
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 56/2021
22 Ιουλίου, 2025
[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]
Αναφορικά με τα Άρθρα 1Α, 23, 28, 35 και 146 του Συντάγματος
F&D Galazis Estates Ltd
Αιτήτριας
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Γενικού Λογιστηρίου
Καθ’ ων η αίτηση
.........
Ξένια Ευγενίου για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης δ.ε.π.ε., Δικηγόροι για Αιτήτρια
Σοφοκλής Καρασαμάνης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Καθ’ ης η αίτηση που γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια με ειδοποίηση ημερ. 10.11.2020 (Παράρτημα Α) και με την οποία αποφάσισε, χωρίς να ακούσει προηγουμένως την Αιτήτρια, να αποκόψει για σκοπούς, ως, ισχυρίστηκε η Καθ’ ης, «συμψηφισμού» σε σχέση με οφειλή φόρου εισοδήματος το ποσό των €12.634,20 από σχετικό τιμολόγιο της Αιτήτριας για προσφερθείσες ιατρικές υπηρεσίες από την Αιτήτρια είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και πως ότι παραλήφθηκε να διαταχθεί να, γίνει.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Καθ’ ης η αίτηση που γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια με ειδοποίηση ημερ. 11.11.2020 (Παράρτημα Β) και με την οποία αποφάσισε, χωρίς να ακούσει προηγουμένως την Αιτήτρια, να αποκόψει για σκοπούς και πάλιν ως ισχυρίστηκε η Καθ’ ης, «συμψηφισμού» σε σχέση με οφειλή φόρου εισοδήματος το ποσό των €9.019,00 από σχετικό τιμολόγιο της Αιτήτριας για προσφερθείσες παρ’ αυτής ιατρικές υπηρεσίες είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και πως ότι παραλήφθηκε να διαταχθεί να γίνει».
Τα γεγονότα στην Αίτηση Ακυρώσεως, καθορίζονται ως εξής:
«(α) Η Αιτήτρια Εταιρεία, ως Πολυκλινική Λευκωσίας, κατά την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού, αποδέχθηκε να γίνονται σε αυτήν εισαγωγές ασθενών οι οποίοι δεν μπορούσαν εξαιτίας της βεβαρυμμένης κατάστασης λόγω της πανδημίας να εισαχθούν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
(β) Η Καθ’ ης η αίτηση με τις ειδοποιήσεις της ημερ. 10.11.20 και 11.11.20 (Παραρτήματα Α και Β λεπτομέρειες πληρωμής) αυθαίρετα και χωρίς πρώτα να ακούσει την Αιτήτρια απέκοψε αντίστοιχα τα ποσά των €12.634,20 και €9.019,00 για δήθεν συμψηφισμό οφειλής φόρου εισοδήματος της Αιτήτριας. Τα ποσά, όμως, των €12.634,20 και €9.019,00 που αποκόπηκαν από τα τιμολόγια ημερ. 10.11.20 και 11.11.20 αφορούσαν την πληρωμή της Αιτήτριας για ιατρικές υπηρεσίες που προσφέρθηκαν κατά το εσωτερικό σύστημα λειτουργίας που η Αιτήτρια παρέχει στους ασθενείς γενικά ή σ’ όσους στάληκαν από τις Πρώτες Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου στην Πολυκλινική της Αιτήτριας.
Δηλαδή τα τιμολόγια περιέχουν αμοιβές σε ιατρούς που δεν ανήκουν ειδικά στην Αιτήτρια.
(γ) Τούτο, ενώ ήδη η Καθ’ ης απέκοψε και στο παρελθόν άλλο ποσό (€37.999 για συμψηφισμό οφειλής φόρου εισοδήματος της Αιτήτριας) και η Αιτήτρια καταχώρησε την Προσφυγή με αρ. 1522/19 η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.
(δ) Η Αιτήτρια απέστειλε επιστολή προς την Καθ’ ης η αίτηση ημερ. 17.11.2020 με την οποία διαμαρτυρήθηκε για τις νέες αποκοπές στις οποίες προέβη αυθαίρετα η Καθ’ ης η αίτηση από τα τιμολόγια ημερ. 10.11.20 και 11.11.20, χωρίς όμως να λάβει την όποια απάντηση μέχρι και σήμερα.
(ε) Η Αιτήτρια επιφυλάσσει το δικαίωμα να παρουσιάσει μαρτυρία, πρόσθετα γεγονότα και/ή ισχυρισμούς».
Κατά τους Καθ’ ων η αίτηση, τα ποσά που περιλαμβάνονται σε ειδικό για σκοπούς συμψηφισμού ηλεκτρονικό σύστημα, καταχωρούνται από τα αρμόδια για την είσπραξή τους Τμήματα (π.χ. ποσά που αναφέρονται ως οφειλές για Φόρο Εισοδήματος καταχωρούνται από το Τμήμα Φορολογίας) τις δε ημερομηνίες που έγιναν οι συμψηφισμοί των πιο πάνω ποσών υπήρχαν στο σύστημα οφειλές της Αιτήτριας προς το Τμήμα Φορολογίας για φόρο εισοδήματος πέραν αυτών (€31.332,08).
Με την αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Αιτήτριας εγείρονται διάφοροι λόγοι ακύρωσης με πρώτο (υπ’ αρ. 2.1) ότι η Αιτήτρια στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης πριν την έκδοσή των προσβαλλομένων. Περαιτέρω ότι τούτες είναι αναιτιολόγητες (υπ’ αρ. 2.6) και προϊόν ανεπαρκούς έρευνας που παραβιάζουν την αρχή της καλής πίστης και οφειλόμενης συνέπειας της διοίκησης (υπ’ αρ. 2.5), ότι δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά και ότι εξεδόθησαν αναρμοδίως (υπ’ αρ. 2.3) αλλά και εσφαλμένα και αντισυνταγματικά χωρίς την (προηγούμενη) έκδοση κανονισμών ή την επίκληση νόμου (υπ’ αρ. 2.2). Επιπλέον εγείρεται ότι το άρθρο 13 του περί της Λογιστικής και Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Χρηματοοικονομικού Ελέγχου της Δημοκρατίας Νόμου του 2014 (Ν. 38(Ι)/2014-εφεξής ο «Νόμος») αντίκειται στα Άρθρα 23, 25, 26 και 35 του Συντάγματος (υπ’ αρ. 2.4).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνεται της νομιμότητας και των ενεργειών της διοίκησης εδράζοντας τις θέσεις του με παραπομπή στη νομοθεσία και στις εγκυκλίους και οδηγίες της Γενικής Λογίστριας.
Εξέτασα τα επιχειρήματα των μερών και καταλήγω στα ακόλουθα:
Καταρχάς, είναι αντιληπτό, ότι το βασικό παράπονο της Αιτήτριας είναι η μη παροχή δικαιώματος ακρόασης πριν την έκδοση των προσβαλλομένων και η μη διερεύνηση ότι τα ποσά των τιμολογίων που είχε η Αιτήτρια λαμβάνειν δεν αφορούσαν μόνο την ίδια αλλά και τρίτους. Αυτό προκύπτει από τα ισχυριζόμενα γεγονότα αλλά και τα ίδια τα αιτητικά της αίτησης ακυρώσεως, τα οποία παρέθεσα πιο πάνω. Δεν τίθεται εκεί ως γεγονός ούτε καν εγείρεται ισχυρισμός ότι η Αιτήτρια δεν όφειλε τα ποσά, τα οποία οι Καθ’ ων η αίτηση συμψήφισαν ούτε ότι αυτά αμφισβητούνται ή κατά τους επίδικους χρόνους αμφισβητούνταν με οποιαδήποτε διοικητική ή δικαστική διαδικασία. Και φυσικά απουσιάζει οποιαδήποτε απόδειξη αμφισβήτησης τους. Ως εκ τούτου τα ποσά αυτά αποτελούν, θεωρώ, «οφειλόμενα ποσά» εν τη εννοία του άρθρου 2 του Νόμου.
Έχοντας ειδικά αναφέρει τα πιο πάνω, οι υπό κρίση συμψηφισμοί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 του Νόμου, δεν αποτελούν πράξεις «δυσμενούς φύσεως» χρήζουσες δικαιώματος ακρόασης κατά την έννοια του άρθρου 43 (1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999.
Θεωρώ ότι, άπτονται μιας διαδικασίας καθαρά διοικητικής φύσεως [Παπακόκκινου κ.ά. ν Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 510] ή, εν πάση περιπτώσει, δεν αφορούν υποκειμενική συμπεριφορά της Αιτήτριας αλλά διαμορφώθηκαν βάσει καθαρώς αντικειμενικών δεδομένων (βλ. Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 361 και εκεί αναφερόμενο Ι. Σαρμά "Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας", Β΄ Έκδοση, σελ. 618), ήτοι τα εκ μέρους της Αιτήτριας οφειλόμενα ποσά.
Ο δε έτερος ισχυρισμός, ο οποίος τίθεται και αφορά ότι τα τιμολόγια της Αιτήτριας αφορούσαν και τους ιατρούς που προσέφεραν ιατρικές υπηρεσίες σε συνεργασία με την Αιτήτρια και όχι μόνο την Αιτήτρια, δε θεωρώ ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος, είτε από τη διοίκηση είτε από το παρόν, ούτε έχρηζε οποιασδήποτε διερεύνησης δεδομένου ότι τα τιμολόγια ήταν εκδομένα από την Αιτήτρια και όχι από τους ισχυριζόμενους τρίτους (ιατρούς) και άρα μόνο η Αιτήτρια αξίωσε από τη διοίκηση πληρωμή. Συνεπώς σύννομα και σύμφωνα με το άρθρο 13 του Νόμου, η διοίκηση προχώρησε στους επίδικους συμψηφισμούς.
Συνεπώς ο λόγος ακύρωσης περί μη παροχής δικαιώματος ακρόασης και ο λόγος ακύρωσης περί πλημμελούς έρευνας λόγω μη διερεύνησης ότι τρίτοι ιατροί είχαν λαμβάνειν από την Αιτήτρια (και ένεκα τούτης ισχυριζόμενη παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και οφειλόμενης συνέπειας της διοίκησης), απορρίπτονται.
Απορριπτέοι είναι και οι λόγοι ακύρωσης ότι οι προσβαλλόμενες είναι αναιτιολόγητες, ότι δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά και ότι εξεδόθησαν αναρμοδίως αλλά και εσφαλμένα και αντισυνταγματικά χωρίς την (προηγούμενη) έκδοση κανονισμών ή την επίκληση νόμου. Λόγω της αλληλοσυμπλοκής των λόγων αυτών, τους εξετάζω ενιαία. Επ’ αυτών λοιπόν σημειώνω:
Οι προσβαλλόμενες δεν αποτελούν κλασσικές/συνήθεις διοικητικές πράξεις αλλά εμφανώς εξεδόθησαν με μηχανικά/ηλεκτρονικά μέσα μέσω του μηχανολογικού/ηλεκτρονικού συστήματος των Καθ΄ων η αίτηση με την ονομασία ΕΦΑΡ.ΣΥ. άλλως «Εφαρμογή Συμψηφισμού». Οι Καθ΄ων η αίτηση μάλιστα παραθέτουν έντυπο υλικό με σχετικές Εγκυκλίους εκδοθείσες από 26.06.2014 (λίγους μήνες μετά την έκδοση του Νόμου) και εντεύθεν από τη Γενική Λογίστρια, με τις οποίες τίθεται η διαδικασία συμψηφισμού για οφειλές στα διάφορα κυβερνητικά τμήματα/ υπηρεσίες/ ταμεία, δυνάμει του άρθρου 13 του Νόμου.
Είναι άρα σαφές, πρώτα ότι οι προσβαλλόμενες εμπίπτουν στο άρθρο 27(γ) του Ν. 158(Ι)/1999 άρα δεν χρήζουν, γενικώς, αιτιολογίας ή ρητής αναφοράς του άρθρου του Νόμου, στο οποίο εδράστηκαν, ούτε αποτελούν πράξεις εκδοθείσες από συλλογικό όργανο ώστε να απαιτείται η τήρηση λεπτομερούς πρακτικού. Σχετικές είναι οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου στην ΑΕ Αρ. 155/2006 Y Karydas Car Engineering & Valeting Services Ltd εμπορευόμενη με την εμπορική επωνυμία Y Karydas Drive & Fly ν. Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη (2009) 3 ΑΑΔ 375 και η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (Α. Ευσταθίου-Νικολετοπούλου, ΔΔΔ ως ήταν τότε) στις Συν. Υπ. Αρ. 1412/2016 κ.α Woolworth (Cyprus) Properties PLC ν. Δημου Λευκωσίας ημερ. 16.09.2022.
Πάντως, και άνευ επηρεασμού των ανωτέρω, θεωρώ ότι παρέχεται συνοπτική αιτιολογία, εφόσον στα Παραρτήματα Α και Β της Αίτησης Ακυρώσεως, πλησίον του συμψηφισθέντος ποσού, καταγράφεται ως περιγραφή «Αποκοπή για συμψηφισμό Οφειλές Φόρος Εισοδήματος. Περαιτέρω, έχοντας υπόψη τους συγκεκριμένους συμψηφισμούς, ως ετέθηκαν με την ένσταση (σχετικά τα δελτία πληρωμής Παράρτημα Α και Β σε ένσταση), δε διαπιστώνω ότι εκτελέστηκαν από αναρμόδιο όργανο αλλά αντιθέτως, από λειτουργούς χρήστες του ΕΦΑΡ.ΣΥ., οι οποίοι ενήργησαν δυνάμει οδηγιών της Γενικής Λογίστριας κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω αναφερόμενων εγκυκλίων. Σημειώνω, εν προκειμένω, ότι το άρθρο 41 του Νόμου εξουσιοδοτεί την Γενική Λογίστρια να εκδίδει εγκύκλιες οδηγίες προς τη Δημοκρατία (γενικά) με σκοπό την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του, το δε άρθρο 4(3) του Νόμου προβλέπει τη δυνατότητα όπως οι όποιες εξουσίες, καθήκοντα και υπηρεσίες του Γενικού Λογιστή, εκτελεστούν όχι μόνον από τον ίδιο αλλά και από υπαλλήλους οι οποίοι ενεργούν σύμφωνα με τις οδηγίες του. Δε θεωρώ άρα ότι πχ απαιτείτο έγγραφη εξουσιοδότηση της Γενικής Λογίστριας ειδικά σε συγκεκριμένο λειτουργό για να ενεργεί τους συμψηφισμούς, δεδομένων των ως άνω νομοθετικών προνοιών και της αναλυτικής διαδικασίας που προβλέπεται στις εν λόγω εγκυκλίους.
Ορθώς ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση υποβάλλει ότι η νομολογία έχει ήδη καθορίσει ότι, κατά κανόνα, έκδοση κανονισμών δεν απαιτείται [Δημοκρατία ν. Ετ. Κ.Γ. Τύμβιου Λτδ (1994) 3 ΑΑΔ 553] άρα δεν υποχρεούται η διοίκηση να κάνει χρήση της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 40 του Νόμου και θεωρώ ότι το ίδιο το άρθρο 13 του Νόμου και οι πιο πάνω εγκύκλιες οδηγίες, οι οποίες προϋπήρχαν των προσβαλλομένων, καθορίζουν ένα επαρκές πλαίσιο ρύθμισης και δράσης της διοίκησης κατά τη διαδικασία συμψηφισμών ως οι επίδικοι. Συνεπώς και ο ισχυρισμός περί παρανομίας και αντισυνταγματικότητας λόγω μη έκδοσης κανονισμών, απορρίπτεται.
Με τον λόγο ακύρωσης αρ. 2.4 τέλος, εγείρεται ότι το άρθρο 13 του Νόμου αντίκειται στα Άρθρα 23, 25, 26 και 35 του Συντάγματος. Στην αγόρευση της Αιτήτριας η ανάπτυξη περιορίζεται/επικεντρώνεται συνοπτικά στην παράβαση των Άρθρων 23 (δικαίωμα στην ιδιοκτησία) και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα στην εργασία/επιχειρηματική ελευθερία), με έμφαση στον επηρεασμό των επαγγελματικών σχέσεων της Αιτήτριας με τους συνεργάτες της ιατρούς καθώς και στον οικονομικό επηρεασμό των τελευταίων λόγω του συμψηφισμού.
Επί των ισχυρισμών αυτών, θεωρώ πρώτα ότι η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να επικαλείται παράβαση συνταγματικών δικαιωμάτων τρίτων προσώπων μη διάδικων στην παρούσα διαδικασία. Περαιτέρω και τουλάχιστον στο μέτρο που αφορά την Αιτήτρια, δε διαπιστώνω ότι η πρόνοια του άρθρου 13 του Νόμου μέσω των συγκεκριμένων επίδικων πράξεων παραβιάζει με οποιοδήποτε τρόπο τις ως άνω Συνταγματικές πρόνοιες. Ως αναφέρθηκε στην Α.Ε Αρ. 115/2009 Crown Resorts Limited ν. Δήμου Παραλιμνίου ημερ. 11.04.2012 (έμφαση του Δικαστηρίου) και θεωρώ ισχύει και στα εδώ κρινόμενα:
«Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί και όπως εύστοχα επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, το δικαίωμα ιδιοκτησίας που προστατεύεται από το Άρθρο 23.1 του Συντάγματος, δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς που προβλέπονται. Περαιτέρω οι πρόνοιες του Άρθρου 23, δεν επηρεάζουν τη δυνατότητα του κράτους να θεσπίσει νόμους οι οποίοι κρίνονται αναγκαίοι προς εξασφάλιση της επιβολής φόρου.
Το Άρθρο 24 του Συντάγματος προνοεί ότι έκαστος υποχρεούται να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων του, αλλά κανένας φόρος, τέλος ή εισφορά, μπορεί να είναι καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσης. Καμιά επιβολή φόρου, τέλους ή εισφοράς επιβάλλεται εκτός διά νόμου ή κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου.
(…)
Βέβαια, ούτε απαγορευτικής φύσης είναι αφού δεν χρησιμοποιείται για σκοπούς περιορισμού της άσκησης ορισμένου επαγγέλματος ή διεξαγωγής ορισμένης εργασίας.».
Ως εκ τούτου και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται, δεδομένου ότι δε διαπιστώνεται ότι οι επίδικοι συμψηφισμοί δυνάμει του άρθρου 13 του Νόμου, οι οποίοι εφαρμόστηκαν προς είσπραξη των δυνάμει του Νόμου (δεδομένα) οφειλόμενων ποσών της Αιτήτριας για φορολογία εισοδήματος, παραβιάζουν το περιουσιακό δικαίωμα ή το δικαίωμα στην εργασία/επιχειρηματική ελευθερία της.
Καταλήγω ότι οι λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούν.
Η προσφυγή απορρίπτεται και οι προσβαλλόμενες πράξεις επικυρώνονται. Τα έξοδα επιδικάζονται στα €1.800 υπέρ των Καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.
Φ. Καμένος, ΔΔΔ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο