Ι. Λ. ν. ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1419/2016, 20/8/2025
print
Τίτλος:
Ι. Λ. ν. ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1419/2016, 20/8/2025

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 1419/2016)

 

 20 Αυγούστου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                Ι. Λ.

                                                                             Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

             ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

 

Καθ’ ης η Αίτηση

 

Μ. Χριστοφή (κα), για Ηλίας Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Α. Κουντουρή (κα) και Θ. Παναγή (κα), για Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ’ ης η Αίτηση

         

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, Αρχής Λιμένων Κύπρου («η Αρχή»), η οποία απεστάλη στον αιτητή δια σχετικής επιστολής της Αρχής, ημερομηνίας 26.9.2016, και σύμφωνα με την οποία η καθ’ ης η αίτηση, στη συνεδρία του Διοικητικού της Συμβουλίου ημερομηνίας 23.9.2016, απέρριψε το αίτημα του αιτητή για αποχώρηση μέσω του Σχεδίου Εθελούσιας Αποχώρησης Προσωπικού της Αρχής («το Σχέδιο»).

 

Ο αιτητής κατείχε από 2.4.2007 τη μόνιμη θέση Προϊστάμενου Κλάδου Πληροφορικής της Αρχής, ενώ από 26.11.2014, με σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, αυτός διορίστηκε, παράλληλα με τη θέση του Προϊστάμενου Κλάδου Πληροφορικής, στη θέση του Αναπληρωτή Διευθυντή Λιμανιού Λάρνακας για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών και μέχρι την κανονική πλήρωση της θέσης.

 

Δυνάμει του περί της Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Υπαλλήλων της Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου του 2016 (Ν. 28(Ι)/2016), η Αρχή εξέδωσε Εγκύκλιο ημερομηνίας 25.5.2016, με θέμα «Σχέδιο Εθελούσιας Αποχώρησης Προσωπικού Αρχής Λιμένων Κύπρου 2016». Δια της εν λόγω Εγκυκλίου, πληροφορούνταν το προσωπικό της Αρχής ότι γίνονταν δεκτές αιτήσεις για συμμετοχή στο εν λόγω Σχέδιο, το περιεχόμενο του οποίου επισυνάπτετο στην Εγκύκλιο. Ως εξηγείται στο δικόγραφο της ένστασης της καθ’ ης η αίτηση, σκοπός του Σχεδίου, στο οποίο γίνεται ρητή αναφορά στις προϋποθέσεις και τα κριτήρια επιλογής των αιτούντων για συμμετοχή, ήταν η αποχώρηση του προσωπικού το οποίο δεν ήταν πλέον αναγκαίο στο νέο ρόλο της Αρχής και το οποίο, αν παρέμενε, δεν θα είχε εργασία να εκτελεί.

 

Ο αιτητής, στις 24.8.2016, υπέβαλε αίτηση για συμμετοχή στο Σχέδιο αναφορικά με την εθελούσια αποχώρησή του.

 

Στη συνεδρία του ημερομηνίας 23.9.2016, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του αιτητή, καθότι έκρινε ότι αυτός ήταν αναγκαίος στην Αρχή και συνεπώς πιθανή αποχώρησή του δεν θα ήταν προς όφελος της Αρχής και θα δημιουργούσε προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία της. Η Αρχή ενημέρωσε τον αιτητή για την πιο πάνω απορριπτική απόφασή της με την επιστολή της, ημερομηνίας 26.9.2016.

 

Ο αιτητής αντέδρασε και απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 17.10.2016 στην Αρχή, με την οποία υπέβαλε την ένστασή του επί της απόφασης για απόρριψη της αίτησής του. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, στις συνεδρίες του ημερομηνίας 18.10.2016 και 3.11.2016, αφού μελέτησε την ένσταση του αιτητή, έκρινε ότι η προηγηθείσα, επίδικη, απόφαση ημερομηνίας 23.9.2016 δεν έχρηζε τροποποίησης, εφόσον με την ένστασή του ο αιτητής δεν έθετε νέα στοιχεία ή δεδομένα σε σχέση με αυτά που είχε ήδη ενώπιον του το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, όταν εξέταζε αρχικά την αίτηση του αιτητή.

 

Ακολούθως, ο αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 7.11.2016, υπέβαλε αίτημα για την οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτησή του για προσωπικούς λόγους και σε συνεδρία του ημερομηνίας 10.11.2016, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής ενέκρινε το αίτημα του αιτητή για πρόωρη αφυπηρέτησή του, από 7.12.2016. Ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή της Αρχής ημερομηνίας 22.11.2016, ενώ στις 5.12.2016, καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή κατά της προαναφερθείσας, απορριπτικής απόφασης της Αρχής, ημερομηνίας 23.9.2016.

 

Η καθ’ ης η αίτηση ήγειρε δια της ενστάσεώς της και ανέπτυξε περαιτέρω δια της γραπτής της αγόρευσης, δυο προδικαστικές ενστάσεις, ισχυριζόμενη, αφενός, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί πράξη αναγόμενη στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου, καθότι αυτή εκδόθηκε στα πλαίσια υλοποίησης του Σχεδίου, που ρυθμίζει τη σχέση εργοδότησης των υπαλλήλων της Αρχής με τον εργοδότη τους και όχι στα πλαίσιο υλοποίησης δημόσιου σκοπού και, αφετέρου, ότι στερείται ο αιτητής του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος, καθότι, με την υποβολή της επίδικης αίτησής του, αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα όλους τους όρους του Σχεδίου, στους οποίους περιλαμβανόταν και όρος ότι το εν λόγω Σχέδιο θα εφαρμοζόταν μόνο για όσους υπαλλήλους έκρινε η Αρχή πως δεν τους χρειαζόταν, ενώ με την υπό εξέταση προσφυγή ο αιτητής δεν αμφισβητεί αυτή την κρίση της Αρχής.

 

Οι πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις συνάντησαν την αντίθεση των συνηγόρων του αιτητή, οι οποίοι, με εκ διαμέτρου αντίθετη αιτιολογία και επιχειρηματολογία, εισηγήθηκαν την απόρριψή τους, λόγω έλλειψης ερείσματος.

 

Το Δικαστήριο τούτο, με την απόφασή του ημερομηνίας 25.10.2019, απέρριψε τις προεκτεθείσες προδικαστικές ενστάσεις και, προχωρώντας στην εξέταση του πρώτου λόγου ακύρωσης που είχε προωθηθεί, ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, καθότι διαπίστωσε ότι έπασχε η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 23.9.2016, όταν και λήφθηκε η επίδικη απόφαση, λόγω μη νομότυπης πρόσκλησης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, αλλά και λόγω αδικαιολόγητης απουσίας συγκεκριμένων μελών του εν λόγω συλλογικού διοικητικού οργάνου κατά την εν λόγω συνεδρία.

 

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, με την απόφασή του ημερομηνίας 20.11.2024[1], επικύρωσε την πρωτόδικη δικαστική κρίση ως προς τις δυο προαναφερθείσες προδικαστικές ενστάσεις, ωστόσο ανέτρεψε την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου σε σχέση με τον προαναφερθέντα πρώτο προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης, καθότι έκρινε ότι «[.] πρωτοδίκως δεν εντοπίστηκαν ή και αξιολογήθηκαν ουσιώδεις για την υπόθεση παράμετροι που αφορούσαν στη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου [.]» της Αρχής. Ειδικότερα, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο επεσήμανε τα εξής ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα:

 

«Παρατηρούμε, ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν ξεψάχνισε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, ως όφειλε. Παραδείγματος χάριν, δεν έκανε οποιαδήποτε άμεση ή αρκούσα έστω έμμεση αναφορά (ενώ θα έπρεπε) στα Παραρτήματα Α και Β, είτε για την εξέταση της αποδεκτότητας τους ως μαρτυρίας είτε για τη χρησιμοποίηση τους προς εξέταση ζητημάτων όπως τα περί της αποδεικτικής ισχύος των αναγραφόμενων στο Παράρτημα Β, ή για τη βαρύτητα που θα μπορούσε να αποδοθεί στα εκεί «... αγνώστου προελεύσεως…» χειρόγραφα (ως συζήτησε ο Εφεσίβλητος/Αιτητής).

 

Αντιθέτως, το Διοικητικό Δικαστήριο επέλεξε μια συνοπτική εκφορά των διαπιστώσεων του, δίχως εντούτοις να παραθέσει εξειδικευμένα και λεπτομερώς τη συλλογιστική του για όλα τα δεδομένα που είχε μπροστά του αλλά και για ποια εξ αυτών θεωρούσε (ή όχι) σχετικά και αποδεκτά, καθώς και τους λόγους για την αντίστοιχη απόφαση του.

 

Ενδεικτικώς και μόνο, τονίζουμε τις αναφορές στην πρωτόδικη απόφαση για «... απλή επίκληση «εκτάκτου κωλύματος» ...» ή για απλή αναφορά «... σε «δικαιολογημένη απουσία» ως αιτιολόγηση της απουσίας μέλους από τη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου...», οι οποίες δεν αντικατοπτρίζουν την απόλυτη πραγματικότητα. Αυτό, γιατί, παραγνωρίζουν πως στο Παράρτημα Β υπάρχει σαφής αναφορά, με συνοδό αιτιολογία, για την απουσία των αφορώντων μελών, σχετιζόμενη, φερ’ ειπείν με επαγγελματικά ραντεβού στην Λεμεσό που δεν είχαν προηγουμένως ολοκληρωθεί «... πριν από την έναρξη της συνεδρίας ...», σε έκτακτα κωλύματα εξαιτίας επειγόντων επαγγελματικών ραντεβού εκτός Λευκωσίας και άλλα τινά, σε αντίθεση με ότι συνέβη στην Αγαθοκλέους ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Α.Ε. 29/11, ημ. 21.7.16 (στην οποία αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής) όπου είχε τονιστεί ότι δεν υπήρχαν εκεί «... άλλα στοιχεία εκτός των όσων αναφέρονται στο πρακτικό ...», με αναφορά στους λόγους απουσίας των μελών.

 

Άρα, οι αναφορές στις οποίες προέβη το Διοικητικό Δικαστήριο επί της υπό συζήτηση θεματικής αγνόησαν τα περί του αντιθέτου ή έστω συνταιριαζόμενα με αυτά στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον του στα Παραρτήματα Α και Β.

 

Προσθέτως, δεν ερευνήθηκε το γεγονός ότι κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 13.9.16 (Παράρτημα Β), παρόντα ήσαν όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου (εκτός των Ζαχαρίου και Ιωαννίδη), οι οποίοι, κατά το περιεχόμενο του περί ου ο λόγος πρακτικού, ενημερώθηκαν και κλήθηκαν για την επερχόμενη συνεδρία της 23.9.16, ακριβώς, ως εκ της παρουσίας τους στη συνεδρία ημερομηνίας 13.9.16, παράμετρος που έχρηζε και αυτή ανάλογου υπολογισμού από το Διοικητικό Δικαστήριο νοουμένου ότι δεν παραγνωριζόταν (Μιχαήλ ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (ανωτέρω)).

 

Έτσι, ούτε αυτή η έκφανση του πράγματος εξετάστηκε.

 

Περαιτέρω, διόλου δεν αξιολογήθηκε η ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου μαρτυρία στο Παράρτημα Α για τη φερόμενα δέουσα πρόσκληση διά ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου για τη συνεδρία ημερομηνίας 23.9.16.

 

Αυτό, έχοντας ιδιαίτερα κατά νουν και το Άρθρο 21(3) του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν.158(I)/99, που προβλέπει για ειδοποίηση μελών με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή με άλλο ηλεκτρονικό μέσο στην ηλεκτρονική διεύθυνση που δήλωσαν, αλλά και κατ' αναλογίαν συναρτώμενη με τη θεματολογία αυτή νομολογία περί αποδεκτότητας τής ηλεκτρονικής επίδοσης και ειδοποίησης σε προσομοιάζουσες περιπτώσεις (Αναφορικά με την Αίτηση της CBA Global Suppliers Services Ltd, Π.Ε. 16/23, ημ. 30.11.23), ώστε να συμβαδίζει κιόλας η εφαρμοζόμενη δικονομία με τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα τα οποία προοδευτικά μεταπλάθουν τον φακό μέσα από τον οποίο αντικρίζονται ή πρέπει να αντικρίζονται πλέον τα δικονομικοαποδεικτικά πράγματα και στον τομέα του διοικητικού και ευρύτερου δημόσιου δικαίου.

 

Όλα τούτα λοιπόν δεν αποτιμήθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση, και ήταν σημαντικό να πραχθεί αυτό, για να εκφραστεί με πειστικό και συμπαγή τρόπο, η καίρια αυτή πτυχή της σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου ως εκ των κατά κανόνα ανατρεπτικών επιπτώσεων που θα μπορούσαν να ανακύψουν αν η σύνθεση του κατέληγε να ταξινομηθεί ως πάσχουσα.

 

Η γενική αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση πως εξετάστηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο το σύνολο των εγγράφων και γεγονότων που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν θα μπορούσε εν προκειμένω να κριθεί, λελογισμένα, ως επαρκής, ούτε και ως ευλόγως καλυπτική των κενών που έφεραν την ελλιπή πραγμάτευση των υπό ανάλυση στοιχείων, μια και αυτά, ως επί το πλείστον παραβλέφθηκαν παντελώς από το Διοικητικό Δικαστήριο. Ό,τι ωστόσο απασχολεί υπό αυτή την οπτική, δεν είναι η εν είδει τιτλοφορίας, λεκτική και μόνο, διατύπωση των δικαστικών διαπιστώσεων και ευρημάτων, αλλά η ουσιαστική επίρρωση και δικαιολόγηση του καθενός απ' αυτά (αναλόγως εννοείται και της δικαιοδοσίας τού κατά περίπτωση Δικαστηρίου), αλλά και ο προσδιορισμός των όσων άλλων στοιχείων συνυπολογίστηκαν από το Δικαστήριο προς απόφανση, υπό το φως πάντοτε της ισχύουσας νομολογίας (Αρχή Τηλεπικοινωνίων Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, Ε.Δ.Δ. 158/18, ημ. 22.4.24, Δημοκρατία ν. Ιωσήφ, Ε.Δ.Δ. 68/18, ημ. 6.3.24, Ouzounian ν. Χολτ (2015) 1(Β) Α.Α.Δ. 1085, 1091-1092, Shuying v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 64/17, ημ. 7.11. 24).

 

Δεν έγιναν αυτά, και εξηγήσαμε γιατί.».

 

Ως εκ των πιο πάνω, διατάχθηκε η παραπομπή της υπόθεσης στο Δικαστήριο τούτο, για να επανεξεταστεί ο συγκεκριμένος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης, «[.] όπως και οι λοιποί, αν και εφόσον βεβαίως τούτο χρειαστεί».

 

Δεδομένων των πιο πάνω, το παρόν Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για διευκρινίσεις και επεφύλαξε εκ νέου την απόφασή του, στις 19.3.2025.

 

Ως έχει ήδη λεχθεί πιο πάνω, ο ισχυρισμός περί πάσχουσας σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση, έτσι όπως αναπτύσσεται στην αγόρευση του αιτητή, είναι δισκελής: αφορά αυτός όχι μόνο στο ζήτημα της μη νομότυπης κλήσης των μελών του εν λόγω Συμβουλίου, λόγω της κατ’ ισχυρισμό έλλειψης οποιασδήποτε απόδειξης αποστολής-παραλαβής των σχετικών προσκλήσεων για τη συνεδρία της Αρχής, ημερομηνίας 23.9.2016, όταν και λήφθηκε η επίδικη απόφαση (παράρτημα ΙΑ στην ένσταση), αλλά και στην παντελή απουσία οποιασδήποτε αιτιολόγησης της απουσίας των μελών που δεν παρευρίσκοντο στην εν λόγω συνεδρία.

 

Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα, η συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση επισύναψε στη γραπτή της αγόρευση ως «Παράρτημα Α» επιστολή της Γραμματέως του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, ημερομηνίας 19.9.2016, προς τον Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, δια της οποίας πληροφορούνται όλοι οι πιο πάνω για τον χρόνο, τόπο και ημερήσια διάταξη της επερχόμενης, επίδικης, συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 23.9.2016. Όπως δε επίσης αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, η συνεδρία θα διεξαγόταν υπό την προεδρία του Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, λόγω απουσίας του Προέδρου στο εξωτερικό και θα είχε ως αποκλειστικό θέμα συζήτησης το Σχέδιο Εθελούσιας Αποχώρησης των Υπαλλήλων της Αρχής. Περιέχονται επίσης στο Παράρτημα Α τα αποδεικτικά αποστολής και παράδοσης της εν λόγω επιστολής σε όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, περιλαμβανομένου του Προέδρου και του Αντιπροέδρου. Στο δε επισυνημμένο «Παράρτημα Β» στη γραπτή αγόρευση της καθ’ ης η αίτηση, περιέχονται τα πρακτικά της προηγηθείσας συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 13.9.2016, όπου καταγράφεται, μεταξύ άλλων, η ημερομηνία και το θέμα της επόμενης συνεδρίας, στην οποία θα προήδρευε ο Αντιπρόεδρος λόγω απουσίας του Προέδρου στο εξωτερικό, καθώς και τα πρακτικά της συνεδρίας ημερομηνίας 18.10.2016, όπου καταγράφεται η ενημέρωση του Διοικητικού Συμβουλίου για την από 23.9.2016 υποβολή παραίτησης του μέλους Ι.. Περαιτέρω, στο «Παράρτημα Β» περιέχεται έγγραφο, επί του οποίου, σε σχέση με τη συνεδρία της 23.9.2016, υπάρχουν χειρόγραφες καταγραφές και/ή σημειώσεις της κας Δ. Α., Γραμματέως του Συμβουλίου, ίδιας ημερομηνίας (23.9.2016), αναφορικά με τον λόγο απουσίας του Προέδρου και τριών μελών, ήτοι των κ.κ. Ζ., Ι. και Τ..

 

Όπως επισημάνθηκε και στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, συνεπεία της οποίας παραπέμφθηκε η παρούσα στο παρόν Δικαστήριο (Ε.Δ.Δ. 208/2019), η αποδεκτότητα και σχετικότητα των ως αμέσως ανωτέρω προεκτεθέντων εγγράφων δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά του αιτητή, με συνακόλουθο αυτά να συνιστούν πράγματι μέρος του, προς αποτίμηση, μαρτυρικού υλικού ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου και μέρος του οικείου διοικητικού φακέλου (βλ. και την απόφαση του Εφετείου στην Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Thomas Sinclair, Ε.Δ.Δ. 24/2021, ημερ. 17.6.2025, όπου εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα και ακολουθήθηκε, με ρητή μάλιστα αναφορά σε αυτήν, η προσέγγιση της απόφασης του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ε.Δ.Δ. 208/2019). Εξάλλου, υπέρ της θέσης ότι τα εν λόγω έγγραφα αποτελούν όντως μέρος του διοικητικού φακέλου, συνηγορεί και το γεγονός ότι σε κάποια από αυτά υπάρχει, στο πάνω δεξί μέρος τους, αναφορά σε αριθμό φακέλου. Αναφέρω χαρακτηριστικά την πρόσκληση προς τον Πρόεδρο και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, ημερομηνίας 19.9.2016, αναφορικά με την επόμενη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου («Παράρτημα Α» στη γραπτή αγόρευση της καθ’ ης η αίτηση), όπου φέρει την αναφορά «ΑΛΚ 6/73». Συνεπώς τα περιεχόμενα στα Παραρτήματα Α και Β της γραπτής αγόρευσης της καθ’ ης η αίτηση έγγραφα, τα οποία βεβαίως και είναι σχετικά με το υπό συζήτηση επίδικο ζήτημα, αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου.

 

Προκύπτει από το υπό αναφορά «Παράρτημα Α», ότι η πρόσκληση ημερομηνίας 19.9.2016 αναφορικά με την επόμενη συνεδρία της Αρχής, ήτοι την επίδικη, ημερομηνίας 23.9.2016, εστάλη (“sent”) και παραδόθηκε (“delivered”) σε όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, περιλαμβανομένων και των απουσιαζόντων μελών, τη Δευτέρα, 19.9.2016 και ώρα 2.03 μ.μ., ήτοι σε ημερομηνία (αρκούντος) προγενέστερη της επίδικης συνεδρίας, ημερομηνίας 23.9.2016. Συνεπώς υπάρχει εν προκειμένω έγγραφη σύγχρονη καταγραφή των προσκλήσεων, προγενέστερη της επίδικης συνεδρίας και κατ' επέκταση, στη βάση του τεκμηρίου της κανονικότητας, τεκμηριώνεται η αποστολή των προσκλήσεων σε όλα τα μέλη, σύμφωνα με τις σταθερές και διαχρονικές κατευθυντήριες της ημεδαπής νομολογίας επί του θέματος, η οποία επιτάσσει τη νομότυπη κλήση στη συνεδρία του οργάνου, που είναι και το ζητούμενο και η οποία πρέπει να προκύπτει είτε από αποδεικτικό επίδοσης, είτε από βεβαίωση του μέλους, είτε από άλλα έγγραφα, τα οποία δεν πρέπει να είναι μεταγενέστερα της συνεδρίασης του οργάνου (Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2009) 3 Α.Δ.Δ. 30). Απαιτείται δηλαδή η τεκμηρίωση της αποστολής της πρόσκλησης με ένδειξη ότι στάλθηκε ή παραδόθηκε, όπως εν προκειμένω, ή με άλλη σύγχρονη καταγραφή κατά το χρόνο της πρόσκλησης (Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 258).

 

Στην Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Thomas Sinclair, ανωτέρω, το Εφετείο, εξετάζοντας παρόμοιο ζήτημα και με αναφορά μάλιστα και στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ε.Δ.Δ. 208/19 (απόφαση επί της έφεσης κατά της αρχικής απόφασης στην παρούσα υπόθεση), επεσήμανε σχετικά τα εξής:

 

«Καταρχάς δεν αμφισβητήθηκε από τα μέρη, ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα σε έντυπη εκτύπωση που απέστειλε η κα Βότση-Γιαννοπούλου από το ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο στα μέλη του οργάνου, είναι σχετικό με το ζήτημα και συνακόλουθα, μέρος του διοικητικού φακέλου. Είναι επίσης αποδεκτό, ότι το πιο πάνω ηλεκτρονικό μήνυμα φέρει ημερομηνία 05/05/2017, ήτοι (αρκούντος) προγενέστερη της επίδικης συνεδρίας ημερομηνίας 10/05/2017.  Επομένως, θα πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσο η πιο πάνω σύγχρονη καταγραφή μέσω του ηλεκτρονικού μηνύματος, τεκμηριώνει την αποστολή της πρόσκλησης προς τα μέλη του οργάνου.

 

Εξετάζοντας το επίμαχο ηλεκτρονικό μήνυμα, διαπιστώνουμε ότι αυτό φέρει την ένδειξη «Sent: Παρασκευή, 5 Μάιου 2017 4:11 μ.μ.»  προς («Το») όλα τα μέλη του οργάνου στις ηλεκτρονικές τους διευθύνσεις, περιλαμβανομένων και των απουσιαζόντων μελών.

 

Για το ζήτημα της αποδεκτότητας της ηλεκτρονικής επίδοσης, στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην  Αρχής Λιμένων Κύπρου ν. Ιωάννη Λακκοτρύπη, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 208/2019, ημερομηνίας 20/11/2024, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Παρεμπιπτόντως, για το Παράρτημα Β - ως και το Παράρτημα Α στην πρωτόδικη Γραπτή Αγόρευση των Εφεσειόντων/Καθ' ων η Αίτηση («το Παράρτημα Α») - δεν είχε προβληθεί κάποια ένσταση εκ πλευράς διαδίκων για ό,τι θα μπορούσε να άπτεται της σχετικότητας και αποδεκτότητας τους, με συνακόλουθο τούτα να συγκροτούν δυνητικώς αναπόσπαστο μέρος τού προς αποτίμηση μαρτυρικού υλικού ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου και, κατά βάση, μέρος του οικείου διοικητικού φακέλου (Κλεάνθους και Άλλου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 22/13, ημ. 8.5.20, Χατζηγεωργίου ν. Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, Α.Ε. 34/14, ημ. 6.10.20, Μιχαήλ ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου Α.Ε. 137/12, ημ. 25.1.19). [.]

Περαιτέρω, διόλου δεν αξιολογήθηκε η ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου μαρτυρία στο Παράρτημα Α για τη φερόμενα δέουσα πρόσκληση διά ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου για τη συνεδρία ημερομηνίας 23.9.16.

 

Αυτό, έχοντας ιδιαίτερα κατά νουν και το Άρθρο 21(3) του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν.158(I)/99, [2] που προβλέπει για ειδοποίηση μελών με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή με άλλο ηλεκτρονικό μέσο στην ηλεκτρονική διεύθυνση που δήλωσαν, αλλά και κατ' αναλογίαν συναρτώμενη με τη θεματολογία αυτή νομολογία περί αποδεκτότητας τής ηλεκτρονικής επίδοσης και ειδοποίησης σε προσομοιάζουσες περιπτώσεις (Αναφορικά με την Αίτηση της CBA Global Suppliers Services Ltd, Π.Ε. 16/23, ημ. 30.11.23), ώστε να συμβαδίζει κιόλας η εφαρμοζόμενη δικονομία με τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα τα οποία προοδευτικά μεταπλάθουν τον φακό μέσα από τον οποίο αντικρίζονται ή πρέπει να αντικρίζονται πλέον τα δικονομικοαποδεικτικά πράγματα και στον τομέα του διοικητικού και ευρύτερου δημόσιου δικαίου.»

 

Στην εξεταζόμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στο επίμαχο ηλεκτρονικό μήνυμα, έκρινε ότι η παρουσίασή του δεν αποδεικνύει και παραλαβή του μηνύματος.  Ούτε και αποδεικνύει ότι πράγματι απεστάλη το ηλεκτρονικό μήνυμα από τα εξερχόμενα μηνύματα του αποστολέα.  Την ίδια θέση εξέφρασε και ο Εφεσίβλητος, ο οποίος κατά το στάδιο της ενώπιόν μας ακρόασης υπέβαλε ότι, το ζητούμενο είναι αν παραλήφθηκε από τα μέλη του οργάνου η πρόσκληση που φέρεται ότι τους απεστάλη μέσω του ηλεκτρονικού μηνύματος.

 

Με κάθε σεβασμό, έχουμε την άποψη ότι η διαχρονική νομολογία επί του θέματος αυτό που επιζητεί, είναι τη νομότυπη κλήση στη συνεδρία του οργάνου, η οποία πρέπει να προκύπτει είτε από αποδεικτικό επίδοσης, είτε από βεβαίωση του μέλους, είτε από άλλα έγγραφα τα οποία δεν πρέπει να είναι μεταγενέστερα της συνεδρίασης του οργάνου (βλ. Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2009) (ανωτέρω)). Απαιτεί δηλαδή να τεκμηριώνεται η αποστολή της πρόσκλησης με ένδειξη ότι στάληκε ή με άλλη σύγχρονη καταγραφή κατά το χρόνο της πρόσκλησης (βλ. Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 258).

 

Έχει ήδη αναφερθεί ότι το επίμαχο ηλεκτρονικό μήνυμα δεν είναι μεταγενέστερο της επίδικης συνεδρίας και φέρει την ένδειξη ότι εστάλη στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις των μελών («Sent»).  Συνεπώς υπάρχει εν προκειμένω έγγραφη σύγχρονη καταγραφή των προσκλήσεων, προγενέστερη της επίδικης συνεδρίας και κατ' επέκταση, στη βάση του τεκμηρίου της κανονικότητας, τεκμηριώνεται η αποστολή των προσκλήσεων στα μέλη. Η νομότυπη δηλαδή κλήση τους στη συνεδρία, που είναι, σύμφωνα με τη νομολογία, το ζητούμενο.

 

Επ' αυτού, η πλευρά του Εφεσίβλητου υποβάλλει, ότι απαιτείται απόδειξη παραλαβής των προσκλήσεων, που κατά την εισήγηση, συμβαίνει στις περιπτώσεις αποστολής επιστολών με ταχυδρομικό ταχυδρομείο.

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση.  Το ζήτημα τίθεται στη σωστή του διάσταση στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργείου Οικονομικών κ.ά. ν. Μ.Ε. Λεωφορεία Αμμοχώστου Λτδ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 57/18, ημερομηνίας 9/2/2024, στην οποία με παραπομπή στον περί Ερμηνείας Νόμο, Κεφ. 1, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Στον Περί Ερμηνείας Νόμο, Κεφ. 1, στο άρθρο 2(1)  δίδεται ο ακόλουθος ορισμός « επίδοση με ταχυδρομείο -όταν Νόμος ή δημόσιο έγγραφο επιτρέπει ή απαιτεί όπως έγγραφο επιδοθεί ταχυδρομικώς, ανεξάρτητα αν χρησιμοποιείται η έκφραση επίδοση ή η έκφραση "δοθεί" ή "αποσταλεί" ή οποιαδήποτε άλλη έκφραση τότε, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, η επίδοση θα λογίζεται ότι γίνεται με την κανονική αποστολή, προπληρωμή και ταχυδρόμηση επιστολής που περιέχει το έγγραφο και εκτός αν αποδεικνύεται το αντίθετο, ότι επιτεύχθηκε κατά το χρόνο κατά τον οποίο η επιστολή θα παραδινόταν με τη συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου [.]

 

Το άρθρο 2 του Κεφ. 1 εναποθέτει το βάρος απόδειξης της μη λήψης της επιστολής στον παραλήπτη (Βλ. Katsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 C.L.R. 566). Η δε φράση «με τη συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου», που αναφέρεται σε αυτό, σημαίνει τη λήψη της επιστολής σε 2 με 3 ημέρες, ενώ δεν επιβάλλεται η αποστολή με ασφαλισμένο ταχυδρομείο (Βλ. Θεμιστοκλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 415 και Napa Mermaid Hotel and Suites Ltd v. Δήμου Αγίας Νάπας, Υπόθεση αρ. 6435/2013, ημερ. 18.12.2015).

 

Στην Theodorou v. The Abbot of Kykko Monstery (1965) 1 C.L.R. 9, 18, επισημαίνεται ότι, υφίσταται τεκμήριο ότι αν αποδειχθεί ότι μια επιστολή έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το ταχυδρομείο, αυτό συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη της παράδοσης της στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται.  Επισημάνθηκε επίσης ότι, αν   αποδειχθεί ότι μια επιστολή, η οποία φέρει την ορθή διεύθυνση, ταχυδρομήθηκε και δεν επιστράφηκε τεκμαίρεται ότι έφθασε στον προορισμό της (βλ. Ανδρέου v. P & D Crystal Line Co Ltd Πολ. Εφ. 10498 ημερ. 15.10.2001).»

 

Εισηγείται επίσης ο Εφεσίβλητος, ως εξάλλου υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δεν παρουσιάστηκε η ενημέρωση του συνδέσμου «Αποδοχή» - «Απόρριψη», όπως αυτό ζητήθηκε από τον αποστολέα του ηλεκτρονικού μηνύματος.

 

Στο ηλεκτρονικό μήνυμα προς τα μέλη περιελαμβάνετο και η εξής αναφορά (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Για την παρουσία σας στη συνεδρία παρακαλείστε όπως ενημερώσετε το σύνδεσμο: Αποδοχή.

 

Για την απουσία σας από τη συνεδρία παρακαλείστε όπως ενημερώσετε το σύνδεσμο: Απόρριψη».

 

Καταρχάς, αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι τα μέλη δεν υποχρεούντο («παρακαλείστε») να ενημερώσουν για την παρουσία ή την απουσία τους στη συνεδρίαση, μέσω των πιο πάνω συνδέσμων. Δεν αφορά δε η ενέργεια αυτή στο ζήτημα της νομότυπης πρόσκλησης τους στη συνεδρία, που πρωτίστως εδώ απασχολεί. Και εν πάση περιπτώσει, με βάση την Αρχής Λιμένων Κύπρου ν. Λακκοτρύπη (ανωτέρω), που είναι η νεότερη επί του θέματος νομολογία, η μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου πρόσκληση των μελών φαίνεται να αρκεί, χωρίς να χρειάζεται η από πλευράς των μελών επιβεβαίωση της παραλαβής της ηλεκτρονικής πρόσκλησης.».

 

Έτι δε περαιτέρω, καθοδηγητικά ως προς την προσέγγιση του υπό συζήτηση θέματος είναι και τα όσα σχετικά το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση του επί της Ε.Δ.Δ. 208/2019, «[.] έχοντας ιδιαίτερα κατά νουν και το Άρθρο 21(3) του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν.158(I)/99, που προβλέπει για ειδοποίηση μελών με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή με άλλο ηλεκτρονικό μέσο στην ηλεκτρονική διεύθυνση που δήλωσαν, αλλά και κατ' αναλογίαν συναρτώμενη με τη θεματολογία αυτή νομολογία περί αποδεκτότητας τής ηλεκτρονικής επίδοσης και ειδοποίησης σε προσομοιάζουσες περιπτώσεις (Αναφορικά με την Αίτηση της CBA Global Suppliers Services Ltd, Π.Ε. 16/23, ημ. 30.11.23), ώστε να συμβαδίζει κιόλας η εφαρμοζόμενη δικονομία με τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα τα οποία προοδευτικά μεταπλάθουν τον φακό μέσα από τον οποίο αντικρίζονται ή πρέπει να αντικρίζονται πλέον τα δικονομικοαποδεικτικά πράγματα και στον τομέα του διοικητικού και ευρύτερου δημόσιου δικαίου.».

 

Υπό το φως των πιο πάνω και δη με δεδομένο ότι με βάση τη νεότερη σχετική νομολογία, η μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου πρόσκληση των μελών του συλλογικού οργάνου φαίνεται να αρκεί για να στοιχειοθετηθεί νομότυπη πρόσκληση, χωρίς να χρειάζεται η από πλευράς των μελών επιβεβαίωση της παραλαβής της ηλεκτρονικής πρόσκλησης, κρίνω ότι και στην υπό κρίση περίπτωση η πρόσκληση όλων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής ημερομηνίας 19.9.2016, έγινε νομότυπα, χωρίς να εντοπίζεται οποιαδήποτε πλημμέλεια και/ή ελάττωμα και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου. Στην εν λόγω πρόσκληση αναφέρεται με σαφήνεια και επάρκεια ο τόπος, χρόνος και το αντικείμενο συζήτησης/ημερήσια διάταξης της επόμενης, επίδικης, συνεδρίας, η οποία «[.] θα διεξαχθεί υπό την Προεδρία του Αντιπροέδρου, λόγω απουσίας του Προέδρου στο εξωτερικό και θα έχει ως αποκλειστικό θέμα συζήτησης το Σχέδιο Εθελούσιας Αποχώρησης των Υπαλλήλων της ΑΛΚ». Άμεσα σχετική επί του θέματος είναι και η απόφαση στην Μιχαήλ ν. Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, Α.Ε. 137/2012, ημερ. 25.1.2019, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Στην παρούσα περίπτωση, ο Πρόεδρος της Αρχής, απουσίαζε από την κρίσιμη συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της 20.11.2009. Η συνήγορος, ωστόσο, της Αρχής επισύναψε στο περίγραμμα αγόρευσής της, ως μέρος του Παραρτήματος Α, την ημερήσια διάταξη για τη συγκεκριμένη συνεδρία, η οποία φέρει ημερομηνία 13.11.2009 και στην οποία σημειώνεται ρητά η κοινοποίησή της προς όλα τα μέλη της εν λόγω Επιτροπής, περιλαμβανομένου του Προέδρου της Αρχής. Συνεπώς, δεν υφίσταται, εν προκειμένω, ζήτημα μη νομότυπης πρόσκλησης είτε του Προέδρου της Αρχής είτε των υπολοίπων μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.».

 

Όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού περί πάσχουσας σύνθεσης λόγω της κατ’ ισχυρισμόν αδικαιολόγητης απουσίας συγκεκριμένων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής κατά την επίδικη συνεδρία ημερομηνίας 23.9.2016, επισημαίνεται εξ’ αρχής ότι ο ισχυρισμός της πλευράς του αιτητή για αδικαιολόγητη απουσία του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής κατά την εν λόγω επίδικη συνεδρία, αποσύρθηκε δια της απαντητικής γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου του αιτητή. Συνεπώς, παραμένει προς εξέταση ο ισχυρισμός περί αδικαιολόγητης απουσίας τριών μελών του Συμβουλίου.

 

Όπως καταγράφεται στο πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 23.9.2016, «όλα τα Μέλη του Συμβουλίου προσκλήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα και ήταν παρόντα στη συνεδρία με εξαίρεση τον κ. Ε. Χ., Πρόεδρο και τους κ.κ. Ζ. Ζ., Κ. Ι. και Θ. Τ, Μέλη, οι οποίοι απουσίαζαν λόγω εκτάκτου κωλύματος». Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, όπως προκύπτει από την απόφαση του επί της Ε.Δ.Δ. 208/2019, έκρινε ότι η πρωτόδικη κρίση για «[.] απλή επίκληση «εκτάκτου κωλύματος» [.]» ή για απλή αναφορά «[.] σε «δικαιολογημένη απουσία» ως αιτιολόγηση της απουσίας μέλους από τη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου [.]», δεν αντικατοπτρίζει την απόλυτη πραγματικότητα, καθότι υπήρχε αιτιολόγηση της απουσίας των μελών του Συμβουλίου κατά τη συνεδρία της 23.9.2016. Όπως υπέδειξε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, στο «Παράρτημα Β» της γραπτής αγόρευσης της καθ’ ης η αίτηση, «[.] υπάρχει σαφής αναφορά, με συνοδό αιτιολογία, για την απουσία των αφορώντων μελών, σχετιζόμενη, φερ' ειπείν με επαγγελματικά ραντεβού στην Λεμεσό που δεν είχαν προηγουμένως ολοκληρωθεί «... πριν από την έναρξη της συνεδρίας...», σε έκτακτα κωλύματα εξαιτίας επειγόντων επαγγελματικών ραντεβού εκτός Λευκωσίας και άλλα τινά [.]».

Πράγματι, ανατρέχοντας στο εν λόγω «Παράρτημα Β», διαπιστώνω ότι περιέχεται σε αυτό, έγγραφο (πρόγραμμα συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής), επί του οποίου, σε σχέση με τη συνεδρία της 23.9.2016, υπάρχουν χειρόγραφες σημειώσεις και/ή καταγραφές της κας Δ. Α., Γραμματέως του Συμβουλίου, ημερομηνίας 23.9.2016 αναφορικά με την απουσία του Προέδρου και των προαναφερθέντων τριών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Ως έχει ήδη λεχθεί πιο πάνω, ο ισχυρισμός του αιτητή για αδικαιολόγητη απουσία του Προέδρου αποσύρθηκε δια της απαντητικής γραπτής του αγόρευσης, εφόσον έγινε αποδεκτό και από την πλευρά του αιτητή ότι η εν λόγω απουσία υπήρξε αιτιολογημένη. Όσον αφορά στην απουσία του κ. Ζ., καταγράφεται στο υπό αναφορά έγγραφο ότι αυτή οφείλετο σε έκτακτο κώλυμα λόγω επείγοντος επαγγελματικού ραντεβού του στη Λεμεσό, για την απουσία του κ. Τ. επίσης αναφέρεται ότι αυτή οφείλετο σε έκτακτο κώλυμα λόγω επείγοντος επαγγελματικού ραντεβού του στη Λεμεσό που δεν είχε ολοκληρωθεί πριν από την έναρξη της επίδικης συνεδρίας, ενώ όσον αφορά στο μέλος Ι., αναφέρεται ότι κατά την επίδικη συνεδρία απουσίαζε λόγω «εκκρεμότητας σε σχέση με ασυμβίβαστο» και δη, όπως αναφέρεται ρητά στα πρακτικά επόμενης συνεδρίας της Αρχής, λόγω παραίτησής του την 23.9.2016, ήτοι κατά την ημερομηνία που είχε λάβει χώρα η επίδικη συνεδρία. Πράγματι, η αιτιολογία της απουσίας του μέλους Ι. ενισχύεται και από έτερο έγγραφο που περιέχεται στο ίδιο «Παράρτημα Β», και δη από το πρακτικό της συνεδρίας της Αρχής, ημερομηνίας 18.10.2016, όπου ακριβώς αναφέρεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής ενημερώθηκε για την προς το Υπουργικό Συμβούλιο υποβολή παραίτησης του κ. Ι. στις 23.9.2016.

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι προκύπτει με επαρκή αιτιολόγηση η απουσία των συγκεκριμένων τριών μελών Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής κατά την επίδικη συνεδρία ημερομηνίας 23.9.2016, ούτως ώστε να καθίσταται εφικτή και η διενέργεια του δικαστικού ελέγχου, που είναι και το ζητούμενο σε αυτές τις περιπτώσεις (Χρυσάφη v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, Παντελής Χασάπη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1346/2012, ημερ. 12.6.2015). Εν προκειμένω, πέραν του πρακτικού της συνεδρίας ημερομηνίας 23.9.2016, υπάρχουν και άλλα στοιχεία, ήτοι οι χειρόγραφες σημειώσεις/καταγραφές της Γραμματέως του Συμβουλίου ιδίας ημερομηνίας σε σχέση με τους λόγους απουσίας των τριών μελών, καθώς και το πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 18.10.2016, που στοιχειοθετούν το δικαιολογημένο της απουσίας των συγκεκριμένων μελών, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σε άλλες περιπτώσεις που η πλήρης απουσία στοιχείων, απέληξε στη διαπίστωση περί πάσχουσας σύνθεσης του συλλογικού διοικητικού οργάνου, λόγω της αδικαιολόγητης απουσίας των μελών του (όπως ήταν η περίπτωση, λ.χ., στην Αγαθοκλέους ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Α.Ε. 29/11, ημερ. 21.7.2016).

Ενόψει των πιο πάνω λοιπόν και υπό το φως των, δεσμευτικών για το παρόν Δικαστήριο, διαπιστώσεων του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην απόφαση του επί της Ε.Δ.Δ. 208/2019, κρίνω ότι υπήρξε εν προκειμένω επαρκής αιτιολόγηση της απουσίας των τριών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής κατή την επίδικη συνεδρία ημερομηνίας 23.9.2016.

 

Κατά συνέπεια δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλημμέλεια στη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, η οποία αντιθέτως, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, κρίνεται νόμιμη.

 

Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος ακύρωσης που προωθείται, απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Παραμένει προς εξέταση ο εγειρόμενος τρίτος λόγος ακύρωσης που προωθείται, ο οποίος έγκειται στον ισχυρισμό περί κατάχρησης εξουσίας και υπέρβασης των άκρων ορίων της διακριτικής εξουσίας της Αρχής, καθώς και, σε άμεση συνάρτηση, στον ισχυρισμό περί ανεπαρκούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Υπενθυμίζεται ότι δια της απαντητικής γραπτής της αγόρευσης, η συνήγορος για τον αιτητή ρητώς απέσυρε τον, αυτοτελώς προβαλλόμενο, λόγο ακύρωσης περί παράνομης και/ή παράτυπης και/ή αδικαιολόγητης παρουσίας και συμμετοχής της Γενικής Διευθύντριας της Αρχής στην επίδικη συνεδρία του Συμβουλίου της Αρχής, ημερομηνίας 23.9.2016.

Στο πλαίσιο του ισχυρισμού περί κατάχρησης εξουσίας και υπέρβασης των άκρων ορίων της διακριτικής εξουσίας της Αρχής, οι συνήγοροι του αιτητή προτάσσουν ότι η καθ’ ης η αίτηση, απορρίπτοντας το αίτημα του αιτητή για αποχώρησή του μέσω του Σχεδίου, παραγνώρισε πλήρως τον σκοπό του Νόμου 28(Ι)/2016, ο οποίος είναι η διασφάλιση των δικαιωμάτων των υπαλλήλων της Αρχής. Κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και χωρίς τη δέουσα αιτιολογία, η καθ’ ης η αίτηση έδωσε βαρύτητα και/ή αξιολόγησε την περίπτωση του αιτητή στη βάση εξωγενών παραγόντων, λαμβάνοντας εν τέλει την επίδικη απόφαση κατά κατάχρηση εξουσίας. Αυτό, συνεχίζει η πλευρά του αιτητή, αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι λίγες μέρες μετά την υπό αναφορά απορριπτική απόφασή της, η καθ’ ης η αίτηση, στις 10.11.2016, ενέκρινε το αίτημα του αιτητή για πρόωρη αφυπηρέτηση «χωρίς καμία βάσανο και χωρίς κανένα προβληματισμό». Κατά τη σχετική εισήγηση, αυτή η στάση της καθ’ ης η αίτηση είναι αντιφατική και εύλογα γεννά το ερώτημα «[.] γιατί η Αρχή δεν θα κωλύετο να αντικαταστήσει με προκήρυξη την θέση του Αιτητή στην περίπτωση που αυτός αφυπηρετούσε πρόωρα χωρίς την χρήση του ΣΕΑ [ενν. του σχεδίου εθελούσιας αποχώρησης] ενώ με την αφυπηρέτηση του Αιτητή δυνάμει του ΣΕΑ δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα;». Μάλιστα, συνεχίζει η πλευρά του αιτητή, αυτή η στάση και/ή συμπεριφορά της καθ’ ης η αίτηση ανατρέπει πλήρως την υπ’ αυτής δοθείσα αιτιολογία όσον αφορά την επίδικη απόρριψη του αιτήματος του αιτητή, με αποτέλεσμα να υφίσταται και ζήτημα ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση προβάλλει ότι ουδεμία κατάχρηση ή/και υπέρβαση εξουσίας υπήρξε, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη. Επισημαίνουν συναφώς οι συνήγοροι της καθ’ ης η αίτηση ότι ουδέποτε υπήρξε οποιαδήποτε διαβεβαίωση ή πληροφόρηση, είτε προφορικά είτε άλλως πως, εκ μέρους της Αρχής ούτε προς τον αιτητή, αλλ’ ούτε προς οποιονδήποτε ότι όλες οι αιτήσεις που θα υποβάλλονταν για αποχώρηση μέσω του Σχεδίου, θα ετύγχαναν έγκρισης. Αντιθέτως, σύμφωνα με τον σχετικό ισχυρισμό, η Αρχή έθεσε υπόψιν όλου του προσωπικού το Σχέδιο, στις πρόνοιες του οποίου ρητώς αναφέρεται ότι αυτό θα εφαρμοζόταν μόνον για όσους υπαλλήλους θα έκρινε η Αρχή ότι δεν τους χρειαζόταν. Τονίζεται περαιτέρω από την πλευρά της καθ’ ης η αίτηση, ότι η Αρχή είχε τη δυνατότητα να απορρίψει αίτημα υπαλλήλου, κρίνοντας ότι η αποχώρησή του δεν θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της και/ή θα δημιουργούσε προβλήματα την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία της.

 

Υποβάλλει επίσης η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση ότι οι ισχυρισμοί και/ή οι αναφορές του αιτητή στηρίζονται σε γεγονότα και/ή σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου έκδοσης της επίδικης απόφασης και, συνεπώς, εκφεύγουν του πεδίου εξέτασης της υπό κρίση προσφυγής. Αντίθετα, όπως τονίζει η συνήγορος για την καθ’ ης η αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στη βάση του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου και των στοιχείων που υπήρχαν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης, ως έδει, και όχι μεταγενέστερα. Κατά το χρόνο δε λήψης της επίδικης απόφασης, το Διοικητικό Συμβούλιο δε γνώριζε ούτε και θα μπορούσε να γνωρίζει ότι ο αιτητής προτίθετο να καταχωρήσει και άλλο αίτημα, για πρόωρη αφυπηρέτησή του.

 

Κρίνω ότι και αυτός ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης στερείται ερείσματος.

 

Εν πρώτοις, είναι πράγματι ορθή η επισήμανση της πλευράς της καθ’ ης η αίτηση ότι εν προκειμένω, ουσιώδης χρόνος είναι ο χρόνος λήψης της επίδικης απορριπτικής απόφασης και κατά το χρόνο αυτό, ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής βρισκόταν μόνο το αίτημα του αιτητή για εθελούσια αποχώρηση βάσει του Σχεδίου και τίποτε άλλο.  Δεδομένου ότι αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής είναι μόνο η εγκυρότητα και νομιμότητα της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση να απορρίψει το αίτημα του αιτητή για αποχώρηση μέσω του Σχεδίου, είναι καθοριστικής σημασίας το γεγονός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση επί του συγκεκριμένου αιτήματος, δεν βρισκόταν σε εκκρεμότητα και/ή δεν είχε υποβληθεί από τον αιτητή ενώπιον της Αρχής κανένα άλλο αίτημα. Όπως προκύπτει ξεκάθαρα από το σύνολο των ενώπιον μου τεθέντων, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα του αιτητή για αποχώρησή του μέσω του Σχεδίου, κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 23.9.2016. Κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, πράγματι, κανένα άλλο στοιχείο και/ή αίτημα του αιτητή δεν είχε υποβληθεί και τεθεί ενώπιον της Αρχής πέραν του αιτήματός του για αποχώρησή του από την Αρχή μέσω του Σχεδίου. Το δε αίτημα του αιτητή για πρόωρη αφυπηρέτησή του, υποβλήθηκε και τέθηκε ενώπιον της καθ’ ης η αίτηση αργότερα, δι’ επιστολής του αιτητή ημερομηνίας 7.11.2016. Ούτε και μπορούσε να γνωρίζει η Αρχή κατά το χρόνο λήψης της απόφασής της, ότι ο αιτητής θα υπέβαλλε αργότερα και άλλο αίτημα για πρόωρη αφυπηρέτησή του. Είναι δε στη βάση των στοιχείων που υπήρχαν ενώπιον της κατά τον ουσιώδη χρόνο που αποφάσισε η Αρχή, ως όφειλε εξάλλου, και είναι στη βάση αυτών των στοιχείων που θα κρίθει η επίδικη απόφαση. Συνεπώς δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη και δεν μπορούν να προσθέσουν οτιδήποτε στην επιχειρηματολογία της συνηγόρου του αιτητή ισχυρισμοί και αναφορές που συνδέονται και/ή αφορούν σε γεγονότα μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου λήψης της επίδικης απόφασης.

 

Επιπρόσθετα όμως, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι οι ίδιες οι πρόνοιες του Σχεδίου (παράρτημα Γ στην ένσταση) ρητά αναφέρουν ότι «[.] το Σχέδιο θα δοθεί μόνο για όσους υπαλλήλους κρίνει η Αρχή ότι δεν τους χρειάζεται και η Αρχή δύναται να απορρίψει αίτημα υπαλλήλου για αποχώρηση και επί τω ότι η εν λόγω αποχώρηση δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Αρχής ή/και δημιουργεί προβλήματα στην ομαλή και εύρυθμη λειτουργία της». Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι θεσμοθετημένα παρέχεται στην καθ’ ης η αίτηση η δυνατότητα απόρριψης αιτήματος υπαλλήλου για αποχώρηση, για συγκεκριμένους λόγους. Αυτή δε η προβλεπόμενη δυνατότητα και/ή ρύθμιση ουδόλως συγκρούεται με τις διατάξεις του Νόμου 28(Ι)/2016, εφόσον καμία διάταξη στον εν λόγω Νόμο δεν προβλέπει περί του αντιθέτου, ενώ ούτε και το περιεχόμενο της αιτιολογικής έκθεσης του εν λόγω Νόμου, στην οποία αναφέρθηκε η πλευρά του αιτητή, αντίκειται στις πρόνοιες του Σχεδίου: δεν βλέπω πως η επίδικη απόφαση απόρριψης του αιτήματος του αιτητή αντίκειται στο σκοπό του Νόμου, που είναι η ρύθμιση των δικαιωμάτων των υπαλλήλων της Αρχής, ούτε και πως συγκρούεται με τη διασφάλιση του καθεστώτος εργασίας και των δικαιωμάτων των υπαλλήλων της Αρχής, ως αβάσιμα προβάλλει η πλευρά του αιτητή. Είναι δε πιστεύω σαφής η διάκριση μεταξύ του καθεστώτος που διέπει τα εργασιακά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα και ωφελήματα ενός υπαλλήλου της Αρχής και του, εντελώς διαφορετικής φύσεως, καθεστώτος ρύθμισης αιτημάτων εθελούσιας αποχώρησης από την Αρχή, ως είναι εδώ η περίπτωση. Εν προκειμένω, η Αρχή, στη βάση της δυνατότητας που της παρέχουν οι πρόνοιες του Σχεδίου, απέρριψε το αίτημα του αιτητή, αιτιολογώντας δεόντως την απόφασή της αυτή. Όπως σχετικά καταγράφεται στο πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 23.9.2016-

 

«To Συμβούλιο κατά την εξέταση της αίτησης του κ. Λ. έλαβε υπόψη το γεγονός ότι στη βάση της νέας οργανωτικής δομής της Αρχής, η οποία έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο με παλαιότερη απόφαση, η θέση την οποία κατέχει σήμερα ο κ. Λ., συνεχίζει να υφίσταται, με αναβαθμισμένο μάλιστα ρόλο αφού αφ' ενός μεν γίνεται αναβάθμιση της μισθοδοτικής κλίμακας της θέσης από Α13(ΙΙ) σε Α14(ΙΙ) και παράλληλα το Τμήμα Πληροφορικής αυτονομείται πλέον, με ενισχυμένο ρόλο, αφού θα χειρίζεται το σύστημα Λιμενικής Κοινότητας, το οποίο θα αποτελεί τη λειτουργική βάση των νέων εργασιών του Οργανισμού.

 

Ως εκ τούτου, ο κ. Λ. είναι αναγκαίος για την Αρχή και έγκριση της αίτησής του για αποχώρηση με το Σχέδιο, δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Αρχής, αφού το Τμήμα Πληροφορικής θα καθίστατο σε αυτή την περίπτωση ακέφαλο, δημιουργώντας προβλήματα στην ομαλή και εύρυθμη λειτουργία ταυ οργανισμού. Σχετική είναι και η πρόνοια η οποία αναφέρεται στο Σχέδιο βάση του οποίου υποβλήθηκε η αίτηση, η οποία αναφέρει ότι «... το Σχέδιο θα δοθεί μόνο για όσους υπαλλήλους κρίνει η Αρχή ότι δεν τους χρειάζεται και η Αρχή δύναται να απορρίψει αίτημα υπαλλήλου για αποχώρηση και επί τω ότι η εν λόγω αποχώρηση δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Αρχής ή/και δημιουργεί προβλήματα στην ομαλή και εύρυθμη λειτουργία της».

 

Επιπλέον, έχοντας υπόψη την επιστολή του Υπουργού Οικονομικών, το Συμβούλιο σημείωσε περαιτέρω ότι τυχόν έγκριση της αίτησης του κ. Λ. για αποχώρηση μέσω του Σχεδίου, θα επέφερε λειτουργικά κενό με αβεβαιότητα σε σχέση με το χρονικό διάστημα που θα απαιτείτο για να πληρωθεί η θέση αλλά και αβεβαιότητα ως προς το κατά πόσον θα επιτρεπόταν η αποπαγοποίηση θέσης κενωθείσας μέσω της παρούσας διαδικασίας.

 

Έχοντας υπόψη του όλα τα πιο πάνω δεδομένα, το Συμβούλιο αποφάσισε όπως απορρίψει την αίτηση του κ. Λ..».

 

Δεν εντοπίζω οτιδήποτε μεμπτό στην επίδικη κρίση της Αρχής, η οποία μάλιστα κρίνεται ως δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270), εφόσον αποκαλύπτεται το σκεπτικό, επί του οποίου στηρίχθηκε η τελική κρίση της Διοίκησης (L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, Ε.Δ.Δ. 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 49/2019, ημερ. 23.10.2023).

 

Ούτε και χωρεί εν προκειμένω αναζήτηση του σκοπού του νομοθέτη, ως επιχειρηματολογεί η πλευρά του αιτητή (παρόλο που, επαναλαμβάνω, ουδεμία σχετική πρόνοια υπάρχει στην οικεία νομοθεσία), δεδομένου του σαφούς λεκτικού της προεκτεθείσας πρόνοιας του Σχεδίου. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με τη νομολογία, η γραμματική ερμηνεία, δηλαδή το απλό, γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων, είναι ο βασικός κανόνας ερμηνείας νομοθετημάτων (Γεωργιάδης & Υιός ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Ε) Α.Α.Δ. 142, Σολωμού κ.α. v. Δημοκρατίας (1991) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3675, 3686, Αθανασίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Δ) Α.Α.Δ. 3204). Εκεί που οι λέξεις ενός νόμου είναι σαφείς, ούτως ώστε να μην επιδέχονται πέραν της μιας ερμηνείας, θα πρέπει να εφαρμόζονται (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Π.Α. ν. Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας, Υποθ. Αρ. 86/2022 (i-Justice), ημερ. 21.1.2025). Εν προκειμένω, κατ’ εφαρμογή της γραμματικής ερμηνείας, η καθ’ ης η αίτηση, στη βάση των προνοιών του Σχεδίου, νόμιμα και εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα του αιτητή για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν εντοπίζω να υφίσταται ζήτημα κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση, η οποία έλαβε την απόφασή της εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και παρέχοντας πλήρη και/η επαρκή αιτιολογία προς τούτο. Ο σχετικός προβαλλόμενος λόγς ακύρωσης απορρίπτεται.

 

Καταλήγω, λοιπόν, ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2200 έξοδα υπέρ της καθ’ ης η αίτηση και εναντίον του αιτητή, πλέον Φ.Π.Α.. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

                                                                                                    



[1] Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Ιωάννη Λακκοτρύπη, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 208/2019, ημερ. 20.11.2024,


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο