
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 427/2025)
25 Αυγούστου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
P. M. D.
Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΥΦΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Σ. Δημητρίου, μαζί με Χ. Δημητρίου, για Κωνσταντίνο Ταμπούρλα, για Αιτητή
Ν. Κουρσάρης, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Σιέρα Λεόνε, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ληφθείσας απόφασης έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 4.4.2025.
Ο αιτητής εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχόμενων περιοχών της Δημοκρατίας και στις 25.5.2021, υπέβαλε αίτηση ασύλου, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 30.4.2022. Κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (Δ.Δ.Δ.Π.), η οποία απορρίφθηκε στις 27.6.2023 λόγω μη προώθησής της. Στις 18.10.2023, ο αιτητής υπέβαλε αίτημα επαναφοράς της προσφυγής του και την 31.10.2023 εκδόθηκε σχετικό διάταγμα επαναφοράς. Εν τέλει, η προσφυγή του αιτητή απορρίφθηκε από το Δ.Δ.Δ.Π. στις 2.2.2024, όπως απορρίφθηκε στη συνέχεια από το Δ.Δ.Δ.Π. ως απαράδεκτη, στις 11.4.2025, και η μεταγενέστερη αίτηση που είχε καταχωρήσει ο αιτητής στις 15.2.2025.
Όπως αναφέρεται και στη σχετική επιστολή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) Λάρνακας προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης («η Διευθύντρια»), ημερομηνίας 4.4.2025, εναντίον του αιτητή σχηματίστηκε ποινική υπόθεση του ΤΑΕ Λάρνακας, η οποία καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για τα αδικήματα 1. Επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη (δυο κατηγορίες), 2. Απειλή, 3. Κοινή επίθεση, 4. Κακόβουλη βλάβη, 5. Παράνομη παραμονή αλλοδαπών στη Δημοκρατία. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω έκθεση, ο αιτητής επιτέθηκε στη σύντροφό του, με την οποία είχε αποκτήσει ένα παιδί στις 17.7.2023.
Ο αιτητής καταδικάστηκε για τα αδικήματα της επίθεσης που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη, απειλής, κοινής επίθεσης και παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας και στις 26.3.2025, τού επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των τεσσάρων μηνών. Μετά την καταδίκη του, ο αιτητής οδηγήθηκε στις Κεντρικές Φυλακές για να εκτίσει την ποινή του, κατέστη δε αυτός απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ) και (κ) του Κεφ. 105.
Στις 4.4.2025, εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή. Την ίδια μέρα, το επίδικο διάταγμα απέλασης ανεστάλη, μέχρις ότου ολοκληρωθεί η διερεύνηση της οικογενειακής κατάστασης και της σχέσης του αιτητή με το ανήλικο παιδί του.
Οι συνήγοροι του αιτητή προβάλλουν εν πρώτοις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα, καθότι «[.] στηρίχθηκε σε αποσπασματική και επιφανειακή αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών [.]», χωρίς να δοθεί η απαιτούμενη βαρύτητα στις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του αιτητή. Ειδικότερα, εγείρεται ο ισχυρισμός ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν χωρίς να ληφθεί υπόψη (α) η εκκρεμούσα νέα αίτηση ασύλου του αιτητή και (β) η εκκρεμούσα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δικαστική διαδικασία στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, οι καθ’ ων η αίτηση δεν διενέργησαν τη δέουσα έρευνα ως όφειλαν, με αποτέλεσμα η επίδικη απόφαση «[.] να παρουσιάζει μια παραμορφωμένη εικόνα της πραγματικότητας».
Περαιτέρω, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, προωθείται επίσης λόγος ακύρωσης περί έλλειψης επαρκούς και/ή της δέουσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.
Έτερος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό περί «κατάφωρης παραβίασης» της οικογενειακής ζωής του αιτητή, κατά παράβαση του Άρθρου 15 του Συντάγματος, του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. και του άρθρου 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Και τούτο, κατά τη σχετική εισήγηση, καθότι αποφασίστηκε η απέλαση του αιτητή πριν από την ολοκλήρωση των διαδικασιών που αφορούν το καθεστώς προστασίας και τα γονικά του δικαιώματα και χωρίς να ληφθεί υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Στο πλαίσιο αυτό, εγείρεται, ακροθιγώς, ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Τέλος, προωθείται και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις διατάξεις του Κεφ. 105, χωρίς όμως αναφορά σε συγκεκριμένες διατάξεις. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι τα επίδικα διατάγματα λήφθηκαν κατά παράβαση της υποχρέωσης των καθ’ ων η αίτηση για συνεκτίμηση του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού και της οικογενειακής ζωής, αλλά και κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας.
Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 105 και κατ’ ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει στους καθ’ ων η αίτηση η οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής ήταν πράγματι απαγορευμένος μετανάστης.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Θα πρέπει εξ’ αρχής να τονιστεί ότι οι ισχυρισμοί περί παραβίασης της οικογενειακής ζωής του αιτητή κατά παράβαση του Άρθρου 15 του Συντάγματος, του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. και του άρθρου 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, όπως και ο, έστω ακροθιγώς, προβαλλόμενος στη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του αιτητή, ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, δεν θα τύχουν περαιτέρω εξέτασης και υπόκεινται σε απόρριψη άνευ ετέρου, εφόσον δεν έχουν δικογραφηθεί. Πράγματι εξετάζοντας την αίτηση ακυρώσεως, παρατηρώ ότι σε κανένα από τα έξι (6) νομικά σημεία που εκτίθενται σε αυτήν, δεν περιέχονται λόγοι ακύρωσης σε σχέση με τους εν λόγω ισχυρισμούς. Κατά πάγια νομολογία, η δικογραφία συνιστά το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων. Η δε αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη, εφόσον οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθότητα της νομικής βάσης με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης (Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Στην Μιχαήλ κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 112/17, ημερ. 19.3.2019, επισημάνθηκαν τα εξής σχετικά:
«Ο Κ. 7 είναι σαφής. Θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, διά των εγγράφων προτάσεών του, «να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών, συγχρόνως ταύτα πλήρως». Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, δεν αρκεί η απλή επίκληση της παραβίασης ενός άρθρου του Συντάγματος, ή ενός νόμου, ή γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση. Απαιτείται η αιτιολόγηση των νομικών σημείων στα οποία βασίζεται η προσφυγή, για την εξέταση, από το δικαστήριο, των λόγων ακύρωσης της διοικητικής πράξης, (βλ. Latomia Estate Ltd κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672). Στην προκειμένη περίπτωση, εξέταση των επτά νομικών σημείων της προσφυγής καθιστά σαφές πως, σε κανένα από αυτά, δε δικογραφήθηκε, με σαφήνεια και σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Κ. 7, καθώς και με τις πιο πάνω καθιερωμένες νομολογιακές αρχές, η προεκτεθείσα βασική θέση των εφεσειόντων.».
Ειδικότερα δε ως προς τον ισχυρισμό περί παραβίασης της οικογενειακής ζωής του αιτητή και του Άρθρου 15 του Συντάγματος, ουδέν εκτίθεται στα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως, παρά μόνο στην αιτούμενη θεραπεία, κατ’ απαράδεκτο δικονομικά τρόπο, αναφέρεται ότι «[.] ο Αιτητής δικαιούται να αφεθεί ελεύθερος και να παραμείνει στη Δημοκρατία επειδή είναι πατέρας ανήλικου τέκνου το οποίο γεννήθηκε στην Κύπρο και μέχρι να εκδοθεί απόφαση αναφορικά με το Αίτημα του στην Υπηρεσία Ασύλου για επανάνοιγμα του φακέλου του, καθώς και μέχρι την ολοκλήρωση της εκκρεμούς διαδικασίας ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας, η οποία αφορά την εξασφάλιση επικοινωνίας με το ανήλικο παιδί του». Άμεσα σχετική είναι η απόφαση στην υπόθεση Μαραγκός v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
«Η γενική και αόριστη αναφορά στο δικόγραφο της προσφυγής ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα δεν συνάδει καθόλου με ό,τι απαιτούν οι σχετικές δικονομικές διατάξεις και οι αρχές της νομολογίας που διέπουν το θέμα της εξέτασης συνταγματικότητας νόμου. Ελλείπει παντελώς από το δικόγραφο της αίτησης η αναγκαία εξειδίκευση η οποία θα καθιστούσε εφικτή την εξέταση του σημαντικού αυτού νομικού θέματος. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού, συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας το οποίο καθίσταται επίδικο μόνο κατόπιν επακριβούς προσδιορισμού του άρθρου του νόμου ή του κανονισμού που αμφισβητείται καθώς και της συνταγματικής διάταξης προς την οποία προσκρούει το συγκεκριμένο άρθρο ή ο κανονισμός. Η γενική επίκληση διάταξης νόμου ως αντίθετης προς το Σύνταγμα δεν είναι αρκετή. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε καν τέτοια επίκληση. Το γεγονός ότι το θέμα είχε ακροθιγώς αναφερθεί στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή δεν το καθιστούσε εγειρόμενο προς εξέταση. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56.»
Εν πάση δε περιπτώσει, κρίνω σκόπιμο να επισημάνω ότι, δεδομένου πως ο αιτητής δεν έχει σεβαστεί τους νόμους της Δημοκρατίας και υπέπεσε ηθελημένα σε σοβαρά αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε, η Δημοκρατία έχει το δικαίωμα έκδοσης διατάγματος απέλασης ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης (ELIE JAMIL EL KHOURY ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5710/2013, ημερ. 25.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:D452). Το ίδιο δε το ΕΔΑΔ τόνισε ότι η ΕΣΔΑ δεν εγγυάται το δικαίωμα ενός αλλοδαπού να εισέλθει και να διαμείνει σε μια συγκεκριμένη χώρα. Τα συμβαλλόμενα κράτη στο πλαίσιο του καθήκοντος τους να διατηρήσουν τη δημόσια τάξη, έχουν την εξουσία να απελάσουν αλλοδαπό που έχει καταδικαστεί για ποινικά αδικήματα, αρκεί η απόφαση αυτή να είναι σύμφωνη με το νόμο και αναλογική (X and Y v. Germany [1977] 9 DR 219 και Chahal v. U.K. [1997] 23 E.H.R.R. 413). J.A v SWWITZERALAND (Application No 6325/15) Μ.Μ κατά Ελβετίας (αρ. 59006/18, ημερομηνίας 8.12.2020) Munir Johana κατά Δανίας (αρ. 56803/18). Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Limon ν. Δημοκρατίας Ε.Δ.Δ. 126/21, ημερ. 20.4.2022, τονίστηκε ότι το δικαίωμα αλλοδαπού να παραμείνει στην επικράτεια μιας χώρας κατ’ επίκληση διατάξεων που προστατεύουν το θεσμό της οικογένειας, δεν διασφαλίζεται ούτε από την ΕΣΔΑ, ούτε από το Σύνταγμα, κατά τον απόλυτο τρόπο που ισχυρίζεται ο αιτητής, ιδιαίτερα δε στην περίπτωση, που ο αλλοδαπός δεν έχει αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στη χώρα και παραμένει σε αυτήν παράνομα (Kedoum ν. Δημοκρατίας, (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, Hasnas Nataliaν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 921/2015 ημερ. 23.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:D538).
Επιπρόσθετα δε, όσον αφορά στον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, οι συνήγοροι του αιτητή δήλωσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, μετά από σχετικό ερώτημα που τους υπεβλήθη από το Δικαστήριο, ότι πράγματι δεν προωθούν τον συγκεκριμένο ισχυρισμό.
Ενόψει των πιο πάνω και δεδομένης της απουσίας της απαιτούμενης δικογράφησης, ως έχει προεκτεθεί, δεν αφήνεται περιθώριο εξέτασης των συγκεκριμένων ισχυρισμών των συνηγόρων του αιτητή, ως αυτή περιέχονται στη γραπτή τους αγόρευση, οι οποίοι και απορρίπτονται.
Περαιτέρω, είναι εξίσου σημαντικό να επισημανθεί εξ’ αρχής ότι μοναδικό αντικείμενο εξέτασης της παρούσας είναι η νομιμότητα και εγκυρότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή, ημερομηνίας 4.4.2025, τα οποία βεβαίως και αποτελούν αυτοτελείς εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Η απόφαση για κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη δεν προσβάλλεται δια της υπό κρίση προσφυγής και, συνακόλουθα, τεκμαίρεται νόμιμη, αφού παρέμεινε δικαστικώς αλώβητη, αποτελεί δε αυτή τη δικαιοδοτική και νόμιμη βάση για την εξ’ αυτής απορρέουσα απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του (Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 43/2022 (i-Justice), ημερ. 19.5.2022, Abbas v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5/2022 (Κ), ημερ. 30.5.2022).
Εν προκειμένω, όπως αναφέρεται στα επίδικα διατάγματα, ο αιτητής κατέστη απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ) και (κ) του Κεφ. 105, καθότι καταδικάστηκε για τα αδικήματα της επίθεσης που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη, απειλής, κοινής επίθεσης και παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των τεσσάρων (4) μηνών. Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις-
«6.-(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι µετανάστες και, τηρουμένων των διατάξεων του Νόµου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος ή η παραµονή στη Δημοκρατία σε:
[.]
(δ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, χωρίς να του απονεµηθεί χάρη, έχει καταδικαστεί για φόνο ή ποινικό αδίκηµα για το οποίο η ποινή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για οποιοδήποτε χρονικό διάστηµα και το οποίο, λόγω των συναφών περιστάσεων θεωρείται από το Διευθυντή ως ανεπιθύµητος µετανάστης·
[.]
(κ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαµένει στη Δηµοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισµού ή επιφύλαξης που περιλαµβάνεται στο Νόµο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισµούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόµου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του Νόµου αυτού ή των Κανονισµών αυτών·».
Ο αιτητής, μετά την καταδίκη του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, στις 26.3.2025, οδηγήθηκε στις Κεντρικές Φυλακές και κατά την μέρα αποφυλάκισής του, στις 4.4.2025 (βλ. επιστολή Υπευθύνου ΥΑΜ Λάρνακας προς Διευθύντρια, ημερομηνίας 4.4.2025, παράρτημα 4 στην ένσταση), εκδόθηκαν εναντίον του τα επίδικα διατάγματα.
Όπως περαιτέρω αναφέρεται στο επίδικο διάταγμα κράτησης, κρίθηκε σκόπιμο όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ, λόγω της καταδίκης του σε ποινή φυλάκισης, δεν υπήρχε περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.
Αποτελεί παραδεκτό γεγονός, προκύπτει άλλωστε και από τα ενώπιον μου τεθέντα έγγραφα, ότι ο αιτητής είναι πατέρας ενός ανήλικου παιδιού. Αυτό αναφέρεται και στην επιστολή του επιστολή του Υπεύθυνου ΥΑΜ Λάρνακας προς τη Διευθύντρια, ημερομηνίας 4.4.2025. Περαιτέρω, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, οι καθ’ ων η αίτηση γνώριζαν περί του συγκεκριμένου γεγονότος. Είναι δε γι' αυτό το λόγο, θεωρώ, που οι καθ' ων η αίτηση ανέστειλαν το επίδικο διάταγμα απέλασης του αιτητή, με απόφαση της Διευθύντριας, ημερομηνίας 4.4.2025, και προχώρησαν στη έναρξη έρευνας αναφορικά με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και την οικογενειακή ζωή του αιτητή, με τη συνδρομή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (βλ. σχετική απόφαση και οδηγίες Διευθύντριας ως αυτές εκτίθενται χειρόγραφα στο κάτω μέρος του διατάγματος απέλασης).
Κρίνω ότι με αυτό τον τρόπο, παρόλο που, τονίζεται εκ νέου, δεν προωθείται ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, διασφαλίζεται ότι τα επίδικα διατάγματα συμμορφώνονται με τις διαδικαστικές απαιτήσεις, ενώ παράλληλα διατηρείται η δυνατότητα εκτέλεσης της απέλασης του αιτητή, εφόσον δεν συντρέχουν λόγοι που να συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου. Αυτό που όφειλαν οι καθ' ων η αίτηση, στα πλαίσια της υποχρέωσης τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης και σε συμμόρφωση με τα όσα το άρθρο 18ΟΖ του Κεφ. 105 επιτάσσει[1], ήταν η διεξαγωγή της δέουσας έρευνας αναφορικά με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και την οικογενειακή ζωή του αιτητή, με τη συνδρομή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Το δε διάταγμα απέλασης ανεστάλη μέχρι την ολοκλήρωση της έρευνας (βλ. και απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην T. D. E. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 325/2025 (i-Justice), ημερ. 23.5.2025).
Περαιτέρω, δε χωρεί αμφιβολία ότι κατά το χρόνο σύλληψής του ο αιτητής ήταν απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(δ) και (κ) του Κεφ. 105. Υπενθυμίζεται δε ότι ήδη από 2.2.2024 είχε απορριφθεί από το Δ.Δ.Δ.Π. η προσφυγή του αιτητή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτησή του για χορήγηση διεθνούς προστασίας και, συνεπώς, δεν ήταν πλέον αυτός δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Κατά τη νομολογία, το καθεστώς διεθνούς προστασίας τερματίζεται με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του Δ.Δ.Δ.Π. επί προσφυγής κατά απόφασης απόρριψης αίτησης διεθνούς προστασίας από την Υπηρεσία Ασύλου (Ruth Nash v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 20/2024 i-Justice, ημερ. 22.10.2024). Το καθεστώς διεθνούς προστασίας του αιτητή τερματίστηκε στις 2.2.2024, με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του Δ.Δ.Δ.Π.. Η υποβολή μεταγενέστερης αίτηση από τον αιτητή, στην οποία αναφέρθηκαν κατ’ επανάληψη οι συνήγοροί του, ουδόλως διαφοροποιεί τα πράγματα και ουδόλως μεταβάλλει το καθεστώς του αιτητή.
Κατά συνέπεια, δεδομένων των πιο πάνω, η απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, κρίνονται ως καθόλα ορθές και νόμιμες, εφόσον πράγματι ο αιτητής, κατά το χρόνο της σύλληψής του και έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων, ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ) και (κ) του Κεφ. 105.
Περαιτέρω, στη βάση των πιο πάνω, και δη με βάση τις ενέργειες που προέβησαν οι καθ’ ων η αίτηση, δεν διαπιστώνεται ούτε κενό έρευνας, αλλ’ ούτε κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Επιπρόσθετα, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, κρίνω ότι η ευχέρεια των καθ' ων η αίτηση ασκήθηκε σύννομα και εντός των επιτρεπτών ορίων της και δεν εντοπίζεται ούτε κατάχρηση εξουσίας, αλλ’ ούτε και να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Ορθώς δε οι καθ' ων η αίτηση έκριναν ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα δεν ήσαν επιλέξιμα, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί (βλ. και απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1242/2022 (Κ) (iJustice,) ημερ. 18.8.2022, καθώς και πιο πρόσφατα, στην G.S.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 626/2023 (Κ) (i-Justice,) ημερ. 9.6.2023). Άμεσα σχετικά είναι και τα όσα περιέχονται στην προαναφερθείσα επιστολή της ΥΑΜ προς τη Διευθύντρια, ημερομηνίας 4.4.2025 (παράρτημα 4 στο δικόγραφο της ένστασης), όπου γίνεται εισήγηση για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή. Τονίζεται, περαιτέρω, ότι το διάταγμα κράτησης εναντίον του αιτητή, εκδόθηκε και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, σύμφωνα με την οποία-
«(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν άλλα επαρκή λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν-
(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής·».
Είναι σαφές από την πιο πάνω διάταξη, ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, και κατόπιν εξουσιοδότησης η Διευθύντρια του Τμήματος, έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει υπό κράτηση τον υπό απέλαση ξένο υπήκοο για το σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία και δεν υπάρχει υποχρέωση για επιβολή διαβαθμισμένων μέτρων, αλλά επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια, αν ο ίδιος κρίνει ότι συντρέχει λόγος, να εφαρμοστούν άλλα, λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης, των λόγων που έχουν προεκτεθεί, αλλά και δεδομένης της προεκτεθείσας πρόνοιας του άρθρου 18ΠΣΤ(1) και της εκεί προβλεπόμενης διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης να αποφασίζει την κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας, υποκείµενου σε διαδικασίες επιστροφής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την προεκτεθείσα περίπτωση της παραγράφου (α) της εν λόγω διάταξης, ως εν προκειμένω, οι ενέργειες των καθ' ων η αίτηση κρίνονται σύννομες, η δε έκδοση της επίδικης απόφασης κρίνεται ορθή και εύλογα επιτρεπτή και δεν μπορώ να συμφωνήσω με τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των συνηγόρων του αιτητή. Εύλογα δε τίθεται το ερώτημα, πως θα μπορούσε να διασφαλιστεί η μη διαφυγή του αιτητή χωρίς την έκδοση διατάγματος κράτησής του, μέχρι και την ολοκλήρωση της έρευνας από τους καθ' ων η αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΖ του Κεφ. 105.
Συνεπώς, δεν στοιχειοθετούνται οι ισχυρισμοί περί ανεπαρκούς αιτιολογίας και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση. Η απόφαση κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο εφόσον περιέχονται σε αυτήν τόσο οι νομικοί όσο και οι πραγματικοί λόγοι έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270) και αποκαλύπτεται το σκεπτικό, επί των οποίων στηρίχθηκε η τελική κρίση της Διοίκησης (L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 49/2019, ημερ. 23.10.2023). Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης, σύμφωνα και με το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης.
Υπενθυμίζεται, τέλος, το υπό της πάγιας και διαχρονικής νομολογίας αναγνωρισμένο και αδιαμφισβήτητο κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφός της (Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, Ivan Todorov Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000) και αυτό βεβαίως καλύπτει και τις περιπτώσεις αλλοδαπών προσώπων που είναι απαγορευμένοι μετανάστες, όπως και ο αιτητής.
Ως εκ των πιο πάνω, δεν υφίσταται πεδίο παρέμβασης του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1600 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
[1] Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, «18ΟΖ. Κατά την εφαρμογή των άρθρων 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ[1], ο Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης και λαμβάνει δεόντως υπόψη-
(α) τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, και
(β) την οικογενειακή ζωή, με τη συνδρομή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, και [.]».
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο