Π. Π. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ, Υπόθεση αρ. 1339/18, 26/8/2025
print
Τίτλος:
Π. Π. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ, Υπόθεση αρ. 1339/18, 26/8/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 1339/18

26 Αυγούστου, 2025

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με τα Άρθρα 29 και 146 του Συντάγματος.

 

Μεταξύ:

Π. Π.

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ

ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

Κ. Παπαντωνίου, για Γεώργιος Παπαντωνίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για αιτητή.

Α. Αχιλλέως (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για καθ’ ων η αίτηση.

Καμία εμφάνιση για ενδιαφερόμενο μέρος.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.: Στις 27.11.2013, ο αιτητής, έγγαμος και κατά τον χρόνο εκείνο πατέρας 2 παιδιών (3 κατά τον χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης), υπέβαλε στην Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού, αίτηση για παραχώρηση τουρκοκυπριακής κατοικίας για ιδιοκατοίκηση.

 

Σημειώνεται ότι στην εν λόγω αίτηση, η οποία δεν εντοπίζεται στους τόμους του διοικητικού φακέλου που έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο πλην όμως έχει επισυναφθεί στην Ένσταση ως Παράρτημα Β’, δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένη κατοικία για την οποία η αίτηση υποβλήθηκε, παρά την περίληψη συγκεκριμένου για τον σκοπό αυτό πεδίου στο έντυπο της αίτησης (υπό στοιχείο «(Κ) Ζητούμενη Τ/Κ κατοικία για ιδιοκατοίκηση»).  Σε επιστολή, όμως, του Αν Επάρχου Λεμεσού (εφεξής «ο Έπαρχος»), ημερομηνίας 04.08.2014, ο αιτητής πληροφορήθηκε πως σε σχέση με την αίτησή του ημερομηνίας 27.11.2013 για να του παραχωρηθεί για στεγαστικούς σκοπούς η «Τ/Κ ιδιοκτησίας κατοικία που βρίσκεται στον 15ο Δρόμο αρ. 11 στην Επισκοπή», το αίτημά του θα επανεξετασθεί αφού προηγηθεί ανάκτηση κατοχής της οικίας.

Ως προς το εν λόγω ζήτημα και την καθυστέρηση των καθ’ ων η αίτηση να απαντήσουν στην αίτηση του αιτητή, ακολούθησε εκτενής αλληλογραφία μεταξύ του δικηγόρου του και των καθ’ ων η αίτηση, σε όλες δε τις σχετικές επιστολές γίνεται αναφορά σε αίτημα για παραχώρηση της συγκεκριμένης κατοικίας στην οδό 15ος Δρόμος αρ. 11 στην Επισκοπή (εφεξής «η επίδικη κατοικία»).

 

Με επιστολή του Επάρχου, ημερομηνίας 27.06.2018, η οποία αποτελεί την προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή διοικητική πράξη, ο αιτητής πληροφορήθηκε για τα ακόλουθα:

 

«Αναφέρομαι σε αίτημα σας για παραχώρηση της Τ/Κ ιδιοκτησίας κατοικίας που βρίσκεται στην οδό 15ος Δρόμος αρ. 11 στην Επισκοπή για κάλυψη των στεγαστικών σας αναγκών και σας πληροφορώ ότι το αίτημα σας έχει εξετασθεί αλλά δεν κατέστη δυνατό να ικανοποιηθεί όσον αφορά την αιτούμενη οικία η οποία αποφασίσθηκε όπως παραχωρηθεί σε άλλο δικαιούχο πρόσωπο.

2. Σημειώνεται ότι έχετε ήδη εγκριθεί στην παραχώρηση άλλης Τ/Κ ιδιοκτησίας κατοικία που να ικανοποιεί τις ανάγκες της οικογένειας σας».

 

Ως αναφέρεται στην Ένσταση των καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από τη συνημμένη ως Παράρτημα ΣΤ επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών προς τον Έπαρχο, ημερομηνίας 06.06.2018, ο Αναπληρωτής Διευθυντής Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (εφεξής «ο Διευθυντής»), δυνάμει εκχωρήσεως εξουσιών του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (εφεξής «ο Κηδεμόνας»), ενέκρινε την παραχώρηση της επίδικης κατοικίας στο ενδιαφερόμενο μέρος, κ. Σ.Σ. (εφεξής «Ε/Μ») αφού έλαβε υπόψη ότι αυτός δεν έχει επωφεληθεί από άλλο στεγαστικό σχέδιο, είναι κάτοχος σημαντικής περιουσίας στις κατεχόμενες περιοχές, καθώς και ότι έχει προβεί σε σημαντικές επιδιορθώσεις στην επίδικη κατοικία.  Παράλληλα, ως επιπλέον αναφέρεται, ο Διευθυντής ενέκρινε την παραχώρηση στον αιτητή ταυτόχρονα ή δυνατόν, άλλης τουρκοκυπριακής κατοικίας που να ικανοποιεί τις ανάγκες της οικογένειάς του.

 

Ο αιτητής με την προσφυγή του, η οποία καταχωρίστηκε στις 07.09.2018, αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης απόρριψης του αιτήματός του να του παραχωρηθεί η επίδικη κατοικία, την οποία το Ε/Μ, πριν αυτή του παραχωρηθεί από τον Διευθυντή, είχε παράνομα καταλάβει.

 

Ειδικότερα, διά της γραπτής αγόρευσης των ευπαιδεύτων δικηγόρων του, ο αιτητής διατείνεται καταρχάς πως η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 1991 (Ν.139/1991) και τα σχετικά κριτήρια που καθορίζονται στους περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Κανονισμούς του 1992 (Κ.Δ.Π. 68/92) για τη διάθεση τουρκοκυπριακών περιουσιών.  Συγκεκριμένα, ότι ο Κηδεμόνας δεν έλαβε υπόψη ούτε το γεγονός ότι τόσο ο αιτητής όσο και η σύζυγός του είναι πρόσφυγες, ούτε την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, τη σύνθεσή της, το πολυμελές της οικογένειας και την ηλικία των μελών της, κριτήρια που συνιστούν σύμφωνα με τους Κανονισμούς ουσιώδεις παράγοντες για τη λήψη απόφασης.  Αντίθετα, σύμφωνα με τη θέση του αιτητή, η επίδικη κατοικία παραχωρήθηκε καταχρηστικά, και χωρίς νόμιμη και αντικειμενική βάση, αλλά με υποκειμενικά και μόνο κριτήρια, στο Ε/Μ, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν νυμφευμένος ούτε είχε παιδιά.  Ως εκ τούτου, ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω μη επαρκούς αιτιολογίας, παραβίασης των αρχών της ισότητας, της αμεροληψίας και της καλής πίστης, λανθασμένης άσκησης της διακριτικής εξουσίας των καθ’ ων η αίτηση και μη επαρκούς έρευνας.  Είναι δε ο ισχυρισμός του αιτητή ότι στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, τον οποίον οι δικηγόροι του επιθεώρησαν στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, δεν υπάρχει καταχωρημένη η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ή οποιαδήποτε άλλη απόφαση για παραχώρηση της επίδικης κατοικίας στο Ε/Μ.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν τη νομιμότητα και το αιτιολογημένο της προσβαλλόμενης απόφασης, εγείροντας προδικαστικώς ζήτημα ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του αιτητή.  Τούτο καθότι, κατά την εισήγηση, ως αναφέρεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση, αποφασίστηκε όπως στον αιτητή παραχωρηθεί άλλη τουρκοκυπριακή κατοικία, η οποία να καλύπτει τις στεγαστικές του ανάγκες.  Ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ευεργετική για αυτόν εφόσον έγινε ουσιαστικά δεκτό το αίτημά του.  Μετά δε την καταχώριση της παρούσας προσφυγής, με σύμβαση μίσθωσης ημερομηνίας 16.10.2018, παραχωρήθηκε στον αιτητή η τουρκοκυπριακή κατοικία στον 14ο Δρόμο, αρ. 70 στην Επισκοπή, με τον αιτητή να έχει αποδεχθεί ρητά την απόφαση για παραχώρηση της εν λόγω κατοικίας και ως εκ τούτου, κατά τη θέση πάντα των καθ’ ων η αίτηση, να μην διατηρεί πλέον δικαίωμα αμφισβήτησης της νομιμότητας της προσβαλλόμενης με την παρούσα προσφυγή απόφασης, εφόσον, τυχόν ακύρωση αυτής, δεν θα έχει καμία ωφέλεια για τον ίδιο.

 

Απορρίπτοντας την προδικαστική ένσταση οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του αιτητή υποβάλλουν ότι αυτός διατηρεί έννομο συμφέρον στην προώθηση της παρούσας προσφυγής δοθέντος ότι, παρά την παραχώρηση άλλης (από την επίδικη) κατοικίας για στεγαστικούς σκοπούς του ιδίου και της οικογένειάς του και την υπογραφή σχετικής σύμβασης μίσθωσης (γεγονότα παραδεκτά), εντούτοις ο αιτητής δεν έχει μέχρι σήμερα λάβει την κατοχή αυτής λόγω παράνομης εισόδου και κατοχής της εν λόγω κατοικίας από τρίτους.  Παρά δε τις εκ μέρους του προσπάθειες μέσω όλων των αρμοδίων αρχών, ο αιτητής ουδέποτε έλαβε ελεύθερη κατοχή της εν λόγω κατοικίας, με τους καθ’ ων η αίτηση να παραλείπουν να αναλάβουν τις ευθύνες του για να εφαρμόσουν την απόφασή τους για παραχώρηση της εν λόγω κατοικίας στον αιτητή.  Προς υποστήριξη των ισχυρισμών του ο αιτητής, στο πλαίσιο εκδίκασης της παρούσας προσφυγής, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας από το Δικαστήριο για προσκόμιση σχετική μαρτυρίας, η οποία όμως αποσύρθηκε εφόσον, κατά τη δικάσιμο της 30.09.2021, κατατέθηκε ως Τεκμήριο εκ συμφώνου επιστολή, ημερομηνίας 02.04.2021, του Επάρχου Λεμεσού (Κλάδος Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών) προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με αρ. φακ. Γ.Ε/Υποθ./Αριθ. 1339/18 ημ. 13.1.2021 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι ο αιτητής Π.Π. αιτήθηκε να του παραχωρηθεί η Τ/Κ ιδιοκτησίας κατοικία η οποία βρίσκεται στην οδό 14ος Δρόμος αρ. 70 στην Επισκοπή η οποία κατόπιν εξέτασης του παραχωρήθηκε καθ' όλα νόμιμα.

2.       Αναφέρεται ότι παρόλο που η υπό αναφορά κατοικία παραχωρήθηκε στον κ. Π.Π. από την Υπηρεσία μου, όπως έχω αναφέρει και πιο πάνω, καθ' όλα νόμιμα, εντούτοις μέχρι στιγμής δεν κατέστη δυνατό να εγκατασταθεί σ' αυτή εφόσον με την είσοδο του στην οικία επενέβησαν σ' αυτή τρίτα πρόσωπα τα οποία απομάκρυναν τον εξοπλισμό του και εγκαταστάθηκαν αυθαίρετα στην οικία, όπου και διαμένουν μέχρι σήμερα χωρίς να επιτρέπουν στον νόμιμο κάτοχο της οικίας να εγκατασταθεί σ' αυτή.

3.       Σημειώνεται ότι εφόσον η οικία παραχωρήθηκε νόμιμα από την Υπηρεσία στον κ. Π.Π. και υπογράφηκε σχετική Σύμβαση Μίσθωσης η Υπηρεσία Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών δεν έχει πλέον καμία αρμοδιότητα για ανάκτηση κατοχής της οικίας καθότι όταν η οικία του παραχωρήθηκε ήταν ελεύθερης κατοχής και μαζί με τη Σύμβαση Μίσθωσης που υπογράφηκε του είχαν παραδοθεί και τα κλειδιά αυτής. Ως εκ τούτου, την ευθύνη έξωσης των προσώπων από την οικία έχει ο νόμιμος, δυνάμει Σύμβαση Μίσθωσης, κάτοχός της.

4.       Τα πιο πάνω σας υποβάλλονται για ενημέρωσή σας.».

 

Εξετάζοντας κατά προτεραιότητα την εγερθείσα προδικαστική ένσταση και το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος του αιτητή, διαπιστώνω τα ακόλουθα:

 

Ως αναφέρεται και στην παράθεση των ουσιωδών για την υπόθεση γεγονότων ανωτέρω, παρά τον μη προσδιορισμό στην αίτηση του αιτητή ημερομηνίας 27.11.2013 για παραχώρηση τουρκοκυπριακής κατοικίας για ιδιοκατοίκηση της επίδικης κατοικίας, ως της κατοικίας για την οποία η αίτηση υποβλήθηκε, εντούτοις η αίτηση εξετάστηκε και απαντήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση (χωρίς κάποιος από τους διαδίκου να επεξηγήσει τον λόγο στο Δικαστήριο) ως αίτηση για παραχώρηση συγκεκριμένα της επίδικης κατοικίας.  Αυτό εξάλλου αναφέρεται και στην ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση, ημερομηνίας 27.06.2018, στην οποία ρητώς απορρίπτεται το αίτημα για παραχώρηση της επίδικης κατοικίας.  Ως εκ τούτου, υπό τις περιστάσεις, η αίτηση του αιτητή, εφόσον αφορούσε την παραχώρηση της επίδικης κατοικίας, δεν έχει ικανοποιηθεί ως οι καθ’ ων η αίτηση διατείνονται.

 

Ακόμα, όμως, κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι η αίτηση του αιτητή αφορούσε γενικότερα την παραχώρηση μίας οποιασδήποτε τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας κατοικίας για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του ιδίου και της οικογένειάς του και όχι ειδικώς την επίδικη, εντούτοις η ρητή παραδοχή των καθ’ ων η αίτηση ότι ο αιτητής δεν ανέλαβε ελεύθερη κατοχή της κατοικίας που τελικώς του παραχωρήθηκε, εκτιμώ ότι δεν του αποστερεί το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για προώθηση της παρούσας προσφυγής.  Ως εκ τούτου, προχωρώ να εξετάσω τους λόγους ακύρωσης που ο αιτητής προωθεί.

 

Προς απάντηση του ισχυρισμού του αιτητή ότι στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, τον οποίον οι δικηγόροι του επιθεώρησαν, δεν υπάρχει καταχωρημένη οποιαδήποτε απόφαση για παραχώρηση της επίδικης κατοικίας στο Ε/Μ, οι καθ’ ων η αίτηση επεσύναψαν στη γραπτή τους αγόρευση σχετικό Σημείωμα, το οποίο, ως αναφέρουν, απευθύνεται στον Διευθυντή και στο οποίο αποτυπώνεται η απόφαση αυτού, ημερομηνίας 06.06.2018, για την παραχώρηση της επίδικης κατοικίας στο Ε/Μ και την παραχώρηση ταυτόχρονα άλλης κατοικίας στον αιτητή.  Διατείνονται δε οι καθ’ ων η αίτηση πως, με τη συμφωνία του Διευθυντή, επί του εν λόγω Σημειώματος τεκμαίρεται κατά την αρχή δικαίου και τη νομολογία, ότι το αρμόδιο όργανο για τη λήψη απόφασης συμφώνησε με όλα που τέθηκαν ενώπιόν του υπό τύπο λεπτομερούς έκθεσης στο Σημείωμα, το οποίο ενσωματώνεται και συνιστά την αιτιολογία της απόφασης του Διευθυντή.

 

Από όσα έχουν τεθεί ενώπιόν μου καταρχάς διαπιστώνω ότι το εν λόγω Σημείωμα δεν εντοπίζεται στους 2 τόμους του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο ως Τεκμήρια.  Επιπρόσθετα, από το αντίγραφο του Σημειώματος που επισυνάπτεται στην γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση δεν προκύπτει σε ποιον το Σημείωμα, το οποίο υπογράφεται εκ μέρους του Αναπληρωτή Επάρχου, συγκεκριμένα απευθύνεται.  

 

Εν πάση, όμως, περιπτώσει, το εν λόγω Σημείωμα, το οποίο οι καθ’ ων η αίτηση διατείνονται ότι αποτελεί και την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, έχει το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«Στην Τ/Κ ιδιοκτησίας κατοικία που βρίσκεται στην οδό 15ος Δρόμος αρ. 11 στην Επισκοπή [η επίδικη κατοικία] διέμενε ο πρόσφυγας Στέλιος Κύρκου ο οποίος έχει αποβιώσει από το 2013.

Πρόκειται για Τ/Κ κατοικία που ανήκει στην κατηγορία Α' και αποτελείται από χωλ, κουζίνα, 3 υπνοδωμάτια και wc, ικανοποιητική για κάλυψη στεγαστικών αναγκών πολυμελούς οικογένειας.

Σημειώνεται ότι στην υπό αναφορά κατοικία χωρίς καμία έγκριση από την Υπηρεσία Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών επενέβηκε ο κύριος Σ.Σ. [Ε/Μ] και εγκαταστάθηκε/ σ' αυτή ισχυριζόμενος ότι στην οικία διέμενε ο παππούς του ο οποίος αργότερα διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν παππούς αλλά θείος. Ο κύριος Σ.Σ. με αίτηση του ημερομηνίας 5.7.2011 αιτήθηκε όπως και το δικό του όνομα συμπεριληφθεί στη Σύμβαση Μίσθωσης της υπό αναφορά κατοικίας με απώτερο σκοπό μετά το θάνατο του θείου η οικία να παραμείνει μισθωμένη στον ίδιο.

Στις 8.8,2011 στον κύριο Σ.Σ. στάληκε επιστολή με την οποία τον πληροφορούσαμε ότι το αίτημα του δεν κατέστη δυνατό να ικανοποιηθεί εφόσον η οικία δεν ήταν διαθέσιμη. Αμέσως μετά το θάνατο του θείου του και ενοίκου και συγκεκριμένα στις 13.1.2013 ο αιτητής επανήλθε ενημερώνοντας μας για το θάνατο του θείου του και ζητούσε όπως το αίτημα του για την παραχώρηση της Τ/Κ οικίας επανεξετασθεί με τη δικαιολογία ότι διέμενε σ' αυτή με το θείο του.

Εν τω μεταξύ στα Γραφεία της Υπηρεσίας μας είχαν υποβληθεί άλλες 6 αιτήσεις από πρόσφυγες για παραχώρηση της εν λόγω οικίας μεταξύ των οποίων και ο κύριος Π.Π. [αιτητής] ο οποίος είναι πατέρας 3 ανήλικων παιδιών με σοβαρά προβλήματα.  Στις 10.12.2013 το αίτημα του κύριου Π.Π. εξετάσθηκε από την Ειδική Επιτροπή και αποφασίσθηκε όπως η οικία του παραχωρηθεί λόγο (sic) των προβλημάτων που αντιμετώπιζε αφού προηγηθεί ανάκτηση της οικίας πράγμα το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει.

Ο κύριος Π.Π. με επιστολή του δια μέσω ιδιώτη Δικηγόρου ενίστατο στην καθυστέρηση παραχώρηση της οικία σ’ αυτόν και με επιστολή μας ημερομηνίας 7.8.2017 προς τον Δικηγόρο του τον πληροφορούσαμε ότι το αίτημα του πελάτη του δεν ήταν δυνατό να ικανοποιηθεί εφόσον για την υπό αναφορά κατοικία εκκρεμεί προσφυγή από τον κύριο Σ.Σ. στο Ανώτατο Δικαστήριο και ότι θα καταβάλλονταν προσπάθειες για εξεύρεση άλλης Τ/Κ κατοικίας.

Στη συνέχεια ο κύριος Σ.Σ. αντέδρασε και με νέα επιστολή του προς το Υπουργείο Εσωτερικών ζητούσε όπως η οικία παραχωρηθεί σ' αυτόν. Σημειώνεται ότι ο κύριος Σ.Σ. κατόπιν επιτόπιας επίσκεψης αρμόδιου Λειτουργού του Γραφείου μου διαπιστώθηκε ότι διέμενε σε άλλη Τ/Κ ιδιοκτησίας κατοικία που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την αιτούμενη οικία στην οποία διαμέναν οι υπερήλικες γονείς του η οποία αποτελείται επίσης από 3 υπνοδωμάτια, χωλ, κουζίνα, wc, μπάνιο και στο πίσω μέρος της οικίας έχει ανεγερθεί από τον ίδιο ξεχωριστός ενιαίος χώρος για τις ανάγκες του όπως κουζίνα και καθιστικό το οποίο και χρησιμοποιεί.  Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Τ/Κ οικία που κατέχουν οι γονείς του εκτός από αυτούς και τον ίδιο δεν διαμένει κανείς άλλος.

 

Αναφέρεται δε ότι όλες οι αιτήσεις εκκρεμούν μέχρι σήμερα χωρίς να μπορούν να εξετασθούν εφόσον η οικία δεν βρίσκεται στην κατοχή της Υπηρεσίας αφού ο κύριος Σ.Σ. αρνείται επίμονα να την παραδώσει. Στη συνέχεια ο κύριος Σ.Σ. είχε υποβάλει Ιεραρχική Προσφυγή στην εξ' Υπουργών Επιτροπή προσβάλλοντας την απόφαση της Υπηρεσίας στη μη παραχώρηση της υπό αναφοράς κατοικίας στην οποία διέμενε ο αποβιώσαντα θείος του. H εξ Υπουργών Επιτροπή απέρριψε την εξέταση της αίτησης του και η απόφαση αυτή λήφθηκε βάσει του ότι ο κύριος Σ Σ.Σ. δεν είχε έννομο συμφέρον αφού δεν ήταν ούτε ενοικιαστής ούτε αδειούχος όπως προνοεί το άρθρο 10(1) των περί Τ/Κ Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμων αρ. 139/91 έως 68(Ι)/2Ο12 ώστε να έχει δικαίωμα υποβολής Ιεραρχικής Προσφυγής.

 

Στη συνέχεια ο κύριος Σ.Σ. προχώρησε μέσω ιδιώτη Δικηγόρου και συγκεκριμένα το δικηγορικό γραφείο του κύριου […] στην κατάθεση αγωγής εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας για την απόφαση της αυτή, η οποία εκκρεμεί μέχρι σήμερα.

 

Τα πιο πάνω σας υποβάλλονται για ενημέρωση.».

 

Επί του εν λόγω Σημειώματος υπάρχει η χειρόγραφη σημείωση «Έγκριση για την παρούσα στον κ. Σ.Σ. [Ε/Μ]. Να παρασχεθεί ταυτόχρονα ή δυνατόν κατοικία στον κ. Π.Π. [αιτητή]», μία μονογραφή και η ημερομηνία 06.06.2018.

 

Επαναλαμβάνοντας ότι από το αντίγραφο του Σημειώματος που επισυνάπτεται στην γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση δεν προκύπτει σε ποιον απευθύνεται το Σημείωμα, η μονογραφή αυτού δεν μπορεί να εξακριβωθεί σε ποιον ανήκει και συγκεκριμένα εάν είναι του αρμόδιου για λήψη απόφασης διοικητικού οργάνου.  Ακόμα, όμως, κι αν ήθελε εκληφθεί ότι το Σημείωμα απευθύνεται στον Διευθυντή, ο οποίος μονογράφει τη χειρόγραφη σημείωση, όπως έκδηλα μπορεί να διαπιστωθεί η απόφαση για παραχώρηση της επίδικης κατοικίας στο Ε/Μ, όχι μόνο δεν αιτιολογείται καθοιονδήποτε τρόπο, τουναντίον είναι σε πλήρη αντίθεση με τα όσα αναφέρονται στο Σημείωμα, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενσωματώνει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.  Επισημαίνεται ιδιαίτερα η αναφορά στο Σημείωμα ότι στις 10.12.2013 η Ειδική Επιτροπή αποφάσισε όπως η επίδικη κατοικία παραχωρηθεί στον αιτητή, απόφαση η οποία όμως δεν υλοποιήθηκε λόγω του ότι δεν είχε ανακτηθεί η επίδικη κατοικία, την οποία το Ε/Μ κατείχε χωρίς να είναι ενοικιαστής ή αδειούχος.  Τι ακριβώς, λοιπόν, διερεύνησε και τι έλαβε υπόψη ο Διευθυντής και στη βάση ποιων συγκεκριμένα νομοθετικών κριτηρίων αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή και την παραχώρηση της επίδικης κατοικίας στο Ε/Μ, σε αντίθεση μάλιστα με την προηγούμενη (ως αναφέρεται στο Σημείωμα) απόφαση της Ειδικής Επιτροπής, παραμένει άγνωστο.  Σημειώνεται, επιπλέον, ότι η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση, κατά την ακρόαση, δεν ήταν σε θέση να διαφωτίσει το Δικαστήριο κατά πόσον το Ε/Μ είχε, πράγματι, προσφύγει στο Δικαστήριο, ως αναφέρεται στο Σημείωμα.

 

Διαπιστώνω επιπλέον ότι η αναφορά στην επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών προς τον Έπαρχο, ημερομηνίας 06.06.2018, σύμφωνα με την οποία ο Διευθυντής ενέκρινε την παραχώρηση της επίδικης κατοικίας στο Ε/Μ αφού έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, ότι αυτός έχει προβεί σε σημαντικές επιδιορθώσεις στην επίδικη κατοικία, εκτός του ότι δεν προκύπτει ούτε από τη χειρόγραφη σημείωση που συνιστά, κατά τους καθ’ ων η αίτηση, την απόφαση του Διευθυντή, ούτε από το Σημείωμα που είχε τεθεί προς έγκριση, είναι εν πάση περιπτώσει αντιφατική.  Τούτο καταρχάς γιατί, όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 και αφορά την επίδικη κατοικία, όλες οι δαπάνες που κατά καιρούς διενεργήθηκαν για διάφορες επισκευές καλύφθηκαν από την Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.  Στον δε διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2 και αφορά την κατοικία που μεταγενέστερα παραχωρήθηκε στον αιτητή, εντοπίζεται (Ερ. 194) επιστολή του Διευθυντή, ημερομηνίας 20.12.2018, προς τη δικηγόρο τρίτου προσώπου που κατείχε την εν λόγω κατοικία και το οποίο επίσης αιτήθηκε όπως αυτή του παραχωρηθεί, επικαλούμενος μεταξύ άλλων ότι η σημερινή κατάσταση της κατοικίας είναι το αποτέλεσμα δικών του προσωπικών εξόδων, στην οποία (επιστολή) αναφέρεται πως «οι τ/κ οικίες επιδιορθώνονται και συντηρούνται από την Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ο δε μισθωτής, σε περίπτωση ακύρωσης και/ή τερματισμού της Σύμβασης Μίσθωσης, δεν δικαιούται οποιασδήποτε αποζημίωσης για πρόσθετες κατασκευές που έχουν ανεγερθεί με δικές του δαπάνες».

 

Επισημαίνεται συναφώς πως η ανάγκη για αιτιολογία των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου.  Η αιτιολογία μίας διοικητικής πράξης συνίσταται στην έκθεση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών λόγων, που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της, καθώς και στην παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια.  Αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης.  Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότητα να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιων στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Φράγκου ν Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Επιπλέον, θα πρέπει να υπομνησθεί πως οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών σε κάθε περίπτωση γεγονότων (Hermes Airports v Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. αρ. 162/20, ημερ. 19.05.2025). Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τις αποφάσεις της Διοίκησης, ούτε προβαίνει σε επανεκτίμηση γεγονότων, εφόσον κρίνει ότι η έρευνα την οποία το διοικητικό όργανο πραγματοποίησε ήταν σε κάθε περίπτωση επαρκής.  Σύμφωνα δε με τη νομολογία, επαρκής θεωρείται η έρευνα εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).  Η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένες με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου.  Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Ράφτης ν Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Χουλιώτης ν Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 524).

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

Υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση επιδικάζονται έξοδα ύψους €1.800, πλέον ΦΠΑ.

 

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο