Κ. Ρ. ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΛΗΨΕΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 70(Ι)/16, Υπόθεση αρ.359/2020, 29/8/2025
print
Τίτλος:
Κ. Ρ. ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΛΗΨΕΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 70(Ι)/16, Υπόθεση αρ.359/2020, 29/8/2025

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

                                      Υπόθεση αρ.359/2020

 

                            29 Αυγούστου 2025

                            [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

                                        Κ. Ρ.

Αιτητής,

                                         και

     ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΛΗΨΕΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 70(Ι)/16

 

Καθ’ ων η αίτηση

__________________________________

Κ. Παναγιώτου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για τον αιτητή.

Μ. Kοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση. 

                              

                             Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ,Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής επιζητεί τις ακόλουθες θεραπείες:

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 20.2.2020(Παράρτημα Α) με την οποία (α) αφ΄ενός απέρριψαν την Ένσταση του Αιτητή για τον μη ορθό ή πλήρη υπολογισμό των μονάδων που εδικαιούτο και/ή την κατάταξη του στον προκαταρτικό κατάλογο όπως (β) και η κρίση ότι ο Αιτητής δεν διέθετε την απαιτούμενη  «εμπειρία»  κατά το Σχέδιο Υπηρεσίας για τη θέση «Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρονικής» ( Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών) ( Γνωστοποίηση 788 20.9.2019) με συνέπεια να τον διαγράψουν από τον πίνακα, πάσχει και/η είναι αποτέλεσμα πλάνης και μη επαρκούς έρευνας και/ή αιτιολογίας οπότε και θα πρέπει να κηρυχθεί άκυρη.

 

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων ημερομηνίας 20.2.2020 (Παράρτημα Β) με την οποία απέρριψαν την Ένσταση του γιατί έκριναν τον Αιτητή μετά από σχετική ένσταση του, ως ΜΗ προσοντούχος για τη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού (Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών) γιατί, δήθεν δεν κατέχει την απαιτούμενη εμπειρία τριών χρόνων στην ηλεκτρονική μηχανική κατά την προκήρυξη 784 τη 20.9.2019  πάσχει πολλαπλώς και θα πρέπει να κριθεί άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.

Γ. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων ημερομηνίας 20.2.2020 (Παράρτημα Γ) με την οποία απέρριψαν την Ένσταση του Αιτητή γιατί τον έκριναν ως ΜΗ προσοντούχος για τη θέση Τεχνικού Μηχανικού  Ηλεκτρολογίας (Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών) γιατί δήθεν δεν κατέχει την απαιτούμενη ελάχιστη εμπειρία τριών ετών στην ηλεκτρολογική μηχανική κατά την προκήρυξη 786 της 20.9.2019  πάσχει πολλαπλώς και θα πρέπει να ακυρωθεί ως μη έχουσα νόμιμο αποτέλεσμα.»

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση έχουν ως ακολούθως:

 

Με επιστολή ημερομηνίας 9.8.2019 ο αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών απευθύνθηκε προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών Επικοινωνιών και Έργων ζητώντας όπως προβεί συμφώνως με το άρθρο 6(1) του περί της Ρύθμισης της Απασχόλησης Εργοδοτουμένων Αορίστου και Εργοδοτουμένων Ορισμένου Χρόνου στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 2016, Ν.70(Ι)/2016 στο διορισμό τριμελούς επιτροπής για την πρόσληψη εργοδοτουμένων ορισμένου χρόνου έναντι συγκεκριμένου αριθμού κενών θέσεων για την κάλυψη αναγκών του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών.

Ως εκ τούτου στις 30.8.2019 συστάθηκε η τριμελής Επιτροπή, η οποία συμφώνως με τις πρόνοιες του αρθρου 6 του Ν. 70(Ι)/2016, προχώρησε στην ετοιμασία ανακοινώσεων  αναφορικώς με τις υπό πλήρωση, ως αυτές κατανεμήθηκαν, θέσεις για την πρόσληψη εργοδοτουμένων ορισμένου χρόνου και συγκεκριμένα για την πλήρωση μιας θέσης Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, μιας Θέσης Μηχανολόγου Μηχανικού, τριών θέσεων Τεχνικού Μηχανικού Μηχανολογίας, τεσσάρων θέσεων Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρολογίας και μιας θέσης Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρονικής.

 

Στις 20.9.2019 δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας οι σχετικές ανακοινώσεις για έκαστη θέση. Σε αυτές καθορίζονταν τόσο τα καθήκοντα και οι ευθύνες όσο και τα απαιτούμενα προσόντα εκάστης θέσης, περιλαμβανoμένης και της απαιτούμενης σχετικής πείρας. Περαιτέρω προσδιορίζονταν τα κριτήρια αξιολόγησης των αιτήσεων που θα υποβάλλονταν καθώς και η βαρύτητα του κάθε κριτηρίου με σχετική µοριοδότηση.

 

Ο αιτητής υπέβαλε τρεις ξεχωριστές αιτήσεις για απασχόληση του και συγκεκριμένα για τη θέση Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρονικής, για τη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού και για τη θέση Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρολογίας.

 

Η αξιολόγηση όλων των αιτήσεων διενεργήθηκε από την αρμόδια τριμελή Επιτροπή, η οποία προέβηκε στον καταρτισμό ξεχωριστών προκαταρτικών καταλόγων των υποψηφίων κατά σειρά μοριοδότησης αναφορικά με κάθε θέση. Σύμφωνα με τους προκαταρτικούς Πίνακες, οι οποίοι δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 27.12.2019[1] ο αιτητής κατετάχθη στη 17η θέση του προκαταρκτικού καταλόγου για τη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, στην 7η θέση του προκαταρτικού Πίνακα για τη θέση Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρολογίας ενώ ήταν ο μοναδικός υποψήφιος που περιλαμβάνετο στον προκαταρτικό Πίνακα για τη θέση Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρονικής.

 

Ο αιτητής υπέβαλε στις 15.1.2020, δια μέσω δικηγόρου, ενστάσεις κατά των ως άνω τριών προκαταρτικών καταλόγων αμφισβητώντας τη  μοριοδότηση του και διατεινόμενος ότι θα έπρεπε να του είχαν πιστωθεί ακόμη 8 μονάδες για μεταπτυχιακή πείρα που αφορά σε μεγάλα ηλεκτρολογικά έργα που ολοκληρώθηκαν τα τελευταία 12 έτη.

 

Η τριμελής Επιτροπή Ενστάσεων, η οποία καταρτίστηκε στις 3.1.2020 κατά τις πρόνοιες του άρθρου 6 (6) (β) του Ν. 70(Ι)/2016 εξέτασε τις ενστάσεις του αιτητή ως και των υπόλοιπων υποψήφιων και τις απέρριψε. Πρόσθετα όμως η Επιτροπή Ενστάσεων κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 4.2.2020 εντόπισε πρόβλημα σε σχέση με την πλήρωση των απαιτούμενων προσόντων εκ μέρους του αιτητή ως αυτά καθορίστηκαν στη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα ημερομηνίας 20.9.2019 και συγκεκριμένα διαπίστωσε ότι ο αιτητής δεν ικανοποίει την απαίτηση για «ελάχιστη αποδεδειγμένη εμπειρία τριών χρόνων» στην ηλεκτρολογική μηχανική για την πρόσληψη ως εργοδοτούμενου ορισμένου χρόνου στη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού και Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρολογίας καθώς και την αντίστοιχη ελάχιστη απαιτούμενη αποδεδειγμένη εμπειρία τριών χρόνων αναφορικά με τη θέση του Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρονικής. Κατ΄ επέκταση η Επιτροπή Ενστάσεων έκρινε ότι οι αιτήσεις του αιτητή δεν θα έπρεπε να είχαν γίνει δεκτές.

 

Με επιστολές του Προέδρου της Επιτροπής Προσλήψεων ημερομηνίας 20.2.2020 ο αιτητής ενημερώθηκε ότι η Επιτροπή Ενστάσεων απέρριψε την ένσταση του και περαιτέρω ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι ο αιτητής δεν ικανοποιεί το εν λόγω απαιτούμενο προσόν έκαστης θέσης και ότι οι αίτησεις που υπέβαλε δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές. 

 

Ακολούθησε μια ημέρα αργότερα ήτοι στις 21.2.2020 η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των τελικών Πινάκων των προσοντούχων ξεχωριστά για κάθε θέση στους οποίους ο αιτητής δεν περιλήφθηκε. Σημειώνεται ότι στον μεν Πίνακα για τη θέση του Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρονικής ουδείς εκ των αιτούντων περιλήφθηκε, σε σχέση δε με τους άλλους δυο τελικούς Πίνακες για τη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού και για τη θέση Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρολογίας περιλήφθηκαν αντιστοίχως 26 και 11 πρόσωπα, τα οποία βάσει της σειράς κατάταξης τους θα μπορούσαν να προσληφθούν µε σύμβαση ως εργοδοτούµενοι ορισμένου χρόνου.

 

Ο αιτητής καταχώρησε την υπό κρίση Προσφυγή στις 29.4.2020.

 

Με τη γραπτή του αγόρευση και προς ακύρωση των προσβαλλόμενων με την Προσφυγή πράξεων ο αιτητής εγείρει αριθμό λόγων ακύρωσης.  

 

Επιβάλλεται ωστόσο η κατά προτεραιότητα εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων που προβλήθηκαν από την πλευρά των καθ΄ων η αίτηση στην καταχωρηθείσα ένσταση της και αναπτυχθήκαν δια της γραπτής της αγόρευσης.  Ειδικότερα προβλήθηκε ότι η παρούσα Προσφυγή δεν στρέφεται εναντίον εκτελεστής διοικητικής πράξης και τούτο διότι- ως το ζήτημα τέθηκε- αφενός ο αιτητής με το αιτητικό του δεν προσέβαλε τη σειρά κατάταξης άλλων στον κατάλογο και αφετέρου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου αλλά του ιδιωτικού και ως εκ τούτου δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Δια της δεύτερης κατά σειρά προδικαστικής ένστασης η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση ήγειρε ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος του αιτητή να εγείρει και να προωθεί την παρούσα Προσφυγή καθότι κατά την εισήγηση ο αιτητής ουδόλως κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα της θέσης που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας. Με την τρίτη προδικαστική ένσταση ηγέρθηκε ζήτημα περί απαράδεκτης συμπροσβολής με το ίδιο δικόγραφο μη συναφών πράξεων.  Τέλος η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση με την τέταρτη προδικαστική της ένσταση  ήγειρε  και ένα τυπικό ζήτημα, ως και η ίδια το κατονομάζει, με σκοπό τη διόρθωση του τίτλου της Προσφυγής αφού κατά τον ισχυρισμό η παρούσα Προσφυγή στρέφεται κατά λανθασμένης Επιτροπής.

 

Προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης περί απαράδεκτης προσβολής τριών διοικητικών πράξεων μη συναφών μεταξύ τους με το   ίδιο δικόγραφο. Τούτο κρίνεται αναγκαίο, ως διαδικαστικό ζήτημα, ώστε να αποσαφηνιστεί το κατά πόσο η Προσφυγή θεωρείται ως παραδεκτώς ασκούμενη μόνον ως προς την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη ή και ως προς τις υπόλοιπες πράξεις. Τούτο δε περαιτέρω για μην εξετάζονται επί ματαίω και θεωρητικώς ζητήματα τα οποία δεν άπτονται πράγματι της επίδικης διαφοράς (Tudor (2011) 1 Α.Α.Δ. 1176, Mohammed Marta Ayeredin ν. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 753), Παντελής ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 360) Χριστοφόρου και άλλων v Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 32/14, ημερομηνίας 30/1/2020).

 

Εν προκειμένω είναι η θέση της κα Κοτσώνη, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι τρείς ξεχωριστές και δεν παρουσιάζουν συνάφεια. Τούτο διότι αφενός η μία δεν αποτελεί προϋπόθεση της άλλης και αφετέρου  αφορούν τρεις θέσεις για τις οποίες ο αιτητής είχε αιτηθεί τη συμπερίληψη τους στους καταλόγους και οι οποίες προέκυψαν από  τρεις ξεχωριστές προκηρύξεις με τρεις διαφορετικές διαδικασίες. Επιπλέον, υποβάλλεται, ο αιτητής υπέβαλε τρεις ξεχωριστές ενστάσεις, μία για κάθε κατάλογο και λήφθηκαν τρεις αποφάσεις για τις τρεις ξεχωριστές ενστάσεις.

 

Η πλευρά του αιτητή αντέτεινε ότι οι προσβαλλόμενες με την Προσφυγή πράξεις ημερομηνίας 20.2.2020 είναι συναφείς αφού με αυτές ενημερώθηκε ο αιτητής από την Επιτροπή Προσλήψεων ότι απορρίφθηκε η ένσταση του ως προς την μοριοδότησή του αλλά και για τη μη συμπερίληψή του στους τελικούς καταλόγους και για τις τρεις ειδικότητες για τις οποίες διεκδίκησε πρόσληψη. Κατά τον αιτητή η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Επιτροπή Επιλογής αλλά και από την Επιτροπή Ενστάσεων ήταν η ίδια και για τρεις ειδικότητες και επομένως κατά τη θέση του προσβάλλονται τρεις αποφάσεις που εκδόθηκαν με την ίδια αιτιολογία στην ίδια διοικητική διαδικασία και από το ίδιο όργανο. Οι δε τρεις ενστάσεις του αιτητή, ως σημειώνει, απορρίφθηκαν κατά τη συνεδρία της Επιτροπής Ενστάσεων ημερομηνίας 4.2.2020.

 

Είναι νομολογιακά εδραιωμένο ότι επιτρέπεται η περίληψη στο ίδιο δικόγραφο περισσότερων της μιας πράξεων όταν όλες οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς. Συνάφεια δε υφίσταται όταν η μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση άλλης ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία (βλ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258) Ζήνωνος v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 901:Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959, σελ. 274).

 

Θεωρώ ότι η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να πέτυχει αφού από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων διαπιστώνω ότι οι πράξεις που συμπροσβάλλονται δεν είναι συναφείς  μεταξύ τους αλλά ούτε και η μια αποτελεί προϋπόθεση της άλλης. Ο αιτητής δια του αιτητικού (Α) προσβάλλει πλην την απόρριψης της ένστασης του και την κρίση ότι δεν πληρούσε «την απαιτούμενη  «εμπειρία»  κατά το Σχέδιο Υπηρεσίας για τη θέση «Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρονικής» ( Γνωστοποίηση 788 20.9.2019) με συνέπεια να τον διαγράψουν από τον πίνακα». Με το δεύτερο αιτητικό στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης «να μην κριθεί προσοντούχος για τη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού (Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών)[..] κατά την προκήρυξη 784 τη 20.9.2019». Με τη δε αιτούμενη θεραπεία (Γ) βάλλει κατά της νομιμότητας της κρίσης να θεωρηθεί ως μη προσοντούχος «για τη θέση Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρολογίας γιατί δήθεν δεν κατέχει την απαιτούμενη ελάχιστη εμπειρία τριών ετών στην ηλεκτρολογική μηχανική κατά την προκήρυξη 786 της 20.9.2019 .»

 

Παρά το γεγονός ότι η αιτιολογία που δόθηκε για τον αποκλεισμό του αιτητή από τους τελικούς Πίνακες είναι πράγματι κοινή καθώς και πράγματι, ως παρατηρώ, οι προσβαλλόμενες πράξεις αφορούν τον ίδιο και βασίζονται στις ίδιες νομοθετικές διατάξεις, πλην όμως δεν θα συμφωνήσω -και αυτό είναι εν προκειμένω το κρίσιμο- ότι οι πράξεις που συμπροσβάλλονται αφορούν στην ίδια διοικητική διαδικασία.

 

Καθίσταται σαφές ότι έστω και εάν οι συνεδρίες της Επιτροπής Προσλήψεων και Επιτροπής Ενστάσεων έλαβαν χώρα την ίδια ημέρα, από τα ενώπιον μου πρακτικά, διαπιστώνεται ότι επρόκειτο για τρεις ξεχωριστές διαδικασίες προς καταρτισμό τριών ξεχωριστών καταλογών καθένας εκ των οποίων αφορούσε διαφορετική θέση. Ειδικότερα η Επιτροπή Προσλήψεων κατάρτησε και δημοσίευσε, ως εδώ ενδιαφέρει, τρεις διαφορετικές προκηρύξεις με διαφορετικά απαιτούμενα προσόντα και καθήκοντα για τις τρεις διαφορετικές θέσεις Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρονικής,  Ηλεκτρολόγου Μηχανικού και Τεχνικού Μηχανικού  Ηλεκτρολογίας, για τις οποίες ο αιτητής με τη σειρά του υπέβαλε τρεις ξεχωριστές αιτήσεις. Τούτο δε είχε ως αποτέλεσμα να εκδοθούν και να δημοσιευθούν ξεχωριστά στην Επίσημη Εφημερίδα Προκαταρτικοί πίνακες για έκαστη ξεχωριστή θέση στους οποίους συγκαταλέγονταν διαφορετικοί υποψήφιοι με διάφορη σειρά κατάταξης. Ενδεικτικό είναι ότι ο αιτητής ήταν ο μοναδικός υποψήφιος που περιλήφθηκε στον προκαταρτικό δημοσιευθέντα Πίνακα για στη θέση Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρονικής ενώ στους άλλους Πίνακες στους οποίους περιλήφθηκαν και άλλοι διαφορετικοί αιτούντες έφερε διαφορετική κατάταξη ανάλογη με τη μοριοδότηση τουΕίναι δε άλλωστε ορθή η θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι ακριβώς δια τούτο το λόγο ο αιτητής υπέβαλε τρεις διαφορετικές ενστάσεις αναφορικά με κάθε προκαταρτικό κατάλογο, οι οποίες και παρά το γεγονός ότι η εξέταση τους διενεργήθηκε κατά την ίδια συνέδρια, εξετάστηκαν αυτοτελώς και λήφθηκαν τρεις διακριτές αποφάσεις, οι οποίες κοινοποιήθηκαν στον αιτητή με τρεις διαφορετικές επιστολές εκ των οποίων η κάθε μια αφορούσε σε διαφορετική θέση. Τελικώς εκδόθηκαν τρεις ξεχωριστοί τελικοί κατάλογοι με σειρά προτεραιότητας για τη κάθε θέση με τον τελικό μάλιστα Πίνακα για τη θέση Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρονικής να μην περιλαμβάνει κανένα προσοντούχο υποψήφιο εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους δυο Πίνακες.

 

Επομένως και με δεδομένο ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν ήσαν αποτέλεσμα της ίδιας διοικητικής διαδικασίας, κρίνω ότι αυτές δεν είναι συναφείς και απαραδέκτως συμπροσβάλλονται. Κατά πάγια δε νομολογία όταν οι προϋποθέσεις της συνάφειας δεν συντρέχουν, η Προσφυγή θεωρείται παραδεκτή μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων, χωρεί όμως πάντοτε δυνατότητα χωρισμού δικογράφου ώστε η νέα προσφυγή που θα προκύψει, ως αποτέλεσμα του διαχωρισμού, να θεωρείται πως καταχωρίστηκε εμπρόθεσμα (Χριστοδούλου κ.ά. v. Νεοφύτου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 576) Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258) Ιωακείμ κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 96/2018 κ.α., ημερ. 24.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:A53). Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κιτής κ.ά. v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 734, κρίθηκε ότι το ζήτημα ως διαδικαστικό ήταν θεραπεύσιμο ώστε να παραμένει το δικαίωμα των εκεί εφεσειόντων να προσβάλουν την προαγωγή του ενός από τα ενδιαφερόμενα μέρη παρά τη λαθεμένη συμπερίληψη στην αίτηση ακυρώσεως δύο ξεχωριστών αποφάσεων.

 

Συνεπώς η υπό κρίση Προσφυγή θα εξεταστεί μόνο σε σχέση με την πρώτη προτασσόμενη διοικητική πράξη. Κατά συνέπεια διατάσσεται ο χωρισμός του δικογράφου αναφορικά με τις αιτούμενες θεραπείες υπό παράγραφο (Β) και (Γ).Ο αιτητής και εφόσον το επιθυμεί δύναται να  καταχωρήσει εντός δεκαπέντε ημέρων από σήμερα δυο νέες προσφυγές δια των οποίων με την πρώτη μεν να ζητείται ως αιτούμενη θεραπεία το αιτητικό (Β), στη δε δεύτερη το αιτητικό (Γ). Οι προσφυγές, εφόσον καταχωριστούν εντός του χρονικού διαστήματος των 15 ημερών, θα θεωρούνται ως εμπροθέσμως καταχωρηθείσες.

 

Προχωρώ να εξετάσω την έτερη προδικαστική ένσταση που προβλήθηκε περί του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία, ως ήδη, σημειώθηκε υποβλήθηκε υπό δισκελή μορφή.

 

Εισηγείται δε η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, υπό μια πτυχή, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται εκτελεστότητας καθότι εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας εξέτασής της. Τούτο διότι συμφώνως με το  άρθρο 2  του Ν.70(1)/2016, οι διατάξεις του οποίου διέπουν την πρόσληψη των εκτάκτων, ο εργοδοτούμενος καθορισμένης διάρκειας προσλαμβάνεται με σύμβαση απασχόλησης ιδιωτικού δίκαιου ορισμένου χρόνου. Επομένως κατά την εισήγηση ξεκάθαρα καθορίζεται ότι η σχέση που έχει εργοδοτούμενος καθορισμένης διάρκειας με τον εργοδότη του είναι ιδιωτικού δικαίου. Περαιτέρω υποβάλλεται ότι στις διατάξεις του Νόμου αναφέρεται ρητά «ότι οποιαδήποτε διαφορά προκύψει για τον τερματισμό της εργασίας τότε εφαρμόζεται ο περί τερματισμού απασχολήσεως νόμος» και ότι αρμόδιο δικαστήριο για τυχόν διαφορά είναι το Δικαστήριο Εργατικών διαφορών.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η θέση της πλευράς του αιτητή η οποία, με συναφή παραπομπή σε νομολογια και συγγράμματα, αντέτεινε ότι η διαδικασία επιλογής των υποψηφίων εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Το δε γεγονός, ότι μετά την κατάρτιση των πινάκων ακολουθεί η πρόσληψη με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, τούτο, ως επεσήμανε η πλευρά του αιτητή δεν ανατρέπει τη διοικητική φύση της προηγηθείσας διαδικασίας. Τόνισε δε ότι ομοίως συμβαίνει και με τη διαδικασία επιλογής των Γενικών Διευθυντών των Υπουργείων.

 

Η θέση του αιτητή με βρίσκει σύμφωνη. Καταρχάς οφείλω να επισημάνω ότι η υπόθεση Αποστόλου v  Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1271/08 ημερ. 30.4.2010) την οποία η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση επικαλείται προς υποστήριξη της θέσης της και στην οποία κρίθηκε ότι εφαρμόζεται πλήρως ο δικαστικός λόγος της Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49) ουδόλως ενβρίσκει εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση. Αρκεί να σημειωθεί ότι σ’ εκείνη την υπόθεση επίδικο ζήτημα ήταν ο τερματισμός της πέραν των τριάντα μηνών και αορίστου πλέον χρόνου έκτακτης υπηρεσίας του αιτητή, εξού και δικαστικώς κρίθηκε ότι η θεραπεία που δικαιούτο ο αιτητής ανάγετο στο αστικό δίκαιο. Εν αντιθέσει με την ως άνω απόφαση καθώς και με όλες εκείνες τις περιπτώσεις, νομολογιακές κριθείσες (βλ. Γεωργούδη και Δημοκρατία (Ε.Δ.Δ αρ.118/20, ημερ. 25/2/25) Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 211 και Χρυσικού ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 115/15, ημερ. 20.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:C221)  οι οποίες αφορούν στο σύννομο ή μη της μετάθεσης ή του τερματισμού της υπηρεσίας συμβασιούχου ή της διαθεσιμότητας ή της μετατροπής ή μη της εργασιακής σχέσης σε αορίστου χρόνου και οι οποίες εμπίπτουν ολοκληρωτικά στην σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, η παρούσα αφορά στη νομιμότητα της προηγηθείσας της σύναψης της σύμβασης διαδικασία, ως αυτή διέπεται από συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις και δη στον αποκλεισμό του αιτητή ως μη προσοντούχου από τους τελικούς πίνακες (βλ. Χριστοφόρου και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1523/17, ημερομηνίας 4/5/22). Αργυρού v Πανεπιστήμιου Κύπρου (Υπόθεση αρ. 1274/15, ημερομηνίας 8/7/19) Θεοφιλίδου ν Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ.127/2015, ημερ. 29.11.2019). Δοθέντος δε ότι αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου δεν είναι, ως εν προκειμένω, οποιαδήποτε συμβατική σχέση αλλά η συγκεκριμένη απόφαση των καθ' ων η αίτηση για αποκλεισμό του αιτητή και η μη συμπερίληψη του στον τελικό πίνακα, το δε γεγονός ότι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ακολουθεί η σύναψη σύμβασης απασχόλησης ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου δεν μπορεί από μόνο του να εξαιρέσει τη προηγηθείσα διαδικασία και δη την προσβαλλόμενη απόφαση από τον τομέα του δημοσίου δικαίου.

Απόλυτα σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Ζαμπά και Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Υπόθεση αρ.285/14, ημερ. 31/8/20) όπου προβλήθηκε πανομοιότυπη προδικαστική ένσταση με συναφή επιχειρηματολογία. Τα παραθέτω:

 

«Έχω μελετήσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και επιχειρηματολογία και αξιολογώντας, καταρχάς, το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της παρούσας διαφοράς επισημαίνεται ότι οι αποφάσεις στις οποίες η ευπαίδευτη δικηγόρος του Ε/Μ παραπέμπει και στις οποίες κρίθηκε ότι οι εκεί προσβαλλόμενες αποφάσεις ενέπιπταν στην έννοια της διαφοράς αστικής φύσεως - για την επίλυση της οποίας αρμόδιο να δώσει θεραπεία δεν είναι το αναθεωρητικό Δικαστήριο - θα πρέπει να υπομνησθεί ότι οι εκεί διαφορές ανέκυψαν σε στάδιο μετά την επιλογή των υποψηφίων και της υπογραφής της μεταξύ εργοδότη και εργοδοτουμένου σύμβασης ιδιωτικού δικαίου.

 

Ως είχα την ευκαιρία να επισημάνω στη Θεοφιλίδου ν Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 127/2015, ημερ. 29.11.2019, το γεγονός ότι μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας πρόσληψης εργοδοτουμένων καθορισμένης διάρκειας στη δημόσια υπηρεσία ακολουθεί ο καταρτισμός σύμβασης απασχόλησης ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, δεν εξαιρεί από το πεδίο του δημοσίου δικαίου τη διαδικασία που προηγείται της υπογραφής της σύμβασης για την επιλογή των υποψηφίων, όπως ακριβώς συμβαίνει κατά την επιλογή Γενικών Διευθυντών στα πλαίσια του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμου του 1990 (Ν.115/90), οι οποίοι διορίζονται μετά από προκήρυξη της θέσης, με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου πενταετούς διάρκειας, με την απόφαση για διορισμό να ελέγχεται υπό του αναθεωρητικού δικαστηρίου (Δημοκρατία ν Χριστοφόρου (2011) 3Α Α.Α.Δ 389, Κατσούρη ν Πεύκαρος κ.ά., Αναθ. Εφ. αρ. 69/10 κ.ά., ημερ. 09.06.2015). Τα ίδια ισχύουν και στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, με την ταξινόμηση της απόφασης κατακύρωσης μίας προσφοράς στον τομέα του δημοσίου δικαίου και των διαφορών που προκύπτουν μετά την υπογραφή της σχετικής σύμβασης στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου.»

 

Τα πιο πάνω αποφασισθέντα τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στη υπό κρίση υπόθεση και ως εκ τούτου η εγερθείσα προδικαστική ένσταση περί έλλειψης εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης υπό τη διάσταση που έχει αναπτυχθεί ανωτέρω απορρίπτεται.

 

Απορριπτέα όμως κρίνεται και η έτερη πτυχή της εν λόγω προδικαστικής ένστασης, δια της οποίας η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, προέβαλε τη θέση ότι η επίδικη απόφαση στερείται εκτελεστότητας επειδή ο αιτητής  «προσέβαλε αυτοτελώς την μη κατάταξη του στους τελικούς καταλόγους» αλλά  δεν προσέβαλε δια του αιτητικού της Προσφυγής τη σειρά κατάταξης άλλων στον Πίνακα. Είναι δε η εισήγηση της, με αναφορά στην απόφαση Δημοκρατία ν. Γιαννάκη Παπαϊωάννου (2011) 3 A.A.Δ. 625 ότι η τοποθέτηση σε Πίνακα Πρόσληψης δεν μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς παρά μόνο σε συνάρτηση με τρίτους οι οποίοι ευνοήθηκαν.

 

Καταρχάς οφείλει να υπομνησθεί ότι τα λεχθέντα στην Παπαϊωάννου (ανωτέρω) προϋπόθεταν ως δεδομένο τη περίληψη του εκεί εφεσιβλήτου στον πίνακα διοριστέων, το παράπονο του οποίου, ως η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπέδειξε, έγκειτο αποκλειστικά και μόνο στη σειρά προτεραιότητας, ώστε να μην ήταν παραδεκτή, ως εν τέλει κρίθηκε, η αυτοτελής διεκδίκηση και η εν τέλει ακύρωση της τοποθέτησης του εφεσιβλήτου σε συγκεκριμένη σειρά, χωρίς η σειρά των τρίτων που επηρεάζοντο να συνιστά αντικείμενο της διαδικασίας. Μάλιστα η Ολομέλεια προέβηκε εξαρχής και σε σχετική διάκριση καταγράφοντας ότι :«Η προσφυγή δεν αφορούσε στη μη τοποθέτηση του εφεσίβλητου στον πίνακα, οπότε θα ήταν σχετικά όσα, σε τέτοια περίπτωση, θα αφορούσαν μόνο στον ίδιο».

 

Καθίσταται εμφανές ότι η προδικαστική ένσταση δεν έχει έρεισμα υπό τα ιδιαίτερα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης. Τούτο διότι ενώ στην προκειμένη περίπτωση στον προκαταρτικό κατάλογο που δημοσιεύθηκε για την επίμαχη θέση του Τεχνικού Μηχανικού Πληροφορικής περιλήφθηκε ως μοναδικός υποψήφιος ο αιτητής εν τέλει ο τελικός πίνακας δημοσιεύθηκε κενός και χωρίς να περιλαμβάνεται σ΄αυτόν οποιοσδήποτε άλλος υποψήφιος. Τούτη δε ακριβώς η μη συμπερίληψη και διαγραφή του αιτητή από τον τελικό πίνακα είναι και το επίδικο ζήτημα. Είναι δε καθόλα ορθή η θέση του αιτητή ότι δια της αιτούμενης θεραπείας ξεκάθαρα προσβάλλεται η νομιμότητα της κρίσης η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή της Επιτροπής Προσλήψεων ημερομηνίας 20.2.2020 ότι ο αιτητής δεν ήταν προσοντούχος και ότι η αίτηση του δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή η οποία, ως ρητώς καταγράφεται στο αιτητικό της Προσφυγής, είχε ως συνέπεια τη διαγραφή του αιτητή από τον πίνακα, ο οποίος απεστάλη για δημοσίευση από την Επιτροπή Προσλήψεων στις 18.2.2020 και εν τέλει δημοσιεύθηκε στις 21.2.2020 και η οποία συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη πλήττοντας το έννομο συμφέρον του αιτητή.  

 

Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω σχετικά είναι και τα όσα λέχθηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση Τραττονικόλα v Δημοκρατίας ( 2010) 3 ΑΑΔ 144). Τα παραθέτω:

«Κατά της απόφασης που περιέχεται στην εν λόγω επιστολή κατεχωρήθη προσφυγή την 12.8.2005. Εν τω μεταξύ την 10.6.2005 δημοσιεύθηκε ο τελικός κατάλογος [..].

 

Πρόδηλο είναι ότι αυτό που ο Εφεσείων προσβάλλει είναι τη μη συμπερίληψή του στον κατάλογο ως εκ της προς τούτο απόφασης όπως του κοινοποιήθηκε, με πλήρη αιτιολογία, με την επιστολή ημερομηνίας 3.6.2005. Φραστικώς και μόνο δεν ανεφέρθη στην προσφυγή στον ίδιο τον κατάλογο όπως αυτός δημοσιεύθηκε μόλις λίγες μέρες μετά και ασφαλώς πριν από την καταχώρηση της προσφυγής. Τούτο δεν μπορεί να είναι μοιραίο για την τύχη της προσφυγής του με την οποία ζητά να ελεγχθεί η νομιμότητα της ουσιαστικής βάσης του αποκλεισμού του από τον κατάλογο. Η απόφαση για αποκλεισμό του από τον κατάλογο δεν ελήφθη με τη δημοσίευση του καταλόγου αλλά προηγουμένως και του είχε ήδη κοινοποιηθεί. Δεν ήταν λοιπόν η επιστολή της 3.6.2005 απλώς πληροφοριακού χαρακτήρα αλλά κοινοποιούσε στον Εφεσείοντα την οριστική απόφαση για μη συμπερίληψή του στον κατάλογο.»

 

Έπεται ότι η εγειρόμενη προδικαστική ένσταση ήτοι ότι με την Προσφυγή δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη, ως αυτή αναπτύχθηκε,  απορρίπτεται στην ολότητα της.

 

Περαιτέρω και σε σχέση με την τέταρτη προβληθείσα προδικαστική ένσταση η οποία, ως η ίδια η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση υποβάλλει, τέθηκε με σκοπό τη διόρθωση του τίτλου της Προσφυγής αφού αυτή στρέφεται κατά της Επιτροπής Προσλήψεων και όχι κατά της Επιτροπής Ενστάσεων, σημειώνω, εν συντομία, τα ακόλουθα:

 

Το ζήτημα, ως και η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση φαίνεται να αποδέχεται χαρακτηρίζοντας το ως τυπικό, δεν είναι καταλυτικό αφού ως πολλάκις έχει νομολογηθεί ότι «η διαδικασία δικαστικής αναθεώρησης δεν μπορεί να εξουδετερωθεί από παράγοντες δευτερεύουσας σημασίας, όπως είναι ο ορθός τίτλος της διαδικασίας» (Κολάς ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Γερίου κ.α., Υποθ. Αρ. 1038/99, 31.5.2001, Minister of Finance v. P.S.C. (1968) 3 C.L.R. 691 και Christodoulou v. Republic, 1 R.S.C.C. 1, 9) Salamis Shipping services lts και Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού ( Υπόθεση αρ. 846/13, ημερομηνίας 13/7/16), ECLI:CY:AD:2016:D354.

 

Είναι σαφές ότι υπό τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης καθώς και υπό το πρίσμα των νομοθετικών διατάξεων που τη διέπουν, μια τέτοια προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της Προσφυγής ως απαράδεκτης. Πόσο δε μάλλον όταν η Προσφυγή στέφεται αφενός κατά του αρμόδιου Υπουργείου και αφετέρου κατά της Επιτροπής Προσλήψεων στην οποία αφού κοινοποιήθηκαν τα πρακτικά της Επιτροπής Ενστάσεων με επιστολή ημερομηνίας 18.2.2020 (βλ. ερυθρό 3 του Τεκμηρίου 3) ήταν αυτή που -ως ορθά υποδεικνύει και η πλευρά του αιτητή- δια μέσω του Προέδρου της απέστειλε στον αιτητή την προσβαλλόμενη απόφαση καθώς και τον τελικό κατάλογο για δημοσίευση (βλ. ερυθρό 2 του Τεκμηρίου 3)από τον οποίο ο αιτητής διαγράφηκε. Δοθέντος των ανωτέρω δεν διαβλέπω οποιαδήποτε προβληματική.

 

Παραμένει προς εξέταση η προβληθείσα προδικαστική ένσταση ότι ο αιτητής στερείται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος να εγείρει και να προωθεί την παρούσα Προσφυγή καθότι ο ίδιος δεν πληρεί ένα εκ των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης, λόγος που οδήγησε, ως επεξηγείται, στον αποκλεισμό του από τη διαδικασία ένταξης του στον κατάλογο στον οποίο αιτήθηκε να εγγραφεί. Είναι δε νομολογιακά δοσμένο ότι από τη στιγμή που υποψήφιος κρίνεται ότι  νομίμως δεν πληρεί τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας στερείται του αναγκαίου έννομου συμφέροντος προς προώθηση της προσφυγής του (Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 5) Άννα Ηλία v Δημοκρατίας (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 43/2017, ημερομηνίας 10/10/23) Γεωργίου v Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ 769) Γιωργαλλή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 43/15, ημ. 16.12.21), ECLI:CY:AD:2021:C569. Περαιτέρω είναι καλά και διαχρονικά εμπεδωμένο, ως η πλευρά του αιτητή πρότασσει, ότι εφόσον η εκτίμηση της διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα αμφισβητείται κατά τρόπο που αυτή καθίσταται επίδικο θέμα προσφυγής, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, τότε ο αιτητής δεν στερείται του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος να προσβάλει τη διοικητική απόφαση (Παντελή v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1020, Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1127, Χρυσοστόμου κ.ά v. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 13 και ΕΤΕΚ ν. Ορφανίδου και άλλων (2000) 3 Α.Α.Δ 524) Στάλα Κιούπη κ.α. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1534/2012, ημερ. 10.3.2016), ECLI:CY:AD:2016:D148 Αρχής Λιμένων Κύπρου ν. Ιωάννη Λακκοτρύπη, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.208/2019, ημερομηνίας 20/11/2024).

 

Κατά συνέπεια ο αιτητής διατηρεί έννομο συμφέρον προσβολής της επίδικης απόφασης αποκλεισμού του και διαγράφης του από τον τελικό πίνακα ως μη προσοντούχου με αναφορά αποκλειστικά στη νομιμότητα ή μη της κρίσης αυτής.

 

Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται ότι με τη γραπτή του αγόρευση ο αιτητής διατείνεται ότι πάσχει ως προϊόν πλάνης, ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας η απόφαση της Επιτροπής Προσλήψεων να μην μοριοδοτήσει ορθά την μεταπτυχιακή του πείρα που αφορά σε μεγάλα ηλεκτρονικά έργα καθώς και ότι πάσχει η απόφαση της Επιτροπής Ενστάσεων να μην εξετάσει την ένσταση του αιτητή και να τον κρίνει ως μη προσοντούχο παραγνωρίζοντας υπό πλάνη την εμπειρία που απέκτησε ο αιτητής κατά τη διάρκεια του διδακτορικού του. Περαιτέρω ο αιτητής προβάλλει λόγους ακύρωσης περί παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης καθώς και περί της μη τήρησης άρτιων πρακτικών/αναρμοδιότητας των οργάνων που έλαβαν μέρος στη διαδικασία αφού ως εξειδικεύει το ζήτημα δεν υφίσταται απόφαση διορισμού των Επιτροπών. Με την απαντητική του γραπτή αγόρευση ο αιτητής αναφέρει ότι η Επιτροπή Ενστάσεων επέφερε σε δυσμενέστερη θέση τον αιτητή χωρίς να τον ακούσει.

 

Ωστόσο παρατηρώ ότι πλην των λόγων ακύρωσης που πλήττουν ως παράνομη,  πεπλανημένη και προϊόν ελλιπούς έρευνας την επίδικη κρίση περί της μη κατοχής από τον αιτητή του απαιτούμενου προσόντος της ελάχιστης αποδεδειγμένης εμπειρίας τριών χρονών στην ηλεκτρονική, οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης, ως αυτοί προωθούνται στη γραπτή αγόρευση του αιτητή, ουδόλως δικογραφήθηκαν -πόσο δε μάλλον εξειδικεύθηκαν με απαιτούμενη σαφήνεια, ως η πάγια νομολογία επιτάσσει και οι απαιτήσεις που θέτει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου - και επομένως κατά πάγια νομολογία δεν μπορούν να τύχουν δικαστικής εξέτασης. Η μόνη δε γενική αναφορά που εντοπίζεται στα νομικά σημεία της Προσφυγής ότι «6. η όλη διαδικασία εξέτασης ενστάσεων μολύνθηκε από μη δέουσα έρευνα και αντίθετη αντίληψη στα όσα απαιτεί το Σχέδιο Υπηρεσίας αλλά και οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου» βεβαίως δεν είναι αρκετή και σε καμία περίπτωση δεν συνιστά σύμφωνα και με την πάγια νομολογία ορθή δικογράφηση ώστε να καλύψει εκ της δικογραφίας τα ζητήματα που προβάλλονται με τη γραπτή αγόρευση του αιτητή (Nestoras Hotels Ltd  και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 169/18, ημερομηνίας 20/3/24) Λεωφορεία Λευκωσίας Λίμιτεδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56) Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) Haghilo ν. Δημοκρατίας κ.ά., Α.Ε. 156/12, ημερ. 27.2.2018), ECLI:CY:AD:2018:C91.

 

Συναφώς υπενθυμίζεται ότι στην απόφαση  Δήμος Λευκωσίας και Κοινοπραξίας Cybarco Ltd- A. Aristotelous Constructions Ltd (Ε.ΔΔ Αρ. 19/2017, ημερομηνίας 31.10.2023) το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο υπόμνησε εκ νέου ότι η αιτιολόγηση των νομικών σημείων της Προσφυγής είναι απαραίτητη για την εξέταση από μέρους του Διοικητικού Δικαστηρίου των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης και επομένως οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθότητα της νομικής βάσης με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης.

 

Παρά ταύτα και παρά τη παντελή έλλειψη δικογράφησης του ισχυρισμού περί μη ύπαρξης απόφασης διορισμού της Επιτροπής Ενστάσεων για σκοπούς πληρότητας και δεδομένου ότι το όλο ζήτημα άπτεται ζητήματος δημοσίας τάξης το οποίο εξετάζεται αυτεπάγγελτα θα προχωρήσω να παραθέσω τα ακόλουθα τα οποία προκύπτουν από το περιεχόμενο των ενώπιον μου διοικητικών φακέλων. Τούτο δε αφού συμφώνως και με τα νομολογηθέντα στην απόφαση του Εφετείου Νέστορας Χριστοδουλου v Κεντρικής Επιτροπής Παράλιων( Ε.Δ.Δ αρ.68/21, ημερομηνίας 30/4/25) το κατά πόσον συστάθηκε αρμοδίως ή μη η Επιτροπή Ενστάσεων προηγείται, υπό τις περιστάσεις, της κρίσης περί εννόμου συμφέροντος, αφού ευθέως συναρτάται ως ζήτημα αρμοδιότητας με την ίδια την Επιτροπή, η οποία έκρινε ότι ο αιτητής δεν ήτο προσοντούχος (βλ. Κοινοπραξία Παναγιώτης   Χαπέσιης & Κώστας Α. Ζαχαρίας Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 59/2015, ημερ.4/4/22), ECLI:CY:AD:2022:C139 Αδάμου v Ιωάννου κ.α v Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑ.374).

 

Εν προκειμένω στο διοικητικό φάκελο (ερυθρά 1-3 του Τεκμηρίου 2) περιλαμβάνονται επιστολές του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου ημερομηνίας 3.1.2020, οι οποίες υπογράφονται από τον ίδιο, απευθυνόμενες ξεχωριστά προς τα τρία μέλη της Επιτροπής Ενστάσεων  και στις οποίες ρητά αναγράφεται ότι τα εν λόγω πρόσωπα διορίζονται από το Γενικό Διευθυντή ως μέλη της Τριμελούς Επιτροπής συμφώνως, ως καταγράφεται, με το άρθρο 6 (6)(β) του Ν. 70 (Ι)/16. Επομένως ο ισχυρισμός, ως αυτός ετέθη περί μη ύπαρξης απόφασης διορισμού της Επιτροπής Ενστάσεων είναι παντελώς αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω δε και μάλλον εκ του περισσού καταγράφεται ότι ούτε και ο ισχυρισμός περί ανυπαρξίας απόφασης διορισμού της Επιτροπής Προσλήψεων είναι βάσιμος. Τούτο δε αφού και πέραν της θέσης των καθ΄ων η αίτηση ότι ο αιτητής κωλύεται να εγείρει τέτοιο ισχυρισμό, καθότι είναι η Επιτροπή Πρόσληψης που τον θεώρησε αρχικά ως προσοντούχο, με αποτέλεσμα κατά την εισήγηση ο ίδιος ανεπίτρεπτα να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει, είναι πρόδηλο από τα ενώπιον μου στοιχεία και δη από το ερυθρό 270 του Τεκμηρίου 1 ότι ο Γενικός Διευθυντής προέβηκε στο διορισμό της Επιτροπής Προσλήψεων στις 30.8.2019.

 

Ειδικότερα ως  προκύπτει από το διοικητικό φάκελο ο Αν. Διευθυντής του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών με επιστολή του ημερομηνίας 9.8.2019 αιτήθηκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου όπως προβεί στο διορισμό των τριμελή επιτροπών. Στην εν λόγω επιστολή περιέχεται και χειρόγραφο σημείωμα λειτουργού ημερομηνίας 30.8.2019 το οποίο απευθύνεται προς το Γενικό Διευθυντή και το οποίο αφού κάνει αναφορά στις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 6(1) του Νόμου, καταλήγει με την ακόλουθη εισήγηση: «Ως εκ τούτου παρακαλώ για την έγκριση σας για συμμετοχή των πιο κάτω: Δ/ντης  (Μ. Μ.), Χ. Ε., Κ. Κ.». Η έγκριση αυτή εδόθη, ως αποτυπώνεται επί του υπό αναφορά σημειώματος  από το Γενικό Διευθυντή με χειρόγραφη μονογραφημένη σημείωση του ημερομηνίας 30.8.2019 συνοδευόμενη από την υπογραφή του. Η δε θέση του αιτητή ότι δεν είναι αντιληπτό σε ποιον ανήκει η χειρόγραφη έγκριση ουδόλως ευσταθεί αφού ως ρητά εμφαίνεται η σχετική υπογραφή και η καταγραφή «εγκρίνεται»  τίθεται πλησίον από τα αρχικά Γ.Δ που προδήλως καταδεικνύουν την ιδιότητα του προσώπου ήτοι του Γενικού Διευθυντή, προς τον οποίο άλλωστε απευθύνετο τόσο η επιστολή όσο και το χειρόγραφο σημείωμα. Άλλωστε δεν ελέχθη, οτιδήποτε πειστικό από την πλευρά του αιτητή, που θα ανέτρεπε το τεκμήριο της κανονικότητας (Δημοκρατία v Κορδάλη (Ε.Δ.Δ 122/20, ημερομηνίας 26/3/25) Καττιμέρη v Δημοκρατία (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 65/2019, ημερομηνίας 22 Νοεμβρίου 2023).

 

Επανέρχομαι στο επίδικο προς επίλυση θέμα. Εν προκειμένω, ο αιτητής αμφισβητεί ως προϊόν πλάνης και ελλιπούς έρευνας και ως μη αιτιολογημένη την κρίση της Επιτροπής Ενστάσεων να κρίνει τον αιτητή ως μη προσοντούχο. Ισχυρίζεται δε ότι «η Επιτροπή Ενστάσεων εσφαλμένα θεώρησε ότι εάν ελάμβανε υπόψη την εμπειρία που αποδεδειγμένα απέκτησε ο αιτητής κατά τη διάρκεια απόκτησης του διδακτορικού του, τότε θα μοριοδοτούσε δύο φορές το ίδιο κριτήριο της πείρας», κάτι όμως που, ως εισηγείται, δεν ισχύει αφού η απαίτηση για ελάχιστη αποδεδειγμένη εμπειρία τριών χρόνων στην ηλεκτρονική δεν περιλαμβανόταν στα κριτήρια βάσει των οποίων θα μοριοδοτούνταν οι υποψήφιοι. Περαιτέρω υποβάλλεται ότι η Επιτροπή πεπλανημένα και χωρίς να προβεί σε έρευνα έκρινε ότι η απασχόληση του αιτητή στο Πανεπιστήμιο κατά τη διάρκεια της φοίτησης του ήταν αναπόσπαστο μέρος των σπουδών του. Κατά την εισήγηση η Επιτροπή Ενστάσεων όφειλε να λάβει υπόψη την εμπειρία που απέκτησε ο αιτητής κατά την απόκτηση του διδακτορικού του τίτλου και ταυτόχρονα να μοριοδοτήσει και το διδακτορικό του τίτλο ως προσόν βάσει της προκήρυξης.

 

Η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση υποστηρίζοντας τη νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Ενστάσεων υποβάλλει ότι η έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή ήταν η δέουσα και ότι ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά την κρίση της την οποία, ως τονίζει, αιτιολόγησε με επάρκεια. Αποτελεί, μεταξύ άλλων, θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι ο αιτητής ολοκλήρωσε τις διδακτορικές του σπουδές το 2016 και ως εκ τούτου ο ίδιος δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι κατέχει επαγγελματική πείρα από το 2012 όπου φοιτούσε στο πανεπιστήμιο ως διδακτορικός φοιτητής, αφού κατά την εισήγηση η πείρα που απαιτείται είναι αυτή που ως αποφασίστηκε αποκτάται μετά τα πτυχία. Περαιτέρω υποβάλλεται η θέση ότι από τα ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία και από τα δικαιολογητικά που ο ίδιος ο αιτητής υπέβαλε, τα οποία η Επιτροπή μελέτησε, προκύπτει ότι καθόλα ορθά η Επιτροπή Ενστάσεων οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι ο αιτητής δεν κατέχει την απαιτούμενη από το σχέδιο Υπηρεσίας πείρα.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των ενώπιον μου διοικητικών φακέλων.

 

Καθίσταται ευθύς εξαρχής αναγκαία η παράθεση του απαιτούμενου προσόντος της παραγράφου 4 της σχετικής δημοσίευσης (θέση Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρονικής) για την οποία ο αιτητής υπέβαλε αίτηση:

 

«Ελάχιστη αποδεδειγμένη εμπειρία τριών χρόνων στην ηλεκτρονική».

 

Περαιτέρω και σε σχέση με την πείρα καταγράφονταν στην Προκήρυξη τα ακόλουθα:

 

« 6. Το Έντυπο πρέπει να συμπληρώνεται κατάλληλα και να περιέχονται σε αυτό με ακρίβεια όλα τα ζητούμενα στοιχεία περιλαμβανομένων και των ημερομηνιών προηγούμενης και τρέχουσας απασχόλησης του αιτητή και να περιέχονται σε αυτό με ακρίβεια όλα τα ζητούμενα στοιχεία περιλαμβανομένων και των ημερομηνιών απασχόλησης του αιτητή και να τεκμηριώνονται με τα αναγκαία πιστοποιητικά (αντίγραφα απολυτηρίου, αντίγραφο διπλώματος ή πτυχίου, βεβαιώσεις προηγούμενης σχετικής πείρας, αντίγραφο απόδειξης εισφορών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, λευκό ποινικό μητρώο, βεβαίωση γνώσης γλωσσών κ.α.). Η εργατική πείρα πρέπει να επιβεβαιώνεται πέραν της υποβολής γενικών αποδεικτικών στοιχείων (π.χ. τα στοιχεία κοινωνικών ασφαλίσεων) και από την υποβολή βεβαίωσης από τους εργοδότες/οργανισμούς στους οποίους εργάσθηκε ο αιτητής, η οποία να αναφέρει τη θέση την οποία κατείχε (με ημερομηνίες, μήνα/έτος), τα καθήκοντα της θέσης, τα έργα στα οποία συμμετείχε με χρονική αναφορά στα βασικά στοιχεία όπως, η χρονική διάρκεια, το περιεχόμενο, η πηγή και το ποσό της χρηματοδότησης κτλ.) και το ρόλο που είχε σε αυτά, ώστε να τεκμηριώνεται επαρκώς η απόκτηση πείρας στη εξειδικευμένη κατεύθυνση της ηλεκτρονικής που απαιτείται. Πείρα σε κατώτερη βαθμίδα από την απαιτούμενη του Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρονικής δεν θα αναγνωρίζεται. Τονίζεται ότι η απουσία αποδεικτικών για τα ελάχιστα απαιτούμενα προσόντα ή με βάση τις απαιτήσεις του Εντύπου της αίτησης σημαίνει αποκλεισμό από τη διαδικασία. Τα πρωτότυπα θα παρουσιαστούν όταν ζητηθούν για έλεγχο».


Δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή βάλλουν κατά των αποφασισθέντων της Επιτροπής κρίνεται αναγκαίο να παρατεθεί το ακόλουθο απόσπασμα από το πρακτικό συνεδρίας της Επιτροπής Ενστάσεων ημερομηνίας 4.2.2020 (παράγραφος 2.1) το οποίο, ως ρητώς καταγράφεται στην παράγραφο 6.1  αντικατοπτρίζει κατ΄ αντιστοιχία τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν πληρεί το επίμαχο απαιτούμενο προσόν της θέσης Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρονικής :

 

«2.1. Σε σχέση με την ένσταση που υπέβαλε μέσω δικηγόρου ο Κ. Ρ., στη σχετική επιστολή αναφέρει ότι, επιπρόσθετα από τη βαθμολογία που έλαβε σύμφωνα με τον προκαταρκτικό κατάλογο των Αιτητών με σειρά προτεραιότητας, Θα έπρεπε να λάβει επιπρόσθετες 8 μονάδες για μεταπτυχιακή πείρα που αφορά σε μεγάλα ηλεκτρονικά έργα που ολοκληρώθηκαν τα τελευταία 12έτη, με βάση τις βεβαιώσεις που υπέβαλε με την αίτηση του.

 

H Επιτροπή Ενστάσεων μελέτησε όλα τα στοιχεία που υπέβαλε ο αιτητής καθώς και την αναλυτική βαθμολογία της Τριμελούς Επιτροπής Προσλήψεων. Από την εξέταση των στοιχείων, η Επιτροπή Ενστάσεων διαπίστωσε ότι, ο εν λόγω υποψήφιος δεν πληροί τα απαιτούμενα προσόντα για τη Θέση όπως αυτά έχουν καθοριστεί στη δημοσίευση που έγινε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 20/09/2019. Συγκεκριμένα, ο υποψήφιος δεν ικανοποιεί την απαίτηση για ελάχιστη αποδεδειγμένη εμπειρία τριών χρόνων στην ηλεκτρολογική μηχανική[2], αφού η επαγγελματική του πείρα στο Cyprus Institute είναι δύο χρόνια και 4 μήνες, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει στο Μέρος Γ στην αίτηση του και σύμφωνα με τη βεβαίωση εργοδότη που υπέβαλε. Το είδος και το αντικείμενο της επαγγελματικής πείρας δεν εξετάστηκε. H Επιτροπή Ενστάσεων δεν αποδέχτηκε την προσμέτρηση της χρονικής περιόδου από τον Οκτώβριο του 2012 μέχρι το 2016 κατά την οποία ο Αιτητής φοιτούσε στο πανεπιστήμιο Heriot Watt με σκοπό την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος, ως περίοδο επαγγελματικής πείρας, όπως ο ίδιος επικαλείται, αφού η συγκεκριμένη περίοδος λογίζεται ως περίοδος φοίτησης όπως φαίνεται και από τις βεβαιώσεις του πανεπιστημίου. H απασχόληση του στα πλαίσια του διδακτορικού του αποτελεί αναπόσπαστο μέρος απόκτησης του τίτλου αυτού, για το οποίο έχει ήδη μοριοδοτηθεί με 3 μονάδες.[].»

 

Συναφώς ήταν η κατάληξη της Επιτροπή Ενστάσεων ότι η ένσταση του αιτητή θα έπρεπε να απορριφθεί καθώς και ότι η αίτηση του για τη θέση Τεχνικού Μηχανικής Ηλεκτρονικής δεν θα έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή.

 

Σημειώνεται ότι με βάση τα στοιχεία της αίτησης του αιτητή, ο αιτητής υπό το κεφάλαιο «επαγγελματική πείρα», δήλωσε ότι απασχολείτο από το 2012 μέχρι το 2016 ως Researcher in Electrical/ Electronic Engioneering, περίοδος κατά την οποία και επίσης δήλωσε υπό το κεφάλαιο «εκπαίδευση» ότι φοιτούσε στο Heriot Watt University με σκοπό την απόκτηση διδακτορικού τίτλου. Ως εργοδότη δε δήλωσε το ίδιο το Πανεπιστήμιο.  Περαιτέρω ο αιτητής κατέγραφε ότι για ένα μήνα ήτοι από τον Οκτώβριο του 2010 μέχρι τον Νοέμβριο του ίδιου έτους  εργάστηκε  ως Researcher στον ιταλικό εθνικό φορέα ΕΝΕΑ. Αυτή η περίοδος όμως δεν θα με απασχολήσει αφού δεν καθίσταται επίδικη.   Είναι εκατέρωθεν παραδεκτό ότι η περαιτέρω δηλωθείσα επαγγελματική απασχόληση του αιτητή στο Cyprus Institute Nicosia από τον Ιανουάριο του 2017 μέχρι τον Απρίλιο του 2019  αναγνωρίσθηκε και πιστώθηκε στον αιτητή ως επαγγελματική πείρα η οποία ανέρχετο σε 2 χρόνια και 4 μήνες.

 

Δεν θα συμφωνήσω με τις θέσεις του αιτητή. Καταρχάς οφείλει εξαρχής να αποσαφηνιστεί ότι είναι καθόλα εσφαλμένη η αντίληψη του αιτητή, η οποία επανειλημμένως προβάλλεται, ότι η Επιτροπή Ενστάσεων έκρινε ότι ο αιτητής δεν πληρεί την  απαίτηση για «αποδεδειγμένη εμπειρία τριών χρόνων» επειδή δήθεν η απασχόληση του κατά τη διάρκεια απόκτησης του διδακτορικού του είχε ήδη μοριοδοτηθεί. Αυτό δε που η Επιτροπή ξεκάθαρα -και σε αντίθεση με τις αιτιάσεις του αιτητή- αποφάσισε ήταν ότι δεν μπορούσε να προσμέτρησει ως περίοδος επαγγελματικής πείρας, ως ο ίδιος ο αιτητής επικαλείτο δια της υποβληθείσας αιτήσεως του και κατ΄ επέκταση ως αποδεδειγμένη εμπειρία για σκοπούς πλήρωσης του απαιτούμενου προσόντος της παραγράφου 4, η χρονική περίοδος κατά την οποία ο αιτητής φοιτούσε με σκοπό την απόκτηση του διδακτορικού του. Τούτο δε καθότι ως προέκυπτε από τις βεβαιώσεις του Πανεπιστήμιου  η περίοδος αυτή λογίζετο ως περίοδος φοίτησης.

Παρά δε την επαναλαμβανόμενη γενική και αόριστη θέση του αιτητή ότι η Επιτροπή Ενστάσεων πεπλανημένα και χωρίς έρευνα έκρινε ότι η απασχόληση του αιτητή στο Πανεπιστήμιο κατά τη διάρκεια της φοίτησης του ήταν αναπόσπαστο μέρος των σπουδών του και κατ΄επέκταση ότι πεπλανημένα δεν λήφθηκε υπόψη η εμπειρία που απέκτησε ο αιτητής κατά την απόκτηση του διδακτορικού του τίτλου, ο ίδιος ο αιτητής δεν υπέδειξε οτιδήποτε αλλά ούτε και παρέπεμψε σε συγκεκριμένο υποβληθέν με την αίτηση του έγγραφο  (για παράδειγμα σε οποιοδήποτε πιστοποιητικό αποδοχών ή κοινωνικών ασφαλίσεων ή βεβαίωση εργοδότησης από το Πανεπιστήμιο) που να καταδεικνύει ότι πράγματι η όποια απασχόληση του στο Πανεπιστήμιο αποτελούσε θέση έρευνας, η οποία να μην αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της φοίτησης του για απόκτηση του διδακτορικού του τίτλου.

 

Άλλωστε από το περιεχόμενο της μοναδικής βεβαίωσης του Πανεπιστήμιου, σχετικής με το ζήτημα, που υπέβαλε ο αιτητής στα πλαίσια της αίτησης του (βλ. ερυθρό 13 Τεκμηρίου 2) η οποία έφερε τίτλο «Confirmation of a place to Study» και η οποία ήταν ενώπιον της Επιτροπής Ενστάσεων προκύπτει ότι η εργασία που ο ίδιος ο αιτητής επικαλείται ως  ερευνητής αποτελούσε, ως ρητώς καταγράφεται στην εν λόγω βεβαίωση, μέθοδο φοίτησης για την απόκτηση του διδακτορικού του τίτλου[3]. Περαιτέρω δεν θα μπορούσα να μην παρατηρήσω ότι στην ίδια βεβαίωση δίδονται, μεταξύ άλλων, πληροφορίες αναφορικά με την ημερομηνία έναρξης και λήξης της φοίτησης καθώς και σε σχέση με τα καταβληθέντα δίδακτρα φοίτησης.

 

Πρόσθετα όμως και στον ίδιο το διδακτορικό τίτλο του αιτητή, ο οποίος επισυνάφθηκε στην αίτηση του, υπάρχει ρητή καταγραφή ότι αυτός απονεμήθηκε με απόφαση της Συγκλήτου καθότι ο αιτητής ανέλαβε έρευνα και ικανοποίησε τους εξεταστές.

 

Δεν διαπιστώνω οτιδήποτε μεμπτό στην κρίση της Επιτροπής Ενστάσεων.  Είναι δε φανερό πως κανένα από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση δεν υποδηλούσε ότι ο αιτητής αξιώνει. Εν προκειμένω τίποτα δεν καταδείκνυε οποιαδήποτε περίοδο εργοδότησης του αιτητή ανεξάρτητη και μη συνυφασμένη με τη φοίτηση του για σκοπούς απόκτησης του διδακτορικού του ώστε να τεκμηριώνεται πλάνη της Επιτροπής Ενστάσεων σε σχέση με την κατάληξη της ότι ο αιτητής δεν διέθετε την απαιτούμενη εμπειρία της παραγράφου 4 της σχετικής δημοσίευσης (Αχιλλίδη και Χατζηβασιλείου και Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (Ε.Δ.Δ ΑΡ 45/16, ημερ. 12/1/23) Θεοχάρους v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1085/2005, ημερ. 21/5/2007).

 

Ο αιτητής, ο οποίος κατά πάγια νομολογία έφερε και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του, ουδόλως κατόρθωσε να καταδείξει οποιοδήποτε σφάλμα στην κρίση των καθ΄ων αίτηση και δη απέτυχε να τεκμηριώσει τις εισηγήσεις του περί εμφιλοχώρησης πλάνης και ελλιπούς έρευνας κατά τη λήψη της. Υπό αυτές τις περιστάσεις το Δικαστήριο δεν δύναται να επέμβει και να υποκαταστήσει τη κρίση της διοίκησης.

 

Απόλυτα σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Αρχή Τηλεπικοινωνίων Κύπρου v Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού κ.α (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 60/2016, ημερομηνίας 6/9/23) όπου επαναλήφθηκαν οι αρχές που διέπουν τα όρια παρέμβασης του Δικαστηρίου στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας. Παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Έργο του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει εάν η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου. Στα πλαίσια αυτά, κατά κανόνα, δεν παρεμβαίνει σε ευρήματα γεγονότων, ιδιαίτερα όταν αυτά είναι τεχνικής φύσης. Το  βάρος απόδειξης πλάνης περί τα πράγματα και παράλειψης διενέργειας δέουσας έρευνας εκ μέρους της διοίκησης, βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος έχει υποχρέωση, προσκομίζοντας επαρκή στοιχεία, να κλονίσει το τεκμήριο της νομιμότητας που περιβάλλει κάθε διοικητική πράξη. Το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του εξουσίας, περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβληθείσας διοικητικής πράξης, με εξουσία να την ακυρώσει. Προς αυτή την κατεύθυνση, του ελέγχου δηλαδή της νομιμότητας, δεν υπεισέρχεται στην ορθότητα των συμπερασμάτων της διοίκησης, εάν αυτά κινούνται εντός ευλόγων ορίων».

(η έμφαση προστέθηκε)

 

 

Ούτε όμως τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης ομοιάζουν με αυτά της υπόθεσης Χρίστος Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (Υπόθ. Αρ. 1119/02, ημερ. 18.10.2004) στην οποία παραπέμπει  η πλευρά του αιτητή  και η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση (Χρίστος Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2007) 3 ΑΑΔ 96) και η οποία όμως διαφοροποιείται σαφώς από την παρούσα. Τούτο δε διότι σ΄ εκείνη την υπόθεση- ως ορθά παρατηρεί και η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση- το εκεί ενδιαφερόμενο μέρος είχε συνάψει ανεξάρτητα με την εκπόνηση του διδακτορικού του σύμβαση εργοδότησης για περίοδο 30 μηνών και δη επ΄ αμοιβή με τη γαλλική κυβέρνηση. Είναι δε αυτή, η παράλληλη με την έρευνα του για διατριβή, εργασία του αιτητή που κρίθηκε ότι ικανοποιούσε τη σχετική πείρα που απαιτούσε το εκεί σχέδιο υπηρεσίας. Τέτοια όμως δεν είναι εμφανώς, ως υποβλήθηκαν, τα δεδομένα του αιτητή.

 

Από τα όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω και από τα όσα με σαφήνεια καταγράφονται στο πρακτικό της Επιτροπής εξάγεται αβίαστα ότι η Επιτροπή Ενστάσεων διενήργησε την απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία και παρέχοντας καθηκόντως επαρκείς εξηγήσεις και ρητή αιτιολογία σε σχέση με την κρίση ότι η περίοδος κατά την οποία ο αιτητής φοιτούσε στο εν λόγω πανεπιστήμιο δεν μπορούσε να προσμετρήσει για σκοπούς πλήρωσης του επίμαχου απαιτούμενου προσόντος. Έπεται ότι η κρίση της Επιτροπής Ενστάσεων ότι ο αιτητής δεν ήταν προσοντούχος και η αίτηση του δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή ήταν εύλογα επιτρεπτή, υποστηριζόμενη από τα ενώπιον της στοιχεία, τα οποία ο ίδιος ο αιτητής υπέβαλε στα πλαίσια της αίτησης  του, ώστε να μην χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Όπως είναι δε παγίως νομολογημένο, η εκτίμηση των προσόντων που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας είναι ζήτημα πραγματικό το οποίο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του οργάνου και το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο ή οσάκις η ερμηνεία δεν είναι εύλογα επιτρεπτή, λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του Σχεδίου Υπηρεσίας (Σολομωνίδης v Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1/2017), ημερομηνίας 18/9/23) Μιχαηλίδης v. Δήμου Αγλαντζιάς (2010) 3 A.A.Δ. 464) Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, 102) Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 376).

 

Η άνωθεν νομολογιακή αρχή υπομνήσθηκε εκ νέου και στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας και 1. Αντρέας Πολυνείκης 2. Τάκης Κανάρης (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 77/2017, ημερομηνίας 21//11/23), όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

 «Να επαναλάβουμε το αυτονόητο, πως το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε πρωτογενή ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας και η διαπίστωση κατοχής των απαιτούμενων απ΄αυτών προσόντων αποτελεί καθήκον του αρμοδίου οργάνου. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ερμηνεία που δίδεται, εκτός αν αυτή δεν είναι εύλογα επιτρεπτή. Ούτε υποκαθιστά την κρίση του αρμοδίου οργάνου.»

 

Συνεπώς και δεδομένης της κρίσης, με βάση τα προαναφερθέντα, ότι νομίμως αποφασίστηκε ότι ο αιτητής ότι δεν πληρεί το  απαιτούμενο προσόν της ελάχιστης αποδεδειγμένης εμπειρίας των τριών χρόνων στην ηλεκτρονική, ο αιτητής στερείται του αναγκαίου εννόμου συμφέροντος  να προωθεί την προσφυγή του(Άννα Ηλία v Δημοκρατίας (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 43/2017, ημερομηνίας 10/10/23) Γεωργίου v Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ 769), διαπίστωση που επισφραγίζει οριστικά την τύχη της παρούσας προσφυγής.

 

 Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1.700 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

 

                                    Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 



[1] Πλην της αναθεωρημένης δημοσίευσης για τη θέση Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρονικής

[2] Στην επιστολή που κοινοποιήθηκε στον αιτητή ημερομηνίας 20.2.2020 αναφορικά με τη θέση Τεχνικού Μηχανικού Ηλεκτρονικής ρητώς καταγράφεται προς τον αιτητή ότι «δεν ικανοποιείτε την απαίτηση για ελάχιστη αποδεδειγμένη εμπειρία τριών χρόνων στην ηλεκτρονική μηχανική».

[3] συγκεκριμένα καταγράφεται Mode of study: Postagraduate Research Full Time.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο