N. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 22/2025, 29/9/2025
print
Τίτλος:
N. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 22/2025, 29/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 22/2025)

29 Σεπτεμβρίου 2025

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

N. S.

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Θεανώ Γεωργίου, για Δρ Χρίστο Π. Χριστοδουλίδη, για τον αιτητή.

Σίλια Χαραιλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Ο αιτητής καταχώρησε στις 13.1.2025, την παρούσα προσφυγή, με την οποία αξιώνει από το Δικαστήριο, την ακόλουθη θεραπεία:-

«Α. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη των Καθ’ ων η Αίτηση ημερ. 30/10/2024 κηρύσσοντας τον Αιτητής [sic] ως απαγορευμένο μετανάστη και τοποθετώντας τα στοιχεία του στο Στοπ Λιστ είναι άκυρη, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και/ή κατά παράβαση του Κεφ 105 και/ή Νομού [sic] 7(Ι)/2007 και/ή εκδόθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα και/ή καθ’ υπέρβαση και/ή χωρίς καθόλου Δικαιοδοσία και είναι αποτέλεσμα πλάνης περί γεγονότων και κακής εφαρμογής του νόμου και παραβιάζεται η αρχή της ισότητας (Παράρτημα Α)».

 

  Η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 30.10.2024, επισυνάφθηκε ως Παράρτημα Α στην προσφυγή και έχει ως εξής:-

“You are hereby informed that you are a prohibited immigrant, by virtue of paragraphs (K), section 1, Article 8, of the Aliens and Immigration Laws (1952-2021), because of illegal residence since 07/09/2024, when your residence permit expired.

  Consequently, I have proceeded with the issuing of deportation and detention orders dated 30/10/2024, against you. A copy of these orders is hereby attached [...]”

 

    Ενώ εκκρεμούσε η καταχώρηση της Ένστασης της Δημοκρατίας, το Δικαστήριο ειδοποιήθηκε μέσω της επικοινωνίας, πως η προσφυγή απώλεσε το αντικείμενό της, όπως παράλληλα, ενημερώθηκε και για την εξέλιξη που επήλθε σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 30.10.2024, ενόψει των αποτελεσμάτων στις προσφυγές 1468/2024 και 424/2025, τις οποίες επίσης καταχώρησε ο αιτητής.

 

  Στη βάση των όσων τέθηκαν από την Δημοκρατία στην επικοινωνία, γεγονότα τα οποία επιβεβαιώθηκαν και από το Δικαστήριο, μετά από πρόσβαση που ζητήθηκε στον ηλεκτρονικό φάκελων των δύο προαναφερόμενων υποθέσεων, διαπιστώθηκε πως η εδώ επίδικη απόφαση, με τα διατάγματα κράτησης και απέλασης ίδιας ημερομηνίας, προσβλήθηκαν και με την προσφυγή με αρ. 1468/2024, η οποία ωστόσο αποσύρθηκε από τον αιτητή στις 25.11.2024, ενόψει της ακύρωσης των διαταγμάτων, στις 12.11.2024. Τα δε διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 30.10.2024, ακυρώθηκαν από την Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, λόγω του ότι εκκρεμούσε η εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής που ο αιτητής υπέβαλε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών. Με την εξέταση αυτής και την απόρριψή της στις 14.11.2024, ο αιτητής κλήθηκε εκ νέου να αναχωρήσει από την Δημοκρατία.

 

  Ο αιτητής συνέχισε να παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία και συνελήφθη εκ νέου στις 25.3.2025. Εναντίον του εκδόθηκαν νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 26.3.2025, αφού κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης, την νομιμότητα των οποίων, επίσης, αμφισβήτησε, με την προσφυγή με αρ. 424/2025, η οποία καταχωρίσθηκε στις 16.4.2025. Στα πλαίσια εκδίκασης της προσφυγής, εκδόθηκε η απορριπτική απόφαση ημερομηνίας 4.6.2025, με την οποία, τα εναντίον του εκδοθέντα διατάγματα, λόγω της κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, επικυρώθηκαν. Ο αιτητής αναχώρησε από την Δημοκρατία στις 15.6.2025.

 

  Σε σχέση με τα πιο πάνω αναφερόμενα γεγονότα τα οποία είχαν τεθεί από την Δημοκρατία, δεν υπήρξε αντίλογος από την πλευρά του αιτητή, καίτοι αυτό ζητήθηκε μέσω της επικοινωνίας στις 29.4.2025 και στις 18.6.2025, όπως και κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 23.9.2025.

 

  Στις 25.9.2025 που η υπόθεση ορίστηκε εκ νέου για οδηγίες, η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, ανέφερε πως προτίθεται να αποσύρει την προσφυγή, αλλά επιζητούσε όπως τα έξοδα, ύψους €500, επιδικαστούν υπέρ του αιτητή και εναντίον της Δημοκρατίας. Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, αφού επεσήμανε εκ νέου τα προαναφερθέντα γεγονότα και κυρίως το γεγονός πως η εδώ προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ημερομηνίας 30.10.2024, ακυρώθηκε πριν την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής, εισηγήθηκε πως ο αιτητής δεν δικαιούται σε έξοδα, ενώ δεν διεκδίκησε έξοδα υπέρ της.

  Έχω ήδη εκθέσει τα γεγονότα της παρούσας προσφυγής, καθώς επίσης και τα όσα ακολούθησαν της έκδοσης της επίδικης απόφασης ημερομηνίας 30.10.2024. Το πρώτο σημαντικό ζήτημα που διαπιστώνεται, είναι η καταχώρηση δύο προσφυγών κατά της ίδιας διοικητικής πράξης, ημερομηνίας 30.10.2024, ήτοι η προσφυγή με αρ. 1468/24, καταχωριθείσα την 1.11.2024 κι η παρούσα, η οποία καταχωρίσθηκε στις 13.1.2025.

 

  Όπως σημειώθηκε, η προσφυγή 1468/24 αποσύρθηκε από τον δικηγόρο του αιτητή στις 25.11.2024, λόγω ακύρωσης των προσβαλλόμενων αποφάσεων.  

 

  Το ζήτημα της απόσυρσης από τον αιτητή μίας προσφυγής και απόρριψης της από το Δικαστήριο και της εκ νέου καταχώρισης νέας προσφυγής κατά της ίδιας διοικητικής πράξης, είχα την ευκαιρία να εξετάσω, υπό την σκοπιά της δημιουργίας δεδικασμένου, στην απόφαση μου στην R.D.P. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1661/2024(Κ), ημερομηνίας 29.1.2025, από την οποία μεταφέρω το ακόλουθο εκτενές απόσπασμα:-

«Το ερώτημα που ανακύπτει, είναι το κατά πόσον η απόσυρση και απόρριψη της προσφυγής με αρ. 1488/2024(iJ), δημιούργησε δεδικασμένο που κωλύει τον αιτητή να επαναφέρει προς κρίση, την νομιμότητα των εδώ προσβαλλόμενων διοικητικών αποφάσεων, ημερομηνίας 31.10.2024.

 

  Θα πρέπει, βεβαίως, εξαρχής να λεχθεί, πως το ζήτημα του δεδικασμένου, λαμβάνεται υπ’ όψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, εφόσον αυτό προκύπτει από τον φάκελο της υποθέσεως (Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», έκτη έκδοση, 2014, σελ. 653 παράγρ. 781). Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα εγέρθηκε στα γεγονότα της Ένστασης και τα μέρη κλήθηκαν να ακουστούν επί τούτου, ως αυτό αναφέρεται πιο πάνω.

 

  Στην Ε.Δ.Δ. 163/2018, Royal Highgate Public Company Ltd (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 59(1) του Ν. 158(Ι)/1999 και σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και συγκεκριμένα στις Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, Παπαδόπουλος ν. Οργ. Χρημ. Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 και Γαβριήλ κ.ά. ν. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868, υπέδειξε πως οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο, δεν αφίστανται εκείνων που ισχύουν για τη διοικητική δικαιοσύνη και πως η εγκατάλειψη της αγωγής και η κατά συνέπεια απόρριψή της, δημιουργεί δεδικασμένο. Με αναφορά και στην Buehler v. Chronos Richardson [1998] 2 All E.R. 960, κρίθηκε πως το δεδικασμένο θεμελιώνεται στην αρχή της τελεσιδικίας και πως το αγώγιμο δικαίωμα θεωρείται ως δεδικασμένο, εφόσον τα επίδικα θέματα της πρώτης και δεύτερης αγωγής είναι ταυτόσημα. 

 

  Όπως αναφέρθηκε στην Ε.Δ.Δ. 163/2018, Royal Highgate Public Company Ltd (ανωτέρω):-

«Η εικόνα συμπληρώνεται με την πρόνοια στο άρθρο 59(1) του Ν. 158(Ι)/1999 ότι:-

«59. - (1) Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν ισχύ δεδικασμένου. Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι όλων. Η απορριπτική απόφαση ισχύει έναντι του αιτούντος.»

Η πιο πάνω νομική ανάλυση του Δικαστηρίου είναι ορθή. Διαπιστώνεται δε από αυτή, με σαφήνεια, ότι η απόσυρση, από τους εφεσείοντες, χωρίς επιφύλαξη, της προσφυγής αρ. 1678/2017 και η απόρριψή της από το Δικαστήριο δημιούργησε δεδικασμένο σε βάρος τους. Επομένως, ορθώς αποφασίστηκε, κατ’ ακολουθίαν, από το Δικαστήριο ότι η προσφυγή αρ. 143/2018 ήταν απορριπτέα, «ως απαραδέκτως καταχωρηθείσα», σε σχέση με την απόφαση της Αρχής ημερομηνίας 29.11.2017».

 

 

Στα Πορίσματα του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, αναφέρονται στη σελ. 217, διαβάζουμε τα ακόλουθα:-

«Κατά το άρθρ. 274 της Πολ. Δικ., καθ’ ο, αναλογικώς εφαρμοζόμενον, δέον να κρίνεται εάν απέρρευσεν δεδικασμένον και εξ’ αποφάσεως διοικ. δικαστηρίου, δεδικασμένον υπάρχει όταν μεταξύ των αυτών διαδίκων εγείρεται το αυτό ζήτημα και αποτελή τούτο την βάσιν αμφοτέρων των αξιώσεων περί ως ούτε η προτέρα δίκη, εις ην τελεσιδίκως απεφασίσθη υπό του δικαστηρίου, και η νεωτέρα, εν η αύθις αναγκαίως φέρεται, ήτοι όταν υφίσταται ταυτότης ως προς τε την δικαιολογικήν σχέσιν και την παραγαγούσαν αυτήν αιτίαν: 401 (51)».

 

Τόσο οι ακυρωτικές, όσο και οι απορριπτικές αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου, οι οποίες εκδίδονται στα πλαίσια του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων, σε κάθε δικαστική υπόθεση ή διαφορά στην οποία προέχει το κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα. Η δε απορριπτική απόφαση, ισχύει inter partes (Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Παπαδάκη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 140, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 213/2012, ημερομηνίας 20.12.2018), ECLI:CY:AD:2018:C552.

 

Ως προς τη σημασία της τελεσιδικίας μιας διοικητικής απόφασης σχετικό είναι και το εξής απόσπασμα από το σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» (ανωτέρω), σελ. 651 παράγρ. 777-779:-

«Οι τελεσίδικες (ή ανέκκλητες) αποφάσεις των διοικητικών (όπως και των πολιτικών) δικαστηρίων έχουν ως κύρια έννομη συνέπεια τη δημιουργία ουσιαστικού δεδικασμένου, την ανάπτυξη δηλαδή δεσμευτικής δυνάμεως της δικαστικής κρίσεως μεταξύ (υπέρ και κατά) των διαδίκων. Η επίδικη υπόθεση θεωρείται πια ως τελειωτικά δικασμένη (iudicata).

 

H έννομη αυτή συνέπεια εμφανίζεται τόσο υπό θετική όσο και υπό αποθετική μορφή: Το ουσιαστικό δεδικασμένο δεν επιτρέπει διάφορη κρίση στο μέλλον από το ίδιο ή άλλο δικαστήριο ή διοικητική αρχή, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, αλλ΄ αντιθέτως επιβάλλει τη θεμελίωση περαιτέρω αποφάσεων στα ήδη κριθέντα, χωρίς έρευνα της ουσιαστικής ορθότητάς τους».

 

  Η ταύτιση των διαδίκων, όσο και των προσβαλλόμενων διοικητικών αποφάσεων, της παρούσας με την προσφυγή 1468/2024, προσφυγή την οποία ο αιτητής απέσυρε αυτοβούλως, έφερε στο προσκήνιο την δημιουργία δεσμευτικού απορριπτικού δεδικασμένου και κατά συνέπεια, κώλυμα στην προώθηση της παρούσας προσφυγής.

 

  Πέραν τούτου, κρίνεται, πρόσθετα, πως κατά τον χρόνο της καταχώρησης της, ήτοι στις 13.1.2025, δεν υπήρχε σε ισχύ η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ημερομηνίας 30.10.2024, αφού αυτή ανακλήθηκε από την Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, εξ ου κι η απόσυρση της προσφυγής 1468/2024 στις 25.11.2024.

 

  Τα πιο πάνω, κρίνονται καταλυτικά για την τύχη της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρίστηκε, στην ουσία, απαραδέκτως και χωρίς περιθώρια επιτυχίας. 

 

  Συμφώνως του Κανονισμού 22 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος τυγχάνει εφαρμογής βάσει του Κανονισμού 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 2015, τα δικαστικά έξοδα οποιασδήποτε διαδικασίας, επαφίενται στην κρίση και διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της προσφυγής.

 

  Βάσει της κατάληξης, τα έξοδα για την απόσυρση της παρούσας προσφυγής, θα πρέπει να επιδικαστούν εναντίον του αιτητή.  Λόγω του ότι αυτά δεν διεκδικήθηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση, η προσφυγή απορρίπτεται, χωρίς έξοδα.

 

                                                 

                                               Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο