M. S. A. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 256/2023, 1/9/2025
print
Τίτλος:
M. S. A. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 256/2023, 1/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 256/2023)

 

1η Σεπτεμβρίου 2025

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                M. S. A.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

             ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Θ. Γεωργίου (κα), για Δρ. Χρ. Χριστοδουλίδη, για Αιτητή

Π. Κωνσταντίνου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Πακιστάν, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 27.12.2022, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η Ιεραρχική Προσφυγή του, ημερομηνίας 25.1.2022, κατά της προηγηθείσας απόφασης του Τμήματος, ημερομηνίας 22.9.2021, με την οποία είχε απορριφθεί η αίτησή του για έκδοση δελτίου διαμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία ως σύντροφος πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.).

 

Ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 6.7.2017 με άδεια φοιτητή, η οποία ήταν σε ισχύ μέχρι τις 6.7.2021. Λίγο αργότερα, στις 22.9.2021, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής ως σύντροφος πολίτη της Ε.Ε., η οποία απορρίφθηκε από το Τμήμα. Όπως αναφέρεται στην απορριπτική απόφαση, ημερομηνίας 22.9.2021, ο αιτητής δεν πληρούσε τα κριτήρια που προβλέπονται στον περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισμένων Υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμο (Ν. 7(Ι)/2007) και δεν είχε προσκομίσει τα απαιτούμενα έγγραφα, προκειμένου να καταδείξει ότι είχε μια διαρκή σχέση με την ευρωπαία (εξ’ Ελλάδος) σύντροφό του.

 

Στις 25.1.2022, ο αιτητής, τα στοιχεία του οποίου είχαν ήδη καταχωρηθεί στη λίστα αναζητούμενων προσώπων, κατέθεσε Ιεραρχική Προσφυγή κατά της πιο πάνω απόφασης, η οποία απορρίφθηκε δια της επίδικης απόφασης του Τμήματος, ημερομηνίας 27.12.2022.  

 

Στις 14.2.2023, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί έλλειψης αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Ο δε συγκεκριμένος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης συνδέεται άμεσα με έτερο λόγο ακύρωσης που επίσης προωθεί η πλευρά του αιτητή, αυτόν περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση.

 

Επιπρόσθετα δε, εγείρεται και ο ισχυρισμός ότι από πουθενά δεν προκύπτει ότι οι καθ’ ων η αίτηση γνωστοποίησαν στην Ευρωπαία σύντροφο του αιτητή την απόφασή τους, με την οποία είχαν απορρίψει το δικό της αίτημα για έκδοση βεβαίωσης εγγραφής, προκειμένου αυτή να έχει τη δυνατότητα ακολούθως να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή. Ήταν δε αυτό ουσιώδους σημασίας, υποβάλλει ο αιτητής, εφόσον αργότερα οι καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν ότι η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή κατέστη άνευ αντικειμένου, καθότι δεν είχε υποβάλει ιεραρχική προσφυγή η Ευρωπαία σύντροφός του κατά της δικής της απορριπτικής απόφασης.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, καθόλα ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.

 

Περαιτέρω, ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση εγείρει, για πρώτη φορά δια της γραπτής του αγόρευσης, προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενος ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος προς προώθηση της προσφυγής του, καθότι η περίπτωσή του δεν εμπίπτει στην εμβέλεια των διατάξεων του Νόμου 7(Ι)/2007, εφόσον είναι Πακιστανός, η δε σύντροφός του, από την οποία αυτός διατείνεται ότι έλκει δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία, δεν έχει δικαίωμα διαμονής στη χώρα, δεδομένου ότι το αίτημά της για έκδοση βεβαίωσης εγγραφής απορρίφθηκε. Με αποτέλεσμα, κατά τον σχετικό ισχυρισμό, να στερείται νομιμοποίησης ο αιτητής προς υποβολή αίτησης διαμονής στη Δημοκρατία ως σύντροφος πολίτη της Ε.Ε. και, συνακόλουθα, να στερείται εννόμου συμφέροντος προς προώθηση της υπό εξέταση προσφυγής.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των οικείων διοικητικών φακέλων και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Εν πρώτοις, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τον, εν είδει πρώτης προδικαστικής ενστάσεως προβαλλόμενο, ισχυρισμό ότι ο αιτητής, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, στερείται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος προς έγερση και προώθηση της παρούσας προσφυγής.

 

Είναι πρόδηλο ότι ο εν λόγω, προδικαστικώς εγειρόμενος, ισχυρισμός σχετίζεται άμεσα και/ή ευθέως με τον ίδιο τον πυρήνα της επίδικης διαφοράς και δη με το κατά πόσον νόμιμα και ορθά ή παράνομα και εσφαλμένα προχώρησαν οι καθ’ ων η αίτηση στην απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή, συναρτώντας της απόφασή τους αυτή με την προηγηθείσα απόφαση απόρριψης της αίτησης της συντρόφου του αιτητή και το γεγονός ότι κατά της εν λόγω απόφασης δεν ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή.

 

Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι ένας αιτητής νομιμοποιείται και δεν στερείται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος να προσβάλει μια διοικητική απόφαση, εφόσον η εκτίμηση της Διοίκησης αναφορικά με ζήτημα που συνδέεται άμεσα με το ίδιο το αντικείμενο της προσφυγής, αμφισβητείται και συνιστά επίδικο θέμα της προσφυγής (Παντελή v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1020, Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1127, Χρυσοστόμου κ.α. v. Κωνσταντινίδου κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 13, ΕΤΕΚ ν. Ορφανίδου και άλλων (2000) 3 Α.Α.Δ 524). Συνεπώς, και στην υπό εξέταση περίπτωση, δεν μπορεί να εγείρεται προδικαστική ένσταση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος, έχουσα ως βάση και/ή αναφορικά με ζήτημα που, ως έχει ήδη λεχθεί, όχι μόνο είναι επίδικο, αλλά συνδέεται άμεσα με το ίδιο το αντικείμενο και/ή τον πυρήνα της προαναφερθείσας επίδικης διαφοράς. Είναι δε σαφές ότι η επίλυση του εν λόγω ζητήματος επιδρά καταλυτικά στην έκβαση της παρούσας προσφυγής και τυχόν επιτυχία της εγειρόμενης προδικαστικής, θα στερούσε από τον αιτητή την δυνατότητα να υποστηρίξει τις θέσεις του επ' αυτού ακριβώς του ζητήματος, το οποίο, επαναλαμβάνω, αποτελεί την ίδια την ουσία της προσφυγής (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου επί παρομοίου ζητήματος στις CYPRA BIOENERGY LTD v. Δήμος Αραδίππου, Υποθ. Αρ. 806/2017, ημερ. 27.4.2022, Περσιάνη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ.  1847/2018, ημερ. 26.1.2022, Χριστοφίδης ν. Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομετόχου, Υποθ. Αρ. 194/2016, ημερ. 31.3.2020, Λακκοτρύπης ν. Αρχή Λιμένων Κύπρου, Υποθ. Αρ. 1419/2016, ημερ. 25.10.2019 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 553/2015, ημερ. 9.10.2019).

 

Κατά συνέπεια, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

Περαιτέρω, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, παρατηρώ τα εξής:

 

Εν πρώτοις, η επίδικη απόφαση επί της Ιεραρχικής Προσφυγής του αιτητή, ως αυτή περιέχεται στην επιστολή του Τμήματος ημερομηνίας 27.12.2022, αναφέρει τα εξής:

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας ημερομηνίας 25/01/2022 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας ενημερώνω ότι η Ιεραρχική προσφυγή εξετάστηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών και απορρίφθηκε.

2. Ως εκ τούτου καλείσθε όπως εντός τριάντα (30) ημερών ενημερώσετε τον πελάτη σας να αναχωρήσει άμεσα από τη Δημοκρατία.

3. Πληροφορείσθε, επίσης, για το δικαίωμα άσκησης προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος εντός εβδομήντα πέντε (75) ημερών ως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο.».

 

Αυτό που αμέσως μπορεί να διαπιστωθεί από το πιο πάνω κείμενο, είναι ότι πουθενά δεν αναφέρεται, έστω στοιχειωδώς, ο λόγος για τον οποίο οι καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν την απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής, αλλ' ούτε και γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης. Απουσιάζει, δηλαδή, οποιαδήποτε αναφορά στους πραγματικούς και νομικούς λόγους λήψης της επίδικης κρίσης, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται αντιληπτό το σκεπτικό και/ή ο συλλογισμός της Διοίκησης και/ή ο λόγος για τον οποίο αποφασίστηκε η απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής του αιτητή. Ως εκ τούτου, καθίσταται ανέφικτη η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου, που είναι και το ζητούμενο (L.A.S. BOATING LTD, ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270) και δεν παρέχονται στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εκείνα, ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία, που να οδηγούν στη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης (Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, Ε.Δ.Δ. 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 49/2019, ημερ. 23.10.2023).

 

Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί η ανάγκη για σαφή αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης, ούτως ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (βλ. και άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999). Θα πρέπει, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εν προκειμένω, να παρατίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης (Φράγκου, ανωτέρω). Αντίθετα, αιτιολογία που διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ούτως ώστε να μην προκύπτει πως και στη βάση ποιων πραγματικών γεγονότων και νομοθετικών διατάξεων διαμορφώθηκε η κρίση της Διοίκησης, είναι αόριστη και ελλιπής, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του συγκεκριμένα στοιχεία επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης και άσκησης δικαστικού ελέγχου (Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348).

 

Ούτε και υφίσταται επαρκής δυνατότητα συμπλήρωσης της αιτιολογίας από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, δεδομένου ότι τα απαιτούμενα προς τούτο στοιχεία δεν προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Γίνεται αναφορά και/ή παραπομπή από τους καθ’ ων η αίτηση, στην απόφαση απόρριψης του αιτήματος της συντρόφου του αιτητή για έκδοση βεβαίωσης εγγραφής, επί της οποίας δεν ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στο σημείωμα της Λειτουργού Μετανάστευσης προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ημερ. 25.11.2022 (έγγραφο με αρ. σελίδωσης 156 στο διοικητικό φάκελο), το οποίο ετοιμάστηκε και υποβλήθηκε στο πλαίσιο εξέτασης της Ιεραρχικής Προσφυγής του αιτητή, επειδή δεν υποβλήθηκε στον Υπουργό ιεραρχική προσφυγή από την ευρωπαία σύντροφο του αιτητή, «[.] η υποβολή ιεραρχικής προσφυγής για τον υπήκοο τρίτης χώρας [ενν. τον αιτητή], καθίσταται άνευ αντικειμένου».

 

Ωστόσο, διαπιστώνω, αφενός, ότι στην επιστολή ημερομηνίας 17.12.2021 που οι καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι απεστάλη στη σύντροφο του αιτητή, ουδεμία αναφορά υπάρχει για το δικαίωμά της να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών κατά της απορριπτικής απόφασης επί του αιτήματός της και, αφετέρου, ότι η εν λόγω επιστολή ουδέποτε κοινοποιήθηκε σε αυτήν, ούτε έχει προσκομιστεί ο διοικητικός φάκελος σε σχέση με την αίτηση της ευρωπαίας συντρόφου του αιτητή για την εξασφάλιση βεβαίωσης εγγραφής, ώστε το Δικαστήριο να δύναται να διαπιστώσει το ίδιο κατά πόσον η εν λόγω επιστολή είχε πράγματι αποσταλεί και πότε. 

 

Από τον διοικητικό φάκελο που έχει προσκομιστεί και αφορά τον αιτητή, αλλά και από στοιχεία του εν λόγω φακέλου που έχουν επισυναφθεί στο δικόγραφο της ένστασης ως Παραρτήματα, προκύπτει ότι, ενώ στο αντίγραφο της επιστολής ημερομηνίας 27.12.2022 που απεστάλη στον αιτητή, αναφέρεται στο κάτω μέρος αυτής ότι η εν λόγω επιστολή «έχει ταχυδρομηθεί και/ή αποσταλεί στην τελευταία δηλωθείσα διεύθυνση του αιτητή στις 29.12.2022», στην επιστολή προς την ευρωπαία σύντροφο του αιτητή, ημερομηνίας 17.12.2021, δεν υπάρχει καμία χειρόγραφη ή άλλη σημείωση που να αποδεικνύει ότι η εν λόγω επιστολή είχε πράγματι αποσταλεί και πότε στην παραλήπτη της. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όταν εξετάζεται η κοινοποίηση δι’ επιστολής μίας απόφασης, υφίσταται τεκμήριο γνώσης αυτής αν αποδειχθεί ότι η επιστολή ταχυδρομήθηκε στην ορθή διεύθυνση και δεν έχει επιστραφεί από το ταχυδρομείο, με το βάρος απόδειξης ότι αυτή έφερε την ορθή διεύθυνση, ότι ταχυδρομήθηκε και ότι δεν επεστράφη να το φέρει ο διάδικος που το ισχυρίζεται (Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery Mr. Chrysostomos and Others (1965) 1 C.L.R. 9, Σάββα ν Δημοκρατίας, Α.Ε. 49/2012, ημερ. 07.02.2018, ECLI:CY:AD:2018:C63). 

 

Επιπρόσθετα, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η παράλειψη της Διοίκησης να καταθέσει τον φάκελο και τα στοιχεία που συνθέτουν την υπό δικαστικό έλεγχο απόφασή της, έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την ακύρωση της πράξης (Dome Investments Ltd v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας κ.α. (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 741).

 

Εν προκειμένω, και παρόλο που επαναλαμβάνω καμία αιτιολογία δε δίδεται στην απορριπτική απόφαση που περιέχεται στην επίδικη επιστολή προς τον αιτητή, ημερομηνίας 27.12.2022, ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η Ιεραρχική Προσφυγή του αιτητή απορρίφθηκε καθότι κρίθηκε ως άνευ αντικειμένου, επειδή δεν υποβλήθηκε στον Υπουργό Εσωτερικών ιεραρχική προσφυγή για την Ευρωπαία υπήκοο της οποίας η αίτηση έχει απορριφθεί στις 17.12.2021, οι καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο τα στοιχεία εκείνα που θα καταδείκνυαν ότι η ευρωπαία σύντροφος του αιτητή έλαβε πράγματι γνώση για την απόρριψη του αιτήματός της και δεν αμφισβήτησε αυτήν, έστω με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο (ως το μόνο μέσο θεραπείας που της γνωστοποιήθηκε, εφόσον, επαναλαμβάνω, δεν της γνωστοποιήθηκε ότι διαθέτει τη δυνατότητα καταχώρησης ιεραρχικής προσφυγής), ώστε να αξιολογηθεί κατά πόσον η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή ορθώς κρίθηκε ως άνευ αντικειμένου.

 

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησής της, η οποία αναπόφευκτα καθιστά ανέφικτη τη διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με €2000 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο