Ν. Ι. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 97/2025, 25/7/2025
print
Τίτλος:
Ν. Ι. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 97/2025, 25/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                                      Υπόθεση Αρ. 97/2025 

 

                                                  25 Ιουλίου, 2025

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Ν. Ι.

                                                                                                              Αιτητής,

                             v.

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ' ων η Αίτηση

 

 

Γ. Κανάρης για Δημοσθένης Στεφανιδης Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Αιτητή.

Κ. Χατζηδημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για τους Καθ' ων η Αίτηση.

  ___________________

 

                                                

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 31.1.2025

 

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 15.1.2025 να αποσπάσει τον Αιτητή στο Υπουργείο Εξωτερικών για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο Ναυτιλιακό Γραφείο της Υπάτης Αρμοστείας της Δημοκρατίας στο Ηνωμένο Βασίλειο (Λονδίνο), από1.02.2025 και για περίοδο τριών χρόνων μέχρι 31.08.2028.

 

Μετά την καταχώρηση της προσφυγής ημερομηνίας 29.1.2025, ο αιτητής προχώρησε στις 31.1.2025 και στην καταχώρηση της επίδικης ενδιάμεσης αίτησης, με την οποία ζητούσε :

«Α. Διάταγμα Δικαστηρίου που να διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης και/ή εφαρμογής της απόφασης της καθ' ης η αίτηση, ημερομηνίας 24.01.2025 (Παράρτημα Α) και η οποία διέταξε την απόσπαση του Αιτητή από 01.02.2025 από τη Κύπρο στο Λονδίνο.

Β. Σύντομη δικάσιμο.

Γ. Οποιοδήποτε άλλο διάταγμα και/ή θεραπεία ήθελε κρίνει το Σεβαστό Δικαστήριο δίκαιη ή αναγκαία υπό τις περιστάσεις να παράσχει.»

 

Η αίτηση βασίζεται στους Κανονισμούς 13, 17, 18 και 19 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, στα Άρθρα 15, 28, 30, 35 του Συντάγματος, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.33 θ6, Δ.35 8.18 και 19, Δ.48 θ.1-9, στα άρθρα 32 και 47 του περί Δικαστηρίων Νόμο 14/1960, στο Άρθρο 11(2) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου (Ν. 33/64), στον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμο του 2015 (Ν.131(Ι)/2015), στους περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς στο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, στα περιεχόμενα του φακέλου, στις συμφυείς και Γενικές εξουσίες του Δικαστηρίου και στη διακριτική ευχέρεια του Διοικητικού Δικαστηρίου και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

Ως προκύπτει από τις Ένορκες Δηλώσεις που συνοδεύουν τόσο την επίδικη αίτηση όσο και την Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση και τα αντίστοιχα έγγραφα που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως τεκμήρια, τα σχετικά με την παρούσα γεγονότα έχουν ως ακολούθως.

1.   Ο Γενικός Διευθυντής, Υπουργείο Οικονομικών, με επιστολή του ημερομηνίας 23.08.2024, υπέβαλε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, εκ μέρους της αρμόδιας αρχής, σύσταση για απόσπαση του αιτητή, Λειτουργού Ναυτιλίας Α', Υφυπουργείο Ναυτιλίας, στο Υπουργείο Εξωτερικών για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο Ναυτιλιακό Γραφείο της Υπάτης Αρμοστείας της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Ηνωμένο Βασίλειο (Λονδίνο), δυνάμει του άρθρου 47(1)(στ) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (Αρ. 4) του 2024 για περίοδο τριών χρόνων, από 1.2.2025 μέχρι 31.8.2028. 

2.   Ο αιτητής, μετά από προφορική ενημέρωση της οποίας έτυχε από τον Γενικό Διευθυντή του Υφυπουργείου Ναυτιλίας, ότι επέκειτο η σχετική απόσπαση του, απευθύνθηκε τόσο στη συντεχνία του όσο και σε δικηγόρο ούτως ώστε να υποβάλει γραπτώς τη διαφωνία του. Συγκεκριμένα, η Ανεξάρτητη Συντεχνία Δημόσιων Υπαλλήλων Κύπρου (ΑΣΔΥΚ) κοινοποίησε στην Ε.Δ.Υ. αντίγραφο επιστολής με ημερομηνία 18.06.2024 προς την Υφυπουργό Ναυτιλίας, που αφορά την απόφαση του Υφυπουργείου Ναυτιλίας για απόσπαση του αιτητή στο Ναυτιλιακό Γραφείο της Υπάτης Αρμοστείας της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Ηνωμένο Βασίλειο (Λονδίνο). Παρομοίως, και το δικηγορικό γραφείο Δημοσθένης Στεφανίδης Δ.Ε.Π.Ε με επιστολή του με ημερομηνία 3.06.2024, προς διάφορους αποδέκτες, αντίγραφο της οποίας κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για ενημέρωση, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 10.07.2024, ενεργώντας εκ μέρους του αιτητή, αναφέρεται επίσης στο θέμα. Στην εν λόγω επιστολή, η οποία αποστάλθηκε μήνες πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αιτητής δια μέσω του δικηγόρου του έθεσε υπόψη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή του, δεν θα έπρεπε να αποσπαστεί και οι οποίοι λόγοι αφορούν στις οικογενειακές περιστάσεις και στους λόγους υγείας ως καταγράφονται επακριβώς στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την επίδικη αίτηση. Αντίγραφο της πιο πάνω επιστολής ημερομηνίας 3.06.2024 επισυνάπτεται ως Τεκμήριο τόσο στην Αίτηση όσο και στην Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση.

3.   Επειδή, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ζήτησε από το Υφυπουργείο Ναυτιλίας, περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά στα δεδομένα τα οποία οδήγησαν το Υφυπουργείο να προτείνει για απόσπαση τον αιτητή, έναντι των λοιπών συναδέλφων του, ο Γενικός Διευθυντής του Υφυπουργείου Ναυτιλίας, με επιστολές του προς τον Πρόεδρο της ΕΔΥ με ημερομηνίες 11.11.2024, 20.12.2024 και 23.12.2024, ενημέρωσε σχετικά τους Καθ’ ων η αίτηση. 

4.   Ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, στη συνεδρία της με ημερομηνία 14.01.2025, θέμα Ζ.(1)(1) των πρακτικών, τέθηκε η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, Υπουργείο Οικονομικών για απόσπαση του αιτητή στο Ναυτιλιακό Γραφείο στο Λονδίνο, για περίοδο τριών χρόνων, από 1.2.2025 μέχρι 31.8.2028, όπως και η προαναφερθείσα αλληλογραφία.

5.   Η Επιτροπή, αφού μελέτησε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της και έλαβε υπόψη και τις παραστάσεις που ο αιτητής είχε υποβάλει μέσω του δικηγόρου του, αποφάσισε την απόσπαση του αιτητή, Λειτουργού Ναυτιλίας Α', Υφυπουργείο Ναυτιλίας στο Υπουργείο Εξωτερικών για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο Ναυτιλιακό Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Ηνωμένο Βασίλειο (Λονδίνο), δυνάμει του άρθρου 47(1)(στ) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (Αρ.4) του 2024, για περίοδο τριών χρόνων από 1.02.2025, ως η σύσταση της αρμόδιας αρχής.

6.   Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με επιστολή του ημερομηνία 15.01.2025, την οποία παρέλαβε στις 20.01.2025, ενημέρωσε τον Αιτητή για την απόφαση της Επιτροπής.

7.   Ο αιτητής, με ηλεκτρονικό του μήνυμα προς τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, ημερομηνίας 24.01.2025, ενημέρωσε ότι πρόκειται να υποβληθεί σε ιατρική επέμβαση στις 31.01.2025, και θα χρειαστεί, σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντα ιατρού του να απουσιάσει από την εργασία του για 4 μέχρι 6 εβδομάδες και ότι επιφυλάσσεται των δικαιωμάτων του αναφορικά με την σχετική απόφαση για απόσπασή του στο εξωτερικό. Για την εγχείρηση του αιτητή και την απουσία που αυτή συνεπάγεται ενημερώθηκε σχετικά και το Υφυπουργείο Ναυτιλίας.

Ο Αιτητής προχώρησε μέσω του δικηγόρου του στην καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης όπως και της επίδικης αίτησης την οποία υποστηρίζει ένορκη δήλωση του ιδίου στην οποία επισυνάπτονται, μεταξύ άλλων τεκμηρίων, Ιατρική Βεβαίωση από το Πρότυπο Πνευμονολογικό Κέντρο Λεμεσού ημερ. 27.1.2025 ότι ο αιτητής «πάσχει από Βρογχικό Άσθμα, πλήρως ελεγχόμενο υπό τη βέλτιστη βρογχοδιασταλτική αγωγή» και η χρόνια του αγωγή περιλαμβάνει τέσσερα φαρμακευτικά σκευάσματα, όπως και εκτύπωση από το σύστημα του ΓΕΣΥ της αντίστοιχης συνταγής φαρμάκων τα οποία του συνταγογραφήθηκαν. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση του ο αιτητής, παραλείπει να ενημερώσει το δικαστήριο ότι αμέσως μετά θα βρισκόταν με άδεια ασθενείας λόγω υποβολής σε ιατρική επέμβαση στις 31.01.2025, δηλαδή την ημερομηνία κατά την οποία εγκρίθηκε από το Πρωτοκολλητείο και αναρτήθηκε στο σύστημα i-justice η επίδικη αίτηση και ότι συνεπεία ακριβώς της εγχείρησης θα απουσιάσει από την εργασία του για περίοδο 4 μέχρι 6 εβδομάδες σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντα ιατρού του, γεγονός για το οποίο είχε ενημερώσει με ηλεκτρονικό του μήνυμα, ήδη από 24.01.2025, τόσο τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, μέσω του οποίου είχε αποφασιστεί η μετάθεση στο Λονδίνο για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο Ναυτιλιακό Γραφείο της Υπάτης Αρμοστείας της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. 

 

Κατά την ημέρα κατά την οποία το Δικαστήριο επιλήφθηκε της μονομερούς αίτησης, δηλαδή στις 3.2.2025, ο δικηγόρος του αιτητή δικαιολογώντας την μη παρουσία του αιτητή – ενόρκως δηλούντα, ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι αυτός είναι με άδεια ασθενείας μέχρι το τέλος του μήνα, αφού είχε υποβληθεί σε εγχείρηση βουβωνοκήλης στην Πολυκλινική Υγεία στη Λεμεσό στις 31.1.2025 και σχετικά πιστοποιητικά είναι στη διάθεση του Δικαστηρίου, εφόσον το επιθυμεί. Επί της ουσίας της υπόθεσης, παρέπεμψε στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του πελάτη του η οποία υποστήριζε την μονομερή αίτηση και περαιτέρω υπέβαλε προφορικώς αίτημα για να προσκομίσει περαιτέρω στοιχεία και έγγραφα προβάλλοντας ότι «λόγω της πίεσης του χρόνου για την καταχώρηση της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης δεν κατέστη δυνατό να παρουσιάσω πλήρως τα προβλήματα υγείας τα οποία έχει ο αιτητής, αλλά και τις οικογενειακές περιστάσεις και ζητώ την άδεια του Δικαστηρίου να μου δοθεί άδεια όπως καταχωρήσω και συμπληρωματική ένορκη δήλωση του αιτητή». Το Δικαστήριο αφού ανέφερε «έχω διαβάσει το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του αιτητή, η οποία κάνει λόγο σε προβλήματα υγείας του ιδίου, τα οποία θα επιδεινωθούν με την προσβαλλόμενη απόσπαση του από 1.2.2025 στο Λονδίνο, όπως και τις οικογενειακές περιστάσεις στις οποίες αναφέρεται και συγκεκριμένα ότι, ο γιος του, 17 ετών σήμερα, θα συνεχίσει να υπηρετεί την στρατιωτική θητεία του μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2025, ενώ η επίσης ανήλικη κόρη του, η οποία φοιτά στην Β’ τάξη Δημόσιου Λυκείου, θα αναγκαστεί να μετακινηθεί ώστε να ακολουθήσει τους γονείς της, όπως και η σύζυγος του Αιτητή» εξέδωσε προσωρινό διάταγμα για αναστολή της απόφασης και στη συνέχεια έδωσε άδεια όπως ο δικηγόρος καταχωρίσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση μέχρι και την επόμενη δικάσιμο και να δοθεί αντίγραφο στους δικηγόρους των Καθ’ ων η αίτηση ώστε να τοποθετηθούν. Όπως καταγράφεται στο σχετικό πρακτικό «Το Διάταγμα καθίσταται επιστρεπτέο την ερχόμενη Δευτέρα (10.2.2025) η ώρα 10.00 π.μ.. Αναφορικά με το αίτημα του κ.Κανάρη για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης ως προς τις συνθήκες υγείας και τις οικογενειακές περιστάσεις του αιτητή, αυτή να αναρτηθεί στο ηλεκτρονικό σύστημα μέχρι την Δευτέρα όπου επαναορίζεται η υπόθεση και εκείνη την ημέρα να δοθεί αντίγραφο στους δικηγόρους των καθ'ων η αίτηση.».

 

Ωστόσο, κατά την πρώτη ήδη δικάσιμο μετά την επίδοση ήτοι στις 10.2.2025 η δικηγόρος των Καθ’ων η αίτηση κατέγραψε την έντονη ένσταση της στο να ληφθεί υπόψιν η συμπληρωματική αυτή αγόρευση, η οποία αναρτήθηκε στο σύστημα i-justice στις 7.2.2025, αφού το διάταγμα είχε εκδοθεί μονομερώς στη βάση της αίτησης και αρχικής ένορκης δήλωσης η οποία προηγήθηκε. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες να καταχωρηθεί η ένσταση των Καθ’ων η αίτηση επί της αιτήσεως και της αρχικής ένορκης δήλωσης, βάσει των δεδομένων τα οποία είχε ενώπιον του το Δικαστήριο κατά τον χρόνο έκδοσης του μονομερούς διατάγματος ημερ. 3.2.2025. Κατά την μετέπειτα δικάσιμο, στις 10.3.2025, το Δικαστήριο εισηγήθηκε στους Καθ’ων η αίτηση να προχωρήσει σε σύντομη εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης, θέση την οποία ανέλαβε να μεταφέρει η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας στην ΕΔΥ. Ωστόσο, στις 17.3.2025 έγινε δήλωση ότι υπήρχαν οδηγίες από την ΕΔΥ αφού λήφθηκε και η άποψη του Υφυπουργείου Ναυτιλίας να προχωρήσει η εκδίκαση του προσωρινού διατάγματος, παρά την εισήγηση για σύντομη εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης στην ουσία της. Συνεπεία τούτου, δόθηκαν οδηγίες για καταχώρηση διαδοχικά των αγορεύσεων Αιτητή και Καθ’ ων η αίτηση και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση της αίτησης στις 11.4.2025, όπως και έγινε.

 

Επί της ουσίας της αίτησης, είναι η θέση του αιτητή ότι είναι αναγκαία η αναστολή των αποτελεσμάτων της απόφασης μέχρι την τελική απόφαση του Δικαστηρίου, αφού εντοπίζεται τόσο έκδηλη παρανομία, αλλά και η εκτέλεση της απόφασης θα συνεπάγεται ανεπανόρθωτη ζημιά. Συγκεκριμένα, ως καταγράφεται στη γραπτή του αγόρευση, τόσο το συμφέρον της δικαιοσύνης όσο και το δημόσιο συμφέρον επιτάσσουν όπως το εκδοθέν μονομερώς διάταγμα αναστολής ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης οριστικοποιηθεί. Μέσω της ένορκης του δήλωσης η οποία συνοδεύει την αίτηση καταγράφονται, εν πολλοίς, τα ακόλουθα:

 

Ο αιτητής, πληροφορούμενος για την σχεδιαζόμενη απόφαση της Επιτροπής να τον αποσπάσει στο Υπουργείο Εξωτερικών για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο Ναυτιλιακό Γραφείο της Υπάτης Αρμοστείας της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Ηνωμένο Βασίλειο (Λονδίνο), για περίοδο τριών χρόνων, διαμαρτυρήθηκε με επιστολή μέσω του δικηγόρου του ημερομηνίας 3.06.2024 (Τεκμήριο Β στην αρχική Ένορκη Δήλωση) επικαλούμενος σοβαρούς οικογενειακούς λόγους και λόγους υγείας και παρουσίασε ιατρικά πιστοποιητικά (Τεκμήρια Γ και Δ).

 

Τους ίδιους εν πολλοίς λόγους καταγράφει και μέσω της ένορκης του δήλωσης. Συγκεκριμένα τονίζει ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δυσμενέστατη για τον ίδιο, αφού σύμφωνα με τις ιδιαίτερες οικογενειακές του συνθήκες, οι οποίες αφορούν το ότι είναι παντρεμένος εδώ και 20 χρόνια και έχει 2 παιδιά, ένα γιο και μία κόρη. Ο υιός του που γεννήθηκε στις 5.11.2006, έχει καταταγεί και υπηρετεί την στρατιωτική θητεία του στην Εθνική Φρουρά για 14 μήνες, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2025. Σε περίπτωση που αναγκαστεί η οικογένεια του αιτητή να μετακινηθεί εκτός Κύπρου, αυτός θα μείνει μόνος στην Κύπρο ενώ θα υπηρετεί τη θητεία του και ενώ ταυτόχρονα εξακολουθεί να είναι ανήλικος. Αντίστοιχα, η κόρη του η οποία γεννήθηκε στις 21.4.2008 ολοκληρώνει την 2η τάξη του Λυκείου. Σε περίπτωση υλοποίησης της απόφασης, υποστηρίζει, η οικογένεια του θα αναγκαστεί να μετακινηθεί μαζί του εκτός Κύπρου, οπότε η κόρη του θα χρειαστεί να φοιτήσει ξαφνικά και για ένα έτος σε αγγλικό σχολείο σε ηλικία 16 - 17 χρονών, ενώ μέχρι σήμερα φοιτά σε δημόσιο Λύκειο. Πέραν της μεγάλης αναστάτωσης και των δυσκολιών προσαρμογής που θα αντιμετωπίσει με την φοίτηση της σε αγγλικό σχολείο σε μία πολύ κρίσιμη ηλικία, όπως πάντα υποστηρίζει ο αιτητής, αυτή θα στερηθεί του δικαιώματος της να παρακαθίσει στις Παγκύπριες εξετάσεις για μία θέση στα Πανεπιστήμια της Κύπρου και της Ελλάδας, κάτι που η ίδια και η γονείς της επιθυμούν. Δεδομένων τούτων των οικογενειακών συνθηκών, υποστηρίζει ότι, αυτήν την περίοδο, η οικογένεια του είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να μετακινηθεί εκτός Κύπρου και επομένως η υλοποίηση της προσβαλλόμενης πράξης ουσιαστικά σημαίνει ότι θα πρέπει να μετακινηθεί μόνος του και η οικογένεια του θα παραμείνει στην Κύπρο. Κάτι τέτοιο, υποστηρίζει, θα επιφέρει μεγάλη αναστάτωση σε όλη την οικογένεια αλλά κυρίως στα παιδιά μου τα οποία θα στερηθούν τον πατέρα τους στην πιο κρίσιμη ηλικία της ζωής τους και αντίστοιχα, ο ίδιος θα στερηθεί τα τελευταία και κρίσιμα εφηβικά χρόνια των παιδιών του, πριν ενηλικιωθούν αλλά και της δυνατότητας να τα υποστηρίξει τόσο ψυχολογικά όσο και στις καθημερινές δραστηριότητες τους με την φυσική του παρουσία δίπλα τους.

 

Κυρίως όμως ο αιτητής, πέραν των πιο πάνω οικογενειακών θεμάτων, τονίζει ότι εδώ και 9 χρόνια πάσχει από άσθμα και τον παρακολουθεί Πνευμονολόγος σε τακτική βάση ενώ λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή σε καθημερινή βάση. Η κατάσταση του, ως και το σχετικό πιστοποιητικό που παρουσιάζει, είναι γενικά ελεγχόμενη, αλλά τους χειμερινούς μήνες χειροτερεύει και σε κάποιες περιπτώσεις οδηγείται σε κρίση άσθματος. Πέραν της προσωπικής ταλαιπωρίας που θα υποστεί από τη μετακίνηση μου στο εξωτερικό, καθώς θα πρέπει να εξεύρει άλλον θεράποντα ιατρό για να τον παρακολουθεί σε τακτική βάση και να συνταγογραφεί την καθημερινή φαρμακευτική αγωγή του. Ακόμα υποστηρίζει, η μόνιμη διαμονή του σε μία ψυχρή και υγρή πόλη όπως το Λονδίνο, αναμένεται να έχει δυσμενείς συνέπειες και επιβάρυνση της υγείας του, κάτι που πιθανό να επηρεάσει και την απόδοσή του και να οδηγήσει σε συχνή απουσία του από την εργασία. Σε περίπτωση δε, υποστηρίζει, που αποτύχει η παρούσα αίτηση, αλλά μεταγενέστερα επιτύχει την ακύρωση της απόφασης, αυτό θα σημαίνει κατά τον ίδιο ότι, στο μεταξύ θα έχει υποχρεωθεί να μετακινείται για μεγάλο χρονικό διάστημα αχρείαστα και εις βάρος της οικογένειας και της υγείας του, με προβλεπτά και/ή ανεπανόρθωτα τελικά αποτελέσματα.

 

Αναφορικά δε με την διαζευκτική θέση της πλευράς του αιτητή ότι εν προκειμένω διαπιστώνεται ζήτημα έκδηλης παρανομίας της απόφασης, ο αιτητής υποστηρίζει ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς ο ίδιος προηγουμένως να ακουστεί, είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και πλάνης, αντίθετα προς τη φυσική δικαιοσύνη. Προβάλει ότι, κατά τη Νομολογία επιβάλλεται η χορήγηση της αιτούμενης αναστολής γιατί θα προστατεύσει ύψιστα Συνταγματικά δικαιώματα του όπως το δικαίωμα φυσικής δικαιοσύνης που επέβαλλε να είχε πρώτα ακουστεί, την αρχή της ισότητας ως αυτή κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, το δικαίωμα προστασίας της υγείας του,  ενώ υποστηρίζει ότι δεν λήφθηκε υπόψη ο Νόμος 1/90 και οι σχετικοί Κανονισμοί αλλά ελήφθησαν υπόψιν κυρίως εξωγενείς παράγοντες. Υποβάλλει ότι το «Πλαίσιο Αρχών» το οποίο έλαβε υπόψη το Γραφείο Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας εκδόθηκε χωρίς εξουσιοδότηση Νόμου, λειτουργεί δυσμενώς σε βάρος του και τόνισε ότι έπρεπε να γίνουν συγκρίσεις μεταξύ των ομόβαθμων του και ότι εάν υπήρχαν ανάγκες στο Λονδίνο θα έπρεπε να καλυφθούν από τους υφιστάμενους υπηρετούντες στο Λονδίνο συναδέλφους και από έκτακτους υπηρετούντες αντί μόνιμους υπαλλήλους. Πρόσθετα, επικαλείται ότι, η απόφαση αυτή δεν εξειδικεύει το συμφέρον της υπηρεσίας στο οποίο στηρίζεται.

 

Ολοκληρώνοντας τη θέση του αιτητή ως προκύπτει από την Ένορκη του Δήλωση σημειώνεται ότι, εάν δεν επιτύχει η παρούσα αίτηση μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης θα παρέλθει αρκετός χρόνος στην διάρκεια του οποίου θα έχει ήδη υποστεί οριστικά ανεπανόρθωτη ζημιά η οικογένεια αλλά και η υγεία του, καθότι αυθαίρετα θα έχουν αγνοηθεί τόσο οι ιδιαίτερες οικογενειακές του περιστάσεις όσο και οι ιατρικές εκθέσεις οι οποίες αφορούν την υγεία του, ενώ εν τω μεταξύ η υγεία του θα έχει επιβαρυνθεί περαιτέρω.

 

Αντίθετα,  οι Λόγοι Ένστασης των Καθ’ ων η Αίτηση συνοψίζονται στους εξής:

 

1. Η παρούσα αίτηση είναι δικονομικά απαράδεκτη αφού καταχωρίσθηκε μετά την θέση σε ισχύ των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 και συνεπώς, η παρούσα αίτηση θα έπρεπε να καταχωρισθεί στηριζόμενη και/ή έχοντας ως νομική βάση τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2023, και/ή με διαφορετική δικονομική μορφή και/ή η μορφή με την οποία καταχωρίστηκε παραβιάζει το Μέρος 2 και/ή το Μέρος 23 και/ή το Έντυπο Αρ. 33 και/ή το Μέρος 60 των Νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και/ή των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023. Συνεπώς, υποδεικνύουν, στηρίζεται σε λάθος νομική βάση και είναι δικονομικά απαράδεκτη αφού, η αίτηση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.33 Θ. 6, Δ.35 8.18, και 19, ΔΙ 48 θ1-9, οι οποίοι έχουν καταργηθεί και σε κάθε περίπτωση δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα διαδικασία.

2. Δεν υφίσταται καμία από τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από τη Νομολογία για έκδοση και/ή οριστικοποίησης του προσωρινού διατάγματος αναστολής της επίδικης απόφασης. Υποστηρίζεται ότι το μονομερές εκδοθέν διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί αφού δεν υπάρχει, ούτε προκύπτει από τα γεγονότα της αίτησης και/ή της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει αυτή έκδηλη παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης από μέρους των Καθ' ων η Αίτηση και ακόμα και εάν υφίσταται οποιαδήποτε τυχόν παρανομία, αυτή δεν είναι έκδηλη, αφού δεν είναι αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής, αλλά αντίθετα χρειάζεται διερεύνηση και στάθμιση των γεγονότων, που άπτονται άμεσα της ουσίας της απόφασης. Σχετικά προβάλλεται ότι, το δικαίωμα ακρόασης του αιτητή δεν έχει παραβιαστεί αφού με βάση το άρθρο 47 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 ( Ν. 1/90) δεν παρέχεται στις περιπτώσεις απόσπασης δικαίωμα ακρόασης. Εν πάση όμως περιπτώσει, ο αιτητής έχει προβεί δια μέσω επιστολής που απέστειλαν οι δικηγόροι του στην υποβολή παραστάσεων σε σχέση με το ζήτημα της απόσπασής του, οι οποίες λήφθηκαν δεόντως υπόψη πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης απόσπασης.

3. Το μονομερές εκδοθέν διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί ακόμα, αφού δεν προκύπτει από τα γεγονότα της αίτησης και/ή της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει αυτήν οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημιά και/ή τέτοια ζημιά εγείρεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, δεν έχει εξειδικευθεί και/ή δεν έχει τεκμηριωθεί και/ή δεν έχει αποδειχθεί, παρά το βάρος απόδειξης που φέρει ο αιτητής. Οι ισχυρισμοί του αιτητή στην αίτησή του, και στους οποίους βασίστηκε το Δικαστήριο για να εκδώσει μονομερώς το διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης και οι οποίοι αφορούν και/ή σχετίζονται με την πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς λόγω των ζητημάτων υγείας που αντιμετωπίζει ο αιτητής, είναι γενικοί, αόριστοι και δεν τεκμηριώνονται και/ή αποδεικνύονται από οποιαδήποτε μαρτυρία. Αντιθέτως, οι εν λόγω ισχυρισμοί συνιστούν, αναφέρουν, απλώς κινδυνολογίες, υποκειμενικές σκέψεις και εικασίες του ίδιου και δεν αποδεικνύονται με οποιοδήποτε τρόπο από οποιαδήποτε ιατρικά πιστοποιητικά και ειδικότερα τα ιατρικά πιστοποιητικά που επισυνάπτονται ως τεκμήρια στην ένορκη του δήλωσή.  

4. Η απόσπαση υπαλλήλου δεν συνεπάγεται, ούτε επιβάλλει, ούτε προϋποθέτει μετακίνηση και/ή μετακόμιση της οικογένειάς του στο εξωτερικό, η οποία οικογένεια μπορεί να παραμείνει στην Δημοκρατία χωρίς οποιοδήποτε επηρεασμό. Τα τέκνα του αιτητή μπορούν να παραμείνουν στη Δημοκρατία με τη μητέρα τους, και σε καμία περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε εξαιρετική περίσταση και/ή έχει τεθεί οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι η μητέρα αυτών δεν είναι σε θέση να έχει τη φύλαξη κα/ή φροντίδα τους για όσο καιρό θα διαρκεί η απόσπαση του Αιτητή. Ούτε ισχυρίστηκε ο αιτητής ότι η παρουσία είναι επιτακτικής ανάγκης για την ευημερία και φροντίδα των τέκνων του. Ακόμα προβάλλεται ότι αυτός δεν θα αποστερηθεί τα τέκνα του, ούτε θα αποστερηθεί του δικαιώματος του να συμμετέχει στη ζωή τους, ούτε και θα αποξενωθεί με οποιοδήποτε τρόπο από αυτά λόγω της απόσπασής του στο Λονδίνο δεδομένης της τεχνολογίας που επιτρέπει την άμεση και ουσιαστική επαφή μεταξύ προσώπων σε διαφορετικές χώρες.

5. Ακόμα, επισημαίνουν οι Καθ΄ων η αίτηση ότι, με βάση και την πάγια νομολογία που αφορά σε αιτήσεις ως η παρούσα, όπου η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης της Διοίκησης πρέπει να ασκείται με εξαιρετική φειδώ, οι οικογενειακοί, αλλά και οι ιατρικοί λόγοι που προβάλλονται από τον αιτητή δεν είναι τέτοιας φύσεως που να υπερτερούν του δημόσιου συμφέροντος που προκύπτει με την ικανοποίηση των αναγκών της Δημόσιας Υπηρεσίας γενικότερα κα την αποτελεσματική λειτουργία και στελέχωση, υπηρεσιών όπως του Ναυτιλιακού Γραφείου της Υπάτης Αρμοστείας της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τυχόν μη ακύρωση από το Δικαστήριο του εκδοθέντος διατάγματος και αποδοχή ουσιαστικά του ισχυρισμού του αιτητή περί πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς, στη βάση των τιθέμενων ισχυρισμών του, θα δημιουργήσει έναν άνευ ετέρου δικαστικό προηγούμενο, με τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις, θέτοντας ανυπέρβλητα εμπόδια στο έργο της Διοίκησης, και δη των Καθ’ ων η αίτηση, αφού θα μπορεί ο οποιοσδήποτε υπάλληλος να επικαλείται τέτοιους γενικούς και αόριστους λόγους, υπό μορφή μάλιστα κινδυνολογίας και πιθανολογήσεων, για να αποφύγει και/ή να καθυστερεί την απόσπασή του σε παρόμοιες περιπτώσεις, θέτοντας σε κίνδυνο και/ή εμποδίζοντας την Διοίκηση να προβαίνει σε πράξεις που προβλέπονται νομοθετικά για την ικανοποίηση και εξυπηρέτηση των αναγκών της Δημόσιας Υπηρεσίας γενικότερα προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος.

6. Η έκδοση διαταγμάτων αναστολής αποφάσεων απόσπασης υπαλλήλων και εν προκειμένω η διατήρηση και οριστικοποίηση του εκδοθέντος διατάγματος μέχρι την τελεσιδικία της προσφυγής θα καταστήσει ουσιαστικά την απόφαση των Καθ'ων η αίτηση άνευ αντικειμένου και ουσίας και δεν θα μπορέσουν οι Καθ'ων η αίτηση να πληρώσουν τις επιτακτικές αυτές ανάγκες για τις οποίες κατέστη αναγκαία η συγκεκριμένη απόσπαση.

7. Τέλος, σημειώνεται ότι, η συμπληρωματική ένορκη δήλωση που καταχώρισε ο Αιτητής, μετά την έκδοση μονομερώς του αιτούμενου εκ μέρους του διατάγματος, και το σύνολο των ισχυρισμών που περιέχονται στην εν λόγω συμπληρωματική ένορκη δήλωση, αποτελούν γεγονότα και/ή μαρτυρία που ακολούθησαν της έκδοσης του μονομερούς διατάγματος και ως εκ τούτου δεν πρέπει και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη στα πλαίσια της διαδικασίας ακρόασης της ενδιάμεσης αίτησης.

Με έμφαση υποστηρίζεται ότι, ο Αιτητής δεν προσέφυγε ενώπιον του Δικαστηρίου με «καθαρά χέρια» ως όφειλε ένεκα του μονομερούς και «κατ’επείγοντως» χαρακτήρα του διαβήματός του, αλλά με σκοπό να πετύχει μονομερώς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος δεν αποκάλυψε στο Δικαστήριο ότι σε χρόνο προγενέστερο της καταχώρισης της προσφυγής και της ενδιάμεσης αίτησης ενημέρωσε την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ότι θα υποβάλλετο σε χειρουργική επέμβαση στις 31.01.2025 και θα απουσιάζει από την εργασία του 4 με 6 εβδομάδες για ανάρρωση, ως και έπραξε. Ακόμα, υποστηρίζεται ότι, δεν αποκάλυψε στο Δικαστήριο, ως η υποχρέωσή του, με βάση την πάγια νομολογία, στις περιπτώσεις, ως εν προκειμένω, που αιτείται μονομερώς την έκδοση ενός τόσο δραστικού και ανασταλτικού διατάγματος ότι απέστειλε μέσω των δικηγόρων του μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, μήνες πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, τις θέσεις του σε σχέση με την μη απόσπασή του. Όπως και ότι η Συντεχνία (ΑΣΔΥΚ) της οποίας είναι μέλος κοινοποίησε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αντίγραφο επιστολής με ημερομηνία 18.06.2024 προς την Υφυπουργό Ναυτιλίας, που αφορά την απόφαση για απόσπαση του.

 

Προχωρώντας στη συνέχεια στην εξέταση, διαδοχικά, και των δύο προϋποθέσεων τις οποίες επικαλείται ο δικηγόρος του αιτητή, καταγράφω τα εξής.

 

Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την χορήγηση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης έχουν καθοριστεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αποτελούν πλέον παγιωμένη νομολογιακή αρχή. Σύμφωνα πάντοτε με τη νομολογία, οι εν λόγω προϋποθέσεις είναι: α) η έκδηλη παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης, και β) η ανεπανόρθωτη ζημιά που θα προκύψει για τον αιτητή από την μη έκδοση του διατάγματος, εφόσον δεν δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση.

 

Στην υπόθεση Ιωάννης Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου, (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 164, ο Νικήτας, Δ. (όπως ήταν τότε) στη σελ. 167 ανάφερε τα ακόλουθα:

«Ο καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 είναι η δικονομική βάση για την παροχή προσωρινής προστασίας στις διοικητικές υποθέσεις. Αποτέλεσε δε και σ' αυτή την περίπτωση το νομικό έρεισμα της αίτησης. Είναι κοινός τόπος, αλλά πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι η εξουσία αυτή του δικαστηρίου είναι διακριτικού χαρακτήρα και ότι ασκείται με φειδώ. Για να πετύχει ένα τέτοιο διάβημα χρειάζεται η συνδρομή δύο προϋποθέσεων: (1) έκδηλη παρανομία της πράξης, και (2) ανεπανόρθωτη ζημία, που μπορεί να προκαλέσει στο διοικούμενο η άμεση εφαρμογή της (βλ. για εκτενή ανάλυση την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση 141/89 Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 29/5/90 και Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233). Δεν είναι όμως απαραίτητο να συντρέχουν και οι δύο παραπάνω όροι προτού το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα.» 

 

Επειδή το προσωρινό διάταγμα θεωρείται ότι προσφέρει θεραπεία κατ' εξαίρεση, υπό την έννοια ότι, κατά τη έκδοση του, δεν εξετάζεται η ουσία της υπόθεσης, το Δικαστήριο θα πρέπει απαραιτήτως, πριν από την έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος, να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει, είτε έκδηλη παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης, είτε σοβαρή πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής ανεπανόρθωτη ζημία και/ή ότι δεν πλήττεται το δημόσιο συμφέρον με την έκδοση του προσωρινού διατάγματος.

 

Σύμφωνα με την πλούσια νομολογία επί του θέματος, αναφορικά με την έκδηλη παρανομία, η παρανομία πρέπει να προβάλλει από μόνη της, ως «έκδηλη, διαβόητη και σκανδαλώδης» και πρέπει αυτή να είναι έκδηλη, υπό την έννοια ότι είναι αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται η διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Η παρανομία είναι έκδηλη, όταν είναι απροκάλυπτη ή αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης. Έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που ανακύπτει από το υλικό που παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση και έκφραση κρίσης. Σύμφωνα με τη νομολογία, έκδηλη παρανομία, συνεπάγεται καθαρή παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το Νόμο ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου.

 

Σχολιάζοντας τους λόγους τους οποίους προβάλει ο αιτητής για επιτυχία της αίτησης του ως προς την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας, ως καταγράφονται ανωτέρω, σε αντιδιαστολή με τις θέσεις της Νομικής Υπηρεσίας επί τούτου, διαπιστώνω ότι τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλονται απαιτούν διερεύνηση των δεδομένων και ουσιαστική εξέταση των διοικητικών φακέλων της υπόθεσης ούτως ώστε να διευκρινιστούν τα πραγματικά γεγονότα τα οποία τυγχάνουν επίκλησης εκατέρωθεν, αφού δεν εντοπίζω οφθαλμοφανή παρανομία, αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη, η οποία να κρίνεται ως «έκδηλη». Όπως απαιτείται από τη πλούσια σχετική νομολογία, η διαπίστωση έκδηλης παρανομίας η οποία δικαιολογεί την έκδοση αντίστοιχου προσωρινού διατάγματος, έχει την έννοια ότι η παρανομία είναι αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής και καταδεικνύεται χωρίς να απαιτείται να διερευνηθούν οποιαδήποτε αντιφατικά γεγονότα και ισχυρισμοί. Αν δεν αναδύεται αυτόματα, πρέπει να προκύπτει ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης. Σε διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος θα πρέπει να αποφεύγεται η απόφανση επί των εγειρόμενων θεμάτων με εκδήλωση της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου, έτσι ώστε να μην καθίσταται μάταιη η εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης.

 

Οι αρχές της νομολογίας αναφορικά με την διαπίστωση έκδηλης παρανομίας είναι πολύ καλά γνωστές. Ήδη πρόσφατα, μέσω της Απόφασης του Εφετείου ημερομηνίας 18 Ιουλίου 2024, στις Εφέσεις κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 13/2024 & 14/2024 i-Justice, ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ν. ΚΥΠΡΟΥ ΝEWCYTECH BUSINESS SOLUTIONS LTD κ.α., τονίστηκαν τα ακόλουθα :

«Είναι, καταρχάς, ορθόν ότι διάγνωση έκδηλης παρανομίας συνεπάγεται, κατά τη νομολογία, την κρίση επί της κυρίως προσφυγής επί της ουσίας της. Ως αναφέρθηκε, χαρακτηριστικά, στην Λοϊζίδης v. Υπουργού Εξωτερικών, (1995) 3 Α.Α.Δ. 233:

«Επί έκδηλης παρανομίας προσωρινό διάταγμα εκδίδεται όποιες και αν είναι οι επιπτώσεις και μάλιστα κατά κανόνα η ιδία η προσφυγή διεκπεραιώνεται επί της ουσίας: (βλ. Sofocleous ν. Republic (1971) 3 C.L.R. 345 και Frangos and Others v. Republic (ανωτέρω).» .

 Η έκδηλη παρανομία αντιδιαστέλλεται από την (απλή) παρανομία (βλ. Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857) και είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη χωρίς χρεία διερεύνησης γεγονότων ή αντιφατικών δεδομένων (βλ. Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 3/2020 Δημοκρατία ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, απόφαση ημερ. 28.1.2022). Το δε πρόδηλα βάσιμο ενός προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης σημαίνει κάτι περισσότερο από τη σοβαρή πιθανολόγηση της βασιμότητας (βλ. Β.Α. Γκέρτσος και Π.Η. Τσόγκας, Η προσωρινή Δικαστική Προστασία στη Διοικητική Δίκη (2013) σελ. 234).

Για να τίθεται, με άλλα λόγια, θέμα έκδηλης παρανομίας, θα πρέπει η παραβίαση να είναι οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων, η δε παρανομία θα πρέπει να αναδύεται αυτόματα ή, αν δε συμβαίνει τούτο, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη, χωρίς να είναι αναγκαία η διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων (βλ. Νικολάου ν. Ε.Δ.Υ. (1992), 4 Α.Α.Δ. 3959, Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω),  Economides v. Republic, (1982) CLR 837 και Frangos & Others v. Republic (1982), 3 CLR 53). Στην Τούμπας κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.ά., (2013) 3 Α.Α.Δ. 387 επεξηγήθηκε:

«Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, παρανομία για να θεωρηθεί έκδηλη θα πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη, με άλλα λόγια, χειροπιαστή παρανομία που να αναγνωρίζεται από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης. [ΒλΜοyο (πιο πάνω), Frangos a.ο. v. The Minister of Interior a.o. (1982) 3 C.L.R. 53, Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837, Κροκίδου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω)]. Με τον όρο υποδηλώνεται η περίπτωση που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων.» .

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η δικαιοδοσία έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μιας προσφυγής ασκείται με φειδώ και μόνον όταν στοιχειοθετηθεί ότι υπάρχει είτε έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είτε πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή, από τη μη έκδοση του διατάγματος (βλ. MOHAMMED NAZRUZ ISLAM v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5917/2013, ημερ. 31.10.2013 και Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 875/2012, ημερ. 12.7.2012). Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου v. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, (2007) 3 Α.Α.Δ 32, λέχθηκαν συναφώς τα εξής:

«Η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης».

Προηγουμένως, στην Moyo & Another v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203, λέχθηκαν τα ακόλουθα (η έμφαση έχει προστεθεί):

«Σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές η έκδοση προσωρινού διατάγματος στο πεδίο δικαιοδοσίας που πραγματευόμεθα αποτελεί εξαιρετικό μέτρο το οποίο δεν προβλέπεται άμεσα από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Εξυπακούεται από τη φύση της δικαιοδοσίας που παρέχεται ως εξουσία συμφυής προς το αντικείμενο της διαδικασίας προς διασφάλιση κατά πρώτο λόγο της νομιμότητας, που αποτελεί το κριτήριο που θέτει το ίδιο το Άρθρο 146 για τη θεώρηση του επίδικου θέματος της προσφυγής. Παρέχεται εξουσία αναστολής εφόσον η πράξη ή απόφαση καταφαίνεται ως έκδηλα παράνομη.  Κατά δεύτερο λόγο μπορεί να ανασταλεί η απόφαση προς διαφύλαξη της δραστικότητας της δικαιοδοσίας οποτεδήποτε καταφαίνεται ότι η εφαρμογή της απόφασης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στον αιτητή δηλαδή ζημιά η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί σε περίπτωση που η πράξη κριθεί ακυρωτέα.

 Η άσκηση δικαιοδοσίας για την παροχή προσωρινής θεραπείας στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας θεσμοποιείται από τον Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.».

 

Όπως έχω επισημάνει ανωτέρω, στη βάση του ενώπιον μου υπάρχοντος υλικού και όπως έχουν εκτεθεί ανωτέρω τα γεγονότα, ο ισχυρισμός περί παρανομίας της διοίκησης στην παρούσα περίπτωση, θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί μόνο μετά από ενδελεχή διερεύνηση των εγγράφων, κάτι που εν προκειμένω είναι ανεπίτρεπτο από τη νομολογία μας, στο παρόν στάδιο (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας  (1991) 4 Α.Α.Δ. 3056 και Πρόδρομος Α. Σέργη v. Δημοκρατίας, Υποθ.  Αρ. 98/14, ημερ. 5.3.2014). Αποτελεί διαχρονική γραμμή της ημεδαπής νομολογίας ότι τα νομικά ζητήματα, που συνιστούν την ουσία μιας υπόθεσης, πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη αυτής. Επίλυσή τους στο στάδιο της διαδικασίας για έκδοση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή και ανεπίτρεπτη επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα  θέματα, που θα εξεταστούν από τον δικάζοντα Δικαστή (Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837, Michael John Καλακουτής v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1141/2010, ημερ. 20.4.2011 και Betfair lnternational Plc ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 494/2013, ημερομηνίας 24.4.2013). Συνεπώς, κρίνω ότι, το προσωρινό διάταγμα δεν μπορεί να καταστεί οριστικό στη βάση της επίκλησης έκδηλης παρανομίας, διαπίστωση η οποία θα έκρινε ουσιαστικά και την ουσία της υπόθεσης.

 

Ο άλλος σοβαρός λόγος που επιτρέπει την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι η σοβαρή πιθανότητα πρόκλησης στον αιτητή ανεπανόρθωτης ζημίας εάν το αιτούμενο διάταγμα δεν εκδοθεί. Στη βάση αυτή μάλιστα και επί του κατεπείγοντος δεδομένης της απόφασης της διοίκησης ημερομηνίας 15.01.2025 να τον αποσπάσει στο Υπουργείο Εξωτερικών για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο Ναυτιλιακό Γραφείο της Υπάτης Αρμοστείας της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Ηνωμένο Βασίλειο (Λονδίνο), για περίοδο τριών χρόνων, από 1.02.2025 (ημέρα Σάββατο), το Δικαστήριο στις 3.02.2025προχώρησε στην έκδοση του προσωρινού διατάγματος αναστολής της απόφασης.

 

Όπως προαναφέρθηκε στην Ένσταση και τόνισε η κα.Χατζηδημητρίου στην αγόρευση της, ο αιτητής παραλείπει να ενημερώσει το Δικαστήριο ότι αμέσως μετά την καταχώρηση της υπόθεσης και συγκεκριμένα στις 31.01.2025 θα βρισκόταν με άδεια ασθενείας λόγω υποβολής του σε ιατρική επέμβαση και ότι συνεπεία της εγχείρησης αυτής θα απουσιάσει από την εργασία του για 4 μέχρι 6 εβδομάδες σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντα ιατρού του, γεγονός για το οποίο είχε ενημερώσει με ηλεκτρονικό του μήνυμα ήδη από 24.01.2025, τόσο τον Πρόεδρο και τα Μέλη της ΕΔΥ όσο και τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, μέσω του οποίου είχε αποφασιστεί η εκτέλεση ειδικών καθηκόντων στο Ναυτιλιακό Γραφείο της Υπάτης Αρμοστείας της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Ηνωμένο Βασίλειο (Λονδίνο), για περίοδο τριών χρόνων, από 01.02.2025.

 

Διαπιστώνοντας ότι όντως, το ουσιαστικό αυτό γεγονός για την επέλευση των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης πράξης δεν περιλαμβάνεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την επίδικη αίτηση, θα συμφωνήσω ότι η πλευρά του αιτητή, τουλάχιστον επί αυτού του σημείου, δεν προσήλθε ενώπιον του Δικαστηρίου με «καθαρά χέρια» αφού η ένορκη δήλωση επί της οποίας στηρίχθηκε το Δικαστήριο στην έκδοση του προσωρινού Διατάγματος δεν περιλαμβάνει αυτή την ουσιαστική πληροφορία. Αυτό το δεδομένο, αναπόφευκτα, θα επιβράδυνε τουλάχιστον για 4-6 εβδομάδες την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης της οποία ζητείτο η άμεση αναστολή και συνεπώς θα επέτρεπε την επίδοση της αίτησης στο μεσοδιάστημα, ούτως ώστε να ακουστεί στο Δικαστήριο και η αντίθετη άποψη. Λέγοντας με έμφαση τούτο, προχωρώ στην εξέταση της προβαλλόμενης ανεπανόρθωτης βλάβης την οποία επικαλείται ο Αιτητής.

 

Έχει νομολογηθεί ότι μπορεί να χορηγηθεί προσωρινό διάταγμα όταν υπάρχει σαφής απόδειξη ανεπανόρθωτης ζημίας η οποία πρέπει να εξειδικεύεται στα δικόγραφα με σαφή τρόπο. (Βλ. Rodat v Republic (1988) 3 CLR 937 και Βασίλειος Σκουρής "Η δικαστική αναστολή εκτελέσεως των διοικητικών πράξεων", Τρίτη Έκδοση, σελ. 62). Το βάρος τόσο της επίκλησης όσο και της απόδειξης ανεπανόρθωτης ζημίας είναι ευθύνη του αιτητή. Παρόλο ότι το δικονομικό σύστημα που ακολουθείται στην Αναθεωρητική Δικαιοδοσία είναι το ανακριτικό, το βάρος της απόδειξης των λόγων της αναστολής το έχει ο διάδικος που επιθυμεί την προσωρινή προστασία. Σε περίπτωση αμφιβολίας σχετικά με την ύπαρξη λόγων αναστολής η αίτηση απορρίπτεται ως αβάσιμη. (βλ., μεταξύ άλλων, Μαρκουλίδου κ.α. ν. Δημοκρατία κ.α. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3413, στη σελ. 3423).

 

Στην Sofocleous v The Republic (1971) 3 ΟΈ.Ρ. 345 λέχθηκαν τα πιο κάτω στο ίδιο θέμα: «. . .It is a well established principle of administrative law that the damage alleged to result from the imminent execution of the administrative act complained of must be specified in the application in a concrete way. Vague allegations about it are not capable of its proper appreciation and for this reason alone the application for a provisional order can be dismissed. This principle has been accepted in a number of decisions of the Committee of Stays of the Greek Council of State and I need only mention one, mainly Ε.Α. 13.»

 

Σχετικές επί του θέματος είναι και οι ακόλουθες αποφάσεις, Κροκίδου κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Αρ. Υπ. 741/89, ημερ. 29.5.90, Βασιλείου κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπ. 593/98, ημερ. 31.7.98, Λοϊζίδης ν. Υπουργός Εξωτερικών, (1995) 3 Α.Α.Δ. 233, Σιοπαχάς ν. Θ.Ο.Κ. 68/98, ημερ. 5.2.98.

 

Είναι η θέση στην προκείμενη περίπτωση των Καθ’ ων η αίτηση ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή επί των οποίων βασίστηκε το Δικαστήριο για να εκδώσει μονομερώς το αιτούμενο διάταγμα, σε καμία περίπτωση δεν στοιχειοθετούν ανεπανόρθωτη ζημιά και δεν δικαιολογούσαν την έκδοση μονομερώς ενός τέτοιου διατάγματος. Σημειώνω ότι, μετά και την εκδηλωθείσα ένσταση των Καθ΄ων η αίτηση, η μόνη Ε/Δ του αιτητή η οποία θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν είναι αυτή η οποία συνοδεύει την επίδικη αίτηση και επί της οποίας στηρίχθηκε το Δικαστήριο για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος. Η συμπληρωματική ένορκη δήλωση που καταχώρισε ο αιτητής, μετά την έκδοση μονομερώς του αιτούμενου εκ μέρους του διατάγματος, και το σύνολο των ισχυρισμών που περιέχονται στην εν λόγω συμπληρωματική ένορκη δήλωση, αποτελούν γεγονότα που ακολούθησαν της έκδοσης του μονομερούς διατάγματος και ως εκ τούτου δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη στα πλαίσια της διαδικασίας ακρόασης της ενδιάμεσης αίτησης. 

 

Βάσει της νομολογίας των Δικαστηρίων μας, χρειάζεται απαραιτήτως, η προσαγωγή μαρτυρίας με την οποία να αποδεικνύεται ότι η ζημία που θα υποστεί ο αιτητής, δε θα μπορεί να αποκατασταθεί με οποιανδήποτε από τις θεραπείες που μπορούν να παραχωρηθούν με την ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Η νομολογία, παράλληλα, επιτάσσει όπως, ο ισχυρισμός περί ανεπανόρθωτης ζημίας θα πρέπει να δικογραφείται δεόντως, έτσι ώστε να προσδιορίζεται με σαφήνεια και να τεκμηριώνεται επαρκώς. Η ζημία θα πρέπει να αναφέρεται ειδικά και με σαφήνεια και οι κίνδυνοι πρόκλησης ζημίας πρέπει να στοιχειοθετούνται με κατάλληλη μαρτυρία, ενώ το βάρος απόδειξης κείται επί των ώμων του αιτητή (Colocassides & Associates and others ν. The Republic(1985) 3 C.L.R. 1780 και Mοyο and another ν. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, 1209). Συγκεκριμένα, σε τέτοιες περιπτώσεις, η πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης δεν πρέπει να παραμείνει σε επίπεδο ισχυρισμών, αλλά θα πρέπει να αποδεικνύεται με στοιχεία, ότι αν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία (MOHAMMED NAZRUZ ISLAM ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5917/2013, ημερ. 31.10.2013 και Singh ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 875/2012, ημερ12.7.2012).

 

Εν προκειμένω, οι ισχυρισμοί του Αιτητή ότι η διαμονή του στο Λονδίνο αναμένεται να έχει δυσμενείς συνέπειες και επιβάρυνση της υγείας του, κάτι που πιθανόν να επηρεάσει και την απόδοσή του και να οδηγήσει σε συχνή απουσία του από την εργασία δεν τεκμηριώνονται, αλλά ούτε και αποδεικνύονται τα όσα αναφέρει σε σχέση με τις επιπτώσεις στην υγεία του από συγκεκριμένα ιατρικά πιστοποιητικά. Ειδικότερα, τα ιατρικά πιστοποιητικά που επισύναψε ο αιτητής στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ενδιάμεση αίτησή του ως Τεκμήρια Γ και Δ αντίστοιχα, δεν τεκμηριώνουν, ως επιτάσσει η νομολογία, ότι η απόσπασή του στο Λονδίνο θα έχει οποιεσδήποτε ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία του ή ότι θα επιδεινώσει με οποιοδήποτε τρόπο αυτήν. Αυτό το οποίο δεόντως προκύπτει από τα εν λόγω ιατρικά πιστοποιητικά και δη το Τεκμήριο Γ της ένορκης δήλωσης του αιτητή είναι ότι αυτός όντως πάσχει από «χρόνιο βρογχικό άσθμα, πλήρως ελεγχόμενο υπό τη βέλτιστη βρογχοδιασταλτική αγωγή». Δεν προκύπτει όμως από καμία μαρτυρία ότι ο αιτητής ως χρόνιος ασθενής, κατά τη διάρκεια της απόσπασής του στο Λονδίνο, δεν θα μπορεί να λάβει και να τύχει της βέλτιστης ιατρικής περίθαλψης και να λαμβάνει την αναγκαία φαρμακευτική αγωγή την οποία λαμβάνει και κατά τη διαμονή του στην Δημοκρατία.  Ούτε, όπως εύστοχα παρατηρούν και οι Καθ’ ων η αίτηση, από τα εν λόγω ιατρικά πιστοποιητικά προκύπτει οποιαδήποτε ιατρική σύσταση με την οποία να απαγορεύεται η μετακίνηση και/ή διαμονή του αιτητή στο εξωτερικό και δη στο Λονδίνο, λόγω του άσθματος του και/ή για λόγους υγείας. Παρατηρώντας αυτά, επισημαίνω ότι, είναι ο ίδιος ο αιτητής που έχει το βάρος απόδειξης να στοιχειοθετήσει τους εν λόγω ισχυρισμούς του ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς της παρούσας αίτησης, κάτι το οποίο απέτυχε να πράξει.  

 

Περαιτέρω οι ισχυρισμοί του αιτητή που αφορούν σε οικογενειακά ζητήματα δεν τεκμηριώνουν οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημιά, και δη μάλιστα τέτοια βλάβη που να υπερτερεί του δημόσιου συμφέροντος το οποίο εξυπηρετεί η απόσπαση του αιτητή για τις ανάγκες της υπηρεσίας, όπως θα κριθεί από το Δικαστήριο στην ουσία της υπόθεσης. Η απόσπαση ενός δημόσιου υπαλλήλου δεν συνεπάγεται μετακίνηση και/ή μετακόμιση της οικογένειάς του στο εξωτερικό, η οποία οικογένεια μπορεί να παραμείνει στο έδαφος της Δημοκρατίας χωρίς οποιοδήποτε επηρεασμό. Σημειώνω ακόμα ότι, ως αναφέρει και ο ίδιος ο αιτητής, ο υιός του συμπληρώνει τον ερχόμενο Σεπτέμβριο τη στρατιωτική του θητεία, ενώ η κόρη του από την νέα σχολική χρονιά θα είναι τελειόφοιτη Λυκείου και δεδομένου ότι θα επιλέξει να μετακομίσει με ολόκληρη την οικογένεια της στο Λονδίνο, θα στερηθεί του δικαιώματος της να παρακαθίσει στις παγκύπριες εξετάσεις για μία θέση στα Πανεπιστήμια της Κύπρου και της Ελλάδας, κάτι που η ίδια και η γονείς της επιθυμούν.

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω τα οποία προβάλλονται από τη πλευρά του αιτητή, δεν διαπιστώνω ότι έχει τεθεί ενώπιον μου η απαιτούμενη μαρτυρία η οποία να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς αυτούς. Ουδόλως διαπιστώνω ότι, έχει καταδειχθεί από τον αιτητή οποιαδήποτε εξαιρετική περίσταση ή οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι η μητέρα των τέκνων του αιτητή αδυνατεί και/ή δεν είναι σε θέση να έχει τη φύλαξη κα/ή φροντίδα τους για όσο καιρό θα διαρκεί η απόσπαση του. Δεν θα συμφωνήσω ακόμα ότι, ο αιτητής θα αποστερηθεί τα τέκνα του ή θα αποστερηθεί του δικαιώματος του να συμμετέχει στη ζωή τους, ούτε και θα αποξενωθεί με οποιοδήποτε τρόπο από αυτά λόγω της απόσπασής του στο Λονδίνο. Ούτε έχω πειστεί ότι θα επηρεαστεί ουσιαστικά ο υιός του ο οποίος ολοκληρώνει πολύ σύντομα τη στρατιωτική του θητεία και εν πάση περιπτώσει είναι ενήλικας, ούτε αντίστοιχα ότι η θυγατέρα του, στο τέλος της ερχόμενης σχολικής χρονιάς, θα στερηθεί του δικαιώματος της να προετοιμαστεί σχετικά και εν τέλει να παρακαθίσει στις παγκύπριες εξετάσεις για μία θέση στα Πανεπιστήμια της Κύπρου και της Ελλάδας, κάτι που η ίδια και η γονείς της επιθυμούν, ως προβάλλεται. Ειδικότερα όταν πλέον η τεχνολογία στην επικοινωνία επιτρέπει την αδιάληπτη, άμεση και ουσιαστική επαφή μεταξύ προσώπων σε διαφορετικές χώρες. Ούτε, τέλος, μπορώ να αποδεχθώ ως λογικό τον ισχυρισμό του αιτητή ότι τυχόν απόσπασή του θα οδηγήσει σε διάλυση της οικογένειάς του, επειδή αυτό, ως ισχυρίζεται, συνέβη σε άλλους συναδέλφους του οι οποίοι έτυχαν απόσπασης στο εξωτερικό.

 

Στη βάση των όσων έχουν αναφερθεί ανωτέρω, και με βάση και την πάγια νομολογία που αφορά σε αιτήσεις ως η παρούσα, όπου η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης της Διοίκησης ασκείται με εξαιρετική φειδώ, δεν διαπιστώνω ότι οι οικογενειακοί, αλλά και οι ιατρικοί λόγοι που προβάλλονται από τον αιτητή είναι τέτοιας σημαντικής φύσεως που να δικαιολογούν την αναστολή της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι και την έκδοση της οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, ούτε ο αιτητής έχει τεκμηριώσει ότι επηρεάζεται με ανεπανόρθωτο τρόπο ούτως ώστε να διατηρηθεί σε ισχύ το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα, έχοντας ως βάση τις οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις του αιτητή που έχουν παρατεθεί με βάση την ένορκη του δήλωση.  Συνεπώς καταλήγω ότι, ούτε στη βάση αυτής της επιχειρηματολογίας ήτοι πως ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, είναι δυνατό να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα αναστολής της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Ολοκληρώνοντας, καταλήγω ότι, δεν έχει στοιχειοθετηθεί, ως επιτάσσει η νομολογία, οιοσδήποτε λόγος επιτυχίας της υπό εξέταση ενδιάμεσης αίτησης με αποτέλεσμα αυτή να αποτυγχάνει και να απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Καθ’ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή, τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της διαδικασίας. Το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 3.02.2025 ακυρώνεται.

 

Η υπόθεση ορίζεται στις 14.11.2025 ώρα 9:00 π.μ. με οδηγίες για καταχώρηση της Ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση εντός 6 εβδομάδων από σήμερα και ακολούθως εντός άλλων 6 εβδομάδων καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης εκ μέρους του Αιτητή.

 

 

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο