Θ. Χ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.), Υπόθεση αρ. 583/2018, 25/7/2025
print
Τίτλος:
Θ. Χ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.), Υπόθεση αρ. 583/2018, 25/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 583/2018

25 Ιουλίου, 2025

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Θ. Χ.

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.)

Καθ’ ου η αίτηση.

------------

 

Θ. Χατζηγεωργίου, δικηγόρος - αιτητής.

Ε. Νεοφύτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το καθ’ ου η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:   Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση, η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 09.02.2018, να αναγνωρίσει τον τίτλο σπουδών του “Postgraduate Diploma/Town and Country Planning”, ο οποίος του απονεμήθηκε από τα ιδρύματα University of the West of England Bristol και Leeds Metropolitan University του Ηνωμένου Βασιλείου, ως τίτλο ισότιμο προς Πιστοποιητικό Μεταπτυχιακών Σπουδών και όχι ως τίτλο ισότιμο προς Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επιπέδου Master.  

 

Ο αιτητής υπέβαλε στις 27.12.2011 αίτηση για την αναγνώριση του εν λόγω τίτλου σπουδών, τον οποίο απέκτησε με τη μέθοδο των «Σπουδών εξ Αποστάσεως», ως τίτλου ισότιμου προς Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επιπέδου Master

 

Σημειώνεται ότι το Συμβούλιο, κατά την 77η συνεδρία του στις 12.03.2007 και 13.03.2007, στο πλαίσιο αποφάσεων γενικής φύσεως που έλαβε, αποφάσισε ότι (ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου):

 

«[…] για όλα τα προγράμματα σπουδών 1ου και 2ου κύκλου που προσφέρονται με τη μέθοδο των «Σπουδών εξ Αποστάσεως» απαιτείται η διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων είτε στους χώρους του εξωτερικού ιδρύματος, είτε υπό την εποπτεία αξιόπιστων οργανισμών/φορέων που λειτουργούν στις χώρες των διδασκομένων (π.χ. British Council, Fulbright). Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται το αδιάβλητο και η αξιοπιστία της αξιολόγησης των διδασκομένων».

 

Στο πλαίσιο εξέτασης της αίτηση του αιτητή, το Συμβούλιο, στη βάση προηγούμενης απόφασής του ως προς την αξιολόγηση των προγραμμάτων σπουδών που προσφέρονται εξ αποστάσεως, αποφάσισε όπως αποστείλει σχετικό ερωτηματολόγιο στα ιδρύματα που απένειμαν τον τίτλο, του οποίου την αναγνώριση αιτήθηκε ο αιτητής, για την εξασφάλιση των απαιτούμενων πληροφοριών για την αξιολόγηση και τη λήψη απόφασης.

 

Αφού εξασφαλίστηκαν οι απαιτούμενες πληροφορίες, κατόπιν υποβολής και διευκρινιστικών ερωτημάτων, το Συμβούλιο, κατά την 124η συνεδρία του στις 25.09.2012, έλαβε την ακόλουθη απόφαση ως προς το πρόγραμμα σπουδών MA in Town and Country Planning του University of the West of England Bristol του Ηνωμένου Βασιλείου (ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου):

 

«Το Συμβούλιο εξέτασε τα επιπρόσθετα στοιχεία που απέστειλε το University of the West of England του Ηνωμένου Βασιλείου αναφορικά με το πρόγραμμα σπουδών “MA in Town and Country Planning” που προσφέρει με την μέθοδο των «Σπουδών εξ Αποστάσεως» και διαπίστωσε ότι οι εξετάσεις που διεξάγονται στα πλαίσια του προγράμματος είναι “written seen examinations” και όχι “written unseen examination”.

 

Το γεγονός αυτό αντιτίθεται σε ένα από τα κριτήρια που έθεσε το Συμβούλιο όσον αφορά την αναγνώριση τίτλων σπουδών που προσφέρονται με τη μέθοδο των «Σπουδών εκ Αποστάσεως», σύμφωνα με το οποίο είναι απαραίτητή η διεξαγωγή “written unseen examination”, είτε υπό την εποπτεία του ίδιου του ιδρύματος, είτε υπό την εποπτεία αξιόπιστων φορέων που λειτουργούν στις χώρες των διδασκομένων.

 

Συνεπώς, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι δεν μπορεί να προβεί προς το παρόν σε έγκριση του εν λόγω προγράμματος.

 

Σε περίπτωση που προσκομιστούν οποιαδήποτε νέα στοιχεία στο μέλλον, το Συμβούλιο θα εξετάσει εκ νέου το θέμα και θα αποφασίσει ανάλογα».

 

Ενόψει τούτου, κατά την 133η συνεδρία του στις 25.06.2013, το Συμβούλιο αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση του αιτητή καθότι, ως αναφέρεται στα σχετικά πρακτικά, οι εξετάσεις που διεξάγονται στα πλαίσια του προγράμματος που ο αιτητής παρακολούθησε, είναι «written seen examinations» και όχι «written unseen examination», γεγονός που αντιτίθεται σε ένα από τα κριτήρια που έθεσε το Συμβούλιο αναφορικά με την αναγνώριση τίτλων σπουδών που προσφέρονται με τη μέθοδο των «Σπουδών εκ Αποστάσεως», σύμφωνα με το οποίο είναι απαραίτητη η διεξαγωγή «written unseen examination», είτε υπό την εποπτεία του ίδιου του ιδρύματος, είτε υπό την εποπτεία αξιόπιστων φορέων που λειτουργούν στις χώρες των διδασκομένων.

 

Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή (η οποία ως αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση στην Ένσταση εκ παραδρομής φέρει ημερομηνία 10.06.2013).

 

Με επιστολή ημερομηνίας 30.07.2013 ο αιτητής εξέφρασε την ένσταση του για την απορριπτική απόφαση του Συμβουλίου και στις 09.08.2013 υπέβαλε αίτηση επανεξέτασης στο προκαθορισμένο από το Συμβούλιο έντυπο, στην πρώτη σελίδα του οποίου κατέγραψε ότι επιζητεί την επανεξέταση της αίτησής του για αναγνώριση του επίδικου τίτλου σπουδών ως ισότιμου «προς μεταπτυχιακό δίπλωμα», παρέλειψε δηλαδή την αναφορά «επιπέδου Master», ως η αρχική του αίτηση.

 

Το Συμβούλιο, κατά την 139η συνεδρία του στις 08.01.2014, αποφάσισε όπως η αίτηση επανεξέτασης αποσταλεί στην αρμόδια Επιτροπή Επανεξέτασης για μελέτη και υποβολή εισηγήσεων. Ενημέρωσε δε προς τούτο τον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 24.01.2014 και στις 05.02.2014 απέστειλε στην Επιτροπή Επανεξέτασης τον φάκελο της αίτησης για αναγνώριση του τίτλου σπουδών του αιτητή μαζί με το σχετικό έντυπο για την καταγραφή της έκθεσης αξιολόγησης της Επιτροπής.

 

Κατά την 174η συνεδρία του στις 23.01.2018, το Συμβούλιο έλαβε την προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση καταγράφοντας τα ακόλουθα στα σχετικά πρακτικά:

 

«Το Συμβούλιο παρατήρησε ότι κανένας εκ των δύο Ανεξάρτητων Κριτών[1], στους οποίους αποστάληκε η αίτηση επανεξέτασης με Αρ. Πρωτ.Ε7/13, δεν έχει ανταποκριθεί μέχρι σήμερα, παρόλο που έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα και παρόλες τις υπενθυμίσεις που έγιναν από την Υπηρεσία του ΚΥΣΑΤΣ.

 

Ως εκ τούτου, και με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 10 του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, το Συμβούλιο αποφάσισε να προχωρήσει τη διαδικασία εξέτασης της εν λόγω αίτηση επανεξέτασης.

 

Το Συμβούλιο ενημερώθηκε πλήρως για όλες τις προηγούμενες αποφάσεις που λήφθηκαν αναφορικά με το συγκεκριμένο θέμα.

 

Το Συμβούλιο αποφάσισε να αναγνωρίσει τον τίτλο σπουδών “Postgraduate Diploma”, που απονεμήθηκε από τα ιδρύματα University of the West of England Bristol και Leeds Metropolitan University του Ηνωμένου Βασιλείου με τη μέθοδο των «Σπουδών εξ Αποστάσεως», ως τίτλο ισότιμο προς Πιστοποιητικό Μεταπτυχιακών Σπουδών».  

 

Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 09.02.2018.  Σημειώνεται ότι προηγουμένως, στις 25.09.2013, ο αιτητής είχε καταχωρίσει στο Ανώτατο Δικαστήριο προσφυγή (την υπ’ αρ. 6064/2013) εναντίον της παράλειψης του Συμβουλίου να επανεξετάσει την αίτησή του, η οποία ακολούθως, μετά τη λήψη της προσβαλλόμενης με την παρούσα προσφυγή απόφασης, αποσύρθηκε.  

 

Διά της γραπτής του αγόρευσης ο αιτητής προωθεί ως πρώτο λόγο ακύρωσης τη θέση ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά την επανεξέταση είναι παράνομη και καταστρατηγεί τις σχετικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και συγκεκριμένα το άρθρο 11 του Ν.68(Ι)/96[2] (εφεξής «ο Νόμος») και τον Κανονισμό 8 των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμών του 1999 έως 2015 (εφεξής «οι Κανονισμοί»), βάσει των οποίων η εξασφάλιση της εισήγησης της Ειδικής Επιτροπής Επανεξέτασης, τα μέλη της οποίας έπρεπε να είναι ειδικοί στο υπό εξέταση θέμα, ήταν υποχρεωτική πριν το Συμβούλιο αποφανθεί τελικά επί της αίτησης επανεξέτασης.  Εν προκειμένω, κατά τη θέση του αιτητή, παρά το γεγονός ότι καταρτίστηκε Ειδική Επιτροπή Επανεξέτασης, στην οποία παραπέμφθηκε η αίτησή του για την υποβολή εισήγησης, εντούτοις τα μέλη της Επιτροπής δεν ήταν ειδικοί στο υπό εξέταση θέμα και παρανόμως δεν υποβλήθηκε εισήγηση προς το Συμβούλιο, το οποίο ανεπίτρεπτα αποφάνθηκε το ίδιο χωρίς να λάβει εισήγηση από την Ειδική Επιτροπή.  Επιπλέον, ο αιτητής υποβάλλει ότι παρανόμως δεν είχε αποσταλεί ούτε η αρχική του αίτηση σε Επιτροπή Κρίσεως, όπως το άρθρο 7 του Νόμου και ο Κανονισμός 6 των Κανονισμών προέβλεπαν.

 

Με τους λοιπούς λόγους ακύρωσης ο αιτητής υποβάλλει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πάσχει λόγω νομικής και πραγματικής πλάνης, παντελούς έλλειψης αιτιολογίας και παράλειψης διεξαγωγής δέουσας και επαρκούς έρευνας.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος του καθ’ ου η αίτηση απορρίπτει τους λόγους ακύρωσης και υποστηρίζει το νόμιμο και αιτιολογημένο της διαδικασίας που ακολουθήθηκε εφόσον η Επιτροπή Επανεξέτασης δεν ανταποκρίθηκε και δεν υπέβαλε εισήγηση προς το Συμβούλιο παρά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος.  

 

Επιπλέον, η κα Νεοφύτου, επισημαίνοντας τη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου να λαμβάνει αποφάσεις και να θέτει κριτήρια γενικής πολιτικής, εισηγείται πως η απόφαση για μη αναγνώριση του τίτλου του αιτητή στηρίχθηκε στη διαπίστωση ότι οι εξετάσεις που διεξάγονται από το εκπαιδευτικό ίδρυμα που απένειμε τον τίτλο είναι εξετάσεις «written seen examinations» και όχι «written unseen examination», γεγονός το οποίο, κατά τη θέση της και όπως αποφάνθηκε το Συμβούλιο, αντιτίθεται σε ένα από κριτήρια που το Συμβούλιο έθεσε για την αναγνώριση τίτλων σπουδών που προσφέρονται με τη μέθοδο των σπουδών εξ αποστάσεως, σύμφωνα με το οποίο (ως αναφέρεται στη γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης δικηγόρου) «είναι απαραίτητη η διεξαγωγή written unseen examination, είτε υπό την εποπτεία του ίδιου του ιδρύματος είτε υπό την εποπτεία αξιόπιστων φορέων που λειτουργούν στις χώρες των διδασκόμενων».  

 

Αναφορικώς με την απόφαση για αναγνώριση του τίτλου σπουδών του αιτητή ως Πιστοποιητικό Μεταπτυχιακών Σπουδών, η ευπαίδευτη δικηγόρος παραπέμπει στις πρόνοιες του Κανονισμού 4 των Κανονισμών και στην καταγραφή από τον αιτητή, στην αίτηση επανεξέτασης, του αιτήματος για αναγνώριση του επίδικου τίτλου σπουδών ως ισότιμου «προς μεταπτυχιακό δίπλωμα».

 

Αντιτείνει, τέλος, η κα Νεοφύτου πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως και πλήρως αιτιολογημένη και το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας.

 

Έχω μελετήσει τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς και, με βάση την ισχύουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο νομοθεσία και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Η επισήμανση της κας Νεοφύτου ότι με την αίτηση επανεξέτασης ο αιτητής αιτήθηκε την αναγνώριση του τίτλου σπουδών του ως ισότιμου «προς μεταπτυχιακό δίπλωμα», είναι καταρχάς ορθή.  Πλην, όμως, δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι η επιδίωξη του αιτητή ήταν η αναθεώρηση της απορριπτικής απόφασης ως προς την αίτησή του ο επίδικος τίτλος σπουδών να αναγνωριστεί ως τίτλος ισότιμος προς Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επιπέδου Master.  Αυτό αιτήθηκε με την αρχική του αίτηση και αυτό προκύπτει από τους λόγους που αναλυτικώς παρέθεσε προς υποστήριξη του αιτήματος επανεξέτασης.  Εν πάση δε περιπτώσει, ο Κανονισμός 4, στον οποίο η ευπαίδευτη δικηγόρος του Συμβουλίου παραπέμπει και ο οποίος καθορίζει τα επίπεδα αναγνώρισης τίτλων σπουδών, αναφέρεται μόνο σε «Πιστοποιητικό Μεταπτυχιακών σπουδών» και «Μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου MASTER».

 

Ακολούθως, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με την πάγια επί του θέματος νομολογία, η αναζήτηση των απόψεων των Επιτροπών Κρίσεων για τη λήψη απόφασης σχετικά με την αναγνώριση των τίτλων είναι υποχρεωτική για το Συμβούλιο (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ν Ιζαμπέλ Ιωαννίδου (2006) 3 ΑΑΔ 32).  Εν προκειμένω το Συμβούλιο παρέπεμψε μεν την αίτηση του αιτητή στην Ειδική Επιτροπή Επανεξέτασης, πλην όμως η Επιτροπή δεν υπέβαλε εισήγηση.  Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου στερείται του αναγκαίου νομικού ερείσματος (Καραφυλλίφδου ν ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. (2006) 4 ΑΑΔ 399).   

 

Η επίκληση από το Συμβούλιο των επιταγών του άρθρου 10 του Ν.158(Ι)/99 ως προς την υποχρέωση ενός διοικητικού οργάνου να ασκεί την αρμοδιότητά του μέσα σε εύλογο χρόνο, δεν διασώζει το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης.  Καταρχάς η εν λόγω αναφορά αντιφάσκει με τις ενέργειες του ίδιου του Συμβουλίου δοθέντος ότι η αίτηση επανεξέτασης του αιτητή υποβλήθηκε στις 09.08.2013 και αυτή παραπέμφθηκε στην Επιτροπή Επανεξέτασης 6 μήνες αργότερα, ήτοι στις 05.02.2014.  Οι δε υπενθυμίσεις οι οποίες αναφέρονται στα πρακτικά της επίδικης συνεδρίας κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ημερομηνίας 09.07.2014 και ένα μήνυμα μέσω τηλεομοιότυπου (φαξ) ημερομηνίας 24.07.2014 χωρίς, έκτοτε και μέχρι την ημερομηνία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης στις 23.01.2018, να εντοπίζεται στον διοικητικό φάκελο οποιαδήποτε άλλη ενέργεια από το Συμβούλιο είτε για την εξασφάλιση της εισήγησης της συγκεκριμένης Επιτροπής, είτε για τη σύσταση άλλης Επιτροπής ή παραπομπής της αίτησης σε Ανεξάρτητους Κριτές με συναφές γνωστικό αντικείμενο, λαμβανομένης υπόψη και της τροποποίησης των σχετικών νομοθετικών και κανονιστικών προνοιών που εντωμεταξύ μεσολάβησε.  Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη ότι η εξασφάλιση  (όχι μόνο η αναζήτηση) της εισήγησης της Επιτροπής Επαναξιολόγησης συνιστούσε ουσιώδη τύπο για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπήρχε αντικειμενική αδυναμία τήρησης της διαδικασίας που προβλέπει ο νόμος ή προσπάθεια του Συμβουλίου να ακολουθήσει μια παραπλήσια διαδικασία που παρέχει τα ίδια εχέγγυα με την προβλεπόμενη, ώστε να τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 13(3) του Ν.158(Ι)/99, τις οποίες εν πάση περιπτώσει το Συμβούλιο ούτε καν επικαλέστηκε.

 

Έστω όμως και αν ήθελε θεωρηθεί ότι, υπό τις περιστάσεις, το Συμβούλιο είχε την ευχέρεια να προχωρήσει στη λήψη απόφασης χωρίς να έχει εξασφαλίσει την εισήγηση από την Επιτροπή Επαναξιολόγησης, καταλήγω, σε συμφωνία με τον αιτητή, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται οποιασδήποτε αιτιολογίας εφόσον οι λόγοι, τους οποίους ο αιτητής προέβαλε για να υποστηρίξει το αίτημά του για επανεξέταση, ούτε φαίνεται να απασχόλησαν το Συμβούλιο ούτε έχουν καθοιονδήποτε διερευνηθεί και απαντηθεί.

Πλημμέλεια, όμως, εντοπίζω και στην αιτιολογία της αρχικής απόφασης για απόρριψη της αίτησης του αιτητή για την αναγνώριση του επίδικου τίτλου σπουδών.  Ως ορθώς επισημαίνει ο αιτητής, ο οποίος αναγνωρίζει την ευχέρεια του Συμβουλίου να ασκεί τη διακριτική του εξουσία σε μια υπόθεση με βάση γενική πολιτική ή κριτήρια που έχει προκαθορίσει το ίδιο για παρόμοιες υποθέσεις (αρ. 44(4) του Ν.158(Ι)/99, Βύρωνας Βύρωνος ν ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ, ΕΔΔ αρ. 146/20, ημερ. 07.05.2025), το Συμβούλιο, κατά την 77η συνεδρία του στις 12.03.2007 και 13.03.2007, στο πλαίσιο αποφάσεων γενικής φύσεως που έλαβε, αποφάσισε μόνο πως, για όλα τα προγράμματα σπουδών 1ου και 2ου κύκλου που προσφέρονται με τη μέθοδο των σπουδών εξ αποστάσεως απαιτείται η διεξαγωγή «γραπτών εξετάσεων».  Στον διοικητικό φάκελο δεν εντοπίζεται, ούτε η πλευρά του Συμβουλίου έχει υποδείξει, οποιαδήποτε άλλη μεταγενέστερη απόφαση ως προς τον τρόπο διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων και συγκεκριμένα ως προς την απαίτηση αυτές να έχουν την μορφή «written unseen examination».  Ως ορθώς δε επίσης επισημαίνει ο αιτητής, ούτε το Συμβούλιο έχει, εν πάση περιπτώσει, εξετάσει κατά πόσον τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης στη βάση των λόγων που ο αιτητής προέβαλε τόσο με την αρχική του αίτηση όσο και με την αίτηση επανεξέτασης (που δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να τα αξιολογήσει πρωτογενώς) δικαιολογούσαν απόκλιση από τη γενική πολιτική ή τα κριτήρια που το Συμβούλιο είχε προηγουμένως καθορίσει (αρ. 44(4) του Ν.158(Ι)/99).

 

Για όλους τους ανωτέρω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα ύψους €1.800 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή.

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.



[1] Στην Ένσταση σημειώνεται ότι εκ παραδρομής γίνεται αναφορά σε Ανεξάρτητους Κριτές, οι οποίοι αντικατέστησαν τις Επιτροπές Κρίσεως και Επανεξέτασης με τον τροποποιητικό Ν.31(Ι)/2015, ενώ είναι η αρμόδια Επιτροπή Επανεξέτασης που δεν είχε ανταποκριθεί.

[2] Ο περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμος του 1996.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο