OCEAN AQUARIUM LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ, Υπόθεση αρ. 334/2017, 28/7/2025
print
Τίτλος:
OCEAN AQUARIUM LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ, Υπόθεση αρ. 334/2017, 28/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 334/2017)

28 Ιουλίου 2025

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 146, 25, 28, 30, 35 ΚΑΙ 24 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

OCEAN AQUARIUM LTD

Αιτήτρια,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Ξένια Ευγενίου, για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Παύλος Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Μετά την κρίση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ε.Δ.Δ. 164/20, Δημοκρατία ν. Ocean Aquarium Ltd, ημερομηνίας 19.3.2025 και την διαπίστωση περί εφαρμογής του δόγματος του de facto διοικητικού οργάνου, αναφορικά με τις διοικητικές πράξεις τις οποίες εξέδωσε ο Έφορος Φορολογίας, κατά τον χρόνο προ της κήρυξης του αντισυνταγματικού διορισμού του, το κύρος των οποίων δεν επηρεάζεται, η προσφυγή έχει παραπεμφθεί προς εξέταση των λόγων ακύρωσης που δεν έτυχαν δικαστικής κρίσης.

 

  Αντικείμενο της προσφυγής, αποτέλεσε η έκδοση τελικών ειδοποιήσεων επιβολής Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα για τα φορολογικά έτη 2003 – 2007. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην Ένσταση, καθώς και στην αίτηση ακυρώσεως, η αιτήτρια, αποτελεί εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που λειτουργεί επιχείρηση ενυδρείου στην περιοχή Παραλιμνίου.

 

  Με την υποβολή Δηλώσεων Εισοδήματος για τα έτη 2003 – 2007, η αιτήτρια εταιρεία, παρουσίασε λογιστικά κέρδη και ως εκ τούτου, οι καθ’ ων η αίτηση έκριναν πως η αιτήτρια έπρεπε να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου 3(3) του περί Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμου, Ν. 117(Ι)/2002, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, για λογιζόμενη διανομή μερίσματος.

 

  Ενόψει τούτου, οι καθ’ ων η αίτηση, προχώρησαν στις 23.1.2013 στην έκδοση Ειδοποίησης Έκτακτης Αμυντικής Εισφοράς για Λογιζόμενη Διανομή Μερίσματος για τα έτη 2003 – 2007. Τούτο, λαμβάνοντας υπόψη την δήλωση των λογιστικών κερδών και την επιβολή του συντελεστή 15% (ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο) επί του 70% των κερδών του κάθε έτους, που λογίζονται ως διανεμηθέντα μερίσματα στους μετόχους της.

 

  Κατά της Ειδοποίησης Έκτακτης Αμυντικής Εισφοράς για Λογιζόμενη Διανομή Μερίσματος, η αιτήτρια υπέβαλε, μέσω των ελεγκτών της, ένσταση ημερομηνίας 21.3.2013. Με επιστολή ημερομηνίας 4.6.2013, οι καθ’ ων η αίτηση επεξήγησαν την απόφαση για την επιβολή της εν λόγω φορολογίας, ενώ κάλεσαν την αιτήτρια όπως υποβάλει οποιαδήποτε στοιχεία και εξηγήσεις που να δικαιολογούν την ένστασή της, προτού προχωρήσουν στην έκδοση τελικής απόφασης φορολογίας, βάσει των διατάξεων του άρθρου 20(5), του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, Ν. 4/78.

 

  Με επιστολή ημερομηνίας 21.6.2013, οι δικηγόροι της αιτήτριας επεσήμαναν προς τους καθ’ ων η αίτηση την έκδοση της Α.Ε. 113/2009 Δημοκρατίας ν. Ocean Aquarium Ltd, ημερομηνίας 9.4.2012, και προχώρησαν στην καταχώρηση της προσφυγής με αρ. 5796/2013, την οποία αργότερα απέσυραν. Στις 5.8.2013 υπεβλήθη εισήγηση για έκδοση τελικής απόφασης επιβολής φορολογίας, εισήγηση η οποία εγκρίθηκε στις 6.8.2013. Οι ελεγκτές της αιτήτριας υπέβαλαν ένσταση με αναφορά στην Α.Ε. 113/2009 Ocean Aquarium Ltd (ανωτέρω).

 

  Στις 26.5.2015 ο Έφορος Φορολογίας εξέδωσε τις τελικές ειδοποιήσεις επιβολής Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα για τα φορολογικά έτη 2003 – 2007. Η αιτήτρια άσκησε την προσφυγή με αρ. 878/2015, η οποία στη συνέχεια αποσύρθηκε, λόγω της ανάκλησης της διοικητικής απόφασης στις 17.1.2017 και επανέκδοσής της κατά την ίδια ημερομηνία, ενόψει του επαναδιορισμού του Εφόρου Φορολογίας στις 3.3.2016.

 

  Με επιστολή ημερομηνίας 17.1.2017, οι καθ΄ων η αίτηση προχώρησαν στην έκδοση τελικών ειδοποιήσεων επιβολής Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα για λογιζόμενη διανομή μερίσματος για τα φορολογικά έτη 2003 – 2007, η νομιμότητα των οποίων προσβάλλεται δια της παρούσας προσφυγής.

 

  Αποτέλεσε θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας εταιρείας πως δεν παρουσιάστηκε απόφαση του αρμοδίου οργάνου, αφού την προσβαλλόμενη απόφαση υπογράφει ο Ανώτερος Αρχιφοροθέτης «για» τον Έφορο Φορολογίας, χωρίς να παρουσιαστεί τέτοια οδηγία ή εντολή.

  Δεύτερος λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε, άπτεται της θέσης πως παράνομα δόθηκε στην προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση αναδρομική ισχύς, αφού κάτι τέτοιο δεν προνοείται στις διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 158(Ι)/1999 και πως δεν προβλεπόταν αναδρομικός διορισμός του Εφόρου Φορολογίας από τον Ν. 27(Ι)/2016, έτσι ώστε να δοθεί αναδρομικότητα στις πράξεις του.

 

  Ο τρίτος λόγος ακύρωσης, σχετίζεται με ισχυρισμό περί παράβασης του δεδικασμένου που προκύπτει από την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 113/2009 Ocean Aquarium Ltd (ανωτέρω), η οποία επικύρωσε την απόφαση στην υπόθ. αρ. 977/2007 Ocean Aquarium Ltd ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 30.6.2009. Αποτελεί θέση της ευπαιδεύτου συνήγορου της αιτήτριας πως η επιβολή έκτακτης αμυντικής εισφοράς εξαρτάται από το κατά πόσον ένα πρόσωπο έχει φορολογητέο εισόδημα, που η εδώ αιτήτρια φοροαπαλλάσσεται για τα πρώτα δέκα χρόνια της λειτουργίας της επιχείρησης του ενυδρείου, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 8(κθ) του προγενέστερου Νόμου, Ν. 58/1961, όπως το εν λόγω εδάφιο τροποποιήθηκε με τον Ν. 70(Ι)/1997, ως αυτό κρίθηκε και από το Δικαστήριο στις πιο πάνω αναφερόμενες αποφάσεις. Σύμφωνα με την αιτήτρια, ούτε ο μεταγενέστερος περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμος, Ν. 118(Ι)/2002, αλλά ούτε και ο περί Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμος, Ν. 117(Ι)/2002, δεν μπορούσε να αλλάξει και να αλλοιώσει τα δεδομένα, ούτε και την πολιτική ενθάρρυνση του Κράτους για μη επιβολή φορολογίας για δέκα έτη από την δραστηριοποίηση της επιχείρησης, γεγονός το οποίο αποτελούσε κεκτημένο και αποκρυσταλλωμένο δικαίωμα.

 

  Αποτέλεσε πρόσθετο λόγο ακύρωσης η εσφαλμένη, κατά την αιτήτρια, ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 3 του Ν. 117(Ι)/2002, αφού, σύμφωνα με την  αιτήτρια, δεν ήταν δυνατόν αυτή να απαλλάσσεται από την φορολογία των κερδών και από την άλλη να φορολογείται για έκτακτη εισφορά για την άμυνα επί των κερδών, αφού αυτή η απαλλαγή, αφορούσε σε κάθε φόρο.

 

  Ισχυρισμοί περί παράβασης της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, έλλειψη δέουσας έρευνας, ελλιπής αιτιολογία και στέρηση του δικαιώματος ακρόασης της αιτήτριας, επίσης εγείρονται από την αιτήτρια.

 

  Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας, επισύναψε ως Παράρτημα στην γραπτή του αγόρευση, γραπτή εξουσιοδότηση του Εφόρου Φορολογίας προς τον Ανώτερο Αρχιφοροθέτη που υπογράφει την προσβαλλόμενη απόφαση, ημερομηνίας 21.2.2016. Ως προς την αναδρομικότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, υποστήριξε αυτήν, παραπέμποντας στις διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 158(Ι)/1999. Σε σχέση με το δεδικασμένο, υπεβλήθη πως η φοροαπαλλαγή της αιτήτριας δια δέκα έτη από την δραστηριοποίησή της, αφορούσε την ίδια την επιχείρηση σε σχέση με τα κέρδη της και όχι τα κέρδη των μετόχων από την επιχείρηση. Με αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 3(1) του Ν. 117(Ι)/2002, υπέβαλε πως η έκτακτη εισφορά για την άμυνα, αφορά τα φυσικά πρόσωπα και όχι την ίδια την επιχείρηση / εταιρεία, χωρίς να απαλλάσσει τους μετόχους από την καταβολή του εν λόγω φόρου, ο οποίος επιβάλλεται επί του μερίσματος που λογίζεται πως έχουν λάβει από τα λογιστικά κέρδη της εταιρείας. Υποστήριξε πλήρως τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως και την υποχρέωση καταβολής έκτακτης εισφοράς για την άμυνα, η οποία είναι ανεξάρτητη από τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στον περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμο.

 

  Με αναφορά στην εξουσιοδότηση που παρουσιάστηκε από την Δημοκρατία, η αιτήτρια επανέρχεται στην απαντητική της αγόρευση με την θέση πως, αφ’ ης στιγμής η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί αντιγραφή της προηγούμενης διοικητικής απόφασης που ακυρώθηκε, ημερομηνίας 26.5.2015, η παρουσιασθείσα εξουσιοδότηση ημερομηνίας 21.2.2016, δεν ήταν τότε σε ισχύ. Εις απάντηση επίσης της θέσης της Δημοκρατίας πως η επιβολή έκτακτης εισφοράς για την άμυνα αφορά τους μετόχους, υποβάλλει πως ο Έφορος Φορολογίας ενήργησε καταδιωκτικά και επιλεκτικά, μόνον εναντίον της ίδιας της εταιρείας, χωρίς να τα ζητήσει από τους μετόχους.

  Έχω μελετήσει με προσοχή τα επίδικα θέματα στη βάση των όσων έχουν τεθεί ενώπιον μου και καταλήγω στα ακόλουθα:

 

  Προσβαλλόμενη, με την υπό εκδίκαση προσφυγή, είναι η διοικητική απόφαση ημερομηνίας 17.1.2017, με την οποία επιβλήθηκε στην αιτήτρια, τελική Ειδοποίηση Έκτακτης Αμυντικής Εισφοράς για Λογιζόμενη Διανομή Μερίσματος σε σχέση με τα φορολογικά έτη 2003 – 2007. Η εν λόγω διοικητική απόφαση ημερομηνίας 17.1.2017, εκδόθηκε μετά από ανάκληση από την διοίκηση προηγούμενης διοικητικής απόφασης ημερομηνίας 26.5.2015, όπως αυτό γνωστοποιήθηκε προς την αιτήτρια, μέσω της επιστολής ημερομηνίας 17.1.2017, η οποία περιέχεται στην πρώτη σελίδα του Παραρτήματος 8 της Ένστασης.

 

  Η θέση της αιτήτριας πως ο Ανώτερος Αρχιφοροθέτης που υπογράφει την προσβαλλόμενη απόφαση για τον Έφορο Φορολογίας, δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος και συνεπώς αναρμόδιος, καταρρίπτεται από το ίδιο το έγγραφο ημερομηνίας 21.2.2016, που περιέχεται ως Παράρτημα Α στην γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση, σύμφωνα με το οποίο ο Έφορος Φορολογίας εξουσιοδοτεί τον κο Μ. Κ., όπως ασκεί τις εξουσίες και καθήκοντα που ανατίθενται στον ίδιο, από οποιονδήποτε Νόμο. Μετά την παρουσίαση της εξουσιοδότησης, στην απαντητική αγόρευση, προβάλλεται η θέση πως η εδώ προσβαλλόμενη απόφαση, αποτελεί απλώς αντιγραφή της προηγουμένως εκδοθείσας απόφασης ημερομηνίας 26.5.2015 η οποία ανακλήθηκε και πως τότε, δεν ήταν σε ισχύ η εν λόγω εξουσιοδότηση. Ουσιώδης, όμως, χρόνος έκδοσης της επίδικης απόφασης είναι η 17.1.2017. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο κος Μ. Κ., ήταν ειδικά εξουσιοδοτημένος να προβεί στην έκδοση της επίδικης απόφασης. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

  Τέθηκε ζήτημα παράνομης πρόσδοσης αναδρομικότητας στην προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα, ζήτημα αναδρομικής φορολόγησης. Όπως αναφέρθηκε ήδη στα γεγονότα, η επιβολή έκτακτης εισφοράς για την άμυνα για λογιζόμενη διανομή μερίσματος που επιβλήθηκε στην αιτήτρια με την επιστολή ημερομηνίας 26.5.2015, σε σχέση με τα έτη 2003 – 2007, ανακλήθηκε από το όργανο που την είχε τότε εκδώσει, ως αυτό προκύπτει από την επιστολή ημερομηνίας 17.7.2017 (πρώτη σελίδα του Παραρτήματος 8 της Ένστασης). Τούτο, λόγω του διορισμού του τότε Εφόρου Φορολογίας (κου Γ. Λαζάρου), στη βάση των διατάξεων του άρθρου 4 του Ν. 70(Ι)/2016, κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών[1]. Επομένως, ευλόγως δόθηκε αναδρομική ισχύς κατά την έκδοσή της, βάσει και των διατάξεων του άρθρου 7(δ) του Ν. 158(Ι)/99.

 

  Αποτέλεσε θέση της αιτήτριας πως με την έκδοση της προσβαλλόμενης φορολογίας, παραβιάζεται το δεδικασμένο που απορρέει από την Α.Ε. 113/2009 (ανωτέρω) και την απαλλαγή με την οποία πιστώθηκε η αιτήτρια, για τα πρώτα δέκα χρόνια της λειτουργίας της επιχείρησης του ενυδρείου, βάσει των όσων ορίζονταν στο 8(κθ) του προγενέστερου περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου, Ν. 58/1961 (με τον τροποποιητικό Ν. 70(Ι)/1997).

 

  Οι θέσεις της αιτήτριας περί παράβασης του δεδικασμένου, δεν με βρίσκουν σύμφωνη.

 

  Αντικείμενο της ακυρωτικής απόφασης στην υπόθ. αρ. 977/2007 Ocean Aquarium Ltd ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 30.6.2009, αποτέλεσε η επιβολή φορολογίας του εισοδήματος για το έτος 2003, μετά την υποβολή από την αιτήτρια, δήλωσης εισοδήματος και ελεγμένων λογαριασμών, εκ των οποίων προέκυπτε, εκ της δραστηριότητάς της, κέρδος για το εν λόγω έτος. Κρίθηκε από το Δικαστήριο, πως συνέτρεχε για την αιτήτρια εταιρεία, νόμιμη απαλλαγή των κερδών της, για δέκα έτη από την ημερομηνία της δραστηριοποίησής της. Και πως η απαλλαγή του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος, επί του φόρου εισοδήματος, βάσει του προγενέστερου Ν. 58/1961 που εισήχθη με τον τροποποιητικό Ν. 70(Ι)/1997, άρθρου 8(κθ), αλλά και βάσει του άρθρου 47 του μεταγενέστερου καταργητικού περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου, Ν. 118(Ι)/2002, απάλλασσε την εταιρεία από την καταβολή φόρου εισοδήματος.

 

  Στην παρούσα όμως περίπτωση, δεν επιβλήθηκε στην αιτήτρια φόρος εισοδήματος. Σημειώνεται πρόσθετα, πως στις Ειδοποιήσεις Έκτακτης Αμυντικής Εισφοράς για Λογιζόμενη Διανομή Μερίσματος για τα έτη 2003 – 2007, φορολογία που αποτελεί την επίδικη διοικητική απόφαση, ο φόρος κεφαλαιουχικών κερδών είναι μηδενικός. Από αυτήν την απόφαση, προκύπτει πως η επιβολή της Έκτακτης Αμυντικής Εισφοράς, γίνεται μόνον σε σχέση με την λογιζόμενη διανομή μερισμάτων στους μετόχους της, μόνιμους κάτοικους στη Δημοκρατία, επί ποσοστού 70%. Αναγνωρίστηκε, άλλωστε, και σύμφωνα με το δικαστικό δεδικασμένο, από το ίδιο το σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης ημερομηνίας 17.1.2017, πως τα κέρδη της επιχείρησης της εταιρείας, απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος, μέχρι της εξάντλησης της δεκαετούς φορολογικής απαλλαγής που της παρείχε το ευεργέτημα του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος.  

  Διαφωνώ με τις θέσεις της αιτήτριας πως ούτε ο περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμος, Ν. 118(Ι)/2002, ούτε ο περί Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμος, Ν. 117(Ι)/2002, μπορούσαν να αλλάξουν και να αλλοιώσουν τα δεδομένα, ούτε και την πολιτική ενθάρρυνση του Κράτους για μη επιβολή φορολογίας για δέκα έτη από την δραστηριοποίηση της επιχείρησης, γεγονός το οποίο αποτελούσε κεκτημένο και αποκρυσταλλωμένο δικαίωμα.

 

  Για τους λόγους που θα αναφέρω πιο κάτω, κρίνω πως νομίμως και συμφώνως των σχετικών νομοθετικών διατάξεων ο Έφορος Φορολογίας προχώρησε στην έκδοση τελικής ειδοποίησης επιβολής Έκτακτης Αμυντικής Εισφοράς για λογιζόμενη διανομή μερίσματος σε σχέση με τα έτη 2003 – 2007.

 

  Εν πρώτοις, δεν προκύπτουν μέσα από την γραπτή επιχειρηματολογία της αιτήτριας, ισχυρισμοί περί αμφισβήτησης της ύπαρξης λογιστικών κερδών για τα συγκεκριμένα έτη. Αυτό που αμφισβητείται είναι η ερμηνεία που αποδόθηκε στις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 117(Ι)/2002, αφού, κατά τις εισηγήσεις, δεν ήταν δυνατόν η αιτήτρια να απαλλάσσεται μεν από την φορολογία των κερδών και από την άλλη να φορολογείται για έκτακτη εισφορά για την άμυνα επί των κερδών.

 

  Έρεισμα έκδοσης της επίδικης απόφασης, αποτέλεσαν οι διατάξεις του άρθρου 3(3) του περί Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμου, Ν. 117(Ι)/2002, ως αυτός έτυχε τροποποίησης μέχρι τον ουσιώδη χρόνο, τις οποίες παραθέτω αυτούσιες:-

«3.—(1) Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, κάθε πρόσωπο που καθορίζεται στο εδάφιο (2) υποχρεούται να καταβάλλει έκτακτη εισφορά για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της Δημοκρατίας.

(2) Τα πρόσωπα τα οποία υποχρεούνται να καταβάλλουν έκτακτη εισφορά σύμφωνα µε το εδάφιο (1) είναι —

(α) Κάθε πρόσωπο που είναι κάτοικος στη Δημοκρατία το οποίο λαμβάνει ή λογίζεται ότι λαμβάνει οποιαδήποτε μερίσματα από εταιρεία, σε ποσοστό είκοσι τοις εκατόν (20%) στο ποσό του μερίσματος:

[…]

(β) κάθε πρόσωπο που είναι κάτοικος στη Δημοκρατία, το οποίο λαμβάνει ή πιστώνεται µε ποσό τόκου, εκτός τόκου που εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου (γ), σε ποσοστό τριάντα τοις εκατόν (30%) επί του ποσού των τόκων που λαμβάνονται ή πιστώνονται:

[…]

(γ) κάθε άτομο που είναι κάτοικος στη Δημοκρατία για τόκους που λαμβάνει ή πιστώνεται από πιστοποιητικά αποταμιεύσεως της Κυπριακής Κυβέρνησης, χρεόγραφα αναπτύξεως της Κυπριακής Κυβέρνησης καθώς και τόκους που λαμβάνει ή πιστώνεται ταμείο προνοίας ή το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε ποσοστό τρία τοις εκατόν (3%).

[…]

(δ) κάθε πρόσωπο που είναι κάτοικος στη Δημοκρατία το οποίο έχει εισόδημα από ενοίκια, σε ποσοστό τρία τοις εκατόν (3%) επί του ποσού των ακαθαρίστων ενοικίων μειωμένων κατά ποσοστό εικοσιπέντε τοις εκατόν (25%):

[…]

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, εταιρεία η οποία είναι κάτοικος στη Δημοκρατία, λογίζεται ότι έχει διανείμει εβδομήντα τοις εκατόν (70%) των κερδών της που κτώνται ή προκύπτουν στο φορολογικό έτος, μετά τη μείωση τους από τον εταιρικό φόρο που πληρώθηκε ή που είναι πληρωτέος πάνω στα εν λόγω κέρδη, υπό μορφή μερισµάτων στους ενδιαφερόμενους μετόχους της κατά το τέλος της περιόδου των δυο ετών από το τέλος του φορολογικού έτους στο οποίο τα κέρδη αναφέρονται, και οι ενδιαφερόμενοι μέτοχοι θα φορολογούνται ανάλογα σε έκτακτη εισφορά πάνω σε τέτοια μερίσματα. Οποιαδήποτε έκτακτη εισφορά είναι πληρωτέα από μέτοχο ως συνέπεια λογιζόμενης διανομής μερίσματος καταβάλλεται κατά πρώτο λόγο από την εταιρεία η οποία θα χρεώνει τέτοια εισφορά στους μετόχους: […]»[2]

 

  Σχετικές είναι και οι διατάξεις του άρθρου 5, αλλά και του άρθρου 9 του Νόμου, τις οποίες επίσης παραθέτω και θα αναφερθώ στη συνέχεια:-

«5. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, η έκτακτη εισφορά η οποία είναι πληρωτέα δυνάμει του παρόντος Νόμου δεν εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα οποιουδήποτε προσώπου.

[…]

9. Οι περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμοι του 1985 μέχρι 2002 δια του παρόντος καταργούνται χωρίς να επηρεάζεται οτιδήποτε έγινε ή παραλείφθηκε να γίνει δυνάμει τούτων: […]»[3]

  Στη βάση των πιο πάνω, προκύπτει πως ο Νομοθέτης όρισε συγκεκριμένα πως «Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου», κάθε πρόσωπο που ορίζεται στο άρθρο 2, υποχρεούται στην καταβολή έκτακτης αμυντικής εισφοράς. Αυτά τα πρόσωπα, αφορούν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που λαμβάνουν, μερίσματα ως μέτοχοι, τόκους, ή εισόδημα από ενοίκια (σε συγκεκριμένες περιπτώσεις), νοουμένου ότι είναι φορολογικοί κάτοικοι Κύπρου.

 

  Σημαντική επίσης κρίνεται η πρόνοια του εδαφίου (3) του άρθρου 3, βάσει της οποίας, εταιρεία μόνιμος κάτοικος Κύπρου, λογίζεται πως έχει διανείμει το 70% των κερδών της - που κτώνται στο φορολογικό έτος μετά την μείωση τους από τον εταιρικό φόρο που πληρώθηκε ή που είναι πληρωτέος πάνω στα εν λόγω κέρδη - υπό τη μορφή μερισμάτων στους μετόχους της.

 

  Όπως προαναφέρθηκε, δεν υπήρξε ισχυρισμός περί μη ύπαρξης κερδών εκ μέρους της αιτήτριας. Κατά τα όσα ορίζονται στο άρθρο 3(3) του Ν. 117(Ι)/2002, λογίζεται πως υπήρξε διανομή του 70% των κερδών της εταιρείας τους μετόχους της, ως μέρισμα, επί του οποίου μερίσματος, επιβάλλεται έκτακτη εισφορά για την άμυνα, δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού. Αυτή αποτελεί την επίδικη, εν προκειμένω, διοικητική απόφαση.

 

  Η αιτήτρια φαίνεται να συγχέει την υποχρέωση της ίδιας της εταιρείας, για καταβολή φόρου εισοδήματος, με την υποχρέωση των μετόχων της, για καταβολή έκτακτης αμυντικής εισφοράς επί λογιζόμενης διανομής μερίσματος.

 

  Η πρώτη βρίσκει έρεισμα στις διατάξεις του Ν. 118(Ι)/2002 για την οποία η αιτήτρια απαλλάχθηκε νομικά, για μία δεκαετία από το έτος της δραστηριοποίησής της, και σε σχέση με αυτήν είναι που υφίσταται το δικαστικό δεδικασμένο, επίκληση του οποίου γίνεται από την αιτήτρια, που άλλωστε δεν αμφισβητείται. Αυτή η υποχρέωση αφορά τα καθαρά κέρδη της εταιρείας. Η δεύτερη υποχρέωση, αφορά τους μετόχους της εταιρείας, υποχρέωση που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του Ν. 117(Ι)/2002. Αποτελεί υποχρέωση ξεχωριστή και ασύνδετη με τον φόρο εισοδήματος και επιβάλλεται επί του ποσού που λαμβάνεται ως μέρισμα ή που λογίζεται πως έχει διανεμηθεί από την εταιρεία (ποσοστού που ορίζεται εκ του Νόμου ύψους 70%) ως μέρισμα στους μετόχους της. Ο εν λόγω διαχωρισμός των δύο (καθαρών κερδών - εταιρεία και μερίσματος – μέτοχοι), γίνεται εμφανής και από τα όσα αναφέρονται στο άρθρο 5 του Ν. 117(Ι)/2002, στις διατάξεις του οποίου αναφέρεται πως η έκτακτη εισφορά για την άμυνα, δεν εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα οποιοδήποτε προσώπου. Δηλαδή, η έκτακτη αμυντική εισφορά αποτελεί επιπρόσθετη υποχρέωση του μετόχου και ανεξάρτητη από τον φόρο εισοδήματος.

 

  Κρίνεται επίσης σημαντικό να αναφερθεί πως κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 9 του Ν. 117(Ι)/2002, η προγενέστερη νομοθεσία σε σχέση με την επιβολή έκτακτης αμυντικής εισφοράς, ήτοι Ν. 5/1986, την οποία κατήργησε ο Ν. 117(Ι)/2002, δεν προνοούσε οποιεσδήποτε εξαιρέσεις ή και απαλλαγές από την υποχρέωση καταβολής έκτακτης αμυντικής εισφοράς, ως ήταν η περίπτωση του προγενέστερου περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου.  

  Από την πιο πάνω ανάλυση, καθίσταται απορριπτέος και ο ισχυρισμός της αιτήτριας που προωθήθηκε στην απαντητική γραπτή αγόρευση της αιτήτριας πως ο Έφορος Φορολογίας ενήργησε καταδιωκτικά και επιλεκτικά, μόνον εναντίον της εταιρείας, χωρίς να τα ζητήσει από τους μετόχους. Ρητά ορίζεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 3 του Ν. 117(Ι)/2002, πως οποιαδήποτε εισφορά είναι πληρωτέα από μέτοχο, ως συνέπεια λογιζόμενης διανομής μερίσματος, καταβάλλεται κατά πρώτο λόγο από την εταιρεία, η οποία θα χρεώνει τέτοια εισφορά στους μετόχους.

 

  Καταληκτικά, κρίνεται πως με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη, δεν υπήρξε επιβολή φορολογίας επί των κερδών της αιτήτριας εταιρείας, για την οποία απαλλάχθηκε για δέκα έτη από το έτος της δραστηριοποίησής της, ως ήταν η κρίση και η δέσμευση σε σχέση με το δεδικασμένο. Αλλά επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά για την άμυνα, επί λογιζόμενης διανομής μερισμάτων στους μετόχους της, ύψους 70% επί συντελεστή 15%[4] στο λογιζόμενο μέρισμα, σε σχέση με λογιστικά κέρδη της εταιρείας, τα οποία κέρδη δεν αμφισβητήθηκαν από την αιτήτρια, ως υπαρκτά.

 

  Απαλλαγή της εταιρείας από τον φόρο εισοδήματος επί των κερδών, δεν μπορούσε να επιφέρει και απαλλαγή των μετόχων από την υποχρέωση τους προς καταβολή έκτακτης αμυντικής εισφοράς επί των μερισμάτων και ούτε μπορούσε να επηρεάσει η όποια φορολογική μεταχείριση της εταιρείας, την ανεξάρτητη υποχρέωση των μετόχων της, που απορρέει από τις διατάξεις ξεχωριστής νομοθεσίας, ήτοι του Ν. 117(Ι)/2002.

 

 Απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί παράβασης του δικαιώματος της να ακουστεί. Προ της έκδοσης της τελικής επιβολής έκτακτης αμυντικής εισφοράς, η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση ημερομηνίας 21.3.2013, μέσω των λογιστών της, απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 21.6.2013 με τις θέσεις των δικηγόρων της, ενώ απέστειλε και πρόσθετη επιστολή με τις θέσεις των ελεγκτών της, ημερομηνίας 18.7.2014. Δεν διακρίνω παράβαση του δικαιώματος της να εκθέσει τους δικούς της ισχυρισμούς και θέσεις, αφού ακούστηκε πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και σε ό,τι αφορά το νομικό ζήτημα, αλλά πρόσθετα, υπεβλήθησαν κι οι θέσεις των ελεγκτών της.

 

  Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση, κρίνεται ως νόμιμη και εύλογη υπό το φως των πιο πάνω στοιχείων και δεδομένων.

 

  Βάσει των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.             

 

 

 

                                     Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 

 



[1] Σχετική είναι η αναφορά εντός του Τεκμήριου 1, χωρίς σελίδωση, επιστολή ημερομηνίας 25.11.2016 από την Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας προς τον Έφορο Φορολογίας σε σχέση με την προσφυγή με αρ. 878/2015, η οποία ενόψει της ανάκλησης απεσύρθη. 

[2] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.

[3] Η έμφαση επίσης προστέθηκε από το Δικαστήριο.

[4] Συντελεστής που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο