
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 613/2020)
18 Ιουλίου 2025
[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA AΡΘΡA 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Π. Χ.
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ
Καθ’ ων η αίτηση.
……………………………
Κατερίνα Χατζηθεοδώρου, για την αιτήτρια.
Μαρία Δρυμιώτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Η αιτήτρια είναι μόνιμη Αξιωματικός, η οποία διορίστηκε στον Στρατό της Δημοκρατίας την 1.2.1993 με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού, ως πτυχιούχος Νομικής Σχολής και κάτοχος άδειας ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος. Με τον διορισμό της, εντάχθηκε στο Κοινό Σώμα του Δικαστικού και από τις 29.12.2017 φέρει τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη. Υπηρετεί στην Διεύθυνση Δικαστικού του Γενικού Επιτελείου της Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ).
Την 1.10.2019 υπέβαλε αίτημα προς την Διεύθυνση Δικαστικού του ΓΕΕΦ, όπως, ως πτυχιούχος νομικής με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, της χορηγηθεί άδεια για μερική απασχόληση, έναντι αμοιβής, κατά τις ώρες εκτός της υπηρεσίας της στο Στρατό, υπό όρους και προϋποθέσεις που θα καθορίσει ο Υπουργός Άμυνας, κατ’ αναλογία με τους Αξιωματικούς Ιατρούς.
Το εν λόγω αίτημα διαβιβάστηκε στις 31.10.2019 από το ΓΕΕΦ (Διεύθυνση Προσωπικού) προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας, για εξέταση. Με την επιστολή ημερομηνίας 16.1.2020, το αίτημα απερρίφθη, λόγω του ότι «οι διατάξεις του άρθρου 54(2) των περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμων του 2016 έως 2019 είναι απαγορευτικές».
Η Διεύθυνση Προσωπικού του ΓΕΕΦ με την επιστολή ημερομηνίας 3.2.2020 ενημέρωσε την Διεύθυνση Δικαστικού πως το αίτημα της αιτήτριας για μερική απασχόληση έναντι αμοιβής κατά τις εκτός της υπηρεσίας της ώρες δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί, «δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 54(2) του (α) σχετικού[1], είναι απαγορευτικές».
Το περιεχόμενο της προαναφερθείσας επιστολής ημερομηνίας 3.2.2020, στην οποία εμπεριέχεται η απόρριψη του υποβληθέντος αιτήματος, γνωστοποιήθηκε ενυπογράφως στην αιτήτρια στις 5.2.2020. Σημειώνεται πως η εν λόγω γνωστοποίηση, δεν αμφισβητείται από την αιτήτρια, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των παραγράφων 6 και 7 των γεγονότων της αίτησης ακυρώσεως και το συνημμένο, ως Παράρτημα 4, σε αυτήν.
Μετά την γνωστοποίηση της απόρριψης του αιτήματός της, η αιτήτρια υπέβαλε νέα επιστολή ημερομηνίας 7.2.2020, αναφερόμενη στην επιστολή ημερομηνίας 3.2.2020, ζητώντας αντίγραφο της απόφασης του Υπουργού Άμυνας. Το περιεχόμενο της επιστολής αυτής, παρατίθεται αυτούσιο:-
«ΘΕΜΑ: Αίτημα για χορήγηση άδειας για μερική απασχόληση
Σχετ.: α. Οι περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμοι του 2016 μέχρι 2019
β. Οι περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 και 2014
γ. Η από 1 Οκτ 2019 μη Υπηρεσιακή Αναφορά της Ανχη (Δ) Π[…] Χ[…] ΑΜ:3953
δ. Αρ. Φακ.:3953/16 Ιαν 2020/ΥΠΑΜ/Γεν. Δντής
ε.Φ.400/7/820753/Σ.249/3Φεβ2020/ΓΕΕΦ/ΔΙΠΡΟ/5α
1. Αναφέρω ότι με το (ε) σχετικό, του οποίου έλαβα γνώση στις 6 Φεβ 2020, ενημερώθηκα πως, κατόπιν του (δ) όμοιου, το αίτημα μου για κατ’ αναλογία των Αξιωματικών Ιατρών, μου χορηγηθεί άδεια για μερική απασχόληση, έναντι αμοιβής, κατά τις ώρες εκτός της υπηρεσίας μου στο Στρατό, με όρους και προϋποθέσεις ως ο κ. ΥΠΑΜ ήθελε καθορίσει, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 54(2) του (α) σχετικού είναι απαγορευτικές.
2. Με την παρούσα αναφορά μου, ασκώντας το δικαίωμα που μου παρέχει το άρθρο 37 του (β) σχετικού, αιτούμαι όπως μου δοθεί φωτοαντίγραφο της απόφασης του ΥΠΑΜ για την απόρριψη του εν λόγω αιτήματός μου.
3. Ο λόγος που αιτούμαι το έγγραφο είναι επειδή προτίθεμαι να ασκήσω προσφυγή κατά της απόφασης του ΥΠΑΜ που μου γνωστοποιήθηκε με το (ε) όμοιο, καθ’ ότι, θεωρώ ότι παραβιάζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας».[2]
Η Διεύθυνση Προσωπικού του ΓΕΕΦ γνωστοποίησε προς την Διεύθυνση Δικαστικού του ΓΕΕΦ, την επιστολή ημερομηνίας 15.5.2020, επί της οποίας επισυνάφθηκε η επιστολή ημερομηνίας 16.1.2020, εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή, στην οποία αναφέρονται τα εξής:-
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή της Διεύθυνσης Προσωπικού του ΓΕΕΦ […] και ημερομηνία 31.10.2019, που αφορά στο πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι, το αίτημα της Αντισυνταγματάρχη Π[…] Χ[…] εξετάστηκε από τον Υπουργό Άμυνας, ο οποίος έκρινε ότι αυτό δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, καθώς οι διατάξεις του άρθρου 54(2) των περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμων του 2016 έως 2019 είναι απαγορευτικές».
Η αιτήτρια ενημερώθηκε για το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 15.5.2020, στις 21.5.2025. Ακολούθως, στις 15.7.2020, καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή, προσβάλλοντας τη νομιμότητα της απόφασης ημερομηνίας 15.5.2020.
Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, προώθησε ένα και μοναδικό λόγο. Την αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 54(2) του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου, Ν. 36(Ι)/2016, ως αντιβαίνουσες στις διατάξεις του Άρθρου 28 του Συντάγματος και στην αρχή της ισότητας, παρέχοντας, κατά τις εισηγήσεις, το προνόμιο της μερικής ιδιωτικής απασχόλησης έναντι αμοιβής, υπό όρους και προϋποθέσεις, μόνον στους Αξιωματικούς Ιατρούς του Υγειονομικού Σώματος, εισάγοντας με αυτόν τον τρόπο διάκριση για ορισμένη κατηγορία προσώπων, χωρίς αυτή να είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη.
Εγέρθηκε από την Δημοκρατία ζήτημα εκπροθέσμου της προσφυγής, συναρτώμενο με προσβολή μη εκτελεστής διοικητικής πράξης. Κατά τις εισηγήσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Δημοκρατίας, η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αποτυπωμένη στην επιστολή ημερομηνίας 16.1.2020, για την οποία η αιτήτρια έλαβε γνώση στις 5.2.2020, όπως αυτό προκύπτει από την ίδια της την αναφορά που υπέβαλε. Όπως επίσης αναφέρεται, η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 15.5.2020, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη ενημερωτικού περιεχομένου και βεβαιωτική διοικητική απόφαση. Προέβαλε επίσης ζήτημα έκδοσης πράξης κατά δέσμιας αρμοδιότητας, λόγω της συγκεκριμένης πρόνοιας της νομοθεσίας, που δεν έδιδε περιθώριο ενάσκησης διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους του Υπουργού. Απορρίπτοντας την ουσία του εγειρόμενου λόγου ακύρωσης, υποστήριξε την συμβατότητα των διατάξεων του άρθρου 54(2), με το Άρθρο 28 του Συντάγματος, υποβάλλοντας πως δεν αποκλείονται εύλογες διακρίσεις που απαιτούνται να γίνουν, λόγω της ύπαρξης ιδιάζουσας φύσης των πραγμάτων, όπως είναι η ειδική περίπτωση των στρατιωτικών ιατρών και η ανάγκη κάλυψης των ιατρικών αναγκών, στη βάση των υπηρεσιών που αυτοί προσφέρουν εντός των πλαισίων της Εθνικής Φρουράς.
Για το ζήτημα του εκπροθέσμου, η αιτήτρια υποστηρίζει, στην απαντητική γραπτή της αγόρευση, πως γνώση του εγγράφου του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας, ημερομηνίας 16.1.2020, έλαβε μόλις στις 21.5.2020, ημερομηνία που της γνωστοποιήθηκε η επιστολή ημερομηνίας 15.5.2020 και συνεπώς η προσφυγή της ασκήθηκε εντός της προθεσμίας του Συντάγματος. Ενώ υπέβαλε, πρόσθετα, πως προηγουμένως, δεν είχε γνώση του προσώπου που έλαβε στην απόφαση για την απόρριψη του αιτήματός της.
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ε.Δ.Δ. 94/2020 Κατσαρή κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 5.3.2025, το Δικαστήριο επανέλαβε την σταθερή θεώρηση της νομολογίας σε σχέση με τα χαρακτηριστικά μίας βεβαιωτικής διοικητικής πράξης, με αναφορά στις Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191, αλλά και στα όσα αναφέρονται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 240, όπου και υποδείχθηκε πως η κρίση περί ύπαρξης νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων που να οδηγούν σε νέα έρευνα και συνεπώς σε νέα εκτελεστή διοικητική πράξη, θα πρέπει να γίνεται με αυστηρότητα, καθότι δεν πρέπει αυτός που έχει απωλέσει την προθεσμία για προσβολή μίας εκτελεστής διοικητική πράξης να την καταστρατηγεί, δια της δημιουργίας νέας πράξης, κατ΄επίφαση νέας έρευνας.
Στην Κατσαρή κ.ά. (ανωτέρω), προσβαλλόμενη υπήρξε η απόφαση της Διευθύντριας του Τμήματος Δημοσίων Έργων, που γνωστοποιήθηκε στους εκεί Εφεσείοντες με την επιστολή ημερομηνίας 9.1.2017, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά τους για καταβολή επιδόματος περιοδείας, λόγω του ότι δεν ήταν δικαιούχοι. Προηγουμένως, είχαν αποστείλει επιστολή ημερομηνίας 25.10.2016, όπου ζητούσαν να πληροφορηθούν τους λόγους για τους οποίους δεν τους παραχωρήθηκε το προαναφερόμενο επίδομα, στην οποία η διοίκηση ανταποκρίθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 9.1.2017. Με την εν λόγω απόφαση, επικυρώθηκε η πρωτόδικη κρίση πως το γεγονός του αποκλεισμού των Εφεσειόντων από την παραχώρηση του συγκεκριμένου επιδόματος, ήταν εις γνώση τους από τις 25.10.2016 και πως η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 9.1.2017, δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη βεβαιωτικού περιεχομένου που επαναλάμβανε την προηγούμενη απόφαση αποκλεισμού τους. Κρίθηκε, συνεπώς, πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνέβαλε στη διαμόρφωση πλήρους γνώσης, δεν προσέθετε τίποτε το νέο, αλλά απλώς επαναλάμβανε εκείνο το οποίο οι Εφεσείοντες ήδη γνώριζαν.
Μεταφέρω αυτούσιο το κάτωθι απόσπασμα, στο οποίο γίνεται αναφορά και σε σχετική νομολογία:-
«Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο οι εφεσείοντες είχαν επαρκή γνώση των γεγονότων, που περιέβαλλαν την υπόθεση τους, για να προσφύγουν στο δικαστήριο, προτού λάβουν την επίδικη επιστολή. Στη Καλλιμάχου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 62/16, ημερομηνίας 4/10/2023, επαναβεβαιώθηκαν οι αρχές που ισχύουν αναφορικά με την επαρκή γνώση του προσφεύγοντος και την ενεργοποίηση της τιθέμενης από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, ανατρεπτικής προθεσμίας προς καταχώρηση προσφυγής μη δημοσιευτέας πράξης, ως ακολούθως:
«... Το Σύνταγμα δεν θέτει οποιοδήποτε περιορισμό ως προς τον τρόπο ή το μέσο με το οποίο η απόφαση περιέρχεται σε γνώση του προσφεύγοντα. Ό,τι απαιτείται είναι η βέβαιη γνώση της απόφασης, σε βαθμό που να επιτρέπει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο να διεκδικήσει τα δικαιώματα του (Papaioannou v. Republic (1982) 3 CLR 103). Όπως λέχθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (αρ. 1) (1998) 3 ΑΑΔ 197, «αν η πράξη είναι εύκολα προσιτή στον ενδιαφερόμενο, η ουχί εντός ευλόγου χρόνου ενέργεια των απαιτουμένων προς λήψη πλήρους γνώσης της πράξης, αποτελεί παράλειψη της οποίας οι συνέπειες εξομοιώνονται προς τη μη εμπρόθεσμη άσκηση της αίτησης ακύρωσης.»
Η επάρκεια της γνώσης κρίνεται κατά περίπτωση, στο πλαίσιο των περιστατικών της κάθε υπόθεσης. Σε περίπτωση αμφιβολίας κατά πόσον ο διοικούμενος είχε επαρκή γνώση των γεγονότων ή όχι, η αμφιβολία ενεργεί υπέρ του (βλέπετε Cosmas Neophytou v. Republic (1964) CLR 280).
Καθοδηγητική επί του θέματος της επαρκούς γνώσης είναι και η απόφαση Κυπριακής Δημοκρατίας και The Cyprus Phassouri Plantations Co Public Ltd κ.α. , Α.Ε. αρ 31/2011, ημερομηνίας 26.04.2018, ECLI:CY:AD:2018:C201, τα γεγονότα της οποίας προσομοιάζουν, σε κάποιο βαθμό, με αυτά της υπό κρίση υπόθεσης. Η υπόθεση αφορούσε κατανομή οικονομικής βοήθειας σε δικαιούχους επηρεαζομένων κλάδων γεωργίας/κτηνοτροφίας, ανάλογα με το καθεστώς ενασχόλησης τους. Κρίθηκε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν επαρκή γνώση της κατάταξής τους στους μη επαγγελματίες γεωργούς. Λήφθηκε υπόψη, μεταξύ άλλων, η δήλωση τους ότι ενημερώθηκαν από το διοικητικό όργανο ότι είχαν καταταχθεί στους μη επαγγελματίες γεωργούς και ότι απέστειλαν επιστολή με την οποία ζήτησαν αιτιολόγηση της πιο πάνω απόφασης. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:
«... Πλήρης, θεωρείται η γνώση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο, να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή ηθική ζημιά που υφίσταται από την πράξη, παρέχοντας του ταυτοχρόνως την ευκαιρία να προσφύγει στο Δικαστήριο προς έλεγχο της (Χειμωνίδου ν. Ιατρικών Υπηρεσιών κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 870). Η δε επάρκεια της κρίνεται αντικειμενικά κατά περίπτωση, στη βάση του συνόλου των περιστατικών της κάθε υπόθεσης (Σωφρονίου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Κακοπετριάς (1993) 4 Α.Α.Δ. 1951). Ενώ δεν απαιτείται η δημοσίευση ή κοινοποίηση του συνόλου των στοιχείων από τα οποία προκύπτει η τήρηση των προδιαγεγραμμένων τύπων και όλων των στοιχείων που η διοίκηση έλαβε υπ' όψιν για να αιτιολογήσει την πράξη (Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (Αρ.1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197).
Τα γεγονότα και τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, βεβαιώνουν θετικά ότι οι εφεσίβλητες είχαν επαρκή γνώση της κατάταξης τους στις μη γεωργικές επιχειρήσεις και ότι είχαν καταταχθεί στην κατηγορία Β: μη επαγγελματιών γεωργών, ήδη από τις 17.2.2009, με την ίδια την κατάσταση πληρωμής (Επισυν.11 στην αγόρευση εφεσειόντων), συνεπώς η προθεσμία της προσφυγής εξέπνεε στις 3.5.2009. … Γνώση που, όπως με σαφήνεια προκύπτει από την επιστολή ημερ.19.03.2009 των δικηγόρων των εφεσιβλήτων (σελ.113 των Πρακτικών), ήδη προϋπήρχε: οι εφεσίβλητες παραδέχονταν στην εν λόγω επιστολή ότι είχαν ήδη πληροφορηθεί από τον ΚΟΑΠ ότι κατατάχθηκαν στους μη επαγγελματίες γεωργούς, εξ ου και ζήτησαν από τους εφεσίβλητους την «αιτιολόγηση» της απόφασης τους.
Από τη στιγμή που η εφεσίβλητη έλαβε γνώση της απόφασης ως ανωτέρω, έτρεχε και ο χρόνος καταφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο, ως το μόνο αρμόδιο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146.4 του Συντάγματος για έλεγχο της (Χαράλαμπος Ιωαννίδης ν. Α.Η.Κ. κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 233).»
Τα πιο πάνω κριθέντα, υιοθετήθηκαν και στην, επίσης πολύ προσφάτως εκδοθείσα, απόφαση του Εφετείου στην Ε.Δ.Δ. 88/21 Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.ά., ημερομηνίας 10.7.2025.
Στην Ε.Δ.Δ. 79/17 Golden Telemedia Ltd ν. Δήμου Στροβόλου, ημερομηνίας 4.3.2024, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο επανέλαβε για το ζήτημα της γνώσης, πως αυτή πρέπει να είναι πλήρης, που να επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή την ηθική ζημία που υφίσταται από την πράξη. Όπως αναφέρθηκε:-
«Δεν απαιτείται η δημοσίευση ή κοινοποίηση του συνόλου των στοιχείων από τα οποία προκύπτει η τήρηση των προδιαγεγραμμένων τύπων και όλων των στοιχείων που η διοίκηση έλαβε υπόψη για να αιτιολογήσει την πράξη της, πρέπει όμως να είναι εκτεταμένη και επαρκής έτσι ώστε ο επηρεαζόμενος να γνωρίζει τις επιπτώσεις της απόφασης και την κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί, δίδοντας του έτσι την ευκαιρία να προσφύγει στο Δικαστήριο»[3].
Επανερχόμενη στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, διαπιστώνω πως η αιτήτρια είχε πλήρη γνώση, τόσο της απόρριψης του αιτήματός της, όσο και του ίδιου του λόγου για τον οποίο αυτό απερρίφθη, ήδη με την επιστολή ημερομηνίας 3.2.2020, η οποία της γνωστοποιήθηκε ενυπογράφως στις 5.2.2020 και η οποία επισυνάπτεται ως Παράρτημα 4 στην αίτηση ακυρώσεως.
Στην εν λόγω επιστολή, της γνωστοποιήθηκε πως το αίτημα που υπέβαλε για μερική απασχόληση, έναντι αμοιβής, κατά τις εκτός υπηρεσίας ώρες, απορρίφθηκε «δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 54(2) του (α) σχετικού, είναι απαγορευτικές». Έναντι αυτής της απόφασης, η αιτήτρια επέλεξε να μην λάβει δικαστικά μέτρα. Αντί τούτου, απέστειλε νέα επιστολή ημερομηνίας 7.2.2020, αναφερόμενη μάλιστα, τόσο στην απόρριψη του αιτήματός της, όσο και στον λόγο της απόρριψης, ζητώντας αντίγραφο της απόφασης του Υπουργού Άμυνας, κάτι που της αποστάλθηκε, ως συνημμένο, με την εδώ προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 15.5.2020.
Δεν ήταν, όμως, απαραίτητη η γνωστοποίηση προς την αιτήτρια, αυτής καθ’ αυτής της απόφασης του Υπουργού Άμυνας, προκειμένου να θεωρηθεί πως η αιτήτρια, τότε και μόνον, έλαβε πλήρη γνώση της απόρριψης του αιτήματος που υπέβαλε.
Άλλωστε, μία διοικητική πράξη, από την έναρξη της ισχύος της, έως και την ακύρωσή της με δικαστική απόφαση ή την ανάκλησή της, παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της, ανεξάρτητα από το αν τυχόν έχει νομική πλημμέλεια, ακόμα και εάν αυτή παραβιάζει την αρχή της νομιμότητα, ή έχει ελάττωμα το οποίο σε περίπτωση προσβολής της μπορεί να επιφέρει την ακύρωσή της, στη βάση του τεκμηρίου νομιμότητας της διοικητικής πράξης (Ε.Π.Σπηλιωτόπουλος «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» έβδομη έκδοση, 1996, σελ. 109).
Η ίδια είχε γνώση και της απόρριψης, αλλά και της αιτιολογίας για την οποία το αίτημά της δεν έτυχε έγκρισης εκ μέρους της διοίκησης, ήδη από τις 5.2.2020 που της γνωστοποιήθηκε η επιστολή ημερομηνίας 3.2.2020, οπότε και εκκινούσε η προθεσμία του Συντάγματος για την προσβολή της.
Στη σελίδα 5 της απαντητικής αγόρευσης της αιτήτριας, αναφέρεται πως από το έγγραφο ημερομηνίας 3.2.2020, δεν προέκυπτε το όργανο που έλαβε την απόφαση για μη ικανοποίηση του αιτήματός της. Αυτό όμως, θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο ακύρωσης στα πλαίσια της εμπροθέσμως ασκηθείσας προσφυγής, κατά της απόφασης ημερομηνίας 3.2.2020, η οποία και παρήγαγε, έκτοτε, έννομα αποτελέσματα έναντι της αιτήτριας και η οποία παρέμεινε απρόσβλητη, έχουσα η εδώ προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 15.5.2020, βεβαιωτικό και μόνον χαρακτήρα.
Ενόψει της κατάληξης περί μη προσβολής εκτελεστής διοικητικής πράξης, παρέλκει η εξέταση του λόγου συνταγματικότητας που εγέρθηκε επί της ουσίας.
Για τους λόγους που έχουν αναφερθεί, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση, επιδικάζονται €2.000 έξοδα.
Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.
[1] Ο περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμος του 2016 -2019.
[2] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.
[3] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο