκύπρια και στις 7.9.2021, απέκτησαν ένα παιδί.

 

Μετά την τέλεση του γάμου, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για διευθέτηση της παραμονής του στη Δημοκρατία, ως σύζυγος Κύπριας υπηκόου και στις 11.11.2013, χορηγήθηκε η σχετική άδεια προσωρινής διαμονής στον αιτητή, ο οποίος έκτοτε παραμένει στη χώρα βάσει σχετικών αδειών.

 

Όπως προαναφέρθηκε, η αίτηση του αιτητή, ημερομηνίας 28.2.2018, για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής, απορρίφθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και η απορριπτική, επίδικη, απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών («ο Υπουργός»), εστάλη στον αιτητή δι’ επιστολής του Τμήματος, ημερομηνίας 19.12.2022. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, η αίτηση απορρίφθηκε κατ’ εφαρμογή της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του Νόμου, καθότι διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής είχε παράνομη είσοδο και παραμονή στη Δημοκρατία.

 

Ο αιτητής αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή, στις 8.2.2023.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον αιτητή, προωθεί ισχυρισμούς περί μη διενέργειας δέουσας έρευνας, εμφιλοχωρήσασας νομικής και πραγματικής πλάνης, αλλά και πάσχουσας και/ή ελλιπούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Κατά τη σχετική εισήγηση, δεν έλαβαν υπόψη τους οι καθ’ ων η αίτηση το γεγονός ότι, ακόμα και αν παράνομα ο αιτητής είχε εισέλθει στη Δημοκρατία, παρασχέθηκε εν τέλει σε αυτόν άδεια παραμονής στη χώρα, λόγω του γάμου του με Ελληνοκύπρια, με αποτέλεσμα ο αιτητής να παραμένει νόμιμα στη Δημοκρατία. Προβάλλει επίσης η κ. Κουπαρή ότι η όλη συμπεριφορά των καθ’ ων η αίτηση ως προς την εξέταση της αίτησης του αιτητή, υπήρξε αντιφατική και συνιστά κατάχρηση εξουσίας.

 

Από την πλευρά της, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Όλα δε τα γεγονότα αξιολογήθηκαν δεόντως και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης υπήρξε πλήρης και/ή επαρκής και, εν πάση περιπτώσει, συμπληρώνεται από τον οικείο διοικητικό φάκελο.

 

Επιπρόσθετα, οι καθ’ ων η αίτηση, με παραπομπή και σε σχετική νομολογία, τονίζουν την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, ως έκφανση της άσκησης της κρατικής κυριαρχίας της Δημοκρατίας, κατά την εξέταση αιτήσεων ως η υπό κρίση, ενώ σε καμία περίπτωση δεν παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 110(2) του Νόμου, παρέχεται στον Υπουργό η δυνατότητα να χορηγήσει την Κυπριακή υπηκοότητα δι’ εγγραφής, σε αιτούντα αλλοδαπό, εφόσον βεβαίως ο τελευταίος πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις που τίθενται στο εν λόγω άρθρο.

 

Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι ακόμα και η υφ’ ενός αιτητή κατοχή όλων των υπό του Νόμου προβλεπόμενων τυπικών προσόντων για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, απλώς γεννά το δικαίωμα υποβολής του σχετικού αιτήματος, αλλά δεν παρέχει αφ’ εαυτής δικαίωμα στον αλλοδαπό για απόκτηση της υπηκοότητας (Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/2012, ημερ. 24.10.2018) και δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της αίτησης (AYMAN M. KAMMIS ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 96/2011, ημερ. 26.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D214, Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66 και Sohrab Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009). Εξάλλου, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 110(2) του Νόμου, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, αφού έχει κατ' επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και πιο πρόσφατα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Διοικητικού Δικαστηρίου, ότι το ζήτημα της χορήγησης της Κυπριακής υπηκοότητας, άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και επομένως το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (Tulin Sabahatin Veysel κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010, Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Oleg Nagorny v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 205/19, ημερ. 25.10.2024, με αναφορά και στην Rami Makhlouf κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 21/17, ημερ. 10.9.2024, το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της (βλ. και Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203) και η διακριτική ευχέρεια του κράτους σε τέτοιες περιπτώσεις «είναι ευρεία, σχεδόν απεριόριστη, νοουμένου ότι ασκείται με καλή πίστη (Michael Kamel Barakat  v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 916, Lucien Chlala v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3371)». Αυτός είναι ο μόνος φραγμός που έθεσε η νομολογία στην άσκηση της εν λόγω εξουσίας. Εφόσον η εξουσία ασκείται καλόπιστα και δεν παραβιάζονται τα δικαιώματα του αλλοδαπού, ως αυτά προστατεύονται από το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (βλ. Amanda Marga Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Balalas v. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 2127 και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Moustaquim v. Belgium, Series A, No.193, p.19). Υπάρχει δε μαχητό τεκμήριο ότι οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια της Διοίκησης είναι καλόπιστη (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).

 

Εν προκειμένω, η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε στη βάση της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του Νόμου, όπου ρητά προβλέπεται ότι οι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 110 του Νόμου, αναφορικά με την υπό του Υπουργού δυνατότητα παροχής της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής σε αλλοδαπό, δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραµένει παράνοµα στη Δημοκρατία

 

Πράγματι, όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα, και δεν αμφισβητείται, ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία παράνομα και εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές μέσω κατεχομένων κατά το έτος 2008. Είχε υποβάλει αίτηση ασύλου στις 23.9.2008, η οποία και απορρίφθηκε στις 13.1.2012 και ακολούθως το Τμήμα, με επιστολή του, ημερομηνίας 20.2.2012, τον κάλεσε να αναχωρήσει άμεσα από τη χώρα, ενώ τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων στις 5.3.2012, εφόσον αυτός συνέχισε να παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία. Προκύπτει δε από τα ενώπιον μου τεθέντα ότι η πρώτη φορά που χορηγήθηκε στον αιτητή άδεια παραμονής στη Δημοκρατία, ήταν στις 11.11.2013 (βλ. παράρτημα 5 στο δικόγραφο της ένστασης), με αποτέλεσμα, πράγματι, να μεσολάβησε χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αιτητής παρέμενε παράνομα στη χώρα.

 

Τα πιο πάνω συνιστούν πραγματικά και αναντίλεκτα γεγονότα, τα οποία απαιτείτο όπως ληφθούν υπόψη από τους καθ’ ων η αίτηση, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος ο Νόμος επιτάσσει και δη η προαναφερθείσα δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 110(2), στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης για παροχή της Κυπριακής υπηκοότητας δυνάμει εγγραφής. Το γεγονός του γάμου του αιτητή με Ελληνοκύπρια, καθώς και της εκ των υστέρων χορήγησης σε αυτόν άδειας παραμονής στη Δημοκρατία, δεν αναιρεί και/ή δεν ακυρώνει το, αναγκαστικού δικαίου, περιεχόμενο της συγκεκριμένης ρύθμισης, η οποία συνεχίζει να αναπτύσσει πλήρη έννομα αποτελέσματα. Ούτε και προβλέπονται οποιοιδήποτε χρονικοί περιορισμοί στην πιο πάνω ρύθμιση.  Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε επί του θέματος στην Yousife Mohamad ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, η οποία εν προκειμένω εφαρμόζεται πλήρως, η συγκεκριμένη επιφύλαξη είναι διατυπωμένη με πολύ ευρύ τρόπο και καλύπτει περιπτώσεις τόσο παράνομης εισόδου όσο και παράνομης παραμονής στο παρελθόν, έστω και αν ο αλλοδαπός κατά το χρόνο υποβολής της αίτησής του για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, είχε νόμιμη παραμονή.

 

Συνεπώς, δεδομένου του περιεχομένου και/ή λεκτικού της εν λόγω ρύθμισης και κατ’ εφαρμογή της γραμματικής ερμηνείας της εν λόγω διάταξης, η οποία και αποτελεί το βασικό κανόνα ερμηνείας των νόμων, κρίνω ότι η κρίση των καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την αίτηση του αιτητή, υπήρξε ορθή και σύννομη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας. Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η γραμματική ερμηνεία, δηλαδή το απλό, γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων, είναι ο βασικός κανόνας ερμηνείας νομοθετημάτων (Γεωργιάδης & Υιός ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Ε) Α.Α.Δ. 142, Σολωμού κ.α. v. Δημοκρατίας (1991) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3675, 3686, Αθανασίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Δ) Α.Α.Δ. 3204, ΑΚΙΝΗΤΑ Λ. & Ν. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΛΤΔ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 6333/2013, ημερ. 1.8.2016, ECLI:CY:AD:2016:D385). Εκεί που οι λέξεις ενός νόμου είναι σαφείς, ούτως ώστε να μην επιδέχονται πολλαπλής ερμηνείας, θα πρέπει να εφαρμόζονται και αυτό έπραξαν οι καθ’ ων η αίτηση στην παρούσα υπόθεση.

 

Ούτε και μπορώ να συμφωνήσω με τον ισχυρισμό της πλευράς του αιτητή περί ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Στην εν λόγω απόφαση, παρατίθενται με σαφήνεια τόσο η νομική βάση, και δη η προεκτεθείσα διάταξη του Νόμου, αλλά και ο λόγος απόρριψης του αιτήματος του αιτητή, ενώ δύναται κάλλιστα η απόφαση αυτή να συμπληρωθεί, και όντως συμπληρώνεται, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και της ένστασης. Σύμφωνα με το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), αλλά και τη νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (Rami Makhlouf, ανωτέρω). Κατά πάγια επίσης νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο επιτρέπεται, μόνον όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο και προκύπτει με ακρίβεια τι είχε υπόψη του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασής του (Oleg Nagorny, ανωτέρω, Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας  (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Θεωρώ ότι αυτό συμβαίνει και στην υπό εξέταση περίπτωση, αφού από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και των παραρτημάτων της ένστασης, προκύπτει με σαφήνεια το σκεπτικό και οι λόγοι που οδήγησαν τους καθ’ ων η αίτηση στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και, βεβαίως, συμπληρώνεται η δοθείσα αιτιολογία. Εν προκειμένω, παρέχονται στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ούτως ώστε να καθιστά εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023).

 

Ούτε κενό έρευνας εντοπίζεται. Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου τεθέντων, κρίνω ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κατ' ορθήν ενάσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας, διενεργώντας τη δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης. Τα δε πραγματικά γεγονότα, στα οποία αναφέρεται η πλευρά του αιτητή (γάμος με Ελληνοκύπρια, έκδοση άδειας διαμονής στη χώρα), καθώς και η σχετική επιχειρηματολογία που προβάλλεται, δεν μπορούν να ανατρέψουν τα προηγηθέντα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που έχουν προεκτεθεί, αλλ’ ούτε τη διακριτική εξουσία της Διοίκησης, ως αυτή έχει εξηγηθεί ανωτέρω, η οποία και θεωρώ ότι ασκήθηκε ορθώς, καλόπιστα και εντός των ορίων της. Προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία και δη από τα παραρτήματα της ένστασης, ότι οι καθ' ων η αίτηση διενήργησαν ενδελεχή και, εν πάση περιπτώσει, επαρκή και/ή τη δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, ενώπιον δε των καθ’ ων η αίτηση είχαν τεθεί όλα τα απαιτούμενα και/ή σχετικά στοιχεία, με αποτέλεσμα η διενεργηθείσα έρευνα να τεκμαίρεται ότι υπήρξε πλήρης. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η μορφή της έρευνας είναι άμεσα συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Oleg Nagorny v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 205/19, ημερ. 25.10.2024).

 

Εν προκειμένω, η τελική κατάληξη των καθ' ων η αίτηση κρίνεται ως εύλογα επιτρεπτή και δεν μπορούν να έχουν έρεισμα οι ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας αλλά και περί κακόπιστης ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση. Έχουν εκτεθεί λεπτομερώς πιο πάνω οι ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι καθ' ων η αίτηση κατά την εξέταση της αίτησης του αιτητή, περιέχονται εξάλλου αυτές και στον οικείο διοικητικό φάκελο και δεν στοιχειοθετείται ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν εντοπίζω και οτιδήποτε που θα μπορούσε να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και κατάχρησης εξουσίας, υπό το φως βεβαίως των αρχών και κατευθυντήριων που έχουν εκτεθεί ανωτέρω και έχοντας ως αφετηρία ότι η χορήγηση της Κυπριακής υπηκοότητας είναι μία εξουσία που ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους, το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί, με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης. Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν διακρίνω οτιδήποτε που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει με την απαιτούμενη επάρκεια την επιχειρηματολογία ότι η Διοίκηση ενήργησε κακόπιστα κατά την εξέταση της αίτησης του αιτητή (βλ. και την πρόσφατη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Α.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 658/2021, ημερ. 16.5.2025, όπου επί παρομοίων ζητημάτων, ακολουθήθηκε η ίδια προσέγγιση).

 

Καταλήγω λοιπόν ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο