
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπ. Αρ. 266/2019
30 Ιουλίου, 2025
[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]
Αναφορικά με τo Άρθρo 146 και 28 του Συντάγματος
Α.Π.Γ.
Αιτήτρια
-και-
Δήμου Λευκωσίας
Καθ' ου η Αίτηση
.........
Γιώργος Βαλιαντής με Χριστίνα Παρασκευά για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για Αιτήτρια.
Πόλυς Πολυβίου με Μαρία Αντωνίου για Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε. για Καθ’ ου η αίτηση
Αναστασία Παπαμιχαήλ με Λητώ Θεοδώρου για Ενδιαφερόμενο Μέρος
ΑΠΟΦΑΣΗ
Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Στις 29.12.2017 δημοσιεύθηκε προκήρυξη της θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής Δημοτικού Μηχανικού στον Καθ’ ου η αίτηση Δήμο Λευκωσίας (εφεξής η «επίδικη θέση»). Η Αιτήτρια και το Ενδιαφερόμενο Μέρος (εφεξής το «ΕΜ») υπέβαλαν εμπρόθεσμα αίτηση για την επίδικη θέση.
Στη συνεδρία της Επιτροπής Προσωπικού ημερ. 26.04.2018 τέθηκαν τα ονόματα των 54 αιτητών που υπέβαλαν εμπρόθεσμα αίτηση για την επίδικη θέση ώστε να εξεταστεί από τα μέλη της Επιτροπής κατά πόσο τίθεται θέμα κωλύματος τους στη διαδικασία. Στην εν λόγω συνεδρία, η Επιτροπή ομόφωνα απεφάσισε όπως εισηγηθεί προς το Δημοτικό Συμβούλιο (εφεξής «ΔΣ» ή Καθ’ ου η αίτηση) την αποστολή επιστολών στους πιο πάνω 19 αιτητές με την οποία να ζητείται όπως προσκομίσουν μέχρι τις 19.05.2018 τα αποδεικτικά έγγραφα των στοιχείων τα οποία αναγράφονται στην αίτηση τους αλλά δεν επισυνάπτονται σε αυτή όπως απαιτείται από την προκήρυξη της θέσης.
Στη συνεδρία του ΔΣ ημερ. 03.05.2018 τίθενται τα ονόματα των 54 αιτητών που υπέβαλαν εμπρόθεσμα αίτηση για την επίδικη θέση ώστε να εξεταστεί κατά πόσο τίθεται θέμα κωλύματος τους στη συμμετοχή στη διαδικασία. Αφού τα μέλη δήλωσαν ότι δεν είχαν οποιοδήποτε κώλυμα συμμετοχής τους στη διαδικασία, το ΔΣ αποφάσισε, μεταξύ άλλων, την αποστολή επιστολών στους 19 αιτητές με την οποία να ζητείται όπως προσκομίσουν τα αποδεικτικά έγγραφα των στοιχειών τα οποία αναγράφονται στην αίτηση τους αλλά δεν επισυνάπτονται σε αυτή.
Στη συνεδρία ημερ. 31.05.2018 ενώπιον της Επιτροπής Προσωπικού (εφεξής «ΕΠ»), τέθηκαν οι αιτήσεις των υποψηφίων για την επίδικη θέση. Τέθηκε επίσης και πίνακας με την καταγραφή των στοιχείων και προσόντων των υποψηφίων που υπέβαλαν αίτηση για την επίδικη θέση, ώστε να εξεταστεί από τα μέλη της ΕΠ κατά πόσο πληρούν ή όχι τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης σύμφωνα με την προκήρυξη της θέσης.
Η ΕΠ κατάρτισε πίνακα υποψηφίων κατά πόσον οι υποψήφιοι κρίνονται ως προσοντούχοι ή μη. Στη συνεδρία της ημερ. 14.06.2018 η ΕΠ αποφάσισε όπως υποβάλει τις πιο κάτω εισηγήσεις προς το ΔΣ (οι πιο κάτω εισηγήσεις υπό 1-3,5 ομόφωνα και οι υπό 4 και 6 κατά πλειοψηφία):
1. Όπως με βάση την Προκήρυξη της θέσης όσοι αιτητές κρίθηκαν προσοντούχοι κληθούν να παρακαθήσουν σε γραπτές εξετάσεις.
2. Όπως οι γραπτές εξετάσεις διεξαχθούν από εξωτερικό οργανισμό σε προσεχή ημερομηνία. Τα θέματα των εξετάσεων θα πρέπει να τεθούν από τον οργανισμό τηρώντας πλήρη εμπιστευτικότητα, ο οποίος θα αναλάβει τη διεξαγωγή των εξετάσεων και η εξεταστέα ύλη θα κοινοποιηθεί στους υποψηφίους με την κλήση τους σε αυτές παρέχοντας τους ικανοποιητικό χρόνο προετοιμασίας.
3. Όπως το Κέντρο Επιστημονικής Επιμόρφωσης, Αξιολόγησης και Ανάπτυξης (Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α) του Πανεπιστημίου Κύπρου αναλάβει τη διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων για τη θέση του Δημοτικού Μηχανικού στα θέματα 1) Scenarios Test - Τεστ Ικανοτήτων - Διοικητικής Κρίσης και 2) Ειδικό Θέμα.
4. Όπως το Κέντρο Επιστημονικής Επιμόρφωσης, Αξιολόγησης και Ανάπτυξης (Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α) του Πανεπιστημίου Κύπρου να αποφασίσει χωρίς γενική κατεύθυνση από το Δήμο την εξεταστέα ύλη του Ειδικού Θέματος στη βάση του Σχεδίου Υπηρεσίας του Δημοτικού Μηχανικού.
5. Όπως μετά τη διεξαγωγή των γραπτών εξετάσεων, οι επιτυχόντες υποψήφιοι, με τον τρόπο που θα καθοριστεί, να κληθούν σε προφορικές εξετάσεις ενώπιον του ΔΣ σύμφωνα με την Προκήρυξη της θέσης.
6. Ότι επιτυχών θα θεωρείται ο υποψήφιος που θα έχει επιτύχει τουλάχιστον 50% της βαθμολογίας στο Scenarios Test - Τεστ Ικανοτήτων - Διοικητικής Κρίσης και 55% της βαθμολογίας στο Ειδικό Θέμα, χωρίς οποιαδήποτε βαρύτητα και στα δύο θέματα.
Στη συνεδρία του ημερ. 21.06.2018 το ΔΣ, αξιολόγησε καταρχήν τους αιτητές με βάση τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και κατάρτισε πίνακα υποψηφίων κατά πόσον οι υποψήφιοι κρίνονται ότι πληρούν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα ή όχι. Ακολούθως, αποφάσισε, ως η εισήγηση της Επιτροπής, ότι όσοι αιτητές κρίθηκαν προσοντούχοι θα κληθούν να παρακαθίσουν σε γραπτές εξετάσεις. Επίσης, το ΔΣ αποφάσισε, ως η εισήγηση της Επιτροπής, όπως οι γραπτές εξετάσεις διεξαχθούν από εξωτερικό οργανισμό σε προσεχή ημερομηνία και ότι τα θέματα των εξετάσεων θα τεθούν από τον οργανισμό τηρώντας πλήρη εμπιστευτικότητα, ο οποίος θα αναλάβει τη διεξαγωγή των εξετάσεων. Ενώπιον του ΔΣ τέθηκαν οι ληφθείσες προτάσεις από τους φορείς που ανταποκρίθηκαν για διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων για την επίδικη θέση και το ΔΣ αποφάσισε, όπως ήταν και η εισήγηση της ΕΠ, όπως το Κέντρο Επιστημονικής Επιμόρφωσης, Αξιολόγησης και Ανάπτυξης (Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α) του Πανεπιστημίου Κύπρου αναλάβει τη διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων για την επίδικη θέση στα πιο κάτω θέματα:
• Scenarios Test - Τεστ Ικανοτήτων - Διοικητικής Κρίσης
• Ειδικό Θέμα
Στη συνέχεια, το ΔΣ αποφάσισε όπως το Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α του Πανεπιστημίου Κύπρου αποφασίσει χωρίς γενική κατεύθυνση από το Δήμο την εξεταστέα ύλη του Ειδικού Θέματος στη βάση του Σχεδίου Υπηρεσίας του Δημοτικού Μηχανικού. Επίσης το ΔΣ αποφάσισε, όπως ήταν και η εισήγηση της Επιτροπής, ότι μετά τη διεξαγωγή των γραπτών εξετάσεων, οι επιτυχόντες υποψήφιοι, θα κληθούν σε προφορικές εξετάσεις ενώπιον του ΔΣ σύμφωνα με την Προκήρυξη της θέσης.
Ακολούθησε περαιτέρω συζήτηση και το ΔΣ αποφάσισε όπως υιοθετήσει την εισήγηση της ΕΠ όπως Επιτυχών (στη γραπτή εξέταση) να θεωρείται ο υποψήφιος που θα έχει επιτύχει τουλάχιστον 50% της βαθμολογίας στο Scenarios Test - Τεστ Ικανοτήτων - Διοικητικής Κρίσης και 55% της βαθμολογίας στο Ειδικό Θέμα, χωρίς οποιαδήποτε βαρύτητα και στα δύο θέματα. Περαιτέρω όλοι οι επιτυχόντες υποψήφιοι στις γραπτές εξετάσεις να κληθούν σε προφορική εξέταση.
Το καθ’ ου η αίτηση στις 22.06.2018 απέστειλε επιστολή προς όλους τους υποψηφίους, συμπεριλαμβανομένης της Αιτήτριας και του ΕΜ αναφορικά με την κλήση τους στις γραπτές εξετάσεις.
Στη συνεδρία ημερ. 11.09.2018 η ΕΠ ενημερώθηκε για τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης που διεξήχθη στις 14.07.2018 και ότι από τους 31 υποψήφιους που κρίθηκαν από το ΔΣ ότι καταρχήν πληρούν τα προσόντα της θέσης όπως αυτά καθορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και οι οποίοι κλήθηκαν γραπτώς να παρακαθίσουν σε γραπτή εξέταση, προσήλθαν οι δεκαεπτά (17), από τους οποίους πέτυχαν οκτώ (8) υποψήφιοι εξασφαλίζοντας την απαιτούμενη βαθμολογία. Μεταξύ των οκτώ (8) αυτών η Αιτήτρια και το ΕΜ. Στην ίδια συνεδρία, αποφασίστηκε να γίνουν συγκεκριμένες εισηγήσεις προς το ΔΣ ως προς τη διαδικασία των προφορικών εξετάσεων.
Στη συνεδρία του ΔΣ ημερ. 20.09.2018 ο Αναπληρωτής Πρόεδρος της ΕΠ ενημέρωσε το ΔΣ αναφορικά με τους επιτυχόντες αιτητές και τις εισηγήσεις της ΕΠ στη συνεδρία ημερ. 11.09.2018. Το ΔΣ σημείωσε ότι η τελεσίδικη κρίση του αναφορικά με το κατά πόσο οι επιτυχόντες στην γραπτή εξέταση υποψήφιοι ικανοποιούν τα απαραίτητα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, θα γίνει μετά το πέρας και των προφορικών εξετάσεων και αφού τεθούν όλα τα αναγκαία στοιχεία ενώπιον του ΔΣ για απόφαση.
Οι καθ’ ων η αίτηση την 21.09.2018 απέστειλαν επιστολές προς τους επιτυχόντες υποψηφίους, συμπεριλαμβανομένης της Αιτήτριας και του ΕΜ, αναφορικά με την κλήση τους στην προφορική εξέταση.
Στη συνεδρία του ΔΣ ημερ. 27.10.2018 διεξήχθησαν οι προφορικές συνεντεύξεις. Στην ίδια συνεδρία αποφασίστηκε (κατά πλειοψηφία) ο διορισμός του ΕΜ καθότι κρίθηκε καταλληλότερη για την επίδικη θέση και με επιστολή ημερ. 06.12.2018 ενημέρωσε την Αιτήτρια για την πιο πάνω απόφαση, την οποία προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Με την αγόρευση τους, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας εγείρουν διάφορους ισχυρισμούς, οι οποίοι κατόπιν απόσυρσης, κατά την ακροαματική διαδικασία, των ισχυρισμών περί πλημμελειών σύνθεσης, περιορίστηκαν και επικεντρώθηκαν στους λόγους ακύρωσης ότι η επίδικη απόφαση του Καθ' ου η Αίτηση πάσχει όντας αναιτιολόγητη, πεπλανημένη και προϊόν έλλειψης δέουσας έρευνας, λόγω:
-μη αξιολόγησης εάν τα πρόσθετα προσόντα της Αιτήτριας, ήταν σχετικά ή όχι με τα καθήκοντα της θέσης,
-μη προκαθορισμού της βαρύτητας που θα λάμβανε το κάθε αξιολογικά στοιχείο με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος και/ή να δύναται να εμφιλοχωρήσει αυθαίρετη κρίση και/ή να παραβιάζονται οι Αρχές της Διαφάνειας και της Χρηστής Διοίκησης,
-παράνομης πρόσδοσης υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση, στα πλαίσια της οποίας, επιπλέον δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά και/ή η βαθμολόγηση ήταν αυθαίρετη και/ή αντιφατική.
-ότι παραγνωρίσθηκε η έκδηλη υπεροχή της Αιτήτριας.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Καθ’ ου η αίτηση και του ΕΜ, με ενδελεχείς αγορεύσεις απορρίπτουν τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας επιχειρηματολογώντας υπέρ του αιτιολογημένου και της εν γένει νομιμότητας της προσβαλλόμενης.
Εξέτασα με την απαραίτητη προσοχή τα επιχειρήματα των μερών και καταλήγω στα ακόλουθα:
Καταρχάς σημειώνω ότι (όλα) τα μέρη στις αγορεύσεις τους, δεν παραπέμπουν μεν σε νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την επίδικη διαδικασία, όμως παραπέμπουν σε εκτενή νομολογία που αφορά βασικά τη δημόσια υπηρεσία[1] ως προς τον τρόπο που δέον να αξιολογούνται τα κριτήρια αξιολόγησης για σκοπούς διορισμού (και προαγωγής). Οι συνήγοροι της Αιτήτριας με την γραπτή τους αγόρευση ημερ. 31.05.2021 παραπέμπουν στις Παναγιώτου κ.α ν. Δημοκρατίας (1991) 4Γ ΑΑΔ 1837, Βασιλείου ν. Δήμου Λεμεσού (1991) 4Δ ΑΑΔ 2911, Ιωνά Αγγελή ν. Δημοκρατίας (1994) 4Γ ΑΑΔ 1451, Πρ. Αρ.201/2002 Γεωργίου Νικολάου ημερ. 17.07.2003, Πρ. Αρ. 1029/2002 Λαουρή ν. Δημοκρατίας ημερ. 07.07.2003, Συν. Πρ. 1258/2006 κ.α Χρίστου ν. Δημοκρατίας ημερ. 26.03.2008, Πρ. Αρ. 576/2001 Χασάπη ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΕΥ ημερ. 11.10.2002 και Πρ. Αρ. 558/2002 Τιμοθέου ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΕΥ, ενώ οι συνήγοροι του Καθ’ ου η αίτηση παραπέμπουν στις αποφάσεις ΑΕ 7/2021 Καραγιάννη-Κλεάνθους ν Δημοκρατίας ημερ. 21.12.2016, Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη κ.α (1990) 3 ΑΑΔ 4316, Κωνσταντίνου κ.α ν. Νικολάου κ.α (2007) 3 ΑΑΔ 18, Πούρος κ.α ν. Χατζηστεφάνου κ.α (2001) 3 ΑΑΔ 374, Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 655, ΑΕ 91/2014 Παπά κ.α Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 25.02.2021, ECLI:CY:AD:2021:C62, Παρούτη ν. Δημοκρατίας. Οι συνήγοροι του ΕΜ, στην ίδια γραμμή με τον Καθ’ ου η αίτηση, παραπέμπουν στις αποφάσεις στην ΑΕ 27/2016 Κασσερά ν. Δημοκρατίας ημερ. 04.04.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, Πρ. Αρ. 1479/2019 Αναστασίου ν. Δημοκρατίας ημερ. 20.12.2022 και στην απόφαση του ΔΔ (Κωμοδρόμος, ΔΔ, ως ήταν τότε) στην Πρ. Αρ. 1479/2019 Ε.Χ ν. Δημοκρατίας ημερ. 20.12.2022.
Έχοντας λοιπόν υπόψη τις ως άνω παραπομπές αλλά και την εν γένει νομολογία, είναι σαφές κατά την αντίληψή μου ότι η αξιολόγηση για τους σκοπούς του επίδικου διορισμού δεν ήταν η δέουσα. Ο Καθ’ ου η αίτηση, ως προκύπτει από το πρακτικό της αποφασιστικής συνεδρίας του ημερ. 27.10.2018, δεν καταγράφει ότι προσμέτρησε οτιδήποτε άλλο πέραν της απόδοσης του ΕΜ κατά την προφορική εξέταση. Στην παράγραφο 23 του πρακτικού καταγράφει ότι «όλοι οι υποψήφιοι πληρούσαν όλα τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης, συμπεριλαμβανομένης της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας» και την πρόθεση ή δέσμευσή του «ότι έπρεπε να επιλεγεί ο πλέον κατάλληλος υποψήφιος (..) λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα ενώπιον του Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων των προσόντων, των πρόσθετων προσόντων και της πείρας καθώς και της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη ενώπιον του Συμβουλίου».
Ακολούθως στην παράγραφο 24 κρίνει ότι το ΕΜ «ικανοποιεί όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας» και ότι «υπερείχε εμφανώς και σαφέστατα των άλλων υποψηφίων» συνεχίζοντας ότι «Με βάση την προφορική συνέντευξη καθώς και το περιεχόμενο των εγγράφων ενώπιον του, η πλειοψηφία του Δημοτικού Συμβουλίου αποκόμισε την εντύπωση και διαμόρφωσε την κρίση ότι η κυρία Ιωάννου-Ξενοφώντος Κούλα είναι άνθρωπος με προσωπικότητα, με πρωτοβουλία, με γνώσεις, με ευθυκρισία, με διοικητικές ικανότητες, συγκροτημένη σκέψη, πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας και πάρα πολύ καλά ενημερωμένη για το αντικείμενο της θέσης».
Ουσιαστικά, από την όλη διαδικασία προκύπτει ότι τα προσόντα και η απόδοση των υποψηφίων στη γραπτή εξέταση προσμέτρησαν μόνο ως κριτήριο νομιμοποίησης των υποψηφίων ώστε να κληθούν στην προφορική εξέταση, το αποτέλεσμα της οποίας και έκρινε την επιλογή του ΕΜ. Ουδεμία στάθμιση των κριτηρίων καταγράφεται, ως αυτή που καθορίζει η ως άνω νομολογία, στην οποία παραπέμπομαι από όλα τα μέρη. Η διαδικασία απέληξε να επιλεγεί ο υποψήφιος που θα επιτύγχανε την υψηλότερη απόδοση στην προφορική συνέντευξη, η δε γραπτή εξέταση, στην οποία η Αιτήτρια είχε λάβει υπέρτερη βαθμολογία από το ΕΜ, δεν αξιολογήθηκε σε στάθμιση με τα λοιπά κριτήρια αλλά αποτέλεσε ενδιάμεσο στάδιο που όσοι υποψήφιοι επέτυχαν σε αυτή (ανεξαρτήτως κατάταξης) πέρασαν στο τελικό στάδιο της προφορικής εξέτασης. Κατ’ ακρίβεια ο Καθ’ ου η αίτηση ούτε καν αναφέρθηκε στο αποτέλεσμα ή την κατάταξη της γραπτής εξέτασης ωσάν να μη έχρηζε οποιασδήποτε αξιολόγησης ή στάθμισης.
Περαιτέρω, ουδεμία αξιολόγηση των προσόντων προκύπτει ότι έγινε από τον Καθ’ ου η αίτηση. Εκτός μόνο της κρίσης ότι όλοι οι υποψήφιοι διαθέτουν τα απαιτούμενα. Απουσιάζει η κρίση του ως προς τη σχετικότητα των τυχόν πρόσθετων προσόντων των ανθυποψηφίων (εν προκειμένω της Αιτήτριας και του ΕΜ). Το μόνο που διαπιστώνεται είναι ότι η ΕΠ κατέγραψε σε πίνακα τους υποψηφίους και τα ακαδημαϊκά προσόντα και λοιπά απαιτούμενα προσόντα και πείρα τους (Παράρτημα 6 σε ένσταση) και το ίδιο αναπαρήγαγε ο Καθ’ ου η αίτηση (Παράρτημα 8 σε ένσταση) καταγράφοντας κατά πόσο αυτά πληρούνται (αναγνωρίζοντάς τα και στους δύο) χωρίς όμως οποιονδήποτε σχολιασμό ή κρίση επί της σχετικότητας των πρόσθετων προσόντων ως πχ των μεταπτυχιακών των υποψηφίων με τα καθήκοντα της θέσης. Και ουδεμία στάθμιση των προσόντων αυτών με τα λοιπά κριτήρια. Ασφαλώς δε η εξαγγελία (βλ. πιο πάνω απόσπασμα παραγράφου 23 περί της πρόθεσής του να λάβει υπόψη και αυτά), δεν είναι επαρκής.
Μέρος της νομολογίας, στην οποία με παραπέμπουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Καθ΄ ου η αίτηση και του ΕΜ, χωρίς αμφιβολία έχει καθορίσει την αυξημένη ή σημαντική βαρύτητα του αποτελέσματος της συνέντευξης ή της προφορικής εξέτασης για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, πλην όμως έχει επίσης καθορίσει (βλ. ανωτέρω Γιαλλουρίδη[2] και Κασσερά[3]) ότι δεν μπορεί να είναι ξεχωριστό ή το αποφασιστικό κριτήριο, δηλαδή χωρίς την απαραίτητη στάθμιση του με τα υπόλοιπα κριτήρια. Στην παρούσα όμως αυτό δε διαπιστώνω ότι έγινε εφόσον εμφανώς η εξέταση αυτή (η προφορική) έκρινε το αποτέλεσμα άνευ μεσολάβησης της απαραίτητης στάθμισης.
Πέραν των πιο πάνω, συμφωνώ και ως προς τον ισχυρισμό περί του αναιτιολόγητου του αποτελέσματος της προφορικής εξέτασης. Αυτό διότι, ενώ στο απόσπασμα της προσβαλλόμενης αναφέρεται ως εντύπωση από την προφορική συνέντευξη ότι «Με βάση την προφορική συνέντευξη καθώς και το περιεχόμενο των εγγράφων ενώπιον του, η πλειοψηφία του Δημοτικού Συμβουλίου αποκόμισε την εντύπωση και διαμόρφωσε την κρίση ότι η κυρία Ι.Ξ.Κ. είναι άνθρωπος με προσωπικότητα, με πρωτοβουλία, με γνώσεις, με ευθυκρισία, με διοικητικές ικανότητες, συγκροτημένη σκέψη, πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας και πάρα πολύ καλά ενημερωμένη για το αντικείμενο της θέσης» εντούτοις σε καμία περίπτωση όλα αυτά προκύπτουν από τα Ερ. 81-55 του διοικητικού φακέλου (Τεκμήριο 4 στη διαδικασία), που είναι τα συμπληρωμένα έντυπα αξιολόγησης έκαστου μέλους του Καθ’ ου η αίτηση αναφορικά με το ΕΜ.
Ορθά ασφαλώς θέτουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Καθ’ ου η αίτηση και του ΕΜ ότι η απόδοση συγκεκριμένης βαθμολογίας από έκαστο μέλος συνιστά μέρος της νοητικής λειτουργίας του που δεν ελέγχεται δικαστικά. Όμως αυτό, αφορά την υποκειμενική κρίση σε σχέση με την απόδοση στην προφορική εξέταση ενός υποψηφίου. Εδώ όμως δεν κρίνεται η βαθμολόγηση ή η υποκειμενική κρίση καθαυτή αλλά το αιτιολογημένο της συνολικής εκτίμησης του Καθ’ ου η αίτηση ως αποτυπώνεται στο απόσπασμα του πρακτικού, το οποίο παρέθεσα πιο πάνω έναντι των λοιπών στοιχείων του φακέλου και δη των επιμέρους καταγραφών των μελών στα Ερ. 81-55. Και θεωρώ είτε ότι η αιτιολογία στο πρακτικό δεν προκύπτει ή (δεν) αναπληρώνεται από τον φάκελο [άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999] ή ότι προκύπτει αντιφατικότητα στην όλη διοικητική ενέργεια.
Ειδικότερα σημειώνεται ότι, από όλα τα μέλη που θεώρησαν το ΕΜ ως «Εξαίρετο», μόνο τα μέλη Γ.Π. και Θ.Κ. κατέγραψαν συγκεκριμένες παρατηρήσεις. Αυτές όμως δεν αναφέρουν όσα καταγράφονται στο πιο πάνω απόσπασμα του πρακτικού. Συγκεκριμένα ο Γ. Π. αναφέρει:
«Φάνηκε να είναι καλή γνώστης της κατάστασης του Δήμου. Δεν μηδένισε τις προσπάθειες του Δήμου για επίλυση των προβλημάτων που τον ταλανίζουν και υπέδειξε ότι θα γίνει μέρος αυτής της προσπάθειας αλλαγών χωρίς να θεωρήσει ότι χρειάζονταν εκ βάθρων αλλαγές. Οι απαντήσεις της ήταν τεκμηριωμένες και ακριβείς στο θέμα»
Η Θ. Κ. αναφέρει ως προς το ΕΜ:
«Ευχάριστη Προσωπικότητα,
Καλή Κριτική Σκέψη,
Γνώση Συγκριτικής μεθοδολογίας,
Ανάλυση Θεμάτων»
Οι πιο πάνω παρατηρήσεις των μελών που καθόρισαν ως «Εξαίρετη» το ΕΜ ήταν οι μοναδικές, συνεπώς δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό πόθεν προέκυψε η δοθείσα αιτιολογία στο πιο πάνω απόσπασμα της επίδικης συνεδρίας εφόσον δε διαπιστώνεται ούτε μεταφορά των θετικών παρατηρήσεων των δύο μελών, ούτε ότι οι παρατηρήσεις αυτές υιοθετήθηκαν από τα λοιπά μέλη ούτε άλλωστε προκύπτει πχ η αναφερόμενη «πολύ καλή γνώση αγγλικής γλώσσας» δεδομένου ότι ουδείς (ούτε τα ως άνω δύο μέλη που ήταν τα μόνα που κατέγραψαν παρατηρήσεις) είχαν διαπιστώσει κάτι τέτοιο.
Σημειώνω μάλιστα ότι ως προς το ζήτημα αυτό, δηλαδή της γνώσης της αγγλικής γλώσσας, 3 από τα 6 μέλη που δεν αξιολόγησαν το ΕΜ ως «Εξαίρετη» (Ν.Β., Κ.Π., Μ.Κ.), είχαν ειδικά σημειώσει στις παρατηρήσεις τους ότι η χρήση της αγγλικής ήταν εκ των μειονεκτημάτων του ΕΜ κατά την προφορική πάντα εξέταση. Συνεπώς, αυτό όχι απλά φανερώνει το κενό αιτιολογίας της τελικής προσβαλλόμενης, αλλά επιβεβαιώνει ότι η προσβαλλόμενη έχρηζε περαιτέρω αιτιολόγησης ειδικά ως προς το σημείο αυτό εφόσον όχι απλά δεν υπάρχει οποιαδήποτε παρατήρηση περί «πολύ καλής γνώσης της αγγλικής» αλλά τα στοιχεία του φακέλου φανερώνουν το αντίθετο, με αποτέλεσμα να προκύπτει αντιφατικότητα. Σχετική ως προς την αντιφατικότητα της αιτιολογίας της τελικής απόφασης σε σχέση με στοιχεία του φακέλου είναι η απόφαση του ΑΔ στην ΑΕ 160/2009 Γεωργιάδης ν. Λοϊζίδη κ.α (2013) 3 ΑΑΔ 695 καθώς και το άρθρο 26(1)(β) του Ν. 158(Ι)/1999.
Στο σημείο αυτό σημειώνω ότι δεν παραβλέπω ότι η «πολύ καλή γνώση» της αγγλικής ήταν εκ των απαιτούμενων στην προκήρυξη, προσόντων, όμως αυτό δεν αναιρεί την αντιφατικότητα της αιτιολογίας αλλά την επιτείνει. Αυτό διότι στο Πρακτικό ημερ. 27.10.2018 δεν αναφέρθηκε ειδικά οποιοδήποτε εκ των απαιτούμενων προσόντων (πχ ακαδημαϊκών ή πείρας) οποιουδήποτε υποψηφίου (ούτε του ΕΜ) άρα δεν γίνεται αντιληπτό για πιο λόγο έγινε αναφορά ειδικά στην «πολύ καλή γνώση της αγγλικής» αν αυτή δεν προέκυψε από την προφορική εξέταση και ειδικά δεδομένου ότι και η Αιτήτρια βάσει του πίνακα τη διέθετε τουλάχιστον ως απαιτούμενο προσόν. Από την άλλη μεριά, αν όντως προέκυψε από την προφορική εξέταση, για ποιο λόγο στα Ερ. 81-55 ουδέν μέλος του Καθ’ ου η αίτηση (και δη ουδέν εκ των βαθμολογούντων το ΕΜ ως «Εξαίρετη»), την εντοπίζει ρητά;
Ως εκ των πιο πάνω, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας ότι η επίδικη απόφαση πάσχει όντας αναιτιολόγητη, πεπλανημένη και προϊόν έλλειψης δέουσας έρευνας, λόγω μη δέουσας στάθμισης των κριτηρίων αξιολόγησης αλλά και μη αξιολόγησης εάν τα πρόσθετα προσόντα της Αιτήτριας, ήταν σχετικά ή όχι με τα καθήκοντα της θέσης και πρόσδοσης υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση, στα πλαίσια της οποίας, επιπλέον δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά και/ή η βαθμολόγηση στην προφορική εξέταση ήταν αναιτιολόγητη και/ή αντιφατική, ευσταθούν.
Παρά τα πιο πάνω ευρήματα, τα οποία οδηγούν σε ακύρωση την προσβαλλόμενη θα εξετάσω και τους υπόλοιπους δύο λόγους ακύρωσης, τον ισχυρισμό δηλαδή ότι καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος και/ή δύναται να εμφιλοχωρήσει αυθαίρετη κρίση και/ή παραβιάζονται οι Αρχές της Διαφάνειας και της Χρηστής Διοίκησης λόγω μη προκαθορισμού της βαρύτητας που θα λάμβανε το κάθε αξιολογικά στοιχείο καθώς και τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη είναι αναιτιολόγητη επειδή παραγνωρίσθηκε η έκδηλη υπεροχή της Αιτήτριας.
Ως προς το πρώτο εξ αυτών, η επιχειρηματολογία της Αιτήτριας εδράζεται στη θεώρησή της ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δεν ενήργησε στη βάση της γνωμάτευσης των δικηγόρων του αφενός ότι δεν μπορούσε να αποδώσει 80% στην απόδοση στην προφορική συνέντευξη και 10% στο πλεονέκτημα αφετέρου ότι το ποσοστό επιτυχίας στις γραπτές εξετάσεις αλλά και η βαρύτητα που θα αποδοθεί σε κάθε θέμα καθορίζεται από τον Καθ’ ου η αίτηση. Κατά την εισήγηση της Αιτήτριας, ενώ ο Καθ’ ου η αίτηση είχε πρόθεση να προκαθορίσει τα κριτήρια εντούτοις, προφανώς επειδή λόγω της γνωμάτευσης δεν μπορούσε να δώσει υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, τελικά δεν έλαβε τέτοια απόφαση καθιστώντας ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο και παραβιάζοντας τις αρχές διαφάνειας και της χρηστής διοίκησης.
Δε συμφωνώ με τις ως άνω υποβολές της Αιτήτριας. Καταρχάς, στην γνωμάτευση των δικηγόρων του Καθ’ ου η αίτηση απαντήθηκαν διάφορα ερωτήματα που φανέρωναν ότι προφανώς ο Καθ΄ου η αίτηση επιθυμούσε να γνωρίζει τις νόμιμες διαδικασίες για τη διαδικασία της επίδικης θέσης. Δεν ετέθη όμως οποιοδήποτε ερώτημα κατά πόσο όφειλε ο Καθ’ ου η αίτηση να προκαθορίσει τα κριτήρια. Ζήτημα βαρύτητας απαντήθηκε στα πλαίσια ερωτήματος που αφορούσε την βαρύτητα της προφορικής συνέντευξης έναντι του πλεονεκτήματος. Τελικά όμως στην προκήρυξη της επίδικης θέσης δεν ετέθη καν πλεονέκτημα. Το δε ερώτημα ως προς τη γραπτή εξέταση αφορούσε το ποσοστό επιτυχίας για να θεωρηθεί ο υποψήφιος επιτυχών (αν πχ είναι 40%, 50% ή άλλο ποσοστό επί του συνόλου της βαθμολογίας της γραπτής εξέτασης) ή τον καθορισμό της βαρύτητας των θεμάτων στην ίδια την εξέταση και όχι τη βαρύτητα της γραπτής εξέτασης στην όλη διαδικασία διορισμού. Γι’ αυτό άλλωστε και στην απάντηση που δόθηκε αναφέρεται ότι η βαρύτητα των θεμάτων και το ποσοστό επιτυχίας καθορίζεται από τον Καθ’ ου η αίτηση όμως οι υπόλοιπες λεπτομέρειες θα πρέπει να διερευνηθούν από τον εξωτερικό οργανισμό που θα ανατεθεί η διενέργεια της γραπτής εξέτασης.
Ως εκ τούτου δεν βλέπω πόθεν, από το σύνολο των ερωτημάτων ή από τα συγκεκριμένα ερωτήματα, προκύπτει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση είχε πρόθεση να προκαθορίσει τη βαρύτητα των κριτηρίων για την επίδικη θέση και ενώ είχε περί του αντιθέτου γνωμάτευση, τελικά δεν το έπραξε και άρα, δε μπορώ στη βάση της εν λόγω επιχειρηματολογίας και μόνον, να οδηγηθώ σε εύρημα παράβασης των αρχών χρηστής διοίκησης και διαφάνειας ή ανέφικτου δικαστικού ελέγχου λόγω μη προκαθορισμού βαρύτητας των κριτηρίων.
Από την άλλη μεριά δεν ισχύει ούτε η υποβολή της Αιτήτριας ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δεν είχε προκαθορίσει καν τα στοιχεία που θα λάμβανε υπόψη κατά την αξιολόγηση. Είναι εμφανές ότι η ίδια η προκήρυξη έτασσε συγκεκριμένα προσόντα (ακαδημαϊκά και γλωσσομάθειας) αλλά και απαίτηση για συγκεκριμένη πείρα και επιτυχία σε γραπτή και/ή προφορική εξέταση. Τώρα βέβαια, η όλη αξιολόγηση εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση όλων αυτών των κριτηρίων και δη η βαρύτητα και η αιτιολογία που έδωσαν στην προφορική εξέταση αποφασίστηκε, με ακυρωτικό αποτέλεσμα πιο πάνω, ως εκ τούτου δεν απαιτείται οποιοσδήποτε σχολιασμός εδώ.
Τελειώνοντας ως προς την ενότητα αυτή, σημειώνεται ότι η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (Γαβριήλ, ΔΔΔ) στις Συν. Υπ. 1099/2019 κ.α ΓΧ ν. Δήμου Λευκωσίας, στην οποία έγινε ειδική μνεία από τους ευπαίδευτους συνηγόρους της Αιτήτριας κατά τις διευκρινίσεις, κρίθηκε στη βάση των δικών της δεδομένων και δικογραφημένων θέσεων και νομοθετικών προνοιών που εδώ, ως σημειώνουν και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Καθ’ ου η αίτηση και του ΕΜ, δεν κατέστησαν επίδικες (από κανένα μάλιστα διάδικο) ως εκ τούτου δεν μπορεί, στο προκείμενο, να προσφέρει καθοδήγηση.
Καθοδήγηση όμως η εν λόγω απόφαση προσφέρει και την υιοθετώ σε δύο άλλα σημεία: Πρώτα ως προς το ακυρωτικό εύρημα της λόγω της μη εξέτασης των πρόσθετων προσόντων και της σχετικότητάς αυτών με την επίδικη θέση παραπέμποντας και στην Πούρος ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 A.A.Δ. 374, ήτοι στο ακυρωτικό εύρημα που έχω ήδη σημειώσει πιο πάνω και, δεύτερον, προς απόρριψη του ισχυρισμού του Καθ’ ου η αίτηση ότι η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείτο να θέτει ζήτημα περί μη προκαθορισμού της βαρύτητας των αξιολογικών στοιχείων επειδή, κατ’ ισχυρισμό, ήταν πλήρως ενήμερη για τη διαδικασία και συμμετείχε αδιαμαρτύρητα σε αυτή, με αποτέλεσμα ο εν λόγω ισχυρισμός της να προσκρούει στο δόγμα αποδοκιμασίας και επιδοκιμασίας. Είναι σαφές ότι και στα πλαίσια της διαδικασίας που προσβάλλεται με την παρούσα, η Αιτήτρια δεν γνώριζε τη διαδικασία αλλά μόνο τα όσα η προκήρυξη έθετε ως εκ τούτου δε θεωρώ ότι είχε οποιοδήποτε κώλυμα να εγείρει τους ισχυρισμούς της ενότητας IV της αγόρευσής της. Σχετική, πέραν της απόφασης στις Συν. Υπ. 1099/2019 κ.α, είναι και η απόφασή μου στην Πρ. Αρ. 167/2020 Ε.Π. ν. ΕΤΕΚ ημερ. 20.03.2025, στην οποία με παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας και είχα απορρίψει παρόμοια θέση κατ’ επίκληση της απόφασης του ΑΔ στη Δημοκρατία ν. Θεοδώρου κ.ά. (2008) 3 Α.Α.Δ. 149.
Ως προς τον τελευταίο λόγο ακύρωσης, ότι η προσβαλλόμενη είναι αναιτιολόγητη και πεπλανημένη λόγω πλημμελούς έρευνας καθότι παραγνωρίστηκε η έκδηλη υπεροχή της Αιτήτριας έναντι του ΕΜ, θεωρώ ότι η προβληματική έρευνα και αιτιολογία είναι δεδομένη ως προς τα σημεία όμως που ανέφερα ήδη και χρήζουν επανεξέτασης εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση. Απαιτείται πρώτα η κρίση του διοικητικού οργάνου κατ’ ορθή στάθμιση των κριτηρίων αξιολόγησης και αιτιολογημένα εκεί όπου υπεδείχθη. Θα απορρίψω λοιπόν τον ούτως τεθέντα λόγο ακύρωσης, καθότι η έννοια της έκδηλης υπεροχής δεν υπεισέρχεται καν στην εικόνα στα πλαίσια της παρούσας εφόσον κατά τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Α.Ε. 168/2010 Ροζάννα Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας ημερ. 10.09.2015) η έκδηλη υπεροχή στηρίζεται και προϋποθέτει νομιμότητα στην παραγωγή της ίδιας της πράξης, που εδώ δεν είναι η περίπτωση λόγω ακριβώς των σφαλμάτων στην αξιολόγηση που εντοπίστηκε πιο πάνω.
Σχετική επί του θέματος είναι και η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στις Συν. Εφ. Αρ, 16/2023 κ.α Μαρία Κυράτζη κ.α v. Ευτύχιου Χατζηχριστοδούλου ημερ. 03.07.2024, με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (Φ. Κωμοδρόμος, ΔΔΔ ως ήταν τότε) στην Πρ. Αρ. 1479/2019 Ευτύχιου Χατζηχριστοδούλου v. Δημοκρατίας ημερ. 20.12.2022 και η ανάλυση σε αμφότερες.
Δεδομένων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει.
Η προσβαλλόμενη ακυρώνεται με έξοδα 1.900 ευρώ πλέον ΦΠΑ υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.
Φ. Καμένος, ΔΔΔ
[1] Πλην τριών υποθέσεων που παραπέμπει η Αιτήτρια, από τις οποίες η μια αφορά τον Δήμο Λεμεσού και οι άλλες δύο την Εκπαιδευτική Υπηρεσία
[2] Στην οποία αναφέρθηκε (υπογράμμιση του Δικαστηρίου):
«Η Επιτροπή απόδωσε στις συνεντεύξεις τη δέουσα βαρύτητα, χωρίς να θεωρήσει αυτές ξεχωριστό ή το αποφασιστικό κριτήριο για την επιλογή των υποψηφίων».
[3] Στην οποία αναφέρθηκε (υπογράμμιση του Δικαστηρίου):
«η βαρύτητα και η σημασία των εντυπώσεων της προφορικής συνέντευξης είναι αυξημένη, το δε διορίζον όργανο έχει ευρεία διακριτική εξουσία επιλογής, εφόσον, βέβαια σταθμίσει ορθά όλα τα σχετικά στοιχεία».
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο