M.Σ ν. Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (ΤΕ.ΠΑ.Κ), Υπόθεση Αρ. 296/2021, 22/9/2025
print
Τίτλος:
M.Σ ν. Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (ΤΕ.ΠΑ.Κ), Υπόθεση Αρ. 296/2021, 22/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 296/2021

                                             

    22 Σεπτεμβρίου, 2025

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Επί τοις αφορώσι το Άρθρον 146 του Συντάγματος

 

M

Αιτήτριας

                          Και

 

Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (ΤΕ.ΠΑ.Κ)

 

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

Μιχάλης Μάγος για Α. Μάγου, Μ. Μάγος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε Δικηγόροι για Αιτήτρια

Χριστίνα Γεωργίου διά Γιάννης Κωνσταντινίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Καθ' ων η αίτηση

Απόστολος Γεωργίου, Δικηγόρος για Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

         

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Το Συμβούλιο του Τεχνολογικού Πανεπιστήμιου Κύπρου (εφεξής το «Πανεπιστήμιο») κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 21.11.2019, αποφάσισε ομόφωνα όπως εγκρίνει, κατόπιν συγκεκριμένων τροποποιήσεων, το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Προϊστάμενου Υπηρεσίας Επικοινωνίας, Προώθησης και Διεθνοποίησης (εφεξής «η επίδικη θέση») και όπως εγκρίνει την προκήρυξη της επίδικης θέσης.

 

Κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 19.12.2019, το Συμβούλιο αποφάσισε, μεταξύ άλλων, τον καθορισμό της πολιτικής βαθμολόγησης όπως πιο κάτω:

 

«Γραπτή Εξέταση: 0-65,

Προφορική Εξέταση: 0-30

Πλεονεκτήματα 0-5»

 

Η βαρύτητα των πλεονεκτημάτων, ως κατεγράφη στο, συνημμένο στη συνεδρία ημερ. 19.12.2019, Παράρτημα 3.7, καθορίστηκε ως ακολούθως:

 

«1.      Κατοχή διδακτορικού τίτλου (PhD) σπουδών (τρίτου κύκλου), ισότιμο από αναγνωρισμένο Πανεπιστήμιο σε θέμα σχετικό με τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα της θέσης: μία (1) μονάδα

2.        Πρόσθετη πείρα τουλάχιστον τριών ετών, πέραν των πιο πάνω απαιτούμενων προσόντων, σε Διευθυντική θέση σχετική με τα καθήκοντα της θέσης: δύο (2) μονάδες

3.        Πρόσθετη πείρα τουλάχιστον δύο ετών, πέραν των απαιτούμενων προσόντων και του πλεονεκτήματος δύο (2) πιο πάνω, σε ανώτερη θέση σε Ίδρυμα Ανώτατης Εκπαίδευσης: δύο (2) μονάδες

4.        Γνώση οποιασδήποτε επίσημης γλώσσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από ελληνική και αγγλική γλώσσα: μία (1) μονάδα.

Μέγιστη βαθμολόγηση πλεονεκτημάτων: 5 μονάδες».

 

Η σχετική προκήρυξη της επίδικης θέσης δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στον εγχώριο τύπο.

 

Σε συνεδρίαση ημερομηνίας 14.02.2020 της Συμβουλευτικής Επιτροπής Αξιολόγησης και Επιλογής (εφεξής «ΣΕΑΕ»), η οποία συστήθηκε με απόφαση του Συμβουλίου για την πλήρωση της επίδικης θέσης, η ΣΕΑΕ έχοντας ενώπιον της τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν για την επίδικη θέση αποφάσισε ποιοι εξ' αυτών δεν μπορούν να προχωρήσουν στη διαδικασία και ποιοι θα πρέπει να προσκομίσουν επιπρόσθετα στοιχεία στην αίτηση τους. Κατά ή περί την 18.02.2020 απέστειλε επιστολές προς τους υποψηφίους, μεταξύ αυτών στην Αιτήτρια και στον Μ.Β (εφεξής το «Ενδιαφερόμενο Μέρος» ή «ΕΜ») ζητώντας βεβαιώσεις που να αποδεικνύουν το απαιτούμενο στο Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν:

 

«Δεκαετής διοικητική πείρα σε συναφή ειδίκευση, μετά την απόκτηση του πρώτου Πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών, με τουλάχιστον δύο χρόνια πείρα σε εποπτικά καθήκοντα που να συμπεριλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, έλεγχο εργασιών και διαχείριση προσωπικού. Απαιτείται βεβαίωση για τα πιο πάνω».

 

Στις 09.03.2020 η ΣΕΑΕ αξιολόγησε τα επιπρόσθετα στοιχεία που ζητήθηκαν από τους υποψήφιους και αποφάσισε ποιοι πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα για να προχωρήσουν στο επόμενο στάδιο της διαδικασίας, τις γραπτές εξετάσεις, και εξουσιοδότησε τον Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών (εφεξής «ΔΔΟ») να προχωρήσει με την οργάνωση και διεξαγωγή των εξετάσεων για την πλήρωση της επίδικης θέσης.

 

Κατά ή περί τις 11.09.2020, η Αιτήτρια και το ΕΜ κλήθηκαν σε γραπτή εξέταση και μετά το πέρας των γραπτών εξετάσεων, στις 18.11.2020 κλήθηκαν σε προφορική εξέταση στις 08.12.2020.

 

Ακολούθως της προφορικής εξέτασης, η ΣΕΑΕ κατέθεσε προς το Συμβούλιο την εισήγηση της για πρόσληψη του ΕΜ για την επίδικη θέση και ως επιλαχούσα άλλη υποψήφια (όχι την Αιτήτρια).

 

Στις 17.12.2020 το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου αποφάσισε να εγκρίνει την εισήγηση της ΣΕΑΕ και να προσφέρει διορισμό στο ΕΜ για την πλήρωση της επίδικης θέσης και σε περίπτωση που δε αποδεχόταν, να προτείνει διορισμό στην επιλαχούσα. Το ΕΜ αποδέχθηκε με επιστολή ημερομηνίας 22.12.2020.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 11.01.2021, η Αιτήτρια  ενημερώθηκε ότι δεν επελέγη στην επίδικη θέση και ότι το Συμβούλιο «επικύρωσε το διορισμό άλλου υποψηφίου». Δεν της αναφέρθηκε το ονοματεπώνυμο του ΕΜ.

 

Με τo αιτητικό της παρούσας προσφυγής, η Αιτήτρια αξιώνει:

 

«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 11.01.2021 και με την οποία αποφάσισε να διορίσει πρόσωπο άλλο αντί την Αιτήτρια στη μόνιμη  θέση Προϊστάμενου Υπηρεσίας Επικοινωνίας, Προώθησης και Διεθνοποίησης (Α14iii) στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».

 

Η προσβαλλόμενη βάλλεται, με την αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων της Αιτήτριας, με κεντρικούς ισχυρισμούς ότι είναι παράνομη καθότι στην απόδοση της γραπτής και προφορικής εξέτασης δεν τηρήθηκε η βαρύτητα που προβλέπει η σχετική νομοθεσία περί Δημόσιας Υπηρεσίας [περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 (Ν. 1/1990) και περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1998 (Ν. 6(I)/1998), ως αμφότεροι είχαν κατά τους επίδικους χρόνους] καθώς και ότι είναι αναιτιολόγητη, πεπλανημένη και προϊόν ανεπαρκούς έρευνας στο ζήτημα του απαιτούμενο προσόντος: «Δεκαετής διοικητική πείρα σε συναφή ειδίκευση, μετά την απόκτηση του πρώτου Πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών, με τουλάχιστον δύο χρόνια πείρα σε εποπτικά καθήκοντα που να συμπεριλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, έλεγχο εργασιών και διαχείριση προσωπικού. Απαιτείται βεβαίωση για τα πιο πάνω».

 

Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας, με αναφορά στο αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης και τα ακαδημαϊκά προσόντα, ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια διέθετε έκδηλη υπεροχή έναντι του ΕΜ, που οι Καθ’ ων η αίτηση δεν εντόπισαν λόγω πλημμελούς διερεύνησης με αποτέλεσμα η απόφασή τους να στερείται δέουσας αιτιολογίας. Φέρεται περαιτέρω εναντίον της αιτιολόγησης της προφορικής εξέτασης, όπου, κατά την εισήγηση, η υποκειμενική κρίση των Καθ’ ων η αίτηση συγκρούεται με την απόδοση της στις γραπτές αλλ’ αντικειμενικές, εξετάσεις αλλά και στο περιεχόμενο των ερωτήσεων που ετέθησαν, τις οποίες χαρακτηρίζει ως εκτός των προβλεπομένων στο σχέδιο υπηρεσίας.

 

Τίθεται, επιπλέον, ζήτημα μεροληψίας καθότι στον διοικητικό φάκελο εντοπίζει στην επιστολή-απάντηση του ΕΜ ημερ. 20.02.2020 προς την επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 18.02.2020 (με την οποία είχαν ζητηθεί βεβαιώσεις πείρας), ότι το ΕΜ ανέφερε: «Παραμένω στη διάθεσή σας για συνάντηση ώστε να σχηματίσετε τη δική σας άποψη για αυτό».

 

Τέλος, ο ευπαίδευτος συνήγορος, εγείρει ότι η προσβαλλόμενη παραβιάζει την αρχή της ισότητας των φύλων καθότι οι Καθ΄ων η αίτηση είχαν πρόθεση ο επιλεχθείς να αναλάβει καθήκοντα όχι αργότερα από το πρώτο τρίμηνο του 2021, κάτι που δείχνει ότι δεν σκόπευαν να προσλάβουν την Αιτήτρια, η οποία γνώριζαν ότι ήταν έγκυος και δε θα μπορούσε, λόγω της επικείμενης τότε άδειας μητρότητας, να αναλάβει καθήκοντα εντός του εν λόγω τριμήνου.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση απορρίπτει το σύνολο των ως άνω ισχυρισμών της Αιτήτριας, εγείροντας πρώτα προδικαστική ένσταση ότι με την προσφυγή δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν υπάρχει πράξη μη διορισμού της Αιτήτριας. Με τις θέσεις των Καθ’ ων η αίτηση συμπλέει και η πλευρά του ΕΜ, υιοθετώντας την αγόρευσή των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 22.12.2021.

 

Εξέτασα με τη δέουσα προσοχή το σύνολο των εκατέρωθεν ισχυρισμών. Καταλήγω στα εξής:

 

Η προδικαστική ένσταση είναι αβάσιμη. Εξέθεσα το αιτητικό της προσφυγής ανωτέρω και δε βρίσκω να είναι εσφαλμένο. Καταρχάς δεν αναφέρεται ότι προσβάλλεται απόφαση «μη διορισμού» ούτε ασφαλώς η προσβαλλόμενη δεν είναι εκτελεστή πράξη δεδομένου ότι αποτελεί (και αυτή προσβάλλεται) απόφαση διορισμού σε θέση σε voμικό πρόσωπo δημοσίου δικαίoυ (στο Πανεπιστήμιο), προσώπου άλλου αντί της Αιτήτριας, θεραπεία που κείται εντός της δικαιοδοσίας του παρόντος.

 

Ούτε αόριστη είναι η προσφυγή εφόσον τόσο από το αιτητικό όσο και από τα γεγονότα της προκύπτει ότι προσβάλλεται η επιλογή άλλου προσώπου, του ΕΜ (βλ. ιδίως παρ. 10-13), αντί της Αιτήτριας κατά τρόπο ικανοποιητικό και αρκούντως ευκρινή. Το δε γεγονός ότι δεν αναφέρεται το ονοματεπώνυμο του ΕΜ εντός του αιτητικού, είναι εμφανώς επειδή δεν κοινοποιήθηκε αυτό στην Αιτήτρια με την επιστολή ημερ. 11.01.2021 πλην μόνον ενημερώθηκε ότι δεν επελέγην στην επίδικη θέση και ότι το Συμβούλιο «επικύρωσε το διορισμό άλλου υποψηφίου» χωρίς να προσδιορίζεται το ονοματεπώνυμο του εν λόγω υποψηφίου.

 

Προχωρώ στους λόγους ακύρωσης.

 

Βασικός ισχυρισμός της Αιτήτριας είναι ότι η προσβαλλόμενη είναι παράνομη καθότι στην απόδοση της γραπτής και προφορικής εξέτασης δεν τηρήθηκε η βαρύτητα που προβλέπει η σχετική νομοθεσία περί δημόσιας υπηρεσίας ήτοι ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 (Ν. 1/1990) και περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1998 (Ν. 6(I)/1998), ως είχαν κατά τους επίδικους χρόνους. Συγκεκριμένα τίθεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση καθόρισαν τη βαρύτητα της γραπτής εξέτασης στο 65 και της προφορικής εξέτασης στο 30, κάτι που δε συνάδει με όσα προβλέπει η πιο πάνω αναφερόμενη περί δημόσιας υπηρεσίας νομοθεσία. Η τρίτη επιφύλαξη του άρθρου 33(4) του Ν. 1/1990 προβλέπει σχετικώς:

 

«Νοείται έτι περαιτέρω ότι, στην περίπτωση που η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφασίσει τη διεξαγωγή τόσο προφορικής όσο και γραπτής εξέτασης, κατά την ίδια ημερομηνία αποφασίζει και τη βαρύτητα την οποία θα αποδώσει στην κάθε εξέταση. Η βαρύτητα που θα αποδοθεί στη γραπτή εξέταση σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του 80%».

 

Το δε άρθρο 3(1)(β) του Ν. 6(I)/1998 προβλέπει:

 

(β) Η βαρύτητα που δίδεται από τη διορίζουσα αρχή στο καθένα από τα κριτήρια, που καθορίζονται στην παράγραφο (α), αποτιμάται σε μονάδες ως ακολούθως:

 

(i) Αποτελέσματα γραπτής εξέτασης: σύνολο μονάδων, με ανώτατο όριο τις 100 μονάδες˙

 

(ii) αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, αν έχει διεξαχθεί: 0 έως 20 μονάδες˙

 

(iii) προσόντα που, με βάση τυχόν διατάξεις νόμου ή κανονισμού ή του οικείου για τη θέση σχεδίου υπηρεσίας, θεωρούνται ως πλεονέκτημα: 0 έως 5 μονάδες˙

 

(iv) άλλα ακαδημαϊκά προσόντα: 0 έως 3 μονάδες˙

 

(v) πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης: 0 έως 5 μονάδες:

 

Νοείται ότι οι μονάδες αυτές απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και το βάρος που η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου αποδίδει στο σχετικό πιστοποιητικό υπηρεσίας˙ και

 

(vi) αξιολόγηση οικείου Προϊσταμένου Τμήματος ή εξουσιοδοτημένου λειτουργού του:  0 έως 5 μονάδες, σε περίπτωση που έχει διαξαχθεί προφορική εξέταση»

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η ως άνω περί δημόσιας υπηρεσίας νομοθεσίας δεν τυγχάνει εφαρμογής βάσει των άρθρων 3 του Ν. 1/1990 και 2 του Ν. 6(Ι)/1998 αλλά για το Πανεπιστήμιο ισχύει ο περί Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμoς τoυ 2003 (Ν. 198(I)/2003) (εφεξής  ο «Νόμος ΤΕΠΑΚ») και βάσει του άρθρου 7(1)(γ)(iii) αυτού, αρμοδιότητα για τον επίδικο διορισμό έχει το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου η δε συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 28 και 38(1) του Νόμου ΤΕΠΑΚ προβλέπει ότι για διορισμούς στο Πανεπιστήμιο, ως ο επίδικος, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι κανονισμοί του Πανεπιστημίου Κύπρου. Παραπέμπει στον κανονισμό 8 των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Διοικητικό Προσωπικό) Κανονισμών του 1990 έως 2017 (εφεξής οι «Κανονισμοί ΠΚ»), ο οποίος προνοεί:

 

«8. (1) Όλες οι θέσεις Πρώτου Διορισμού και Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε τέσσερις (4) τουλάχιστον εφημερίδες του εγχώριου τύπου που ορίζονται από το Συμβούλιο.

(2) Η δημοσίευση θέσεων παρέχει πλήρη στοιχεία του σχεδίου υπηρεσίας και καθορίζει την προθεσμία υποβολής αιτήσεων. Κανένας δεν διορίζεται, εκτός αν κληθεί σε προσωπική συνέντευξη.

(3) Για την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού ή πρώτου διορισμού και προαγωγής το Συμβούλιο δύναται να διορίσει Συμβουλευτική Επιτροπή αποτελούμενη από τρία τουλάχιστον μέλη του Διοικητικού Προσωπικού που είναι κατά μία τουλάχιστον βαθμίδα ιεραρχικά ανώτερα από τη θέση που θα πληρωθεί.

(4) Το Συμβούλιο ή η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφασίζει κατά πόσο οι υποψήφιοι θα υποβληθούν σε προφορικές ή γραπτές εξετάσεις ή και στις δύο, τηρουμένων των διατάξεων του οικείου σχεδίου υπηρεσίας. Οι υποψήφιοι μιας θέσης μπορούν να υποβληθούν σε κοινή γραπτή εξέταση με υποψήφιους άλλων θέσεων.

(5) Το Συμβούλιο ή η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορεί να αναθέσει σε υπηρεσία ή σε τμήμα του Πανεπιστημίου ή σε πρόσωπα εκτός Πανεπιστημίου να ετοιμάσουν τα θέματα και να βαθμολογήσουν τα κείμενα της γραπτής εξέτασης.

(6) Κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων το Συμβούλιο ή η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορεί να υποβοηθείται από άτομα με ειδικές γνώσεις. Τα άτομα αυτά συμμετέχουν μόνο με συμβουλευτική ιδιότητα.

(7) Η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει και υποβάλλει στο Συμβούλιο αιτιολογημένη έκθεση και προκαταρκτικό κατάλογο που περιέχει με αλφαβητική σειρά τα ονόματά τους, κατά την κρίση της, καταλληλότερων υποψηφίων. Αν το Συμβούλιο δεν καθορίσει τον αριθμό των υποψηφίων που πρέπει να υποβληθεί ενώπιον του, η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει προκαταρκτικό κατάλογο στον οποίο περιλαμβάνονται μέχρι τέσσερα άτομα για κάθε θέση. Η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο νοουμένου ότι υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι.

(8) Το Συμβούλιο δύναται να καλέσει σε προφορική εξέταση και υποψηφίους που δεν περιλαμβάνονται στον προκαταρκτικό κατάλογο. Το Συμβούλιο δύναται να προβεί σε διορισμό με βάση τον προκαταρκτικό κατάλογο, χωρίς να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που περιλαμβάνονται σε αυτόν.

(9) Το Συμβούλιο μπορεί να επιλέξει και να διορίσει υποψηφίους και σε περίπτωση που θέση δεν είναι κενή την ημέρα που λαμβάνεται η απόφαση. Μία θέση μπορεί να πληρωθεί σε οποιοδήποτε χρόνο μέσα στη χρονική περίοδο των έξι μηνών πριν κενωθεί. Η ισχύς της απόφασης αρχίζει την ημέρα κατά την οποία η θέση κενώνεται.

(10) Νέα θέση μπορεί να πληρωθεί, πριν αρχίσει το νέο οικονομικό έτος, νοουμένου ότι έχει ήδη εγκριθεί από τη Βουλή. Η ισχύς του διορισμού αρχίζει μετά την έναρξη του νέου οικονομικού έτους.

(11) Το Συμβούλιο μπορεί να μην επιλέξει κανένα από τους υποψηφίους, αν κατά την αιτιολογημένη κρίση του κανένας από αυτούς δεν είναι κατάλληλος για διορισμό».

 

Θέτει στις υποβολές της η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, ότι η θέση της κλίμακας είναι Α14 ως εκ τούτου εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να εφαρμοστεί ο Ν. 6(Ι)/1998, το άρθρο 2 του οποίου περιορίζει την εφαρμογή του σε θέσεις χαμηλότερης κλίμακας.

 

Εξέτασα τα επιχειρήματα και θεωρώ ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, οι θέσεις της Αιτήτριας ευσταθούν. Εξηγώ:

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση παραθέτει ορθά την όλη νομοθεσία που διέπει τους διορισμούς στο Πανεπιστήμιο. Πράγματι, διέπονται από τον Νόμο ΤΕΠΑΚ ως εκάστοτε τροποποιείται και ο οποίος προβλέπει (άρθρα 28 και 38) ότι ζητήματα προσωπικού και διορισμών διέπονται από κανονισμούς, και μέχρι την έκδοση τέτοιων, «εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών οι συναφείς διατάξεις του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου και οι δυνάμει τούτου εκδοθέντες Κανονισμοί» [βλ. Νόμο ΤΕΠΑΚ, επιφύλαξη άρθρου 38(1) κάτωθεν του (κ)].

 

Στην παρούσα όμως περίπτωση, ως ορθά θέτει η πλευρά της Αιτήτριας, οι ίδιοι οι Καθ’ ων η αιτηση περιέλαβαν στο επίδικο Σχέδιο Υπηρεσίας την εξής διατύπωση στη σημείωση αρ. 10 (έμφαση του Δικαστηρίου):

 

«10.    Για την πλήρωση της θέσης θα διεξαχθούν προφορικές ή/και γραπτές εξετάσεις κατά αναλογία των νόμων που εφαρμόζονται στη Δημόσια Υπηρεσία».

 

Το Σχέδιο Υπηρεσίας είναι το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει την επίδικη θέση (σχ. η πρόσφατη Ε.Δ.Δ 80/2020 Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 15.09.2025) και, στη βάση της αρχής της νομιμότητας, δεσμεύει τόσο τους διοικούμενους όσο και τη Διοίκηση. Σχετική η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην  Υπόθεση Αρ. 1247/2016 Κέκκου κ.α. ν. Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 07.08.2020 η οποία επικυρώθηκε με την ΕΔΔ Αρ. 148/2020 Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ν. Κέκκου κ.α ημερ. 19.10.2021. Δε βλέπω άλλη λογική ερμηνεία της πιο πάνω πρότασης εκτός από το ότι, ανεξάρτητα ότι διέπονται από ειδική νομοθεσία, οι Καθ’ ων η αίτηση προδεσμεύτηκαν να εφαρμόσουν και τη σχετική νομοθεσία που διέπει τη δημόσια υπηρεσία για το ειδικό ζήτημα της διεξαγωγής των προφορικών και γραπτών εξετάσεων και δη εκεί όπου η ειδική τους νομοθεσία σιωπά. Πρέπει να την εφαρμόσουν τηρουμένων των αναλογιών και σε συμφωνία με την νομοθεσία που τους διέπει, στην οποία αναφέρθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ΄ ων η αίτηση.

 

Ειδικά λοιπόν ως προς το ζήτημα της βαρύτητας προφορικής και γραπτής εξέτασης, που περιορίζεται το εδώ επίδικο, η νομοθεσία αυτή (Νόμος ΤΕΠΑΚ και Κανονισμοί ΠΚ) σιωπούν, συνεπώς, υπό τα δεδομένα της παρούσας και της ρητής πρόνοιας του Σχεδίου Υπηρεσίας, εσφαλμένα, θεωρώ, δεν εφαρμόστηκε η οικεία περί δημόσιας υπηρεσίας νομοθεσία, η οποία ρητώς και επιτακτικώς προβλέπει συγκεκριμένη βαρύτητα για τις προφορικές και γραπτές εξετάσεις. Ακόμα και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι, και στην ίδια τη δημόσια υπηρεσία, ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1998 (Ν. 6(I)/1998) περιορίζεται σε θέσεις χαμηλότερων κλιμάκων, σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτό ισχύει και για τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο (Ν. 1/1990), το άρθρο 33 του οποίου δεν περιορίζεται σε θέσεις υπό συγκεκριμένες κλίμακες. Και τάσσει όπως η βαρύτητα που θα αποδοθεί στη γραπτή εξέταση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του 80%.

 

Ως εκ τούτου θεωρώ ότι οι επί του προκείμενου ισχυρισμοί της Αιτήτριας είναι βάσιμοι. Δεδομένης της ρητής διατύπωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, οι Καθ΄ ων η αίτηση όφειλαν τόσο στη βάση της αρχής της νομιμότητας εκ της ανωτέρω προδέσμευσής τους όσο και ως χρηστή και καλόπιστη διοίκηση να είχαν εφαρμόσει τη βαρύτητα κατά τα προβλεπόμενα και κατ’ αναλογία στην οικεία περί δημόσιας υπηρεσίας νομοθεσία και όχι να καθορίσουν και υπολογίσουν την βαρύτητα της γραπτής εξέτασης στο 65 και της προφορικής εξέτασης στο 30, ως έπραξαν.

 

Ανεξάρτητα της επιτυχίας του πρώτου λόγου ακύρωσης, προχωρώ και στους υπόλοιπους.

 

Θέτει η Αιτήτρια ότι η προσβαλλόμενη είναι αναιτιολόγητη, πεπλανημένη και προϊόν ανεπαρκούς έρευνας στο ζήτημα του απαιτούμενο προσόντος:

 

«Δεκαετής διοικητική πείρα σε συναφή ειδίκευση, μετά την απόκτηση του πρώτου Πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών, με τουλάχιστον δύο χρόνια πείρα σε εποπτικά καθήκοντα που να συμπεριλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, έλεγχο εργασιών και διαχείριση προσωπικού. Απαιτείται βεβαίωση για τα πιο πάνω».

 

Λέγει ότι από την προσβαλλόμενη και τον όλο φάκελο δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό πόθεν προκύπτει η πλήρωση του ως άνω προσόντος αναφορικά με το ΕΜ. Η πλευρά των Καθ΄ων η αίτηση παραπέμπει σε βεβαιώσεις που προσκόμισε το ΕΜ από προηγούμενους εργοδότες του υποβάλλοντας ότι το εν λόγω προσόν πληρούται.

 

Και επί του προκείμενου θεωρώ έχει δίκαιο η Αιτήτρια.

 

Πράγματι στον διοικητικό φάκελο περιλαμβάνονται συγκεκριμένες βεβαιώσεις εργοδότησης τόσο του ΕΜ όσο και της Αιτήτριας. Το Σχέδιο Υπηρεσίας προέβλεπε ως απαιτούμενο προσόν την ως άνω αναφερόμενη «δεκαετή διοικητική πείρα…με τουλάχιστον δύο χρόνια πείρα σε εποπτικά καθήκοντα..», ενώ παράλληλα προέβλεπε ως πλεονεκτήματα, τα οποία βαθμολογούνταν επιπροσθέτως:

 

«2.      Πρόσθετη πείρα τουλάχιστον τριών ετών, πέραν των πιο πάνω απαιτούμενων προσόντων, σε διευθυντική θέση σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.

3.        Πρόσθετη πείρα τουλάχιστον δύο ετών, πέραν των απαιτούμενων προσόντων και του πλεονεκτήματος δύο (2) πιο πάνω, σε ανώτερη θέση, σε Ίδρυμα Ανώτατης Εκπαίδευσης.

Σημείωση: τα έτη που αναφέρονται στα σημεία δύο (2) και τρία (3) των πλεονεκτημάτων δε μετρούν συσσωρευτικά αλλά ανεξάρτητα και δεν μπορεί το ένα να επικαλύπτει το άλλο

 

Στην τελική κατάταξη των υποψηφίων-Πίνακας 1, η οποία επισυνάφθηκε ως Παράρτημα 3.2 στη αποφασιστική συνεδρία ημερ.17.12.2020 των Καθ’ ων η αίτηση, αφενός προφανώς κρίθηκε ότι το ΕΜ πληρούσε το απαιτούμενο προσόν της «δεκαετούς διοικητικής πείρας …με τουλάχιστον δύο χρόνια πείρα σε εποπτικά καθήκοντα..» και περαιτέρω φαίνεται ότι το ΕΜ έλαβε 4 από τους 5 βαθμούς για πλεονεκτήματα. Η αιτήτρια εμφανίζεται να έλαβε 2 από τους 5 βαθμούς για πλεονεκτήματα.

 

Ουδέν αναφέρεται εντός του διοικητικού φακέλου, πως ακριβώς οι Καθ΄ων η αίτηση προσμέτρησαν την πείρα του ΕΜ δεδομένου ότι είχε μεν υποβάλλει διάφορες βεβαιώσεις όμως δεν καταγράφεται ποια ή ποιες βεβαιώσεις προσμέτρησαν προς πλήρωση του απαιτούμενου προσόντος ούτε ποια ή ποιες προσμέτρησαν προς πίστωση των πλεονεκτημάτων. Το μόνο έγγραφο που κάνει αναφορά στην πείρα, είναι το συνημμένο στη συνεδρία της ΣΕΑΕ ημερ. 08.12.2020 όπου όμως η πείρα ΕΜ παρουσιάζεται σωρευτικά χωρίς να διευκρινίζεται ποια εργασιακή εμπειρία προσμετρά για το απαιτούμενο προσόν και ποια για τα πλεονεκτήματα της πρόσθετης πείρας των σημείων 2 και 3.  Η μόνη αναφορά είναι η λέξη «Ναι», ότι δηλαδή διαθέτει την πρόσθετη πείρα και των δύο σημείων 2 και 3 των πλεονεκτημάτων και, περαιτέρω, εικάζεται (καθότι περί τούτου δεν αναφέρεται καν η λέξη «Ναι») ότι πιστώνεται στο ΕΜ ότι διαθέτει και το απαιτούμενο προσόν «δεκαετούς διοικητικής πείρας …με τουλάχιστον δύο χρόνια πείρα σε εποπτικά καθήκοντα..».

 

Σημειώνω δε ότι αυτό δεν προκύπτει ούτε από τις προηγούμενες αποφάσεις της ΣΕΑΕ εφόσον και στη συνεδρία της ημερ. 09.03.2020, κατόπιν δηλαδή της λήψης των βεβαιώσεων της «δεκαετούς διοικητικής πείρας..» από τους υποψηφίους, που είχε ζητήσει η ΣΕΑΕ, το Παράρτημα ΙΙ καταγράφει μόνον ότι οι υποψήφιοι πληρούν το απαιτούμενο προσόν χωρίς όμως να διευκρινίζεται ποια ή ποιες από τις βεβαιώσεις εμπειρίας προσμέτρησε/αν προς πίστη του.  

 

Συνεπώς και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Κατά τα λοιπά, θα απορρίψω τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης. Ως προς την αιτιολόγηση της προφορικής εξέτασης και τον ισχυρισμό ότι η υποκειμενική κρίση των Καθ’ ων η αίτηση συγκρούεται με την απόδοση της Αιτήτριας στις αντικειμενικές γραπτές εξετάσεις είναι σαφές ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή μια τέτοια αναλογία. Η όποια επιτυχία στη γραπτή εξέταση δεν προοιωνίζει την απόδοση ενός υποψηφίου στην προφορική εξέταση (σχετική και η απόφαση του παρόντος στην Πρ. Αρ. 1869/2019 Κ.Π. κ.α ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 31.10.2024) ούτε εν πάση περιπτώσει και στο μέτρο που το παρόν δύναται να το πράξει [σχ. Ελισσαίου Παντζαρή Μαρίλια ν. Ευανθίας Παντελή και Άλλης (2016) 3 ΑΑΔ 478], διαπιστώνεται ότι οι ερωτήσεις να είναι εκτός των προβλεπομένων στο σχέδιο υπηρεσίας πόσο μάλλον σε βαθμό που να έχριζαν παρέμβασης του Δικαστηρίου.

 

Ούτε μπορεί να γίνεται λόγος για οποιαδήποτε μεροληψία λόγω της επιστολής του ΕΜ ημερ. 20.02.2020 προς απάντηση στην επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 18.02.2020 (με την οποία είχαν ζητηθεί βεβαιώσεις πείρας), όπου το ΕΜ ανέφερε: «Παραμένω στη διάθεσή σας για συνάντηση ώστε να σχηματίσετε τη δική σας άποψη για αυτό». Στην εν λόγω επιστολή, το ΕΜ απάντησε στις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, καταγράφοντας και επισυνάπτοντας ποια αποδεικτικά θεωρεί ότι προσμετρούν υπέρ έκαστης κατά σειρά απαίτησης του σχεδίου.

 

Η εν λόγω αναφερόμενη απάντηση «Παραμένω στη διάθεσή σας για συνάντηση ώστε να σχηματίσετε τη δική σας άποψη για αυτό», αφορούσε την απαίτηση του σχεδίου για «Ακεραιότητα χαρακτήρα, ικανότητα αποτελεσματικής συνεργασίας και επικοινωνίας», απαίτηση που προφανώς το ΕΜ θεώρησε ότι μπορεί να διαπιστωθεί εκ του σύνεγγυς, χωρίς να φαίνεται ότι υπάρχει οποιαδήποτε σχέση με τον παραλήπτη της επιστολής του, στην οποία παραδεκτά άλλωστε δεν έλαβε καν απάντηση εκτός φυσικά από την πολύ μεταγενέστερη κλήση τόσο του ΕΜ όσο και των λοιπών υποψηφίων περιλαμβανομένης της αιτήτριας στην προφορική εξέταση. Άρα και ο εν λόγω ισχυρισμός είναι αβάσιμος.

 

Αβάσιμη είναι και η θέση ότι η προσβαλλόμενη παραβιάζει την αρχή της ισότητας των φύλων καθότι οι Καθ΄ων η αίτηση είχαν πρόθεση ο επιλεχθείς να αναλάβει καθήκοντα όχι αργότερα από το πρώτο τρίμηνο του 2021, κάτι που, κατ’ ισχυρισμό, δείχνει ότι δεν σκόπευαν να προσλάβουν την Αιτήτρια, η οποία γνώριζαν ότι ήταν έγκυος και δε θα μπορούσε λόγω της επικείμενης τότε άδειας μητρότητας, να αναλάβει καθήκοντα εντός του εν λόγω τριμήνου. Καταρχάς από πουθενά δεν προκύπτει ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση γνώριζαν περί της εγκυμοσύνης της Αιτήτριας (ούτε κάτι τέτοιο μπορεί να υποτεθεί ή πιθανολογηθεί απλά λόγω πχ της προηγούμενης προφορικής της εξέτασης). Σε κάθε περίπτωση τέτοιοι ισχυρισμοί περί ανισότητας πρέπει να αποδεικνύονται με σαφή στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου που εν προκειμένω ελλείπουν.

 

Τέλος, ως προς τον λόγο ακύρωσης, ότι η προσβαλλόμενη είναι αναιτιολόγητη και πεπλανημένη λόγω πλημμελούς έρευνας καθότι παραγνωρίστηκε η έκδηλη υπεροχή της Αιτήτριας έναντι του ΕΜ, θεωρώ ότι η προβληματική έρευνα και αιτιολογία είναι δεδομένη ως προς τα σημεία όμως που ανέφερα ήδη και χρήζουν επανεξέτασης εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση. Θα απορρίψω λοιπόν τον λόγο ακύρωσης, καθότι η έννοια της έκδηλης υπεροχής δεν υπεισέρχεται καν στην εικόνα στα πλαίσια της παρούσας εφόσον κατά τη νομολογία (σχ. μεταξύ άλλων Α.Ε. 168/2010 Ροζάννα Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας ημερ. 10.09.2015) η έκδηλη υπεροχή στηρίζεται και προϋποθέτει νομιμότητα στην παραγωγή της ίδιας της πράξης, που εδώ δεν είναι η περίπτωση λόγω ακριβώς των σφαλμάτων που εντοπίστηκαν πιο πάνω. Σχετική επί του θέματος είναι και η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στις Συν. Εφ. Αρ, 16/2023 κ.α Μαρία Κυράτζη κ.α v. Ευτύχιου Χατζηχριστοδούλου ημερ. 03.07.2024, με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (Φ. Κωμοδρόμος, ΔΔΔ ως ήταν τότε) στην Πρ. Αρ. 1479/2019 Ευτύχιου Χατζηχριστοδούλου v. Δημοκρατίας ημερ. 20.12.2022 και η ανάλυση σε αμφότερες.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα 2.000 ευρώ πλέον Φ.Π.Α υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο