
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 775/2023 (i-Justice))
18 Αυγούστου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
N. R. B. Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Γ. Χαραλαμπίδης, για Γιώργος Χαραλαμπίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια
Σ. Χαραλάμπους (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η αιτήτρια στρέφεται κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών («ο Υπουργός»), που περιέχεται σε επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 3.3.2023, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Όπως αυτολεξεί αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή προς την αιτήτρια-
«[.] η αίτησή σας τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί καθότι δεν έχετε αποδείξει ότι έχετε επαρκείς πόρους για τη διαβίωσή σας και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς σας στη Δημοκρατία.».
Σύντομη αναδρομή στα γεγονότα της υπόθεσης, αποκαλύπτει ότι η αιτήτρια, υπήκοος Βουλγαρίας, αφίχθηκε στη Δημοκρατία κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2008 και εκδόθηκε προς αυτήν βεβαίωση εγγραφής της ως πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 23.9.2009.
Στις 6.3.2019, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογράφησης, η οποία απορρίφθηκε από τον Υπουργό στις 27.1.2023. Η απορριπτική απόφαση γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια δια της προαναφερθείσας επιστολής του Τμήματος ημερομηνίας 3.3.2023, όπου περιλαμβάνονταν και οι λόγοι της επίδικης απόρριψης.
Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή στις 16.5.2023.
Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων της αιτήτριας, βρίσκονται ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, αλλά και περί πραγματικής πλάνης που εμφιλοχώρησε στην κρίση της Διοίκησης κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, εφόσον, κατά τη σχετική εισήγηση, οι καθ’ ων η αίτηση δεν αξιολόγησαν ορθά ή/και καθόλου το εργασιακό παρελθόν της αιτήτριας και τα εισοδήματα που αυτή ελάμβανε κατά τα προηγούμενα έτη, με εξαίρεση τα έτη 2021 και 2022 που η αιτήτρια δεν εργαζόταν για αντικειμενικούς λόγους. Συναφώς, όπως υποβάλλει η πλευρά της αιτήτριας, εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα οι καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν αμφιβολίες για τους πόρους διαβίωσης της αιτήτριας και δεν έλαβαν υπόψη τους όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, προκειμένου να διαμορφώσουν ολοκληρωμένη και ορθή άποψη επί του θέματος.
Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης, έγκειται στον ισχυρισμό περί έλλειψης επαρκούς και/ή δέουσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, που έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου.
Τέλος, προωθείται και ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης της αιτήτριας, κατά παράβαση του άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999).
Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Όλα δε τα γεγονότα αξιολογήθηκαν δεόντως και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης υπήρξε πλήρης και/ή επαρκής και, εν πάση περιπτώσει, συμπληρώνεται από τον οικείο διοικητικό φάκελο.
Εις αντίκρουση του ισχυρισμού περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης της αιτήτριας, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση προβάλλει ότι η αιτήτρια είχε τη δυνατότητα να προβάλει τις θέσεις της δια της αιτήσεώς της, αλλά και μέσω της προσωπικής της συνέντευξης.
Επιπρόσθετα, οι καθ’ ων η αίτηση, με παραπομπή σε σχετική νομολογία, τονίζουν την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, ως έκφανση της άσκησης της κρατικής κυριαρχίας της Δημοκρατίας, κατά την εξέταση αιτήσεων ως η υπό κρίση, ενώ σε καμία περίπτωση δεν παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Είναι πρόδηλο, στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων και δη των παραρτημάτων του δικογράφου της ένστασης, ότι οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση της αιτήτριας για πολιτογράφηση, στη βάση του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»). Σύμφωνα με το άρθρο 111 του Νόμου, παρέχεται στον Υπουργό η δυνατότητα να χορηγήσει την Κυπριακή υπηκοότητα διά πολιτογράφησης, σε αιτούντα αλλοδαπό, «[.] ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα µε τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα». Στον δε Τρίτο Πίνακα του Νόμου, προβλέπονται τα απαιτούμενα προσόντα αλλοδαπού που ζητεί πολιτογράφηση.
Τονίζεται εξ’ αρχής ότι, κατά πάγια νομολογία, ακόμα και η υφ’ ενός αιτητή κατοχή όλων των υπό του Νόμου προβλεπόμενων τυπικών προσόντων για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, απλώς γεννά το δικαίωμα υποβολής του σχετικού αιτήματος, αλλά δεν παρέχει αφ’ εαυτής δικαίωμα στον αλλοδαπό για απόκτηση της υπηκοότητας (Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/2012, ημερ. 24.10.2018) και δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της αίτησης (AYMAN M. KAMMIS ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 96/2011, ημερ. 26.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D214, Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, Sohrab Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009). Εξάλλου, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 111 του Νόμου, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογραφήσεως. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, αφού έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και πιο πρόσφατα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Διοικητικού Δικαστηρίου, ότι το ζήτημα της χορήγησης της Κυπριακής υπηκοότητας, άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και, επομένως, το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (Tulin Sabahatin Veysel κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010, Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Oleg Nagorny v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 205/19, ημερ. 25.10.2024, με αναφορά και στην Rami Makhlouf κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 21/17, ημερ. 10.9.2024, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να παραχωρήσει υπηκοότητα δια πολιτογράφησης, είναι ευρεία, σχεδόν απεριόριστη, νοουμένου ότι ασκείται με καλή πίστη (βλ. και Michael Kamel Barakat v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 916, Lucien Chlala v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3371). Αποτελεί δε η ευχέρεια αυτή, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας του κράτους (Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203). Η δε τήρηση της αρχής της καλής πίστης είναι ο μόνος φραγμός που έθεσε η νομολογία στην άσκηση της εν λόγω εξουσίας. Στην, άμεσα σχετική απόφαση, Reyes, ανωτέρω, η οποία επίσης αφορούσε αίτημα πολιτογράφησης, λέχθηκαν τα εξής:
«[.] Η ύπαρξη των τυπικών κριτηρίων, δεν οδηγεί βεβαίως αυτομάτως και άνευ ετέρου σε έγκριση. Εκτός από τη βούληση του ατόμου, η οποία εκφράζεται με την υποβολή αίτησης, απαιτούμενο στοιχείο είναι και η έκφραση κυρίαρχης βούλησης της πολιτείας που δύναται να προσδώσει την ιθαγένεια. Συνεπώς, δεν επαρκεί μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου, όπως αναλύονται στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου. Επιβάλλεται, για την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, να διερευνηθούν και άλλοι παράγοντες, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο Κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του να καταστεί Κύπριος πολίτης, λαμβανομένου υπόψη ότι επέδειξε καλή διαγωγή, ότι έμαθε και ομιλεί ικανοποιητικά την Ελληνική γλώσσα, τις γνώσεις του για τον Κυπριακό πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα και γενικά τη συμμετοχή του στον ντόπιο τρόπο ζωής, βλ. Δίκαιο Ιθαγένειας, Ζωή Παπασιώπη Πασιά, 7η έκδοση, σελ. 124-126. Τα ως άνω δε στοιχεία, εκτιμούνται ελευθέρως με στάθμιση των γενικότερων συμφερόντων του κράτους και σε συνάρτηση με τα τυχόν δημογραφικά, οικονομικά και εθνικά προβλήματα. Εντός του εν λόγω πλαισίου, εντάσσεται και φυσικά δεν αναιρείται, η υποχρέωση καλόπιστης εξέτασης του αιτήματος και διεξαγωγή δέουσας έρευνας.
Ο ασκών την εξουσία, δεν παύει να ενεργεί καλόπιστα, όταν η απόφαση του στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε οτιδήποτε πέραν αυτής. Εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 A.A.Δ. 307).
Tο τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).».
Εφόσον λοιπόν η εξουσία ασκείται καλόπιστα και δεν παραβιάζονται τα δικαιώματα του αλλοδαπού, ως αυτά προστατεύονται από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (βλ. Amanda Marga Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Balalas v. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 2127 και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Moustaquim v. Belgium, Series A, No.193, σελ.19). Υπάρχει δε μαχητό τεκμήριο ότι οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια της Διοίκησης είναι καλόπιστη (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).
Εν προκειμένω, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε στη βάση του άρθρου 111 του Νόμου και του Τρίτου Πίνακα αυτού, εφόσον η αιτήτρια δεν είχε αποδείξει ότι είχε επαρκείς πόρους για τη δική της διαβίωση στη Δημοκρατία, καθώς και για αυτή των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς της.
Επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης της αιτήτριας, διενεργήθηκε προσωπική συνέντευξή της στις 25.11.2021, ενώ στη συνέχεια ετοιμάστηκε σχετική έκθεση από Λειτουργό του Τμήματος, με την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης, η οποία υποβλήθηκε στον Υπουργό μέσω της Διευθύντριας του Τμήματος (παράρτημα 6 στην ένσταση). Όπως προκύπτει από την εν λόγω έκθεση, εξετάστηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση και λήφθηκαν υπόψη όλοι οι σχετικοί παράγοντες και κριτήρια αναφορικά με την περίπτωση της αιτήτριας, περιλαμβανομένων των υπό του Νόμου προβλεπόμενων τυπικών προσόντων, τα οποία κρίθηκε ότι η αιτήτρια πληρούσε, του τόπου διαμονής της αιτήτριας, της εργασίας της και των οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών της στη Δημοκρατία. Ειδικότερα όσον αφορά στην επίδικη διαπίστωση, όπως αναφέρεται στην υποβληθείσα προς τον Υπουργό εισήγηση της Λειτουργού Εξέτασης, από το όλο ιστορικό της παρουσίας της αιτήτριας στην Κύπρο, περιλαμβανομένου του διαστήματος που είχε παρέλθει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησής της για πολιτογράφηση μέχρι και τον χρόνο εξέτασής της, προέκυπταν στοιχεία που συνηγορούσαν υπέρ της μη έγκρισης της αίτησης, εφόσον κάτι τέτοιο δεν θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον και τα συμφέροντα της πολιτείας: ειδικότερα, όπως σχετικώς αναφέρεται στην εν λόγω εισήγηση, «[.] η αιτήτρια εργαζόταν από την άφιξή της στη Δημοκρατία μέχρι τον 12/2020 σε 2-3 εταιρείες ταυτόχρονα με συνολικά ετήσια εισοδήματα €13,000 - €15,000. Λόγω του παιδιού της και του Covid δεν μπορεί να εργαστεί. Ο σύντροφός της εργαζόταν μέχρι τον 9/2019 με ελάχιστα εισοδήματα. Βοηθούν οικονομικά την αιτήτρια και την οικογένεια της οι γονείς της, ο αδελφός της και οι γονείς του ελληνοκύπριου». Σημειώνεται περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τη σχετική έκθεση, ότι τα αμέσως πιο πάνω είχαν τεθεί ενώπιον της αιτήτριας στο πλαίσιο της προσωπικής συνέντευξης, προκειμένου να εκφέρει τις θέσεις και τους ισχυρισμούς της, ωστόσο οι επεξηγήσεις που έδωσε, «[.] όπως καταγράφονται στα ερ. 52-45, δεν ήταν επαρκείς για να εξαλείψουν τις αμφιβολίες που δημιουργούνται από τα στοιχεία του φακέλου».
Τα πιο πάνω, αλλά και γενικότερα το σύνολο των ενεργειών της Διοίκησης στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης της αιτήτριας, καταδεικνύουν τη διενέργεια της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι, ενεργώντας εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, ορθά και σύννομα έλαβαν υπόψη τους και προσμέτρησαν δεόντως στην τελική τους κρίση, και την οικονομική κατάσταση και τους οικονομικούς πόρους συντήρησης της αιτήτριας και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς της στη Δημοκρατία καθόλο το διάστημα που εκκρεμούσε η αίτησή της, ευρήματα που οι καθ’ ων δικαιολόγησαν με επάρκεια: πρόκειται για παράγοντα που, σύμφωνα και με τη νομολογία (Ήρωα, ανωτέρω), επιβάλλεται να διερευνάται και να λαμβάνεται υπόψη από τη Διοίκηση στην τελική της κρίση επί αιτήσεων πολιτογράφησης, πέραν από τη διερεύνηση άλλων λόγων που ενδεχομένως να συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του εκάστοτε αιτητή (βλ. και τις πρόσφατες αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Ν.Ν. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 191/2022 (i-Justice), ημερ. 8.4.2025 και L.C.W. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1343/2022 (i-Justice), ημερ. 7.4.2025).
Συνεπώς, δεν διαπιστώνεται κενό έρευνας, η οποία, αντίθετα, κρίνεται επαρκής και/ή η δέουσα. Ενώπιον των καθ' ων η αίτηση υπήρχαν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, προκειμένου να ληφθεί η, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή, απόφαση για απόρριψη της αίτησης για πολιτογράφηση. Όφειλαν οι καθ' ων η αίτηση να διενεργήσουν έρευνα αναφορικά με κάθε σχετικό και ουσιώδες για την αίτηση στοιχείο και αυτό έπραξαν, με αποτέλεσμα ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός να στερείται ερείσματος. Προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία και δη από τα παραρτήματα της ένστασης, ότι οι καθ' ων η αίτηση διενήργησαν ενδελεχή και, εν πάση περιπτώσει, επαρκή και/ή τη δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, ενώπιον δε των καθ’ ων η αίτηση είχαν τεθεί όλα τα απαιτούμενα και/ή σχετικά στοιχεία, με αποτέλεσμα η διενεργηθείσα έρευνα να τεκμαίρεται ότι υπήρξε πλήρης. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η μορφή και έκταση της έρευνας είναι άμεσα συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Oleg Nagorny v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 205/19, ημερ. 25.10.2024) και ποικίλει ανάλογα με το αντικείμενό της. Η δε έρευνα θεωρείται επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού και ουσιώδους γεγονότος, που παρέχει τη βάση για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 102/09, 14.3.2013 και Logicom Public Ltd v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κ.α., Α.Ε. Αρ. 153/09, 14.1.2014). Περαιτέρω, ως είναι παγίως αναγνωρισμένο, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων και δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, αλλά εστιάζει την προσοχή του στο κατά πόσον η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής και περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας της δικαστικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις, έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα (FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 34/2012, ημερ. 15.12.2017, Αν. Οικονομίδης κ.α. ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 140/2013, ημερ. 8.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:C147, Ολυμπία Πιερίδη ν. Δημοκρατία κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 543, LELLA KENTONIS INVESTMENT CO LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 138/10 κ.α., ημερ, 21.12.2016, Δημοκρατία ν. Παπαξενόπουλου κ.α., Α.Ε. 114/13 ημερ. 6.10.2016).
Επιπρόσθετα, στη βάση των προεκτεθέντων, δεν εντοπίζω και οτιδήποτε που θα μπορούσε να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς περί εμφιλοχωρήσασας πλάνης, αλλά και περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης. Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα έχουν προεκτεθεί, θεωρώ ότι οι καθ' ων η αίτηση ενάσκησαν καλόπιστα τη διακριτική τους ευχέρεια στην προκειμένη περίπτωση και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται. Εφόσον δε τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της Διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη (Ήρωα, ανωτέρω).
Περαιτέρω, κρίνω ότι στερείται ερείσματος και ο ισχυρισμός περί έλλειψης επαρκούς και/ή δέουσας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η επίδικη απόφαση του Υπουργού στηρίχθηκε στο περιεχόμενο της υποβληθείσας σε αυτόν έκθεσης και απωτυπώνεται χωρίς διαφοροποίηση στην επίδικη επιστολή προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 3.3.2023. Για τους δε προεκτεθέντες, περιεχόμενους στην έκθεση, λόγους, οι καθ' ων η αίτηση κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια δεν διέθετε επαρκείς πόρους για τη διαβίωσή της στη Δημοκρατία.
Από τα ενώπιον μου τεθέντα, και κυρίως από τα παραρτήματα της ένστασης, προκύπτει με επαρκή σαφήνεια το σύνολο των ενεργειών της Διοίκησης που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης της αιτήτριας, καθώς και τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη για τη διαμόρφωση της τελικής κρίσης των καθ' ων η αίτηση, με αποτέλεσμα η επίδικη, απορριπτική απόφαση, στην οποία βεβαίως περιλαμβάνονται και οι λόγοι απόρριψης της αίτησης, ως αυτοί έχουν προεκτεθεί και περιέχονται στην επιστολή που εστάλη στην αιτήτρια, να κρίνεται ως επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270), εφόσον αποκαλύπτεται το σκεπτικό, επί του οποίου στηρίχθηκε η τελική κρίση της Διοίκησης (L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023).
Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης, σύμφωνα και με το άρθρο 29 του Νόμου 158(Ι)/1999, από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης, κυρίως δε από το έντυπο προσωπικής συνέντευξης αλλά και την προαναφερθείσα έκθεση που είχε αρμοδίως ετοιμαστεί στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης πολιτογράφησης, και από την οποία προκύπτουν οι διατάξεις του Νόμου (άρθρο 111) και οι λόγοι απόρριψης της εν λόγω αίτησης από τη Διοίκηση (Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).
Συνεπώς, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται οι ισχυρισμοί της πλευράς της αιτήτριας περί αναιτιολόγητης και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένης απόφασης.
Τέλος, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, αδίκως διαμαρτύρεται η πλευρά της αιτήτριας ότι δεν παρασχέθηκε σε αυτήν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Η αιτήτρια επικαλείται παραβίαση του άρθρου 43 του Νόμου 158(Ι)/1999. Επ’ αυτού, θα πρέπει εξ’ αρχής να επισημανθεί ότι οι γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και εφαρμόζονται όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας που να διέπει ειδικά το θέμα (Reza Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3. Α.Α.Δ. 383). Οσάκις ένα θέμα ρυθμίζεται από νομοθετική διάταξη, οι γενικές αρχές υποχωρούν (Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμος Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345).
Ειδικότερα ως προς το δικαίωμα ακρόασης, έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι ένα τέτοιο δικαίωμα υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D50, Κώστας Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 72/1989, ημερ. 27.12.1990, Μαρία Λαζάρου Κούτσου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 720/1997, ημερ. 10.3.2000, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 232/2008, ημερ. 30.4.2010). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D71, αναφορικά με την ερμηνεία και εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1) του Νόμου 158(Ι)/1999, το «άλλως πως δυσμενούς φύσης», που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, διαβάζεται ως ανήκον στην ίδια κατηγορία με τα προηγηθέντα στην ίδια διάταξη και όχι ανεξάρτητα και αυτόνομα (βλ. και Eddine v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 95).
Η εξέταση αίτησης για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας διά πολιτογράφησης, ρυθμίζεται από σαφείς διατάξεις, περιεχόμενες στο Νόμο. Στη σχετική, λοιπόν, διαδικασία που προβλέπει ο Νόμος, σαφώς και δεν υφίσταται πρόνοια για ακρόαση του αιτούντος πριν από την λήψη απόφασης επί της αίτησης. Εν προκειμένω, η αιτήτρια είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή της κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, μέσω της υποβολής της αίτησής της αλλά και κατά τη διενέργεια της προσωπικής της συνέντευξης. Η αίτηση απόκτησης της Κυπριακής υπηκοότητας εξετάζεται σύμφωνα με το σύνολο των στοιχείων που έχουν ενώπιον τους οι αρμόδιες αρχές και δεν υφίσταται υποχρέωση της Διοίκησης να ακούσει τον επηρεαζόμενο σε σχέση με διαδικασίες καθαρά διοικητικής φύσεως (Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027). Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε από το παρόν Δικαστήριο στην N.G. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1736/2022 (i-Justice), ημερ. 6.11.2024, καθώς και στις E.R.S. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1603/2015, ημερ. 11.6.2018 και F.A. v. Δημοκρατίας της Κύπρου, Υποθ. Αρ. 332/2016, ημερ. 30.3.2018, όπου τέθηκε παρόμοιο ζήτημα προς εξέταση.
Έτι δε περαιτέρω, διαπιστώνω ότι η αιτήτρια, πέραν από του να προτάξει φραστικώς τη θέση περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασής της, δεν υπέδειξε ποιες θέσεις θα ανέπτυσσε, ούτε και έθεσε ικανοποιητικό υπόβαθρο για την επίδραση που θα μπορούσαν να έχουν στα πράγματα αυτές οι θέσεις κατά την ενώπιον των καθ' ων η αίτηση προφορική συνέντευξη. Τίποτε συγκεκριμένο δεν ανέφερε επ' αυτού η πλευρά της αιτήτριας, εκτός βεβαίως από τη θέση ότι παραβιάστηκε το συγκεκριμένο δικαίωμα της αιτήτριας. Έχει ωστόσο νομολογηθεί ότι, για το λυσιτελές της προβολής από τον διοικούμενο λόγου ακυρώσεως περί μη τηρήσεως του δικαιώματος προηγουμένης ακρόασης πριν από την έκδοση της δυσμενούς γι' αυτόν πράξεως, απαιτείται και παράλληλη αναφορά και των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλλε ενώπιον της Διοίκησης, εάν είχε κληθεί προς τούτο (βλ. MARINOS DEMETRIOU JEWELLERY LIMITED v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 58/2020, ημερ. 4.2.2025, PAPOUIS DAIRIES LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 79/2018, ημερ. 15.3.2024 και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην S.E. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 90/2024 (i-Justice), ημερ. 17.5.2024, Π.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1385/2021, ημερ. 19.4.2024 και N.G., ανωτέρω)
Συνεπώς, ούτε ο συγεκριμένος λόγος ακύρωσης έχει έρεισμα και υπόκειται σε απόρριψη.
Ως εκ των πιο πάνω, δεν εντοπίζω και οτιδήποτε που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει με την απαιτούμενη επάρκεια, συμπεριφορά συνιστώσα παραβίαση της αρχής της καλής πίστης εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, υπό το φως βεβαίως των αρχών και κατευθυντήριων που έχουν εκτεθεί ανωτέρω.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω, κρίνω ότι εν προκειμένω οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα, καλόπιστα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος και δε διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην τελική τους κατάληξη (βλ. και τις απορριπτικές αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις M.N.A. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 24/2022 (i-Justice), ημερ. 7.2.2025, N.G. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1736/2022 (i-Justice), ημερ. 6.11.2024, I. B.M. A. Ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 707/2020, ημερ. 17.1.2023, I.J. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 744/2019, ημερ. 14.9.2022, Cabardo v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1514/2019, ημερ. 6.5.2022, όπου εξετάστηκαν παρόμοια ζητήματα).
Συνεπώς, δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1600 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο