
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 921/2022 (i-Justice))
9 Ιουλίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
L. A. Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Γ. Μάρκου (κα), για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια
Σ. Καρασαμάνης, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η αιτήτρια στρέφεται κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών («ο Υπουργός»), που περιέχεται σε επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 15.2.2022 και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Όπως αυτολεξεί αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή προς την αιτήτρια-
«[.] η αίτησή σας τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί καθότι δεν πληροίτε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση όπως καθορίζονται από την παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου Ν.141(Ι)/2002. Συγκεκριμένα, τον τελευταίο χρόνο πριν την υποβολή της αίτησής σας απουσιάζατε από τη Δημοκρατία για διάστημα 7 ημερών. Επιπρόσθετα, δεν έχετε αναπτύξει κοινωνικούς δεσμούς στη Δημοκρατία και δεν έχετε ενταχθεί στο κυπριακό κοινωνικό σύνολο.».
Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή στις 9.5.2022.
Σύντομη αναδρομή στα γεγονότα της υπόθεσης, αποκαλύπτει ότι η αιτήτρια, υπήκοος Αρμενίας, αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 16.6.2011 με θεώρηση εισόδου ως επισκέπτρια και από το έτος 2012 και μετά, αυτή υπέβαλλε αίτηση και της παραχωρείτο άδεια παραμονής ως επισκέπτρια.
Στις 21.12.2018, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογράφησης, η οποία απορρίφθηκε από τον Υπουργό στις 3.11.2021. Η απορριπτική απόφαση γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια δι’ επιστολής του Τμήματος ημερομηνίας 15.2.2022. Προηγουμένως, στις 19.1.2022, το Τμήμα είχε εκδώσει άδεια παραμονής στην αιτήτρια, με ισχύ μέχρι τις 19.1.2032.
Οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση της αιτήτριας για πολιτογράφηση, στη βάση του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), για τους λόγους που αναφέρονται στην προαναφερθείσα επίδικη επιστολή του Τμήματος.
Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας της συνηγόρου της αιτήτριας, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης της αιτήτριας, κατά παράβαση του άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999).
Περαιτέρω, προωθούνται ως αυτοτελείς λόγοι ακύρωσης οι ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, αλλά και περί πραγματικής πλάνης που εμφιλοχώρησε στην κρίση της Διοίκησης κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης. Ο ισχυρισμός περί πλάνης, έγκειται κυρίως στην εσφαλμένη, κατά την πλευρά της αιτήτριας, διαπίστωση των καθ’ ων η αίτηση ότι η απουσία της αιτήτριας από τη Δημοκρατία για περίοδο 7 ημερών κατά τον τελευταίο ένα χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής της, αποτελούσε επαρκή λόγο απόρριψης της αίτησής της.
Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Όλα δε τα γεγονότα αξιολογήθηκαν δεόντως και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης υπήρξε πλήρης και/ή επαρκής και, εν πάση περιπτώσει, συμπληρώνεται από τον οικείο διοικητικό φάκελο.
Επιπρόσθετα, οι καθ’ ων η αίτηση, με παραπομπή και σε σχετική νομολογία, τονίζουν την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, ως έκφανση της άσκησης της κρατικής κυριαρχίας της Δημοκρατίας, κατά την εξέταση αιτήσεων ως η υπό κρίση, ενώ σε καμία περίπτωση δεν παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Σύμφωνα με το άρθρο 111 του Νόμου, παρέχεται στον Υπουργό η δυνατότητα να χορηγήσει την Κυπριακή υπηκοότητα διά πολιτογράφησης, σε αιτούντα αλλοδαπό, «[.] ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα µε τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα». Στον δε Τρίτο Πίνακα του Νόμου, προβλέπονται τα προσόντα αλλοδαπού που ζητεί πολιτογράφηση.
Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι ακόμα και η υφ’ ενός αιτητή κατοχή όλων των υπό του Νόμου προβλεπόμενων τυπικών προσόντων για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, απλώς γεννά το δικαίωμα υποβολής του σχετικού αιτήματος, αλλά δεν παρέχει αφ’ εαυτής δικαίωμα στον αλλοδαπό για απόκτηση της υπηκοότητας (Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/2012, ημερ. 24.10.2018) και δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της αίτησης (AYMAN M. KAMMIS ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 96/2011, ημερ. 26.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D214, Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, Sohrab Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009). Εξάλλου, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 111 του Νόμου, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογραφήσεως. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, αφού έχει κατ' επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και πιο πρόσφατα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Διοικητικού Δικαστηρίου, ότι το ζήτημα της χορήγησης της Κυπριακής υπηκοότητας, άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και, επομένως, το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (Tulin Sabahatin Veysel κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010, Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Oleg Nagorny v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 205/19, ημερ. 25.10.2024, με αναφορά και στην Rami Makhlouf κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 21/17, ημερ. 10.9.2024, το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της (βλ. και Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203) και η διακριτική ευχέρεια του κράτους σε τέτοιες περιπτώσεις «είναι ευρεία, σχεδόν απεριόριστη, νοουμένου ότι ασκείται με καλή πίστη (Michael Kamel Barakat v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 916, Lucien Chlala v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3371)».
Η τήρηση, λοιπόν, της αρχής της καλής πίστης είναι ο μόνος φραγμός που έθεσε η νομολογία στην άσκηση της εν λόγω εξουσίας. Εφόσον η εξουσία ασκείται καλόπιστα και δεν παραβιάζονται τα δικαιώματα του αλλοδαπού, ως αυτά προστατεύονται από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (βλ. Amanda Marga Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Balalas v. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 2127 και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Moustaquim v. Belgium, Series A, No.193, p.19). Υπάρχει δε μαχητό τεκμήριο ότι οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια της Διοίκησης είναι καλόπιστη (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224). Εντούτοις, παρατηρώ ότι στην υπό κρίση περίπτωση, η πλευρά της αιτήτριας σε κανένα σημείο της γραπτής της αγόρευσης, ούτε της αρχικής ούτε και της απαντητικής, δεν ισχυρίζεται, ούτε καν αναφέρει, οτιδήποτε περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση. Με αποτέλεσμα, και υπό το φως της προεκτεθείσας νομολογίας, να διαπιστώνεται από αυτό το στάδιο ότι δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας η υπό εξέταση προσφυγή.
Εν πάση όμως περιπτώσει, και προς ολοκλήρωση του σκεπτικού του Δικαστηρίου, παρατίθενται τα εξής:
Εν προκειμένω, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε στη βάση του άρθρου 111 του Νόμου και του Τρίτου Πίνακα αυτού, εφόσον κρίθηκε ότι αυτή δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, αλλά και για ουσιαστικούς λόγους.
Εν πρώτοις, ως προς την πλήρωση των τυπικών προσόντων, κρίνεται ορθή η διαπίστωση της Λειτουργού που είχε εξετάσει την αίτηση της αιτήτριας, ότι η απουσία της αιτήτριας από τη Δημοκρατία για περίοδο 7 ημερών κατά τον τελευταίο ένα χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής της, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει επαρκή λόγο για απόρριψη της αίτησης. Αυτό εξάλλου, όπως ορθώς υποδεικνύει η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, αναφέρεται στην ίδια την έκθεση της Λειτουργού (παράρτημα 4 στην ένσταση, παρ. 3), η οποία μάλιστα ανέφερε ότι η απουσία της αιτήτριας κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα ήταν αιτιολογημένη. Συνεπώς, και εφόσον η απουσία κρίθηκε αιτιολογημένη, κρίνω ότι εσφαλμένα ο πιο πάνω λόγος περιλήφθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση στους λόγους απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας, σύμφωνα με την επίδικη επιστολή ημερομηνίας 15.2.2022.
Ωστόσο, η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε και για άλλους λόγους και πιο συγκεκριμένα, επειδή κρίθηκε ότι αυτή δεν έχει αναπτύξει κοινωνικούς δεσμούς στη Δημοκρατία και επειδή δεν έχει ενταχθεί στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο.
Σύμφωνα με το άρθρο 31 του Νόμου 158(Ι)/1999, «Εσφαλμένη νομική αιτιολογία δεν οδηγεί σε ακύρωση της πράξης, αν η πράξη μπορεί να έχει άλλο νομικό έρεισμα».
Εν προκειμένω, στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων, δεν προκύπτει με στοιχειώδη, έστω, επάρκεια ότι πράγματι η αιτήτρια έχει ενταχθεί στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο ή ότι έχει αναπτύξει κοινωνικούς δεσμούς στη Δημοκρατία. Το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο που συνηγορεί υπέρ αυτής της διαπίστωσης είναι ότι η αιτήτρια δεν γνωρίζει καθόλου την Ελληνική γλώσσα (ούτε και την Αγγλική), με αποτέλεσμα να μην ήταν σε θέση να κατανοήσει τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν κατά την προφορική συνέντευξη, ημερομηνίας 9.11.2020. Πράγματι, όπως αναφέρεται στο σχετικό έντυπο προφορικής συνέντευξης (παράρτημα 4 στο δικόγραφο της ένστασης), σε σχέση με το κατά πόσον η αιτήτρια έχει ενταχθεί στην Κυπριακή κοινωνία σε ικανοποιητικό βαθμό, «η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να κάνει τη συνέντευξη καθότι δεν μιλά ούτε ελληνικά ούτε αγγλικά». Το ίδιο αναφέρεται και σε άλλο έγγραφο του εντύπου προσωπικής συνέντευξης (με αρ. σελίδωσης 324), όπου καταγράφεται ότι η αιτήτρια «δεν κατανοούσε τίποτε». Εν πάση δε περιπτώσει, δεν έχει καταδείξει η αιτήτρια οποιοδήποτε στοιχείο που να υποστηρίζει τον ισχυρισμό της περί ανάπτυξης κοινωνικών δεσμών με τη Δημοκρατία και/ή ένταξής της στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο, ούτε και έχει υποδείξει πως έσφαλαν οι καθ’ ων η αίτηση στη συγκεκριμένη κρίση τους. Αντίθετα, επ’ αυτού, η συνήγορος της αιτήτριας περιορίστηκε στον γενικό και εν πολλοίς αόριστο ισχυρισμό ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων.
Περαιτέρω, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, αδίκως διαμαρτύρεται η πλευρά της αιτήτριας ότι δεν παρασχέθηκε σε αυτήν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Η αιτήτρια επικαλείται παραβίαση του άρθρου 43 του Νόμου 158(Ι)/1999. Επ’ αυτού, θα πρέπει εξ’ αρχής να επισημανθεί ότι οι γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και εφαρμόζονται όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας που να διέπει ειδικά το θέμα (Reza Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3. Α.Α.Δ. 383). Οσάκις ένα θέμα ρυθμίζεται από νομοθετική διάταξη, οι γενικές αρχές υποχωρούν (Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμος Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345).
Ειδικότερα ως προς το δικαίωμα ακρόασης, έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι ένα τέτοιο δικαίωμα υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D50, Κώστας Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 72/1989, ημερ. 27.12.1990, Μαρία Λαζάρου Κούτσου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 720/1997, ημερ. 10.3.2000, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 232/2008, ημερ. 30.4.2010). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D71, αναφορικά με την ερμηνεία και εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1) του Νόμου 158(Ι)/1999, το «άλλως πως δυσμενούς φύσης», που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, διαβάζεται ως ανήκον στην ίδια κατηγορία με τα προηγηθέντα στην ίδια διάταξη και όχι ανεξάρτητα και αυτόνομα (βλ. και Eddine v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 95).
Η εξέταση αίτησης για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας διά πολιτογράφησης, ρυθμίζεται από σαφείς διατάξεις, περιεχόμενες στο Νόμο. Στη σχετική, λοιπόν, διαδικασία που προβλέπει ο Νόμος, σαφώς και δεν υφίσταται πρόνοια για ακρόαση του αιτούντος πριν από την λήψη απόφασης επί της αίτησης. Εν προκειμένω, η αιτήτρια είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή της κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, μέσω της υποβολής της αίτησής της. Η αίτηση απόκτησης της Κυπριακής υπηκοότητας εξετάζεται σύμφωνα με το σύνολο των στοιχείων που έχουν ενώπιον τους οι αρμόδιες αρχές και δεν υφίσταται υποχρέωση της Διοίκησης να ακούσει τον επηρεαζόμενο σε σχέση με διαδικασίες καθαρά διοικητικής φύσεως (Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027). Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε από το παρόν Δικαστήριο στην N.G. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1736/2022 (i-Justice), ημερ. 6.11.2024, καθώς και στις E.R.S. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1603/2015, ημερ. 11.6.2018 και F.A. v. Δημοκρατίας της Κύπρου, Υποθ. Αρ. 332/2016, ημερ. 30.3.2018, όπου τέθηκε παρόμοιο ζήτημα προς εξέταση.
Έτι δε περαιτέρω, διαπιστώνω ότι η αιτήτρια, πέραν από του να προτάξει φραστικώς τη θέση περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασής της, δεν υπέδειξε ποιες θέσεις θα ανέπτυσσε, ούτε και έθεσε ικανοποιητικό υπόβαθρο για την επίδραση που θα μπορούσαν να έχουν στα πράγματα αυτές οι θέσεις κατά την ενώπιον των καθ' ων η αίτηση προφορική συνέντευξη. Τίποτε συγκεκριμένο δεν ανέφερε επ' αυτού η πλευρά της αιτήτριας, εκτός βεβαίως από τη θέση ότι παραβιάστηκε το συγκεκριμένο δικαίωμα της αιτήτριας. Έχει ωστόσο νομολογηθεί ότι, για το λυσιτελές της προβολής από τον διοικούμενο λόγου ακυρώσεως περί μη τηρήσεως του δικαιώματος προηγουμένης ακρόασης πριν από την έκδοση της δυσμενούς γι' αυτόν πράξεως, απαιτείται και παράλληλη αναφορά και των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλλε ενώπιον της Διοίκησης, εάν είχε κληθεί προς τούτο (βλ. MARINOS DEMETRIOU JEWELLERY LIMITED v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 58/2020, ημερ. 4.2.2025, PAPOUIS DAIRIES LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 79/2018, ημερ. 15.3.2024 και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην S.E. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 90/2024 (i-Justice), ημερ. 17.5.2024, Π.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1385/2021, ημερ. 19.4.2024 και N.G., ανωτέρω)
Συνεπώς, ο συγεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν έχει έρεισμα, υποκείμενος ωσαύτως σε απόρριψη.
Ούτε κενό έρευνας εντοπίζεται. Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου τεθέντων, κρίνω ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κατ' ορθήν ενάσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας, διενεργώντας τη δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης. Προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία και δη από τα παραρτήματα της ένστασης, ότι οι καθ' ων η αίτηση διενήργησαν ενδελεχή και, εν πάση περιπτώσει, επαρκή και/ή τη δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, ενώπιον δε των καθ’ ων η αίτηση είχαν τεθεί όλα τα απαιτούμενα και/ή σχετικά στοιχεία, με αποτέλεσμα η διενεργηθείσα έρευνα να τεκμαίρεται ότι υπήρξε πλήρης. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η μορφή της έρευνας είναι άμεσα συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Oleg Nagorny v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 205/19, ημερ. 25.10.2024).
Εν προκειμένω, η τελική κατάληξη των καθ' ων η αίτηση κρίνεται ως εύλογα επιτρεπτή και δεν μπορούν να έχουν έρεισμα οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της αιτήτριας.
Ως εκ των πιο πάνω, δεν εντοπίζω και οτιδήποτε που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει συμπεριφορά συνιστώσα παραβίαση της αρχής της καλής πίστης εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, υπό το φως βεβαίως των αρχών και κατευθυντήριων που έχουν εκτεθεί ανωτέρω και έχοντας ως αφετηρία ότι η χορήγηση της Κυπριακής υπηκοότητας είναι μία εξουσία που ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους, το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί, με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης. Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν διακρίνω οτιδήποτε που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει με την απαιτούμενη επάρκεια την επιχειρηματολογία ότι η Διοίκηση ενήργησε κακόπιστα κατά την εξέταση της αίτησης της αιτήτριας. Επαναλαμβάνω, στο σημείο αυτό, ότι δεν προωθήθηκε εκ μέρους της αιτήτριας ισχυρισμός περί παραβίασης της καλής πίστης.
Ολοκληρώνοντας, τονίζω εκ νέου ότι το υπό εξέταση ζήτημα στην παρούσα υπόθεση, αφορά σε απόρριψη αίτησης πολιτογράφησης, για το οποίο η νομολογία είναι σαφής, πάγια και διαχρονική, αναγνωρίζοντας την ευρεία ευχέρεια και/ή διακριτική εξουσία της πολιτείας στον τομέα αυτό, ως έκφανση της κυριαρχίας της, και θέτοντας ως μόνη υποχρέωσή της, κατά την άσκηση της διακριτικής αυτής εξουσίας της, να ενεργεί με καλή πίστη. Για τους λόγους δε που έχω εξηγήσει πιο πάνω, κρίνω ότι εν προκειμένω οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα, καλόπιστα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος και δε διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην τελική τους κατάληξη.
Συνεπώς, δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο