Β. Κ. ν. ΑΝΟΙΚΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση αρ. 51/2018, 28/7/2025
print
Τίτλος:
Β. Κ. ν. ΑΝΟΙΚΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση αρ. 51/2018, 28/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 51/2018

28 Ιουλίου, 2025

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με τα Άρθρα 146, 28 και 25 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Β. Κ.

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΑΝΟΙΚΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ου η αίτηση.

------------

 

Μ. Γιαννοπούλου (κα), για Χριστοφή, Μερακλής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Α. Χρίστου (κα), για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για το καθ’ ου η αίτηση.

Καμία εμφάνιση για τα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:   Με την παρούσα προσφυγή (ως το αιτητικό αυτής περιορίστηκε στην πορεία) η αιτήτρια προσβάλλει τον επί δοκιμασία διορισμό στη μόνιμη θέση Λειτουργού Πανεπιστημίου των ενδιαφερομένων μερών Γ.Γ. (Ε/Μ 1) και Ο.Δ. (Ε/Μ 2), αντί και/ή στη θέση της ιδίας, απόφαση η οποία δημοσιεύθηκε στις 10.11.2017 στην ιστοσελίδα του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου στο διαδίκτυο.

 

Το καθ’ ου η αίτηση, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 02.09.2016, προκήρυξε 9 κενές θέσεις Λειτουργού Πανεπιστημίου, μεταξύ αυτών 2 κενές θέσεις στην Υπηρεσία Σχεδιασμού και Ανάπτυξης.  Η προκήρυξη προέβλεπε πως οι υποψήφιοι θα εξετασθούν σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου, Ν.6(I)/1998 (εφεξής «ο Νόμος»).

 

Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για τη θέση Λειτουργού Πανεπιστημίου στην Υπηρεσία Σχεδιασμού και Ανάπτυξης, παρακάθισε στις γραπτές εξετάσεις που διεξήχθησαν, πλην όμως δεν συγκέντρωσε την απαιτούμενη βαθμολογία και ως εκ τούτου δεν κλήθηκε για προσωπική συνέντευξη.

Η Διοικούσα Επιτροπή του καθ’ ου η αίτηση κάλεσε σε προσωπική συνέντευξη τους 10 πρώτους υποψήφιους που πέτυχαν στη γραπτή εξέταση, στους οποίους δεν περιλαμβάνετο η αιτήτρια.  Λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική εικόνα των υποψηφίων, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τη βαθμολογία τους στις γραπτές εξετάσεις και τις προσωπικές συνεντεύξεις, η Διοικούσα Επιτροπή αποφάσισε την πρόσληψη στις επίδικες θέσεις του Ε/Μ 1 και μίας άλλη υποψήφιας, σημειώνοντας πως, σε περίπτωση μη αποδοχής της θέσης από οποιονδήποτε από τους εν λόγω υποψηφίους, αυτή θα προσφερθεί στο Ε/Μ 2.  

 

Η απόφαση επικυρώθηκε σε συνεδρία της Διοικούσας Επιτροπής, ημερομηνίας 01.09.2017.

 

Η πρώτη επιτυχούσα δεν αποδέχθηκε τη θέση και ως εκ τούτου αυτή προσφέρθηκε στο Ε/Μ 2.

 

Διά της γραπτής αγόρευσης των ευπαιδεύτων δικηγόρων της η αιτήτρια διατείνεται καταρχάς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω παραβίασης των διατάξεων του Νόμου.  Τούτο καθότι η ευθύνη διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων δεν ανατέθηκε σε Ειδική Τριμελή Επιτροπή αλλά, ανεπίτρεπτα και χωρίς να εντοπίζεται σχετικό πρακτικό στον διοικητικό φάκελο, εκχωρήθηκε στο Κέντρο Επιστημονικής Επιμόρφωσης Αξιολόγησης και Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Κύπρου (Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α.).

 

Ακολούθως η αιτήτρια εγείρει ζήτημα πεπλανημένης ερμηνείας του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης καθότι οι γραπτές εξετάσεις που διενεργήθηκαν (κριτικού συλλογισμού, αγγλικής γλώσσας και λεκτικού συλλογισμού) ουδεμία σχέση ή συνάφεια είχαν με τα καθήκοντα της θέσης, ούτε και συνάδουν με το άρθρο 2(1) του Νόμου.  Διατείνεται επίσης η αιτήτρια πως, κατά την επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου, διαπίστωσε πως ως δημιουργός των γραπτών εξετάσεων αναγράφεται η εταιρεία SHL GROUP 2006 και όχι το Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α., ενώ το δικό της γραπτό ήταν αδιόρθωτο, σε σχετική δε ερώτηση σε λειτουργό του καθ’ ου η αίτηση, της δόθηκε η απάντηση ότι τα γραπτά βαθμολογούνται και αξιολογούνται μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή (σαρωτή).  Επιπλέον, ισχυρίζεται πως τα δοκίμια που είχαν δοθεί κατά τη γραπτή εξέταση περιείχαν γραπτές και/ή χειρόγραφες σημειώσεις και κατά την εξέταση ζητήθηκε από τους υποψηφίους να μην γράψουν πάνω σε αυτά καθότι θα ξαναχρησιμοποιηθούν μελλοντικά, γεγονός που καταδεικνύει ότι δεν είχε τηρηθεί το απόρρητο των ερωτήσεων ως απαιτεί η παράγραφος 2(2) του Παραρτήματος του Νόμου.

 

Παρά το γεγονός ότι η αιτήτρια αποδέχεται ότι, συνεπεία της αποτυχίας της στις γραπτές εξετάσεις, έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τη διαδικασία μόνο μέχρι το στάδιο του αποκλεισμού της, εντούτοις εγείρει ως λόγο ακύρωσης και τον ισχυρισμό ότι παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου καθότι η Διοικούσα Επιτροπή βαθμολόγησε τους υποψηφίους στον τομέα εργασιακή εμπειρία από 0-7 βαθμούς, αντί με 0-5 ως όφειλε.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος του καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, εγείροντας προδικαστικώς ζήτημα ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας να αμφισβητεί τον διορισμό των Ε/Μ καθότι, αφενός, αυτή δεν είχε πετύχει στις γραπτές εξετάσεις και γι’ αυτό δεν κλήθηκε σε προσωπική συνέντευξη και αφετέρου, δεν αμφισβήτησε τη διαδικασία που ακολουθήθηκε σε σχέση με τη διενέργεια των γραπτών εξετάσεων αλλά συμμετείχε σε αυτήν ανεπιφύλακτα και με ελεύθερη βούληση.  Ως εκ τούτου, απαράδεκτα, κατά την εισήγηση, αποδοκιμάζει τη διαδικασία εκ των υστέρων όταν, με βάση τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης, δεν κατέστη δυνατόν να συγκεντρώσει την αναγκαία βαθμολογία.  

 

Εν πάση περιπτώσει, η κα Χρίστου εισηγείται πως η διαδικασία που ακολουθήθηκε συνάδει με τους νόμους που διέπουν τη λειτουργία του Ανοικτού Πανεπιστημίου εφόσον, σύμφωνα με τον Κανονισμό 8 των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Διοικητικό Προσωπικό) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 162/90 και 256/92, εφεξής «οι Κανονισμοί»), ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 30(1)(α) του περί Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου (Ν.234(I)/2002), εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών, για την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού το Συμβούλιο δύναται (δεν υποχρεούται), να διορίσει Συμβουλευτική Επιτροπή αποτελούμενη από τρία τουλάχιστον μέλη του Διοικητικού Προσωπικού που να είναι κατά μία τουλάχιστο βαθμίδα ιεραρχικά ανώτερα από τη θέση που θα πληρωθεί. Διευκρινίζοντας ότι η Διοικούσα Επιτροπή κατά τον ουσιώδη για την παρούσα προσφυγή χρόνο είχε όλες τις αρμοδιότητες και εκτελούσε όλα τα καθήκοντα του Συμβουλίου μέχρι τη σύσταση του πρώτου Συμβουλίου του Ανοικτού Πανεπιστημίου, η ευπαίδευτη δικηγόρος επισημαίνει επιπλέον πως, δυνάμει της παραγράφου (4) του Κανονισμού 8 των Κανονισμών, το Συμβούλιο ή η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφασίζει κατά πόσον οι υποψήφιοι θα υποβληθούν σε προφορικές ή γραπτές εξετάσεις ή και στις δύο, τηρουμένων των διατάξεων του οικείου σχεδίου υπηρεσίας.  Ως εκ τούτου, κατά την εισήγηση, η αρμόδια εν προκειμένω αρχή για την πλήρωση των επίδικων θέσεων και τη διεξαγωγή των γραπτών εξετάσεων ήταν η Διοικούσα Επιτροπή, η οποία είχε τη δυνατότητα να προχωρήσει η ίδια στη διεξαγωγή της διαδικασίας χωρίς να διορίσει τριμελή Συμβουλευτική Επιτροπή.  Επιπρόσθετα, η κα Χρίστου εισηγείται πως η διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων ήταν σύμφωνη με το άρθρο 3(1)(α) του Νόμου και απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι η ευθύνη διεξαγωγής των εξετάσεων εκχωρήθηκε στο Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α., εφόσον η Διοικούσα Επιτροπή ήταν αρμόδια για τη διαδικασία.  Εν πάση δε περιπτώσει, κατά τις διευκρινίσεις, η ευπαίδευτη δικηγόρος υπέβαλε τη θέση πως η παράλειψη ανάθεσης της ευθύνης διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων σε Ειδική Τριμελή Επιτροπή σύμφωνα με τις πρόνοιες του Παραρτήματος του Νόμου, δεν συνιστά παράλειψη τήρησης ουσιώδους τύπου.

 

Ως προς τον ισχυρισμό της αιτήτριας περί πεπλανημένης ερμηνείας του οικείου σχεδίου υπηρεσίας και μη συνάφειας των γραπτών εξετάσεων με τα καθήκοντα της θέσης, η ευπαίδευτη δικηγόρος του καθ’ ου η αίτηση επαναλαμβάνει την προδικαστική ένσταση και τη θέση ότι η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται στην έγερση του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης λόγω της ανεπιφύλακτης συμμετοχής της στη διαδικασία, η οποία ρητώς προέβλεπε τη διεξαγωγή γραπτής εξέτασης σε 3 τεστ ικανοτήτων (κριτικού συλλογισμού, αγγλικής γλώσσας και λεκτικού συλλογισμού).

 

Επιπρόσθετα η κα Χρίστου υποβάλλει πως η βαθμολόγηση των γραπτών εξετάσεων διενεργείται μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή και για αυτό δεν υπήρχαν διορθώσεις στο γραπτό της αιτήτριας, η οποία απέτυχε να αποδείξει τη μη εγκυρότητα και αξιοπιστία των εξετάσεων.

 

Απαράδεκτα, τέλος, σύμφωνα με τη θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση, η αιτήτρια εγείρει τον ισχυρισμό ως προς τη βαθμολογία που αποδόθηκε στον τομέα της εργασιακής εμπειρίας, στον οποίο εν πάση περιπτώσει τα Ε/Μ δεν εξασφάλισαν σχετικές μονάδες.

 

Έχω μελετήσει την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία ως προς τα επίδικα θέματα και καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Εξετάζοντας κατά προτεραιότητα την εγερθείσα προδικαστική ένσταση, θα πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι η αιτήτρια παραδεκτώς δεν εξασφάλισε την απαιτούμενη βαθμολογία στις γραπτές εξετάσεις, πλην όμως, σύμφωνα με τη νομολογία, έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση μόνο για λόγους που αφορούν την διαδικασία μέχρι το στάδιο αποκλεισμού της, ο οποίος δεν αποσπάται από την τελική πράξη που αποτελεί το επίδικο θέμα της προσφυγής.  Η κρίση ως προς το έννομο συμφέρον της αιτήτριας συναρτάται από την τύχη των ισχυρισμών της ως προς τη νομιμότητα του αποκλεισμού της. (Αδάμου Ιωάννης και Άλλοι ν. Αγγέλας Ιωάννου και Άλλων (Αρ. 1) (2015) 3 ΑΑΔ 374, Δημοκρατία ν. Μυροφόρα Αλεξάνδρου (1997) 3 Α.Α.Δ. 540).  Ως εκ τούτου, η αποτυχία της αιτήτριας στις γραπτές εξετάσεις δεν της αποστερεί το έννομο συμφέρον να προσβάλει την πράξη διορισμού των Ε/Μ ώστε να επιδιώξει τον έλεγχο της νομιμότητας του δικού της αποκλεισμού. 

 

Συνακόλουθα, επισημαίνοντας ότι η αιτήτρια απαράδεκτα εγείρει ως λόγο ακύρωσης τον ισχυρισμό ότι παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου λόγω της βαθμολογίας που αποδόθηκε στους υποψηφίους στον τομέα εργασιακή εμπειρία καθότι τούτο αφορά σε στάδιο που ακολούθησε τον δικό της αποκλεισμό, η προδικαστική ένσταση στο βαθμό που αναφέρεται στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος αμφισβήτησης του διορισμού των Ε/Μ, απορρίπτεται. 

 

Ως προς τη διασύνδεση της έλλειψης εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας με την ανεπιφύλακτη συμμετοχή της στις γραπτές εξετάσεις, επισημαίνεται πως η αιτήτρια δεν αμφισβητεί την πρόνοια της προκήρυξης πως οι υποψήφιοι θα εξετασθούν, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Νόμου αλλά την εσφαλμένη εφαρμογή ή την παραβίαση αυτών.  Εν πάση περιπτώσει, ορθά οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της αιτήτριας υποβάλλουν πως, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δημοκρατία ν Θεοδώρου κ.ά. (2008) 3 ΑΑΔ 149), δεν είναι λογικά αναμενόμενο για έναν υποψήφιο να προσέρχεται στη διαδικασία αξιολόγησής του με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του ως προς τη διαδικασία.  Προς τούτο σημειώνεται επιπρόσθετα πως και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ Α1722/2014 και ΣτΕ 135/2014) συντάσσεται πλέον υπέρ της θεώρησης πως το γεγονός ότι ένας υποψήφιος έλαβε μέρος σε διαδικασία επιλογής για την πλήρωση θέσεων, χωρίς να περιλάβει στη δήλωση συμμετοχής επιφύλαξη ως προς τη νομιμότητα όρων της οικείας προκηρύξεως, δεν αρκεί για να άρει το έννομο συμφέρον αυτού προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, με την οποία αμφισβητεί τη νομιμότητα όρων της προκήρυξης και των πράξεων που εκδίδονται ακολούθως και στηρίζονται στους εν λόγω όρους, με τις οποίες ο εν λόγω υποψήφιος αποκλείσθηκε από την πρόσληψη στις προκηρυχθείσες θέσεις.

 

Ως εκ τούτου, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται και ως προς το δεύτερο σκέλος της εισήγησης της ευπαίδευτης δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση.

 

Ακολούθως θα πρέπει να υπομνησθεί πως το βάρος απόδειξης των εγειρομένων λόγων ακύρωσης το φέρει ο αιτητής (Φάνος Γ. Ιωνίδης ν Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1459, Άγγελος Καλογήρου ν Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1992) 3 ΑΑΔ 534).  Τούτου δοθέντος, διαπιστώνω ότι η αιτήτρια δεν έχει αποσείσει το σχετικό βάρος απόδειξης των λόγων ακύρωσης που προωθεί.

 

Καταρχάς οι ισχυρισμοί στη γραπτή αγόρευση των ευπαιδεύτων δικηγόρων της ως προς τον δημιουργό των γραπτών δοκιμίων, τις χειρόγραφες σημειώσεις επί αυτών και τις συστάσεις που δόθηκαν στους υποψηφίους κατά την ημέρα διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων, συνιστά ανεπίτρεπτη προσαγωγή μαρτυρίας, χωρίς την προηγούμενη εξασφάλιση σχετικής άδειας του Δικαστηρίου.  Ως εκ τούτου δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.  Ο δε ισχυρισμός περί πεπλανημένης ερμηνείας του σχετικού σχεδίου υπηρεσίας λόγω μη συνάφειας των θεμάτων της γραπτής εξέτασης με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, εγείρεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο εφόσον περιορίζεται στην παράθεση των σχετικών προνοιών του σχεδίου υπηρεσίας ως προς τα καθήκοντα της θέσης, χωρίς δηλαδή οποιαδήποτε επεξήγηση γιατί τα τεστ ικανοτήτων, στα οποία υποβλήθηκαν οι υποψήφιοι, δεν εμπίπτουν για παράδειγμα στη γενική πρόνοια για την εκτέλεση καθηκόντων αναφορικά με τις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας Σχεδιασμού και Ανάπτυξης ή στην ειδικότερη πρόνοια για το καθήκον ετοιμασίας εκθέσεων, διεξαγωγής ερευνών και υποβολής εισηγήσεων για την επίλυση προβλημάτων.  Εν πάση περιπτώσει, ο ισχυρισμός της αιτήτριας παραγνωρίζει την πάγια νομολογιακή αρχή, σύμφωνα με την οποία η ευθύνη της ερμηνείας των σχεδίων υπηρεσίας εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του διορίζοντος οργάνου, με το Δικαστήριο, στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, να επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του συγκεκριμένου σχεδίου υπηρεσίας (Φιλίππου κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 543, Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517, Δημοκρατία ν. Γερμανού και Άλλων (2005) 3 Α.Α.Δ. 93).·

 

Ούτε διαπιστώνω παραβίαση του άρθρου 2(1) του Νόμου (ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο), ως ο επιπρόσθετος ισχυρισμός της αιτήτριας.  Σύμφωνα με την εν λόγω ερμηνευτική πρόνοια:

 

«"γραπτή εξέταση" σημαίνει τη γραπτή εξέταση η οποία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και περιλαμβάνει εξετάσεις της ικανότητας του υποψηφίου για χειρισμό μηχανικών, ηλεκτρονικών και άλλων τεχνικών μέσων, όπου αυτό απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης·».

 

Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες (κατά τον ουσιώδη χρόνο) της παραγράφου 4(β) του Παραρτήματος του Νόμου:

 

«4. Η γραπτή εξέταση περιλαμβάνει-

[…]

(β) για θέση, της οποίας η αρχική κλίμακα δεν υπερβαίνει την κλίμακα Α8 του κυβερνητικού μισθολογίου, για την οποία απαιτείται ως βασικό προσόν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή ισότιμο προσόν, θέματα που προκαθορίζονται από την Ειδική Επιτροπή.».

 

Εν προκειμένω τα θέματα, στα οποία οι υποψήφιοι θα εξετάζονταν, είχαν προκαθοριστεί και κοινοποιηθεί σε αυτούς, με τα σχετικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είχαν αποσταλεί συγκεκριμένα στην αιτήτρια, να εντοπίζονται στον διοικητικό φάκελο.  Εν πάση περιπτώσει, η αιτήτρια δεν επεξηγεί γιατί ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε το άρθρο 2(1) του Νόμου, δηλαδή κατά πόσον θεωρεί ότι η γραπτή εξέταση δεν είχε διεξαχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου ή εάν αυτή θα έπρεπε να περιλαμβάνει και εξετάσεις για τη διαπίστωση της ικανότητας των υποψηφίων για χειρισμό μηχανικών, ηλεκτρονικών και άλλων τεχνικών μέσων.

 

Τέλος, ως προς τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι ανεπίτρεπτα η ευθύνη διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων δεν ανατέθηκε σε Ειδική Τριμελή Επιτροπή αλλά στο Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α., διαπιστώνω πως, πράγματι, η παράγραφος 2(3) του Παραρτήματος του Νόμου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, προέβλεπε πως:

 

«(3) Η ευθύνη διεξαγωγής της γραπτής εξέτασης για όλες τις άλλες υπηρεσίες για τις οποίες δεν εφαρμόζονται οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι ανήκει στην αρμόδια αρχή, η οποία αναθέτει σε Ειδική Τριμελή Επιτροπή την ευθύνη διεξαγωγής των εξετάσεων. Η αρμόδια αρχή ή η Ειδική Τριμελής Επιτροπή ενεργεί κατ’ ανάλογο τρόπο όπως και στη δημόσια υπηρεσία για την οποία εφαρμόζονται οι Νόμοι περί Δημόσιας Υπηρεσίας.».

Εν προκειμένω, ως και η ευπαίδευτη δικηγόρος του καθ’ ου η αίτηση αναγνωρίζει, δεν συστάθηκε Ειδική Τριμελής Επιτροπή στην οποία να ανατεθεί η ευθύνη για τη διεξαγωγή της γραπτής εξέτασης.  Επισημαίνοντας, όμως, ότι η Ειδική Τριμελής Επιτροπή σύμφωνα με την ανωτέρω πρόνοια του Νόμου δεν είναι το ίδιο όργανο με τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην οποία αναφέρεται ο Κανονισμός 8 των Κανονισμών στον οποίο παραπέμπει η ευπαίδευτη δικηγόρος του καθ’ ου η αίτηση, καταλήγω, σε συμφωνία με την εισήγηση της κας Χρίστου κατά τις διευκρινίσεις, πως η παράλειψη σύστασης Ειδικής Τριμελούς Επιτροπής δεν συνιστά υπό τις περιστάσεις παράβαση ουσιώδους τύπου που καθιστά την προσβαλλόμενη πράξη παράνομη.

 

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου η οποία έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 13 του Ν.158(Ι)/99, η διοίκηση οφείλει να τηρεί τους τύπους που απαιτεί ο νόμος για την έκδοση μιας διοικητικής πράξης, με την πράξη να καθίσταται παράνομη σε περίπτωση παράβασης ουσιώδους τύπου.  Το δε αποφασιστικό κριτήριο του διαχωρισμού των τύπων σε ουσιώδεις και επουσιώδεις είναι η ενδεχόμενη επίδραση της μη τήρησής τους στο περιεχόμενο της πράξης, με την παρατυπία να θεωρείται ουσιώδης εάν επέδρασε στο αποτέλεσμα της απόφασης που πάρθηκε.

 

Όπως επεξηγείται από τον καθηγητή Ε. Π. Σπηλιωτόπουλο[1]-

 

«Δεν συνιστά λόγο ακυρώσεως κάθε παράβαση των κανόνων της διαδικασίας, δηλαδή, κάθε παράλειψη επιβαλλόμενης ενέργειας, αλλά μόνον η παράλειψη των ενεργειών που χαρακτηρίζονται «ουσιώδεις».  Η κρίση για τον χαρακτήρα του τύπου ως ουσιώδους ανήκει στον δικαστή.  Ως κριτήρια για τον σχηματισμό της κρίσης αυτής λαμβάνονται: α) η σημασία που έχει η διαδικαστική ενέργεια: i) για την προστασία του διοικουμένου, διότι του παρέχει τη δυνατότητα διαφώτισης της Διοίκησης για την υπόθεση που τον ενδιαφέρει ή για τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, καθώς και εγγυήσεις για την αμερόληπτη κρίση της υπόθεσής του, ii) για την καλή λειτουργία της Διοίκησης, με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, iii) για τον δικαστικό έλεγχο της πράξης και β) η επιρροή της παράλειψης του τύπου, στη ρύθμιση που θεσπίζεται με την πράξη.».

 

 

Εν προκειμένω η Διοικούσα Επιτροπή, κατά την 22η συνεδρία της στις 15.01.2016[2], αποφάσισε τη διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων είτε μέσω του Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α., είτε μέσω της Υπηρεσίας Εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ανάλογα με το κόστος διεξαγωγής των εξετάσεων.  Επισημαίνοντας ότι η παράγραφος 2(3) του Παραρτήματος του Νόμου αναφέρεται στην ευθύνη διεξαγωγής των εξετάσεων και όχι στη διεξαγωγή αυτών από την ίδια την Ειδική Επιτροπή, καταλήγω ότι η αιτήτρια, η οποία επαναλαμβάνεται είχε το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν έχει καταδείξει πως η μη σύσταση Ειδικής Τριμελούς Επιτροπής επέδρασε εν προκειμένω στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Για όλους τους ανωτέρω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα ύψους €1.700, πλέον Φ.Π.Α. εναντίον της αιτήτριας και υπέρ του καθ’ ου η αίτηση.

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.



[1] Ε.Π. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος ΙΙ, 15η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, παρ. 500.

[2] Τα σχετικά πρακτικά επισυνάπτονται ως Παράρτημα στη γραπτή αγόρευση του καθ’ ου η αίτηση.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο