
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 839/2025 (Κ))
26 Αυγούστου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MR A. J.
Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΥΦΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Ν. Κορομίας, για Αιτητή
Αιγ. Κίτσιου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Συρίας, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ληφθείσας απόφασης κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη και της συνακόλουθης έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 21.7.2025, λόγω της παράνομης παραμονής του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας από 11.1.2025 (και όχι 11.1.2024, ως εσφαλμένα αναγράφεται στα επίδικα διατάγματα).
Ο αιτητής, στις 11.10.2022, υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 10.12.2024. Κατά της εν λόγω απόφασης, της οποίας ο αιτητής έλαβε γνώση στις 11.12.2024 (βλ. έγγραφο με αρ. σελίδωσης 5 στον διοικητικό φάκελο), δεν καταχωρήθηκε πορσφυγή. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το ίδιο προαναφερθέν έγγραφο, ο αιτητής ρητά δήλωσε ότι δεν είχε πρόθεση να καταχωρήσει προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και εξέφρασε την επιθυμία να επιστρέψει στη χώρα του.
Ωστόσο, ο αιτητής συνέχισε να παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία και την 21.7.2025, συνελήφθη στη Λάρνακα από μέλη της Μηχανοκίνητης Άμεσης Δράσης (ΜΜΑΔ) για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας. Την ίδια μέρα εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (Κεφ.105), καθότι αυτός παρέμενε στην Κύπρο παράνομα από 11.1.2024 (η ορθή ημερομηνία, όπως εξηγείται στην ένσταση και στη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση, είναι η 11.1.2025 και η εσφαλμένη αναφορά, σύμφωνα πάντα με τη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, οφείλεται σε τυπογραφικό λάθος). Εν πάση περιπτώσει, τονίζεται ήδη από το σημείο αυτό, ότι αυτή η εσφαλμένη αναγραφή ημερομηνίας δεν ασκεί καμία ουσιαστική επίδραση στην έκβαση της παρούσας, ούτε επηρεάζει τη νομιμότητα των υπό κρίση διαταγμάτων, όπως θα εξηγηθεί και πιο κάτω.
Κατά της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο την υπό κρίση προσφυγή την 31.7.2025.
Σημειώνεται, για σκοπούς πληρότητας γεγονότων, ότι, μετά την κήρυξή του ως απαγορευμένου μετανάστη και την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής καταχώρησε, επίσης την 31.7.2025, στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), την προσφυγή αρ. 1938/2025 κατά της προαναφερθείσας απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 10.12.2024.
Η όλη επιχειρηματολογία του συνηγόρου του αιτητή στηρίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη, την οποία εξέφρασε αρχικώς και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, ότι ο αιτητής είναι δικαιούχος/αιτητής διεθνούς προστασίας, καθότι έχει καταχωρήσει μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας. Ωστόσο, ο αιτητής ουδέποτε καταχώρησε τέτοια αίτηση, αλλά, ως ήδη ελέχθη, αυτός, μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, καταχώρησε προσφυγή στο ΔΔΔΠ. Αυτό εν τέλει αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός, ως δηλώθηκε από τους συνηγόρους των δυο πλευρών κατά τις διευκρινίσεις.
Πέραν των πιο πάνω, ο συνήγορος του αιτητή προβάλλει επίσης ότι στερείται επαρκούς και/ή της δέουσας αιτιολογίας η έκδοση του επίδικου διατάγματος απέλασης, όπως και η κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με το επίδικο διάταγμα κράτησης, πως δεν υπάρχουν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα για τον αιτητή.
Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 105 και κατ’ ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει στους καθ’ ων η αίτηση η οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν πράγματι απαγορευμένος μετανάστης.
Απαντητική γραπτή αγόρευση εκ μέρους του αιτητή, δεν καταχωρήθηκε.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Εν πρώτοις, με βάση τα προεκτεθέντα, καθίσταται ευκόλως αντιληπτό ότι η προσφυγή δεν μπορεί να έχει πιθανότητες επιτυχίας, εφόσον η όλη επιχειρηματολογία που την υποστηρίζει και οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί, όπως προκύπτει από τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή, στηρίζονται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι ο αιτητής καταχώρησε μεταγενέστερη αίτηση και, άρα, έχει το καθεστώς διεθνούς προστασίας. Μόνο κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, ο κ. Κορομίας υπέβαλε ότι η όλη επιχειρηματολογία του μπορεί να τύχει εφαρμογής και στην περίπτωση καταχώρησης προσφυγής ΔΔΔΠ κατά της αρχικής απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ως είναι εδώ η περίπτωση.
Βεβαίως οι γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων συνιστούν το μέσο προσδιορισμού και προώθησης των επίδικων θεμάτων και δεν μπορούν στο στάδιο των διευκρινίσεων να εγείρονται ισχυρισμοί κατά το δοκούν, οι οποίοι δεν είχαν προωθηθεί με τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων (Βαρνάβας Νικολάου & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1627, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598). Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, δεν μπορεί να εξεταστεί οποιοσδήποτε ισχυρισμός του αιτητή, πέραν αυτού που αφορά στην έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας των επίδικων διαταγμάτων.
Εν πάση όμως περιπτώσει, και για σκοπούς ολοκλήρωσης του σκεπτικού του Δικαστηρίου τούτου, επισημαίνω ότι η υπό εξέταση προσφυγή δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας και λόγω του γεγονότος ότι ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή στο ΔΔΔΠ μετά την κήρυξή του ως απαγορευμένου μετανάστη και την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του.
Ως ήδη ελέχθη, η αίτηση του αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και την απόφαση αυτή ο αιτητής ουδέποτε προσέβαλε στο ΔΔΔΠ, αλλ’ αντιθέτως δήλωσε, ήδη από 11.12.2024, ότι επιθυμούσε την επιστροφή στη χώρα του. Ωστόσο, αυτός συνέχισε να παραμένει στη Δημοκρατία παράνομα, εφόσον δεν διευθέτησε την παραμονή του στη χώρα, με αποτέλεσμα να συλληφθεί την 21.7.2025 για το αδίκημα της παράνομης παραμονής, να κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105 και να εκδοθούν εναντίον του τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασής του στην Ιορδανία. Δε χωρεί αμφιβολία ότι κατά την ημερομηνία έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής, ως διαμένων παράνομα στη Δημοκρατία, ήταν απαγορευμένος μετανάστης. Είχε ο αιτητής την ευκαιρία και/ή τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, της οποίας, και αντίθετα με όσα διατείνεται ο συνήγορός του, αυτός έλαβε άμεσα γνώση, αλλά ουδέν έπραξε, παρά μόνο δήλωσε ότι επιθυμούσε την επιστροφή στη χώρα του. Ούτε αυτό έπραξε, με αποτέλεσμα, μετά και την εκπνοή της προθεσμίας άσκησης προσφυγής κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, ο αιτητής να παραμένει, παράνομα πλέον, στη Δημοκρατία.
Όπως αναφέρεται στο επίδικο διάταγμα απέλασης, ο αιτητής είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, καθότι παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από τις 11.1.2024, όταν και παρήλθε η προθεσμία αναχώρησής του από τη Δημοκρατία. Όπως έχει ήδη λεχθεί και όπως εξηγείται στην ένσταση και στη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση, η ορθή ημερομηνία είναι η 11.1.2025 και όχι η 11.1.2024 (σύμφωνα με τη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, πρόκειται για τυπογραφικό λάθος). Εν πάση όμως περιπτώσει, τονίζεται ότι αυτή η εσφαλμένη αναγραφή ημερομηνίας δεν ασκεί καμία ουσιαστική επίδραση στην έκβαση της παρούσας, ούτε επηρεάζει τη νομιμότητα των υπό κρίση διαταγμάτων, καθότι κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής, ούτως ή άλλως, διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία και ήταν απαγορευμένος μετανάστης.
Όσον αφορά το επίδικο διάταγμα κράτησης, αναφέρεται σε αυτό ότι κρίθηκε σκόπιμο όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ, δεδομένης της μη συμμόρφωσής του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής του και του γεγονότος ότι είναι αρνητικός στον επαναπατρισμό του, δεν υπήρχε περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων. Άμεσα σχετικά είναι και τα όσα περιέχονται στην επιστολή της ΥΑΜ Λάρνακας προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, ημερομηνίας 21.7.2025 (παράρτημα 4 στο δικόγραφο της ένστασης), όπου γίνεται εισήγηση για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, για όλους τους πιο πάνω λόγους. Όπως αναφέρεται, ο αιτητής, «[.] παρόλο που απέσυρε το αίτημά του για άσυλο, αρνείται να συνεργαστεί με τις αρχές για τον επαναπατρισμό του, ακόμα και αν του παραχωρηθεί χρηματικό κίνητρο. Επίσης αρνείται να συνεργαστεί με την Αστυνομία ως προς τον εντοπισμό του διαβατηρίου του», το οποίο δεν βρέθηκε στην κατοχή του (βλ. και απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1242/2022 (Κ) (iJustice,) ημερ. 18.8.2022, καθώς και πιο πρόσφατα, στην G.S.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 626/2023 (Κ) (i-Justice,) ημερ. 9.6.2023). Τονίζεται, περαιτέρω, ότι το διάταγμα κράτησης εναντίον του αιτητή, εκδόθηκε και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, σύμφωνα με την οποία-
«(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν άλλα επαρκή λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν-
(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής
(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.».
Είναι σαφές από την πιο πάνω διάταξη, ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, και κατόπιν εξουσιοδότησης η Διευθύντρια του Τμήματος, έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει υπό κράτηση τον υπό απέλαση ξένο υπήκοο για το σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία και δεν υπάρχει υποχρέωση για επιβολή διαβαθμισμένων μέτρων, αλλά επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια, αν ο ίδιος κρίνει ότι συντρέχει λόγος, να εφαρμοστούν άλλα, λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης, των λόγων που έχουν προεκτεθεί, αλλά και δεδομένης της προεκτεθείσας πρόνοιας του άρθρου 18ΠΣΤ(1) και της εκεί προβλεπόμενης διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης να αποφασίζει την κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας, υποκείµενου σε διαδικασίες επιστροφής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις προεκτεθείσες περιπτώσεις των παραγράφων (α) ή (β) της εν λόγω διάταξης, ως εν προκειμένω, οι ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση κρίνονται σύννομες, η δε έκδοση της επίδικης απόφασης κρίνεται ορθή και εύλογα επιτρεπτή.
Κατά συνέπεια, δεδομένων των πιο πάνω, η απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, κρίνονται ως καθόλα ορθές και νόμιμες, εφόσον πράγματι ο αιτητής, κατά το χρόνο της σύλληψής του και έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων, ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-
«6.-(1) Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-
[.]
(κ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo εισέρχεται ή διαμέvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση oπoιασδήπoτε απαγόρευσης, όρoυ, περιoρισμoύ ή επιφύλαξης πoυ περιλαμβάvεται στo Νόμo αυτό ή σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή σε oπoιαδήπoτε άδεια πoυ παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv Καvovισμώv αυτώv·».
Τονίζεται, στο σημείο αυτό, ότι η άσκηση προσφυγής στο ΔΔΔΠ κατά της προαναφερθείσας απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, στις 31.7.2025, ήτοι μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, ουδόλως επηρεάζει την έκβαση της υπό κρίση προσφυγής. Οποιαδήποτε ενέργεια έλαβε χώρα μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, σαφώς και δεν μπορεί να επιδράσει με οποιοδήποτε τρόπο στην πιο πάνω διαπίστωση: το κρίσιμο ζήτημα στην υπό κρίση περίπτωση, είναι τα πραγματικά γεγονότα που υπήρχαν ενώπιον της Διοίκησης κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων και συγκεκριμένα ποια δεδομένα υπήρχαν κατά τις 21.7.2025 που εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή. Οτιδήποτε έγινε μετά την εν λόγω ημερομηνία, θεωρείται εκτός ουσιώδους χρόνου (Limon ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 126/21, ημερ. 20.4.2022).
Περαιτέρω, λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, κρίνω ότι δεν στοιχειοθετούνται οι ισχυρισμοί περί ανεπαρκούς αιτιολογίας ή/και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση. Η απόφαση κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο εφόσον περιέχονται σε αυτήν τόσο οι νομικοί όσο και οι πραγματικοί λόγοι έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270) και αποκαλύπτεται το σκεπτικό, επί των οποίων στηρίχθηκε η τελική κρίση της Διοίκησης (L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 49/2019, ημερ. 23.10.2023). Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης, σύμφωνα και με το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης.
Κατά συνέπεια, η απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, αλλά και η απόφαση κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, επί της οποίας βασίστηκαν τα επίδικα διατάγματα, ημερομηνίας 21.7.2025, κρίνονται ως καθόλα ορθές και νόμιμες, εφόσον πράγματι ο αιτητής, κατά το χρόνο της σύλληψής του και έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων, χωρίς να έχει ασκήσει προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και με δεδομένη, ήδη από 11.1.2025, την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας αναχώρησής του από τη Δημοκρατία και της μη διευθέτησης της παραμονής του στη χώρα, διέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105.
Υπενθυμίζεται, τέλος, το υπό της πάγιας και διαχρονικής νομολογίας αναγνωρισμένο και αδιαμφισβήτητο κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφός της (Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, Ivan Todorov Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000) και αυτό βεβαίως καλύπτει και τις περιπτώσεις αλλοδαπών προσώπων που είναι απαγορευμένοι μετανάστες, όπως και ο αιτητής.
Ως εκ των πιο πάνω, δεν υφίσταται πεδίο παρέμβασης του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1400 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο