
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 701/2021)
21 Αυγούστου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Μ. Σ. Αιτητής
ΚΑΙ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθ’ ου η Αίτηση
Κ. Παναγιώτου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή
Π. Βασιλείου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ου η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής ζητεί-
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και απόφαση του καθ’ ου η αίτηση η οποία στάληκε στον Αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 10.5.2021 και με την οποία απέρριψε την Ιεραρχική Προσφυγή του που υπέβαλε εναντίον της αρχικής απόφασης της Αναπληρώτριας Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων να απορρίψει το αίτημά του για παροχή σύνταξης ανικανότητας, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος και πως ότι παραλήφθηκε να διαταχθεί να γίνει.».
Το ιστορικό της περίπτωσης του αιτητή ανάγεται στο έτος 2010, όταν αυτός, οικοδόμος στο επάγγελμα, υπέβαλε προς το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αίτηση ημερομηνίας 26.1.2010 για παροχή σύνταξης ανικανότητας. Μετά από διερεύνηση της κατάστασης της υγείας του αιτητή και την εξέτασή του από Ιατρικό Συμβούλιο στις 5.3.2010, το οποίο και γνωμάτευσε ότι ο αιτητής ήταν ικανός για ελαφρά εργασία σε ποσοστό ανικανότητας 75%, η αίτησή του για παροχή σύνταξης ανικανότητας εγκρίθηκε από 20.1.2010.
Στο πλαίσιο επανεξέταση της κατάστασης της υγείας του, ο αιτητής, στις 3.9.2012, εξετάστηκε από Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο έκρινε ότι αυτός ήταν ικανός προς εργασία. Ως εκ τούτου, ο αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 25.10.2012 ότι η παροχή σύνταξης ανικανότητας, τερματιζόταν από 1.10.2012. Κατά της απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων να τερματίσει την παροχή σύνταξης ανικανότητας, ο αιτητής άσκησε ιεραρχική προσφυγή στην Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («η Υπουργός»), ημερομηνίας 5.11.2012. Συγκλήθηκε προς τούτο, Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο, αφού εξέτασε τον αιτητή στις 14.2.2013, έκρινε αυτόν ως ικανό για ελαφρά εργασία, κατά ποσοστό 75%. Ως εκ τούτου, απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή από την Υπουργό, η δε απορριπτική απόφαση γνωστοποιήθηκε στον αιτητή δι’ επιστολής ημερομηνίας 2.4.2013.
Η κατάσταση της υγείας του αιτητή, επανεξετάστηκε στις 18.9.2014 και 9.7.2015, όταν και ο αιτητής εξετάστηκε από Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο τον έκρινε ικανό προς εργασία. Συνεπεία τούτου, η παροχή σύνταξης ανικανότητας προς αυτόν τερματίστηκε από 31.7.2015, απόφαση η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή στις 25.8.2015.
Ο αιτητής, κατά της αμέσως πιο πάνω απόφασης, άσκησε ιεραρχική προσφυγή στην Υπουργό, ημερομηνίας 2.9.2015. Συγκλήθηκε προς τούτο, Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο εξέτασε τον αιτητή στις 21.1.2016 και τον έκρινε ως ικανό για εργασία, εφόσον κρίθηκε ότι αυτός δεν είχε απωλέσει τα 2/3 της ικανότητάς του για εργασία. Αποτέλεσμα τούτου, ήταν η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή από την Υπουργό, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 22.2.2016.
Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε στο Διοικητικό Δικαστήριο η προσφυγή αρ. 380/2016[1], επί της οποίας εκδόθηκε απορριπτική δικαστική απόφαση στις 16.11.2018. Ο αιτητής αντέδρασε και καταχώρησε την Έφεση αρ. 176/18 κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία έγινε δεκτή από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο[2], το οποίο, ανατρέποντας την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είχε καταδειχθεί στη βάση των ενώπιον του τεθέντων στοιχείων, ότι υπήρξε μεταβολή των πραγματικών συνθηκών, στις οποίες είχε στηριχθεί η προηγούμενη απόφαση για παροχή σύνταξης ανικανότητας, ούτως ώστε να δικαιολογούσε την αναθεώρηση από τη Διοίκηση της παροχής σύνταξης στον αιτητή. Περαιτέρω, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο επεσήμανε την αντιφατική στάση της Διοίκησης «[.] άλλοτε να κρίνει τον εφεσείοντα [σημ. αιτητή] ικανό και άλλοτε ανίκανο για εργασία, κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης», η οποία καμία αιτιολογία δεν έδωσε για αυτή την αλλαγή της στάσης της εις βάρος του αιτητή.
Θα πρέπει συναφώς, στο σημείο αυτό, να επισημανθεί ότι παντελώς εσφαλμένα ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αναφέρει δια του δικογράφου της ένστασης (βλ. παρ. 14) ότι η εν λόγω έφεση αρ. 176/18 απορρίφθηκε.
Εν πάση περιπτώσει, στις 8.7.2020, ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση για σύνταξη ανικανότητας λόγω επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του, περιλαμβανομένης και της διάγνωσής του με καρκίνο στην ουροδόχο κύστη. Προσκόμισε δε ο αιτητής σχετική Ιατρική Έκθεση ημερομηνίας 3.7.2020, στην οποία αναφερόταν ότι αυτός ήταν μόνιμα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματός του.
Η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε και η απορριπτική απόφαση εστάλη δι’ επιστολής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς τον αιτητή, ημερομηνίας 29.10.2020, στην οποία αναφερόταν ως λόγος απόρριψης η διαπίστωση ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τις διατάξεις του άρθρου 40(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (Ν.59(Ι)/2010), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), και συγκεκριμένα την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του εν λόγω άρθρου 40, καθότι, σύμφωνα με τα αρχεία των Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τα στοιχεία που είχε προσκομίσει ο αιτητής, δεν υπήρχε η απαιτούμενη διακοπή στην απασχόλησή του, ήτοι δεν ήταν, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, «ανίκανος για εργασία για 156 ημέρες σε οποιαδήποτε περίοδο διακοπής της απασχόλησής του».
Ο αιτητής αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης, υπέβαλε Ιεραρχική Προσφυγή μέσω των δικηγόρων του, στις 20.11.2020, την οποία απέρριψε η Υπουργός με απόφασή της, ημερομηνίας 10.5.2021, η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή δι’ επιστολής ίδιας ημερομηνίας. Στην επίδικη απόφαση, αναφέρεται ως λόγος απόρριψης ότι «κατά την υποβολή της αίτησής του, ο κ. Σ. δεν είχε την απαραίτητη διακοπή στην απασχόλησή του για 156 ημέρες, την οποία απαιτεί το άρθρο 40(1)(α) του Νόμου ως προϋπόθεση, προκειμένου ένας αιτητής να είναι δικαιούχος για την καταβολή σύνταξης ανικανότητας».
Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή, στις 6.7.2021.
Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση καθώς και, σε άμεση συνάρτηση, περί πάσχουσας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι εμφιλοχώρησε νομική και πραγματική πλάνη στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση.
Έτερος προβαλλόμενος λόγος που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την αρχική απορριπτική απόφαση, καθώς και του οργάνου που εξέτασε στη συνέχεια την Ιεραρχική Προσφυγή του αιτητή. Συναφώς, κατά τη σχετική εισήγηση, προκύπτει και ζήτημα απουσίας έγγραφης καταχώρησης και/ή μη τήρησης άρτιων πρακτικών, εφόσον από πουθενά δεν προκύπτει η ύπαρξη των απαιτούμενων εξουσιοδοτήσεων.
Τέλος, προωθείται και ο ισχυρισμός περί παραβίασης των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.
Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Όλα δε τα γεγονότα αξιολογήθηκαν δεόντως και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης υπήρξε πλήρης και/ή επαρκής.
Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση προβάλλει ότι η αρχική απορριπτική απόφαση λήφθηκε από το αρμόδιο προς τούτο όργανο, ήτοι την Αν. Διευθύντρια και η αναγραφή «για Αν. Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων», την οποία φέρει η επίδικη επιστολή που υπογράφει λειτουργός των Υπηρεσιών, ουδόλως στοιχειοθετεί ζήτημα έλλειψης αρμοδιότητας. Τονίζει επίσης ο κ. Βασιλείου ότι είχε τη δυνατότητα ο αιτητής να θέσει το εν λόγω ζήτημα στο πλαίσιο της Ιεραρχικής του Προσφυγής, αλλά δεν το έπραξε, με αποτέλεσμα να κωλύεται να το εγείρει σε αυτό το στάδιο. Περαιτέρω, κατά τον συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, προκύπτει από το σύνολο των εγγράφων της υπόθεσης ότι η Υπουργός, πέραν της προηγηθείσας σχετικής έρευνας που διενήργησε λειτουργός του Υπουργείου, εξέτασε και η ίδια όλα τα σχετικά με την υπόθεση στοιχεία και έλαβε την επίδικη απόφαση.
Τέλος, ο συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση προβάλλει ότι δεν δύναται ο αιτητής να ισχυρίζεται παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασής του, καθότι είχε αυτός τη δυνατότητα να θέσει τις απόψεις και/ή θέσεις του μέσω της υπό του Νόμου προβλεπόμενης Ιεραρχικής Προσφυγής, την οποία και υπέβαλε ο αιτητής μέσω των δικηγόρων του. Επ’ αυτού, θα συμφωνήσω με την πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, παρόλο που παρατηρώ ότι αυτός ο ισχυρισμός δεν προωθήθηκε, παρά μόνο επιγραμματικά τέθηκε, στην αρχική γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του αιτητή. Δεν μπορεί να τίθεται εν προκειμένω ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, εφόσον άσκησε το εν λόγω δικαίωμα ο αιτητής, δια της ιεραρχικής του προσφυγής. Στην O Lykos Services and Security Systems Private Investigators Ltd κ.α. v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 1/2016, ημερ. 20.7.2021, λέχθηκαν συναφώς τα εξής:
«Οι Εφεσείοντες είχαν το δικαίωμα, το οποίο και άσκησαν, καταχώρησης ιεραρχικής προσφυγής, μέσω της οποίας μπορούσαν να εκθέσουν και αναπτύξουν τις θέσεις τους και να απαντήσουν επί των θέσεων της διοικήσεως.
Η επίδικη διοικητική απόφαση εκδόθηκε αφού ακούστηκαν, μέσω της προσφυγής τους. Είναι πάγια νομολογημένο ότι, το δικαίωμα ακρόασης δεν είναι ανάγκη να είναι προφορικό, αλλά ικανοποιείται και με γραπτή παράσταση (Νικόλας Μελέτη v. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 347).
Κρίνουμε πως το θεμελιακό δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του διοικούμενου, το οποίο θεσμοθετήθηκε και με το άρθρο 43 του περί των Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/1999, δεν έχει παραβιαστεί. Όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά, παρατήρησε, οι Εφεσείοντες είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους και να ακουστούν, καταθέτοντας και ιεραρχική προσφυγή.
Όπως το εδάφιο 4 του άρθρου 43 του Νόμου 158(Ι)/99 προνοεί, «η ακρόαση του ενδιαφερόμενου δεν είναι απαραίτητο να γίνεται προφορικά. Είναι αρκετό, αν ζητηθεί από αυτόν, να εκθέσει γραπτώς τις απόψεις του, εκτός εάν ο νόμος ορίζει το αντίθετο».
Την αυτή προσέγγιση ακολούθησε αργότερα το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και στην MARINOS DEMETRIOU JEWELLERY LIMITED ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 58/2020, ημερ. 4.2.2025, όπου γίνεται, μεταξύ άλλων, και αναφορά στο σύγγραμμα Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 5η έκδοση, σελίδα 282, όπου σημειώνονται τα εξής:
«Το περιεχόμενο του δικαιώματος είναι η προηγούμενη ακρόαση. Η ακρόαση δεν χρειάζεται να λάβει πράγματι χώρα, αλλά έγκειται στην παροχή ευκαιρίας στον ενδιαφερόμενο να αναπτύξει γραπτώς ή προφορικώς τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του ενώπιον του οργάνου που ασκεί την αποφασιστική αρμοδιότητα, ή πάντως να προκύπτει σαφώς ότι οι απόψεις του ενδιαφερομένου έχουν περιέλθει στο αρμόδιο αυτό όργανο.»
Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του αιτητή, απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Προχωρώ στην εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης που προωθούνται, ξεκινώντας κατά προτεραιότητα με τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας, ο οποίος μπορεί, ως ζήτημα δημοσίας τάξεως, να εξεταστεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (THERMPHASE LIMITED ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2714, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314).
Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, έτσι όπως αναπτύσσεται στην γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του αιτητή, είναι δισκελής: προβάλλεται, αφενός, ότι πάσχει η αρχική απόφαση απόρριψης της αίτησης του αιτητή, ημερομηνίας 29.10.2020, καθότι από πουθενά δεν προκύπτει ότι την εν λόγω απόφαση έχει λάβει η Αν. Διευθύντρια, ως ο Νόμος ορίζει, αλλά υπογράφει την επίδικη επιστολή η λειτουργός κα Β., χωρίς να εντοπίζεται οποιαδήποτε λήψης απόφασης από την ίδια την Αν. Διευθύντρια, αλλά και χωρίς να προκύπτει από οπουδήποτε ότι η τελευταία είχε παράσχει οποιαδήποτε εξουσιοδότηση στη συγκεκριμένη λειτουργό για να αποφασίζει επί αιτήσεων ως αυτή του αιτητή. Αφετέρου, οι συνήγοροι του αιτητή ισχυρίζονται ότι ζήτημα αναρμοδιότητας υφίσταται και ως προς το όργανο που εξέτασε την Ιεραρχική Προσφυγή του αιτητή, καθότι από πουθενά δεν προκύπτει να έχει παρασχεθεί από την Υπουργό οποιαδήποτε εξουσιοδότηση στον λειτουργό κ. Τ. να εξετάσει την Ιεραρχική Προσφυγή του αιτητή.
Συναφώς, προβάλλεται και ο ισχυρισμός περί μη έγγραφης καταχώρησης της απόφασης της Αν. Διευθύντριας, η οποία πουθενά δεν εντοπίζεται, είτε στα παραρτήματα της ένστασης, είτε στο διοικητικό φάκελο, και η οποία επίσης επιφέρει ακυρότητα, λόγω μη τήρησης άρτιων πρακτικών εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση.
Ως προς το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού, επισημαίνονται τα εξής:
Στην απόφασή της στην Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 342, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ομόφωνα έκρινε ότι ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής δεν είχε εξετάσει λόγους ακύρωσης που οι αιτητές δεν είχαν θέσει προς εξέταση ενώπιον του αρμοδίου οργάνου στα πλαίσια της σχετικής ιεραρχικής προσφυγής, τονίζοντας ότι «[.] Λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν τέθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και εγείρονται για πρώτη φορά με την προσφυγή δεν εξετάζονται από το Δικαστήριο. Αν συνέβαινε το αντίθετο, ο σκοπός του νόμου θα καταστρατηγείτο ενώ εμμέσως θα παραβιαζόταν η προθεσμία των 75 ημερών του Άρθρου 146 του Συντάγματος.».
Πιο πρόσφατα, στην απόφαση του Εφετείου στην Γεωργία Αγγελή ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 125/2019, ημερ. 20.2.2024, τονίστηκε ότι σε περιπτώσεις προηγούμενης άσκησης Ιεραρχικής Προσφυγής, για να υπάρχει η δυνατότητα εξέτασης λόγου ακύρωσης από το Δικαστήριο, θα πρέπει ο συγκεκριμένος λόγος να έχει εγερθεί ήδη κατά τη διαδικασία της διοικητικής αναθεώρησης μέσω της Ιεραρχικής Προσφυγής (βλ. και Δημοκρατία ν. ΑΗΚ, ΕΔΔ 3/2020, ημερ. 28.10.2022). Στην Αγγελή, ανωτέρω, έγινε σχετική αναφορά και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 και λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η σχετική δικονομική αρχή αναφέρεται και στο ακόλουθο απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, εκεί σελ. 271:
«Ενίοτε υπάρχουν και λόγοι απαραδέκτως προβαλλόμενοι το πρώτον κατά την ακυρωτική διαδικασίαν: 1585 (55) [βλ. σχετικήν και 1313 (46), ένθα λόγος μη προβληθείς κατ' ένστασιν ή αναθεώρησιν εθεωρήθη απαραδέκτως προβαλλόμενος το πρώτον ενώπιον του ΣΕ.]»
Στην ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (supra) στην οποία και πάλιν είχε τεθεί ετεροχρονισμένα θέμα αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος σε πρώτο βαθμό, απόφαση εναντίον της οποίας ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή, λέχθηκαν, χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:
«Περαιτέρω, ορθώς η Δημοκρατία λέγει ότι κατά την ιεραρχική προσφυγή ουδόλως τέθηκε τέτοιο ζήτημα και έτσι δεν μπορεί να τεθεί διά της προσφυγής νεοφανώς, (Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 342), ενώ ο αιτητής δεν μπορεί να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει ταυτόχρονα την όλη διαδικασία, από τη στιγμή που ο ίδιος αναζήτησε την παροχή σύνταξης λόγω ανικανότητας, προσφεύγοντας δε ιεραρχικώς ενώπιον της Υπουργού, ουδέν σχετικό έθεσε, που να αμφισβητούσε τη διαδικασία. Αντίθετα, ο ίδιος ζήτησε την αναθεώρηση της απόφασης του Διευθυντή ημερ. 10.8.2010, στην οποία και έκαμε αναφορά με αποτέλεσμα να μην δύναται να την αμφισβητήσει. Η απόφαση άλλωστε αποτέλεσε τη βάση για την επανεξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, θεωρείται δε ότι καλύπτεται από το τεκμήριο της κανονικότητας και της νομιμότητας.
Η Υπουργός δεν είχε κανένα λόγο από μόνη της και χωρίς να τεθεί ενώπιον της ζήτημα, να εξετάσει την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέτασε την απόφαση και η υπόθεση Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, που μνημονεύει ο αιτητής στην απαντητική του αγόρευση, ουδεμία σχέση έχει εφόσον αφορά την αυτεπάγγελτη εξέταση θεμάτων δημόσιας τάξης από το ίδιο το Δικαστήριο και όχι από διοικητικό όργανο.».
Εν προκειμένω, ο αιτητής, δια της Ιεραρχικής Προσφυγής που υπέβαλαν οι δικηγόροι του, δεν έθεσε ενώπιον της Υπουργού οποιοδήποτε ζήτημα και/ή ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την αρχική απορριπτική απόφαση επί του αιτήματός του, αλλά απαραδέκτως εγείρει τέτοιο ζήτημα για πρώτη φορά δια της υπό κρίση προσφυγής. Συνεπώς, και υπό το φως της προεκτεθείσας νομολογίας, αυτοί οι ισχυρισμοί δεν θα τύχουν περαιτέρω εξέτασης και απορρίπτονται (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Δ.Π. ν. Γενικός Εισαγγελέας ως ο Κατά Νόμον Εκπρόσωπος του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υποθ. Αρ. 2075/2022 (i-Justice), ημερ. 2.6.2025 και ROCK AMOUR ESTATE COMPANY LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 334/2021, ημερ. 3.12.2024).
Ως προς το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού, ήτοι ότι την έρευνα στο πλαίσιο εξέτασης της Ιεραρχικής Προσφυγής, δεν διενήργησε η Υπουργός, ως επιτάσσει ο Νόμος, αλλά λειτουργός του Υπουργείου, χωρίς τη σχετική προς τούτο εξουσιοδότηση, επισημαίνω ότι στην επίδικη απόφασή της, η Υπουργός αναφέρει ότι η ίδια εξέτασε την υπόθεση και έλαβε υπόψη της τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του αιτητή, αλλά και την αρχική απορριπτική απόφαση της Αν. Διευθύντριας, ημερομηνίας 29.10.2020, την οποία έκρινε ορθή, απορρίπτοντας έτσι την Ιεραρχική Προσφυγή του αιτητή. Συνεπώς, και στη βάση του τεκμηρίου της νομιμότητας των πράξεων της Διοίκησης, το οποίο δεν έχει εν προκειμένω ανατραπεί, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πράγματι λήφθηκε από την Υπουργό κατόπιν διενέργειας και της δικής της δέουσας έρευνας.
Επιπρόσθετα δε, επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τη δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 83(2) του Νόμου, «[.] ο Υπουργός, δύναται να αναθέσει σε λειτουργό ή επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου του, να εξετάσει ορισμένα θέματα που αναφύονται στην προσφυγή και να υποβάλει στον Υπουργό το πόρισμα τέτοιας εξέτασης, προτού αυτός εκδώσει την απόφασή του για την προσφυγή.». Όπερ και εγένετο στην υπό κρίση περίπτωση, όπως προκύπτει και από την υποβληθείσα ενώπιον της Υπουργού έκθεση του λειτουργού κ. Τ., ημερομηνίας 6.5.2021 (ερ, 281-280 στο διοικητικό φάκελο), στο πλαίσιο εξέτασης της Ιεραρχικής Προσφυγής του αιτητή.
Ως εκ των πιο πάνω, ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης περί αναρμοδιότητας απορρίπτεται στο σύνολό του.
Προχωρώ στον ισχυρισμό περί πάσχουσας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ο οποίος αναπτύσσεται συνδυαστικά με τον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, καθώς και με τον ισχυρισμό ότι εμφιλοχώρησε νομική και πραγματική πλάνη στην επίδικη κρίση.
Προς επίρρωση της σχετικής επιχειρηματολογίας τους, οι συνήγοροι του αιτητή παραπέμπουν στην προαναφερθείσα απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Μάριος Σωτηρίου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 176/18, ημερ. 10.4.2024, όπου λέχθηκαν και τα εξής:
«Παρατηρείται, διαχρονικά, μια διάσταση απόψεων, εκ μέρους της διοίκησης, σε σχέση με την ικανότητα του εφεσείοντα να εργασθεί. Το 2010 και το 2013, κατόπιν γνωματεύσεων των Ιατροσυμβουλίων, η διοίκηση τον έκρινε ανίκανο για εργασία λόγω αναπηρίας, ενώ το 2012, το 2015 και το 2016, πάλι κατόπιν γνωματεύσεων των Ιατροσυμβουλίων, η διοίκηση είχε την αντίθετη άποψη, τον έκρινε ικανό για εργασία.
Το γεγονός ότι η διοίκηση αναθεώρησε την απόφασή της σε σχέση με την επίδικη σύνταξη, πέραν της μιας φοράς, δεν συνιστά από μόνο του παρανομία. H διοίκηση δύναται να μεταβάλει τακτική ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής της εξουσίας, αλλά η μεταβολή αυτή δεν πρέπει να αποτελεί «... εκδήλωση ασυνέπειας, αυθαιρεσίας.» (Βλ. Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, έκδοση 1977, σελ. 107). Χρήζει δε ειδικής αιτιολογίας, ιδίως όταν είναι δυσμενής για το διοικούμενο. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας τον Συμβουλίου της Επικράτειας 1929-1959, σελ. 1825 και σύγγραμμα Α. Στασινόπουλου, Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων, ανατύπωση 1982, σελ. 339).
Το άρθρο 80 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου Ν.59(Ι)/2010, δίδει εξουσία στο Διευθυντή να αναθεωρήσει κάθε απόφαση που εξέδωσε για παροχή, νοουμένου όμως ότι πληρούνται οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
«(α) όταν εκδόθηκε η απόφαση, αυτός αγνοούσε ουσιώδες γεγονός ή τελούσε υπό πλάνη ως προς τέτοιο γεγονός, ή
(β) από την έκδοση της απόφασης επήλθε μεταβολή των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίxτηκε η έκδοση της απόφασης ή που αποτελούσαν, σύμφωνα με το νόμο την προϋπόθεση για την έκδοσή της.»
Στην υπό κρίση υπόθεση, η πρώτη προϋπόθεση δεν ισχύει και ως εκ τούτου εκείνο που παραμένει να διαπιστωθεί είναι κατά πόσο «επήλθε μεταβολή των πραγματικών συνθηκών». Επισημαίνουμε βέβαια ότι ήταν καθήκον της διοίκησης και όχι έργο του Δικαστηρίου να εξετάσει κατά πόσο υπήρξε μεταβολή των πραγματικών συνθηκών. Ως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στην απόφαση στην Προσφυγή 1179/03, Ιωάννης Παπαδόπουλος ν. Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 31.03.2006, σελ. 71:
«Πρέπει, δηλαδή, από τα στοιχεία του φακέλου, να καταδεικνύονται αναντίλεκτα οι λόγοι που οδήγησαν στη λήψη της απόφασης, αφού δεν είναι έργο του δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης σε σχέση με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης - (βλ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 145)».
Παρατηρούμε ότι σε όλες τις εκθέσεις, τα ιατρικά ευρήματα των Ιατροσυμβουλίων, σε σχέση με την κατάσταση του εφεσείοντα, ήταν περίπου τα ίδια. Τα προβλήματα υγείας που ο εφεσείοντας αντιμετώπιζε εστιάζονταν στην οσφυϊκή και αυχενική μοίρα, σε συγκεκριμένα μεσοσπονδύλια διαστήματα. Λεπτομέρειες των ευρημάτων παραθέτουμε αναλυτικά πιο πάνω και ως εκ τούτον κρίνουμε αχρείαστο να τα επαναλάβουμε.
Στα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον μας, συμπεριλαμβανομένων και των εγγράφων του διοικητικού φακέλου, δεν εντοπίζονται στοιχεία που να καταδεικνύουν μεταβολή της κατάστασης του εφεσείοντα και συγκεκριμένα ότι υπήρξε βελτίωση της υγείας του, γεγονός πού ενδεχομένως να δικαιολογούσε την αναθεώρηση της απόφασης της Διοίκησης. Οι εκθέσεις των Ιατροσυμβουλίων, επί των οποίων στηρίxτηκε η επίδικη απόφαση της Υπουργού, άφησαν αναπάντητο το κρίσιμο αυτό ερώτημα.
Καταλήγουμε ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, συμπεριλαμβανομένου και του διοικητικού φακέλου, ότι υπήρξε μεταβολή των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχτηκε η προηγούμενη απόφαση για παροχή σύνταξης ανικανότητας, ούτως ώστε να δικαιολογούσε την αναθεώρηση από τη διοίκηση της παροχής σύνταξης στον εφεσείοντα. Καμία αιτιολογία δίδεται για την αλλαγή της στάσης της διοίκησης σε βάρος του διοικουμένου. (Βλ. Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 A.A.Δ. 298 και Φράγκου (ανωτέρω)) .
Τουναντίον, εκείνο που εντοπίζεται είναι αντιφατική στάση της διοίκησης άλλοτε να κρίνει τον εφεσείοντα ικανό και άλλοτε ανίκανο για εργασία, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης (βλ. Ασπρομάλλης ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 905). Η αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης, venire contra factum proprium, προσβάλλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του πολίτη απέναντι της και μπορεί να στηρίξει την παρανομία της διοικητικής πράξης. (Βλ. Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Έκδοση 1977, σελ. 106 και 107).».
Κατά τους συνηγόρους του αιτητή, οι πιο πάνω διαπιστωθείσες πλημμέλειες παρατηρούνται και πάλι, εφόσον οι καθ’ ων η αίτηση, χωρίς οποιαδήποτε έρευνα, αναιτιολόγητα και υπό πλάνη, απέρριψαν εκ νέου το αίτημα του αιτητή για χορήγηση σύνταξης ανικανότητας. Το δε κενό αιτιολογίας επιτείνεται καθότι δεν εξηγείται το εύρημα των καθ’ ων η αίτηση ότι, στην περίπτωση του αιτητή, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 40(1)(α) του Νόμου, ούτε πως το εν λόγω άρθρο τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση, με αποτέλεσμα, πρόσθετα, να υφίσταται και ζήτημα νομικής πλάνης.
Εν πρώτοις, θεωρώ ότι τα ευρήματα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ε.Δ.Δ. 176/18, ανωτέρω, δεν επηρεάζουν την έκβαση της παρούσας υπόθεσης, εφόσον ο λόγος απόρριψης της αίτησης του αιτητή, σύμφωνα με την εδώ προσβαλλόμενη απόφαση, ουδόλως σχετίζεται με τα προεκτεθέντα ευρήματα και διαπιστώσεις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, που οδήγησαν στην επιτυχία της Έφεσης. Στην υπό κρίση περίπτωση, η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε επειδή κρίθηκε ότι αυτός δεν πληρούσε την προϋπόθεση του άρθρου 40(1)(α) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο,
«40.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ασφαλισμένος δικαιούται σύνταξη ανικανότητας, εάν -
(α) ήταν ανίκανος προς εργασία για εκατόν πενήντα έξι (156) ημέρες, σε οποιαδήποτε περίοδο διακοπής της απασχόλησής του∙».
Αυτό, λοιπόν, που εδώ χρήζει ελέγχου και εξέτασης, είναι το κατά πόσον πράγματι ο αιτητής δεν πληρούσε την πιο πάνω προϋπόθεση, με αποτέλεσμα δικαίως και/ή νομίμως να έχει κριθεί ως μη δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας. Ωστόσο, διαπιστώνω ότι είναι ανέφικτη η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου, προκειμένου να κριθεί η νομιμότητα και ορθότητα της επίδικης απόφασης των καθ’ ων η αίτηση. Από κανένα σημείο του φακέλου, ούτε στην αρχική απορριπτική απόφαση της Αν. Διευθύντριας, αλλ’ ούτε στην υπό της Υπουργού ληφθείσα απόφαση απόρριψης της Ιεραρχικής Προσφυγής, δεν αναφέρεται και δεν επεξηγείται στη βάση ποιων πραγματικών δεδομένων και/ή ποιων υπολογισμών κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν ανίκανος προς εργασία για εκατόν πενήντα έξι (156) ημέρες, σε οποιαδήποτε περίοδο διακοπής της απασχόλησής του ή/και ότι δεν υπήρξε η απαραίτητη διακοπή στην απασχόλησή του για 156 ημέρες. Δεν αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση και από πουθενά δεν προκύπτει, ούτε από την προαναφερθείσα έκθεση του κ. Τ. ούτε και στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου τους δίδεται οποιαδήποτε εξήγηση, ποια χρονική περίοδος λήφθηκε υπόψη προκειμένου να καταλήξουν στο επίδικο εύρημά τους, ποια ήταν η αφετηρία του χρονικού διαστήματος που εξέτασαν προτού διαμορφώσουν την τελική τους κρίση, ούτε αν έλαβαν υπόψη τους τις προηγούμενες αποφάσεις των Ιατροσυμβουλίων που είχαν κρίνει τον αιτητή ως ανίκανο για εργασία και δη τη χρονική διάρκεια των εν λόγω αποφάσεων, καθώς και το κατά πόσον η εν λόγω διάρκεια λήφθηκε υπόψη στον τελικό υπολογισμό των καθ’ ων η αίτηση που απέληξε στην επίδικη κρίση ότι ο αιτητής δεν ήταν ανίκανος προς εργασία για εκατόν πενήντα έξι (156) ημέρες, σε οποιαδήποτε περίοδο διακοπής της απασχόλησής του. Όλα αυτά τα στοιχεία ελλείπουν από την επίδικη κρίση των καθ’ ων η αίτηση, ήσαν όμως αυτά απαραίτητα, προκειμένου να αντιληφθεί το Δικαστήριο τούτο το σκεπτικό των καθ’ ων η αίτηση και/ή τη νοητική διεργασία, στη βάση της οποίας διαμορφώθηκε η επίδικη κρίση. Ελλείψει δε τούτων, καθίσταται ανέφικτη η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου και διαπιστώνεται πράγματι κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270), εφόσον δεν αποκαλύπτεται το σκεπτικό, επί του οποίου στηρίχθηκε η τελική κρίση της Διοίκησης (L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, Ε.Δ.Δ. 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 49/2019, ημερ. 23.10.2023).
Και βεβαίως η απλή επανάληψη της διάταξης του Νόμου στην επίδικη απόφαση, χωρίς οποιαδήποτε επαρκή συγκεκριμενοποίησή της, όπως έγινε ουσιαστικά στην υπό κρίση υπόθεση, σε καμία περίπτωση δεν κρίνεται επαρκής για να υποστηρίξει την αιτιολογία της πράξης. Σύμφωνα με το άρθρο 28(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), «δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά στην απόφαση γενικών χαρακτηρισμών που μπορούν να εφαρμοστούν και να ισχύουν για κάθε περίπτωση ούτε η απλή αναφορά των γενικών όρων του νόμου που μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε οποιαδήποτε περίπτωση.». Κατά πάγια νομολογία, η απλή αναφορά σε νομοθετική διάταξη δεν αποτελεί αιτιολογία (Γεωργιάδης ν. Συμβουλίου Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών (1991) 4 Α.Α.Δ. 1162, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348). Στα δε «Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας» 1929-1959, σ. 186, αναφορικά με την επανάληψη διατάξεων νόμου, αναφέρονται τα εξής:
«Ίνα πληρωθή η προς αιτιολογίαν απαίτησις του νόμου, δέον αύτη να μη περιορίζεται εις γενικούς χαρακτηρισμούς δυναμένους να εφαρμοσθώσιν εις πάσαν περίπτωσιν, ουδέ να επαναλαμβάνη τας διατάξεις του νόμου, αλλά δέον να εκτίθενται τα πραγματικά στοιχεία, εφ' ων εβασίσθη η κρίσις του διοικητικού οργάνου. Ισοδυναμεί προς ανύπαρκτον αιτιολογίαν η επανάληψις των γενικών όρων του νόμου, δυναμένων να τύχωσιν εφαρμογής επί οιασδήποτε περιπτώσεως: 424, 1921(54)».
Ούτε και μπορεί η δοθείσα αιτιολογία της επίδικης απόφασης να συμπληρωθεί από το διοικητικό φάκελο, ούτε και ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση με παρέπεμψε σε οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο, είτε της ένστασης είτε του διοικητικού φακέλου, που να υποστηρίζει επαρκώς την αιτιολόγηση της επίδικης κατάληξης. Και, βεβαίως, δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η συλλογή και πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη, ούτε και η χρήση διάσπαρτων στοιχείων από το διοικητικό φάκελο είναι πανάκεια, προκειμένου να καλυφθεί το κενό αιτιολογίας (Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατία (1997) 3 Α.Α.Δ., 145). Η δε παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση, έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση (Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 185). Πιο πρόσφατα, στην Κ.A. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, Ε.Δ.Δ. 189/19, ημερ. 10.12.2020, τονίστηκε εκ νέου ότι δεν συνιστά έργο του Δικαστηρίου η συλλογή και πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη (βλ. και απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην ΓΙΩΡΓΟΣ Φ. ΠΙΤΤΑΤΖΗΣ ΔΕΠΕ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 295/2021, ημερ. 27.11.2024).
Δεν παραγνωρίζω το έγγραφο (Ερυθρό 252 του διοικητικού φακέλου), στο οποίο παραπέμπει η παρ. 18 της Έκθεσης του λειτουργού κ. Τ., όπου περιέχεται βεβαίωση από Εγκεκριμένους Λογιστές και Εγγεγραμμένους Λογιστές, ημερομηνίας 10.6.2020, ότι ο αιτητής εργοδοτείτο σε συγκεκριμένη εταιρεία από 1.11.2018. Έχω επίσης εξετάσει τον περιεχόμενο στο παράρτημα 5 του δικογράφου της ένστασης κατάλογο εργοδοτήσεων του αιτητή, ο οποίος όμως, με βάση το περιεχόμενό του, δεν μπορεί να προσφέρει επαρκή καθοδήγηση στο παρόν Δικαστήριο, ούτε και απαντά στα προεκτεθέντα ερωτήματα. Ενδεικτικά, διαπιστώνεται από τον εν λόγω κατάλογο ότι καμία πληροφόρηση δεν παρέχεται όσον αφορά ενδεχόμενη απασχόληση του αιτητή για την περίοδο από 1.1.2009 μέχρι 1.11.2018. Εύλογα λοιπόν γεννάται το ερώτημα αν κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα ο αιτητής εργαζόταν ή όχι και αν αυτή η περίοδος λήφθηκε υπόψη στην τελική επίδικη κρίση των καθ’ ων η αίτηση.
Ενόψει των πιο πάνω, διαπιστώνεται κενό αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, αλλά και έρευνας, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις σφραγίζουν την τύχη της υπό κρίση προσφυγής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με €2000 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
[1] Μάριος Σωτηρίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 380/2016, ημερ. 16.11.20218.
[2] Μάριος Σωτηρίου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 176/18, ημερ. 10.4.2024.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο