
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 708/2019, 719/2019, 735/19, 836/19 και 1115/19)
8 Αυγούστου 2025
[ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση αρ. 708/2019)
Ε. Ρ.
Αιτήτρια,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ης η αίτηση
__________________________________
(Υπόθεση αρ. 719/2019)
Π. Χ.
Αιτήτρια,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ης η αίτηση
__________________________________
Θ. Ε. Χ.
Αιτήτρια,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ης η αίτηση
__________________________________
(Υπόθεση αρ. 836/2019)
Μ. Μ.
Αιτητή,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ης η αίτηση
__________________________________
(Υπόθεση αρ. 1115/2019)
Γ.Κ.
Αιτητή,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ης η αίτηση
__________________________________
Ξ. Ευγενίου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για τoυς αιτητές στις Προσφυγές αρ. 708/19, 719/19 και 836/19.
Α. Αλεξάνδρου για Π. Αγγελίδης & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για την αιτήτρια στην Προσφυγή αρ. 735/19.
Μ. Παρασκευάς, δικηγόρος για τον αιτητή στην Προσφυγή αρ. 1115/19.
Μ. Kοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για την καθ’ ης η αίτηση.
Σ. Τσαχίδου (κα) για Αχιλλεύς & Αιμίλιος, Κωνσταντίνος Αιμιλιανίδης Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για το ενδιαφερόμενο μέρος Α. Φιλίππου
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ,Δ.Δ.Δ.: Με τις πιο πάνω Προσφυγές, οι οποίες συνεκδικάστηκαν δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 11.6.2021, οι αιτητές στρέφονται κατά της νομιμότητας της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας να προάξει τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Σ. Α., Ν. Γ., Ζ. Π. και Α.Φ. στη μόνιμη θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στη Μέση Γενική Εκπαίδευση από 1.9.2019.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και ως εδώ ενδιαφέρουν, έχουν εν συντομία, ως ακολούθως:
Με επιστολή ημερομηνίας 25.10.2018 υποβλήθηκε εκ μέρους της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού πρόταση για πλήρωση τεσσάρων θέσεων Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στη Μέση Γενική Εκπαίδευση Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού (Θέση Προαγωγής). Σε συνεδρία της ημερομηνίας 29.10.2018 η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, αποφάσισε την προκήρυξη των εν λόγω θέσεων με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 2.11.2018.
Υποβλήθηκαν συνολικά 14 αιτήσεις. Σχετικός κατάλογος των υποψηφίων, των αιτήσεων τους και των φακέλων των υπηρεσιακών τους εκθέσεων καθώς και αντίγραφο της σχετικής δημοσίευσης διαβιβάστηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 35(Β)1 του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 έως (Αρ.2) του 2010, Ν.10/69, στον Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής με επιστολή ημερομηνίας 20.11.2018.
Στις 31.1.2019 υποβλήθηκε στην Επιτροπή η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής με κατάλογο των υποψήφιων που συστήνονταν για προαγωγή στον οποίο περιλαμβάνονταν τόσο οι αιτητές όσο και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Ακολούθως η Επιτροπή επιλήφθηκε του θέματος σε συνεδρία της ημερομηνίας 21.2.2019 κατά την οποία και αφού εξέτασε τη νομιμότητα του καταλόγου που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή καθώς και τις υποβληθείσες ενστάσεις, κατήρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων και αποφάσισε να καλέσει σε προφορική συνέντευξη τους υποψήφιους που περιλήφθηκαν σε αυτόν, μεταξύ των οποίων ήταν οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Οι προσωπικές συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν στις 4.3.2019 στην παρουσία του Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, ο οποίος εξέφρασε τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων. Κατά την ίδια δε συνεδρία και μετά το πέρας των συνεντεύξεων, η Επιτροπή έκρινε ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη υπερείχαν των ανθυποψηφίων τους και αποφάσισε να τους επιλέξει ως τους πιο κατάλληλους προφέροντας τους προαγωγή στην επίδικη θέση.
Παρεμβάλλεται ότι στα ιδιαίτερα δεδομένα που ήσαν ενώπιον της Επιτροπής και στις διαπιστώσεις αυτής θα επανέλθω κατωτέρω. Αρκεί, στο παρόν στάδιο, να σημειωθεί, ότι αυτό που η Επιτροπή ουσιαστικά έκρινε είναι ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν έναντι των ανθυποψηφίων τους σε αξία καθότι «υπερέχουν σαφώς έναντι τους όσον αφορά στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη».
Με την Προσφυγή αρ.708/19 και προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προαγωγής των ΕΜ η αιτήτρια Ρ. υποβάλλει ότι η Επιτροπή εσφαλμένα και υπό πλάνη απομόνωσε το κριτήριο των ενώπιον της συνεντεύξεων καθιστώντας το ως το μοναδικό και αποφασιστικό κριτήριο ενώ η απόφαση της λήφθηκε κατά εσφαλμένη συνεκτίμηση των τριών κριτηρίων αρχαιότητα, αξία και προσόντα και είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, με το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης της πλάνης να μην μπορεί να αποκλειστεί. Καταρχάς σημειώνει η πλευρά της αιτήτριας ότι ως προς την αιτιολόγηση που έδωσε η Επιτροπή για την απόδοση στην προφορική εξέταση δεν χρησιμοποιήθηκαν κοινά και ίσα κριτήρια για τη διαμόρφωση της υποκειμενικής κρίσης καθώς και ότι δεν ήταν αρκετή η καταγραφή μιας τέτοιας γενικόλογης κρίσης. Αποτελεί βασικό ισχυρισμό της αιτήτριας ότι η Επιτροπή υπό πλάνη έκρινε ότι τα ΕΜ υπερέχουν σε αξία από την αιτήτρια επειδή «βαθμολογήθηκαν σε αρκετά ψηλότερο επίπεδο στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη» ενώ η διαφορά μεταξύ του «Σχεδόν Εξαίρετη» και «Εξαίρετος» δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί σύμφωνα και με την πάγια νομολογία παρά μόνο ως πολύ οριακή. Συναφώς τονίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε πραγματικά υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία κατέταξε την αιτήτρια τόσο κατά την ενώπιον της προφορική συνέντευξη όσο και κατά την τελική της αξιολόγηση ως Σχεδόν Εξαίρετη ενώ το ΕΜ Π. αξιολογήθηκε μόνο ως Πάρα Πολύ Καλή. Τονίζει περαιτέρω ότι ενώ η ίδια κατέχει πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και επομένως υπερέχει από τα ΕΜ Α., Γ. και Π., τα οποία δεν κατέχουν κανένα πρόσθετο προσόν, υπό πλάνη και αυθαίρετα η Επιτροπή θεώρησε την αιτήτρια ισοδύναμη σε προσόντα με τα ΕΜ. Κατά την αιτήτρια η Επιτροπή φρόντισε να εκμηδενίσει το διδακτορικό που αυτή κατέχει, παραγνωρίζοντας, ως υποβάλλει με παραπομπή σε νομολογία, ότι τα πρόσθετα προσόντα οφείλουν να λαμβάνονται υπόψη στην εκτίμηση της ικανότητας του υποψηφίου για την καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης και συνεκτιμούνται με τα υπόλοιπα στοιχεία στη γενική αξιολόγηση των υποψηφίων. Περαιτέρω υποβάλλει ότι υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι του ΕΜ Π. κατά δέκα μήνες, υπεροχή που φέρει μαζί της και υπεροχή σε πείρα, η οποία επαυξάνει στην αξία της, κάτι που υπό πλάνη αγνοήθηκε κατά τη συνολική αξιολόγηση.
Με την Προσφυγή αρ.719/19 η αιτήτρια Χ. και προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προαγωγής των ΕΜ προβάλλει εν πολλοίς την ίδια επιχειρηματολογία με την αιτήτρια στην Προσφυγή αρ. 708/19 με την οποία μάλιστα κατέχει ακριβώς την ίδια αρχαιότητα και ακριβώς τα ίδια πρόσθετα προσόντα. Πρόσθετα η αιτήτρια υποβάλλει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε πράγματι υπόψη της την ενώπιον της έκθεση της Συμβουλευτικής καθώς και ότι είναι αναιτιολόγητη η κρίση της Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψήφιων εισηγούμενη ότι ενώ η ίδια κρίθηκε Σχεδόν Εξαίρετη τόσο κατά τη προφορική συνέντευξη όσο και κατά την τελική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ήτοι υπέρτερα από το ΕΜ Π. και στο ίδιο επίπεδο με το ΕΜ Φ. καθώς και ενώ ο Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης αξιολόγησε την απόδοση της ίδιας και των ΕΜ Φ. και Π. ως Σχεδόν Πάρα πολύ καλή εντούτοις η Επιτροπή αναιτιολόγητα και αυθαίρετα αξιολόγησε όλα τα ΕΜ ως Εξαίρετα και την αιτήτρια ως Πολύ καλή. Παρεμβάλλεται δε ότι η αιτήτρια τόσο με την απαντητική της αγόρευση όσο και προφορικά κατά τις διευκρινήσεις της υπόθεσης απέσυρε, μετά και από προδικαστική ένσταση που ηγέρθηκε από την πλευρά της καθ΄ης η αίτηση, τους ισχυρισμούς που προώθησε με τη γραπτή της αγόρευση υπό τον τίτλο «πάσχουσα συγκρότηση και/ή σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής».
Με την Προσφυγή αρ.735/19 η οποία στρέφεται κατά της νομιμότητας της προαγωγής όλων των ΕΜ, η αιτήτρια Χ. παραπονείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν ελλιπούς έρευνας, πλάνης και αιτιολογίας. Ισχυρίζεται δε ότι υπερέχει έκδηλα από τα ΕΜ σε πείρα στην εκπαιδευτική υπηρεσία και σε πρόσθετα προσόντα αφού πέραν των απαιτούμενων εκ του σχεδίου υπηρεσίας είναι κάτοχος διδακτορικού τίτλου καθώς και Μεταπτυχιακού τίτλου στην Εκπαιδευτική Ηγεσία και Διοίκηση, προσόντα τα οποία ουδόλως κατέχουν τα ΕΜ και τα οποία ενώ η Επιτροπή θεώρησε ως σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης εντούτοις κατά παράβαση της νομολογίας τα αντιμετώπισε ωσάν να μην είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, καθιστώντας ως ισοδύναμους υποψήφιους που δεν είχαν κανένα πρόσθετο προσόν με υποψήφιους που κατέχουν διδακτορικό και επιπρόσθετο μεταπτυχιακό. Απολήγει δε η θέση της ότι τα σχετικά πρόσθετα προσόντα πρέπει να αξιολογούνται και να συνεκτιμούνται κατά τη συνολική κρίση και να έχουν μια λογική βαρύτητα, κάτι που εν προκειμένω δεν επισυνέβη. Περαιτέρω η αιτήτρια διατείνεται ότι παραγνωρίστηκε η υπεροχή της σε πείρα υποβάλλοντας ότι η Επιτροπή ουδόλως μνημόνευσε ρητά το στοιχείο της πείρας το οποίο προσμετρά στην αξία του υποψηφίου καθώς και ότι πέραν της αναφοράς ότι οι υποψήφιοι πληρούν την απαιτούμενη εκ του σχεδίου υπηρεσίας πείρα στη μέση γενική εκπαίδευση ουδεμία αναφορά διενεργείται στη συνολική πείρα των υποψήφιων με την ίδια να κατέχει την μεγαλύτερη πείρα 36 χρόνων στην εκπαιδευτική υπηρεσία και 20 έτη στη μέση γενική εκπαίδευση.
Με την Προσφυγή αρ.836/19 ο αιτητής Μ. στρέφεται κατά της νομιμότητας της προαγωγής των ΕΜ Γ., Φ. και Π.. Ο αιτητής με την αρχική, απαντητική και συμπληρωματική του γραπτή αγόρευση εισηγείται ότι η κρίση της ΕΕΥ είναι αναιτιολόγητη αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων και ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν κοινά κριτήρια, ότι ο ίδιος υπερέχει σε όλα τα αντικειμενικά στοιχεία κρίσης έναντι των ΕΜ και ότι η επίδικη απόφαση πάσχει ως πεπλανημένη, ως προϊόν ελλιπούς έρευνας και ως αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και είναι αποτέλεσμα υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση κατά παράβαση του άρθρου 35 (Β) (10) του Νόμου. Ειδικότερα και αναφορικά με το κριτήριο της αξίας, o αιτητής παραθέτοντας σχετικό συγκριτικό πίνακα των υπηρεσιακών εκθέσεων για τα έτη που λήφθηκαν υπόψη, σύμφωνα και με τον ενώπιον της Επιτροπής πίνακα, ισχυρίζεται ότι «υπό πλάνη η ΕΕΥ έκρινε όλους ως «περίπου» ίσους σε αξία» αφού ο ίδιος υπερέχει σταθερά και διαχρονικά με υψηλότερες βαθμολογίες έναντι και των τριών ΕΜ, αφού είναι ο μόνος που για τη χρονική περίοδο 2010 έως το 2017 έχει βαθμολογηθεί σταθερά με τη μέγιστη βαθμολογία 8 εξαίρετα ανά έτος ενώ τα ΕΜ Γ. και Φ. έχουν αξιολογηθεί με 8 εξαίρετα μόνο μια φορά για το έτος 2017 και το ΕΜ Π. δεν έχει σε κανένα έτος κριθεί με 8 εξαίρετα. Αποτελεί θέση του αιτητή ότι υπό πλάνη παραγνωρίστηκε και η υπεροχή του σε πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα αφού εκμηδενίστηκε ο διδακτορικός τίτλος που κατέχει κρινόμενος ως ισοδύναμος στο κριτήριο των προσόντων με ΕΜ που δεν κατέχουν κανένα πρόσθετο προσόν. Πλάνη έχει εμφιλοχωρήσει εισηγείται ο αιτητής με τις γραπτές του αγορεύσεις και σε σχέση με τα όσα κατέγραψε η Επιτροπή αναφορικά με το κριτήριο της αρχαιότητας τονίζοντας με παραπομπή σε νομολογία αφενός ότι όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία δεν αποκλείεται μεγαλύτερη σημασία να έχει η αρχαιότητα και όχι η προφορική εξέταση και αφετέρου ότι η Επιτροπή πλανήθηκε και για την αναφορά της στην αρχαιότητα όπως αυτή προέκυπτε από την αμέσως κατώτερη της επίδικης θέση «αφού ηταν αρκετή η υπεροχή του αιτητή κατά την τελευταία προηγούμενη προαγωγή ». Επί τούτου, υποβάλλει ο αιτητής ότι παραγνωρίσθηκε η υπέρτερη αρχαιότητα του αφού ο ίδιος προήχθη στη θέση Επιθεωρητή, ήτοι την προηγούμενη της επίδικης θέσης, στις 12.2.2007 και ως εκ τούτου υπερέχει σε αρχαιότητα και επομένως και σε πείρα που επαυξάνει στην αξία, κατά 8 χρόνια και πέντε μήνες έναντι των ΕΜ Γ. και Φ. και έναντι του ΕΜ Π. που προήχθη στη θέση αυτή στις 11.7.2016 κατά πολύ περισσότερο. Η Επιτροπή, συνεχίζει ο αιτητής, παραγνώρισε το σύνολο των δεδομένων και υπό πλάνη κατέστησε ως μοναδικό κριτήριο την ενώπιον της προφορική συνέντευξη, παραβλέποντας ως τονίζει ότι «τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δεν είναι ισοδύναμοι με τον Αιτητή ούτε σε αξία αλλά ούτε σε προσόντα ούτε σε πείρα και σε αρχαιότητα». Τέλος υποβάλλεται ότι είναι ακατανόητο πώς ενώ ο αιτητής αξιολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως «Εξαίρετος» τόσο κατά τη προφορική εξέταση όσο και κατά την τελική της αξιολόγηση (και μάλιστα σε υψηλότερο επίπεδο από τα ΕΜ Φ. και Π.) και ως «Πάρα Πολύ καλός» από το Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης που παρέστη στη συνέντευξη ενώπιον της ΕΕΥ -ενώ τα ΕΜ Π. και Φ. ως «Σχεδόν Πάρα Πολύ Καλοί»- τελικώς η απόδοση του κρίθηκε από την ΕΕΥ αυθαίρετα ως μόνο «Καλός».
Με την Προσφυγή αρ.836/19 ο αιτητής Κ. προσβάλλει τη νομιμότητα της προαγωγής των ΕΜ Γ., Φ. και Π.. Ομοίως με τους υπόλοιπους αιτητές και ο εδώ αιτητής παραπονείται ότι η απόφαση της ΕΕΥ πάσχει ως πεπλανημένη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, ότι δεν έχει αιτιολογηθεί επαρκώς καθώς και ότι δεν έγινε ουσιαστική γνήσια και εξειδικευμένη σύγκριση των υποψήφιων. Υποβάλλει δε ότι παραγνωρίστηκε καταφανώς η υπεροχή του σε αρχαιότητα και κατ’ επέκταση σε πείρα και αξία από τα ΕΜ αφού προήχθη στην προηγούμενη της επίδικης θέσης του Επιθεωρητή την 1.9.2013 ενώ τα ΕΜ Γ. και Φ. από 13.7.2015 και το ΕΜ Π. από 11.7.2016. Τονίζει δε ο αιτητής, με παραπομπή σε νομολογία, τη σημασία της αρχαιότητας και της πείρας η οποία απορρέει από την υπέρτερη αρχαιότητα του αιτητή στην προηγούμενη της επίδικης θέσης καθώς και την απουσία οποιασδήποτε μνείας επί αυτής από την Επιτροπή. Περαιτέρω και ειδικώς ως προς το ΕΜ Γ. προβάλλει τη θέση «ότι ακόμη και η προαναφερθείσα περίοδος 13.7.2015 έως 6.8.2018 πάσχει νομιμότητας καθώς αποτέλεσε επίδικο Θέμα στην προσφυγή υπ αριθμόν 1186/2015, κατά την οποία προσφυγή η εκεί προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε σε ότι αφορά την προαγωγή του Ν. Γ.». Επιπρόσθετα υποβάλλει ο αιτητής ότι τα ΕΜ Γ. και Π. υστερούν και στο κριτήριο των προσόντων αφού δεν κατέχουν διδακτορικό τίτλο όπως ο αιτητής παραπονούμενος για τον εσφαλμένο τρόπο αντιμετώπισης τους και την εν τέλει παραγνώριση τους από την Επιτροπή. Τέλος εισηγείται ο αιτητής ότι στο μόνο που υστερεί είναι στην αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης αφού έχει αξιολογηθεί ως «Πολύ καλός» και τα ΕΜ ως «Εξαίρετα», διαφορά η οποία ως εισηγείται με παραπομπή σε νομολογια έχει κριθεί «οριακή» ή «ελαφρά», με αποτέλεσμα ακόμα και η κρίση της ΕΕΥ ότι τα ΕΜ υπερέχουν σαφώς όσον αφορά την απόδοση στην προσωπική συνέντευξη να είναι πάσχουσα και να τίθεται ζήτημα και ως προς τη βαρύτητα που της αποδόθηκε.
Η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση υποστηρίζοντας τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης με τη γραπτή της αγόρευση ανταπάντησε στους ισχυρισμούς έκαστης Προσφυγής, υποδεικνύοντας ότι η επίδικη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και λήφθηκε μετά από προσμέτρηση όλων των στοιχείων, ήτοι ως αναφέρει, της αρχαιότητας, της πείρας, της αξίας, των προσόντων, της συνέντευξης ενώπιον της Επιτροπής και της έκθεσης της Συμβουλευτικής επιτροπής και χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει ουδεμία πλάνη κατά τη λήψη της απόφασης για προαγωγή των ΕΜ. Η δε απόφαση της Επιτροπής ήταν, ως υποστηρίζει η ευπαίδευτη συνήγορος, εύλογη και νόμιμη και οι αιτητές δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν έκδηλη υπεροχή.
Η πλευρά του ΕΜ Φ., συμπλέοντας με τις θέσεις της καθ΄ης αίτηση, απορρίπτει δια της γραπτής της αγόρευσης τους ισχυρισμούς έκαστου αιτητή προβαίνοντας επίσης με τη σειρά της όπως και η καθ΄ ης η αίτηση σε ανά περίπτωση συγκριτικούς συσχετισμούς στα στοιχεία κρίσης προς υποστήριξη της νομιμότητας της προαγωγής του ΕΜ.
Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού και προσωπικών φακέλων της υπόθεσης.
Προέχει η εξέταση του κοινού ισχυρισμού που προβλήθηκε από τους αιτητές Ρ., Χ. και Μ. περί αναιτιολόγητης κρίσης της Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψήφιων και περί μη χρησιμοποίησης κοινών κριτηρίων κατά τη συνέντευξη των υποψηφίων, αφού κατά τη θέση τους παρατέθηκαν μόνο φραστικές ωραιολογίες και χωρίς οποιαδήποτε ουσία προς υποβάθμιση των αιτητών και ανάδειξη των ΕΜ ως εξαίρετων.
Δεν θα συμφωνήσω με τους αιτητές. Η Επιτροπή κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 21.2.2019 αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι για την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη θα λάβει, συμφώνως με το άρθρο 35Β (10)(β)(i) του Ν. 10/69 τα παρακάτω κριτήρια: 1) ενημέρωση σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά Θέματα, 2) κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της Θέσης Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στη Μέση Γενική Εκπαίδευση, 3) κριτική ανάλυση διοικητικών και οργανωτικών προβλημάτων σχετικών με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης, 4)αποτελεσματικότητα επικοινωνίας και επάρκεια τεκμηρίωσης απόψεων και θέσεων, 5) προσωπικότητα (άνετη παρουσία, προσαρμοστικότητα, ευελιξία), 6) γλωσσική επάρκεια (λεξιλόγιο, σύνταξη, ορθοφωνία, ορθοέπεια).
Αποφάσισε δε να προσδώσει ίση βαρύτητα στα πιο πάνω κριτήρια αφού, ως καταγράφεται, τα θεώρησε εξίσου σημαντικά καθώς και όπως χρησιμοποιηθούν παράλληλες ερωτήσεις σε συγκεκριμένους τομείς, ως αυτοί καταγράφηκαν στο εν λόγω πρακτικό, για να αξιολογηθεί η επάρκεια των υποψηφίων στα συγκεκριμένα έξι κριτήρια.
Απλή δε αντιπαραβολή των κριτηρίων που καθορίστηκαν από την Επιτροπή και της γενικής εντύπωσης που καταγράφηκε για έκαστο εκ των αιτητών και των ΕΜ δεικνύει εμφανώς ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψήφιων στις συνεντεύξεις διενεργήθηκε επί τη βάσει των κοινών αυτών προκαθορισμένων κριτήριων και επομένως ο ισχυρισμός των αιτητών περί μη χρησιμοποίησης ίσων κριτηρίων για τη διαμόρφωση της υποκειμενικής κρίσης, ο οποίος προβλήθηκε κατά γενικό τρόπο και χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση, ουδόλως ευσταθεί.
Ούτε όμως με βρίσκει σύμφωνη το παράπονο των αιτητών ότι η ΕΕΥ δεν αιτιολόγησε τις εντυπώσεις της για την απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις. Έχω διεξέλθει την αιτιολογία της κρίσης της Ε.Ε.Υ1 και από απλή ανάγνωση των καταγραφέντων αυτό που αντιθέτως εξάγεται είναι ότι η Επιτροπή παρέθεσε τους λόγους και κατέγραψε με επάρκεια τη γενική εντύπωση που σχημάτισε σε ό,τι αφορούσε την απόδοση έκαστου υποψηφίου, αιτιολογώντας την κατάληξή της και επεξηγώντας εκείνα τα στοιχεία και παρατηρήσεις που δικαιολογούσαν κατά την αντίληψη της τη βαθμολογία που αποδίδεται ώστε να θεωρείται ότι ικανοποιείται το στοιχείο της επάρκειας αναφορικά με την αιτιολογία (Αναστασιάδης v Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας(2007)3 Α.Α.Δ 139). Άλλωστε είναι νομολογιακά αναγνωρισμένη η διακριτική ευχέρεια της ΕΕΥ, ως το διορίζον όργανο, να επιλέξει τα κριτήρια και τον τρόπο αξιολόγησης των υποψηφίων(Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102) όπως βεβαίως ορθή είναι και η θέση που προτάσσει η κα Κοτσώνη ότι είναι νομολογιακά δοσμένο ότι η νοητική λειτουργία των μελών του οργάνου αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο (Χαραλαμπίδης v Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 85/17, ημερομηνίας 14/12/2023) Λάμπρου και Δημοκρατίας( Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 141/19, ημερομηνίας 9/10/2024).
Και κάτι ακόμη, σχετικά με τα όσα υπέβαλε ο αιτητής Μ. περί ακατανόητης κρίσης της Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση του κατά τη προφορική εξέταση, η οποία, ως υποβάλλει, αντιφάσκει με τη συνολική του εικόνα. Αν και προκαλεί ωστόσο πράγματι εντύπωση ότι η αξιολόγηση της απόδοσης του αιτητή Μ. από την Επιτροπή ως μόνο «Καλός» στην ενώπιον της συνέντευξη διαφέρει κατά πολύ από την εικόνα που απεκόμισε ο Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης κατά την ίδια συνέντευξη ο οποίος αξιολόγησε τον αιτητή ως «Πάρα Πολύ καλό», ήτοι 3 βαθμίδες πιο πάνω στην κλίμακα αξιολόγησης αφού μεταξύ της βαθμίδας «Καλός» και «Πάρα πολύ καλός» παρεμβάλλονται οι βαθμίδες Σχεδόν Πολύ Καλός, Πολύ Καλός και Σχεδόν Πάρα Πολύ Καλός, ως επίσης και η μεγάλη διάσταση μεταξύ της αξιολόγησης της απόδοσης του ίδιου υποψηφίου από την Συμβουλευτική Επιτροπή στην ενώπιον της συνέντευξη όπου ο ίδιος υποψήφιος αξιολογήθηκε ως «Εξαίρετος», πλην όμως τούτο, και δοθέντων των όσων έχουν ανωτέρω επεξηγηθεί, δεν επιτρέπει από μόνο του την όποια παρέμβαση επί της κρίσης του αρμοδίου οργάνου.
Θα πρέπει ακολούθως να εξεταστεί ο ισχυρισμός που προβλήθηκε από τον αιτητή στην Προσφυγή αρ. 1115/19 ο οποίος άπτεται της ορθότητας των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή. Συγκεκριμένα ο αιτητής εισηγείται ότι σε σχέση με το ΕΜ Γ. εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή αρ.1186/15, η οποία αφορούσε τη θέση Επιθεωρητή Ά στην οποία το ΕΜ είχε προαχθεί και επομένως ως εισηγείται η ληφθείσα (για την αρχαιότητα) υπόψη «περίοδος13.7.2015 έως 6.8.2018 πάσχει νομιμότητας» λόγω της ακύρωσης της προαγωγής του ΕΜ στην εν λόγω θέση.
Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά δεδομένων των όσων έχει υποδείξει η κα Κοτσώνη κατά το στάδιο των διευκρινήσεων και τα οποία επιβεβαιώνονται αναντίλεκτα από το προσωπικό φάκελο του ΕΜ από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι της ακυρωτικής απόφασης ακολούθησε επανεξέταση κατά την οποία αποφασίστηκε η προαγωγή του ΕΜ Γ. στην ίδια θέση, αναδρομικά, από τις 13.7.2015. Συνεπώς ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Όλοι οι αιτητές προωθούν ακολούθως ποικίλους ισχυρισμούς σε σχέση με την αξιολόγηση και τη στάθμιση των κριτηρίων της αρχαιότητας, αξίας και προσόντων, της έκθεσης της Συμβουλευτικής επιτροπής και την αξιολόγηση της διαφοράς στην προφορική εξέταση μεταξύ των υποψηφίων καθώς και της υπέρμετρης βαρύτητας που προσδόθηκε σ’ αυτή, εισηγούμενοι πλάνη της Επιτροπής κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και αμφισβητώντας αυτή ως αναιτιολόγητη.
Κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν τα όσα προνοούνται στο άρθρο 35(Β)(10) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, Ν.10/69 αναφορικά με τα κριτήρια που η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη της για την εκάστοτε επιλογή:
«(10) Μετά τo τέλoς τωv πρoσωπικώv συvεvτεύξεωv η Επιτρoπή πρoβαίvει στηv επιλoγή τωv καλύτερωv υπoψηφίωv από τoυς υπoψηφίoυς oι oπoίoι περιέχovται στoυς τελικoύς καταλόγoυς, λαμβάvovτας υπόψη τα ακόλoυθα:
(α) στις περιπτώσεις υπoψηφίωv oι oπoίoι περιέχovται στov κατάλoγo o oπoίoς καταρτίζεται σύμφωvα με τo εδάφιo (3):
(i) τηv έκθεση της Συμβoυλευτικής Επιτρoπής·
(ii) τo περιεχόμεvo τωv Πρoσωπικώv Φακέλωv και τωv Φακέλωv τωv Υπηρεσιακώv Εκθέσεωv.
(iii) τηv εvτύπωση πoυ απoκόμισε από τις πρoσωπικές συvεvτεύξεις:
Εvvoείται ότι η απόδoση τωv υπoψηφίωv στις συvεvτεύξεις θα λαμβάvεται υπόψη μόvo ως συμπληρωματικό στoιχείo κρίσης της αξίας τoυς·»
Περαιτέρω κρίνεται σκόπιμο να καταγράφουν τα ακόλουθα για να αποδοθεί η εικόνα των υποψηφίων:
Σε ότι αφορά τις ετήσιες αξιολογήσεις ενώπιον της Επιτροπής τέθηκε Πίνακας αναφορικά με τα έτη 2008-2017, τα δεδομένα του οποίου είναι παραδεκτά και παρατίθενται, ως εδώ ενδιαφέρουν, κατωτέρω:
2008 |
2009 |
2010 |
2011 |
2012 |
2013 |
2014 |
2015 |
2016 |
2017 | |||
Μ. Μ. |
6(Ε) |
7(Ε) |
8(Ε) |
8(Ε) |
8(Ε) |
8(Ε) |
8(Ε) |
8(Ε) |
8(Ε) |
8(Ε) | ||
Α. Σ |
5(Ε) |
6(Ε) |
7(Ε) 1(ΠΙ) |
8(Ε) |
8(Ε) |
8(Ε) |
8(Ε) |
8(Ε) |
8(Ε) |
8(Ε) | ||
Κ. Γ |
37 |
ΒΔ38 |
ΒΔΑ39 |
6(Ε) 2(ΠΙ) |
7(Ε) 1(ΠΙ) |
8(Ε) |
8(Ε) |
8(Ε) | ||||
Χ. Θ. Ε |
ΒΔΑ39 |
|
5(Ε) |
6(Ε) 2(ΠΙ) |
7(Ε) |
8(Ε) |
8(Ε) | |||||
Φ.Α |
ΒΔ39 |
ΒΔΑ39 |
|
6(Ε) 2(ΠΙ) |
7(Ε) 1(ΠΙ) |
8(Ε) | ||||||
Ρ.Π. Ε |
37 |
38 |
ΒΔ39 |
ΒΔ39 |
5(Ε) 3(ΠΙ) |
7(Ε) |
8(E) | |||||
Γ.Ν |
37 |
ΒΔ38 |
ΒΔ39 |
5(Ε) 3(ΠΙ)
|
7(Ε) |
8(E) | ||||||
Χ.Π |
37 |
ΒΔ38 |
ΒΔ39 |
|
5(Ε) |
6(Ε) |
8(E) | |||||
Π. Ζ. |
ΒΔ39 |
ΒΔΑ39 |
|
5(Ε) |
6(E) 2(ΠΙ) | |||||||
Όλοι οι αιτητές κατέχουν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα. Ειδικότερα όλοι αιτητές και πέραν των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας κατέχουν διδακτορικό τίτλο. Κάποιοι δε εξ αυτών εκτός αυτού κατέχουν πρόσθετα και μεταπτυχιακό τίτλο ενώ άλλοι κατέχουν Πιστοποιητικό παρακολούθησης Ετήσιου Προγράμματος στην ειδικότητα τους από Πανεπιστήμιο. Τα ΕΜ δεν κατέχουν κανένα πρόσθετο προσόν πλην του ΕΜ Φ. που κατέχει διδακτορικό τίτλο.
Αναφορικά με την αρχαιότητα αιτητές και ΕΜ κατείχαν όλοι τη θέση του Επιθεωρητή, η οποία συνιστά την αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση. Σύμφωνα δε με τον πίνακα υπηρεσιακής εξέλιξης που τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής ο αιτητής Μ. κατείχε τη θέση του Επιθεωρητή από τις 12.2.2007, το ΕΜ Α. από την 1.9.2008, η αιτήτρια Χ. από τις 18.2.2013 και ο αιτητής Κ. από 1.9.2013, τα ΕΜ Φ. και Γ. από τις 13.7.2015, οι δε αιτήτριες Χ. και Ρ. από την 1.9.2015 και το ΕΜ Π. από τις 11.7.2016.
Σε ότι αφορά την τελική αξιολόγηση των υποψηφίων ως αυτή διενεργήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατόπιν μελέτης των προσωπικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και με βάση την αξία, τα προσόντα, την αρχαιότητα και τα αποτελέσματα των ενώπιον της προσωπικών συνεντεύξεων των υποψηφίων ο αιτητής Μ. κατατάχθηκε ως «Εξαίρετος» και οι αιτητές Κ., Ρ., Χ. και Χ. ως «Σχεδόν Εξαίρετοι». Τα δε ΕΜ Π. και Φ. ως «Πάρα Πολύ Καλή» και «Σχεδόν Εξαίρετος» αντίστοιχα ενώ τα ΕΜ Α. και Γ. ως «Εξαίρετα». Όμοιες ήταν και οι κρίσεις της Συμβουλευτικής για την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική συνέντευξη με τις μόνες διαφοροποιήσεις να αφορούν την αιτήτρια Χ. και το ΕΜ Π..
Κατά τη δε συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής όλα τα ΕΜ χαρακτηρίστηκαν ως «Εξαίρετα» η δε απόδοση των αιτητών παρουσίασε διαβαθμίσεις με την αιτήτρια Ρ. να αξιολογείται ως «Σχεδόν Εξαίρετη», τους αιτητές Χ. και Κ. ως «Πολύ καλοί», τον δε αιτητή Μ. ως «Καλό» όπως και την Χ..
Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται, για σκοπούς πληρότητας των γεγονότων, ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν στην παρουσία του Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης συμφώνως με το άρθρο 35 (Β)9 του Ν.10/69, ο οποίος εξέφρασε τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων ως ακολούθως: Τον δε αιτητή Μ. ως «Πάρα Πολύ καλό» και τους αιτητές Κ., Ρ. και Χ. και τα ΕΜ Π. και Φ. «Σχεδόν πάρα πολύ καλοί» και την αιτήτρια Χ. ως «Πολύ καλή». Τα δε ΕΜ Α. και Γ. ως «Σχεδόν Εξαίρετα». Βεβαίως σημειώνεται ότι κατά πάγια νομολογία η εκφρασθείσα αυτή άποψη δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής, ούτε ξεχωριστό στοιχείο κρίσης, για τον καθορισμό της ουσιαστικής καταλληλόλητας των υποψηφίων εφόσον ο ρόλος του Διευθυντή είναι καθαρά βοηθητικός του έργου της Επιτροπής.
Η Επιτροπή, έχοντας ενώπιον της τα πιο πάνω δεδομένα, αναφορικά με το κριτήριο της αξίας έλαβε υπόψη, ως καταγράφεται στο πρακτικό ημερομηνίας 4.3.2019, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, το σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων και ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις. Αναφορικά δε με το με το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων έκρινε ότι οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι και περίπου ισοδύναμοι στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων εφόσον οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ τους ήταν οριακή καθώς και ότι τα ΕΜ υπερείχαν σε αξία «αφού βαθμολογήθηκαν σε αρκετά ψηλότερο επίπεδο στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη» (παράγραφος 4.1.3. του πρακτικού ημερ. 4.3.2019). Ως προς τα προσόντα η Επιτροπή και αφού κατέγραψε στο σχετικό πρακτικό της τα πρόσθετα προσόντα των αιτητών, του ΕΜ Φ. και ακόμη μιας υποψήφιας, τα οποία έκρινε όλα ως συναφή με τα καθήκοντα της θέσης σημείωσε ότι οι πιο πάνω υποψήφιοι «προηγούνται των ανθυποψηφίων τους στο κριτήριο αυτό» (βλ. παράγραφο 4.2 του σχετικού πρακτικού). Αφού δε και σε σχέση με την αρχαιότητα κατέγραψε ότι η υπηρεσιακή εξέλιξη των υποψηφίων φαίνεται σε σχετικό πίνακα (Παράρτημα 3) κατέληξε να επιλέξει τα Ενδιαφερόμενα Μέρη ως τα πιο κατάλληλα και να τους προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση αιτιολογώντας την απόφαση της με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Οι υποψήφιοι υπερέχουν έναντι των ανθυποψηφίων τους σε αξία. Πιο συγκεκριμένα, ενώ είναι ισοδύναμοι με αυτούς στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων Υπηρεσιακών Εκθέσεων και περίπου ισοδύναμοι στο σύνολο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, υπερέχουν σαφώς έναντι τους όσον αφορά στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη. Η Επιτροπή σημείωσε ότι, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, για θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία, η απόδοση στη συνέντευξη είναι ουσιαστικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να του δίδεται αυξημένη βαρύτητα, όταν κρίνεται η προσωπικότητα και οι ικανότητες των υποψηφίων, που είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (βλ. απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 13.12.1990, στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 868 και 869 Κυπριακή Δημοκρατία Vs Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α. και απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 13.1.2003 στην Προσφυγή Αρ. 854/2001 — Κώστας Μάρκου κ.α. Vs Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΕΕΥ).
H Επιτροπή σημείωσε ότι ορισμένοι υποψήφιοι έχουν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα τα οποία είναι συναφή με τα καθήκοντα της Θέσης (βλ. παράγραφο 4.2 πιο πάνω). Παρά το γεγονός αυτό, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με τη σχετική νομολογία πρόσθετα προσόντα τα οποία δεν προνοούνται από το σχέδιο υπηρεσίας έχουν, οριακό χαρακτήρα, έκρινε ότι όλοι οι υποψήφιοι είναι περίπου ισοδύναμοι στο κριτήριο αυτό.
Στο κριτήριο της αρχαιότητας, ορισμένοι υποψήφιοι υπερέχουν έναντι των υποψηφίων που επιλέγηκαν από την Επιτροπή. H Επιτροπή όμως, έλαβε υπόψη ότι όλοι υποψήφιοι κατέχουν την ίδια Θέση, αυτή του Επιθεωρητή Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης και οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ τους αφορά την ημερομηνία προαγωγής τους στη Θέση αυτή. Περαιτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι, σύμφωνα και με τη σχετική νομολογία, η υπεροχή σε αρχαιότητα δεν μπορεί να υπερσκελίσει την υπεροχή σε αξία, ειδικά όταν πρόκειται για την πλήρωση υψηλόβαθμων Θέσεων.»
Είναι νομολογιακά δοσμένο ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως είναι και η επίδικη, η βαρύτητα των εντυπώσεων της προφορικής συνέντευξης είναι αυξημένη, το δε διορίζον όργανο έχει ευρεία διακριτική εξουσία επιλογής, εφόσον, βέβαια, σταθμίζει ορθά όλα τα σχετικά στοιχεία (Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655, Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 639, Πιερίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 107/14 ημερ. 10/12/2020, ECLI:CY:AD:2020:C423).
Πλην όμως, αποτελεί σταθερή θέση της νομολογίας, ότι η επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου πρέπει να προκύπτει πάντοτε μέσω της στάθμισης όλων των νόμιμων στοιχείων κρίσης και να είναι το αποτέλεσμα συσχετισμών και κρίσης στη βάση του συνόλου των δεδομένων της κάθε περίπτωσης (Δημοκρατία v Μιχαηλίδη (2011) 3Β Α.Α.Δ 871 (Παναγιωτάκης v Δημοκρατία( 2017) 3 Α.Α.Δ 397).
Και αυτό είναι εν προκειμένω που εντοπίζεται να ελλείπει, αφού αν και η Επιτροπή αναφέρει ότι η επιλογή διενεργήθηκε βάσει των θεσμοθετημένων κριτηρίων εντούτοις η επιλογή φαίνεται να διενεργήθηκε μακρά από την οποία συγκριτική αξιολόγηση και συστάθμιση και εξισορρόπηση όλων των δεδομένων.
Αρχίζοντας από το κριτήριο της αρχαιότητας σε σχέση με το οποίο όλοι οι αιτητές παραπονούνται ότι εμφιλοχώρησε πλάνη στις διαπιστώσεις της Επιτροπής, αυτό που παρατηρείται είναι ότι η αρχαιότητα αντιμετωπίστηκε με τη θεώρηση ότι όλοι κατείχαν την ίδια προηγουμένως θέση του Επιθεωρητή και η διαφορά τους έγκειτο στην ημερομηνία προαγωγής σ΄αυτή. Αυτό όμως δεν είναι αμελητέο αφού ακριβώς η όποια υπεροχή στην αρχαιότητα καθορίζεται συμφώνως με το άρθρο 37 (1) του Ν. 10/69 από την ημερομηνία προαγωγής στην προηγούμενη της επίδικης θέσης.
Η δε γενικευμένη και σωρευτική αναφορά ότι «η υπεροχή σε αρχαιότητα δεν μπορεί να υποσκελίσει την υπεροχή σε αξία» η οποία ως ήδη επισημάνθηκε προσδόθηκε αποκλειστικά από την προσμέτρηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ή έστω να έχει προβληματίσει η όποια διαφοροποίηση υπήρχε στα συγκριτικά δεδομένα των υποψηφίων και η τυχόν σημασία που θα μπορούσαν αυτά να ενέχουν, είναι όντως προβληματική .
Είναι παγίως νομολογημένο ότι η βαρύτητα ορισμένου στοιχείου κρίσης δεν μπορεί απαρεγκλίτως και εκ των προτέρων να προκαθοριστεί αλλά καθορίζεται σε συνάρτηση με τους εκάστοτε συσχετισμούς και επί βάση του συνόλου των δεδομένων που το αρμόδιο όργανο καλείται να αξιολογήσει και όχι ως θέμα προδιατυπωμένης αρχής, γενικώς εφαρμοζόμενης, ως εν προκειμένω έγινε και ανεξαρτήτως μάλιστα του εάν η διαφορά αυτή έγκειτο σε υπεροχή σε αρχαιότητα πολλών ετών ή λίγων μηνών και χωρίς αντιπαραβολή με την όποια διαφορά υπήρχε στην απόδοση των υποψήφιων στην προφορική συνέντευξη συνυπολογιζόμενων δε και των υπόλοιπων στοιχείων κρίσης(Δημοκρατία v. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341, Δημοκρατία v. Μιχαηλίδου (2011) 3(B) Α.Α.Δ. 871) Γρηγορίου Πολυξένη (Μιχαηλίδου) v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275).
Χαρακτηριστικό δε είναι ότι όλοι οι αιτητές παραπέμπουν, προς υποστήριξη της θέση τους, σε σειρά αποφάσεων σύμφωνα με τις οποίες όταν ένας υποψήφιος υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία, έστω και εάν επρόκειτο για ανώτερες θέσεις, τότε η προφορική εξέταση δεν έχει αυξημένη βαρύτητα σε θέσεις αυτού του επιπέδου. Υποβάλλουν δε ότι κατά πάγια νομολογία η αρχαιότητα φέρει μαζί της την ανάλογη πείρα που προσμετρά στην αξία ακριβώς λόγω του εύρους υπηρεσίας του συγκεκριμένου υποψηφίου (Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, 649 Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605 και Δημοκρατία ν. Φίλιππου Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756).
Στην υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 273, τα λεχθέντα της οποίας επικαλούνται οι αιτητές, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόμνησε τα ακόλουθα:
«……. συνιστά κανόνα της νομολογίας μας ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η Ε.Δ.Υ., κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους για προαγωγή έχει ευρεία διακριτική εξουσία. Έχει, όμως, επίσης αναγνωριστεί νομολογιακά ότι όταν ένας υποψήφιος υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία, τότε η προφορική εξέταση δεν έχει αυξημένη βαρύτητα σε θέσεις αυτού του επιπέδου. Μάλιστα, αναγνωρίστηκε ότι όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία, δεν αποκλείεται μεγαλύτερη σημασία να έχει η αρχαιότητα και όχι η προφορική εξέταση (Δημοκρατία v. Μιχαήλ Αντωνίου (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 921, 928).»
Στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164 κρίθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι, έστω και εάν επρόκειτο για θέση ψηλά στην ιεραρχία, η υπεροχή σε προφορική εξέταση, από μόνη της δεν μπορούσε να ήταν αποφασιστικό στοιχείο κρίσης κατά παραγνώριση της υπεροχής των άλλων υποψηφίων σε αρχαιότητα και προσόντα και με διαφορετική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Στην υπόθεση Κυριακίδου-Δανού v Δημοκρατίας μέσω Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (2016) 3 Α.Α.Δ 130 και με αναφορά στο δικαστικό λόγο της Αντωνίου ( ανωτέρω) κρίθηκε ότι με δεδομένη την ουσιαστική ισοτιμία ως προς τα προσόντα και την αξία των υποψηφίων, η οριακή υπεροχή στην απόδοση των Ενδιαφερομένων Μερών (κρίθηκαν ως Σχεδόν εξαίρετα ενώ η εφεσείουσα ως Πολύ καλή) στην προφορική συνέντευξη δεν μπορούσε να προσμετρήσει κατά τρόπο ώστε να προσδώσει υπεροχή τέτοια που να δικαιολογούσε την παραγνώριση της σημαντικής αρχαιότητας της εκεί εφεσείουσας (τέσσερα χρόνια και πέντε μήνες περίπου του ΕΜ1 και κατά τρία χρόνια και πέντε μήνες περίπου του ΕΜ2,) το εύρος της οποίας, ως και συνακόλουθη μεγαλύτερη πείρα που επαύξανε την αξία, συνιστούσε, ως κρίθηκε για την εφεσείουσα σημαντικό προβάδισμα.
Ο ορθός τρόπος αντιμετώπισης των σχετικών νομολογιακών αρχών τέθηκε με σαφήνεια στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοκρατίας μέσω Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και Χ’ Μιχαήλ ( Αναθ.Έφεση αρ.19/15, ημερομηνίας 14/7/21), ECLI:CY:AD:2021:C307 στα πλαίσια της οποίας κρίθηκε ότι η ΕΕΥ έδωσε τέτοια σημασία στην προφορική συνέντευξη, ώστε «ανέτρεψε» τα δεδομένα που προέκυπταν από τη μέχρι τότε βαθμολογία και άλλα στοιχεία των φακέλων του ίδιου του εφεσίβλητου. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Στην Καραγιάννη-Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας, μέσω ΕΕΥ, ΑΕ7/2011, 21.12.2016, αναγνωρίστηκε ότι, «όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία, δεν αποκλείεται μεγαλύτερη σημασία να έχει η αρχαιότητα και όχι η προφορική εξέταση». Σοφά στη συνέχεια τονίστηκε ότι «δεν πρόκειται για συγκρουόμενες αρχές. Είναι απλώς ζήτημα εφαρμογής των καλώς αναγνωρισμένων νομικών αρχών επί των γεγονότων της κάθε υπόθεσης με τέτοιο τρόπο ώστε τα σχετικά κριτήρια να εκτιμούνται από τη διοίκηση κάθε φορά αναλόγως με τις συγκεκριμένες περιστάσεις ορθά και ορθά να εξισορροπούνται μεταξύ τους, στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας η οποία σε περιπτώσεις όπως η παρούσα είναι ευρεία». (Βλ. Στυλιανού κ.ά. ν. Χ΄Κωνσταντίνου κ.ά. (1994)3 ΑΑΔ 387 και Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2011)3 ΑΑΔ 195).
(η υπογράμμιση δική μας)
Ορθές οι πιο πάνω επισημάνσεις. Γι΄αυτό και η αιτιολογία της πράξης σε κάθε περίπτωση έχει τη διαχρονική δυναμική που της αναγνωρίζει και ο νόμος και η νομολογία».
Είναι δε σαφές ότι έκαστη περίπτωση δεν μπορεί να υπαχθεί σε μια γενικευμένη νομική αρχή καθολικά εφαρμοζόμενη και αποκομμένη από οποιαδήποτε συγκριτική αξιολόγηση και συσχετισμούς στη βάση του συνόλου των δεδομένων εκάστης περίπτωσης. Αυτό δε που πάντοτε απαιτείται κατά την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του οργάνου είναι να εξισορροπηθεί και να αξιολογηθεί ορθά η εικόνα των υποψηφίων και οι ειδικότερες ανά περίπτωση περιστάσεις. Πόσο δε μάλλον όταν στην προκειμένη περίπτωση υπήρχαν τέτοιες διάφορες μεταξύ των υποψηφίων αφού ο Μ. για παράδειγμα, υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι όλων των ΕΜ και συγκεκριμένα υπερέχει κατά οκτώ χρόνια και πέντε μήνες από τα ΕΜ Φ. και Γ. και κατά εννέα χρόνια και σχεδόν πέντε μήνες από το ΕΜ Π., η δε Χ. υπερέχει σε αρχαιότητα δυο χρόνια και σχεδόν πέντε μήνες έναντι των ΕΜ Φ. και Γ. και κατά τρία έτη και σχεδόν πέντε μήνες από το ΕΜ Π. ενώ άλλοι υποψήφιοι κατά πολύ λιγότερο ήτοι δύο και πλέον έτη ή πέραν του ενός ή για περίοδο 10 μηνών έναντι κάποιων εκ των ΕΜ. Διακυμάνσεις όμως παρουσιάζει και η απόδοση των αιτητών στην προφορική συνέντευξη, όπως για παράδειγμα η περίπτωση των αιτητών Χ. και Κ. όπου κρίθηκαν «Πολύ Καλοί» και η περίπτωση της αιτήτριας Ρ. η οποία δικαίως παραπονείται ότι η μεταξύ διαφορά της απόδοσης στην προφορική συνέντευξη της ίδιας και των ΕΜ ήταν οριακή αφού ή ίδια αξιολογήθηκε ως «Σχεδόν Εξαίρετη», ώστε η αναφορά της Επιτροπής ότι τα ΕΜ «βαθμολογήθηκαν σε αρκετά υψηλότερο επίπεδο στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη» ή ότι τα ΕΜ υπερέχουν σε αξία επειδή «υπερέχουν σαφώς» στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη να καθιστά αν μη τι άλλο ορατό το ενδεχόμενο πλάνης. Υπενθυμίζεται ότι η οριακή διαφορά στην αξιολόγηση απόδοσης υποψηφίων σε συνέντευξη ως «Εξαίρετη» και «Πάρα πολύ καλή» επιβεβαιώθηκε στην απόφαση Χριστοδούλου ν. ΕΔΥ (2009) 3 Α.Α.Δ. 164. Περαιτέρω, επίσης κρίθηκε ως οριακή η αξιολόγηση «Εξαίρετος» και «Πολύ καλός» στην απόφαση Σπανού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432. Ακόμη, πιο οριακή κρίθηκε η διαφορά σε αξιολόγηση «Εξαίρετα» με «Πάρα πολύ καλή» στην απόφαση της Ολομέλειας Κούτσιου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 457.
Αυτά όλα βεβαίως ενέχουν τη δική τους ενδεχομένως σημασία αφού ουδείς γνωρίζει ποια θα ήταν η απόφαση της Επιτροπής εάν προέβαινε στους αναγκαίους συσχετισμούς και όχι σε εφαρμογή μιας γενικευμένης κρίσης περί του ότι η αρχαιότητα, ανεξαρτήτως του ποια είναι αυτή και ανεξαρτήτως των υπόλοιπων ανά περίπτωση συσχετισμών στα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, δεν μπορεί να υποσκελίσει την αξία, ως αυτή προσδόθηκε αποκλειστικά από την απόδοση στη προφορική συνέντευξη. Άλλωστε χαρακτηριστικό είναι ότι όπου τα ΕΜ υπερέχουν σε αρχαιότητα η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση τονίζει την υπεροχή τους αυτή, η οποία ως σημειώνει τους προσδίδει υπεροχή σε πείρα και άρα και σε αξία. Άλλοτε δε όπου τα ΕΜ υστερούν σε αρχαιότητα τονίζεται η υπεροχή των ΕΜ έναντι των αιτητών στην απόδοση στην προφορική συνέντευξη. Για παράδειγμα ουδείς γνωρίζει ποια θα ήταν η κατάληξη της Επιτροπής αν η τελευταία λάμβανε υπόψη ότι η διαφορά στην απόδοση της προφορικής εξέτασης της Ρ. από τα ΕΜ ήταν πράγματι οριακή και εάν αυτή η διαφορά θα μπορούσε να αντισταθμιστεί για παράδειγμα από την κατοχή του διδακτορικού τίτλου της αιτήτριας και από τη δεκάμηνη υπεροχή της σε αρχαιότητα έναντι του ΕΜ Π. καθώς και από την ελαφρά υπεροχή της αιτήτριας ως «Σχεδόν Εξαίρετη» στην αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή έναντι του ίδιου ΕΜ, το οποίο αξιολογήθηκε ως «Πάρα Πολύ καλή». Ούτε όμως, για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να εικάσει ποια θα ήταν η κατάληξη εάν η διαφορά στην απόδοση του αιτητή Μ. με τα ΕΜ στην προφορική συνέντευξη αντιπαραβάλετο πράγματι με την μακρά υπεροχή του σε αρχαιότητα έναντι των ΕΜ, την από μέρους του κατοχή πρόσθετου ακαδημαϊκού προσόντος -που πλην του ΕΜ Φ.- δεν κατέχουν τα υπόλοιπα ΕΜ και την αξιολόγηση του ως «Εξαίρετος» στη Συμβουλευτική επιτροπή σε υψηλότερο επίπεδο από τα ΕΜ Φ. και Π.
Αντίστοιχες όμως ελλείψεις παρουσιάζονται και ως προς την αντιμετώπιση των προσόντων των υποψηφίων.
Κατά πάγια και διαχρονική νομολογία ο τρόπος κρίσης πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος εναποθέτει στο διοικητικό όργανο την κατά περίπτωση στάθμιση της σημασίας του ώστε να αποφεύγονται τα δύο αντίθετα άκρα (Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406 και Παναγή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 156/08, ημερ. 29.9.2011). Στη Βιολάρη v Δημοκρατία (2017) 3Α Α.Α.Δ 343 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπενθύμισε τα όρια της βαρύτητας που μπορεί να έχουν τα πρόσθετα προσόντα με αναφορά στο δικαστικό λόγο της Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374:
,
«… τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»
Το θέμα της βαρύτητας πρόσθετου προσόντος μη προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας, σχετικό όμως με τα καθήκοντα της θέσης, απασχόλησε και στην υπόθεση Δημοκρατία v. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341 όπου αναφέρεται (σελ. 344):
«Εν πάση δε περιπτώσει, δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε και πως, ως θέμα κάποιας γενικής αρχής, είναι δυνατό να προσδιοριστεί εκ των προτέρων η όποια βαρύτητα ορισμένου στοιχείου κρίσης. Αυτή δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα συσχετισμών και κρίσης στη βάση του συνόλου των δεδομένων της κάθε περίπτωσης (Βλ. συναφώς την απόφαση στην Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275) η οποία, προερχόμενη από τη διοίκηση, ελέγχεται ως προς το εύλογό της και όχι με γνώμονα το κατά πόσο ορισμένη υπεροχή, σε ορισμένο τομέα, θεμελιώνει έκδηλη υπεροχή του επιλεγομένου.»
Στην Παναγιωτάκης v Δημοκρατία (2017) 3 Α.Α.Δ 397 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπέδειξε ότι η κατοχή μη απαιτούμενου αλλά συναφούς ακαδημαϊκού προσόντος προσδίδει υπεροχή στο κριτήριο των προσόντων και ότι αποτελεί ένα στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη στην εκτίμηση της ικανότητας του υποψηφίου για την καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης γι’ αυτό και δεν παραγνωρίζεται αλλά συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα κριτήρια στη γενική αξιολόγηση.
Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι όλοι οι αιτητές κατέχουν, πέραν των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας, διδακτορικό τίτλο και κάποιοι εξ αυτών όπως η Ρ. και η Χ. κατέχουν πρόσθετα και Πιστοποιητικό παρακολούθησης Ετήσιου Προγράμματος Επιμόρφωσης Καθηγητών Μέσης Εκπαίδευσης στην Αρχαία Ελληνική από το Πανεπιστήμιο Κύπρου, η δε Χ. κατέχει εκτός του διδακτορικού τίτλου πρόσθετα και Πτυχίο (Εξομοίωση)Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής εκπαίδευσης καθώς και μεταπτυχιακό τίτλο ΜΑ Εκπαιδευτική Ηγεσία και Διοίκηση. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι όλα τα ΕΜ πλην του ΕΜ Φ., ο οποίος κατέχει ομοίως διδακτορικό τίτλο, δεν κατέχουν κανένα πρόσθετο προσόν.
Η Επιτροπή αναφερόμενη στο κριτήριο των προσόντων κατέγραψε τα πιο πάνω πρόσθετα προσόντα των αιτητών στο σχετικό πρακτικό της ημερομηνίας 4.3.2019 και ακολούθως κατέγραψε ρητώς την κρίση της ότι όλα ήσαν συναφή με τα καθήκοντα της θέσης αναγνωρίζοντας ότι οι πιο πάνω υποψήφιοι, ήτοι οι αιτητές, το ΕΜ Φ. και ακόμη μια υποψήφια «προηγούνται των ανθυποψηφίων τους στο κριτήριο αυτό». Για να καταλήξει στη συνέχεια «λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με τη σχετική νομολογία πρόσθετα προσόντα τα οποία δεν προνοούνται από το σχέδιο υπηρεσίας έχουν, οριακό χαρακτήρα» ότι όλοι οι υποψήφιοι είναι «περίπου ισοδύναμοι» στο κριτήριο αυτό.
Καθίσταται σαφές ότι η αντιμετώπιση των πρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων των αιτητών ως και η καθολική κρίση περί περίπου ισοδυναμίας των υποψήφιων στο κριτήριο των προσόντων απέληξε και παρά την προηγούμενη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι κατέχοντες υπερείχαν στο κριτήριο αυτό έναντι των ανθυποψηφίων τους να εξουδετερώσει την ίδια την κατοχή τους, η οποία -και δεδομένης της κρίσης ότι αυτά ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης - θα έπρεπε να ιδωθεί όχι απομονωμένα και αποσπασματικά αλλά ως αναπόσπαστο μέρος της συνολικής συγκριτικής αξιολόγησης και συσχετισμών για την ανεύρεση του καταλληλότερου υποψήφιου. Kαι εάν ακόμα δε ήθελε θεωρηθεί ως εισηγείται η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση ότι η βαρύτητα που αποδόθηκε ήταν η δέουσα τούτο και πάλι δεν θα θεράπευε το σφάλμα της Επιτροπής, η οποία αντί να συσχετίσει την όποια βαρύτητα απέδωσε, ακόμα δε και την οριακή αυτή βαρύτητα, στα πρόσθετα προσόντα των αιτητών με τα άλλα στοιχεία κρίσης, το μόνο που έπραξε ήταν απομονωμένα από τις υπόλοιπες παραμέτρους να κρίνει ότι κατέχοντες και μη κατέχοντες ήταν περίπου ισοδύναμοι. Τούτο όμως κατά παραγνώριση ότι η έστω οριακή σημασία που αποδόθηκε στα πρόσθετα προσόντα δεν έπαυε να υποδηλοί έστω κάποιο προβάδισμα για τους κατέχοντες στο κριτήριο των προσόντων ώστε εν τέλει να παραμένει αναπάντητο ποιο αντίκρισμα είχε αυτό στην συνολική εκτίμηση των δεδομένων. Αυτό που ουσιαστικά εντοπίζεται είναι ότι τα πρόσθετα προσόντα των αιτητών δεν αποτέλεσαν μέρος της ευρύτερης στάθμισης του συνόλου των δεδομένων με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, ώστε να απολήγει να εξουδετερώνεται η όποια ενδεχόμενη σημασία θα είχαν στην ειδικότερη συγκριτική στάθμιση και συσχετισμούς. Υπό αυτά τα δεδομένα δεν μπορώ να συμφωνήσω με την πλευρά της καθ΄ης η αίτηση ότι τα πρόσθετα προσόντα των αιτητών πράγματι προσμέτρησαν στην κρίση της Επιτροπής. Η δε εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου ότι ο διδακτορικός τίτλος και τα λοιπά πρόσθετα προσόντα των αιτητών, ανεξαρτήτως και του αριθμού τους, δεν απεδείκνυαν έκδηλη υπεροχή των αιτητών ώστε αυτοί δίχως άλλο να μπορούσαν να προκριθούν έναντι των ΕΜ που δεν κατείχαν κανένα πρόσθετο προσόν, δεν με βρίσκει αντίθετη αφού τα όσα προτάσσονται συνιστούν καλά εμπεδωμένες αρχές και δεν αμφισβητούνται. Το ζητούμενο όμως, ως ήδη επεξηγήθηκε, δεν αφορά την όποια βαρύτητα ήθελε αποδοθεί από το όργανο στα πρόσθετα προσόντα αλλά στο γεγονός ότι η κατοχή τους δεν προσμέτρησε ως συγκριτικό στοιχείο υπερ των κατεχόντων τους με το κριτήριο των προσόντων να απολήγει να μην έχει οποιαδήποτε εν τέλει επίδραση κατά τη γενική αξιολόγηση των υποψηφίων. Ως υπομνήσθηκε στην Παναγιωτάκη (ανωτέρω) η κατοχή μη απαιτούμενου αλλά συναφούς ακαδημαϊκού προσόντος αποτελεί στοιχείο που πρέπει να να συνεκτιμηθεί με τα υπόλοιπα κριτήρια στη γενική αξιολόγηση των υποψηφίων και να προσμετρήσει, ως συγκριτικό, υπέρ αυτών που το κατέχουν κατά την τελική επιλογή, κάτι που εν προκειμένω δεν επισυνέβη. Και βεβαίως η παρούσα δεν συνιστά περίπτωση όπου αμφότεροι αιτητές και τα ΕΜ Α., Γ. και Π. κατείχαν πρόσθετα προσόντα με μόνη διαφοροποίηση το είδος ή τον αριθμό αυτών, ώστε, αναλόγως και των συσχετισμών, η κατοχή τους να μην μπορεί να ενέχει τη δική της σημασία, ακόμη έστω και για κάποιους από αυτούς, με το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης να μην μπορεί να αποκλειστεί.
Ζήτημα ενδεχόμενης πλάνης φαίνεται να υφίσταται και σχέση με τη βαθμολογημένη αξία ως αυτή προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψήφιων για την οποία παραπονείται ο αιτητής Μ.. Εισηγείται δε ο αιτητής ότι ο ίδιος υπερέχει σταθερά και διαχρονικά με υψηλότερες βαθμολογίες έναντι και των τριών ΕΜ αφού ήταν ο μόνος που βαθμολογείτο σταθερά για τη χρονική περίοδο 2010 έως το 2017 με τη μέγιστη βαθμολογία 8 εξαίρετα με αποτέλεσμα οι διαφορές που παρουσιάζονται στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων να μην καθιστούσαν τον ίδιο και τα ΕΜ Φ., Γ. και Π. περίπου ισοδύναμους, ως υπό πλάνη έκρινε η ΕΕΥ. Ως δε υποβάλλει ο αιτητής, με ειδική αναφορά σε σχετικό συγκριτικό πίνακα των υπηρεσιακών εκθέσεων του αιτητή και των ΕΜ για τα έτη που λήφθηκαν υπόψη, το ΕΜ Π. ουδέποτε και σε κανένα έτος δεν αξιολογήθηκε με 8 εξαίρετα, τα άλλα δυο δε ΕΜ έλαβαν τέτοια βαθμολογία μόνο μια φορά ήτοι κατά το τελευταίο έτος 2017. Καταλήγει δε ο αιτητής, με παραπομπή σε νομολογία ότι η υπέρ του διαφορά σε βαθμολογημένη αξία θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη.
Η Επιτροπή αναφορικά με τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων, τις οποίες έλαβε ως ένα από τα στοιχεία για την επιμέτρηση της αξίας τους, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Από τη μελέτη των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, προκύπτει ότι χαμηλότερη βαθμολογία είναι το 37 ή 5(Ε), 3(ΠΙ) και ψηλότερη το 8(Ε). H κατάταξη των υποψηφίων με βάση το σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων φαίνεται στο Παράρτημα Ι (επισυνάπτεται). H Επιτροπή έκρινε ότι όσον αφορά στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων οι υποψήφιοι είναι περίπου ισοδύναμοι, εφόσον οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ τους είναι οριακή.»
Με βάση τον ίδιο τον συγκριτικό πίνακα που η ΕΕΥ έλαβε υπόψη με αναφορά στα τελευταία δέκα έτη 2008-2017 και τα όσα σχετικώς η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε στην έκθεση της αναφορικά με τις υπηρεσιακές εκθέσεις εκάστου υποψηφίου τα οποία ήταν ενώπιον της Επιτροπής προκύπτει ότι για κάποιους εκ των υποψηφίων, όπως η περίπτωση του αιτητή, είχαν καταρτισθεί ετήσιες εκθέσεις για κάποιους δε άλλους οι αξιολογήσεις κάλυπταν δύο έτη.
Ειδικότερα το ΕΜ Γ. βαθμολογήθηκε για τα έτη 2007-2008 και 2009-2010 με 37 μονάδες και για έτη 2011-2012 και 2013-2014 με 38 και 39 αντίστοιχα. Για τα έτη 2015 και 2016 και βαθμολογήθηκε με 5 Εξαίρετα και 3 Πολύ Ικανοποιητικά και 7 Εξαίρετα και 1 Πολύ Ικανοποιητικό αντίστοιχα και για το 2017 με 8 Εξαίρετα.
Το ΕΜ Φ. βαθμολογήθηκε για το έτος 2007-2008 με 38 μονάδες (βλ. ερυθρό 87 προσωπικού φακέλου του ΕΜ) και για τα έτη 2009-2010, 2011-2012 και 2014-2015 με 39 μονάδες. Για τα έτη 2015, 2016 και 2017 βαθμολογήθηκε με 6 Εξαίρετα και 2 Πολύ Ικανοποιητικά, 7 Εξαίρετα και 1 Πολύ Ικανοποιητικό και 8 Εξαίρετα αντίστοιχα.
Το ΕΜ Π. βαθμολογήθηκε για τα έτη 2007-2008 με 38 μονάδες και για τα έτη 2009-2010, 2011-2012 και 2014-2015 με 39 μονάδες. Για τα δυο τελευταία έτη 2016 και 2017 βαθμολογήθηκε με 5 Εξαίρετα και 3 Πολύ Ικανοποιητικά και 6 Εξαίρετα και 2 Πολύ Ικανοποιητικά αντιστοίχως.
Ο αιτητής βαθμολογήθηκε για τα έτη 2008 και 2009 με 6 Εξαίρετα και 2 Πολύ Ικανοποιητικά και 7 Εξαίρετα και 1 Πολύ Ικανοποιητικό αντίστοιχα ενώ για όλα τα υπόλοιπα έτη ήτοι από το 2010 μέχρι και 2017 βαθμολογήθηκε με 8 Εξαίρετα.
Τόσο η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση όσο και του ΕΜ Φ. απαντούν -και χωρίς να τοποθετούνται πόση πράγματι είναι αυτή η διαφορά στη βαθμολογημένη αξία - ότι μικρές διαφορές στις αξιολογήσεις συνιστούν οριακές διαφορές, μη δυνάμενες να προσδώσουν υπεροχή σε αξία.
Αυτό που εμφανώς παρατηρείται είναι ότι για τον αιτητή και τα ΕΜ εφαρμόστηκε μέχρι το 2014 και για το ΕΜ Π. μέχρι και την αξιολόγηση του έτους 2014-2015 διαφορετικό σύστημα αξιολόγησης ( 8 Εξαίρετα ή με άριστα το 403).
Αποτελεί σταθερή θέση της νομολογίας, η οποία επαναλήφθηκε και στην Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639 ότι: «Μικρές διαφορές στις αξιολογήσεις έχουν κατ' επανάληψη κριθεί οριακές, ώστε να παραμένει ουσιαστικά η ισοδυναμία των εμπλεκόμενων (Βασιλειάδης v. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404 - διαφορά σε πέντε «εξαίρετα» στη διάρκεια μιας πενταετίας – και Δημοκρατία v. Φεσσά (2009) 3 Α.Δ.Δ. 141 - τρία «εξαίρετα» σε μια πενταετία)». Πλην όμως αυτό που εν προκειμένω παραμένει άγνωστο είναι ποια ήταν αυτή η διαφορά στη βαθμολογημένη αξία η οποία κρίθηκε εν τέλει ως οριακή καθώς και εν τη παντελή έλλειψη οποιασδήποτε άλλης εξήγησης άγνωστο παραμένει πώς πράγματι διενεργήθηκε η σύγκριση των υποψήφιων και πώς σταθμίστηκαν οι αξιολογήσεις στο σύνολο τους με δεδομένο ότι από τον ενώπιον της Επιτροπής πίνακα φαίνεται να προκύπτουν πράγματι διάφορες και διακυμάνσεις μεταξύ του αιτητή και των ΕΜ για όλα τα βαθμολογημένα έτη πλην του έτους 2017 (όπου και τα ΕΜ Φ. και Γ. βαθμολογήθηκαν με 8 εξαίρετα). Χαρακτηριστικό είναι ότι σε σχέση με το ΕΜ Π. η διαφορά μεταξύ του αιτητή και του ΕΜ συγκρινόμενη μόνο κατά τα τελευταία δυο έτη ήτοι 2016 και 2017, όπου εφαρμόζεται και για τους δυο το ίδιο σύστημα αξιολόγησης, έγκειται σε πέντε εξαίρετα με επί μέρους διαφορές να εντοπίζονται και για όλα τα υπόλοιπα έτη. Αν δε, υπό μια άλλη οπτική, ληφθεί υπόψη και ο μέσος όρος των βαθμολογίων τότε ενδεχομένως να αναδεικνύονται άλλες δυναμικές. Αυτά βεβαίως καταγράφονται, για να καταδειχθεί ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος ως προς τη κρίση της Επιτροπής ότι «οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των υποψήφιων ήταν οριακή» και οι υποψήφιοι ήταν περίπου ισοδύναμοι στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων όταν αφενός παρά τις όποιες βαθμολογικές διακυμάνσεις εντοπίζονται σταθερά διαφορές επί των ετών που καταγράφονται προς όφελος του αιτητή (αφού τα ΕΜ άλλοτε αποκομίζουν βαθμολογία 37-η οποία ως η καταγραφή της ίδιας της Επιτροπής αντιστοιχεί σε 5 εξαίρετα και 3 Πολύ Ικανοποιητικά- ή 38 ή 39) και αφετέρου όταν για κάποια έτη (π.χ 2013) κάποια εκ των ΕΜ δεν διέθεταν καν υπηρεσιακή έκθεση, ώστε το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης της πλάνης να μην μπορεί να αποκλειστεί.
Ότι εν τέλει αναδεικνύεται είναι ότι αν και η Επιτροπή κατέγραψε όλα τα στοιχεία των υποψήφιων, εντούτοις και παρά τη διαφορετική εικόνα των υποψηφίων και των ιδιαιτεροτήτων που παρουσίαζαν δεν προέβηκε σε σύγκριση και στους απαιτούμενους ιδιαίτερους συσχετισμούς υπό το φως του συνόλου των δεδομένων με τους οποίους, κατά πάγια νομολογία, συναρτάται και η βαρύτητα έκαστου νομίμου στοιχείου κρίσης(Δημοκρατία v. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341). Συναφώς, η ΕΕΥ δεν συνέκρινε και δεν εξισορρόπησε και αξιολόγησε ορθά, πλήρως και δεόντως την εικόνα των υποψηφίων, ως όφειλε (Κασκίρης κ.ά, ν. Γεωργίου (2011) 3(Β) A.A.Δ. 660) Παπαντωνίου ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2012) 3 A.A.Δ. 305) Πυθαρά - Παπαλλή ν. Δημοκρατίας (Προσφ.αρ, 1013/2015, ημ. 23/2/2018).
Βάσει των ανωτέρω και με δεδομένο ότι το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης της πλάνης δεν μπορεί να αποκλειστεί κατά τη τελική διεργασία της Επιτροπής προς ανεύρεση του καταλληλότερου υποψηφίου, διαπιστώνεται και ζήτημα ως προς την επάρκεια της αιτιολογίας η οποία ήταν εγγενώς συνυφασμένη με την καθολική κρίση (Δημοκρατία v Γένη κ.α Ε.Δ.Δ. 39/20, ημερομηνίας 12/5/25) .Βεβαίως ουδόλως αμφισβητείται ότι η εντύπωση από την προφορική εξέταση2 είναι παράγοντας σχετικός προς τη διακρίβωση της αξίας των υποψήφιων, ιδιαίτερα δε στις περιπτώσεις θέσεων ψηλά στην ιεραρχία όπως η παρούσα, όπου ανάλογα και με τους συσχετισμούς, λαμβάνει ενδεχομένως και αποφασιστική σημασία κατά την άσκηση της ευρείας διακριτικής εξουσίας επιλογής που ενέχει η Επιτροπή (Δημοκρατία v Αντωνίου (2001) 3Β Α.Α.Δ 921). Αυτοί όμως οι συσχετισμοί δεν είναι βεβαίως έργο του Δικαστηρίου αλλά του διοικητικού οργάνου. Συνεπώς και δοθέντος του σφάλματος που εντοπίζεται, δημιουργείται σαφώς ανάγκη πρωτογενούς κρίσεως του αρμόδιου οργάνου προς άσκηση διακριτικής ευχέρειας και καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των στοιχείων και παραμέτρων (Μελή v Δημοκρατίας( 2013) 3 Α.Α.Δ 703).
Και κάτι τελευταίο. Υπήρξε εισήγηση ότι οι αιτητές δεν απέδειξαν έκδηλη υπεροχή. Εξέταση όμως τέτοιου ισχυρισμού προϋποθέτει ότι δεν εκλείπει το υπόβαθρο της εκτίμησης του οργάνου (βλ. Δημοκρατία v. Μαυράκη (1999) 3 Α.Α.Δ. 817) (Παναγιωτάκη (ανωτέρω). Συναφώς στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Κυρατζή v Χατζηχριστοδούλου v Δημοκρατίας ( Ε.Δ.Δ.16/23 κ.α, ημερομηνίας 3/7/24) λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Εξέταση, όμως, ισχυρισμού περί έκδηλης υπεροχής προϋποθέτει τη νομιμότητα όλων των υπό στάθμιση από το δικαστήριο ουσιωδών στοιχείων κρίσεως που έλαβε υπόψη η διοίκηση. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Δημοκρατία v. Όλγας Μαυρομμάτη και Άλλου (1991) 3 ΑΑΔ 543, ακόμη και η υπόνοια πως η πλάνη λειτούργησε σε βάρος των αιτητών είναι αρκετή για να ακυρωθεί η πράξη. Η ύπαρξη πλάνης ανατρέπει και το βάθρο της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, ως στηριζόμενης πάνω σε ανυπόστατα πραγματικά περιστατικά (βλ. Κυρμίτσης v. Δημοκρατίας κ.ά. (1993) 4 ΑΑΔ 1900). Στο σύγγραμμα του εκλ. καθ. Στασινόπουλου, «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» (1951), εκεί σελ. 304 και 305 το θέμα τίθεται ως εξής:
«Ούτως η νομολογία δημιουργεί τεκμήριον κατά της πλάνης, ήτοι τεκμήριον υπέρ της ορθής εξακριβώσεως των πραγματικών περιστατικών. Το τεκμήριον όμως τούτο είναι ιδιόρρυθμον, διότι κάμπτεται αφ' ης στιγμής η χαρακτηριστική εις το συζητητικόν σύστημα δραστηριότης του διαδίκου κατορθώσει να καταστήσει πιθανήν την πλάνην, ήτοι να δημιουργήσει παρά τω δικαστή απλώς αμφιβολίας περί της ορθότητος της διαπιστώσεως του πραγματικού εκ μέρους της Διοικήσεως».
Συνεπώς, ακόμα και η πιθανολόγηση της ορθότητας ισχυρισμού περί εσφαλμένου πραγματικού υπόβαθρου της προσβαλλόμενης πράξης αρκεί, όπως έχει νομολογηθεί, για να ακυρωθεί αυτή και να επανεξεταστεί η υπόθεση από το αρμόδιο διοικητικό όργανο (βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ v. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ (1992) 3 Α.Α.Δ. 228; ΙΟΡΔΑΝΟΥ v. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 250), στη βάση, αυτή τη φορά, επαρκώς επιβεβαιωμένου και ορθού υπόβαθρου γεγονότων».
Στη βάση των ανωτέρω και για τους λόγους που εξηγήθηκαν οι Προσφυγές επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση προαγωγής των ενδιαφερόμενων μερών ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα €1700, πλέον Φ.Π.Α υπέρ έκαστου αιτητή και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση σε κάθε Προσφυγή.
Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.
_____________________
[1] Α. Σ. (ΠΜΠ 9142)
H παιδαγωγική και μεθοδολογική ενημέρωση του όσον αφορά στο όραμά του για αποτελεσματική λειτουργία της Διεύθυνσης Μέσης Εκπαίδευσης, καθώς και σε τρόπους υλοποίησής του είναι εξαίρετη. Γνωρίζει τις σύγχρονες σχετικές θεωρίες και τεκμηριώνει τις σκέψεις του με αναφορά σε πρόσφατη βιβλιογραφία. 'Εχει εξαίρετη κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της Θέσης του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης κυρίως όσον αφορά στα μέτρα και στις δράσεις, τις οποίες περιλαμβάνει η Εθνική Στρατηγική για την πρόληψη της Βίας και Παραβατικότητας, επισημαίνοντας τα διάφορα στάδια και διαδικασίες που Θα ακολουθήσει και ιεραρχώντας συγκεκριμένους τρόπους προώθησης του Θέματος στο πλαίσιο ολοκληρωμένου σχεδίου δράσης. H προσέγγιση του προβλήματος που αφορά στους λόγους για τους οποίους Θεωρεί ότι οι μαθητές έχουν χαμηλά μαθησιακά αποτελέσματα στις διεθνείς έρευνες, καθώς και σε τρόπους με τους οποίους αυτά Θα μπορούσαν να βελτιωθούν ήταν εξαίρετη. Επισημάνθηκαν και αναλύθηκαν με επαρκή κριτική ικανότητα οι παράμετροι του προβλήματος και προτάθηκαν διαζευκτικές λύσεις. O βαθμός επικοινωνίας ήταν εξαίρετος και οι απαντήσεις με κάποιες εξαιρέσεις είναι σαφείς και τεκμηριωμένες με πειστικότητα και σύμφωνα με σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες. Είναι άνθρωπος ήρεμος και με σιγουριά για τις απόψεις του, αλλά και με ετοιμότητα διατύπωσης συμβιβαστικών προτάσεων και θέσεων. Χειρίζεται τη γλώσσα με εξαίρετη επάρκεια, πλούσιο λεξιλόγιο και απρόσκοπτη και ρέουσα έκφραση.
Γενικός χαρακτηρισμός: Εξαίρετος
Γ.Ν. (Μ. 12398)
H παιδαγωγική και μεθοδολογική ενημέρωση του όσον αφορά στο όραμά του για αποτελεσματική λειτουργία της Διεύθυνσης Μέσης Εκπαίδευσης, καθώς και σε τρόπους υλοποίησής του είναι εξαίρετη. Εχει σαφή γνώση αρκετών σύγχρονων παιδαγωγικών Θεωριών και μεθοδολογικών προσεγγίσεων καθώς και του τρόπου μεταφοράς τους στην πράξη, ενώ παράλληλα χρησιμοποιεί ορθά την παιδαγωγική ορολογία. Εχει εξαίρετη κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της Θέσης του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης κυρίως όσον αφορά στα μέτρα και στις δράσεις, τις οποίες περιλαμβάνει η Εθνική Στρατηγική για την πρόληψη της Βίας και Παραβατικότητας, επισημαίνοντας τους τομείς που θεωρεί σημαντικούς και αναλύοντας συγκεκριμένες ενέργειες και εκδηλώσεις στις οποίες Θα προβεί μέσα στο πλαίσιο σχεδίου δράσης. H προσέγγιση του προβλήματος που αφορά στους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι οι μαθητές έχουν χαμηλά μαθησιακά αποτελέσματα στις διεθνείς έρευνες, καθώς και σε τρόπους με τους οποίους αυτά Θα μπορούσαν να βελτιωθούν ήταν εξαίρετη. Επισημάνθηκαν και αναλύθηκαν με επαρκή κριτική ικανότητα οι παράμετροι του προβλήματος και προτάθηκαν διαζευκτικές λύσεις. O βαθμός επικοινωνίας ήταν
εξαίρετος, ενώ η τεκμηρίωση θεμελιωνόταν σε σύγχρονη παιδαγωγική βιβλιογραφία. Είναι
άνθρωπος με ευρύτητα πνεύματος και Θέσεων, έχει αρκετές απόψεις αλλά και ετοιμότητα υποβολής εναλλακτικών προτάσεων. O χειρισμός της γλώσσας ήταν άψογος, με πλούσιο λεξιλόγιο και ρέουσα έκφραση.
Γενικός χαρακτηρισμός: Εξαίρετος
Π. Ζ. (ΠΜΠ 7934)
Εχει εξαίρετη παιδαγωγική και μεθοδολογική ενημέρωση όσον αφορά στις προοπτικές/όραμα για αποτελεσματική λειτουργία της Διεύθυνσης Μέσης Εκπαίδευσης. Αναφέρθηκε σε τρόπους υλοποίησής του, η οποία στηρίζεται σε πρόσφατη βιβλιογραφία ενώ γνωρίζει την παιδαγωγική ορολογία καθώς και το Θεωρητικό υπόβαθρο των παιδαγωγικών Θεωριών και μεθοδολογικών προσεγγίσεων. "Εχει εξαίρετη κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της Θέσης του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης κυρίως όσον αφορά στα μέτρα και στις δράσεις, τις οποίες περιλαμβάνει η Εθνική Στρατηγική για την πρόληψη της Βίας και Παραβατικότητας, επισημαίνοντας τα διάφορα στάδια και διαδικασίες που θα ακολουθήσει και ιεραρχώντας συγκεκριμένους τρόπους προώθησης του Θέματος στο πλαίσιο ολοκληρωμένου σχεδίου δράσης. Τοποθετείται στο πρόβλημα που αφορά στους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι οι μαθητές έχουν χαμηλά μαθησιακά αποτελέσματα στις διεθνείς έρευνες, καθώς και σε τρόπους με τους οποίους αυτά Θα μπορούσαν να βελτιωθούν, επισημαίνοντας τις πλείστες παραμέτρους, αναζητώντας τα αίτια και τις συνέπειες και προβαίνοντας σε πολύ ενδιαφέρουσες λύσεις που στήριζε με επιχειρήματα από την υπάρχουσα παιδαγωγική Θεωρία και την καθημερινή πράξη. O βαθμός επικοινωνίας ήταν εξαίρετος και οι απαντήσεις της ακολουθούσαν λογική σειρά και τεκμηριώνονταν μέσα από την επιστημονική Θεωρία και ορολογία. Είναι άνθρωπος με αρκετές απόψεις και Θάρρος της γνώμης καθώς και με την αναγκαία ευελιξία. Χειρίστηκε τη γλώσσα με επάρκεια και στην έκφραση και στο λεξιλόγιο. Γενικός χαρακτηρισμός: Εξαίρετη (5,00)
Φ. Α. (ΠΜΠ 9227)
Γνωρίζει εξαίρετα τις σύγχρονες παιδαγωγικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις όσον αφορά στην προοπτική/όραμα του για αποτελεσματική λειτουργία της Διεύθυνσης Μέσης Εκπαίδευσης, καθώς και σε τρόπους υλοποίησής του μέσα από συνεχή και συστηματική ενημέρωση. Χρησιμοποιεί ορθά την παιδαγωγική ορολογία ενώ έχει και σαφή γνώση πρακτικών τρόπων υλοποίησης των σχετικών Θεωριών. Έχει εξαίρετη κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της Θέσης του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης κυρίως όσον αφορά στα μέτρα και στις δράσεις, τις οποίες περιλαμβάνει η Εθνική Στρατηγική για την πρόληψη της Βίας και Παραβατικότητας, επισημαίνοντας τα διάφορα στάδια και διαδικασίες που Θα ακολουθήσει και ιεραρχώντας συγκεκριμένους τρόπους προώθησης του Θέματος στο πλαίσιο ολοκληρωμένου σχεδίου δράσης. H προσέγγιση του προβλήματος που αφορά στους λόγους για τους οποίους Θεωρεί ότι οι μαθητές έχουν χαμηλά μαθησιακά αποτελέσματα στις διεθνείς έρευνες, καθώς και σε τρόπους με τους οποίους αυτά Θα μπορούσαν να βελτιωθούν, ήταν εξαίρετη. Επισημάνθηκαν και αναλύθηκαν με επαρκή κριτική ικανότητα οι παράμετροι του προβλήματος και προτάθηκαν διαζευκτικές λύσεις. O βαθμός επικοινωνίας ήταν εξαίρετος και οι απαντήσεις είναι σαφείς και τεκμηριωμένες με πειστικότητα και σύμφωνα με σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες. Είναι άνθρωπος με αρκετή σιγουριά για τις απόψεις του. Διακρίνεται για τη διαλλακτικότητα και τη δυνατότητα επαναπλαισίωσης Θέσεων και απόψεων, στις οποίες ωστόσο δεν μένει προσκολλημένος πεισματικά. O χειρισμός της γλώσσας ήταν εξαίρετος, με πλούσιο λεξιλόγιο και απρόσκοπτη έκφραση.
Γενικός χαρακτηρισμός: Εξαίρετος
Ρ.-Π. Ε. (ΠΜΠ 9611)
H παιδαγωγική και μεθοδολογική ενημέρωση της όσον αφορά στο όραμά της για αποτελεσματική λειτουργία της Διεύθυνσης Μέσης Εκπαίδευσης, καθώς και σε τρόπους υλοποίησής του είναι σχεδόν εξαίρετη. Γνωρίζει τις σύγχρονες σχετικές θεωρίες και τεκμηριώνει τις σκέψεις του με αναφορά σε πρόσφατη βιβλιογραφία ενώ παράλληλα διατυπώνει και τρόπους μεταφοράς των Θεωριών στην πράξη. Εχει σχεδόν εξαίρετη κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης κυρίως όσον αφορά στα μέτρα και στις δράσεις, τις οποίες περιλαμβάνει η Εθνική Στρατηγική για την πρόληψη της Βίας και Παραβατικότητας, επισημαίνοντας τους τομείς που Θεωρεί σημαντικούς και αναλύοντας συγκεκριμένες ενέργειες και εκδηλώσεις στις οποίες Θα προβεί μέσα στο πλαίσιο σχεδίου δράσης. Τοποθετείται στο πρόβλημα που αφορά στους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι οι μαθητές έχουν χαμηλά μαθησιακά αποτελέσματα στις διεθνείς έρευνες, καθώς και σε τρόπους με τους οποίους αυτά θα μπορούσαν να βελτιωθούν με κριτική ανάλυση των παραμέτρων που Θα προσεχθούν και εκφράζοντας θεωρητικά τεκμηριωμένες απόψεις για την επιτυχή αντιμετώπιση του προβλήματος. Οι απαντήσεις της κτίζονταν κατά τρόπο μεθοδικό και με λογική σειρά, ενώ παράλληλα ήταν και Θεωρητικά τεκμηριωμένες. Είναι άνθρωπος με ωριμότητα και ζήλο καθώς και με επαρκή βαθμό επαναπλαισίωσης θέσεων και απόψεων. O χειρισμός της γλώσσας ήταν σχεδόν εξαίρετος με μικρές μόνο αδυναμίες στην απρόσκοπτη έκφραση.
Γενικός χαρακτηρισμός: Σχεδόν Εξαίρετη (4,50)
Χ. Π. (ΠΜΠ 7932)
H παιδαγωγική και μεθοδολογική ενημέρωσή της όσον αφορά στο όραμά/προοπτική για αποτελεσματική λειτουργία της Διεύθυνσης Μέσης Εκπαίδευσης, καθώς και σε τρόπους υλοποίησής του είναι πολύ καλή και έδειξε να ενημερώνεται γύρω από τις νεότερες Θεωρίες. H κατανόηση του ρόλου του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης όσον αφορά στα μέτρα και στις δράσεις, τις οποίες περιλαμβάνει η Εθνική Στρατηγική για την πρόληψη της Βίας και Παραβατικότητας ήταν πολύ καλή, με μερικές αδυναμίες στην περιγραφή συγκεκριμένου σχεδίου. Η προσέγγιση του προβλήματος που αφορά στους λόγους για τους οποίους Θεωρεί ότι οι μαθητές έχουν χαμηλά μαθησιακά αποτελέσματα στις διεθνείς έρευνες, καθώς και σε τρόπους με τους οποίους αυτά Θα μπορούσαν να βελτιωθούν ήταν σχεδόν πολύ καλή, ωστόσο η όλη προσέγγιση δεν κάλυψε όλες τις πτυχές και δεν προχώρησε σε βάθος και κριτική ανάλυση των διορθωτικών μέτρων. Κατανοεί σχεδόν πολύ καλά τις ερωτήσεις και δίνει σύντομες και σχεδόν σαφείς απαντήσεις, με μερικές ωστόσο αδυναμίες στην τεκμηρίωση των θέσεων. H παρουσία της ήταν σχετικά άνετη, είναι άνθρωπος με αρκετές απόψεις που μπορεί και αναδιατυπώνει εκεί που επιβάλλεται. Χειρίζεται τη γλώσσα πολύ καλά, αλλά με κάποιες αδυναμίες στη ροή και τη γλαφυρότητα του λόγου.
Γενικός χαρακτηρισμός: Πολύ Καλή
Μ. Μ. (ΠΜΠ 9046)
H σχετική παιδαγωγική και μεθοδολογική ενημερότητα του όσον αφορά το Θέμα της αποτελεσματικής άσκησης εκπαιδευτικής πολιτικής είναι περιορισμένο το όραμά του για αποτελεσματική λειτουργία της Διεύθυνσης Μέσης Εκπαίδευσης, καθώς και σε τρόπους υλοποίησής του. H κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της Θέσης του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης ήταν καλή. Επισήμανε ορισμένες ενέργειες στις οποίες Θα προβεί για προώθηση του Θέματος που αφορά στα μέτρα και στις δράσεις, τις οποίες προβλέπει η Εθνική Στρατηγική για την πρόληψη της Βίας και Παραβατικότητας, τις οποίες ωστόσο δεν ταξινόμησε και δεν κατέταξε επαρκώς σε συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. H προσέγγιση του προβλήματος που αφορά στην αιτιολόγηση των χαμηλών μαθησιακών αποτελεσμάτων στις διεθνείς έρευνες, καθώς και σε τρόπους με τους οποίους αυτά Θα μπορούσαν να βελτιωθούν ήταν σχεδόν καλή και επικεντρώθηκε σε μερικούς τομείς ευθύνης, χωρίς να προχωρεί σε κριτική ανάλυση και σφαιρική κάλυψη των επί μέρους πτυχών. Κατανοεί σχεδόν πολύ καλά τις ερωτήσεις και δίνει εύστοχες σχεδόν απαντήσεις και μέσα στα πλαίσια του ζητούμενου, με μερικές ωστόσο αδυναμίες στη Θεωρητική τεκμηρίωση των απόψεων. Είχε καλή, γενικά, παρουσία και φάνηκε να έχει θέσεις και απόψεις οι οποίες ωστόσο είχαν απλουστευτικό χαρακτήρα. O χειρισμός της γλώσσας ήταν καλός, με εξαίρεση κάποιες αδυναμίες στην ορθοφωνία και την ορθοέπεια.
Γενικός χαρακτηρισμός: Καλός (2,00)
2Έχει δε νομολογιακά κριθεί ότι η προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΕΥ, έχει τη σημασία που αποδίδεται γενικώς στην προφορική εξέταση και όχι την περιορισμένη σημασία που η αυστηρή γραμματική έννοια του όρου ΄΄συμπληρωματικό΄ μπορεί να έχει (Μικελλίδου v Δημοκρατίας (2001) 3 Α Α.ΑΔ 105 )
3 Για τον αιτητή εφαρμόστηκε το σύστημα της Δημόσιας Υπηρεσίας, ενώ για τα ΕΜ μέχρι το 2014 οι περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησης και Αξιολόγησης) Κανονισμοί με άριστα το 40)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο