Γ. Π. κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1429/2021 και 5/2022, 9/9/2025
print
Τίτλος:
Γ. Π. κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1429/2021 και 5/2022, 9/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1429/2021 και 5/2022)

 

9 Σεπτεμβρίου, 2025

 

[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης Δ.Δ.]

 

(Υπόθεση Αρ. 1429/2021)

 

Γ. Π.

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ’ ης η Αίτηση.

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 5/2022)

 

Τ. Π.

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ’ ης η Αίτηση.

…………………………

Βάσω Γεωργίου (κα) για Έλενα Νικολαΐδου (κα), για τον αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1429/2021.

 

Βασίλης Κυβερνήτης για Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 5/2022.

 

Αλέξανδρος Ελευθερίου για Γενικό Εισαγγελέα, για την καθ’ ης η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με τις υπό κρίση προσφυγές οι αιτητές ζητούν την ακύρωση της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 22.10.2021 να προαγάγει το ενδιαφερόμενο μέρος Α. Λ. στη μόνιμη θέση ανώτερου λειτουργού βιομηχανικών εφαρμογών στο Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας. Οι επίδικες θέσεις είναι προαγωγής.

          Υπόθεση Αρ. 1429/2021    

 

Ο αιτητής εισηγείται ότι υπερέχει σε αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους σε προηγούμενη θέση και λόγω ηλικίας, ότι εσφαλμένα προσμέτρησε το πλεονέκτημα που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος και ως προσόν, ότι κατέχει περισσότερα πρόσθετα προσόντα από το ενδιαφερόμενο μέρος, υπερέχει σε αξία λόγω της μεγαλύτερης πείρας του που προκύπτει από την αρχαιότητα και από την υπέρ του σύσταση του διευθυντή και ότι εσφαλμένα η καθ’ ης η αίτηση αποφάσισε να μην υιοθετήσει τη σύσταση.

 

Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος έλαβαν την τελευταία τους προαγωγή ταυτόχρονα την 1.1.2018 ενώ στην αμέσως προηγούμενη θέση ο αιτητής διορίστηκε την 1.7.2008 και το ενδιαφερόμενο μέρος την 1.7.2010. Ο αιτητής γεννήθηκε στις 9.3.1977 και το ενδιαφερόμενο μέρος στις 8.8.1979. Ο αιτητής είναι κάτοχος διπλώματος ηλεκτρολογικού μηχανικού από το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, πτυχίου και μεταπτυχιακού επιπέδου μάστερ στο ίδιο αντικείμενο. Το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει δίπλωμα μηχανολόγου μηχανικού το οποίο κρίθηκε ισότιμο μεταπτυχιακού επιπέδου μάστερ και πτυχίου μάστερ στη διοίκηση επιχειρήσεων.

 

Ο γενικός διευθυντής διατυπώνοντας τη σύστασή του ενώπιον της καθ’ ης η αίτηση υπέρ του αιτητή ανέφερε τα πιο κάτω:

 

«Με βάση τα πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη τα τρία κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολό τους και αποδίδοντας σ’ αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης και την καταλληλότητα των υποψηφίων γι’ αυτήν, συστήνω για προαγωγή τον Γ. Π..

[…]

Επιπρόσθετα, υπερέχει σε αρχαιότητα των […] και Α. Λ. στην προηγούμενη θέση, η οποία συνίσταται από 14 μέρες μέχρι δύο χρόνια.

Σε ό,τι αφορά στην αξία, όπως προκύπτει από τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις στο σύνολό τους, με έμφαση στα πέντε προ του ουσιώδους χρόνου έτη, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, ο Γ. Π. κρίνεται περίπου ίσος με τους υπόλοιπους υποψηφίους που δεν συστήνονται.

Σε ό,τι αφορά στα προσόντα, δεδομένου ότι σύμφωνα με την παράγραφο (3) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Ανώτερου Λειτουργού Βιομηχανικών Εφαρμογών «Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος, διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, θα αποτελεί πλεονέκτημα», έλαβα υπόψη μου το γεγονός ότι όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, τους αποδίδεται το πλεονέκτημα. Συγκεκριμένα, ο Γ. Π. κατέχει μεταπτυχιακό στην Ηλεκτρονική Μηχανική […].

Συστήνοντας τον Γ. Π., έλαβα υπόψη μου ότι όλοι οι υποψήφιοι διαθέτουν, πέραν του πλεονεκτήματος, επιπρόσθετα προσόντα, τα οποία δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Ανώτερου Λειτουργού Βιομηχανικών Εφαρμογών και, ως εκ τούτου, τους αποδίδεται η δέουσα βαρύτητα. Συγκεκριμένα, ο Γ. Π. διαθέτει Πιστοποιητικό Ικανότητας   Ανώτερου Τεχνικού Ηλεκτρολογίας από το Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικής Υπηρεσίας και Δίπλωμα του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου στην Ηλεκτρολογική Μηχανική […] Α. Λ. κατέχουν μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων […].

Σε μια συνεκτίμηση όλων των ενώπιον μου στοιχείων, κατέληξα ότι ο καταλληλότερος υποψήφιος για προαγωγή στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Βιομηχανικών Εφαρμογών είναι ο Γ. Π. και τον συστήνω ανεπιφύλακτα.»

 

Η καθ’ ης η αίτηση δεν ακολούθησε τη σύσταση και αποφάσισε ως εξής:

 

«Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα τρία κριτήρια -αξία, προσόντα, αρχαιότητα-, σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολό τους και αποδίδοντας σ' αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα, έκρινε ότι δεν μπορεί να υιοθετήσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του Π. Γ. και αντ' αυτού επέλεξε τον Λ. Α., τον οποίο έκρινε ως καταλληλότερο […].

Επιλέγοντας τον Λ. Α., η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων χρόνων, υπερέχει των λοιπών υποψηφίων, περιλαμβανομένου και του συστηθέντος, ως ο μοναδικός αξιολογηθείς ως καθόλα εξαίρετος. Σε ό,τι αφορά τα προσόντα, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο επιλεγείς ουδενός υστερεί ή/και υπερέχει, δεδομένου ότι διαθέτει το πλεονέκτημα που προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας, όπως και οι υπόλοιποι υποψήφιοι, και διαθέτει επίσης επιπρόσθετο μεταπτυχιακό προσόν επιπέδου Master στη Διοίκηση Επιχειρήσεων […] προσόν το οποίο είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, όπως αναφέρει πιο πάνω και ο Γενικός Διευθυντής, και του αποδίδεται η δέουσα βαρύτητα, συνεκτιμώμενο με τα υπόλοιπα κριτήρια.

Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο Λ. Α. υστερεί σε αρχαιότητα με βάση την ημερομηνία διορισμού στην προηγούμενή τους θέση, Λειτουργού Βιομηχανικών Εφαρμογών, κατά δύο χρόνια τόσο σε σχέση με τον συστηθέντα […] έχει, όμως, την ίδια ημερομηνία κατοχής της παρούσας τους θέσης, Λειτουργού Βιομηχανικών Εφαρμογών Α', μαζί με όλους τους υποψηφίους.

Σε μια συνεκτίμηση όλων των ενώπιόν της στοιχείων, όπως αυτά παρατίθενται αναλυτικά πιο πάνω, η Επιτροπή έκρινε ότι ο Λ. Α. υπερέχει των ανθυποψηφίων του και είναι ο καταλληλότερος για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση.»

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα, το σκεπτικό της καθ’ ης η αίτηση επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν η υπεροχή του σε αξία στη βάση των υπηρεσιακών εκθέσεων.

 

Η διαδικασία πλήρωσης θέσης προαγωγής προνοείται στο Άρθρο 35(3) και (4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990 (στο εξής ο «Νόμος»):

 

«(3) Οι διεκδικήσεις των υπαλλήλων για προαγωγή αποφασίζονται µε βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα.

(4) Κατά την προαγωγή η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, αιτιολογημένες συστάσεις του Προϊστάμενου του Τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση και την εντύπωση την οποία η Επιτροπή αποκόμισε για τους υποψηφίους κατά την προφορική εξέταση, αν αυτή έγινε:

Νοείται ότι, όταν πρόκειται για την πλήρωση της θέσης του Προϊσταμένου Τμήματος, στις συστάσεις προβαίνει ο Γενικός ∆ιευθυντής του οικείου Υπουργείου.»

 

          Το Άρθρο 49(2) προνοεί τον τρόπο κρίσης της αρχαιότητας υπαλλήλου:

 

«(2) Σε περίπτωση ταυτόχρονου διορισμού, προαγωγής ή απόσπασης στη συγκεκριμένη θέση ή τάξη της ίδιας θέσης, η αρχαιότητα κρίνεται σύμφωνα µε την προηγούμενη αρχαιότητα των υπαλλήλων.

[…]

(7) Στο άρθρο αυτό —

[…]

«προηγούµενη αρχαιότητα» σηµαίνει αρχαιότητα των υπαλλήλων στη θέση ή τάξη που κατεχόταν από αυτούς αµέσως πριν από τη κατοχή της παρούσας θέσης τους ή τάξης και αν η αρχαιότητα αυτή είναι η ίδια, η προηγούµενη αρχαιότητα κρίνεται µε την ίδια µέθοδο, αφού εφαρµοστεί αναδροµικά µέχρι τους πρώτους διορισµούς των υπαλλήλων στη δηµόσια υπηρεσία. Σε περίπτωση που η αρχαιότητα στους πρώτους διορισµούς είναι η ίδια, η προηγούµενη αρχαιότητα κρίνεται µε βάση την ηλικία των υπαλλήλων·»»

 

Στη βάση της πιο πάνω πρόνοιας, είναι ορθή η επισήμανση του αιτητή ότι υπερέχει σε αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους στην αμέσως προηγούμενη θέση στην οποία ο αιτητής διορίστηκε την 1.7.2008 ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος την 1.7.2010. Υπερέχει, δηλαδή, ο αιτητής κατά δύο έτη. Εφόσον διαπιστώνεται σε αυτό το στάδιο διαφορά μεταξύ των δύο, η ηλικιακή αρχαιότητα δεν τυγχάνει εφαρμογής.

 

Από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις που λήφθηκαν υπόψη της περιόδου 2016 μέχρι 2020, προκύπτει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε ως εξαίρετος και στα πέντε έτη ενώ ο αιτητής αξιολογήθηκε ως εξαίρετος στα τρία έτη (2016, 2017 και 2018) και ως εξαίρετος σε έξι σημεία και πολύ ικανοποιητικός σε δύο για το έτος 2019 και ως εξαίρετος σε επτά σημεία και πολύ ικανοποιητικός σε ένα για το έτος 2020.

 

Από την άλλη, η σύσταση προϊσταμένου αποτελεί ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στη βάση του Άρθρου 35(4) εκτός εάν η εν λόγω σύσταση είναι ανακόλουθη προς τα στοιχεία του φακέλου οπότε κρίνεται ως αναιτιολόγητη.

 

Στην απόφαση πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695 – η οποία υιοθετήθηκε πρόσφατα από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην απόφαση Πηλείδης ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 95/2017, 19.12.2023 – αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Οι διεκδικήσεις των υπαλλήλων για προαγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Νόμου, αποφασίζονται με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα. Ετησίως, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Νόμου, ετοιμάζονται και υποβάλλονται στην ΕΔΥ υπηρεσιακές εκθέσεις. Αυτές αντικατοπτρίζουν την αποτίμηση της ποιότητας, όπως την αναδεικνύει η εκτέλεση των καθηκόντων τους, και τους γνωστοποιούνται. Εν πάση περιπτώσει, όπως προβλέπει το άρθρο 50(2), δε συντάσσεται δυσμενής υπηρεσιακή έκθεση πριν δοθεί στον υπάλληλο η ευκαιρία να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του.

Οι υπηρεσιακές εκθέσεις, όπου είναι δυνατό, συντάσσονται από τριμελή ομάδα αξιολόγησης. Με τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμούς του 1990 (Κ.Δ.Π. 386/90) καθορίζεται ο σκοπός της αξιολόγησης, η σύνθεση των ομάδων αξιολόγησης και ο τύπος των υπηρεσιακών εκθέσεων. Είναι και τα τρία σχετικά προς το συζητούμενο θέμα.  Όπως καθορίζεται, μεταξύ άλλων, η αξιολόγηση αποβλέπει

"στη διαπίστωση, εκτίμηση και προσδιορισμό του βαθμού της καταλληλότητας των υπαλλήλων για προαγωγή".

Στη σύνθεση των ομάδων αξιολόγησης συμμετέχουν ο διοικητικά προϊστάμενος και ο άμεσα προϊστάμενος του κάθε υποψηφίου. Ως τρίτο μέλος μπορεί να είναι είτε ο προϊστάμενος του τμήματος στον οποίο υπηρετεί ή υπάγεται ο συγκεκριμένος υπάλληλος όταν είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον διοικητικά προϊστάμενο, ή άλλος ιεραρχικά ανώτερός του όπως καθορίζεται, που έχει άμεση ή έμμεση σχέση με την εργασία του. Άλλες πρόνοιες ρυθμίζουν την περίπτωση αδυναμίας σύστασης τέτοιας τριμελούς ομάδας. "Άμεσα προϊστάμενος", σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις των Κανονισμών

«σημαίνει το λειτουργό ο οποίος εποπτεύει τον αξιολογούμενο υπάλληλο και κατέχει θέση ψηλότερη από αυτόν και ο οποίος λόγω των καθηκόντων του έχει άμεση γνώση της εργασίας του αξιολογούμενου υπάλληλου και μπορεί να εκφέρει υπεύθυνη και έγκυρη γνώμη για την υπηρεσιακή του απόδοση και τις ικανότητές του, ο δε όρος περιλαμβάνει και το διοικητικά προϊστάμενο».

Και

«"διοικητικά προϊστάμενος" σημαίνει τον προϊστάμενο του οικείου κλάδου ή υποδιαίρεσης της υπηρεσίας ή τον Προϊστάμενο του Τμήματος στο οποίο υπηρετεί ή υπάγεται ο αξιολογούμενος υπάλληλος».

Στον τύπο των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων (Μέρος ΙΙ στους Κανονισμούς) υπό τον τίτλο "Εκτίμηση της Επαγγελματικής Αξίας του Υπαλλήλου" καθορίζονται τα στοιχεία αξιολόγησης, με συγκεκριμένη ανάλυση για το καθένα. Αυτά είναι:

Επαγγελματική κατάρτιση, απόδοση, υπηρεσιακό ενδιαφέρον, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία, συνεργασία/σχέσεις, συμπεριφορά προς τους πολίτες, διευθυντική/διοικητική ικανότητα.  Συναφώς το έντυπο περιλαμβάνει και κρίση αναφορικά με την καταλληλότητα του αξιολογούμενου υπαλλήλου για προαγωγή.

Σύμφωνα με το άρθρο 35(4) του Νόμου, κατά την προαγωγή, η ΕΔΥ λαμβάνει δεόντως υπόψη και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων αλλά και αιτιολογημένες συστάσεις του προϊσταμένου του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση. Προϊστάμενος τμήματος, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις, σημαίνει αυτόν που κατέχει την ιεραρχικά ανώτερη θέση στο Τμήμα, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις προσδιορίζεται και ειδικά. Αυτός ο προϊστάμενος, φυσιολογικά θα λέγαμε, δε θα γνωρίζει ή ενδεχομένως δεν θα γνωρίζει τα υπέρ και τα κατά των υπαλλήλων από προσωπική γνώση. Γιατί, λοιπόν, ο νομοθέτης να αναθέτει τη σύσταση στον προϊστάμενο του τμήματος αν πρόκειται να θεωρηθεί ότι αυτή προσθέτει στην αξία με την έννοια που εξηγήσαμε; Και με ποιά λογική θα αποδώσουμε στο Νόμο περιεχόμενο σύμφωνα με το οποίο, ενώ αυτός ο προϊστάμενος εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να έχει ή έστω ενδεχομένως δεν έχει προσωπική γνώση, θα προβαίνει σε σύσταση που θα προσθέτει στην αξία, βασιζόμενος σε πληροφορίες που παίρνει;  Και πώς μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι δυνατό να ενταχθεί στο Νόμο αυτός ο κύκλος; Να έχουμε δηλαδή επίσημα καταγραμμένες, μάλιστα διαχρονικά, τις αξιολογήσεις εκείνων που γνωρίζουν και στο τέλος αυτές να ζητούνται εκ νέου, για τους σκοπούς συγκεκριμένης διαδικασίας; Και πώς θα αναμένεται ή θα δικαιολογείται αυτοί να πουν οτιδήποτε το διαφορετικό από ό,τι ήδη κατέγραψαν; Και πώς αυτά που θα αναφέρουν ή που θα τεκμαίρεται ότι έχουν αναφέρει, χωρίς αντίστοιχο αντίκρυσμα στους φακέλους, θα δικαιολογείται να προσλαμβάνουν τη σπουδαία σημασία που αποδίδεται στη σύσταση; Και τί νόημα θα είναι δυνατό να έχει η διαμόρφωση σύστασης στη βάση πληροφοριών από τους άμεσα προϊσταμένους όταν η σύσταση εμπεριέχει σύγκριση και ο κάθε άμεσα προϊστάμενος από τον οποίο λαμβάνονται οι πληροφορίες, θα είναι δυνατό να αναφερθεί μόνο σε όσους εκείνος γνωρίζει; Aλλά και στην περίπτωση που όλοι οι υποψήφιοι είναι γνωστοί στον προϊστάμενο που έχει το καθήκον της σύστασης, γιατί να δικαιολογείται η θεώρηση πως η προσωπική του γνώση, θεσμικά άγραφη  ως τότε, θα έχει τέτοια σημασία;

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρθηκε στο φαινόμενο της ισοπέδωσης των υπαλλήλων κατά τις ετήσιες αξιολογήσεις τους. Όπως ανέφερε, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό τους αξιολογούνται γενικά ως εξαίρετοι και αυτό καθιστά το έργο του προϊσταμένου δύσκολο. Οπότε, όπως ήταν η εισήγησή του, θα μπορούσε να δικαιολογείται κάποιας μορφής διορθωτική παρέμβαση δια της σύστασης.  Με την αναγνώριση δυνατότητας, για να μή θεωρείται ότι ανατρέπονται οι αξιολογήσεις στις υπηρεσιακές εκθέσεις, ενδιάμεσων διαβαθμίσεων των εξαιρέτων ή των πολύ καλών κλπ., αναλόγως. Εννοείται, χωρίς αυτά να είναι οπουδήποτε καταγραμμένα. Θα έχουν λεχθεί για πρώτη φορά για τους σκοπούς της προαγωγής. Κατ' επίκληση είτε προσωπικής γνώσης είτε πληροφοριών που λήφθηκαν. Από ποιούς όμως; Από εκείνους που υποτίθεται ότι δεν έκαμαν καλά τη δουλειά τους ευθύς εξ αρχής και κατά τον κύκλο που προαναφέραμε. Και χωρίς στήριξη της άποψης πως θα ήταν δυνατό να προσδιορίζεται περιεχόμενο στο Νόμο άλλο από εκείνο που δικαιολογούν οι διατάξεις του, ανάλογα με το πόσο επιτυχημένος ή αποτυχημένος είναι ο τρόπος της εφαρμογής του. Προσθέτουμε πως ακριβώς όμοια εισήγηση υποβλήθηκε και στην Πογιατζή (ανωτέρω), χωρίς όμως να γίνει δεκτή.

Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ' αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.»

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, η καθ’ ης η αίτηση δεν αποφάσισε να μην υιοθετήσει τη σύσταση του διευθυντή επειδή την έκρινε ανακόλουθη με τα στοιχεία των φακέλων. Αιτιολόγησε αυτή την απόφασή της με αναφορά στην αξιολόγηση που έλαβε το ενδιαφερόμενο μέρος στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Η δοθείσα αιτιολογία δεν λαμβάνει υπόψη τη θέση στην οποία βρίσκεται ο προϊστάμενος που δίδει τη σύσταση ο οποίος, όπως εξηγήθηκε στη Μοδίτης, είναι το πρόσωπο που γνωρίζει καλύτερα τις ανάγκες της θέσης και ποιος υποψήφιος θα ήταν καταλληλότερος και κατ’ επέκταση δεν επαρκεί. Επιπρόσθετα, η καθ’ ης η αίτηση φαίνεται να μην έλαβε καθόλου υπόψη το γεγονός ότι η υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα ισοδυναμεί με μεγαλύτερη πείρα η οποία προσμετρά στην αξία.

 

Με βάση τα πιο πάνω, καταλήγω ότι η προσφυγή 1429/2021 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην έκταση που αφορά τον συγκεκριμένο αιτητή. Επιδικάζονται €2000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση.

 

Υπόθεση Αρ. 5/2022

 

Ο αιτητής εισηγείται ότι παραγνωρίστηκε η υπεροχή του σε αρχαιότητα και κατ’ επέκταση πείρα, η απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και είναι αναιτιολόγητη.

 

Όπως προκύπτει από τους πίνακες, Παράρτημα 4 στην ένσταση, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος έχουν ακριβώς τις ίδιες ημερομηνίες διορισμού και προαγωγής. Η αναφορά της καθ’ ης η αίτηση σε υπεροχή του αιτητή αφορά σε ηλικιακή υπεροχή σύμφωνα με την οποία ο αιτητής γεννήθηκε το 1973 ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος το 1979. Η διαφορά αυτή θα είχε σημασία εάν σε όλα τα άλλα οι δύο υποψήφιοι ήταν ίσοι. Όσα αποφασίστηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Λαμπρινού ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 71/2020, 19.2.2025 είναι σχετικά:

 

«Η ηλικιακή αρχαιότητα μπορεί μεν να έχει συνήθως συμβολική και οριακή σημασία - και ως εκ τούτου δύσκολα να μπορεί να συνεκτιμηθεί προς μεταβολή της υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων - πλην όμως, όπου τα άλλα στοιχεία των υποψηφίων είναι ισοδύναμα μεταξύ τους, η ισχνή έστω υπεροχή ενός των στοιχείων σε αξιολογήσιμες παραμέτρους (λόγου χάριν στην αρχαιότητα), επανακτά τη δική της ισχύ, η οποία και (κατά κανόνα) προσμετρά πια, αναλόγως, υπέρ του εν λόγω υποψηφίου (Δημοκρατία ν. Κυρατζιή-Κτωρίδου, Α.Ε. 31/16, ημ. 8.5.23, ECLI:CY:AD:2023:C154, ECLI:CY:AD:2023:C154 (Ολομέλεια), Κυρατζιή-Κτωρίδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 17/17, ημ. 5.10.23, Κωνσταντινίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 46/15, ημ. 1.2.22, ECLI:CY:AD:2022:C41, ECLI:CY:AD:2022:C41).

Τα ίδια, ισχύουν και σε σχέση προς την πρόσθετη υπεροχή του Εφεσείοντα σε πείρα στη θέση του Έκτακτου Εκτελεστικού Μηχανικού στο Τμήμα Δημοσίων Έργων.

Στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 30/15, ημ. 19.10.21, ECLI:CY:AD:2021:C472, ECLI:CY:AD:2021:C472, η Ολομέλεια του (τότε) Ανωτάτου Δικαστηρίου, συγκεφαλαίωσε τα πράγματα ως ακολούθως, επί της θεματικής που ενεστώτως απασχολεί:

«[...] Απομένει η εξέταση του ευλόγου της κρίσης της ΕΔΥ ως προς την αρχαιότητα των Ενδιαφερόμενων Μερών λόγω ηλικίας.

Όπως ορθά υπογράμμισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο το κριτήριο της αρχαιότητας συνιστά θεσμοθετημένο παράγοντα που, αν και έχει ατονήσει, εντούτοις, παραμένει ένα από τα ουσιώδη κριτήρια που ο Νόμος καθορίζει και το οποίο θα πρέπει, συνεπακόλουθα, εκεί όπου χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη (Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).

Αν και η διαφορά στο χρόνο γέννησης δημιουργεί συμβολική και όχι ουσιαστική αρχαιότητα (Αλετρά κ.ά. ν. Ηρακλέους κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 85 και Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585), δεν παύει να είναι δια Νόμου μετρήσιμο στοιχείο. Σύμφωνα με τον ορισμό της προηγούμενης αρχαιότητας στο Άρθρο 49(7) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1/1990 [1], όπου η ημερομηνία στον αρχικό διορισμό είναι η ίδια, τότε η αρχαιότητα κρίνεται ανάλογα με την ηλικία των υποψηφίων. Επομένως, επί κριτηρίων κατά τα λοιπά ίσων, η συμβολική αυτή αρχαιότητα αποκτά τη δική της σημασία και λογίζεται υπέρ του κατόχου της [...]».»

 

Στην υπό κρίση περίπτωση ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ήταν ίσοι εφόσον το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αξιολογηθεί, οριακά έστω, καλύτερα από τον αιτητή. Συνεπώς η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση ήταν εύλογη και δεόντως αιτιολογημένη και λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας.

          Καταλήγω ότι η προσφυγή 5/2022 αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1700 έξοδα υπέρ της καθ’ ης η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο