
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 547/2020
2 Ιουλίου, 2025
[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]
Αναφορικά με τα Άρθρα 12, 28, 30 και 146 του Συντάγματος
Χ.Ν.
Αιτητής
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Υπουργείου Εργασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
Καθ’ ων η αίτηση
.........
Τζόναθαν Μπετίτο, Δικηγόρος για Αιτητή
Μαρία Κοτσώνη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Στις 11.07.2017, η Σχχχχ Αχχχχχ (εφεξής «ΣΑ»), υπέβαλε γραπτό παράπονο εναντίον του Αιτητή, ιδιοκτήτη-διευθυντή μελετητηρίου για μη πληρωμή εισφορών στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις ως εργοδότης της για συγκεκριμένη περίοδο.
Η Αναπληρώτρια Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής η «Αν. Διευθύντρια») ενεργώντας στα πλαίσια του άρθρου 81 του Νόμου, διεξήγαγε έρευνα ως προς την απασχόληση της ΣΑ για την περίοδο, που σύμφωνα με το παράπονο της ΣΑ εργαζόταν ως μισθωτό πρόσωπο με εργοδότη τον Αιτητή. Στα πλαίσια της έρευνας, λήφθηκαν μεταξύ άλλων, συμπληρωμένα ερωτηματολόγια των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και γραπτές καταθέσεις, καθώς επίσης αντίγραφο από τα εμβάσματα πληρωμών που έγιναν για την ΣΑ από τον Αιτητή.
Ακολούθως, η Αν. Διευθύντρια κατέληξε ότι, η απασχόληση της ΣΑ στον Αιτητή είναι απασχόληση μισθωτού προσώπου. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε με επιστολή της Αν. Διευθύντριας ημερ. 25.11.2019 και εναντίον της ο Αιτητής υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή, με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 09.12.2019 (εφεξής η «ΙΠ»).
Οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την ΙΠ κρίνοντας ότι ορθά η Αν. Διευθύντρια συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία και πληροφορίες που τέθηκαν ενώπιον της αποφάσισε ότι η απασχόλησή της ΣΑ στον Αιτητή είναι απασχόληση μισθωτού προσώπου, με υποχρέωση στον εργοδότη καταβολής εισφορών για την περίοδο από Αύγουστο 2016 μέχρι τον Απρίλη του 2017 σε συνολικές αποδοχές ύψους €8.245.
Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 14.04.2020 και προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.
Με την αγόρευση του, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή αφού παραθέτει μέρος της νομολογίας, ως προς τον καθορισμό της ύπαρξης σχέσης εργοδότη-εργοδοτουμένου, ακολούθως (έκτη σελίδα[1] και επόμενες στην Αγόρευση Αιτητή) αναπτύσσει την επιχειρηματολογία του ότι η προσβαλλόμενη είναι προϊόν πλάνης και πλημμελούς έρευνας. Πλάνη διότι το συμπέρασμα των καθ’ ων η αίτηση ότι η ΣΑ δεν έλαβε οικονομικό ρίσκο αφού υπήρχε σταθερός μηνιαίος μισθός ανεξάρτητα από τον όγκο εργασίας που διεκπεραίωνε ερχόταν σε σύγκρουση με το Παράρτημα Α στην αίτηση του Αιτητή (δηλαδή την Ιεραρχική του Προσφυγή), στην οποία ανέφερε ότι ο μισθός δεν ήταν σταθερός και ότι υπήρχαν μήνες που δεν ελάμβανε μισθό. Πλημμελής έρευνα, διότι δε διερευνήθηκαν ουσιώδη στοιχεία όπως ότι την εργασία πολλές φορές την εκτελούσε ο υιός της ΣΑ, ότι ο εξοπλισμός λόγω της φύσης της εργασίας δεν ήταν εξειδικευμένος, ότι εργαζόταν και αλλού και ότι δεν υπήρχε συγκεκριμένο ωράριο ούτε εποπτεία και έλεγχος. Περαιτέρω, ο συνήγορος του Αιτητή υποβάλλει ότι η προσβαλλόμενη είναι αναιτιολόγητη.
Η ευπαίδευτη συνήγορος επιχειρηματολογεί ως προς τη νομιμότητα της προσβαλλομένης.
Εξέτασα τις υποβολές των μερών σε συνάρτηση με τα στοιχεία των φακέλων και την προσβαλλόμενη απόφαση και την απόφαση της Αν. Διευθύντριας. Δε διαπιστώνω ότι παρέχεται πεδίο ακυρότητας.
Καταρχάς, αντιπαραβάλλοντας τους ισχυρισμούς της ΙΠ με τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο του Αιτητή διαπιστώνω ότι υπάρχουν διαφορετικοί ή αντιφατικοί ισχυρισμοί, δεδομένου ότι στην ΙΠ τίθεται ο ισχυρισμός ότι η ΣΑ εργαζόταν σε κάποια τρίτα πρόσωπα και ότι δεν είχε σταθερό μισθό και μάλιστα κάποιους μήνες δεν πληρωνόταν ενώ στο δεύτερο δεν καταγράφεται ισχυρισμός περί εργοδότησης σε τρίτους αλλά και ότι ο μισθός της ήταν σταθερός 800 ευρώ και αυξανόταν αναλόγως των έξτρα υπηρεσιών που τυχόν ζητούνταν.
Επίσης στην ΙΠ καταγράφεται ότι η ΣΑ δεν είχε σταθερό ωράριο αλλά προσέφερε υπηρεσίες καθαρισμού όποτε η ίδια επιθυμούσε ενώ μόνο για μεταφορά μαθητών υπήρχε σταθερό ωράριο, που όμως την εργασία αυτή δεν την εκτελούσε σταθερά η ίδια, ενώ στο ερωτηματολόγιο ο Αιτητής ανέφερε ότι το ωράριο δεν ήταν σταθερό όμως καθοριζόταν από τις ανάγκες καθαριότητας του χώρου (άρα όχι όποτε επιθυμούσε η ΣΑ), οποιαδήποτε ώρα, συνήθως πρωινές ώρες. Περαιτέρω στο ερωτηματολόγιο του Αιτητή καταγράφεται ότι η ΣΑ δεν επιθυμούσε να εργοδοτηθεί ως εργοδοτούμενη επειδή ελάμβανε ανεργιακό επίδομα ενώ στην ΙΠ δεν καταγράφεται τέτοιος ισχυρισμός.
Διαφορετικοί ισχυρισμοί εντοπίζονται και στην κατάθεση του Αιτητή, εφόσον εκεί ουδέν αναφέρεται περί το ότι η ΣΑ δεν επιθυμούσε να εργοδοτηθεί ως εργοδοτούμενη επειδή λάμβανε ανεργιακό επίδομα αλλά επειδή επιθυμούσε να μη «βάζει κοινωνικές ασφαλίσεις» λόγω ότι θα είχε οικονομικές δυσκολίες και ήθελε ολόκληρο το μισθό χωρίς αποκοπές, ενώ παράλληλα σε αντίθεση με την καταγραφή της ΙΠ, στην κατάθεση ρητώς δηλώνεται ότι η ΣΑ εργάσθηκε στον Αιτητή ως καθαρίστρια και οδηγός για το μελετητήριο, συνεπώς η εργασία αυτή (του οδηγού) δεν αναφέρεται ότι παρεχόταν κατ’ εξαίρεση.
Έχοντας σημειώσει τα πιο πάνω, θεωρώ ότι, από όσα καταγράφησαν από τους Καθ’ ων η αίτηση, η απόφασή τους είναι αιτιολογημένη, η έρευνα που διενήργησαν ήταν πλήρης και σε ουδεμία πλάνη υπέπεσαν.
Συγκεκριμένα, από όσα ανέφεραν οι Καθ΄ων η αίτηση προκύπτει ότι διερεύνησαν πλήρως (ακόμα και πέραν των δέοντος) τα κριτήρια που υποστηρίζουν τη σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου σύμφωνα και με τη νομολογία. Στην απόφαση Tsapaco Catering Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 796 αναφέρθηκε (έμφαση και υπογράμμιση του Δικαστηρίου):
«Ο καθορισμός της ανταμοιβής για τις υπηρεσίες που προσφέρονται είναι ένα στοιχείο που μπορεί να υποστηρίξει την ύπαρξη της σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου, χωρίς όμως από μόνο του να θεμελιώνει τη σχέση. Η σχέση μπορεί να αποδειχθεί κατά κύριο λόγο
(α) από την υποχρέωση του εργοδοτουμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και
(β) από το δικαίωμα του εργοδότη να ελέγχει την εργασία του εργοδοτουμένου.
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Batt "The Law of Master & Servant" 5η Εκδοση, σ. 8,
"There are two essentials in the relation of master and servant, namely: (1) the servant must be under the duty of rendering personal services to the master or to the others on behalf of the master .................................................................................................. (2) the master must have the right to control the servant's work, either personally or by another servant or agent. It is this right of control or interference, of being entitled to tell the servant when to work (within the hours of service) or when not to work, and what work to do and how to do it (within the terms of such service), which is the dominant characteristic in this relation and marks off the servant from an independent contractor, or from one employed merely to give to his employer the fruits or results of his labour."
Στο σύγγραμμα των Τούση και Σταυρόπουλου "Εργατικό Δίκαιο", 1967, σ. 35 αναφέρεται ότι,
"Κριτήριον της ως άνω διαστολής μεταξύ της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και της ειδικώς υπό της κοινωνικής νομοθεσίας προστατευομένης συμβάσεως εργασίας αποτελεί η προσωπική εξάρτησις του εργαζομένου από τον εργοδότην, ήτοι το δικαίωμα του εργοδότου προς διεύθυνσιν και εποπτείαν της εργασίας του μισθωτού και η αντίστοιχος υποχρέωσις του τελευταίου τούτου να υπακούη εις τας οδηγίας του εργοδότου."»
Από την όλη διερεύνηση των Καθ΄ων η αίτηση, προκύπτει ότι η ΣΑ είχε υποχρέωση να παρέχει τις υπηρεσίες στον Αιτητή ανάλογα με τις οδηγίες του τελευταίου στη βάση των αναγκών της επιχείρησής του. Προκύπτει μάλιστα, όχι μόνο από τη μαρτυρία της ΣΑ αλλά και κατά την παραδοχή του Αιτητή, ότι η ΣΑ παρείχε την εργασία της για όλους τους αναφερόμενους 9 μήνες σε πρωινές βασικά ώρες αλλά και αργότερα πάντα ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησής του Αιτητή και σε καθημερινή βάση[2]. Περαιτέρω ότι ο εξοπλισμός που χρησιμοποιούσε η ΣΑ ήταν του Αιτητή και όχι της ΣΑ. Αυτά, πέραν του ζητήματος του μισθού, μπορούσαν θεωρώ, βάσει της πιο πάνω απόφασης στην Tsapaco Catering Ltd να τεκμηριώσουν τη σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου εφόσον η ΣΑ φαινόταν πλήρως απασχολημένη από τις ανάγκες της επιχείρησης του Αιτητή δεδομένου ότι η απασχόλησή της ήταν καθημερινή και μάλιστα υποχρεωνόταν πέραν των συνήθως πρωινών ορών εργασίας να ανταποκρίνεται και «οποιαδήποτε ώρα»[3] απαιτούσαν οι ανάγκες αυτές.
Και στο θέμα του μισθού, η προσβαλλόμενη ήταν ορθή. Από την κατάσταση τραπεζικού λογαριασμού, η οποία επισυνάπτεται στην κατάθεση της Αιτήτριας φαίνεται ότι υπήρχε καθορισμένος μισθός άρα επαληθεύεται το συμπέρασμα των Καθ΄ων η αίτηση περί μη ύπαρξης οικονομικού ρίσκου της ΣΑ, άλλωστε και ο Αιτητής στην κατάθεσή του είχε αναφέρει ότι «Ο μισθός της ήταν γύρω στα €600 με €1000 το μήνα», στο δε ερωτηματολόγιο ότι ο μισθός ήταν €800[4], οι δε όποιες διακυμάνσεις οφείλονταν σε επιπρόσθετες υπηρεσίες παρεχόμενες σε περαιτέρω ώρες εργασίας της ΣΑ που και ο Αιτητής αναγνώριζε στο ερωτηματολόγιο δεδομένου του ωραρίου της ΣΑ που την υποχρέωνε να εργάζεται σε ώρες αναλόγως των αναγκών της επιχείρησής του.
Εμφανώς δε, από την κατάσταση τραπεζικού λογαριασμού δεν επαληθεύονται οι ισχυρισμοί στην ΙΠ είτε ότι τους μήνες Αύγουστο 2016, Σεπτέμβριο 2016 και Ιανουάριο 2017 η ΣΑ δεν πληρώθηκε είτε ότι πληρώθηκε με ποσό 300 ευρώ, εφόσον στις 16.02.2017 καταγράφεται πληρωμή για «1/2017» δηλαδή Ιανουάριο 2017 το ποσό των 1.000 ευρώ και στην καταγραφή 11.10.2016 αναφέρεται ρητώς η περιγραφή «PAYROLL09/2016» δηλαδή μισθοδοσία Σεπτεμβρίου 2016 με σημείωση ότι το αναφερόμενο ποσό των 1.400 ευρώ αφορούσε 8ο και 9ο (Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2016), τα δε 300 ευρώ στις 29.11.2016 δεν φαίνεται να ήταν μισθός αλλά πλησίον του ποσού αναφέρεται η περιγραφή «KTISIMO».
Τα όσα ισχυρίστηκε ο Αιτητής περί εργοδότησης κάποιες φορές του υιού της ΣΑ ή εργασίας της σε τρίτα πρόσωπα, προφανώς και δεν έχρηζαν περαιτέρω έρευνας ως αόριστα ή αντιφατικά και σε κάθε περίπτωση, στη βάση και της σχετικής νομολογίας (η οποία καταγράφεται και από τους ευπαίδευτους συνηγόρους) δεν ήταν και απαραίτητη η διερεύνησή τους. Συγκεκριμένα, στην απόφαση Πρ. Αρ. 613/2006 Polyancon Estates Co. Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μεσω Υπουργού Εργασίας ημερ. 07.03.2007 του Εντ. ΑΔ Γ. Κωνσταντινίδη [η οποία επικυρώθηκε στην Polyancon Estates Co. Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 411] αναφέρθηκε ως προς την υποχρέωση διερεύνησης περαιτέρω μαρτυρίας (η υπογράμμιση του παρόντος):
«Επί των εξειδικευμένων παραπόνων τώρα των αιτητών. Δεν είναι ορθό πως οι αποδείξεις υποβλήθηκαν για πρώτη φορά με την ιεραρχική προσφυγή. Βρίσκονταν ενώπιον του Διευθυντή εξ αρχής και, μάλιστα, γινόταν ρητή αναφορά στο σχετικό σημείωμα ημερομηνίας 29.9.05, που προηγήθηκε της απόφασής του ημερομηνίας 11.11.05. Μαζί, βεβαίως, και με τις συναφείς θέσεις των άλλων. Το τεκμήριο είναι, συνεπώς, ότι συνυπολογίστηκαν στο πλαίσιο του συνόλου και πως ενυπάρχει στην κρίση του Διευθυντή και μετέπειτα του Υπουργού, πως δεν αλλοίωναν τη δύναμη των υπόλοιπων δεδομένων. Αφού δε αυτό το κατ' ευθείαν στοιχείο, οι αποδείξεις δηλαδή που αναφέρονταν σε εργολαβική εργασία, δεν κρίθηκε ότι είχε τέτοια αποφασιστική σημασία, δεν ήταν και απαραίτητο να αναζητηθεί και η περαιτέρω μαρτυρία άλλου αναφορικά με τη μεταξύ των μερών κατ' ισχυρισμόν περιγραφή της σχέσης τους ως υπεργολαβίας. Όπως, εν τέλει, δεν ήταν στοιχείο που δυνητικά θα αλλοίωνε όσα σταθερά προσδιορίστηκαν, η κατ' ισχυρισμόν μαρτυρία άλλου πως σε κάποιο απροσδιόριστο χρονικό σημείο, κατά τη διάρκεια της τετραετίας, ανέθεσαν κάποια εργασία στο Γ. Παχουλίδη και στον Κ. Κολιανδρή. Δεν διαπιστώνω, συνεπώς, ελλιπή έρευνα και θεωρώντας πως η προσβαλλόμενη απόφαση που ρητώς παραπέμπει στα στοιχεία του φακέλου και στην απόφαση του Διευθυντή ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, καταλήγω πως η τελική κρίση ήταν εύλογα επιτρεπτή και πως δεν παρέχεται περιθώριο για παρέμβαση.
Δεδομένων των πιο πάνω, από τα ενώπιον μου δεδομένα η όλη διοικητική ενέργεια ήταν ορθή και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε στους Καθ΄ων η αίτηση, η δε προσβαλλόμενη πράξη είναι αιτιολογημένη και προϊόν δέουσας έρευνας. Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται στα €1.800 υπέρ των Καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Φ. Καμένος, ΔΔΔ
[1] Η αρίθμηση των σελίδων της αγόρευσης είναι του Δικαστηρίου. Η αγόρευση δεν περιλαμβάνει αριθμούς.
[2] Στο σημείο 7(i) του ερωτηματολογίου στην ερώτηση αν η ΣΑ εργαζόταν καθημερινά το ίδιο ωράριο η απάντηση ήταν «Όχι, το ωράριο δεν ήταν σταθερό ανάλογα με τις ανάγκες καθημερινά για καθαριότητα του χώρου» και στο σημείο 7(ii) και δεύτερο (ii) ότι εργαζόταν συνήθως πρωινές ώρες και «οποιαδήποτε ώρα».
[3] Βλ. σημείο 7, δεύτερο (ii) του ερωτηματολογίου.
[4] Βλ σημείο 3 ερωτηματολογίου όπου στην ερώτηση αν πλήρωνε στη ΣΑ καθορισμένο μισθό ο Αιτητής απάντησε: «Συγκεκριμένο ποσό μηνιαίως €800 προσαρμοσμένο στις ώρες που μου προσέφερε υπηρεσίες, υπήρξε περίπτωση που μου προσέφερε έξτρα υπηρεσίες και της κατεβλήθηκε μεγαλύτερο ποσό»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο