
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 185/2022
18 Αυγούστου, 2025
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Κ. Σ.
Αιτητής,
και
Κυπριακή Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Καθ' ων η Αίτηση
__________________
Τάσος Μ. Πούλλος, δικηγόρος για τον Αιτητή.
Τατιάνα Ιακωβίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για τους Καθ' ων η αίτηση.
___________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση η οποία εκδόθηκε στις 9.12.2021 και γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή των ημερομηνίας 12.01.2022, με την οποία, ύστερα από επανεξέταση συνεπεία της ακυρωτικής απόφασης ημερομηνίας 28.02.2019 στη υπόθεση του ιδίου με αριθμό 1368/2016, απέρριψαν εκ νέου την Ιεραρχική Προσφυγή του αιτητή κατά της απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την οποία τερμάτισε από 31.03.2016 τη σύνταξη ανικανότητας του.
Ως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου και επαναλαμβάνοντας μέχρι και το στάδιο της επανεξέτασης την καταγραφή των γεγονότων ως καταγράφονται στην απόφαση ημερομηνίας 28.02.2019 στη προσφυγή του Αιτητή με αριθμό 1368/2016, τα γεγονότα έχουν ως εξής.
Ο Αιτητής, επαγγελματίας οδηγός φορτηγού γεννηθείς στις 22.10.1962, κατόπιν τροχαίου ατυχήματος, υπέβαλε στις 11.3.2008 αίτηση για παροχή σύνταξης ανικανότητας, συνοδευόμενη από ιατρική έκθεση του θεράποντα ιατρού του. Αφού πραγματοποιήθηκε εξέταση του στις 26.11.2008 από Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κρίθηκε ότι ο αιτητής ήταν ανίκανος για εργασία σε ποσοστό 75%, λόγω κτυπημάτων και μετατραυματικού συνδρόμου και, ως εκ τούτου, του εγκρίθηκε ανάλογα, με σχετική απόφαση του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σύνταξη ανικανότητας, από τις 18.1.2009. Ως δέχονται οι διάδικοι, νέα εξέταση του αιτητή από Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων στις 30.11.2009, κατέληξε στο ίδιο, ως ανωτέρω, αποτέλεσμα. Στις 28.1.2016, ο αιτητής επανεξετάστηκε από Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (νευροχειρουργικό-ορθοπεδικό) και στις 16.3.2016 από Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ψυχιατρικό), τα οποία γνωμάτευσαν ότι, ο αιτητής ήταν ικανός για εργασία. Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τις προαναφερόμενες γνωματεύσεις των Ιατρικών Συμβουλίων των Υ.Κ.Α., αποφάσισε τον τερματισμό της παροχής σύνταξης ανικανότητας του αιτητή από τις 31.3.2016. Ο αιτητής ενημερώθηκε, για την εν λόγω απόφαση, με σχετική επιστολή του Διευθυντή ημερομηνίας 22.4.2016. Δια επιστολής άνευ ημερομηνίας της συζύγου του προς την Υπουργό Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ληφθείσας στις 12.5.2016, ο αιτητής υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή και ζήτησε επανεξέταση της απόφασης τερματισμού της παροχής σύνταξης ανικανότητας σε αυτόν. Ως εκ τούτου, ο αιτητής εξετάστηκε από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, υπό διαφορετικές συνθέσεις, με ειδικότητα αφ' ενός στην Νευροχειρουργική και Ορθοπεδική και, αφ' ετέρου στην Ψυχιατρική, στις 23.6.2016 και 10.10.2016 αντίστοιχα, το οποίο γνωμάτευσε ότι, ο αιτητής είναι ικανός για εργασία. Εν τω μεταξύ, για τους σκοπούς της επανεξέταση, εκ μέρους του αιτητή του παρουσιάστηκε ιατρική έκθεση - διάγνωση ημερομηνίας 17.6.2016 ιατρού των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας του Νοσοκομείου Λεμεσού, με διαπιστώσεις διαταραχών ύπνου και αιφνίδιας υπνηλίας του ασθενούς. Ακολούθως, το δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο εισηγήθηκε προς την τότε Υπουργό, την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή, η οποία την απέρριψε και η απόφαση της κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 19.10.2016.
Ενάντια στην απόφαση της Υπουργού Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο αιτητής καταχώρησε στις 22.11.2016 την προσφυγή με αριθμό 1368/2016 ισχυριζόμενος έλλειψη δέουσας έρευνας και ύπαρξη ελαττωματικής αιτιολογίας. Το Διοικητικό Δικαστήριο, εξετάζοντας τα δεδομένα της υπόθεσης, εξέδωσε ακυρωτική απόφαση στις 28.02.2019 λόγω μη επαρκούς αιτιολόγησης της γνωμάτευσης του δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, αναφέροντας τα ακόλουθα (η έμφαση προστίθεται).
«Ως προκύπτει με σαφήνεια από το λεκτικό της επίδικης απόφασης της (ανωτέρω), η Υπουργός έχει υιοθετήσει πλήρως την εισήγηση του δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, η οποία ήταν αρνητική στην έγκριση της ιεραρχικής προσφυγής και, κατ' επέκταση, στο αίτημα του αιτητή για συνέχιση της παροχής σε αυτόν σύνταξης ανικανότητας. Σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η υιοθέτηση έκθεσης καθιστά την αιτιολογία της τελευταίας μέρος της απόφασης (βλ. Κατσούρα ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1728; Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959), σελ. 193). Το ερώτημα, συνεπώς, απολήγει να είναι κατά, πόσο η εισήγηση του δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, με βάση τις ιατρικές εκθέσεις αυτού υπό τις προαναφερόμενες του συνθέσεις, είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Επ' αυτού, ο αιτητής, ως προαναφέρθηκε, επικαλείται, αφ' ενός, τις διαταραχές ύπνου και αιφνίδιας υπνηλίας του αιτητή, ως περιγράφονται στην ιατρική έκθεση-διάγνωση ημερομηνίας 17.6.2016 ιατρού των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας του Νοσοκομείου Λεμεσού (βλ. ανωτέρω), η οποία, κατά τον αιτητή παραγνωρίστηκε και οδήγησε σε μη δέουσα αιτιολογία της εισήγησης του δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου και, αφ' ετέρου, την μη εξέταση των αντανακλαστικών του αιτητή από το δευτεροβάθμιο Ιατρικού Συμβούλιο, η οποία φανερώνει και πάλιν μη δέουσα αιτιολογία της απόφασης. Θα συμφωνήσω και στα δύο προαναφερόμενα με τον αιτητή. Κατά την κρίση μου, το δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο αρκέστηκε σε λιτές τελικές τοποθετήσεις, χωρίς, φαίνεται, να έχει αντιπαραβάλει τα ευρήματα του, με τα αντίθετα στα ευρήματα του στοιχεία που είχε ενώπιον του και, συγκεκριμένα, με την ορθότητα της έκθεσης-διάγνωσης ημερομηνίας 17.6.2016 του ιατρού των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας του Νοσοκομείου Λεμεσού, δίδοντας, για τη θέση του, επαρκείς εξηγήσεις. Το θέμα πρόσθετα, της καταγραφής ευρήματος του δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, όσον αφορά στην επάρκεια ικανότητας αντανακλαστικών του αιτητή, με δεδομένο το επάγγελμα του αιτητή ως επαγγελματία οδηγού φορτηγού και της επικινδυνότητας που συνεπάγεται τυχόν βραδύτητα στα αντανακλαστικά του, προβάλλει, για τον μέσο λογικό άνθρωπο, αναγκαίο και τέτοια καταγραφή ευρήματος επάρκειας αντανακλαστικών του αιτητή δεν παρατηρείται, στην παρούσα περίπτωση, από το δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο.»
Μέσα στα πλαίσια της επανεξέτασης, συνεπεία της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης ημερ. 28.02.2019, ο φάκελος του αιτητή εξετάστηκε αρχικά από Ψυχιατρικό Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο. Αυτό, με έκθεση του στις 2.12.2020 γνωμάτευσε ότι από δικής του πλευράς, με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που επικρατούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο αιτητής ήταν ικανός για εργασία. Σχετικά, επί του τυποποιημένου εντύπου «Αναλυτική Ιατρική Έκθεση» (Παράρτημα 7 στην Ένσταση των Καθ΄ων η αίτηση, σελ. 35-43), πέραν των προσωπικών στοιχείων του ασθενούς, εντοπίζονται οι εξής δύο σύντομες αναφορές. Ως «Ιστορικό» αναγράφεται «Από την εξέταση του φακέλου σε σχέση με την ψυχιατρική του κατάστασης την 10/10/2016 (ουσιώδη χρόνο) επαναβεβαιώνουμε τα ευρήματα εξέτασης όπως αναγράφονται στον φάκελο του ασθενούς» και ως «Αιτιολόγηση της απόφασης» του ότι ο αιτητής δεν είναι πλέον ανίκανος για άσκηση ολικώς ή μερικώς του επαγγέλματος του ως οδηγός φορτηγού καταγράφεται ότι «Από τη εξέταση δεν διαπιστώθηκαν ενεργά και οξέα συμπτώματα και σημεία ψυχοπαθολογικά που να δικαιολογούν ανικανότητα για εργασία. Επίσης ανέφερε ο ίδιος ότι θέλει να πάρει ξανά την επαγγελματική του άδεια και ότι θέλει να εργαστεί. Το ιατρικό συμβούλιο έλαβε υπόψιν την ιατρική έκθεση ημερομηνίας 17/6/2016.»
Ακολούθως ο φάκελος του αιτητή στάλθηκε για εξέταση από Νευροχειρουργικό Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που επικρατούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο, γνωμάτευσε στις 4.03.2021 ότι, ο αιτητής ήταν επίσης ικανός για εργασία και από δικής του πλευράς και ως εκ τούτου το ΔΙΣ εισηγήθηκε εκ νέου απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής.
Επί του, αντίστοιχου με το προηγούμενο, τυποποιημένου εντύπου «Αναλυτική Ιατρική Έκθεση» (Παράρτημα 8 στην Ένσταση των Καθ΄ων η αίτηση, σελ. 44 - 53), πέραν των προσωπικών στοιχείων του ασθενούς, εντοπίζονται οι εξής αναφορές. Ως «Ιστορικό» (σελ. 44) αναγράφεται «τροχαίο ατύχημα 2007 χωρίς κάταγμα. Αναφέρει αυχεναλγία και οσφυαλγία. Μέχρι 31/3/16 ανικανότητα. Αναφέρει ότι δεν μπορεί να οδηγήσει φορτηγό λόγω πόνου στη σπονδυλική στήλη», ως «Εργαστηριακές εξετάσεις» (σελ. 45) αναγράφεται «M.R.I. ΑΜΣΙ και ΟΜΣΣ: Εκφυλιστικές αλλοιώσεις χωρίς ιδιαίτερη πίεση επί νευρικών στοιχείων», στο «Μυοσκελετικό σύστημα» (σελ. 46) αναγράφεται «Ελαφρά δυσκαμψία ΑΜΣΣ. Άνω Άκρα Κ.Φ.. Κάτω Άκρα Κ.Φ..», στο σημείο «Διάγνωση» (σελ. 47) αναγράφεται «Εκφυλιστική σπονδυλοαρθροπάθεια χωρίς πίεση επί νευρικών στοιχείων» και ως «Αιτιολόγηση της απόφασης» του (σελ. 50) ότι ο αιτητής δεν είναι πλέον ανίκανος για άσκηση ολικώς ή μερικώς του επαγγέλματος του ως οδηγός φορτηγού καταγράφεται ότι «Από την κλινική εξέταση από την κλινική εξέταση και το M.R.I. ικανός για εργασία από Νευροχειρουργικής/Ορθοπεδικής πλευράς. Όσον αφορά τα αντανακλαστικά, περιλαμβάνονται στη κλινική εξέταση άνω και κάτω άκρων η οποία ήταν κατά φύση.»
Στο «Συνοπτικό Έντυπο Επανεξέτασης από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο» (σελ. 53) γίνεται η εξής εισήγηση: «Έγινε επανεξέταση των ιατρικών δεδομένων κατά τον ουσιώδη χρόνο του φακέλου του αιτητή μετά από δικαστική απόφαση. Το Ψυχιατρικό Δ.Ι.Σ. που συνήλθε στις 2/12/2020 επαναβεβαιώνει ότι δεν διαπιστώθηκαν ενεργά και οξέα Ψυχοπαθολογικά συμπτώματα και σημεία που να δικαιολογούν ανικανότητα για εργασία κατά τον ουσιώδη χρόνο (10/10/16). Το Ψυχιατρικό Δ.Ι. σημειώνει επίσης ότι έλαβε υπόψιν την ιατρική έκθεση ημερομηνίας 17/6/2016. Το Νευροχειρουργικό / Ορθοπεδικό Δ.Ι.Σ. που συνήλθε στις 4/3/2021 επαναβεβαίωσε ότι από την κλινική εξέταση και το M.R.I. (μαγνητική τομογραφία) ο αιτητής εκρίθει ικανός για εργασία. Όσον αφορά τα αντανακλαστικά, το Νευροχειρουργικό / Ορθοπεδικό Δ.Ι.Σ. εννοεί τα τενόντια (κινητικά) αντανακλαστικά η εξέταση τους περιλαμβάνεται στην κλινική εξέταση άνω και κάτω άκρων που ήταν κατά φύση κατά τον ουσιώδη χρόνο. Το Δ.Ι.Σ. εισηγείται απόρριψη της προσφυγής».
Στη συνέχεια, η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων βάσει της εξουσίας που της παρέχει το άρθρο 83 (1) του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, αφού μελέτησε τα δεδομένα της υπόθεσης συμπεριλαμβανομένων των εκθέσεων του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου ημερομηνίας 2.12.2020 και 4.03.2021 οι οποίες είχαν κρίνει τον αιτητή ικανό για εργασία κατά τον ουσιώδη χρόνο, αποφάσισε να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή του, εφόσον έκρινε ότι με βάση τα ενώπιον της στοιχεία αυτός ήταν ικανός για εργασία κατά τον ουσιώδη χρόνο, σύμφωνα με το άρθρο 40(5) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου. Παράρτημα 9, σελ. 54). Η απόφαση της Υπουργού κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 12.01.2022 και στις 26.01.2022 καταχωρήθηκε, μέσω του ίδιου δικηγόρου του αιτητή, η παρούσα προσφυγή.
Ω προς τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, ο Αιτητής υποστηρίζει ότι, κατά την επανεξέταση, πέραν της υπέρμετρης καθυστέρησης η οποία μεσολάβησε, υπάρχει παραβίαση από τους Καθ’ων η αίτηση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης του Διοικητικό Δικαστήριο ημερ. 28.02.2019, καθώς και ότι οι εκθέσεις του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου ημερομηνίας 2.12.2020 και 4.03.2021 οι οποίες είχαν κρίνει τον αιτητή ικανό για εργασία κατά τον ουσιώδη χρόνο, πάσχουν λόγω ελλιπούς αιτιολογίας, δέουσας έρευνας, αλλά και λόγω πλάνης.
Οι συγκεκριμένοι λόγοι ακύρωσης αναλύονται εκτενώς στην γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου δικηγόρου του αιτητή, όπου γίνεται λεπτομερής αναφορά τόσο στην απόφαση ημερ. 28.02.2019, όσο και στη διαδικασία της επανεξέτασης ως συνεπεία αυτής και ειδικότερα στις εκθέσεις του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου ημερομηνίας 2.12.2020 και 4.03.2021. Ακόμα, ο δικηγόρος του αιτητή προβαίνει σε εκτενή παράθεση σχετικής νομολογίας των δικαστηρίων μας, την οποία και επικαλείται προς υποστήριξη των θέσεων του.
Αντίθετα, στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου των Καθ’ων η Αίτηση, πέραν από την παράθεση των γεγονότων του διοικητικού φακέλου, προβάλλεται η θέση ότι η επανεξέταση έγινε σύμφωνα με τα όσα καθορίζει το άρθρο 58 του Ν.158(Ι) του 1999. Κύρια, προβάλλεται από την κα.Ιακωβίδου ότι, αν ο αιτητής είναι ικανός ή όχι να ασκεί την εργασία του αυτό αποτελεί τεχνικό θέμα, το οποίο δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο κατά την αναθεωρητική δικαιοδοσία, εκτός εκεί όπου διαπιστώνεται πλάνη, κακοπιστία ή έλλειψη δέουσας έρευνας και ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαθιστά τις αποφάσεις της διοίκησης ή να προβαίνει σε επανεκτίμηση γεγονότων εφ’ όσων κρίνει ότι η έρευνα ήταν επαρκής, που στη προκειμένη περίπτωση υπήρξε. Αντίστοιχα, η ευπαίδευτη δικηγόρος των Καθ’ων η Αίτηση προβαίνει σε επίκληση σχετικής νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του ζητήματος της διεξαγωγής δέουσας έρευνας από διοικητικό όργανο.
Εξετάζοντας τους λόγους ακύρωσης τους οποίους προβάλει ο αιτητής και πρωτίστως ότι υπάρχει παραβίαση από τους Καθ’ων η αίτηση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης του Διοικητικό Δικαστήριο ημερ. 28.02.2019, επαναλαμβάνω ότι το Δικαστήριο κατέληξε ότι «Συνεπώς ο λόγος ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης λόγω μη επαρκούς αιτιολόγησης της γνωμάτευσης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω, ευσταθεί». Συνοψίζοντας ακριβώς τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, ως τις έχω ήδη παραθέσει ανωτέρω μέσω αποσπάσματος της απόφασης, διαπιστώνω τα εξής. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπάρχει αντιπαραβολή των ευρημάτων του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου προς τα, αντίθετα στα ευρήματα του, στοιχεία που είχε ενώπιον του, σχετικά με την ορθότητα της ιατρικής έκθεσης - γνωμάτευσης του κέντρου ψυχικής υγείας του Νοσοκομείου Λεμεσού ημερομηνίας 17.06.2016 και δεν δίδονται από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο επαρκείς εξηγήσεις της θέσης του σε σχέση προς την αντίθεση του προς την ως άνω διάγνωση. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο στην ακυρωτική του απόφαση αναφέρει ρητά ότι, δεν υπάρχει καταγραφή ευρήματος επάρκειας των αντανακλαστικών του αιτητή, η οποία καταγραφή και επάρκεια, ως ρητά αναφέρει το Δικαστήριο, είναι αναγκαίες λόγω του ότι ο αιτητής ήταν επαγγελματίας οδηγός φορτηγού, κάτι το οποίο συνεπάγεται επικινδυνότητα αν υπάρχει βραδύτητα στα αντανακλαστικά του.
Όπως ορθά υποδεικνύει και ο δικηγόρος του αιτητή, κεντρικός πυλώνας της ακυρωτικής απόφασης είναι η ιατρική έκθεση-γνωμάτευση του Κέντρου Ψυχικής Υγείας του Νοσοκομείου Λεμεσού ημερομηνίας 17.06.2016, σε σχέση με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η κρίση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου του 2016 παρουσίαζε έλλειψη αιτιολογίας και απουσία δέουσας έρευνας αναφορικά με τις διαταραχές ύπνου του αιτητή και της αιφνίδιας υπνηλίας, αλλά και τη μη εξέταση των αντανακλαστικών του ασθενούς. Σημειώνω ότι, στην ιατρική έκθεση του Κέντρου Ψυχικής Υγείας του Νοσοκομείου Λεμεσού αναφέρεται όπως ο αιτητής παρακολουθείται από τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας και ως σημειώνεται και στο κείμενο της ακυρωτικής απόφασης, «στη παρούσα φάση υπάρχουν διαταραχές του ύπνου: ξυπνά πολύ πρωί και εάν κάποιες φορές καθήσει στη καρέκλα κατά τη διάρκεια της ημέρας κοιμάται χωρίς να το καταλάβει». Εκείνο το οποίο είναι, συνεπώς, εξεταστέο, είναι το καταπόσον οι Καθ’ ων η Αίτηση κατά την επανεξέταση συμμορφώθηκαν και/ή θεράπευσαν τα πάσχοντα σημεία της πρώτης διαδικασίας, σύμφωνα με τα δικαστικά ευρήματα στην ακυρωτική απόφαση, τα οποία πάσχοντα σημεία αφορούν στο αρχικό Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο.
Κατά την επανεξέταση το Δευτεροβάθμιο Ψυχιατρικό Συμβούλιο συνέταξε Έκθεση ημερομηνίας 2.12.2020, λεπτομερής αναφορά στην οποία γίνεται ανωτέρω, και όπου οι ψυχίατροι οι οποίοι την υπογράφουν περιορίζονται να καταγράψουν ότι, «Από την εξέταση του φακέλου σε σχέση με την ψυχιατρική του κατάστασης την 10/10/2016 (ουσιώδη χρόνο) επαναβεβαιώνουμε τα ευρήματα εξέτασης όπως αναγράφονται στον φάκελο το ασθενούς» και ως «Αιτιολόγηση της απόφασης» του ότι ο αιτητής δεν είναι πλέον ανίκανος για άσκηση ολικώς ή μερικώς του επαγγέλματος του ως οδηγός φορτηγού προβάλλεται ότι «Από τη εξέταση δεν διαπιστώθηκαν ενεργά και οξέα συμπτώματα και σημεία ψυχοπαθολογικά που να δικαιολογούν ανικανότητα για εργασία. Επίσης ανέφερε ο ίδιος ότι θέλει να πάρει ξανά την επαγγελματική του άδεια και ότι θέλει να εργαστεί. Το ιατρικό συμβούλιο έλαβε υπόψιν την ιατρική έκθεση ημερομηνίας 17/6/2016.»
Η αυθαίρετη επίκληση ότι η διαπιστώσεις του Δευτεροβάθμιο Ψυχιατρικό Συμβούλιο στις 2.12.2020 αφορούν στον ουσιώδη χρόνο, αλλά και ότι το εν λόγω συμβούλιο έλαβε υπόψιν του την ιατρική έκθεση ημερομηνίας 17.06.2016, στην οποία αναφέρθηκε συγκεκριμένα το Δικαστήριο με την ακυρωτική απόφαση ημερ. 28.02.2019, δεν μπορούν να ικανοποιήσουν το παρόν Δικαστήριο ότι ανταποκρίνονται στην υποχρέωση συμμόρφωσης του οργάνου με το δεδικασμένο της εν λόγω απόφασης. Επισημαίνοντας την πολύ σημαντική διαπίστωση του κέντρου ψυχικής υγείας του Νοσοκομείου Λεμεσού για υπνηλία του αιτητή «αν κάποιες φορές καθίσει στη καρέκλα κατά τη διάρκεια της ημέρας», σύμπτωμα που καθιστά άκρως επικίνδυνη και συνεπώς αδύνατη την άσκηση του επαγγέλματος του οδηγού φορτηγού οχήματος, διαπιστώνω παράλειψη σχετική αναφοράς, ή πολύ περισσότερο αιτιολόγησης της αντίθετης διαπίστωσης στην έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ψυχιατρικού Συμβουλίου ημερ. 2.12.2020. Το συμβούλιο όφειλε, εστιάζοντας στα ευρήματα του Δικαστηρίου, να παραθέσει συγκεκριμένα την αιτιολογία της απόφασης του ότι ο αιτητής δεν είναι πλέον ανίκανος για άσκηση ολικώς ή μερικώς του επαγγέλματος του ως οδηγός φορτηγού και να την αντιπαραβάλει, πάντα αναφορικά με τον ουσιώδη χρόνο, με τα στοιχεία και την ορθότητα της ως άνω Ιατρικής Έκθεσης-διάγνωσης του κέντρου ψυχικής υγείας του Νοσοκομείου Λεμεσού ημερομηνίας 17/6/2016 και κυρίως να δώσει επαρκείς εξηγήσεις ως προς την αντίθεση του προς την εν λόγω έκθεση, οι οποίες να ικανοποιούν τον παρόντα δικαστικό έλεγχο.
Συνεπώς, διαπιστώνω ότι, ο πρώτος λόγος ακύρωσης ήτοι της παραβίασης του δεδικασμένου της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερ. 28.02.2019 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση της αρμόδιας Υπουργού, η οποία υιοθέτησε και εν πάση περιπτώσει έλαβε υπόψιν την έκθεση ημερ. 2.12.2020 καταλήγοντας στην επίδικη απόφαση, ακυρώνεται.
Ακριβώς ως συνέπεια των ως άνω διαπιστώσεων μου, θα αποδεχθώ και τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, τον οποίο προωθεί μέσω της γραπτής του αγόρευσης ο δικηγόρος του αιτητή, αυτόν της διενέργειας ελλιπούς έρευνας εκ μέρους της διοίκησης, αλλά και της συνεπαγόμενης έλλειψης επαρκούς και/ή δέουσας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης σε σχέση με την έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου ημερομηνίας 2.12.2020.
Όπως ξεκαθαρίζει η νομολογία των δικαστηρίων μας, δεν είναι αρκετό επί τεχνικών θεμάτων να καταγράφεται κάτι ως αιτιολογία, αλλά η αιτιολογία θα πρέπει να αναφέρεται στους λόγους για τους οποίους ανατρέπονται τα όσα υποστηρίζει μέσω ιατρικών εκθέσεων των θεραπόντων ιατρών του ο αιτητής ή/και τους λόγους για τους οποίους παρουσιάζεται διαφωνία ως προς τη διάγνωση της ιατρικής κατάστασης του αιτητή και τα κλινικά ευρήματα από τα αρμόδια διοικητικά όργανα με τις γνωματεύσεις των θεραπόντων ιατρών του αιτητή που υποστηρίζουν το συγκεκριμένο αίτημα του, εν προκειμένω την Ιατρική Έκθεση - διάγνωση του κέντρου ψυχικής υγείας του Νοσοκομείου Λεμεσού ημερομηνίας 17.06.2016, στην οποία στηρίχθηκε και το Διοικητικό Δικαστήριο για την ακυρωτική απόφαση του στις 28.02.2019. Το Δικαστήριο θα πρέπει να μπορεί να ασκήσει τον αναθεωρητικό του έλεγχο, ικανοποιούμενο ότι η επίδικη απορριπτική απόφαση αποτελεί το αποτέλεσμα της δέουσας έρευνας, κάτι που δεν ισχύει στη παρούσα, με αναπόφευκτη συνέπεια η προσβαλλόμενη πράξη να πάσχει ως μη επαρκώς αιτιολογημένη, κατά παράβαση του άρθρου 28(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(1)/1999).
Σχετικά, παραπέμπω σε απόσπασμα από την απόφαση της Καλλιγέρου Μ., ΠΔΔ (όπως ήταν τότε), στην Υπόθεση Αρ. 821/2016, ημερομηνίας 23 Ιουλίου, 2019, ΑΝΔΡΕΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ 1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, 2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα τα οποία βρίσκουν εφαρμογή και στην παρούσα υπόθεση:
«Συμφωνώ με τους καθ' ων η αίτηση ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στη κρίση της διοίκησης, ούτε εξετάζει τεχνικές κρίσεις και ούτε υποκαθιστά τις απόψεις της διοίκησης επί ειδικών τεχνικών θεμάτων, τα οποία παραμένουν ανέλεγκτα, αλλά οπωσδήποτε το Δικαστήριο απαιτείται να εξετάσει κατά πόσο υπάρχει αιτιολογία της επίδικης απόφασης και στην περίπτωση που υπάρχουν αντιφατικές γνωματεύσεις να παρέχεται εκείνη η αιτιολογία που να καθιστά δυνατό το δικαστικό έλεγχο, ώστε να διαπιστωθεί ότι και αυτές λήφθηκαν υπόψη και παραμερίζονται ενόψει της διαφωνίας επί των ευρημάτων και για τους λόγους για τους οποίους υπάρχει διαφωνία.
Επί του ανωτέρου παραπέμπω στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ. 417/2002, Έλλη Κατσώνη v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 22/5/2003:
«Αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο έντυπο του Ιατρικού Συμβουλίου παρατηρούνται σημαντικές παραλείψεις και κενά, με αποτέλεσμα αφενός να παραμένει άγνωστο το πώς αντιμετωπίσθηκε το πόρισμα του Δρος Αθάνατου και αφετέρου να καθίσταται δυσχερής ο δικαστικός έλεγχος αναφορικά με το σκεπτικό που οδήγησε στη διαπίστωση ότι η αιτήτρια ήταν ικανή για ελαφράς μορφής εργασία. Προκύπτει ειδικότερα από εξέταση του περιεχομένου της "Έκθεσης του Ιατρικού Συμβουλίου" ότι δεν είναι συμπληρωμένο το "ΜΕΡΟΣ V" που αφορά το "Πόρισμα Εξέτασης του Ιατρικού Συμβουλίου" και πιο συγκεκριμένα τα υπ' αριθμόν 5 και 6 στοιχεία που αναφέρονται στο "Πόρισμα και Διάγνωση" του Συμβουλίου και στο "Βαθμό αναπηρίας του αιτητή σύμφωνα με τον Έκτο Πίνακα του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου".
Επιπρόσθετα όμως εκτός από την έλλειψη αιτιολόγησης του πορίσματος του Ιατρικού Συμβουλίου σημειώνεται ότι και η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση της 6/3/2002 είναι αναιτιολόγητη. Προκύπτει από το περιεχόμενο της πιο πάνω απόφασης ότι ο Εξεταστής Απαιτήσεων, υιοθετώντας το πόρισμα του Ιατρικού Συμβουλίου, παραγνώρισε τις απόψεις του Δρος Αθάνατου και χωρίς να αιτιολογήσει την επιλογή μεταξύ των δύο αντικρουόμενων επιστημονικών απόψεων προχώρησε, εξίσου αναιτιολόγητα, στον καθορισμό ποσοστού ανικανότητας σε 60%.
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει την ορθότητα της επίδικης απόφασης εφόσον η αιτιολογία του μεν Ιατρικού Συμβουλίου είναι ασαφής, ελλιπής και αόριστη, ενώ του Εξεταστή Απαιτήσεων, όπως επισημάνθηκε, εντελώς ανύπαρκτη. Οι αρχές αιτιολογίας των διοικητικών αποφάσεων επιβάλλουν ότι οι λόγοι που δίδονται δεν πρέπει να αφήνουν καμιά αμφιβολία για το σκεπτικό της απόφασης. (Constantinides v. Republic (1967) 3 CLR 7). Το πιο πάνω οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου και η απόφαση του Εξεταστή Απαιτήσεων που την ακολούθησε, με τον τρόπο που είναι διατυπωμένες, δεν συνάδουν με τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Τόσο το Ιατρικό Συμβούλιο, όσο και ο Εξεταστής Απαιτήσεων αποτελούν διοικητικά όργανα επιφορτισμένα με κρίσιμης σημασίας αρμοδιότητες και ως εκ τούτου οφείλουν να αιτιολογούν με επάρκεια τις αποφάσεις στις οποίες καταλήγουν.
Λόγω έλλειψης αιτιολογίας η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση της 6/3/2002 ακυρώνεται με έξοδα σε βάρος των καθ' ων η αίτηση.".
Θεωρώ, όπως και στην απόφαση ανωτέρω, ότι απουσιάζει από την επίδικη απόφαση η αιτιολογία εκείνη που θα καθιστούσε εφικτό τον δικαστικό έλεγχο σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους τα Ιατρικά Συμβούλια διαφώνησαν με τις ιατρικές γνωματεύσεις που προσκόμισε ο αιτητής από τους θεράποντες γιατρούς του, καθότι δεν διαφαίνεται να αντιπαραβλήθηκαν τα δικά τους συμπεράσματα με εκείνα των θεραπόντων ιατρών (βλ. Ηροδότου v. Δημοκρατίας 2010. 3 Α.Α.Δ, 220, Ανδρέας Ιωάννου v. Δημοκρατίας υπόθεση 547/11, ημερομηνίας 24/1/13). Από το πρακτικό της επίδικης απόφασης δεν προκύπτει αβίαστα η σκέψη της διοίκησης και ούτε καν μπορεί να συναχθεί από το περιεχόμενο του διοικητικού φάκελου ο λόγος για τον οποίον παραμερίστηκαν οι ιατρικές γνωματεύσεις στη βάση των ιατρικών ευρημάτων των καθ' ων η αίτηση.»
Δεδομένης της επιτυχίας των πρώτων δύο λόγων ακύρωσης τους οποίους προωθεί ο αιτητής, η εξέταση των υπολοίπων παρέλκει.
Η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα €1800, πλέον Φ.Π.Α. εάν καταβάλλεται, υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.
Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο