
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.
378/2021, 526/2021 και 639/2021)
8 Ιουλίου, 2025
[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης Δ.Δ.]
(Υπόθεση Αρ. 378/2021)
Π. Κ.
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ης η Αίτηση.
…………………………
(Υπόθεση Αρ. 526/2021)
Ε. Π.-Κ.
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ης η Αίτηση.
…………………………
(Υπόθεση Αρ. 639/2021)
Μ. Χ.
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ης η Αίτηση.
…………………………
Σίμος Α. Αγγελίδης για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 378/2021.
Νεκταρία Χαριλάου (κα) για Φιόνα Νικολάου & Συνεργάτες, για την αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 526/2021.
Βραχίμης Χατζηχάννας, για τον αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 639/2021.
Δένα Μαρία Εργατούδη (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την καθ’ ης η αίτηση.
Μιχάλης Κούρος Λοϊζίδης για Γιώργος Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Κ.
Κωνσταντίνα Αμβροσίου (κα) μαζί με Ειρήνη Παπαμιχαήλ (κα) για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για το ενδιαφερόμενο μέρος Α. Σ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με τις υπό κρίση προσφυγές οι αιτητές ζητούν την ακύρωση της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση να προάγει κατόπιν διαδικασίας επανεξέτασης στη μόνιμη θέση βοηθού διευθυντή κλινικής / τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες τα ενδιαφερόμενα μέρη Κ. και Σ. αντί των αιτητών.
Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν διαδικασίας επανεξέτασης αφού η αρχική απόφαση διορισμού των ιδίων ενδιαφερομένων μερών από 1.8.2016 ακυρώθηκε στα πλαίσια της Προσφυγής Αρ. 1105/2016 κ.α. Παπανικολάου-Κατσάβρα κ.α. ν. Δημοκρατίας, 26.11.2020. Τρεις εκ των αιτητών στην εν λόγω υπόθεση ήταν οι αιτητές στην υπό κρίση προσφυγή.
Ο αιτητής Κ. εισηγείται ότι υπό πλάνη η καθ’ ης η αίτηση θεώρησε ότι οι προφορικές συνεντεύξεις διασώζονται, ότι η γενική διευθύντρια δεν είναι το κατά νόμο αρμόδιο πρόσωπο για να δώσει συστάσεις, ότι υπήρξε παραβίαση του δικαστικού δεδικασμένου, έλλειψης δέουσας έρευνας από τη γενική διευθύντρια και την καθ’ ης η αίτηση ως προς την κατοχή πρόσθετων προσόντων, ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση και ότι έγινε πάσχουσα αξιολόγησή της και ότι ο αιτητής υπερέχει.
Η αιτήτρια Π.-Κ. εισηγείται ότι υπάρχει παράβαση δεδικασμένου επειδή δεν αναγνωρίστηκαν τα προσόντα της και επειδή δεν έγινε συγκριτική αξιολόγηση, ότι η σύσταση της γενικής διευθύντριας είναι αναιτιολόγητη και δεν συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων, έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο αιτητής Χ. εισηγείται ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο, δεν έγινε η δέουσα έρευνα σε σχέση με τα προσόντα που κατέχει ο αιτητής, δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά και ελλείπει η αιτιολογία.
Η καθ’ ης η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος Σ. εγείρουν προδικαστική ένσταση με την οποία εισηγούνται ότι η αιτήτρια Π.-Κ. δεν έχει έννομο συμφέρον να στρέφεται κατά της επιλογής του εν λόγω ενδιαφερομένου μέρους επειδή στην προσφυγή που άσκησε κατά της αρχικής απόφασης, δεν στρεφόταν κατά της επιλογής του. H εισήγηση είναι σωστή. Εφόσον η αιτήτρια άσκησε προσφυγή κατά της αρχικής απόφασης αλλά επέλεξε να την περιορίσει στην επιλογή του άλλου ενδιαφερόμενου μέρους, ισοδυναμεί με σιωπηρή αποδοχή της επιλογής του και κατά συνέπεια δημιουργείται κώλυμα στην αμφισβήτηση της επιλογής του ιδίου ενδιαφερόμενου μέρους κατά τη διαδικασία επανεξέτασης (βλ. Χριστοφή ν. Αντωνίου κ.α. (2014) 3 Α.Α.Δ. 99, Βιολάρη ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 542). Συνεπώς, η Υπόθεση 526/2021 απορρίπτεται ως απαράδεκτη στην έκταση που στρέφεται κατά της επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους Στυλιανού.
Στην Παπανικολάου-Κατσάβρα κ.α. η απόφαση ακυρώθηκε για τους εξής λόγους ως καταγράφονται στις σελίδες 11 και 12 της απόφασης:
«Από την πιο πάνω καταγραφή, προκύπτει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Στυλιανού κατέχει διδακτορικό τίτλο και η αιτήτρια στην 1105/2016 και οι αιτητές στις 1183/2016 και 1222/2016 κατέχουν μεταπτυχιακό τίτλο. Ενώ γίνεται αναφορά στην κρίση της καθ’ ης η αίτηση ως προς τη σχετικότητα του διδακτορικού τίτλου που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος Στυλιανού ως λόγο για να αποκλίνει από τη σύσταση του Διευθυντή ο οποίος σύστησε τον αιτητή στη 1222/2016, δεν γίνεται καμία αναφορά στα πρόσθετα προσόντα των αιτητών στις 1105, 1183 και 1222/2016 και πώς αυτά αξιολογούνται από την καθ’ ης η αίτηση τόσο σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Στυλιανού όσο και σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Κληρίδου σε σχέση με το οποίο δεν γίνεται καμία απολύτως αναφορά. Η ίδια έλλειψη παρατηρείται και στη σύσταση του Διευθυντή ο οποίος δεν αναφέρεται ούτε στα πρόσθετα προσόντα του Στυλιανού.
Φαίνεται, δηλαδή, ότι βαρύνουσας και αποφασιστικής σημασίας για την καθ’ ης η αίτηση ήταν η καλύτερη απόδοση των δύο ενδιαφερόμενων μερών στις συνεντεύξεις. Εντούτοις, όπως αποφασίστηκε στην Πούρου κ.ά. ν. Χ΄΄ Στεφάνου κ.ά., Α.Ε. 2847 κ.ά., 30.4.2001, η στάθμιση πρόσθετων μη προβλεπόμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων πρέπει να αξιολογείται και σταθμίζεται η σημασία τους από την αρμόδια αρχή δίδοντάς τους τέτοια σημασία ώστε ούτε να προσδίδουν έκδηλη υπεροχή αλλά ούτε να είναι εντελώς οριακής σημασίας.
Στις υπό κρίση υποθέσεις, η αξιολόγηση, στάθμιση και συλλογισμός της καθ’ ης η αίτηση ελλείπουν πλήρως έτσι ώστε να μην μπορεί το Δικαστήριο να κρίνει εάν εύλογα επιλέγηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη έναντι των αιτητών ιδιαιτέρως όσων κατέχουν πρόσθετα προσόντα.»
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα, το Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση από το στάδιο της αξιολόγησης των υποψηφίων από την καθ’ ης η αίτηση αλλά ακύρωσε επίσης τη σύσταση του διευθυντή στην οποία δεν έγινε καμία αναφορά στα πρόσθετα προσόντα όχι μόνο των αιτητών αλλά ούτε και του ενός ενδιαφερομένου μέρους. Κατά την επανεξέταση, η διοίκηση υποχρεούται να διορθώσει την παρανομία που εντοπίστηκε από το Δικαστήριο.
Η εισήγηση του αιτητή Κ. είναι ότι θα έπρεπε να επαναληφθούν οι προφορικές εξετάσεις εφόσον άλλαξε η σύνθεση της καθ’ ης η αίτηση και ο διευθυντής και επειδή, ως αναφέρει στην απαντητική του γραπτή αγόρευση, η σύσταση προηγήθηκε των προφορικών εξετάσεων.
Ωστόσο, η σειρά των γεγονότων δεν ήταν αυτή. Όπως αναφέρεται στη σελίδα 7 της Παπανικολάου-Κατσάβρα κ.α., η σύσταση του διευθυντή ακολούθησε της προφορικής εξέτασης:
«Στα πρακτικά της συνεδρίας της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 12.7.2016 σημειώνεται ότι ο Διευθυντής μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης και για σκοπούς υποβοήθησης της καθ’ ης η αίτηση αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων ως εξαίρετη με εξαίρεση τους αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 1183/16 και 1249/16 οι οποίοι αξιολογήθηκαν ως πάρα πολύ καλοί. Ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος Κληρίδου και τον αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1222/2016.»
Η παρανομία, που εντοπίστηκε από το Δικαστήριο αφορούσε στην παράκαμψη των πρόσθετων προσόντων των αιτητών τόσο από τον διευθυντή όσο και από την καθ’ ης η αίτηση και όχι στην αξιολόγηση των προφορικών εξετάσεων. Με αυτό ως δεδομένο, όπως ορθά υποδεικνύει η συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 34Α(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990 (στο εξής ο «Νόμος»), η αξιολογική κρίση των προφορικών εξετάσεων θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπόψη κατά την επανεξέταση ανεξάρτητα αν ενδιάμεσα άλλαξε η σύνθεση των οργάνων.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά ημερομηνίας 18.12.2020 και 12.3.2021, η καθ’ ης η αίτηση κατά τη διαδικασία επανεξέτασης υιοθέτησε τις αξιολογήσεις των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη ως είχαν διατυπωθεί αρχικά και κάλεσε τη γενική διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας για τις συστάσεις της. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:
«Ακολούθως η Γενική Διευθύντρια, Υπουργείο Υγείας, κλήθηκε να αναφέρει ποιοι υποψήφιοι διέθεταν κατά τον ουσιώδη χρόνο επιπρόσθετα προσόντα και κατά πόσον αυτά είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.
Η Γενική Διευθύντρια δήλωσε ότι οι πιο κάτω υποψήφιοι κατείχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο επιπρόσθετα προσόντα, τα οποία είναι όλα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης:
1. Κ. – Π. Ε., μεταπτυχιακό τίτλο Magister Artium στη Διοίκηση Μονάδων Υγείας, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου (2012).
2. Κ. Π., μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διεύθυνση με ειδίκευση στη «Δημόσια Διοίκηση», Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης (2004).
3. Σ. Α., Διδακτορικό Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών (2012).
4. Χ. Μ., Master of Science in Haemoglobinopathy, University College London, UK (2014).
Επίσης, η Γενική Διευθύντρια σημείωσε ότι οι υποψήφιοι Χ. Π., Κ. Χ., Κ. Μ. και Σ. Γ. δεν διέθεταν κατά τον ουσιώδη χρόνο οποιαδήποτε επιπρόσθετα προσόντα.
[…]
Στη συνεχεία η Επιτροπή ζήτησε από την Γενική Διευθύντρια να προβεί σε σύσταση, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο. Προβαίνοντας στη σύστασή της, η Γενική Διευθύντρια ανέφερε τα εξής:
«Για τις δύο θέσεις Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Παθολογίας, συστήνω τους Σ. Α. και Κ. Μ..»
Στο σημείο αυτό η Γενική Διευθύντρια αποχώρησε από τη συνεδρία.»
Ακολούθως, η καθ’ ης η αίτηση επιλέγοντας τα ενδιαφερόμενα μέρη ως καταλληλότερα ανέφερε τα πιο κάτω (τονισμένο το μέρος που προστέθηκε κατά τη διαδικασία επανεξέτασης):
«Επιλέγοντας ομόφωνα την Κ. Μ., η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης, τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την τελική της αξιολόγηση, όπως και οι λοιποί υποψήφιοι […] όσο και από την ίδια την Επιτροπή, κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, σε υψηλότερο δηλαδή επίπεδο από τους λοιπούς υποψηφίους που δεν επιλέγηκαν. Επιπλέον, η Κ. διαθέτει την υπέρ της σύσταση της Γενικής Διευθύντριας.
Συγκρίνοντας την Κ. με τους μη επιλεγέντες υποψηφίους, που είναι όλοι δημόσιοι υπάλληλοι, η Επιτροπή σημείωσε ότι αυτή ουδενός υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων, προ του ουσιώδους χρόνου, ετών, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αξιολογηθείσα καθόλα Εξαίρετη. Σε ό,τι αφορά το στοιχείο της αρχαιότητας, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι η Κ. υπερέχει έναντι των μη επιλεγέντων Κ., Σ. και Κ.-Π., ενώ υστερεί έναντι των Χ. Μ. […] οι οποίοι όμως είχαν αξιολογηθεί σε χαμηλότερο επίπεδο κατά την ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση (Πολύ καλοί). […] Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή σημείωσε ότι η αρχαιότητα δεν μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό στοιχείο για την επιλογή, ιδιαίτερα σε θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, ψηλά στην ιεραρχία, όπως η παρούσα, όπου η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση έχει ιδιαίτερη σημασία, όπως έχει κριθεί διαχρονικά από τη νομολογία, αλλά επιβεβαιώθηκε και με την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 25.02.2021, στην αναθεωρητική έφεση αρ. 91/14, μεταξύ Μαρίας Αντουανέττας Παπά και Ανδρέα Φραντζή και Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Αναφορικά με το στοιχείο των προσόντων, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να συνεκτιμήσει με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης την κατοχή επιπρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων από μέρους των μη επιλεγέντων Χ., Κ. και Κ.-Π., τα οποία, όπως σημειώθηκε και πιο πάνω, παρόλο που δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία, όπως αυτά ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, έκρινε ότι η κατοχή των εν λόγω προσόντων δεν είναι ικανή να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή της επιλεγείσας, η οποία είχε αξιολογηθεί σε υψηλότερο από αυτούς επίπεδο κατά την ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, η οποία, όπως σημειώθηκε και πιο πάνω, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, διαθέτει την υπέρ της σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, δεν υστερεί έναντι τους σε αξία, ενώ έναντι των Κ. και Κ.-Π. υπερέχει και σε αρχαιότητα.
Σ' ό,τι αφορά τη δεύτερη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Παθολογίας, η πλειοψηφία της Επιτροπής, επιλέγοντας τον Σ. Α., έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης, τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την τελική της αξιολόγηση, όπως και οι λοιποί υποψήφιοι […] όσο και από την πλειοψηφία της Επιτροπής, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, σε υψηλότερο δηλαδή επίπεδο από τους λοιπούς υποψηφίους που δεν επιλέγηκαν. Επιπλέον, ο Στυλιανού διαθέτει επιπρόσθετο διδακτορικό τίτλο, ο οποίος, αν και δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικός με τα καθήκοντα της θέσης. Η πλειοψηφία της Επιτροπής δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη την κατοχή επιπρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων από μέρους των μη επιλεγέντων Χ., Κ. και Κ.-Π., τα οποία, όπως σημειώθηκε και πιο πάνω, παρόλο που δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, ωστόσο έκρινε ότι ο διδακτορικός τίτλος στην Ιατρική που διαθέτει ο επιλεγείς αποτελεί υπέρτερο ακαδημαϊκό προσόν, στοιχείο που κατά την κρίση της πλειοψηφίας της Επιτροπής τον καθιστά καταλληλότερο για προαγωγή. Σε ό,τι αφορά το στοιχείο της αξίας, η πλειοψηφία της Επιτροπής σημείωσε ότι ο επιλεγείς ουδενός υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων, προ του ουσιώδους χρόνου, ετών, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αξιολογηθείς καθόλα Εξαίρετος. Αναφορικά με το στοιχείο της αρχαιότητας, η πλειοψηφία της Επιτροπής έλαβε υπόψη ότι ο Σ. υπερέχει έναντι των μη επιλεγέντων […] και Κ.-Π., ενώ υστερεί έναντι των Χ., Χ., Κ. και Κ., οι οποίοι όμως είχαν αξιολογηθεί σε χαμηλότερο επίπεδο κατά την ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση (Πολύ καλοί). Επίσης, ο Χ. αξιολογήθηκε σε χαμηλότερο επίπεδο και κατά την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή σημείωσε ότι η αρχαιότητα δεν μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό στοιχείο για την επιλογή, ιδιαίτερα σε θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, υψηλά στην ιεραρχία, όπως η παρούσα, όπου η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση έχει ιδιαίτερη σημασία, όπως έχει κριθεί διαχρονικά από τη νομολογία, αλλά επιβεβαιώθηκε και με την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 25.02.2021, στην αναθεωρητική έφεση αρ. 91/14, μεταξύ Μαρίας Αντουανέττας Παπά και Ανδρέα Φραντζή και Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, σύμφωνα με την οποία, κατά την πλήρωση τέτοιων θέσεων, η αρχαιότητα έχει περιορισμένη σημασία και η Επιτροπή έχει ευρύτερη διακριτική εξουσία και μεγαλύτερη σημασία έχει η προσωπικότητα του υποψηφίου, η οποία διαφαίνεται μέσα από την προφορική συνέντευξή του. Τέλος, η πλειοψηφία της Επιτροπής έλαβε υπόψη ότι ο Σ. διαθέτει την υπέρ του σύσταση της Γενικής Διευθύντριας.
Οι κ.κ. Α. Βασιλειάδης και Α. Παπαδόπουλος αντί του Σ. Α. υποστήριξαν την επιλογή του Κ. Π., σημειώνοντας ότι κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση τον είχαν αξιολογήσει ως Εξαίρετο, ενώ τον Σ. Α. ως Πάρα πολύ καλό.»
Από τα πιο πάνω αποσπάσματα προκύπτει ότι η γενική διευθύντρια δίδοντας τις συστάσεις της συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο κάνοντας αναφορά στους υποψηφίους που κατέχουν πρόσθετα προσόντα. Ομοίως, συμμόρφωση υπήρξε και από την καθ’ ης η αίτηση η οποία πρόσθεσε στην αξιολόγησή της αναφορές στα πρόσθετα προσόντα των αιτητών και κάποια σύγκριση εκεί όπου αυτή μπορούσε να γίνει δηλαδή, μόνο στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους Στυλιανού εφόσον το ενδιαφερόμενο μέρος Κληρίδου δεν κατέχει πρόσθετα προσόντα. Επομένως, δεν κρίνω ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο.
Παρά τη συμμόρφωση με το δεδικασμένο, κρίνω ότι η σύσταση της γενικής διευθύντριας πάσχει ως δοθείσα από αναρμόδιο πρόσωπο. Το Άρθρο 34(9) του Νόμου προνοεί τα ακόλουθα σχετικά με τη σύσταση:
«(9) Στη συνέχεια η Επιτροπή, αφού λάβει δεόντως υπόψη της την έκθεση της Συµβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόµενο όλων των αιτήσεων που υποβλήθηκαν, το περιεχόµενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων οι οποίοι είναι δηµόσιοι υπάλληλοι, τις συστάσεις του Προϊστάµενου του οικείου Τµήµατος και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, προβαίνει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου:
Νοείται ότι, όταν πρόκειται για την πλήρωση της θέσης του Προϊσταµένου Τµήµατος, στις συστάσεις προβαίνει ο Γενικός ∆ιευθυντής του οικείου Υπουργείου:
Νοείται περαιτέρω ότι η Επιτροπή µπορεί να µην επιλέξει κανένα από τους υποψηφίους, αν κατά την κρίση της κανένας από αυτούς δεν είναι κατάλληλος για διορισµό ή προαγωγή.»
Οι φράσεις «Προϊστάμενος Τμήματος» και «Τμήμα» ορίζονται στο Άρθρο 2 του Νόμου ως:
«Προϊστάµενος Τµήµατος» σηµαίνει αυτόν που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση στο Τµήµα, και προκειµένου περί Ανεξάρτητου Γραφείου ή Υπηρεσίας, τον Προϊστάµενο αυτού ή αυτής […]
«Τµήµα» σηµαίνει Τµήµα, Υπηρεσία ή Γραφείο που υπάγεται σε Υπουργείο, όπως θα καθοριστεί από το Υπουργικό Συµβούλιο.»
Οι ιατρικές υπηρεσίες στις οποίες εντάσσονται οι υπό κρίση θέσεις, δεν αποτελούν ανεξάρτητο γραφείο ή υπηρεσία για σκοπούς καθορισμού του αρμόδιου προσώπου που θα δώσει συστάσεις αλλά υπάγονται στο Υπουργείο Υγείας. Συνεπώς, το αρμόδιο να δώσει συστάσεις πρόσωπο είναι ο/η επικεφαλής των ιατρικών υπηρεσιών. Η καθ’ ης η αίτηση έκρινε πως το πρόσωπο αυτό δεν είναι το αρμόδιο δίδοντας την εξής αιτιολογία όπως καταγράφεται στο πρακτικό ημερομηνίας 8.12.2020:
«Στη θέση Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας διορίστηκε ως Αναπληρώτρια, από 17.11.2020 και για περίοδο ενός έτους, με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, η Καλακούτα-Πογιατζή Όλγα. Η εν λόγω υπάλληλος κατέχει θέση Πρώτου Λειτουργού Υγείας, με Κλ. Α15+2. Στην ίδια κλίμακα, δηλαδή Α15+2, είναι σήμερα, μετά από αναβάθμισή τους, και οι υπό επανεξέταση θέσεις Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Παθολογίας.
Η Επιτροπή, έχοντας υπόψη νομική συμβουλή που δόθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σε άλλη παρόμοια περίπτωση, αποφάσισε όπως για τους σκοπούς της επανεξέτασης ενώπιον της Επιτροπής κληθεί η Γενική Διευθύντρια, Υπουργείο Υγείας.»
Κρίνω ότι η καθ’ ης η αίτηση πλανήθηκε πράττοντας κατά τον πιο πάνω τρόπο εφόσον το πραγματικό καθεστώς που ισχύει σε διαδικασίες επανεξέτασης είναι του ουσιώδους χρόνου δηλαδή του χρόνου που λήφθηκε η αρχική απόφαση. Συνεπώς, εάν ενδιάμεσα του χρόνου λήψης της αρχικής απόφασης και του χρόνου λήψης της νέας απόφασης έγινε αναβάθμιση των υπό κρίση θέσεων αυτό δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ή να επηρεάσει τη διαδικασία. Ακόμα όμως και εάν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, δεν δίδεται καμία εξήγηση γιατί κατά τον χρόνο επανεξέτασης δεν κλήθηκε το νέο πρόσωπο που ανέλαβε τα καθήκοντα προϊσταμένου εφόσον ο διορισμός της αναπληρώτριας ήταν για ένα έτος από 17.11.2020 και είχε, δηλαδή, λήξει όταν άρχισε η διαδικασία επανεξέτασης. Αφ’ ης στιγμής το συγκεκριμένο τμήμα διοικείται από προϊστάμενο, αυτό είναι το αρμόδιο σύμφωνα με τον Νόμο πρόσωπο για να δώσει συστάσεις. Συνεπώς, η εισήγηση του αιτητή Κ. είναι ορθή.
Εφόσον η παρανομία εντοπίζεται στο στάδιο των συστάσεων που προηγείται της τελικής απόφασης της καθ’ ης η αίτηση και εφόσον οι συστάσεις λήφθηκαν υπόψη από την καθ’ ης η αίτηση για σκοπούς λήψης της τελικής απόφασης, συμπαρασύρεται σε ακύρωση και η τελική απόφαση. Ούτε μπορούν να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης αφού δεν γνωρίζουμε ποιες θα ήταν οι συστάσεις εάν δίδονταν από το αρμόδιο πρόσωπο.
Για τον πιο πάνω λόγο καταλήγω ότι οι προσφυγές επιτυγχάνουν και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώνονται. Στην Υπόθεση Αρ. 526/2021 η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται μόνο στην έκταση που στρέφεται κατά του ενδιαφερομένου μέρους Κ. εφόσον σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Σ. έχει ήδη απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Επιδικάζονται €800 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ εκάστου αιτητή και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση.
Ε. ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο