Μ. Κ. Π. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ, Υπόθεση αρ. 485/18, 21/8/2025
print
Τίτλος:
Μ. Κ. Π. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ, Υπόθεση αρ. 485/18, 21/8/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 485/18

21 Αυγούστου, 2025

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με τα Άρθρα 1Α, 12, 23, 28, 30, 33 35, 54(ζ), 61, 136, 152, 169(2), 179(3) και 146 του Συντάγματος.

 

Μεταξύ:

Μ. Κ. Π.

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

 

Χ. Θ. Χριστάκη, για Γιάννη Πολυχρόνη, για τον αιτητή.

Σ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αιτείται από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση, που φέρει ημερομηνία 13/03/2018 και που γνωστοποιήθηκε ή/και κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή που στάλθηκε στο δικηγόρο του κατά η περί την 18/03/2018 με την οποία αποφάσισε την δήμευση ή/και κατάσχεση του ποσού των €98.600 (επισυνάπτεται ως Παράρτημα Γ της προσφυγής) είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.».

 

Τα ουσιώδη για την παρούσα προσφυγή γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

 

Την 01.12.2017 ο αιτητής επρόκειτο να αναχωρήσει μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας με προορισμό το Άμστερνταμ.  Πριν την αναχώρησή του, διενεργήθηκε από λειτουργό του Τμήματος Τελωνείων έλεγχος της αποσκευής του αιτητή, κατά τον οποίο εντοπίστηκε στην αποσκευή κρυμμένο το συνολικό ποσό των €98.660 σε χαρτονομίσματα.  

 

Ένεκα της παράλειψης του αιτητή να δηλώσει γραπτώς σε αρμόδιο λειτουργό του Τμήματος Τελωνείων το εκ μέρους του μεταφερόμενο ποσό συμφώνως των άρθρων 4 και 5[1] του ισχύοντος τότε περί Ελέγχου Ρευστών Διαθεσίμων που Εισέρχονται ή Εξέρχονται από την Κοινότητα και της Άσκησης Ενδοκοινοτικών Ελέγχων σε Ρευστά Διαθέσιμα Νόμου του 2009 (Ν.53(I)/2009)[2], το Τμήμα Τελωνείων προχώρησε, βάσει των άρθρων 103 και 104 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου (Ν.94(Ι)/2004) (ως ίσχυαν κατά τον χρόνο εκείνο) στην κατάσχεση του ανευρεθέντος ποσού ως υποκείμενο σε δήμευση, εκδίδοντας προς τούτο το τελωνειακό έντυπο κατάσχεσης Τελ. 71Α, ημερομηνίας 01.12.207, το οποίο ο αιτητής υπέγραψε.  Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την σημείωση με αρ. 2 στο εν λόγω έντυπο, «τα εμπορεύματα που κατασχέθηκαν, λογίζονται ότι κηρύσσονται σε δήμευση, αν δεν αμφισβητηθεί γραπτώς η κατάσχεση τους μέσα σε ένα μήνα».

 

Ο αιτητής συνελήφθη, με βάση τη διαδικασία του αυτοφώρου, και σε σχετική κατάθεσή του στην Αστυνομία στις 02.12.2017 έδωσε εξηγήσεις για την προέλευση του συγκεκριμένου ποσού, το οποίο, ως κατέθεσε, ήταν δικό του και προερχόταν από την εργασία του, ήτοι την οικογενειακή επιχείρηση εστιατορίου με κυπριακά σουβλάκια που διατηρούσε στη Λεμεσό. Επιπλέον, κατέθεσε πως είχε στην κατοχή του το συγκεκριμένο ποσό σε μετρητά επειδή, μετά το κούρεμα των καταθέσεων, φοβόταν να το καταθέσει στην τράπεζα και επιπλέον δεν είχε τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και αποδείξεις που η τράπεζα εν πάση περιπτώσει θα απαιτούσε για την κατάθεση.  Σκοπός δε της μεταφοράς του εν λόγω ποσού στο εξωτερικό ήταν η δημιουργία δεύτερης επιχείρησης εστιατορίου με κυπριακά σουβλάκια στην Ολλανδία. 

 

Ο αιτητής επανέλαβε τα ανωτέρω και σε ανακριτική κατάθεση που έδωσε στις 07.02.2018 στο Αρχιτελωνείο, στην παρουσία της δικηγόρου του, δηλώνοντας επιπλέον ότι δεν γνώριζε τη νομοθεσία ούτε ότι θα έπρεπε να είχε δηλώσει στο Τελωνείο το εν λόγω ποσό που μετέφερε.

 

Την 05.03.2018, ο δικηγόρος του αιτητή απέστειλε προς τους καθ’ ων η αίτηση επιστολή με θέμα «Επιστροφή χρημάτων που κρατήθηκαν από το τελωνείο του Αεροδρομίου Λάρνακας του Μ. Π.» και το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«Σε συνέχεια τηλεφωνικής μας επικοινωνίας στις 05/03/18 σας αποστέλλουμε την παρούσα και σας αναφέρουμε ότι έχουμε λάβει οδηγίες από τον πελάτη μας όπως τον εκπροσωπήσουμε και όπως προβούμε σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες.

 

Σας τονίζουμε ότι έχουμε οριστεί πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι για την παραλαβή όλων των χρημάτων και υπογραφή όλων των σχετικών εγγράφων.  Επισυνάπτεται έγγραφο πληρεξουσίου.  Παρακαλούμε όπως μας ενημερώσετε το συντομότερο δυνατόν σχετικά με την εκκρεμούσα διαδικασία.

 

Για οτιδήποτε χρειαστείτε παρακαλώ όπως επικοινωνήσετε με το γραφείο μας.». 

 

Στον δικηγόρο του αιτητή απεστάλη από τους καθ’ ων η αίτηση η επιστολή ημερομηνίας 13.03.2018, η οποία υπογράφεται από τη κα Μ.Χ.Κ., για Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων και στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 05/03/2018, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι το ποσό των €98.660,00 κατασχέθηκε από το Τμήμα Τελωνείων του Αεροδρομίου Λάρνακας με βάση τις διατάξεις του Περί Ελέγχου Ρευστών Διαθεσίμων που Εισέρχονται ή Εξέρχονται από την Κοινότητα και της Άσκησης Ενδοκοινοτικών Ελέγχων σε Ρευστά Διαθέσιμα Νόμου αρ.53(Ι)/2009, για τον λόγο ότι ο πελάτης σας παρέλειψε να το δηλώσει σε αρμόδιο λειτουργό κατά την αναχώρηση του από την Κύπρο στις 01/12/2017 με την πτήση πτήση (sic) ΗV5314 με προορισμό το Άμστερνταμ.

 

Σας πληροφορώ περαιτέρω, ότι το κατασχεθέν ποσό έχει δεόντως δημευθεί με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του Παραρτήματος του πιο πάνω αναφερόμενου νόμου, εφόσον δεν υποβλήθηκε εμπρόθεσμη αμφισβήτηση της κατάσχεσης.».

 

Στις 02.04.2018 ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή, αιτούμενος ως ανωτέρω.  Σημειώνεται ότι στην προσφυγή επισυνάπτονται, ως Παράρτημα Α΄, επιστολή, ημερομηνίας 19.03.2018 προς το ΤΑΕ Λάρνακας, με την οποία ο δικηγόρος του αιτητή ζήτησε όπως του παρασχεθούν εξηγήσεις γιατί δεν ενημερώθηκε το Τμήμα Τελωνείων για την αμφισβήτηση από τον αιτητή της κατάσχεσης των χρημάτων του, η οποία δόθηκε στην Αστυνομία στα πλαίσια της συνολικής διερεύνησης της υπόθεσης καθώς και επιστολή του Υπεύθυνου ΤΑΕ Λάρνακας, ημερομηνίας 20.03.2018, σύμφωνα με την οποία το Τμήμα Τελωνείων ενημερώθηκε για την αμφισβήτηση της κατάσχεσης των χρημάτων από τον αιτητή, αφού αντίγραφο της κατάθεσης και των ισχυρισμών του, ημερομηνίας 02.12.2017, απεστάλη στη λειτουργό του Τμήματος Ζ.Α..

 

Διά της γραπτής αγόρευσης του ευπαιδεύτου δικηγόρου του, ο αιτητής υποβάλλει καταρχάς τη θέση ότι, με την κατάθεσή του ημερομηνίας 02.12.2017 στην Αστυνομία είχε αμφισβητήσει την κατάσχεση και/ή τη δήμευση των χρημάτων του, παρέχοντα επαρκείς εξηγήσεις για την προέλευση του επίδικου ποσού, οι οποίες διερευνήθηκαν από την Αστυνομία που έκρινε ότι δεν προκύπτει οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα εναντίον του.  Αμφισβητώντας δε τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης εγείρει αριθμό λόγων ακύρωσης και συγκεκριμένα τους ισχυρισμούς ότι η αυτή εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, είναι το αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και τον νόμο και έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.  Επιπρόσθετα, διατείνεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι έκδηλα παράνομη καθότι αποφασίσθηκε η δήμευση του συνολικού ποσού των κατασχεθέντων χρημάτων ενώ είναι επιτρεπτή από τη νομοθεσία η εξαγωγή, χωρίς υποβολή σχετικής δήλωσης, ποσού μέχρι €10.000.  Περαιτέρω, με εκτενή παραπομπή σε νομολογία του ΕΔΑΔ, ο αιτητής ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και το δικαίωμα ιδιοκτησίας, ως αυτό κατοχυρώνεται στο Άρθρο 23 του Συντάγματος, στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και στα άρθρα 17, 49, 52 και 53 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Με πρόσθετους λόγους ακύρωσης ο αιτητής διατείνεται ακόμα πως η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί κατά παράβαση του δικαιώματος ακρόασης, των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, της αρχής της διάκρισης των εξουσιών λόγω επιβολής ποινής από διοικητικό όργανο, αντί από το Δικαστήριο και των Άρθρων 30 και 35 του Συντάγματος.  

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζει τη νομιμότητα και το αιτιολογημένο των ενεργειών του Τμήματος Τελωνείων, εγείροντας με τη γραπτή της αγόρευση προδικαστικές ενστάσεις ως προς το μη παραδεκτό της παρούσας προσφυγής.  Ειδικότερα, αφενός, ότι αυτή δεν στρέφεται εναντίον εκτελεστής διοικητικής πράξης εφόσον η προσβαλλόμενη πράξη έχει πληροφοριακό μόνο χαρακτήρα και, αφετέρου, στο βαθμό που ήθελε κριθεί ότι με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση της κατάσχεσης και/ή της δήμευσης των επίδικων χρημάτων, ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν είναι το αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της παρούσας διαφοράς, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η κατάσχεση και/ή η δήμευση δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και ως εκ τούτου δεν υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Εν πάση περιπτώσει, η κα Χαραλάμπους, με παραπομπή στις σχετικές πρόνοιες του Ν.53(I)/2009 και του Ν.94(Ι)/2004 αλλά και του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, αντικρούσει τους λόγους ακύρωσης που προωθεί ο αιτητής.  Συγκεκριμένα, αντιτείνει καταρχάς πως η λειτουργός που υπογράφει την προσβαλλόμενη πράξη, ημερομηνίας 13.03.2019, είχε ρητώς εξουσιοδοτηθεί προς τούτο από τον Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων, με τη σχετική εξουσιοδότηση να προσκομίζεται στο Δικαστήριο.  Επιπρόσθετα, ότι οι καθ’ ων η αίτηση ερμήνευσαν και εφάρμοσαν ορθά τη σχετική νομοθεσία, με την αναφορά στην προσβαλλόμενη πράξη σε παραγράφους 3 και 5 του Παραρτήματος του Ν.53(Ι)/2009 αντί του (ορθού) Ν.94(Ι)/2004 να έγινε εκ παραδρομής και να μην υποδηλώνει την εμφιλοχώρηση οποιασδήποτε πλάνης.

Είναι περαιτέρω η θέση της κας Χαραλάμπους πως η κατάθεση του αιτητή στην Αστυνομία ημερομηνίας 02.12.2017, δεν συνιστά νομότυπη αμφισβήτηση της κατάσχεσης του επίδικου ποσού ως υποκειμένου δήμευσης, εφόσον η εν λόγω κατάθεση δεν πληροί τον τύπο της αμφισβήτησης που απαιτείται από την παράγραφο 4 του Παραρτήματος του Ν.94(Ι)/2004.  Η παρούσα δε υπόθεση διακρίνεται, κατά την εισήγηση, από τη νομολογία του ΕΔΑΔ στην οποία ο αιτητής παραπέμπει καθότι εν προκειμένω η δήμευση επήλθε από τον νόμο και αυτοδικαίως συνεπεία της παράλειψης του αιτητή να αμφισβητήσει την κατάσχεση του επίδικου ποσού.

 

Αιτούμενος την απόρριψη των προδικαστικών ενστάσεων, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή εισηγείται ότι η απόρριψη – με την προσβαλλόμενη πράξη - του υποβληθέντος με την επιστολή ημερομηνίας 05.03.2018 αιτήματος για επιστροφή των χρημάτων του αιτητή, παράγει δυσμενείς έννομες συνέπειες εις βάρος του και ως εκ τούτου συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.  

 

Προέχει, βεβαίως, η εξέταση της προδικαστικής ένστασης περί έλλειψης δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου να επιληφθεί της παρούσας διαφοράς.

 

Το Παράρτημα του Ν.94(Ι)/2004, στις παραγράφους 3 και 4 του οποίου εκλαμβάνω ότι παραπέμπει η προσβαλλόμενη πράξη δοθέντος ότι ο Ν.53(Ι)/2009 δεν έχει Παράρτημα, προέβλεπε κατά τον ουσιώδη χρόνο (για ό,τι εδώ ενδιαφέρει) τα ακόλουθα:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(Άρθρο 103)

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΔΗΜΕΥΣΗ

Δηλοποίηση Κατάσχεσης

1. Ο Διευθυντής ή εξουσιοδοτημένος λειτουργός επιδίδει δηλοποίηση για κάθε κατάσχεση εμπορεύματος ως υποκειμένου εις δήμευση σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ήταν ή εύλογα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο κάτοχος του εμπορεύματος κατά το χρόνο της κατάσχεσης, γνωστοποιώντας γραπτώς τους λόγους στους οποίους εδράζεται η κατάσχεση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος:

Νοείται ότι, δεν απαιτείται η επίδοση δυνάμει της παραγράφου αυτής στην περίπτωση κατά την οποία η κατάσχεση έγινε στην παρουσία -

(α) του προσώπου, που έχει διαπράξει το αδίκημα ή που πιθανό να έχει διαπράξει το αδίκημα το οποίο προκάλεσε την κατάσχεση· ή

(β) του κατόχου ή του φερομένου ως κατόχου του εμπορεύματος που κατασχέθηκε ή κάποιου υπαλλήλου ή αντιπροσώπου του· ή

[…]

Αμφισβήτηση Δήμευσης

3. Αν οποιοδήποτε πρόσωπο διεκδικεί οποιοδήποτε εμπόρευμα το οποίο κατασχέθηκε ως υποκείμενο εις δήμευση, πρέπει […] εντός ενός μηνός από την κατάσχεση, να υποβάλει έγγραφη αμφισβήτηση σε οποιοδήποτε τελωνείο. […]

4. Η αμφισβήτηση που υποβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 3 πρέπει να είναι έγγραφη και ενυπόγραφη και να περιέχει οπωσδήποτε το όνομα και τη διεύθυνση του προσώπου που προβάλλει τη διεκδίκηση, καθώς και της λόγους για της οποίους αμφισβητεί τη νομιμότητα της κατάσχεσης:

[…]

Κήρυξη εις δήμευση

5. Στην περίπτωση που παρέλθει η νόμιμη προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 3, και δεν επιδοθεί έγγραφη αμφισβήτηση ή σε περίπτωση που επιδόθηκε τέτοια αμφισβήτηση αλλά δεν τηρηθεί οποιαδήποτε από τις διατάξεις της παραγράφου 4, το εμπόρευμα που κατασχέθηκε λογίζεται ως κηρυχθέν εις δήμευση.

6. Σε περίπτωση επίδοσης έγγραφης αμφισβήτησης αναφορικά με οποιοδήποτε εμπόρευμα, σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις του Παραρτήματος αυτού, ο Διευθυντής οφείλει να ενεργήσει σε εύλογο χρόνο για έκδοση δικαστικής απόφασης για το θέμα της δήμευσης του εμπορεύματος αυτού και αν το Δικαστήριο αποφασίσει ότι κατά το χρόνο της κατάσχεσης το εμπόρευμα υπόκειτο πράγματι εις δήμευση, κηρύσσεται δικαστικά η δήμευσή του.

[…]

Διαδικασία για κήρυξη εμπορεύματος που κατασχέθηκε

εις δήμευση στο Δικαστήριο

8. Η διαδικασία για δικαστική κήρυξη εις δήμευση εμπορεύματος που έχει κατασχεθεί ως υποκείμενο εις δήμευση είναι αστική, πραγματοπαγής (in rem) και εγείρεται στη Δημοκρατία.

 

Επισημαίνοντας ότι αντίστοιχες πρόνοιες με ταυτόσημο περιεχόμενο περιλαμβάνονταν και στο προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, ήτοι στο Δεύτερο Παράρτημα του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (82/1967), στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ανδρέας Αριστοτέλους κ.ά. ν Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 279, στην οποία η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση πρωτίστως παραπέμπει για να υποστηρίξει την προδικαστική ένσταση περί έλλειψης δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου να επιληφθεί της παρούσας διαφοράς, κρίθηκαν σχετικώς τα ακόλουθα:

 

«Η κατάσχεση προς δήμευση, διενεργούμενη κατά τις διατάξεις του άρθρου 170 του Νόμου, άγει σε περίπτωση αμφισβήτησης σε δικαστική διαδικασία προς έκδοση δικαστικής απόφασης "επί του θέματος της δημεύσεως". Η διαδικασία, την οποία το άρθρο 176 χαρακτηρίζει ως "τελωνειακή δίωξη", ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Δευτέρου Παραρτήματος του Νόμου. Ορίζεται ως αστική και διεξάγεται ενώπιον του αρμόδιου, κατά τα κριτήρια που τίθενται, Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Αkak Marine Company Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων Πολιτική Έφεση 8065 ημερομηνίας 17 Σεπτεμβρίου 1993 και 21 Οκτωβρίου 1994 έγινε δεκτή η θέση της Δημοκρατίας πως ακόμα και στην περίπτωση διαδικασίας προς δήμευση πλοίου, αρμόδιο Δικαστήριο είναι, κατά το Νόμο, το Επαρχιακό Δικαστήριο και όχι το Ανώτατο Δικαστήριο ως Ναυτοδικείο. Το αντικείμενο της διαδικασίας είναι καθορισμένο. Κηρύσσεται δικαστικώς η δήμευση, "εαν το Δικαστήριο εξεύρη ότι τούτο, ότε κατεσχέθη τω όντι υπέκειτο εις δήμευσιν". Ιδιαίτερες πρόνοιες του ίδιου Παραρτήματος αλλά και του άρθρου 177 καθορίζουν αρχές ως προς την απόδειξη ορισμένων ζητημάτων.

Σύμφωνα με τις απόψεις που εκφράστηκαν, η κατάσχεση είναι εκτελεστή διοικητική πράξη επειδή επιφέρει στέρηση της κατοχής και της χρήσης των εμπορευμάτων και, όπως προσθέτουν οι καθ' ων η αίτηση, επειδή εμπεριέχει απόφαση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου ότι τα εμπορεύματα πράγματι υπόκεινται σε δήμευση. Επομένως, όπως εισηγούνται, "οι διατάξεις του Δευτέρου Παραρτήματος του Νόμου περί Τελωνείων και Φόρων Κατανάλωσης αρ. 82/67, οι οποίες καθιερώνουν την κήρυξη ή επικύρωση της δήμευσης μέσα από αστική διαδικασία ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου", είναι συλλήβδην αντισυνταγματικές. Όπως εξήγησαν, το έργο του ελέγχου της ορθότητας της νομιμότητας της κατάσχεσης εμπίπτει κατά το Σύνταγμα στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Βρίσκεται στον πυρήνα της εισήγησης η αντίληψη πως οι διατάξεις του Νόμου που εξουσιοδοτούν την κατάσχεση είναι αυτοτελείς και, επομένως, διαχωρίσιμες από τις υπόλοιπες. Δεν είναι έτσι. Ο Νόμος εισάγει μηχανισμό αδιαίρετο. Η κατάσχεση δεν αποτελεί την ενέργεια που αφ' εαυτής, κατά το Νόμο, επιφέρει τη δήμευση και δεν επάγεται συνέπειες ως προς το δικαίωμα της κυριότητας επί του εμπορεύματος που κατάσχεται. Το εμπόρευμα περιέρχεται ή δεν περιέρχεται στην κυριότητα της Δημοκρατίας ανάλογα με την αντίδραση του κυρίου του ή την κατάληξη της τελωνειακής δίωξης. H πρόταση των καθ' ων η αίτηση και των αιτητών που την υιοθετούν, παραγνωρίζει αυτή την πραγματικότητα. Αποτελεί όρο του Νόμου να διενεργείται η κατάσχεση όχι για να επέλθουν εξ αυτής της ίδιας όποια έννομα αποτελέσματα, εννοείται άλλα από όσα συνδέονται προς την προσωρινή κατοχή του εμπορεύματος στα οποία θα επανέλθουμε, αλλά για να ακολουθήσουν όσα προνοούνται ως συνέχεια κατά το νόμο. Η υιοθέτηση της εισήγησης που υποβλήθηκε θα προσέδιδε στην κατάσχεση έννοια και περιεχόμενο ασυμβίβαστο προς τις ρητές διατάξεις του Νόμου που τη διέπουν.

Ο εξοβελισμός, ως αντισυνταγματικών, του Δευτέρου Παραρτήματος και των άλλων διατάξεων ως προς την τελωνειακή δίωξη θα κατέλειπε τις διατάξεις που εξουσιοδοτούν την κατάσχεση αιωρούμενες στο κενό. Το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του κατά το άρθρο 146 του Συντάγματος, ουδέποτε θα μπορούσε να υποκαταστήσει το Επαρχιακό Δικαστήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί έλεγχο νομιμότητας και η δικαιοδοσία είναι αμιγώς ακυρωτική. Δεν προβαίνει σε πρωτογενείς διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα κατά υποκατάσταση της κρίσης της διοίκησης και με κανένα τρόπο δεν θα ήταν επιτρεπτό να κρίνει αν το εμπόρευμα "τω όντι υπέκειτο εις δήμευσιν".

[…]

Για τους λόγους που παραθέσαμε κρίνουμε πως, στο πλαίσιο του πλέγματος των διατάξεων του Νόμου 82/67, η κατάσχεση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Είναι γεγονός ότι η κατάσχεση αφ' εαυτής στερεί την κατοχή του εμπορεύματος που κατάσχεται αλλά δεν είναι εξ αυτού του λόγου εκτελεστή διοικητική πράξη ενόψει της άρρηκτης σύνδεσής της προς τη δικαστική διαδικασία που προνοείται. Οι υποθέσεις Phedias Kyriakides v. Republic 1 R.S.C.C. 66, και Charilaos Xenophontos v. Republic 2 R.S.C.C. 89 είναι σχετικές. Οι προσφυγές στην έκταση που προσβάλλουν κατάσχεση που έγινε, θα απορριφθούν ως απαράδεκτες.».

 

Στην απόφαση F.P.P. Fish Processing Ltd v Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (2005) 3 ΑΑΔ 151, το Ανώτατο Δικαστήριο, παραπέμποντας στην Αριστοτέλους, επανέλαβε πως η διαδικασία που προβλέπεται στον νόμο είναι αναντίλεκτα αστική και αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο εφόσον τόσο η κατάσχεση όσο και η διαδικασία δήμευσης δημιουργούν αστική διαφορά, που υπάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο και δεν συνιστούν εκτελεστή διοικητική πράξη.  Επικύρωσε δε ως ορθή την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την προσφυγή της εφεσείουσας κατά της κατάσχεσης εμπορευμάτων της, καθώς και κατά της παράλειψης διεξαγωγής δικαστικής διαδικασίας για δήμευση των ιδίων εμπορευμάτων, επισημαίνοντας (το πρωτόδικο Δικαστήριο) πως «η εν προκειμένω απόφαση του Διευθυντή δεν ήταν εκτελεστή - το ίδιο βέβαια θα ίσχυε και για παράλειψη - ενόψει «της άρρηκτης σύνδεσής της προς τη δικαστική διαδικασία που προνοείται», ακριβώς όπως και στην περίπτωση απόφασης για κατάσχεση. Επομένως δεν χωρεί προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχει δυνατότητα θεραπείας με ένδικο μέσο σε άλλη δικαιοδοσία».

 

Ορθώς δε η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση παραπέμπει και στα κριθέντα στην απόφαση Kourtellaris Trade and Tours Ltd v Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (2001) 4 ΑΑΔ 357, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, επεσήμανε καταληκτικά τα ακόλουθα:

 

«[…] το δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης. Με την προσφυγή δεν προσβάλλεται διοικητική πράξη. Ο νόμος προβλέπει τον τρόπο αντίδρασης σε δήμευση και το δικαστήριο που έχει αρμοδιότητα.  Δεν είναι νοητό να δημιουργείται δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο αυτό επειδή ο διάδικος δεν υπερασπίστηκε τα δικαιώματα που του παρέχει ο νόμος και υπέστη τις συνέπειες που ορίζει ο νόμος λόγω των παραλείψεων του. Και για το σκοπό αυτό βρίσκω ότι με βάση τα στοιχεία δεν υπήρξε αμφισβήτηση της κατάσχεσης προς δήμευση, όπως προνοεί ο νόμος.».

 

Σημειώνεται επιπρόσθετα πως απορριπτικές, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, ήταν και οι αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου Jumbo Trading Ltd ν Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 281/2017, ημερ. 21.08.2018 και Ευαγγέλου ν Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, Υπόθ. αρ. 1353/2017, ημερ. 21.02.2022, στις οποίες επίσης η κα Χαραλάμπους παρέπεμψε και με το σκεπτικό των οποίων συμφωνώ.

 

Με βάση τα ανωτέρω και επισημαίνοντας ότι η επιστροφή των κατασχεθέντων χρημάτων στον αιτητή προϋποθέτει κρίση κατά πόσον τα εν λόγω χρήματα υπόκειντο πράγματι, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, σε δήμευση, κρίση την οποία αρμόδιο να εκφέρει είναι αποκλειστικά το Επαρχιακό Δικαστήριο, καταλήγω ότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης.  Αποδεχόμενη την προδικαστική ένσταση των καθ’ ων η αίτηση, διαπιστώνω ότι με την παρούσα προσφυγή δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη.  Όπως επισημάνθηκε στην Kourtellaris Trade and Tours Ltd, ανωτέρω, ο νόμος προβλέπει τον τρόπο αντίδρασης σε περίπτωση δήμευσης και το αρμόδιο προς τούτο Δικαστήριο.  Εφόσον δε ο αιτητής θεωρούσε ότι με την κατάθεσή του στην Αστυνομία ημερομηνίας 02.12.2017 είχε νομότυπα αμφισβητήσει την επίδικη κατάσχεση και ως εκ τούτου ο Διευθυντής είχε εκ του νόμου υποχρέωση να ενεργήσει σε εύλογο χρόνο για την έκδοση δικαστικής απόφασης για το θέμα της δήμευσης, τότε θα έπρεπε να εξετάσει το δυνατότητα αναζήτησης θεραπείας με ένδικο μέσο σε άλλη δικαιοδοσία (F.P.P. Fish Processing Ltd v Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, Υπόθ. αρ. 900/2000, ημερ. 25.04.2002).

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη με έξοδα ύψους €1.700 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.



[1] 4. Κάθε φυσικό πρόσωπο που εισέρχεται στη Δημοκρατία από τρίτη χώρα ή άλλο κράτος μέλος ή εξέρχεται από αυτή προς τρίτη χώρα ή άλλο κράτος μέλος και μεταφέρει ρευστά διαθέσιμα ή χρυσό αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, υποχρεούται να δηλώνει γραπτώς το ποσό αυτό ή το χρυσό σε αρμόδιο λειτουργό του Τμήματος Τελωνείων κατά την είσοδό του ή την έξοδό του.

5.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να δηλώσει σε αρμόδιο λειτουργό του Τμήματος Τελωνείων το μεταφερόμενο ποσό ρευστών διαθεσίμων ή χρυσό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου ή προβαίνει σε αναληθή, ανακριβή ή ελλιπή δήλωση, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ.

(2) Σε περίπτωση παράλειψης δήλωσης ή αναληθούς, ανακριβούς ή ελλιπούς δήλωσης σύμφωνα με το εδάφιο (1), ολόκληρο το ποσό των ρευστών διαθεσίμων είναι δυνατό να παρακρατηθεί ή να κατασχεθεί ως υποκείμενο εις δήμευση, δυνάμει των διατάξεων του Τελωνειακού Κώδικα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζει ο Διευθυντής.

 

[2] Καταργήθηκε με τον ο περί Ελέγχου Ρευστών Διαθεσίμων που Εισέρχονται στην ή Εξέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Άσκησης Ενδοενωσιακών Ελέγχων σε Ρευστά Διαθέσιμα Νόμο του 2022 (Ν.63(Ι)/2022).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο