S. A. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 589/2025, 24/7/2025
print
Τίτλος:
S. A. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 589/2025, 24/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 589/2025(Κ))

24 Ιουλίου 2025

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

S. A.

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Ιωάννης Α. Γιάννης, για Αλταχέρ Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.

Ανδρέας Φιλίππου, Δικηγόρος, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Αντικείμενο της υπό εκδίκαση προσφυγής, συνιστά η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 2.6.2025, λόγω της κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6(1)(ι) του Κεφ. 105.

 

  Ο αιτητής κατάγεται από την Ινδία. Αφίχθηκε στη Δημοκρατία ως εργάτης γεωργίας, με άδεια εισόδου ημερομηνίας 1.8.2023 και ισχύ μέχρι τις 30.10.2023. Κατόπιν σύναψης σύμβασης εργασίας με την εργοδότρια του στην Πάφο, του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας στη Δημοκρατία, με ισχύ μέχρι τις 24.7.2024, άδεια η οποία ανανεώθηκε με την ίδια εργοδότρια μέχρι και τις 23.7.2026.

 

  Την 1.6.2025, παρουσιάστηκε στο Αεροδρόμιο Λάρνακας με σκοπό να ταξιδέψει στο Βελιγράδι. Κατά την άφιξη του στο Βελιγράδι, δεν του επιτράπηκε η είσοδος και επέστρεψε αναγκαστικά πίσω στην Δημοκρατία με την πτήση W6 4027, στις 2.6.2025.

 

  Στη βάση των όσων αναφέρονται στην έκθεση της ΥΑΜ στο Κέντρο Ελέγχου Διαβατηρίων του Αερολιμένα Λάρνακας, ο αιτητής αναχώρησε από την Δημοκρατία προκειμένου να μεταβεί στη Σερβία και ακολούθως σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τακτική η οποία ακολουθείται το τελευταίο χρονικό διάστημα από υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι κατέχουν άδεια παραμονής στη Δημοκρατία, χωρίς να τον δεχτούν οι Σερβικές Αρχές. Όπως επίσης αναφέρεται στην εν λόγω έκθεση, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν με την εργοδότρια του αιτητή, ο τελευταίος δεν την είχε ενημερώσει πως θα αναχωρούσε από την Δημοκρατία για το Βελιγράδι, παρά μόνον της είχε αναφέρει πως στις 31.5.2025 θα μετέβαινε σε σπίτι φιλικού του προσώπου στη Λευκωσία και θα επέστρεφε πίσω στην εργασία του την 1.6.2025.

 

  Κατόπιν εισήγησης της ΥΑΜ προς την Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, εναντίον του αιτητή εκδόθηκαν τα εδώ προσβαλλόμενα διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 2.6.2025, λόγω της κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη, βάσει των διατάξεων του άρθρου 6(1)(ι) του Κεφ. 105, «καθότι αναχώρησε από τη Δημοκρατία την 01/06/2025 και δεν έχει δικαίωμα εισόδου και παραμονής στη Δημοκρατία». Η απόφαση για την κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη, όσο και η ακύρωση της άδειας παραμονής του, του γνωστοποιήθηκαν δια της επιστολής ημερομηνίας 2.6.2025.

 

  Εκ μέρους του ευπαιδεύτου συνηγόρου του, εγείρεται ζήτημα ελλιπούς διερεύνησης και πλάνης περί τα πράγματα, αφού στις 2.6.2025, ημερομηνία της επιστροφής του από το Βελιγράδι στη Δημοκρατία, ήταν σε ισχύ άδεια παραμονής και εργασίας, η οποία ουδέποτε είχε ανακληθεί και συνεπώς, πεπλανημένα ο αιτητής κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης. Διατείνεται πως κατά την στιγμή της κράτησης του στο Αεροδρόμιο της Λάρνακας, δεν υπεβλήθη οποιοδήποτε παράπονο από την εργοδότρια του, πως δεν διερευνήθηκε το γεγονός πως την είχε ενημερώσει για την αδυναμία του να συνεχίσει να εργάζεται για αυτήν και πως επιθυμούσε να αναζητήσει νέο εργοδότη, ενώ δεν λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, αλλά μία γενική τακτική που ακολουθείται από άλλους αλλοδαπούς.

 

  Αποτέλεσε θέση του πως η εισήγηση για ακύρωση της άδειας παραμονής του, έγινε από αναρμόδιο πρόσωπο, ήτοι από Υπαστυνόμο και όχι από λειτουργό του Τμήματος Μετανάστευσης, πως στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης και πως η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε αναιτιολόγητη και ελλιπής.

 

  Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας, υποστηρίζοντας πλήρως τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, υπέδειξε πως ορθά ο αιτητής κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης και πως η άδεια εργασίας του έπαυσε να ισχύει από τη στιγμή που ο ίδιος ο αιτητής αποχώρησε από την εργασία του και τον εργοδότη του. Υπέβαλε πως οι επίδικες αποφάσεις εκδόθηκαν από το αρμόδιο όργανο, ήτοι την Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης και πως σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα ακρόασης. Η διερεύνηση που προηγήθηκε, καθώς και η αιτιολογία, προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο και από το σώμα των διοικητικών αποφάσεων.

 

  Έχοντας εξετάσει τους ενώπιον μου εκατέρωθεν ισχυρισμούς, καταλήγω πως ο αιτητής δεν έχει δίκαιο στις θέσεις που προβάλλει. Όπως προκύπτει από τις σελιδώσεις 40-32 του διοικητικού φακέλου που σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής είχε υπογράψει συμβόλαιο εργασίας με την εργοδότριά του, με χώρο εργασίας την Πέγεια της Πάφου. Παρόλο το καθεστώς εργασίας του, αυτός παρουσιάστηκε στο Αεροδρόμιο Λάρνακας προκειμένου να μεταβεί στην Σερβία. Με την εκεί άφιξη του, δεν του επιτράπηκε η είσοδος και επέστρεψε αναγκαστικά την ίδια μέρα πίσω στη Δημοκρατία.

 

  Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην έκθεση της ΥΑΜ, εκείνη την μέρα, ακολούθησε τηλεφωνική επικοινωνία με την εργοδότρια του, η οποία δεν ήταν ενήμερη για την πρόθεση του να ταξιδέψει στη Σερβία, παρά μόνον ότι ο ίδιος θα μετέβαινε στις 31.5.2025 σε φιλικό του πρόσωπο στη Λευκωσία και ότι θα επέστρεφε στο χώρο εργασίας του στην Πάφο, την επόμενη μέρα.

 

  Δεδομένων των περιστάσεων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, αφενός η προσπάθεια του αιτητή να αναχωρήσει από την Δημοκρατία και αφετέρου η δηλωθείσα άγνοια της εργοδότριας του για ταξίδι στο εξωτερικό, ενώ ήταν σε ισχύ άδεια εργασίας, χωρίς τέτοια προοπτική, κρίνεται εύλογη η διαπίστωση της διοίκησης, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από την έκθεση της ΥΑΜ του Κέντρου Ελέγχου Διαβατηρίων του Αερολιμένα Λάρνακας, πως πρόθεση του αιτητή ήταν η αναχώρηση του από την Δημοκρατία με σκοπό την μετάβασή του σε άλλη χώρα, χωρίς πρόθεση επιστροφής στη Δημοκρατία.

 

  Κατά το στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων, σε ερώτηση του Δικαστηρίου για το κατά πόσον υπήρχε σε ισχύ εισιτήριο επιστροφής στη Δημοκρατία, η απάντηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή ήταν πως υπήρχε, χωρίς όμως να προσκομιστεί οτιδήποτε προκειμένου να καταδείξει την προβαλλόμενη εκ μέρους του θέση πως η διοίκηση πλανήθηκε ως προς την πρόθεσή του για μη επιστροφή στη Δημοκρατία στην οποία κατείχε άδεια προσωρινής παραμονής για σκοπούς και μόνον, εργασίας.

 

  Συνεπώς, απορρίπτεται η θέση του αιτητή πως η διοίκηση δεν προέβη σε επαρκή διερεύνηση των ενώπιον της δεδομένων και πως πλανήθηκε ως προς την πραγματική πρόθεση του αιτητή. Αντιθέτως, κρίνεται πως η διοίκηση, λαμβάνοντας υπόψη τα ενώπιον της γεγονότα, εύλογα προχώρησε σε ανάκληση της προσωρινής άδειας παραμονής και εργασίας του αιτητή και εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 6(1)(ι) του Κεφ. 105, εξέδωσε τα εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, αφού αποτελούσε πλέον πρόσωπο του οποίου η είσοδος στη Δημοκρατία είχε απαγορευθεί.

 

  Οι εκ των υστέρων προβαλλόμενες θέσεις του αιτητή, μέσα στη γραπτή του αγόρευση, πως είχε ενημερώσει την εργοδότρια του ότι επιθυμούσε να εξεύρει άλλο εργοδότη, δεν αποδεικνύονται, αφού θα μπορούσε να το πράξει με τον δέοντα και ορθό τρόπο, προβαίνοντας σε δήλωση στο αρμόδιο Τμήμα Εργασίας, αλλά ούτε και δικαιολογούν τις ενέργειες του για μετάβαση σε άλλη χώρα, ενώ ήταν σε ισχύ άδεια εργασίας, στη βάση συμβολαίου εργασίας με συγκεκριμένο πρόσωπο.

 

  Απορριπτέοι καθίστανται κι οι ισχυρισμοί του πως η εισήγηση για έκδοση των εναντίον του προσβαλλόμενων αποφάσεων και ακύρωση της άδειας παραμονής του έγιναν από αναρμόδιο πρόσωπο, αφού ζήτημα αρμοδιότητας τίθεται για το όργανο το οποίο είναι επιφορτισμένο εκ του Νόμου να εκδίδει την συγκεκριμένη διοικητική απόφαση, που εν προκειμένω, αυτές έχουν εκδοθεί δεόντως από την Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης.

 

  Ομοίως, απορριπτική κατάληξη θα πρέπει να έχει και η θέση του αιτητή περί παράβασης του δικαιώματος ακρόασης πριν την έκδοση των επίδικων αποφάσεων.  Είναι σαφές ότι και στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1) του Ν. 158(Ι)/99, αφού δεν αποτελεί ούτε κύρωση, αλλά ούτε και μέτρο πειθαρχικής φύσεως.

 

  Αναφέρονται προς τούτο και τα όσα λέχθηκαν στην Α.Ε. 89/2015, Α.Ν. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 3.6.2022, που αφορούσε σε όμοιας φύσης διοικητική απόφαση, ως εξής:

«Κατ’ αρχάς, η Διοίκηση δεν είχε υποχρέωση, υπό τις περιστάσεις, να ειδοποιήσει τον Εφεσείοντα για σκοπούς συνέντευξης, ακρόασης ή άλλα τέτοια τινά, πριν από την έκδοση του διατάγματος απέλασης (Salona Agency Ltd v. Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Α.Ε. 138/13, ημ. 4.12.19, ECLI:CY:AD:2019:C508, Joudine και Άλλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 500, 512-513, Kedoum v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, 512)».

 

  Βάσει των όσων έχουν αναφερθεί, καταλήγω πως οι επίδικες διοικητικές αποφάσεις, είναι δεόντως αιτιολογημένες, ληφθείσες υπό το φως των πιο πάνω στοιχείων και δεδομένων και ως τέτοιες, κρίνονται ως νόμιμες και εύλογες.

  Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.800 έξοδα εναντίον του αιτητή. Οι προσβαλλόμενες διοικητικές αποφάσεις επικυρώνονται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.                     

 

 

         Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο