Μ.Ι ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Υπ. Αρ. 676/2020, 7/8/2025
print
Τίτλος:
Μ.Ι ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Υπ. Αρ. 676/2020, 7/8/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                      Υπ. Αρ. 676/2020

                                             

      7 Αυγούστου, 2025

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Αναφορικά με τo Άρθρo 25, 28, 30, 35, 146 και 150 του Συντάγματος

 

Μ.Ι από τη Λευκωσία

Αιτητή

-και-

 

Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας

 

                                                      Καθ' ου η Αίτηση

......... 

Ξένια Ευγενίου για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης δ.ε.π.ε, Δικηγόροι για Αιτητή

Κωνσταντίνος Μάμαντος για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. για Καθ’ ου η αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Ο Αιτητής εντάχθηκε στο προσωπικό του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας (στο εξής το «ΣΥΛ» ή «Καθ’ ου η αίτηση») στις 19.10.2001 κατόπιν ανάληψης από το ΣΥΛ του Τμήματος Υδάτων του Δήμου Λατσιών όπου εργοδοτείτο προηγουμένως ο Αιτητής.

 

Αρχικά ο Αιτητής κατόπιν προσφυγής του είχε πετύχει ακύρωση της μεταφοράς του στην εργοδότηση του στο ΣΥΛ όμως στη συνέχεια συναίνεσε σε τούτο όμως προσέφυγε στο Δικαστήριο με σκοπό την ακύρωση της τοποθέτησης του σε ξεχωριστό πυλώνα ανέλιξης ως προνοούσε σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για όλους τους υπαλλήλους που εντάσσοντο στην υπηρεσία του ΣΥΛ με την ένταξη των Τμημάτων Υδάτων των Δήμων στα οποία ήδη εργοδοτούντο. Η εν λόγω προσφυγή του απερρίφθηκε τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.

 

Κατόπιν απόφασης του ΣΥΛ ημερ. 23.02.2011 προκηρύχθηκε κενή θέση προαγωγής Βοηθού Προϊσταμένου Τεχνικών Υπηρεσιών (εφεξής η «επίδικη θέση») με τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων την 11.03.2011. Για την πλήρωση της επίδικης θέσης υπήρξαν δύο αιτήσεις, ήτοι του Αιτητή και του Ενδιαφερομένου Μέρους Αντώνη Παπακυπριανού (στο εξής το «ΕΜ»). Η αίτηση του Αιτητή υπεβλήθη εμπρόθεσμα στις 11.03.2011.

 

Σε συνεδρία του ημερομηνίας 15.06.2011 το Καθ’ ου η αίτηση απέκλεισε τον Αιτητή από υποψήφιο της πιο πάνω θέσης με το αιτιολογικό ότι ανήκε σε «ξεχωριστή δομή» στο οργανόγραμμα. Παράλληλα το ΣΥΛ προήγαγε στην επίδικη θέση το ΕΜ.

 

Ο Αιτητής προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της ως άνω απόφασης αποκλεισμού του και η προσφυγή του απερρίφθη όμως, η Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 139/13 που ακολούθησε έγινε δεκτή και ακύρωσε στις 15.04.2016 την απόφαση του ΣΥΛ ημερομηνίας 15.06.2011 (εφεξής η «ΑΕ Αρ. 139/13»).

 

Κατόπιν τούτου το ΣΥΛ επανεξέτασε στις 21.07.2016 το ζήτημα της επίδικης θέσης λαμβάνοντας υπόψιν τόσο την υποψηφιότητα του Αιτητή όσο και αυτήν του ΕΜ, καταλήγοντας όμως πως ο Αιτητής δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας σε αντίθεση με το ΕΜ που κατείχε αυτά με αποτέλεσμα να προχωρήσει στην προαγωγή του ΕΜ για την επίδικη θέση, αναδρομικά από τις 16.06.2011.

 

Ο Αιτητής καταχώρησε την Προσφυγή Αρ. 1018/2016 κατά της ως άνω απόφασης του ημερομηνίας 21.07.2016 αιτούμενος ακύρωση της. Το Διοικητικό Δικαστήριο, έκανε δεκτή την εν λόγω Προσφυγή με την απόφαση του ημερομηνίας 07.11.2019 (εφεξής η «Πρ. Αρ. 1018/2016») λόγω πλημμέλειας της σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου (εφεξής το «ΔΣ») του Καθ’ ου η αίτηση. Στην εν λόγω απόφασή του το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε προδικαστική ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν είχε έννομο συμφέρον λόγω ότι δεν κατείχε τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας, στη βάση της σχετικής νομολογίας ότι ο Αιτητής δεν στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει μια διοικητική απόφαση, ως η επίδικη, εφόσον η εκτίμηση της Διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα αμφισβητείται.

 

Κατόπιν των πιο πάνω, το ΣΥΛ διευθέτησε για τις 09.07.2020 τη συζήτηση του θέματος επανεξέτασης της πλήρωσης της επίδικης θέσης. Για τον σκοπό αυτό απεστάλη σε όλα τα μέλη του ΔΣ πρόσκληση ημερομηνίας 02.07.2020 για να παραστούν στην συνεδρία. Ο Αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 06.07.2020 ζήτησε να κληθεί και παρουσιασθεί στη συνεδρία του ΔΣ και ο δικηγόρος του για να διατυπώσει τη δική του γνώμη και εισήγηση για νόμιμη επανεξέταση. Με επιστολή του ημερ. 07.07.2020 ο Προέδρος του ΔΣ του ΣΥΛ απάντησε στον Αιτητή ότι δεν κρινόταν σκόπιμη η παρουσία του δικηγόρου του στη συνεδρία ημερομηνίας 09.07.2020, παρά ταύτα οποιαδήποτε εισήγηση του μπορούσε να διαβιβασθεί στο ΔΣ γραπτώς για εξέταση της, μέσω του Διευθυντή του ΣΥΛ, στις 09.07.2020. Ο Αιτητής δεν απέστειλε οποιαδήποτε γραπτή εισήγηση.

 

Κατά τη συνεδρία του (ΔΣ του) ΣΥΛ ημερομηνίας 09.07.2020, αποφασίσθηκε η επιλογή του ΕΜ για την επίδικη θέση αντί του Αιτητή. Ο Αιτητής ενημερώθηκε για την απόφαση του ΔΣ του ΣΥΛ με επιστολή ημερ. 22.07.2020 των δικηγόρων του ΣΥΛ και ακολούθως και με επιστολή του ΣΥΛ ημερομηνίας 27.07.2020. Την απόφαση αυτή ως κοινοποιήθηκε στις 22.07.2020 προσβάλλει με την παρούσα.

 

Με την αγόρευσή της, η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή εγείρει αριθμό λόγων ακύρωσης. Συγκεκριμένα:

 

Υποβάλλεται ότι, βάσει του δεδικασμένου και του καθήκοντος επανεξέτασης λόγω της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί της ΑΕ Αρ. 139/13, το Καθ’ ου η αίτηση έπρεπε να είχε θεωρήσει προσοντούχο τον Αιτητή (λόγος ακύρωσης 3.3) ενώ βάσει της εν λόγω Απόφασης στην ΑΕ Αρ. 139/13 αλλά και της προηγηθείσας απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου, έπρεπε το Καθ’ ου η αίτηση να ζητήσει νόμιμη σύσταση από το Διευθυντή εφόσον τούτο επιβάλλεται από τον Κανονισμό 20(4) των περί Υδατοπρομήθειας (Δημοτικές και Άλλες Περιοχές) (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών των Συμβουλίων Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Λεμεσού, Λάρνακας και Αμμοχώστου του 1996- ΚΔΠ 111/1996  (εφεξής οι «Κανονισμοί»). Τίποτα από αυτά δεν έγινε και, κατά την εισήγηση, αποτελεί παράβαση του δεδικασμένου αλλά και του άρθρου 43 του Ν. 158(Ι)/1999, εφόσον ο Αιτητής παρότι είχε ζητήσει να ακουστεί δεν κλήθηκε (λόγοι ακύρωσης 3.1 και 3.5).

 

Περαιτέρω, τίθεται ότι η προσβαλλόμενη, λόγω αυτών των πλημμελειών και ειδικά ως προς την κρίση του Καθ’ ου αναφορικά με την κατοχή εκ μέρους του Αιτητή του «μεταγυμνασιακού προσόντος» της σημείωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας είναι και προϊόν πλάνης και έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας (λόγοι ακύρωσης 3.2 και 3.3). Αντίστοιχα πλάνη και έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ισχυρίζεται ο Αιτητής και αναφορικά με την κρίση του Καθ’ ου η αίτηση ότι το ΕΜ είναι προσοντούχος για το εν λόγω προσόν της σημείωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας αλλά και για την αξιολόγηση εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση επί συγκεκριμένων κριτηρίων (λόγοι ακύρωσης 3.6 και 3.7).

 

Με τον λόγο ακύρωσης υπό 3.4 εγείρεται ότι αναρμοδίως απερρίφθη με επιστολή του Προέδρου του ΔΣ του Καθ’ ου η αίτηση, το αίτημα του Αιτητή να παραστεί με τον δικηγόρο του για να ακουστεί και το αίτημα δεν εξετάστηκε συλλογικά από το ΔΣ.

 

Με την αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Καθ’ ου η αίτηση, πέραν της απάντησης στους λόγους ακύρωσης, εγείρονται δύο προδικαστικές ενστάσεις. Πρώτα ότι ο Αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος στην προσφυγή του λόγω ότι ο ίδιος δεν ήταν προσοντούχος κατά το σχέδιο υπηρεσίας και δεύτερον ότι η προσφυγή στρέφεται κατά μη εκτελεστής διοικητικής πράξης και/ή έχει καταχωρηθεί πρόωρα καθότι ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση που του γνωστοποιήθηκε με την επιστολή των δικηγόρων του Καθ’ ου η αίτηση ημερ. 22.07.2020 και όχι την αναφερόμενη ως «επίσημη» πληροφόρηση του Καθ’ ου η αίτηση.

 

Αμφότερες προδικαστικές, εκ της φύσεως τους, είναι εξεταστέες κατά προτεραιότητα και ανεξάρτητα δικογράφησης τους επί της ένστασης.

 

Αναφορικά με το έννομο συμφέρον, είναι σαφές ότι, στα πλαίσια  της προηγηθείσας Πρ. Αρ. 1018/2016 ετέθη κατά πανομοιότυπο τρόπο η εν λόγω προδικαστική ένσταση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος λόγω μη κατοχής των απαιτούμενων προσόντων, ήτοι το «Δίπλωμα του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου ή ισοδύναμο προσόν σε άλλο κλάδο Μηχανικής Επιστήμης, ούτε άλλο μεταγυμνασιακό προσόν» και στην Πρ. Αρ. 1018/2016 αποφασίστηκε ότι η:

 

«προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να επιτύχει. Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι, ένας αιτητής νομιμοποιείται και δεν στερείται του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος να προσβάλει μια διοικητική απόφαση, εφόσον η εκτίμηση της Διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα αμφισβητείται, κατά τρόπο που αυτή καθίσταται επίδικο θέμα της προσφυγής, όπως συμβαίνει εν προκειμένω (βλ. ενδεικτικά απόφαση ημερομηνίας 10.3.2016 στην Προσφυγή Αρ. 1534/2012 Στάλα Κιούπη κ.α. και Δημοκρατίας; Παντελή και Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1020; Γεωργίου και Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1127; Χρυσοστόμου κ.ά v. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 13 και ΕΤΕΚ και Ορφανίδου και άλλων (2000) 3 Α.Α.Δ 524)».

 

Το πιο πάνω εύρημα δεν εφεσιβλήθηκε και συνεπώς δεν μπορεί να επαναφέρεται εκ νέου και στην ίδια βάση στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος λόγω μη κατοχής προσόντων εφόσον και στην παρούσα αμφισβητείται η εν λόγω κρίση του Καθ’ ου η αίτηση, πλην όμως ακριβώς η κρίση του Καθ’ ου η αίτηση ως προς την κατοχή εκ μέρους του Αιτητή αλλά και του ΕΜ των σχετικών προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας θα εξεταστεί στην ουσία της προσφυγής και δη στα πλαίσια των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης [βλ. σχετικά και Βραχίμη Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 5]. Ως εκ τούτου η εν λόγω προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

Και η προδικαστική ένσταση ως προς τη μη εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης ή το πρόωρο της παρούσας είναι απορριπτέα. Ο Αιτητής, με την παρούσα, εμφανώς προσβάλλει την απόφαση προαγωγής του ΕΜ, απόφαση εκτελεστή και κατά τον χρόνο γνωστοποίησης της ειλημμένη. Εφόσον δε, γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή το πρώτον με επιστολή των δικηγόρων του Καθ’ ου η αίτηση ημερ. 22.07.2020, ουδόλως αποτελούσε internum της διοίκησης.

 

Ορθώς ο Αιτητής στην προσφυγή του ανέφερε ότι η κοινοποίηση της έγινε με την εν λόγω επιστολή ημερ. 22.07.2020 (και όχι με την μεταγενέστερη επιστολή του Καθ’ ου η αίτηση ημερομηνίας 27.07.2020), εφόσον είχε λάβει πλήρη γνώση της έκτοτε δηλαδή μέσω της επιστολής των δικηγόρων του Καθ’ ου η αίτηση και σε καμία περίπτωση όφειλε να είχε προσβάλει την (εκ νέου) μεταγενέστερη κοινοποίηση της μέσω της επιστολής του Καθ’ ου η αίτηση ημερ. 27.07.2020. Δεν απαιτείται άλλωστε συγκεκριμένος τρόπος ή μέσο γνωστοποίησής της εκάστοτε διοικητικής πράξης. Στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, στην Ε.Δ.Δ. Αρ. 62/16 Χρυσταλλένη Καλλιμάχου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 04.10.2023, αναφέρθηκε σχετικώς (υπογράμμιση και έμφαση δικαστηρίου):

 

«Το Σύνταγμα δεν θέτει οποιοδήποτε περιορισμό ως προς τον τρόπο ή το μέσο με το οποίο η απόφαση περιέρχεται σε γνώση του προσφεύγοντα.  Ό,τι απαιτείται είναι η βέβαιη γνώση της απόφασης, σε βαθμό που να επιτρέπει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο να διεκδικήσει τα δικαιώματα του (Papaioannou v. Republic (1982) 3 CLR 103).

 

Με την απόρριψη των προδικαστικών ενστάσεων περνώ στους λόγους ακύρωσης.

 

Καταρχάς απορριπτέοι είναι οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί παράβασης του δεδικασμένου και του καθήκοντος επανεξέτασης. Ουδεμία εκ των προηγηθεισών δικαστικών αποφάσεων είχε κρίνει είτε ότι ο Αιτητής ή το ΕΜ κατέχει ή δεν κατέχει οποιοδήποτε προσόν εκ των απαιτουμένων στο σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης είτε ότι έπρεπε το Καθ’ ου η αίτηση να ζητήσει σύσταση από τον Διευθυντή.

 

Στην Α.Ε Αρ. 139/13 κρίθηκε ότι βάσει ρητής δέσμευσης του ΣΥΛ οι επηρεαζόμενοι υπάλληλοι από τη μεταφορά προσωπικού (από το Τμήμα Υδάτων του Δήμου Λατσιών στο προσωπικό του ΣΥΛ) ως και ο Αιτητής δε θα τύγχαναν σε καμιά περίπτωση δυσμενέστερης μεταχείρισης απ' ότι ετύγχανε το προσωπικό του ΣΥΛ, είτε με διαφορετικούς πυλώνες ανέλιξης, είτε άλλως. Κατόπιν της εν λόγω απόφασης ο Αιτητής έπαυσε να εντάσσεται σε ξεχωριστό πυλώνα ή ξεχωριστή δομή από τους υπολοίπους υπαλλήλους του ΣΥΛ δυνάμενος να διεκδικήσει την εκάστοτε προαγωγή του ισότιμα με τους εν λόγω υπαλλήλους. Αυτό ασφαλώς δε σήμαινε ότι θα μπορούσε να λάβει και μια θέση στο ΣΥΛ, για την οποία, κατόπιν δέουσας αξιολόγησης κρινόταν ως μη κατάλληλος ή λιγότερο κατάλληλος βάσει των κριτηρίων αξιολόγησης ή μη κατέχων οποιοδήποτε εκ των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων. Αν επιτρεπόταν τέτοια ερμηνεία, θα απέληγε σε δυσμενή διάκριση εις βάρος των λοιπών υπαλλήλων του ΣΥΛ και, θεωρώ, θα ισοδυναμούσε με παρερμηνεία του δικαστικού λόγου της Α.Ε Αρ. 139/13.

 

Ούτε στα πλαίσια της απόφασης ημερομηνίας 07.11.2019 στην Πρ. Αρ. 1018/2016 το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο Αιτητής ήταν προσοντούχος της επίδικης θέσης ούτε άλλωστε προέβη σε οποιοδήποτε πρωτογενές εύρημα των προσόντων των υποψηφίων αλλά ακύρωσε λόγω πλημμέλειας στη σύνθεση του Καθ’ ου η αίτηση. Η μόνη κρίση του που έθιξε ζήτημα προσόντων ήταν επί της προδικαστικής ένστασης και αυτό όχι για να διαπιστώσει κατοχή εκ μέρους οποιουδήποτε υποψηφίου αλλά για κρίνει ότι είναι αμφισβητούμενη από τον Αιτητή η επί τούτων κρίση του Καθ’ ου η αίτηση και άρα ότι διαθέτει έννομο συμφέρον στην προσφυγή του.

 

Δε θεωρώ, περαιτέρω, ότι υπήρξε οποιαδήποτε πλημμέλεια ως προς το αίτημα ακρόασης του Αιτητή ή ότι παραβιάσθηκε το δικαίωμα ακρόασης του. Με την επιστολή του Προέδρου του ΔΣ του Καθ’ ου η αίτηση το αίτημα του Αιτητή για παρουσία στη συνεδρία του ΔΣ, απαντήθηκε θέτοντας ότι δεν απαιτείται μεν η φυσική του παρουσία όμως μπορεί, αν επιθυμεί, να αποστείλει γραπτώς τις θέσεις του ώστε να τεθεί υπόψη του ΔΣ. Ο Αιτητής δεν το έπραξε, ως ήταν δικαίωμά του, ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παράβαση δικαιώματος ακρόασης, δικαίωμα που εν πάση περιπτώσει δεν προβλέπεται στα πλαίσια διαδικασιών ως η επίδικη, η οποία δεν εντάσσεται σε μια εκ των περιπτώσεων των εδαφίων (1) ή (2) του άρθρου 43 του Ν.  158(I)/1999 και που, βασικά, η απόφαση λαμβάνεται στη βάση της αίτησης και του σχετικού φακέλου του υποψηφίου.

 

Η εισήγηση του Αιτητή ότι αναρμοδίως, βάσει του άρθρου 21 του Ν. 158(Ι)/1999, απάντησε στην επιστολή ο Πρόεδρος του ΔΣ και όχι το συλλογικό όργανο (ή κατόπιν απόφασής του), δε με βρίσκει σύμφωνο. Αφενός δε θεωρώ ότι το εν λόγω άρθρο τυγχάνει εφαρμογής για το συγκεκριμένο αίτημα ούτε όλες οι επικοινωνίες εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση πρέπει να γίνονται κατόπιν απόφασης του ιδίου του ΔΣ, κάτι που θα ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρο και δυσλειτουργικό, αφετέρου η ουσία της απάντησης που δόθηκε δεν περιείχε οποιοδήποτε σφάλμα εφόσον και το επικαλούμενο από τον Αιτητή άρθρο 43 του Ν. 158(Ι)/1999 και δη το εδάφιο (4) αυτού, προβλέπει ότι το δικαίωμα ακρόασης (εκεί φυσικά όπου προβλέπεται) μπορεί να ασκείται και γραπτώς εκτός αν νόμος ορίζει άλλως, δεν προτάθηκε δε, οποιαδήποτε νομοθετική/κανονιστική πρόνοια που προβλέπει τέτοιο δικαίωμα ακρόασης πόσο μάλλον που τυποποιεί την άσκησή του προφορικώς.

 

Και ο ισχυρισμός περί μη παροχής σύστασης, σύμφωνα με τον κανονισμό 20(4) της ΚΔΠ 111/1996, εκ μέρους του διευθυντή του Καθ’ ου η αίτηση δεν ευσταθεί. Στο Ερ. 357 του διοικητικού φακέλου-Τεκμήριο 3 στη διαδικασία, καταγράφεται ότι είχε ζητηθεί και πράγματι υπεβλήθη η υπέρ του ΕΜ σύσταση του διευθυντή.  Το περιεχόμενο της εν λόγω σύστασης κατεγράφη στο πρακτικό της συνεδρίας του ΔΣ του Καθ’ ου η αίτηση ημερ. 21.07.2016 (Παράρτημα Β σε ένσταση Καθ’ ου η αίτηση), το οποίο ελήφθη υπόψη με καταγραφή επί του πρακτικού της συνεδρίας του ΔΣ του Καθ’ ου η αίτηση ημερ. 09.07.2020 (σημ. 8 πέμπτης παραγράφου και έκτη παράγραφος), που ελήφθη η επίδικη απόφαση. Σημειώνεται ότι, η εν λόγω σύσταση εξήλθε αλώβητη από το ακυρωτικό αποτέλεσμα της Πρ. Αρ. 1018/2016 καθότι δεν είχε αποτελέσει μέρος των ακυρωτικών ευρημάτων της. Ακόμα δε κι αν θεωρηθεί ότι η ακύρωση λόγω σύνθεσης αφορά στάδιο που προηγείται της σύστασης, η σύσταση και πάλι δεν επηρεάστηκε δυνάμει του συνδυαστικού αποτελέσματος του Κανονισμού 89 των Κανονισμών και του άρθρου 34Α(6) και (7) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 ως έχει ερμηνευτεί, κατ’ αναλογία πάντα με τα εδώ κρινόμενα, και από την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου [σχ. Γρουτίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 265]. Σε κάθε περίπτωση, με τους περί Υδατοπρομήθειας (Δημοτικές και Άλλες Περιοχές) (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) (Τροποποιητικούς) Κανονισμούς του 2020 ημερ. 26.06.2020-ΚΔΠ 275/2020, άρα προ της επίδικης, παρόμοιες με του άρθρου 34Α(6) και (7) πρόνοιες εισήχθησαν και στους Κανονισμούς, ήτοι με τον νέο Κανονισμό 19Α(6) και (7) αυτών.

 

Απορριπτέοι είναι και οι ισχυρισμοί του Αιτητή ότι το Καθ’ ου η αίτηση τελούσε υπό πλάνη ή δε διερεύνησε ορθώς τα ενώπιον του στοιχεία και δη τα προσόντα του Αιτητή και του ΕΜ.

 

Καταρχάς, στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίας ημερ. 09.07.2020, το Καθ’ ου η αίτηση δεν αγνόησε την κατοχή από τον Αιτητή πιστοποιητικών παρακολούθησης σεμιναρίων αλλά αντιθέτως αναφέρθηκε ρητώς σε αυτά. Όπως αναφέρθηκε και στην κατοχή σεμιναρίων και από το ΕΜ. Αυτό όμως που σύμφωνα με την παράγραφο (1) των Απαιτουμένων Προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας απαιτείτο, ήταν «Δίπλωμα του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου ή ισοδύναμο προσόν σε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης», σε δε περίπτωση μη κατοχής τέτοιου, μπορούσε να ληφθεί υπόψη η κατοχή «μεταγυμνασιακού προσόντος» που προβλεπόταν στη Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας. Συγκεκριμένα η εν λόγω Σημείωση ανέφερε:

 

«Υπάλληλοι που υπηρετούσαν στο Συμβούλιο κατά την 21/5/1993 και δεν κατέχουν το στην παράγραφο (1) απαιτούμενο προσόν, μπορούν να ληφθούν υπόψη νοουμένου ότι κατέχουν άλλο μεταγυμνασιακό προσόν που θα κριθεί από το Συμβούλιο κατάλληλο».

 

Ως προκύπτει από τις αποφάσεις του ΔΣ (μέρος του Παραρτήματος ΙΕ της ένστασης) και δη αυτές έτους 1995, το Καθ’ ου η αίτηση είχε καθορίσει ρητώς ότι η σειρά μαθημάτων του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (εφεξής το «ΑΤΙ») αποτελούσε «μεταγυμνασιακό προσόν» στα πλαίσια της απαίτησης του Σχεδίου Υπηρεσίας. Συγκεκριμένα στο πρακτικό συνεδρίας ημερ. 31.05.1995 είχε αποφασιστεί (σελ. 8):

 

«Η Επιτροπή βεβαίωσε τη Συντεχνιακή πλευρά πως είναι ενημερωμένη από το ικανοποιητικό επίπεδο της διευθετηθείσας σειράς μαθημάτων στο ΑΤΙ και επιβεβαίωσε πως με την επιτυχή συμπλήρωση των μαθημάτων (…) θα αναγνωρίζεται ως κατάλληλο μεταγυμνασιακό προσόν όπως αυτό απαιτείται στο Σχέδιο Υπηρεσίας των Τεχνικών Υπηρεσιών.

 

Στο δε πρακτικό συνεδρίας ημερ. 11.06.1995 είχε αποφασιστεί (σελ. 8):

 

«Οι δύο Συντεχνίες ζήτησαν την επιβεβαίωση ότι οι Τεχνικοί του ΣΥΔ που παρακολουθούν τα μαθήματα στο ΑΤΙ θα τύχουν αναγνώρισης σε ότι αφορά την προδιαγραφόμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης απόκτηση μεταγυμνασιακού προσόντος (…).

Η ολομέλεια υιοθετεί πλήρως τις ως άνω δοθείσες προς τη Συντεχνιακή πλευρά επεξηγηματικές θέσεις της Επιτροπής Προσωπικού.

(ΣΥΛ Δ/3)»

 

Ως προκύπτει από ο Παράρτημα ΙΓ στην Ένσταση το ΕΜ διέθετε Δίπλωμα ημερ. 25.01.1996 από το ΑΤΙ κατόπιν συμπλήρωσης σειράς μαθημάτων 5 ενοτήτων, οι οποίες αναλύονται στο μέρος του Παραρτήματος ΙΔ (Δομή Προγράμματος). Το Καθ’ ου η αίτηση αναφέρθηκε ρητώς στο Δίπλωμα αυτό του ΕΜ, το οποίο κρίθηκε ως μεταγυμνασιακό προσόν για σκοπούς της επίδικης θέσης (σελ. 7 πρακτικού ημερ. 09.07.2020).

 

Αντιθέτως το ΕΜ δεν διέθετε οποιοδήποτε αντίστοιχο προσόν, το δε Certificate Occupational Health & Safety Officer, ήταν μεταγενέστερο, εφόσον εξεδόθη τον Ιούνιο 2011 ενώ η αίτηση του Αιτητή υπεβλήθη στις 11.03.2011. Μάλιστα το εν λόγω προσόν δεν φαίνεται να ήταν σε ισχύ καν τον χρόνο έκδοσης της εδώ προσβαλλόμενης εφόσον και η ανανέωσή του, βάσει του Παραρτήματος Χ5 σε Αγόρευση Αιτητή εξέπνευσε το έτος 2017 (το εν λόγω έγγραφο με το οποίο προκύπτει η ανανέωση του εν λόγω Certificate Occupational Health & Safety Officer βρίσκεται και στο Ερ. 62 του Τεκμηρίου 1 στη διαδικασία). Σημειώνεται ότι στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αριστείδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 588 με παραπομπή στην Republic v. Pericleous and Others (1984) 3 C.L.R. 577 αναφέρθηκε ότι:

 

Υποψήφιος για θέση προαγωγής πρέπει να κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση κατά το χρόνο κατά τον οποίο λαμβάνεται από την Επιτροπή η πρόταση της αρμόδιας Αρχής για την πλήρωση της θέσης.

 

Στην Pericleous το Ανώτατο Δικαστήριο είχε καταλήξει σε παρόμοιο με το ανωτέρω συμπέρασμα ερμηνεύοντας τις σχετικές πρόνοιες της τότε ισχύουσας περί δημόσιας υπηρεσίας νομοθεσίας από τις οποίες απουσίαζε ρητή πρόνοια περί του ποια ημερομηνία δέον να λαμβάνεται υπόψη ως προς το χρόνο που ο υποψήφιος πρέπει να κατέχει τα προσόντα για το διορισμό ή προαγωγή. Και κρίθηκε ότι ο χρόνος είναι η λήψη της πρότασης της αρμόδιας Αρχής για την πλήρωση της θέσης. Στην παρούσα, έχοντας ληφθεί υπόψη ο χρόνος υποβολής της αίτησης του Αιτητή (11.03.2011), μεταγενέστερος δηλαδή της πρότασης του διευθυντή για πλήρωση της θέσης, η οποία έγινε την ή πριν τις 23.02.2011 που αποφασίστηκε η προκήρυξη της θέσης (βλ. Ερ. 272 του Τεκμηρίου 3), και πάλι ο Αιτητής δεν κατείχε το εν λόγω Certificate Occupational Health & Safety Officer. Συνεπώς δε βρίσκω σε ποια βάση να έπρεπε να είχε αξιολογηθεί το εν λόγω έγγραφο εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση και άρα είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός περί πλάνης και πλημμελούς έρευνας/αιτιολογίας ως προς τούτο.

 

Δε με βρίσκουν σύμφωνο ούτε οι ισχυρισμοί του Αιτητή ότι κατά την αποφασιστική συνεδρία ημερ. 09.07.2020 δεν ετέθη όλο το ιστορικό ή όλα τα σχετικά με τον φάκελο του Αιτητή. Αντιθέτως έγινε συζήτηση για το όλο ιστορικό αλλά και για τις δικαστικές αποφάσεις, που είχαν προηγηθεί αλλά και αναφορικά με τα στοιχεία που αφορούσαν τον Αιτητή, την εκπαίδευση,  την πορεία εργοδότησής του πρώτα στο Δήμο Λατσιών και ακολούθως στον Καθ’ ου η αίτηση αλλά και στο συνεχές της εν λόγω εργοδότησης.

 

Σε κάθε περίπτωση δε θεωρώ ότι η καταγραφή στο πρακτικό ότι ο Αιτητής «θεωρήθηκε πως στις 21.05.1993 εργάζετο στο ΣΥΛ», ήταν πεπλανημένη ή παραπλανητική καθότι η εν λόγω καταγραφή καταρχάς διασφάλισε ότι ο Αιτητής θεωρήθηκε ότι ήταν εργοδοτούμενος στο ΣΥΛ πριν τη μεταφορά του από τον Δήμο Λατσιών και περαιτέρω, κατεγράφη για σκοπούς ένταξής του στο «προνομιακό καθεστώς» της Σημείωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας βάσει της οποίας μπορούσε να διεκδικήσει την επίδικη θέση με την κατοχή «μεταγυμνασιακού προσόντος» αντί να απαιτείται να κατέχει το Δίπλωμα (ή ισοδύναμο προσόν) του σημείου (1) των Απαιτούμενων Προσόντων.  

 

Παρόμοια αναφορά είχε γίνει και για το ΕΜ όπου αναφέρθηκε ότι κατά την «21.05.1993 υπηρετούσε στο ΣΥΛ» χωρίς φυσικά αυτή να αναφέρεται στον χρόνο πραγματικού διορισμού του ΕΜ στον Καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος ήταν προγενέστερος.

 

Δεν παραπέμπομαι σε οποιοδήποτε έγγραφο που να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι λόγω της θέσης που κατείχε στον Δήμο Λατσιών, υπερείχε κατά 6μιση χρόνια σε αρχαιότητα έναντι του ΕΜ αλλά από όσα τουλάχιστον έγγραφα έχω υπόψη μου φαίνεται ότι ο Αιτητής διορίστηκε στο Καθ’ ου η αίτηση στην προηγούμενη της επίδικης θέση Επιθεωρητή Τεχνικών Έργων κλίμακας Α10 από 19.10.2001 (Ερ. 3 του Τεκμηρίου 1) ενώ πριν τον εν λόγω διορισμό κατείχε στον Δήμο Λατσιών θέση κλίμακας (Α8-10) με την ονομασία Τεχνικός Επιθεωρητής Υδατοπρομήθειας του Δήμου Λατσιών (Ερ. 28). Φαίνεται δε ότι και ο Αιτητής απεδέχθη το διορισμό του στην εν λόγω θέση στο Καθ’ ου η αίτηση από 19.10.2001 χωρίς επιφύλαξη ότι ίσχυε από ενωρίτερα, δηλαδή από τον χρόνο που κατείχε τη θέση που άφησε κατά την μεταφορά του από τον Δήμο Λατσιών. Σχετικό είναι το Ερ. 3 του Τεκμηρίου 1-Έντυπο Αποδοχής Διορισμού ημερ. 03.10.2001.

 

Σημειώνω καταληκτικά, ως ειδικά προς το ζήτημα αιτιολογίας, έρευνας και αξιολόγησης των κριτηρίων για την προαγωγή, ότι ανεξάρτητα της αμφισβήτησης εκ μέρους του Αιτητή της κρίσης του Καθ’ ου η αίτηση ως προς την εκ μέρους του ιδίου και του ΕΜ κατοχής του προσόντος της σημείωσης, που ως σημειώθηκε από το Δικαστήριο στην Πρ. Αρ. 1018/2016, τον νομιμοποιεί να προσφύγει στο παρόν, δε βλέπω πως τελικά, δεδομένης της ουσιαστικής διαπίστωσης του παρόντος ότι η κρίση του Καθ’ ου η αίτηση επί του θέματος αυτού ήταν ορθή, θα εδύνατο το Καθ’ ου η αίτηση να είχε λάβει διαφορετική, υπό τις  περιστάσεις, απόφαση για την επιλογή του ΕΜ, εφόσον ο Αιτητής νομίμως, ως έκρινα, θεωρήθηκε ότι δεν κατέχει ένα απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν, σε αντίθεση με το ΕΜ που και πάλι νομίμως, έχω κρίνει, θεωρήθηκε ότι το κατέχει.

 

Καταλήγω ότι ουδείς εκ των προτασσόμενων λόγων ευσταθεί και άρα, η προσφυγή απορρίπτεται.

 

Η προσβαλλόμενη επικυρώνεται με έξοδα 1.900 ευρώ (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.  

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο