ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπ. Αρ. 146/2021
15 Σεπτεμβρίου, 2025
[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]
Αναφορικά με τo Άρθρo 1Α, 28, 146 του Συντάγματος
A.A.
Αιτητή
-και-
Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού
Καθ' ου η Αίτηση
.........
Νότα Πελεκάνου για Pyrgou Vakis LLC, Δικηγόροι για Αιτητή
Ρούλα Ιάσωνος για Chrysses Demetriades & Co LLC για Καθ’ ου η αίτηση
Μαρία Χριστοφή για Ηλίας Νεοκλέους & Σια Δ.Ε.Π.Ε. για Ενδιαφερόμενο Μέρος
ΑΠΟΦΑΣΗ
Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Στη συνεδρία του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (εφεξής το «Συμβούλιο» ή το «Καθ’ ου η αίτηση») ημερ. 15.07.2019 αποφασίστηκε η προκήρυξη της επίδικης θέσης Προϊσταμένου Τεχνικών Υπηρεσιών (Θέση Πρώτου Διορισμού) και καθορίστηκε η διαδικασία πλήρωσής της. Αποφασίστηκε συναφώς ότι η επιλογή του υποψηφίου στον οποίο θα προσφερθεί διορισμός στην επίδικη θέση θα γίνει με βάση τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, και ότι με την ολοκλήρωση της διαδικασίας θα καταρτιστεί Πίνακας στον οποίο θα αναγράφονται οι υποψήφιοι κατά σειρά βαθμολογίας που έλαβαν στην προφορική εξέταση και ότι το Συμβούλιο θα προσφέρει διορισμό στον υποψήφιο που θα συγκεντρώσει την μεγαλύτερη βαθμολογία στην προφορική εξέταση.
Στη Συνεδρία ημερομηνίας 07.10.2019, το Συμβούλιο αποφάσισε να προβεί σε ανακοίνωση και/ή διευκρίνιση με δημοσίευση με την οποία να γίνεται ενημέρωση/διευκρίνιση ότι η αναφορά στο Σχέδιο Υπηρεσίας και/ή την προκήρυξη σε εγγραφή στο μητρώο Πολιτικών Μηχανικών με βάση τις πρόνοιες του περί Εγγραφής Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων Νόμο, ερμηνεύεται και/ή θεωρείται ως εγγραφή ως Μέλος του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (ΕΤΕΚ) στον Κλάδο Πολιτικής Μηχανικής, σύμφωνα με τον περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμο που κατάργησε τον προηγούμενο Νόμο και συνεπώς οι ενδιαφερόμενοι Αιτητές θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι πολίτικοι μηχανικοί με βάση τον ισχύοντα Νόμο. Το Συμβούλιο αποφάσισε περαιτέρω όπως δοθεί παράταση στο χρόνο υποβολής των αιτήσεων μέχρι τις 15.11.2019.
Κατά τη Συνεδρία του Συμβουλίου ημερ. 13.01.2020, κατόπιν ελέγχου των εγγράφων που επισυνάφθηκαν στις αιτήσεις, το Συμβούλιο θεώρησε ότι μόνο πέντε αιτητές προσκόμισαν όλα τα απαιτούμενα έγγραφα που πιστοποιούσαν ότι αυτοί πληρούσαν τα απαραίτητα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και άρα ότι μόνο οι πέντε αιτητές μπορούν να θεωρηθούν υποψήφιοι για τη θέση και αποφασίστηκε περαιτέρω όπως αυτοί κληθούν να παρακαθίσουν σε γραπτή εξέταση. Μεταξύ των εν λόγω πέντε αιτητών ήταν και ο Αιτητής στην παρούσα.
Οι υποψήφιοι παρακάθησαν σε γραπτές εξετάσεις την ευθύνη των οποίων είχε το Πανεπιστήμιο Κύπρου και τρεις υποψήφιοι κατάφεραν να συγκεντρώσουν βαθμολογία πέραν τού 50%, μεταξύ των οποίων και ο Αιτητής, ο οποίος συγκέντρωσε την υψηλότερη βαθμολογία στην γραπτή εξέταση. Στη συνεδρία του ημερ. 05.10.2020, το Καθ’ ου η Αίτηση αποφάσισε όπως οι τρεις υποψήφιοι κληθούν σε προφορική συνέντευξη από την Ολομέλεια του Συμβουλίου σε επόμενη συνεδρία του Συμβουλίου.
Το Συμβούλιο, κατά τη Συνεδρία του ημερομηνίας 23.11.2020 προχώρησε στην προφορική εξέταση των τριών υποψηφίων, με βάση τη σχετική απόφαση του. Στη πιο πάνω συνεδρία του το Συμβούλιο κατέληξε σε απόφαση αναφορικά με το διορισμό στην επίδικη θέση του Ενδιαφερομένου Μέρους (ΕΜ), που συγκέντρωσε την υψηλότερη βαθμολογία ήτοι 936 μονάδες στην προφορική συνέντευξη, έναντι του Αιτητή ο οποίος συγκέντρωσε 816 μονάδες και άλλου προσώπου το οποίο συγκέντρωσε 920 μονάδες.
Με επιστολή του ημερ. 26.11.2020, το Καθ’ ου η Αίτηση ενημέρωσε τον Αιτητή ότι δεν έχει επιλέγει για διορισμό.
Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Καθ’ ου η αίτηση να διορίσει το ΕΜ στην επίδικη θέση. Με την αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου του, ο Αιτητής εγείρει ότι η προσβαλλόμενη παραβιάζει τους περί Υδατοπρομήθειας (Δημοτικές και Άλλες Περιοχές) (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμούς των Συμβουλίων Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Λεμεσού, Λάρνακας και Αμμοχώστου του 1996- ΚΔΠ 111/1996 (εφεξής οι «Κανονισμοί»), περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη λήφθηκε χωρίς δέουσα αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων και είναι αποτέλεσμα πλάνης, ανεπαρκούς έρευνας και πλημμελούς αιτιολογίας καθώς και ότι παραβιάζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Με το δε καταληκτικό (υπό 7) λόγο ακύρωσης τίθεται ισχυρισμός περί πλημμελούς συγκρότησης και/ή σύνθεσης του Καθ’ ου η αίτηση.
Οι ευπαίδευτες συνήγοροι του Καθ’ ου η αίτηση και του ΕΜ, από την πλευρά τους, υποστηρίζουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης. Το ΕΜ μάλιστα εγείρει προδικαστική ένσταση ότι ο Αιτητής δε διαθέτει έννομο συμφέρον στην παρούσα καθότι ήταν τρίτος στην κατάταξη και άρα δεν θα ωφεληθεί από την ακύρωση της προσβαλλόμενης.
Απορριπτέα κρίνω την προδικαστική ένσταση. Ως θα εκθέσω πιο κάτω κατά την εξέταση του πρώτου λόγου ακύρωσης, ο Αιτητής με την παρούσα αμφισβητεί την όλη διαδικασία αξιολόγησης υποβάλλοντας ότι η επιλογή του ΕΜ στηρίχθηκε στην κατάταξη κατά την προφορική εξέταση χωρίς να ληφθεί υπόψη το αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης (όπου ήταν πρώτος στην κατάταξη) αλλά και τα λοιπά κριτήρια αξιολόγησης σύμφωνα με τους Κανονισμούς. Ως εκ τούτου εφόσον, ακριβώς αμφισβητείται η νομιμότητα της διαδικασίας επιλογής και η κατάταξη, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για έλλειψη εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του Αιτητή απλά και μόνον επειδή η προσβαλλόμενη διαδικασία οδήγησε σε μια κατάταξη όπου ο Αιτητής δεν ήταν δεύτερος. Είναι αυτονόητο ότι εφόσον ήθελε γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του ότι ήταν παράνομη η επιλογή βάσει, τελικώς, της προφορικής μόνο εξέτασης, η κατάταξη σε αυτή θα λειτουργήσει ως ένα εκ των κριτηρίων επιλογής και όχι το μόνο συνεπώς η προσφυγή του θα είναι λυσιτελής.
Δε θεωρώ, περαιτέρω, ότι όφειλε ο εδώ Αιτητής, ο οποίος προσβάλλει τον διορισμό του ΕΜ, να είχε επιδώσει και στην υποψήφια που είχε καταταγεί δεύτερη στην προφορική εξέταση ούτε είναι σχετική με τα εδώ κρινόμενα η απόφαση Δημοκρατία ν. Ζήνας Πουλλή (2001) 3 ΑΑΔ 1060. Το εν λόγω δεύτερο (στην κατάταξη της προφορικής εξέτασης) πρόσωπο δεν αποτελεί ενδιαφερόμενο μέρος εν τη εννοία της Πουλλή εφόσον δεν επέτυχε διορισμό, ο δε εκάστοτε αιτών ακύρωσης δεν οφείλει (βάσει της Πουλλή ή άλλης νομολογίας), να επιδίδει σε όλους τους υποψηφίους που ενώ στην προφορική εξέταση έλαβαν υψηλότερη βαθμολογία από τον ίδιο, τελικώς δεν επελέγησαν για την επίδικη θέση.
Νοείται φυσικά ότι απορριπτέα κρίνεται και η θέση περί αλυσιτέλειας / έλλειψης εννόμου συμφέροντος επειδή, κατ΄ισχυρισμό, ο Αιτητής δεν απέδειξε πείρα στη «μελέτη και εκτέλεση έργων Πολιτικής Μηχανικής συναφών με το υδατικό έργο» βάσει της αξιολόγησης κατά την προφορική εξέταση. Ο Αιτητής, σύμφωνα με το Συμβούλιο είχε τα τυπικά προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας και γι’ αυτό ήταν εντός των πέντε υποψηφίων που κλήθηκαν σε γραπτές και προφορικές εξετάσεις. Συνεπώς δεν μπορεί τώρα το ΕΜ, να επιχειρηματολογεί αντίθετα με την θεώρηση αυτή του Καθ’ ου η αίτηση θέτοντας ότι πλέον ο Αιτητής δεν ικανοποιούσε μια πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας [σχ. η Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου και άλλης (2013) 3 ΑΑΔ 202]. Σε κάθε περίπτωση, η όποια χαμηλότερη επίδοσή του Αιτητή στην προφορική εξέταση ασφαλώς και δεν ισοδυναμεί με «μη κατοχή» του εν λόγω κριτηρίου και, ως ανέφερα ήδη, με την παρούσα προσβάλλεται η μη στάθμιση του κριτηρίου αυτού έναντι των λοιπών κριτηρίων αξιολόγησης και η επιλογή της προφορικής εξέτασης ως του μόνου κριτηρίου επιλογής από τους υποψηφίους που διέθεταν τα λοιπά άλλα.
Έχοντας απορρίψει την προδικαστική ένσταση, ξεκινώ με τον λόγο ακύρωσης περί πλημμελούς σύνθεσης /συγκρότησης. Ο Αιτητής τον εδράζει στη θέση του ότι μέλος του Συμβουλίου, ήτοι η εκπρόσωπος του Διευθυντή Αναπτύξεως Υδάτων Λεμεσού, ήταν προϊσταμένη του ΕΜ στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων στη Λεμεσό, όπου το ΕΜ είχε διοριστεί από το 2007 ως υδρολόγος. Ουσιαστικά ο ισχυρισμός δεν τίθεται στη βάση κάποιων συγκεκριμένων απτών δεδομένων ιδιάζουσας σχέσης αλλά απλώς στη βάση της -ευρύτερα- συναδελφικής/ επαγγελματικής σχέσης μεταξύ ενός ανώτερου με έναν κατώτερο υπάλληλο στην ιεραρχία του Καθ’ ου η αίτηση.
Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης είναι αβάσιμος. Το γεγονός ότι μέλος του Συμβουλίου ήταν προϊστάμενη του ΕΜ, δεν καθιστά τη σύνθεση ή συγκρότηση του Καθ’ ου η αίτηση προβληματική ούτε αποτελεί ιδιάζουσα σχέση, που θα υποχρέωνε την αποκάλυψη της ή την εξαίρεση του μέλους αυτού από τις συνεδρίες του Καθ’ ου η αίτηση που ασχολήθηκαν με τον επίδικο διορισμό.
Σχετική είναι η απόφαση στην Aναθεωρητική Έφεση αρ. 11/2015 Κυπριακή Δημοκρατία Κυπριακή Δημοκρατία v. Δρος Χριστοδούλου κ.α. ημερ. 01.11.2021, στην οποία με παραπέμπουν οι ευπαίδευτες συνήγοροι του Καθ’ ου η αίτηση και του ΕΜ, στην οποία προς κρίση ήχθην η σχέση προϊσταμένου με υφισταμένου του εκεί ΕΜ με μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής που συμμετείχε σε συνεδριάσεις της βαθμολογώντας το ΕΜ ως «εξαίρετος» (βαθμολογία την οποία υιοθέτησε και η ΕΔΥ) ενώ οι εφεσίβλητοι αξιολογήθηκαν με κατώτερη βαθμολογία. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανατρέποντας την πρωτόδικη κρίση όπου η εν λόγω σχέση είχε θεωρηθεί ιδιάζουσα, αποφάσισε:
«Θεωρούμε πως η απλή επαγγελματική σχέση, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, η οποία δεν επεκτείνεται πέραν αυτής, δεν μπορεί από μόνη της, να δημιουργήσει στοιχεία μεροληψίας χωρίς επαρκή τεκμηρίωση. Όπως έχει αναφερθεί, το θέμα της προκατάληψης θα πρέπει να στοιχειοθετείται με επάρκεια και δεν τεκμαίρεται, πόσο μάλλον τεκμηριώνεται με μόνη την ύπαρξη μιας επαγγελματικής σχέσης (Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 13η έκδοση, Τόμος 1, σελ. 138, υποσημείωση 30). Περαιτέρω στην απόφαση Christou v. Republic (1980) 3 CLR 437, δεν κρίθηκε να υπήρχε μεροληψία λόγω του γεγονότος ότι στη συνήθη άσκηση καθηκόντων του ένας λειτουργός συνέταξε δυσμενείς υπηρεσιακές εκθέσεις για υφιστάμενο του».
Και στην παρούσα, ελλείψει οποιουδήποτε στοιχείου μεροληψίας ή σχέσης που να επεκτείνεται πέραν την απλής επαγγελματικής, δεν υπάρχει ζήτημα παράβασης της αρχής αμεροληψίας ως εκ τούτου ούτε και ζήτημα πλημμέλειας συγκρότησης ή σύνθεσης των Καθ’ ων η αίτηση και άρα ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.
Με τον λόγο ακύρωσης, ο οποίος αναπτύσσεται πρώτος στην αγόρευση του Αιτητή τίθεται ότι η προσβαλλόμενη παραβιάζει του Κανονισμούς για δύο λόγους: Πρώτα καθότι, κατά τον ισχυρισμό, η προκήρυξη δεν αναρτήθηκε στον πίνακα ανακοινώσεων του Καθ’ ου η αίτηση και καθότι δεν ακολουθήθηκε η δέουσα διαδικασία σύμφωνα με τον Κανονισμό 18 των Κανονισμών, εφόσον το μόνον που ελήφθη υπόψη για την επιλογή του ΕΜ ήταν η επίδοσή της στην προφορική εξέταση χωρίς να ληφθούν υπόψη τα προσόντα, η γραπτή εξέταση και τα λοιπά όσα θέτουν παράγραφοι (5) και (7) του Κανονισμού 18 των Κανονισμών.
Ως προς το ζήτημα της δικογράφησης που εγείρεται από το Καθ’ ου η αίτηση και το ΕΜ, ο ισχυρισμός ευσταθεί αναφορικά με την παράγραφο (1) του Κανονισμού 18, δηλαδή την παράγραφο που αφορά τα της ισχυριζόμενης πλημμελούς δημοσίευσης της προκήρυξης. Πράγματι δε διαπιστώνεται οποιαδήποτε δικογράφηση ζητήματος πλημμελούς δημοσίευσης της προκήρυξης συνεπώς οι εν λόγω ισχυρισμοί του Αιτητή δε μπορούν να εξεταστούν και απορρίπτονται.
Ο εν λόγω Κανονισμός 18 όμως δικογραφήθηκε δεόντως τόσο στην αίτηση ακυρώσεως, όπου στο σημείο 3 της τροποποιημένης αίτησης ακύρωσης με αναφορά στους Κανονισμούς, εκτίθεται το περιεχόμενο των παραγράφων 5 και 7 του εν λόγω Κανονισμού 18 (όσο και στην αγόρευση του Αιτητή) και τίθεται ότι κατά παράβαση των εν λόγω κανονιστικών προνοιών, δεν ετοιμάστηκε αιτιολογημένη έκθεση, δεν έγινε δέουσα αξιολόγηση των προσόντων του Αιτητή και παραγνώριση των πλεονεκτημάτων του, δεν δόθηκε δέουσα βαρύτητα στην γραπτή εξέταση από την οποία ο Αιτητής εξήλθε πρώτος και ότι η αξιολόγηση στην προφορική εξέταση ήταν εσφαλμένη. Οι εν λόγω καταγραφές θεωρώ είναι επαρκείς εξ απόψεως δικογράφησης ώστε να μπορώ να προχωρήσω σε εξέτασή τους.
Είναι παραδεκτό ότι το Καθ’ ου η αίτηση εξ αρχής αποφάσισε όπως η επιλογή του επιτυχόντος υποψηφίου γίνει βάσει της κατάταξης στην προφορική εξέταση. Τόσο η γραπτή εξέταση όσο και τα υπόλοιπα προσόντα προσμέτρησαν, κατά την διαδικασία που ακολουθήθηκε, ως νομιμοποιητικά κριτήρια για τη συμμετοχή στην προφορική εξέταση και όχι ως κριτήρια προς στάθμιση με το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης. Αυτό, κατά την αντίληψή μου, δεν ήταν επιτρεπτό εφόσον παρέκαμψε τα λοιπά κριτήρια αξιολόγησης και κατέστησε την προφορική εξέταση ως το μόνο κριτήριο για την επιλογή του επιτυχόντος υποψηφίου. Αυτό, περαιτέρω, αντιτίθεται στις παραγράφους 5 και 7 του Κανονισμού 18 των Κανονισμών, οι οποίες προβλέπουν ότι:
«(5) Στη συνέχεια το Συμβούλιο αφού λάβει υπόψη του τα αποτελέσματα της γραπτής και ή προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ανάλογα με το τι έχει διεξαχθεί, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλλων και των ετησίων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που είναι οι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καταρτίζει αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψηφίους.
(7) Το Συμβούλιο κατά την τελική επιλογή και διορισμό του καλύτερου ή των καλύτερων υποψηφίων λαμβάνει κατάλληλα υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (5),
Νοείται ότι το Συμβούλιο μπορεί να μην επιλέξει κανένα από τους υποψηφίους, αν κατά την αιτιολογημένη κρίση του κανένας από αυτούς δεν είναι κατάλληλος για διορισμό».
Στην υπό κρίση περίπτωση, από τον διοικητικό φάκελο απουσιάζει οποιαδήποτε αιτιολογημένη έκθεση, στην οποία να αναφέρονται τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής εξέτασης, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης κτλ. Το Καθ’ ου η αίτηση απλώς δέχθηκε ότι ο Αιτητής και το ΕΜ (εν προκειμένω), κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα ώστε να μπορούν να διεκδικήσουν την επίδικη θέση χωρίς όμως να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης και δη των μη απαιτούμενων. Ο Αιτητής πχ διέθετε, μεταξύ άλλων, μεταπτυχιακό δομικής μηχανικής και διδακτορικό (PhD) στην πολιτική μηχανική από το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Πέραν της καταγραφής τους στον σχετικό πίνακα προσόντων (Κ. 273) δε φαίνεται τα προσόντα αυτά να έτυχαν οποιασδήποτε αξιολόγησης πόσο μάλλον σε σχέση με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, ως τάσσει ο πιο πάνω Κανονισμός. Ως εκ των πιο πάνω, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης επιτυγχάνει.
Επιτυγχάνουν περαιτέρω και οι λόγοι ακύρωσης περί πλημμελούς αιτιολογίας και έρευνας (λόγοι ακύρωσης με αρ. 4-6 σε αγόρευση Αιτητή), εφόσον εκ των πραγμάτων η μη τήρηση των πιο πάνω παραγράφων (5) και (7) του Κανονισμού 18 περί καταρτισμού αιτιολογημένης έκθεσης, όπου να περιλαμβάνεται η αξιολόγηση και λήψη «κατάλληλα υπόψη» όλων των κριτηρίων, καθιστά την τελική προσβαλλόμενη απόφαση αναιτιολόγητη και προϊόν πλημμελούς έρευνας. Στην παρούσα, η προσβαλλόμενη δεν φαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα αιτιολογημένης στάθμισης όλων των κριτηρίων του Σχεδίου Υπηρεσίας, αλλά εμφανίζεται μονόδρομη, κατά την έκβαση της προφορικής εξέτασης.
Για σκοπούς πληρότητας στην εξέταση των ισχυρισμών του Αιτητή, σημειώνω ότι ο υπ’ αρ. 3 λόγος ακύρωσης περί παράβασης του Άρθρου 28 του Συντάγματος (αρχή ισότητας), ως ορθά θέτει η ευπαίδευτη συνήγορος του ΕΜ, δεν είναι επαρκώς αναπτυχθείς ως εκ τούτου απορρίπτεται. Εν πάση περιπτώσει στην υπό κρίση περίπτωση, η ακυρότητα της προσβαλλόμενης έγκειται στην πλημμελή εφαρμογή των Κανονισμών, ως ειδικότερα δέχθηκα ανωτέρω.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη ακυρώνεται με έξοδα 1.900 ευρώ πλέον ΦΠΑ υπέρ του Αιτητή και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση.
Φ. Καμένος, ΔΔΔ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο