
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 1401/2022)
18 Σεπτεμβρίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
M. N. L.
Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ’ ων η Αίτηση
Α. Ν. Κουμή, για Αιτήτρια
Ν. Νικολάου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια, υπήκοος Φιλιππίνων, προσβάλλει ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 8.6.2022 και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.
Όπως αναφέρεται στην σχετική, επίδικη επιστολή, που εστάλη στην αιτήτρια, η αίτησή της απορρίφθηκε, επειδή δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, όπως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), καθότι τον τελευταίο χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής της, αυτή απουσίαζε από τη Δημοκρατία για διάστημα 15 ημερών. Επιπρόσθετα, δεν είχε διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας η πρόθεση της αιτήτριας να παραμείνει στη Δημοκρατία, σε περίπτωση χορήγησης πιστοποιητικού πολιτογράφησης, ως προβλέπεται στην παράγραφο 1(δ) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111, καθότι η έρευνα του Τμήματος κατέδειξε ότι η σχέση της με την Κύπρο είναι εργασιακή και δεν έχει οικογενειακούς δεσμούς στην Κυπριακή Δημοκρατία. Έτι δε περαιτέρω, όπως αναφέρεται στην επίδικη επιστολή, η αιτήτρια παρουσιάζει χαμηλούς οικογενειακούς πόρους, μη επαρκείς για τη διαβίωσή της, ενώ δεν έχει ενταχθεί επαρκώς στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο, αφού δεν γνωρίζει την Ελληνική γλώσσα και δεν έχει αναπτύξει οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς στη Δημοκρατία.
Η αιτήτρια, γεννηθείσα κατά το έτος 1975, αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία, με άδεια εισόδου, στις 19.7.2008 και έκτοτε υπέβαλλε ανά τακτά χρονικά διαστήματα αιτήσεις για άδεια παραμονής και εργασίας στη χώρα, και τις παρεχόταν η σχετική έγκριση.
Στις 11.5.2018, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, η οποία εξετάστηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και εν τέλει απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών («ο Υπουργός») στις 25.5.2022, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί και οι οποίοι αναφέρονται στη σχετική επιστολή, ημερομηνίας 8.6.2022, που εστάλη στην αιτήτρια.
Κατά της πιο πάνω απόφασης, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή στις 13.7.2023.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την αιτήτρια προωθεί ισχυρισμούς περί πλάνης που εμφιλοχώρησε στη διαμόρφωση της επίδικης κρίσης, μη διενέργειας της δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς ή/και ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Προβάλλει επίσης ο κ. Κουμής ότι οι καθ’ ων η αίτηση υπερέβησαν τα ακραία όρια της διακριτικής τους εξουσίας, και η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του Νόμου, και κατά κατάχρηση ή/και υπέρβαση εξουσίας. Ο κ. Κουμής υποβάλλει ότι η αιτήτρια πληροί όλα τα υπό του Νόμου απαιτούμενα προσόντα για πολιτογράφηση. Εσφαλμένα δε και παράτυπα οι καθ’ ων η αίτηση επικαλέστηκαν ως λόγο απόρριψης της αίτησης, την απουσία της αιτήτριας για 15 μέρες από την Κύπρο, καθότι, σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική, ο αιτών δικαιούται να απουσιάζει μέχρι και 90 ημέρες κατά τον τελευταίο χρόνο πριν από την υποβολή του αιτήματός του. Επιπρόσθετα δε, ως ισχυρίζεται ο συνήγορος της αιτήτριας, η τελευταία έχει οικογενειακούς δεσμούς με την Κύπρο και έχει ενσωματωθεί και/ή ενταχθεί επαρκώς στην Κυπριακή κοινωνία, κάτι που η ίδια απέδειξε και κατά τη διενέργεια της προσωπικής συνέντευξής της.
Όλα τα πιο πάνω, καταλήγει ο συνήγορος της αιτήτριας, δεν λήφθηκαν υπόψη από τους καθ’ ων η αίτηση, με αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους της Διοίκησης, αλλά και περί αναιτιολόγητης απόφασης, ανεπίδεκτης δικαστικού ελέγχου.
Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, λήφθηκε δε αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, τη σχετική νομοθεσία και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν διαπιστώνεται ούτε κατάχρηση εξουσίας, αλλ’ ούτε παραβίαση των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου. Όλοι δε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει η πλευρά της αιτήτριας, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, υποκείμενοι σε απόρριψη.
Τονίζει, μεταξύ άλλων, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση ότι το ζήτημα της παραχώρησης υπηκοότητας σε αλλοδαπό εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του κράτους, ως έκφανση της άσκησης την κρατικής του κυριαρχίας και, εφόσον η Διοίκηση ενήργησε καλόπιστα, η κρίση της ως προς την έγκριση ή απόρριψη ενός τέτοιου αιτήματος, αναγνωρίζεται κατά τα λοιπά ως απόλυτη. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τον σχετικό ισχυρισμό, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα και καθόλα ορθά κατέληξαν στην απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας, στηριζόμενοι τόσο στη διαπίστωση ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 111 του Νόμου και στον Τρίτο Πίνακα του εν λόγω άρθρου, όσο και στη διαπίστωση ότι αυτή δεν είχε ενταχθεί επαρκώς στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο, καθώς και ότι η σχέση της με την Κύπρο είναι εργασιακή και δεν έχει οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς στη Δημοκρατία, παρουσιάζοντας και χαμηλούς οικογενειακούς πόρους, μη επαρκείς για τη διαβίωσή της. Προβάλλεται συναφώς ότι οι καθ’ ων η αίτηση διενήργησαν τη δέουσα έρευνα και αιτιολόγησαν πλήρως την απόφασή τους, η δε αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του οικείου διοικητικού φακέλου.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι ακόμα και η υφ' ενός αιτητή κατοχή όλων των υπό του Νόμου προβλεπόμενων τυπικών προσόντων για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, απλώς γεννά το δικαίωμα υποβολής του σχετικού αιτήματος, αλλά δεν παρέχει αφ' εαυτής δικαίωμα στον αλλοδαπό για απόκτηση της υπηκοότητας (Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/2012, ημερ. 24.10.2018) και δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της αίτησης (AYMAN M. KAMMIS ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 96/2011, ημερ. 26.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D214, Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, Sohrab Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009). Εξάλλου, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 111 του Νόμου, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογραφήσεως. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, αφού έχει κατ' επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και πιο πρόσφατα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Διοικητικού Δικαστηρίου, ότι το ζήτημα της χορήγησης της Κυπριακής υπηκοότητας, άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και, επομένως, το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (βλ. και Tulin Sabahatin Veysel κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010, Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Oleg Nagorny v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 205/19, ημερ. 25.10.2024, με αναφορά και στην Rami Makhlouf κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 21/17, ημερ. 10.9.2024, το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της (βλ. και Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203) και η διακριτική ευχέρεια του κράτους σε τέτοιες περιπτώσεις «είναι ευρεία, σχεδόν απεριόριστη, νοουμένου ότι ασκείται με καλή πίστη (Michael Kamel Barakat v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 916, Lucien Chlala v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3371)». Όπως τονίστηκε στην Reyes, ανωτέρω, με αναφορά και στην Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας να επιλέξει τα άτομα στα οποία θα παράσχει την υπηκοότητά της, αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη, το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).
Η τήρηση, λοιπόν, της αρχής της καλής πίστης είναι ο μόνος φραγμός που έθεσε η νομολογία στην άσκηση της εν λόγω εξουσίας. Εφόσον η εξουσία ασκείται καλόπιστα και δεν παραβιάζονται τα δικαιώματα του αλλοδαπού, ως αυτά προστατεύονται από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (βλ. Amanda Marga Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Balalas v. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 2127 και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Moustaquim v. Belgium, Series A, No.193, σελ.19). Υπάρχει δε μαχητό τεκμήριο ότι οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια της Διοίκησης είναι καλόπιστη (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224). Εντούτοις, παρατηρώ ότι στην υπό κρίση περίπτωση, ο συνήγορος της αιτήτριας, δια των γραπτών του αγορεύσεων, δεν αναπτύσσει, έστω στοιχειωδώς, λόγο ακύρωσης περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, παρά μόνον ακροθιγώς γίνεται αναφορά επ’ αυτού στην αρχική του γραπτή αγόρευση. Αυτό από μόνο του, υπό το φως και της προεκτεθείσας νομολογίας, είναι ουσιώδες ως προς τις πιθανότητες επιτυχίας της υπό εξέταση προσφυγής.
Εν πάση όμως περιπτώσει, προχωρώ στην εξέταση των λόγων ακύρωσης που προωθούνται.
Εν προκειμένω, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε στη βάση του άρθρου 111 του Νόμου και του Τρίτου Πίνακα αυτού, εφόσον κρίθηκε ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, αλλά και για ουσιαστικούς λόγους. Στο άρθρο 111 του Νόμου, προβλέπεται η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού να χορηγήσει πιστοποιητικό πολιτογράφησης σε οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα, «ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα». Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, η οποία πλειστάκις επιβεβαιώθηκε σε επίπεδο Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της. Αναφορά μπορεί να γίνει στην ISSA E.E.ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, όπου τονίστηκε ότι, το δικαίωμα αλλοδαπού να αποταθεί για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, δεν συνεπάγεται και απόλυτο δικαίωμα απόκτησης της υπηκοότητας και ότι, εφόσον η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν δύναται να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Κατά τα λοιπά, η κάθε υπόθεση εξετάζεται επί των γεγονότων της.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου, που τιτλοφορείται «Προσόντα για Πολιτογράφηση», και στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 111 του Νόμου, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει-
«1. Με την τήρηση των διατάξεων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού που αιτείται τέτοια πολιτογράφηση, είναι τα ακόλουθα:
(α) Διαµονή στη Δηµοκρατία για όλο το χρονικό διάστηµα των αµέσως προηγούµενων 12 µηνών από την ηµεροµηνία της αίτησης, και
(β) κατά τη διάρκεια των αµέσως προηγούµενων από το πιο πάνω αναφερόµενο δωδεκάµηνο χρονικό διάστηµα επτά ετών, είτε διέµενε στη Δηµοκρατία, είτε διετέλεσε στη δηµόσια υπηρεσία της Δηµοκρατίας, είτε µερικώς το ένα και µερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήµατα που αθροισµένα να µην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών:
[.]
(δ) έχει πρόθεση σε περίπτωση χορήγησης σ’ αυτόν πιστοποιητικού-
(i) να διαμένει στη Δημοκρατία».
Εν προκειμένω, όπως έχει προαναφερθεί, οι καθ' ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση της αιτήτριας για δυο λόγους, αφενός, επειδή η αιτήτρια δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις των παραγράφων 1(α) και (δ) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου, καθότι τον τελευταίο χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής της, αυτή απουσίαζε από τη Δημοκρατία για διάστημα 15 ημερών, ενώ, επιπρόσθετα, δεν είχε διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας η πρόθεσή της να παραμείνει στη χώρα, σε περίπτωση χορήγησης πιστοποιητικού πολιτογράφησης, ως προβλέπεται στην παράγραφο 1(δ) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111, καθότι η έρευνα του Τμήματος κατέδειξε ότι η σχέση της με την Κύπρο είναι εργασιακή και δεν έχει οικογενειακούς δεσμούς στην Κυπριακή Δημοκρατία. Έτι δε περαιτέρω, όπως αναφέρεται στην επίδικη επιστολή, η αιτήτρια παρουσιάζει χαμηλούς οικογενειακούς πόρους, μη επαρκείς για τη διαβίωσή της, ενώ δεν έχει ενταχθεί επαρκώς στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο, αφού δεν γνωρίζει την Ελληνική γλώσσα και δεν έχει αναπτύξει οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς στη Δημοκρατία.
Ξεκινώντας από το πρώτο, διαπιστώνω ότι πράγματι, στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, προκύπτει ότι η αιτήτρια δεν διέμενε στη Δημοκρατία καθ’ όλο κατά το χρονικό διάστημα των αμέσως προηγούμενων 12 µηνών της ηµεροµηνίας υποβολής της αίτησής της, ήτοι κατά το διάστημα από 11.5.2017 μέχρι 11.5.2018, ως απαιτείται από την παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου, αλλά ότι αυτή απουσίαζε για 15 ημέρες. Αυτό αναφέρεται ρητά στην έκθεση της Λειτουργού προς τον Υπουργό, ημερομηνίας 24.3.2021 (βλ. Μέρος 1 «Έλεγχος Προϋποθέσεων», παράγραφο 3 (σελίδωση 116 στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 1Β» κατά τις διευκρινίσεις), όπου γίνεται παραπομπή και στη σελίδωση 244 του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 1Α»). Στην εν λόγω δε σελίδωση 244 και στο εκεί περιεχόμενο σχετικό έγγραφο, καταγράφονται αναλυτικά οι αφίξεις και αναχωρήσεις της αιτήτριας από τη Δημοκρατία, περιλαμβανομένης και της περιόδου που εμπίπτει στο δωδεκάμηνο πριν από την υποβολή της αίτησής της (απουσίαζε μέχρι 25.5.2017, η δε αίτηση είχε υποβληθεί στις 11.5.2018).
Συνεπώς, είναι πρόδηλο ότι η αιτήτρια δεν κατείχε όλα τα υπό του Νόμου απαιτούμενα προσόντα για πολιτογράφηση, εφόσον αυτή δεν πληρούσε την προϋπόθεση της παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου. Τα όσα επί του υπό συζήτηση θέματος αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της αιτήτριας, ουδόλως δύνανται να διαφοροποιήσουν την πιο πάνω διαπίστωση, η οποία αποβαίνει καταλυτική, και δεν αναιρούν το πραγματικό γεγονός ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε τα υπό του ιδίου του Νόμου προβλεπόμενα. Πράγματι, ο Νόμος, σύμφωνα με την παράγραφο (α), απαιτεί διαμονή στη Δημοκρατία «για όλο το χρονικό διάστηµα των αµέσως προηγούµενων 12 µηνών» και όχι για κάποια διαστήματα, όπως είναι η περίπτωση στην αμέσως επόμενη παράγραφο (β), που έχει προεκτεθεί.
Ξεκάθαρα και ρητά η παράγραφος (α) απαιτεί τη διαμονή στη χώρα για όλο το διάστημα των δώδεκα μηνών και αυτό δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί ως φυσική παρουσία του αιτούντος αλλοδαπού στη Δημοκρατία κατά το εν λόγω διάστημα. Διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση, πέραν του ότι δεν συνάδει με την προεκτεθείσα οικονομία του κειμένου, θα απέληγε σε παράδοξα αποτελέσματα, εφόσον θα παρεχόταν η δυνατότητα υποβολής αίτησης για πολιτογράφηση, σε αλλοδαπό, ο οποίος καθ’ όλο τον τελευταίο ένα χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής του, δεν είχε φυσική παρουσία στη Δημοκρατία (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου επί παρομοίου θέματος, στην H.A.D. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 577/2021, ημερ. 18.2.2025).
Συνεπώς, η αιτήτρια προδήλως δεν πληρούσε μια εκ των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου για πολιτογράφηση και δη αυτήν της παραγράφου 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου. Με αυτό ως δεδομένο, ήδη από αυτό το στάδιο, κρίνεται ότι ορθώς η αίτησή της απορρίφθηκε από τους καθ' ων η αίτηση.
Εν πάση όμως περιπτώσει, προχωρώ και στην εξέταση των υπολοίπων λόγων, για τους οποίους οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση της αιτήτριας.
Ως προς την μη τήρηση της προϋπόθεσης της προεκτεθείσας παραγράφου 1(δ) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου, προκύπτει από το σύνολο των ενώπιον μου τεθέντων, ότι η σχέση της αιτήτριας με την Κύπρο, είναι καθαρά εργασιακή, με αποτέλεσμα εύλογα να εγείρονται αμφιβολίες ως προς την πρόθεσή της να παραμείνει στη χώρα, σε περίπτωση εξασφάλισης της Κυπριακής υπηκοότητας. Αυτό καταγράφεται στην προαναφερθείσα έκθεση της Λειτουργού προς τον Υπουργό (σελίδωση 115 στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 1Β»), όπου επίσης αναφέρεται (σελίδωση 116) ότι η αιτήτρια έχει τρία παιδιά που ζουν μόνιμα στις Φιλιππίνες, δεν έχει οικογενειακούς δεσμούς στην Κύπρο, ενώ ως προς τους κοινωνικούς δεσμούς, αναφέρεται ότι η αιτήτρια δεν είναι προσαρμοσμένη στην Κυπριακή κοινωνία, δεν ομιλεί την Ελληνική γλώσσα και αγνοεί βασικές πληροφορίες της Κυπριακής ιστορίας και πραγματικότητας. Αυτές δε οι διαπιστώσεις, οι οποίες ενισχύονται και από τη διενεργηθείσα προσωπική συνέντευξη της αιτήτριας (βλ. σελιδώσεις 129-123 του Τεκμηρίου 1Β), ημερομηνίας 10.3.2021, στοιχειοθετούν και την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, ως αυτή περιέχεται στην επίδικη απόφαση, περί μη ένταξης της αιτήτριας στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο, δεδομένου ότι η αιτήτρια δεν γνωρίζει καθόλου την Ελληνική γλώσσα και δεν έχει αναπτύξει δεσμούς με τη χώρα.
Τέλος, όσον αφορά στη διαπίστωση ότι η αιτήτρια δεν έχει επαρκείς οικονομικούς πόρους για τη διαβίωσή της, οι καθ’ ων η αίτηση, στο πλαίσιο της διενεργηθείσας έρευνάς τους, κατέγραψαν ότι η αιτήτρια εργάζεται ως οικιακή βοηθός με μηνιαίο εισόδημα €331 και έχει καταθέσεις σε τραπεζικό ίδρυμα της Κύπρου, ανερχόμενες στο ποσό των €2900 (σχετική είναι η σελίδωση 246 του Τεκμηρίου 1Α, στην οποία παραπέμπει η έκθεση της Λειτουργού).
Όλα τα πιο πάνω καταδεικνύουν τη διενέργεια της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι, ενεργώντας εντός των ορίων της ορθής ενάσκησης της εξουσίας και διακριτικής τους ευχέρειας, ορθά και σύννομα έλαβαν υπόψη τους και προσμέτρησαν δεόντως στην τελική τους κρίση και τους δεσμούς της αιτήτριας με την Κύπρο, και την ένταξή της στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο, αλλά και την οικονομική κατάσταση και τους οικονομικούς πόρους συντήρησης της αιτήτριας στη Δημοκρατία, ευρήματα που δικαιολόγησαν με επάρκεια, όπως και την κατάληξη ότι δεν διαπιστώθηκε δεόντως η πρόθεσή της για μόνιμη παραμονή στη χώρα: πρόκειται για παράγοντες που, σύμφωνα και με τη νομολογία (Ήρωα, ανωτέρω), επιβάλλεται να διερευνώνται και να λαμβάνονται υπόψη από τη Διοίκηση στην τελική της κρίση επί αιτήσεων πολιτογράφησης, πέραν από τη διερεύνηση άλλων λόγων που ενδεχομένως να συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του εκάστοτε αιτητή (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην Ν.Ν. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 191/2022 (i-Justice), ημερ. 8.4.2025 και L.C.W. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1343/2022 (i-Justice), ημερ. 7.4.2025).
Εν πάση δε περιπτώσει, δεν έχει καταδειχθεί με επάρκεια ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν εν προκειμένω εκτός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, πόσω δε μάλλον κακόπιστα. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης επί της ουσίας δεν προωθήθηκε από την πλευρά της αιτήτριας. Υπό το φως δε των αρχών και κατευθυντήριων που έχουν εκτεθεί ανωτέρω και έχοντας βεβαίως ως αφετηρία ότι η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία που ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους, το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί, με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης, τα όσα αναφέρει ο συνήγορος της αιτήτριας στη γραπτή του αγόρευση, ουδόλως μπορούν να προσθέσουν στην επιχειρηματολογία του περί απόφασης παράνομης και/ή πεπλανημένης.
Περαιτέρω, ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω μη επαρκούς αιτιολόγησής της. Εξετάζοντας την, περιεχόμενη στην προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 8.6.2022, απόφαση, κρίνω ότι αυτή είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (L.A.S. BOATING LTD, ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Στην εν λόγω απόφαση, περιέχεται το σκεπτικό και οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας, ούτως ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (βλ. και άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999). Γενικότερα, η δοθείσα αιτιολογία πράγματι παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εκείνα, ειδικά και συγκεκριμένα, στοιχεία, που να οδηγούν στη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης (Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΕΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΕΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023. Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης, από τα οποία προκύπτουν με σαφήνεια οι λόγοι απόρριψης της αίτησης (Σανταφιανός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 108/2015, ημερ. 3.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:C227, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).
Ούτε κενό έρευνας διαπιστώνεται. Αντίθετα, η διενεργηθείσα έρευνα κρίνεται επαρκής και/ή η δέουσα. Ενώπιον των καθ' ων η αίτηση υπήρχαν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, προκειμένου να ληφθεί η, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή, απόφαση για απόρριψη της αίτησης για πολιτογράφηση. Όφειλαν οι καθ' ων η αίτηση να διενεργήσουν έρευνα αναφορικά με κάθε σχετικό και ουσιώδες για την αίτηση στοιχείο και αυτό έπραξαν, με αποτέλεσμα ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός να στερείται ερείσματος. Προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία και δη από τα παραρτήματα της ένστασης, ότι οι καθ' ων η αίτηση διενήργησαν ενδελεχή και, εν πάση περιπτώσει, επαρκή και/ή τη δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, ενώπιον δε των καθ' ων η αίτηση είχαν τεθεί όλα τα απαιτούμενα και/ή σχετικά στοιχεία, με αποτέλεσμα η διενεργηθείσα έρευνα να τεκμαίρεται ότι υπήρξε πλήρης. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η μορφή και έκταση της έρευνας είναι άμεσα συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Oleg Nagorny, ανωτέρω) και ποικίλει ανάλογα με το αντικείμενό της. Η δε έρευνα θεωρείται επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού και ουσιώδους γεγονότος, που παρέχει τη βάση για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 102/09, 14.3.2013, Logicom Public Ltd v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κ.α., Α.Ε. Αρ. 153/09, 14.1.2014).
Περαιτέρω, ως είναι παγίως αναγνωρισμένο, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων και δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, αλλά εστιάζει την προσοχή του στο κατά πόσον η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής και περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας της δικαστικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις, έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα (Αν. Οικονομίδης κ.α. ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 140/2013, ημερ. 8.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:C147, Ολυμπία Πιερίδη ν. Δημοκρατία κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 543, LELLA KENTONIS INVESTMENT CO LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 138/10 κ.α., ημερ, 21.12.2016, Δημοκρατία ν. Παπαξενόπουλου κ.α., Α.Ε. 114/13 ημερ. 6.10.2016).
Ενόψει λοιπόν των γεγονότων της υπόθεσης και, γενικότερα, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος και δε διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην τελική τους κατάληξη. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου, εφόσον δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο