
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 486/2025 (Κ)
26 Αυγούστου, 2025
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
S. O., από τη Συρία
Αιτητής,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ' ων η Αίτηση
Ν. Χαραλαμπίδου (κα) για ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόρος Αιτητή.
Ρ. Χαραλάμπους (κα) μαζί με Χρ. Δημητρίου (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για τους Καθ' ων η Αίτηση.
___________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 25.04.2025 η οποία αφορά την κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη, δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ)(στ)(ζ) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 και του διατάγματος κράτησης του με ίδια ημερομηνία δυνάμει του ίδιου νόμου, για σκοπούς απέλασης του δυνάμει του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου.
Ως καταγράφεται στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση και προκύπτει από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου ο οποίος έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο, τα σχετικά με την παρούσα υπόθεση γεγονότα έχουν ως ακολούθως:
Ο αιτητής, υπήκοος της Συρίας με ημερομηνία γεννήσεως 01/06/1998, υπέβαλε αίτημα στις 13/11/2018 στην Κυπριακή Δημοκρατία για παροχή σ’ αυτόν διεθνούς προστασίας και στις 11/09/2020 του παραχωρήθηκε το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας από την Υπηρεσία Ασύλου.
Στις 31/03/2023, ο αιτητής καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Πάφου σε 3,5 χρόνια φυλάκισης για αδικήματα που σχετίζονται με συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος, παράνομη κατοχή περιουσίας, κατοχή αρχαιοτήτων χωρίς να εφοδιαστεί ο Διευθυντής Αρχαιοτήτων με κατάλογο που να περιγράφονται οι αρχαιότητες. Η έκτιση της ποινής φυλάκισης του άρχισε από τις 18/10/2022, ενώ έτυχε αποφυλάκισης την 1/11/2024, αλλά την επόμενη ημέρα επανασυνελήφθη δυνάμει διατάγματος κράτησης ημερ. 21/10/2024.
Εκκρεμούσης της φυλάκισης του, η Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Πάφου, με επιστολή της στις 23/09/2024, εισηγήθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου την ανάκληση του καθεστώτος Συμπληρωματικής Προστασίας του αιτητή, χωρίς ωστόσο αυτό να υλοποιηθεί μέχρι και την επιφύλαξη της παρούσας απόφασης. Στις 21/10/2024, παραδόθηκε δια χειρός στον αιτητή επιστολή στην αγγλική γλώσσα με την οποία ενημερώνονταν για την πρόθεση της Διευθύντριας του Τμήματος Μετανάστευσης να τον απομακρύνει από τη Δημοκρατία, παρέχοντας του τη δυνατότητα να προβεί σε γραπτές ή προφορικές παραστάσεις για να αντικρούσει τους λόγους της απέλασης του.
Στις 21/10/2024, εκδόθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση διάταγμα κράτησης και απέλασης κατά του αιτητή, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου και του άρθρου 29 των περί Προσφυγών Νομών. Στις 11/11/2024, ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή υπ' αριθμό 1500/2024(Κ) ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, προσβάλλοντας τη νομιμότητα της κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, όπως και των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 21/10/2024. Στις 22/01/2025 το Διοικητικό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση αποφασίζοντας την ακύρωση της κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, την απόρριψη των αιτητικών που αφορούσαν και/ή σχετίζονταν με το διάταγμα απέλασης και την παραπομπή προς εκδίκαση στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 21/10/2024. Η εν λόγω προσφυγή παραπέμφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας και έλαβε τον αριθμό 253/2025, ενώ κατά της απόφασης υπ' αρ. 1500/24(Κ) καταχωρίστηκε έφεση εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση στις 04/03/2025.
Στις 11/11/2024, ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή υπ' αριθμό ΔΑ 8/2024 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, προσβάλλοντας τα διατάγματα κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν εναντίον του ημερομηνίας 21/10/2024. Στις 07/02/2025 εκδόθηκε απόφαση από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας στα πλαίσια της προσφυγής υπ' αριθμόν ΔΑ 8/2024 με την οποία ακυρώθηκε το διάταγμα απέλασης ημερομηνίας 21/10/2024 εναντίον του αιτητή, ενώ αποφασίστηκε ότι το δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί του διατάγματος κράτησης, κατ΄επίκληση και του δεσμευτικού λόγου της απόφασης του Εφετείου στην υπόθεση υπ' αρ. 12/2024, ημερομηνίας 15/10/2024.
Στις 10/02/2025 παραδόθηκε δια χειρός στον αιτητή, εκ νέου, επιστολή με την οποία ενημερώνονταν για την πρόθεση της Διευθύντριας του Τμήματος Μετανάστευσης να τον απομακρύνει από τη Δημοκρατία ,παρέχοντας του τη δυνατότητα να προβεί σε γραπτές ή προφορικές παραστάσεις για να αντικρούσει τους λόγους της επιδιωκόμενης απέλασης. Στις 13/02/2025 εκδόθηκαν νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης κατά του αιτητή δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου και του άρθρου 29 των περί Προσφυγών Νομών, αντίστοιχα. Tο διάταγμα απέλασης προσβλήθηκε με την προσφυγή αρ. Δ.Α. 1/2025 ενώπιον του ΔΔΔΠ, ενώ η απόφαση κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη και το διάταγμα κράτησης στο Διοικητικό Δικαστήριο με την προσφυγή αρ. 218/2025. Όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο της παρούσας, στις 25/4/2025 τα διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ. 13/02/2025 ακυρώθηκαν. Η υπόθεση ενώπιον του ΔΔΔΠ αρ. Δ.Α. 1/2025 αποσύρθηκε, ενώ η υπόθεση ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 218/2025 συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα να εκδοθεί στις 21/08/2025 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία ακυρώθηκε τόσο η απόφαση κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη όσο και το διάταγμα κράτησης ημερ.13/02/2025.
Στις 10/03/2025, εκδόθηκε απόφαση από το Ανώτατο Δικαστήριο με την οποία απορρίφθηκε η Πολιτική Αίτηση υπ' αρ. 27/2025 ημερ. 11/02/2025 με την οποία ο αιτητής ζητούσε την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Habeas Corpus, ενώ ακολούθως στις 10/03/2025 επί της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η Έφεση Υπ. Αρ. 4/2025.
Στις 28/04/2025 και εκκρεμούσων των πιο πάνω προσφυγών, οι Καθ΄ων η αίτηση κοινοποίησαν επιστολή στον Αιτητή, ενημερώνοντας τον για την έκδοση νέων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του, όπως και νέας απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη. Tο διάταγμα απέλασης προσβλήθηκε με την προσφυγή αρ. Δ.Α. 2/2025 ενώπιον του ΔΔΔΠ, ενώ η απόφαση κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ)(στ)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου η οποία εκδόθηκε στις 25/04/2025 και το διάταγμα κράτησης ίδιας ημερομηνίας, στο Διοικητικό Δικαστήριο με την παρούσα προσφυγή.
Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, ο οποίος κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 4/06/2025 ως Τεκμήριο 4 (ερυθρό 294), τα παραρτήματα της Ένστασης των Καθ' ων η αίτηση και όλα τα σχετικά έγγραφα των φακέλων είναι τα ίδια με αυτά στην υπόθεση ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 218/2025, πλέον τα προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης και η επιστολή κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη ημερ. 25/04/2025 και τα δικόγραφα τα οποία αφορούν την σχετική προσφυγή αρ. Δ.Α. 2/2025 ενώπιον του ΔΔΔΠ. Ομοίως, και οι προβαλλόμενοι νομικοί ισχυρισμοί είναι πανομοιότυποι, ενώ επιπρόσθετα προβάλλεται εκ μέρους του αιτητή ο ισχυρισμός ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν αναρμόδια, άνευ νόμιμης από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Στο σημείο αυτό θα τονίσω ότι τα ζητήματα τα οποία αφορούν την παρούσα υπόθεση σε σχέση με την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 25/04/2025 και το τελευταίο διάταγμα του αιτητή έχουν απασχολήσει πολύ πρόσφατα το Δικαστήριο στα πλαίσια της έκδοσης απόφασης στις 21/08/2025 στην υπόθεση αρ. 218/2025, μεταξύ των ίδιων διαδίκων αλλά και των ίδιων δικηγόρων των πλευρών, για την προηγούμενη απόφαση και διάταγμα κράτησης ημερ. 13/02/2025. Ως εκ τούτου, αναπόφευκτα μεγάλο μέρος της παρούσας απόφασης επαναλαμβάνει τα όσα καταγράφω μέσα στα πλαίσια της εν λόγω απόφασης μου ημερ. 21/08/2025.
Πριν την εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, το Δικαστήριο θα εξετάσει το ζήτημα της δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου επί του διατάγματος κράτησης που εκδόθηκε εναντίον του αιτητή, δεδομένου ότι, ο ίδιος ο αιτητής υποστηρίζει ότι, αρμόδιο είναι το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας και όχι το Διοικητικό Δικαστήριο στο όποιο έχει, δια της παρούσης, προσφύγει. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένης και της απόφασης του Εφετείου ημερομηνίας 15/10/2024 στην υπόθεση AHMED SHBIB ν. Κ. Δ., ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 12/2024, αμφότερες οι πλευρές αποδέχονται ότι το παρόν δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να αποφασίσει επί της απόφασης κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη.
Η θέση η οποία προβάλλεται εκ μέρους του αιτητή είναι ότι, το ζήτημα του κατά πόσο μπορεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα απέλασης από τη δημοκρατία να τίθεται υπό κράτηση, στην απουσία οποιωνδήποτε τέτοιων διατάξεων στον περί Προσφύγων Νόμο, αποτελεί ζήτημα το οποίο εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), ως το κατ’ εξοχήν αρμόδιο δικαστήριο να κρίνει αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου. Το γεγονός, υποστηρίζει η κα. Χαραλαμπίδου, ότι οι Καθ' ων η αίτηση καταχρηστικά έχουν εκδώσει διάταγμα κράτησης δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να το κρίνει, από τη στιγμή που η κράτηση συνιστά στέρηση της προσωπικής ελευθερίας δικαιούχου διεθνούς προστασίας ο οποίος υπάγεται κατ'εξοχήν στις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου. Υποστηρίζει ότι το Εφετείο στην υπόθεση Ahmed Shbib (ανωτέρω) έκρινε μόνο τη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου να κρίνει αναφορικά με τη κήρυξή προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη και όχι ότι το αυτό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί και του διατάγματος κράτησης.
Σχετικά σημειώνει μέσω της απαντητικής της αγόρευσης 29/05/2025 ότι, ως συνέπεια της παραπομπής του αδελφού Δικαστή Φ.Καμένου ΔΔΔ με την απόφαση του ημερομηνίας 22/01/2025 στην προσφυγή υπ' αριθμό 1500/2024(Κ), το πρώτο διάταγμα κράτησης του αιτητή ημερομηνίας 21/10/2024, εκκρεμεί ακόμη στην Υπόθεση Αρ. 253/2025 ενώπιον του ΔΔΔΠ. Επιχειρηματολογώντας, θεωρεί ορθή την κατάληξη του Δικαστηρίου να παραπέμψει το διάταγμα κράτησης που είχε εκδοθεί εναντίον του ίδιου προσώπου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, καθότι ο περί Προσφύγων Νόμος, βάσει του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης εναντίον του αιτητή, συνιστά ειδικό νόμο, ο οποίος υπερισχύει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ιδίως σε ότι αφορά τα δικαιώματα και προστασία των δικαιούχων συμπληρωματικής προστασίας, περιλαμβανομένης της προστασίας από την απέλαση και την κράτηση, όπως προκύπτει και από το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, το οποίο τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου. Πέραν τούτου, επικαλείται ότι, ο περί Προσφύγων Νόμος εμπεριέχει ευνοϊκότερες διατάξεις ή/και ρυθμίσεις σε σχέση με το ΚΕΦ. 105, αφού κατά κύριο λόγο, μεταξύ άλλων, δεν προβλέπει την κράτηση δικαιούχου διεθνούς προστασίας για σκοπούς απέλασης. Προς υποστήριξη περαιτέρω της θέσης της, τονίζει ότι, η έκδοση διατάγματος κράτησης βάσει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου αποτελεί επακόλουθη και άμεσα συνδεδεμένη απόφαση με διάταγμα απέλασης που εκδίδεται, ως υποστηρίζει, δυνάμει του ίδιου άρθρου. Το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου χωρίς να εκδοθεί διάταγμα απέλασης δυνάμει του ίδιου άρθρου και με μόνη την κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη η οποία, όπως πάντα υποστηρίζει, δεν συνδέεται άμεσα με την κράτηση. Όπως ωστόσο αναγνωρίζει, το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, στην απουσία διατάξεων που να επιτρέπουν την κράτηση στο άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση των εκπροσώπων της Νομικής Υπηρεσίας, οι οποίες υποδεικνύουν ότι, προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια από την επιστολή δια της οποίας κοινοποιήθηκαν η απόφαση κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη καθώς και το διάταγμα κράτησης κατά του αιτητή, ότι αυτό εδράζεται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο (Κεφ. 105). Ως εκ τούτου, υποστηρίζουν, αρμόδιο δικαστήριο να κρίνει τη νομιμότητα της απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη καθώς και του διατάγματος κράτησης του είναι το Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο εγκαθιδρύθηκε με σκοπό την εξέταση διοικητικών πράξεων, οι οποίες προσβάλλονται στη βάση του άρθρου 146 του Συντάγματος και έχουν εκδοθεί στη βάση νομοθεσίας που δεν είναι ο περί Προσφύγων Νόμος.
Θα συμφωνήσω με τις εκπροσώπους των Καθ’ ων η αίτηση ότι είναι ξεκάθαρο από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης πως το προσβαλλόμενο Διάταγμα Κράτησης εκδόθηκε δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και η επίκληση του άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου εκ μέρους του αιτητή σε σχέση με την εν λόγω προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί προϊόν πλάνης.
Το άρθρο 14 του ΚΕΦ.105 διαλαμβάνει τα εξής:
«14.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού και των όρων οποιασδήποτε άδειας ή έγκρισης που χορηγήθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδόθηκαν βάσει αυτού και με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου, ο Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης δύναται να διατάξει οποιοδήποτε αλλοδαπό ο οποίος είναι απαγορευμένος μετανάστης ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, αφού εισήλθε στη Δημοκρατία με άδεια να παραμείνει σε αυτή για περιορισμένη περίοδο, παραμένει στη Δημοκρατία μετά την παρέλευση της περιόδου αυτής ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο περιλαμβάνεται εντός της κατηγορίας που απαριθμείται στην παράγραφο (9) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 να απελαθεί από τη Δημοκρατία και, εν τω μεταξύ, να τεθεί υπό κράτηση.»
Η αρμοδιότητα και/ή δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου ορίζεται από τις διατάξεις του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 2015 (Ν. 131(Ι)/2015) και συγκεκριμένα στο άρθρο 3 όπου ορίζει ότι:
«Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, καθιδρύεται Διοικητικό Δικαστήριο με αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσης προσφυγής η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, (...)»
Αντίστοιχα, η δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ορίζεται από τις διατάξεις του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018) και συγκεκριμένα στο άρθρο 11(2) αυτού, ο οποίος αναθέτει κατ' αποκλειστικότητα δικαιοδοσία για εξέταση πράξεων εκδιδόμενων ή παραλείψεων οφειλόμενων ενεργειών δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Συγκεκριμένα το άρθρο 11 (2) του Ν. 73(Ι)/2018 προνοεί ότι: «(2) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αποφασίζει επί πάσης προσφυγής η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδομένης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου.»
Παραθέτοντας τις πρόνοιες των σχετικών νόμων και το λεκτικό του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 28/04/2025 καταλήγω ότι, το ΔΔΔΠ δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει καμιά άλλη πράξη πλην των εκδιδομένων βάσει του περί Προσφύγων Νόμου, με αποτέλεσμα το παρόν δικαστήριο να έχει την αρμοδιότητα να αποφασίσει επί της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης του αιτητή. Συνεπώς, ορθά η δικηγόρος του αιτητή προσέφυγε ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ως προς το διάταγμα κράτησης του πελάτη της και όχι στο ΔΔΔΠ όπου προσέβαλε το σχετικό διάταγμα απέλασης.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο θα εξετάσει και το ζήτημα ύπαρξης δεδικασμένου και της ισχυριζόμενης αποτυχίας της διοίκησης να συμμορφωθεί με το ακυρωτικό αποτέλεσμα της προσφυγής υπ' αριθμό 1500/2024(Κ), το οποίο επίσης προωθεί ο αιτητής μέσω της αγόρευση του. Ως αναφέρθηκε στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης ανωτέρω, έχει ήδη εκδοθεί απόφαση από τον αδελφό Δικαστή Φ.Καμένο, αναφορικά με την κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη ημερ. 21/10/2024, απόφαση η οποία ακυρώθηκε και το αρχικό διάταγμα κράτησης που είχε εκδοθεί εναντίον του παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο ΔΔΔΠ. Αντίστοιχα το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, με απόφασή του, ακύρωσε το αρχικό διάταγμα απέλασης που είχε εκδοθεί εναντίον του αιτητή. Στη συνέχεια οι Καθ' ων η Αίτηση εξέδωσαν τις προσβαλλόμενες με την προσφυγή αρ. 218/2025 αποφάσεις ημερ. 13/02/2025 στη βάση των ίδιων περιστατικών, ενώ στη συνέχεια τις αποφάσεις ημερομηνίας 28/04/2025, με αποτέλεσμα, κατά τον αιτητή, να παραβιάζεται η αρχή του δεδικασμένου,
Την διαφορετική υπόσταση των αποφάσεων κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη ημερ. 21/10/2024 και της επίδικης, όπως και των αντίστοιχων διαταγμάτων κράτησης, μαζί με την εμπρόθεσμή καταχώρηση Έφεσης κατά της απόφασης του ΔΔ στην προσφυγή υπ' αριθμό 1500/2024(Κ), προβάλουν οι Καθ’ ων η αίτηση ως απάντηση στη θέση του αιτητή περι ύπαρξης δεδικασμένου.
Και σε αυτό το επίδικο ζήτημα θα συμφωνήσω με τις εκπροσώπους της Νομικής Υπηρεσίας, αφού θεωρώ ότι η απόφαση του αδελφού μου Δικαστή ημερομηνίας 22/01/2025 στην Υπόθεση υπ' αριθμό 1500/2024(Κ) δεν μπορεί να είναι δεσμευτική υπό την μορφή δεδικασμένου για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης. H ύπαρξη δεδικασμένου προϋποθέτει τελεσίδικη κρίση, ταύτιση διαδίκων όπως και ταύτιση επιδίκων θεμάτων (Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2005) 3 Α.Α.Δ. 625 και Halsburv's Laws of Enqland, 3η έκδοση, τόμος 15, σελ. 336, ΖΟΥΑ MITOVA MARGARITOVA v. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση αρ. 6283/2013, 20/11/2013). Στη παρούσα περίπτωση, δεδομένης της καταχώρησης Έφεσης εκ μέρους των Καθ΄ων η Αίτηση, δεν υφίσταται τελεσίδικη κρίση. Η θέση μου είναι ότι οι προσβαλλόμενες δια της παρούσης αποφάσεις, αποτελούν αυτοτελείς διοικητικές πράξεις, οι οποίες θα κριθούν από το παρόν δικαστήριο το οποίο κρίνω ότι είναι και το αρμόδιο.
Ως πρώτος λόγος ακύρωσης προβάλλεται από τον αιτητή ο ισχυρισμός ότι, οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν αναρμόδια και/ή άνευ νόμιμης εξουσιοδότησης από το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού ισχυρίζεται στην αγόρευση του (παράγραφος 51) ότι η εξουσιοδότηση προς την Διευθύντρια ΤΑΠΜ έγινε «στη βάση εξουσιών που εκχωρήθηκαν σε αυτήν από τον Υπουργό Εσωτερικών» και όχι από το αρμόδιο Υπουργικό Συμβούλιο. Η θέση αυτή προωθήθηκε και στο στάδιο των Διευκρινήσεων, με αποτέλεσμα την αντίδραση της δικηγόρου των Καθ΄ων η αίτηση η οποία αναφέρθηκε σε σχετική εξουσιοδότηση εκ μέρους του Υπουργικού Συμβουλίου. Μετά από άδεια του Δικαστηρίου η οποία δόθηκε στο στάδιο των Διευκρινήσεων στις 4/06/2025 και πριν επιφυλαχθεί η απόφαση, η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας ανάρτησε στο ηλεκτρονικό σύστημα την δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 28/03/2025 (Αρ.4904) της εξουσιοδότησης από το Υπουργικό Συμβούλιο, ως αποφασίστηκε στη συνεδρία του ημερ. 26.3.2025, να εκχωρίσει τις εξουσίες του αναφορικά με το ΚΕΦ.105 προς τον Διευθυντή και/ή όποιον οριστεί να εκτελεί καθήκοντα ως Αναπληρωτής Διευθυντής του ΤΑΠΜ. Το συγκεκριμένο έγγραφο ξεκαθαρίζει το ζήτημα της εκχώρησης από το Υπουργικό Συμβούλιο προς την Διευθύντρια του ΤΑΠΜ η οποία και υπογράφει τις προσβαλλόμενες πράξεις, με αποτέλεσμα ο πρώτος λόγος ακύρωσης να απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Καταγράφοντας τα πιο πάνω, προχωρώ στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης των προσβαλλομένων πράξεων, που είναι η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και το διάταγμα κράτησης αυτού για σκοπούς απέλασης. Όπως έχει υποστηριχθεί εξαρχής εκ μέρους του αιτητή, οι Καθ’ ων η Αίτηση λανθασμένα δεν ακολούθησαν τις προβλεπόμενες διαδικασίες τις οποίες επιτάσσει ο Νόμος πριν από την έκδοση της επίδικης απόφασης, με δεδομένο ότι ο αιτητής διατελούσε κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας. Ο αιτητής, ως καταγράφει στη προσφυγή του και προωθεί με την γραπτή αγόρευση της δικηγόρου του, υποστηρίζει ότι, η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση για κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη και συνακόλουθα το ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου διάταγμα κράτησης πάσχουν, ως αναιτιολόγητα και/ή χωρίς τη δέουσα αιτιολογία και ως αποτέλεσμα πραγματικής και νομικής πλάνης εκ μέρους της διοίκησης.
Αντίθετα, η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση είναι ότι τόσο η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, όσο και το διάταγμα κράτησης του, αποτελούν πράξεις ορθές, νόμιμες και αιτιολογημένες και ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με το νόμο. Οι εκπρόσωποι της Ν.Υ. υποστηρίζουν ότι οι Καθ' ων η Αίτηση είχαν εις γνώση τους το καθεστώς δικαιούχου διεθνούς προστασίας του αιτητή, τόσο πριν όσο και κατά τον επίδικο χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και αφού συνεκτίμησαν τα στοιχεία της υπόθεσης, εντός των πλαισίων που τους ορίζει ο Νόμος, ορθώς τον κήρυξαν ως απαγορευμένο μετανάστη στη βάση του άρθρου 6(1)(δ), (στ) και (ζ) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, εφόσον ένεκα της ποινικής του καταδίκης από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου υπό σύνθεση Κακουργιοδικείου, έκριναν ότι η συμπεριφορά του αποτελεί πραγματική, ενεστώτα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας, και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας. Επομένως, παραπέμποντας στο κείμενο της απόφασης, η αιτιολογία της κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη είναι σαφής και πλήρης.
Εν προκειμένω, είναι παραδεκτό ότι ο αιτητής κατά πάντα ουσιώδη χρόνο είναι κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας. Το παρόν δικαστήριο ήδη μέσω της πρόσφατης απόφασης του ημερ. 23/07/2025 κατά την επανεκδίκαση της Υπόθεσης Αρ. 1578/2023 (Κ), AHMED SHBIB εκ Συρίας ν. Κ.Δ., ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ως συνέπεια της απόφασης του Εφετείου στην υπόθεση Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 12/2024, πραγματεύτηκε αντίστοιχο ζήτημα κάτοχου συμπληρωματικής προστασίας, ακυρώνοντας τόσο την κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη, όσο και το αντίστοιχο διάταγμα κράτησης.
Προς αιτιολόγηση της εκεί απόφασης μου, παρέπεμψα σε εκτενές απόσπασμα από το μέρος της προαναφερθείσας απόφασης του αδελφού Δικαστή Φ.Καμένου στην Υπόθεση αρ. 1500/2024 (K) ημερομηνίας 22.01.2025, S.O., από τη Συρία v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας παρά το Προέδρω διά της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, το οποίο θα υιοθετήσω και στη παρούσα περίπτωση, ως ακολούθως:
«Στην παρούσα δεν αμφισβητείται ότι ο Αιτητής είναι δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Συνεπώς σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες πρόνοιες της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ και του Κεφ. 105, το οποίο ούτως ή άλλως πρέπει να ερμηνευθεί με τρόπο σύμφωνο με την Οδηγία 2008/115/ΕΚ ανεξαρτήτως αν προϋπήρχε αυτής (Sigma Radio TV Public Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2015) 3 ΑΑΔ 111, C-106/89, Marleasing SA) ο Αιτητής διέπεται από τις ευνοϊκότερες ρυθμίσεις του κοινοτικού κεκτημένου περί ασύλου.
Η βασική (τουλάχιστον) νομοθεσία που διέπει το άσυλο στη Δημοκρατία είναι ακριβώς ο περί Προσφύγων Νόμος, άρα, απαιτείται η εξέταση των δύο αυτών νομοθεσιών για να γίνει κατανοητό κατά πόσο το Κεφ.105 περιέχει ευνοϊκότερες ρυθμίσεις από τον περί Προσφύγων Νόμο ή το αντίστροφο ώστε να κριθεί ποια νομοθεσία δέον να εφαρμοστεί για τα εδώ επίδικα ζητήματα.
Στον περί Προσφύγων Νόμο δεν απαντάται μεν η έννοια του απαγορευμένου μετανάστη πλην όμως τόσο ο νόμος αυτός όσο και το Κεφ. 105 προβλέπουν την περίπτωση απέλασης λόγω διάπραξης αδικήματος εκ μέρους του αλλοδαπού. Η διαφορά είναι ότι στα πλαίσια του Κεφ. 105, διαπιστώνεται/κηρύσσεται με διακριτή εκτελεστή πράξη το παράνομο της παραμονής δυνάμει του εδαφίου 1(δ) του άρθρου 6 (το οποίο αφορά την καταδίκη σε αδίκημα) και συναφώς εκδίδεται με άλλη διακριτή και εκτελεστή πράξη το διάταγμα απέλασης δυνάμει των προνοιών του Κεφ. 105 [άρθρο 14 και/ή 18Π(3) του Κεφ. 105]. Αυτό προφανώς δε συμβαίνει στα πλαίσια του περί Προσφύγων Νόμου από όπου, ως ανέφερα, απουσιάζει η έννοια του απαγορευμένου μετανάστη αλλά η απέλαση προνοείται στη βάση συγκεκριμένης πρόνοιας του εν λόγω νόμου, ήτοι του άρθρου 29 που αφορά δικαιούχο διεθνούς προστασίας και άρα τελικά η απέλαση αποφασίζεται χωρίς την προηγούμενη ή ταυτόχρονη παρεμβολή άλλης διακριτής πράξης (ως πχ θα ήταν η κήρυξη του δικαιούχου διεθνούς προστασίας ως απαγορευμένου μετανάστη).
Το άρθρο 6(1)(δ) του Κεφ. 105 λοιπόν, το οποίο χρησιμοποιείται από τη Διοίκηση στην αιτιολογία της κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη προνοεί ως απαγορευμένο μετανάστη:
(δ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo, χωρίς vα τoυ απovεμηθεί χάρη, έχει καταδικαστεί για φόvo ή πoιvικό αδίκημα για τo oπoίo η πoιvή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για oπoιoδήπoτε χρovικό διάστημα και τo oπoίo, λόγω τωv συvαφώv περιστάσεωv θεωρείται από τo Διευθυντή ως αvεπιθύμητoς μεταvάστης·
Από την άλλη μεριά, το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου, στο οποίο επίσης εδράζεται η Διοίκηση στο κείμενο των διαταγμάτων προβλέπει ότι:
«29.-(1) Ο Διευθυντής δικαιούται να αποφασίζει την απέλαση δικαιούχου διεθνούς προστασίας-
(α) όταν υφίσταται εύλογος λόγος για να θεωρεί ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ή
(β) όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού αδικήματος και, ως εκ τούτου, συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία.
(2) Προτού ο Διευθυντής προβεί στην έκδοση διατάγματος απέλασης εναντίον οποιουδήποτε προσώπου δυνάμει του εδαφίου (1), ο Διευθυντής-
(α) Παρέχει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο την ευκαιρία να προβεί σε γραπτές ή προφορικές παραστάσεις, και
(β) ενημερώνει τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου:
Νοείται ότι ο εκπρόσωπος της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες ενημερώνεται για τις αποφάσεις του Διευθυντή μετά από υποβολή σχετικού αιτήματος προς αυτόν.
(2Α) Ο Διευθυντής ενημερώνει γραπτώς τον πρόσφυγα ή το πρόσωπο με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας για την απόφασή του για την έκδοση διατάγματος απέλασης.
(.)
(4) Απαγορεύεται η έκδοση διατάγματος απέλασης πρόσφυγα ή προσώπου με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σε χώρα, στην οποία η ζωή ή η ελευθερία του θα βρισκόταν σε κίνδυνο ή θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια ή εξευτελιστική ή απάνθρωπη μεταχείριση ή τιμωρία ή καταδίωξη λόγω φύλου, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας του ως μέλος σε συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο, πολιτικών του αντιλήψεων, ένοπλης σύρραξης ή περιβαλλοντικής καταστροφής.
(5) Απαγορεύεται η έκδοση διατάγματος απέλασης οποιουδήποτε προσώπου σε χώρα όπου θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.
(6) Πρόσωπα στα οποία τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του εδαφίου (1) απολαμβάνουν καθ' ον χρόνο είναι παρόντα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4,16, 22, 31, 32 και 33 της Σύμβασης».
Από τα ανωτέρω είναι η αντίληψή μου ότι ο περί Προσφύγων Νόμος περιέχει ευνοϊκότερες για τα υποκείμενά του διατάξεις από το Κεφ. 105 πάντα ειδικά ως προς το εδώ επίδικο, ήτοι αναφορικά με την απέλαση αλλοδαπού λόγω διάπραξης αδικήματος. Το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου, προβλέπει το δικαίωμα απέλασης ενός δικαιούχου διεθνούς προστασίας όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού αδικήματος και, ως εκ τούτου, συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία ενώ βάσει του Κεφ. 105 αρκεί η καταδίκη σε πoιvικό αδίκημα για τo oπoίo η πoιvή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για oπoιoδήπoτε χρovικό διάστημα, τo oπoίo, λόγω τωv συvαφώv περιστάσεωv θεωρείται από τoν Διευθυντή ως αvεπιθύμητoς μεταvάστης, άρα επαφίει μεγαλύτερο εύρος διακριτικής ευχέρειας να κριθεί ο αλλοδαπός ως απαγορευμένος μετανάστης και συναφώς βέβαια να απομακρυνθεί οικειοθελώς ή αναγκαστικά, χωρίς καν να απαιτεί το αδίκημα να είναι ιδιαίτερα σοβαρό ή η καταδίκη τελεσίδικη.
Παράλληλα βέβαια το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου θέτει και κάποιες άλλες υπέρ του υποκείμενού του δικλείδες ασφαλείας/ διατυπώσεις (βλ. εδάφια (2) και επόμενα), οι οποίες απουσιάζουν από το Κεφ. 105.
Δεδομένων των ανωτέρω, συμφωνώ με την βασική θέση του Αιτητή, η οποία περιέχεται στον πρώτο λόγο ακύρωσης, ότι δηλαδή κατά νομική πλάνη οι Καθ' ων η αίτηση κήρυξαν του Αιτητή ως απαγορευμένο μετανάστη κατ' επίκλησιν του εδαφίου (1)(δ) του άρθρου 6 του Κεφ. 105 καθότι το εδάφιο αυτό, δεν είναι εφαρμοστέο στην περίπτωση ενός δικαιούχου διεθνούς προστασίας λόγω των ευνοϊκότερων για αυτόν ρυθμίσεων που ο περί Προσφύγων νόμος περιέχει προς το σκοπό απέλασης του λόγω της εκ μέρους του διάπραξης αδικήματος.
Σημειώνω ότι στην κρίση μου αυτή έλαβα προφανώς υπόψη τη διακριτή φύση (Ahmed Shbib ανωτέρω), ως διοικητικής πράξης, της κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη από το διάταγμα απέλασης όμως επίσης έλαβα υπόψη ότι η κήρυξη αυτή είναι πράξη συναφής της απέλασης εφόσον έχει συγκεκριμένες προεκτάσεις και σκοπεί σε συγκεκριμένες κατά δέσμια -πλην εξαιρέσεων- αρμοδιότητα (ανωτέρω C-38/14 Samir Zaizoune) ενέργειες με προεξάρχουσα την κατά το συντομότερο απομάκρυνση του κηρυχθέντος ως παράνομου μετανάστη από την επικράτεια, που ακριβώς επιτυγχάνεται με το διάταγμα απέλασης.
Ως εκ τούτου το Αιτητικό υπό Α στην αίτηση ακυρώσεως επιτυγχάνει και η εν λόγω απόφαση ακυρώνεται.»
Επί του επίδικου ζητήματος, ήτοι της κήρυξης του ίδιου προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη σε μεταγενέστερη διαδοχική διοικητική διαδικασία, συμφωνώ με το σκεπτικό του αδελφού μου Δικαστή.
Αντίστοιχο σκεπτικό ανάπτυξε και η αδελφή Δικαστής Ε.Μιχαήλ Δ.Δ.Δ. στην Υπόθεση αρ. 1560/2024(K) ημερομηνίας 20.12.2024, B.A. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας παρά το Προέδρω, η οποία αφορούσε σε Δικαιούχο Συμπληρωματικής Προστασίας από τη Συρία, ο οποίος κρίθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση ότι αποτελεί κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία και την ασφάλεια της Δημοκρατίας, κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης στη βάση του Άρθρου 6(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 και εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης στη βάση του Άρθρου 14 του Κεφ. 105, και του Άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000.
Παραθέτω σχετικό απόσπασμα, με το συμπέρασμα του Δικαστηρίου, το οποίο ομοίως υιοθετώ και για τους σκοπούς της παρούσας.
«Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω πρόνοιες στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης διαπιστώνεται ότι πουθενά στον Νόμο δεν δίδεται η εξουσία στην καθ' ης η αίτηση να ενεργήσει στη βάση του Άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ. 105 για να κηρύξει πρόσωπο απαγορευμένο μετανάστη. Τονίζεται ότι εφόσον το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που παραχωρήθηκε στον αιτητή δεν έχει παύσει - όπως θα μπορούσε να γίνει σύμφωνα με τις πρόνοιες των Άρθρων 19(3) και (3Α) του Νόμου - δεν προκύπτει καμία αμφιβολία ότι εφαρμογής τυγχάνει ο Νόμος ως ειδικότερος νόμος και όχι το Κεφ. 105. Ακριβώς για αυτό τον λόγο δίδεται μέσω του Άρθρου 29 στην καθ' ης η αίτηση η εξουσία να απελάσει πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου διαφορετικά, θα είχε ούτως ή άλλως τέτοια εξουσία κάτω από το Κεφ. 105. Ούτε εμπίπτει ο αιτητής στον όρο μετανάστης όπως αυτός ορίζεται στο Άρθρο 2 του Κεφ. 105 για να μπορεί να θεωρείται ότι μπορεί να τυγχάνει εφαρμογής το Κεφ. 105. Ο όρος αυτός ερμηνεύεται ως:
««µετανάστης» σηµαίνει αλλοδαπό ο οποίος, χωρίς να είναι µόνιµα εγκατεστηµένος σε αυτή, νόµιµα εισέρχεται στη ∆ηµοκρατία µε σκοπό να διαµείνει εκεί µόνιµα ·»
Στη βάση της πιο πάνω ανάλυσης το συμπέρασμα είναι ότι η απόφαση κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη εκδόθηκε υπό νομική πλάνη ισοδύναμη με υπέρβαση εξουσίας.»
Εντοπίζω και στη παρούσα περίπτωση, επαναλαμβάνοντας το προαναφερθέν σκεπτικό των αδελφών μου Δικαστών, ότι οι Καθ' ων η αίτηση κήρυξαν τον αιτητή ως απαγορευμένο μετανάστη κατ' επίκλησιν του εδαφίου 6(1)(δ), (στ) και (ζ) του άρθρου 6 του Κεφ. 105 κατά νομική πλάνη, καθότι το εδάφιο αυτό, δεν είναι εφαρμοστέο στην περίπτωση ενός δικαιούχου διεθνούς προστασίας λόγω των ευνοϊκότερων για αυτόν ρυθμίσεων που ο ειδικότερος, περί προσφύγων, νόμος περιέχει προς το σκοπό απέλασης του.
Η κατάληξη μου αυτή συνεπάγεται επιτυχία της προσφυγής ως προς την πρώτη θεραπεία, ήτοι την προσβολή της κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ)(στ)(ζ) του Κεφ. 105.
Η ως άνω διαπίστωση μου είναι καθοριστική και για τον έλεγχο της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης, το οποίο προσβάλλεται με την δεύτερη θεραπεία της παρούσας προσφυγής, ζήτημα για το οποίο έκρινα ήδη την αποκλειστική αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου. Η ανωτέρω ακύρωση της κήρυξης του αιτητή ως παράνομου μετανάστη, συνεπάγεται κατ’ επέκταση και ακύρωση του νομικού υπόβαθρου του επίσης προσβαλλόμενου, διατάγματος κράτησης για σκοπούς απέλασης, ενώ η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη αποτελεί και την αιτιολογία του διατάγματος κράτησης. Η απόφαση κήρυξης απαγορευμένου μετανάστη, όπως έχω εξηγήσει ανωτέρω, εκδόθηκε υπό νομική πλάνη. Συνεπώς, υπό πλάνη εκδόθηκε και το διάταγμα κράτησης του ιδίου για σκοπούς απέλασης.
Καταλήγοντας, ενόψει των όσων έχω προαναφέρει, η απόφαση κήρυξης του αιτητή σε απαγορευμένο μετανάστη και το διάταγμα κράτησης του, αμφότερα ημερομηνίας 25/04/2025, ακυρώνονται.
Η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει. Λόγω του ότι τα ίδια ζητήματα απασχόλησαν το Δικαστήριο και στην υπόθεση αρ. 218/2025 μεταξύ των ίδιων διαδίκων, ενώ τα θέματα τα οποία απασχόλησαν το Δικαστήριο ήταν εν πολλοίς τα ίδια όπως και οι αγορεύσεις των δικηγόρων, επιδικάζω μειωμένα έξοδα ύψους 800 Ευρώ πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση.
Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο