Α. Θ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Υπόθεση αρ. 398/2020, 18/9/2025
print
Τίτλος:
Α. Θ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Υπόθεση αρ. 398/2020, 18/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 398/2020)

 

                           18 Σεπτεμβρίου 2025

                                 [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                           Α. Θ.

 

                                                                                                        Αιτητής,

                                             και

 

                       ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

 

Καθ’ ων η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Σ. Σάββα, για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε,  δικηγόροι για τον αιτητή.

Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής συνιστά η νομιμότητα της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή για καταβολή σύνταξης χηρείας, η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 4.3.2020.

 

Ως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής υπέβαλε στις 3.9.2013 αίτηση για παροχή σύνταξης χηρείας λόγω θανάτου της συζύγου του, η οποία απεβίωσε στις 15.6.2013. Κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του αιτητή ίσχυαν οι περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμοι του 2010 (Ν.59(I)/2010). Το σχετικό άρθρο 41 του Νόμου διαλάμβανε τα ακόλουθα: 

 

«41.-(1)  Χήρα, η οποία κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου της συζούσε με αυτόν ή συντηρούνταν από τον αποβιώσαντα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, δικαιούται σύνταξη χηρείας , εάν – 

(α) στην περίπτωσή της ικανοποιούνται οι σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και ο σύζυγός της δεν είχε συµπληρώσει τη συντάξιµη ηλικία,

ή

(β) ο σύζυγός της είχε συµπληρώσει τη συντάξιµη ηλικία και ήταν δικαιούχος σύνταξης γήρατος ή θα δικαιούταν σύνταξη γήρατος, εάν είχε υποβάλει τη σχετική αίτηση

 

(2)  Χήρος, ο οποίος, κατά το χρόνο του θανάτου της συζύγου του, ήταν μόνιμα ανίκανος για αυτοσυντήρηση και συντηρούνταν από την αποβιώσασα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, δικαιούται σύνταξη χηρείας, εάν –

 (α) στην περίπτωσή του ικανοποιούνται οι σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και η σύζυγός του δεν είχε συµπληρώσει τη συντάξιµη ηλικία,

ή

(β) η σύζυγός του είχε συµπληρώσει τη συντάξιµη ηλικία και ήταν δικαιούχος σύνταξης γήρατος ή θα δικαιούταν σύνταξη γήρατος, εάν είχε υποβάλει τη σχετική αίτηση.»

 

Η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων αφού επί τη βάσει των ενώπιον τους στοιχείων κρίθηκε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 41(2) του  Νόμου, ως αυτό ισχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο αρχικός Νόμος»), καθότι κατά το χρόνο θανάτου της συζύγου του, ο αιτητής δεν ήταν μόνιμα ανίκανος για εργασία και ούτε συντηρείτο αποκλειστικά από την αποβιώσασα σύζυγο του.

 

Για την πιο πάνω κατάληξη ο αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 11.9.2013.

 

Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης ο αιτητής καταχώρησε την Προσφυγή αρ. 426/14. Ωστόσο και ενώ εκκρεμούσε η πιο πάνω δικαστική διαδικασία, οι καθ΄ων η αίτηση προέβησαν σε ανάκληση της απορριπτικής τους απόφαση. Αιτία τούτου αποτέλεσαν οι σχετικές γνωματεύσεις της Νομικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 18.2.2015 και 5.6.2015, σύμφωνα με τις οποίες δεν μπορούσε να υποστηριχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου η νομιμότητα της υπό αναφορά απόφασης λόγω της αντισυνταγματικότητας του  εδαφίου 2 του άρθρου 41 του Νόμου επί της οποίας αυτή στηρίχθηκε.

 

Ο αιτητής ενημερώθηκε για την απόφαση ανάκλησης με επιστολή των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 5.6.2015.

 

Ακολούθως στις 5.8.2019 τέθηκε σε ισχύ ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2019 Ν. 126(1)/2019, δια του οποίου το άρθρο 41 τροποποιήθηκε με την αντικατάσταση του εδαφίου (1) αυτού µε το ακόλουθο νέο εδάφιο:

 

«41.-(1) Χήρα, η οποία κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου της και/ή χήρος, ο οποίος κατά το χρόνο του θανάτου της συζύγου του συζούσε με αυτόν ή αυτήν ή συντηρείτο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από αυτόν/αυτήν, νοουμένου ότι ο/η σύζυγος απεβίωσε κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2018, δικαιούται σύνταξη χηρείας, εάν-

(i) Ικανοποιούνται οι σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και ο/η σύζυγος δεν είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία, ή

(ii) ο/η σύζυγός είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία και ήταν δικαιούχος σε θεσμοθετημένη σύνταξη  ή θα είχε δικαίωμα σε θεσμοθετημένη σύνταξη, εάν είχε υποβάλει τη σχετική αίτηση.».

 

Τελικώς ο αιτητής ενημερώθηκε για την εκ νέου απόρριψη της εν λόγω αίτησης του με επιστολή της Αν. Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 4.3.2020, το περιεχόμενο της οποίας κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί αυτούσιο:

 

«2. Στις 5.8.2019 τέθηκε σε ισχύ ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος του 2019, Ν. 126(Ι)/2019, με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 41. Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις ο  χήρος του οποίου η σύζυγος απεβίωσε κατά ή μετά την 1.1.2018 δικαιούται σύνταξη χηρείας  εφόσον συζούσε με αυτήν κατά το χρόνο του θανάτου της ή, εάν δε συζούσαν, τον συντηρούσε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο. Στην περίπτωσή σας, η σύζυγός σας απεβίωσε πολύ πριν από την 1.1.2018 οπότε η αναδρομικότητα που προβλέπεται στον ισχύοντα τροποποιητικό νόμο δεν μπορεί να εφαρμοστεί.

 

3. Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 9 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, εφόσον έχει παρέλθει ο εύλογος χρόνος από την ημερομηνία υποβολής της αίτησής σας, το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης βασίστηκε στο άρθρο 41 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου όπως αυτό ίσχυε πριν από την πρόσφατη τροποποίηση και το οποίο απαιτούσε όπως ο χήρος δικαιούταν σύνταξη χηρείας εάν κατά το χρόνο του θανάτου της συζύγου του ήταν μόνιμα ανίκανος για αυτοσυντήρηση και συντηρούνταν αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από εκείνην.

 

4. Λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι κατά το χρόνο του θανάτου της συζύγου σας δεν ήσασταν μόνιμα ανίκανος για αυτοσυντήρηση και δεν σας συντηρούσε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο εκείνη, λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι το αίτημα σας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.».

 

 Η νομιμότητα της απορριπτικής αυτής απόφασης αποτελεί και  το αντικείμενο της παρούσας Προσφυγής. 

 

Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης προβάλλεται ως πρώτο εγειρόμενο ζήτημα από την πλευρά του αιτητή η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 41(2) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, βάσει του οποίου και ως αυτό είχε ίσχυε κατά το 2013, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα ισχυρίζεται ο αιτητής ότι η αίτηση του εξετάστηκε και απορρίφθηκε επί τη βάσει των τότε ισχύουσων προνοιών του άρθρου 41(2) του Νόμου, το οποίο παραβιάζει το άρθρο 28 του Συντάγματος αφού εισάγει κατά αδικαιολόγητο τρόπο διάκριση στη βάση φύλου διαλαμβάνοντας διαφορετικά κριτήρια για τους χήρους ήτοι τη μόνιμη ανικανότητα για αυτοσυντήρηση,  από αυτά που περιλαμβάνει το άρθρο 41(1) του Νόμου για παροχή σύνταξη χηρείας στις χήρες γυναίκες. Μάλιστα, συνεχίζει ο αιτητής, το εν λόγω άρθρο κρίθηκε ήδη ως αντισυνταγματικό από το Διοικητικό  Δικαστήριο στην υπόθεση Χατζηκυπρή και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 622/17, ημερομηνίας 10/7/20) η οποία δεν εφεσιβλήθηκε, κάτι, που ως διατείνεται, υποστήριξε και η ίδια η Νομική Υπηρεσία δια μέσω των γνωματεύσεων της, πριν την έκδοση της δικαστικής απόφασης. Άλλωστε δια τούτο δε, υποβάλλει ο αιτητής, επήλθε και η τροποποίηση του άρθρου 41 με το Ν. 126(Ι)/19, όπου και στην ίδια την αιτιολογική έκθεση του Νόμου καταγράφεται ότι σκοπός της εν λόγω τροποποίησης είναι η επί ίσοις όροις παροχή σύνταξη χηρείας σε άντρες και γυναίκες, ώστε να διορθωθεί μια αντισυνταγματική διάταξη του Νόμου. Πρόσθετα και κατά διαζευκτικό τρόπο προβάλλεται ότι ακόμα και αν ήθελε κριθεί ότι η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε δυνάμει των προνοιών του άρθρου 41, ως αυτό τροποποιήθηκε με το Ν. 126(I)/19 και πάλι οι εν λόγω πρόνοιες είναι αντισυνταγματικές κατά παράβαση των άρθρων 23 και 28 του Συντάγματος. Περαιτέρω ισχυρίζεται η πλευρά του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης, μη δέουσας έρευνας και ελλιπούς αιτιολογίας καθώς και ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του αιτητή.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, απορρίπτοντας όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, δεόντως αιτιολογημένη καθώς και ότι λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και χωρίς να εμφιλοχωρήσει ουδεμία πλάνη.

 

Έχω εξετάσει το όλο ζήτημα. Καταρχάς οφείλει να υπομνησθεί ότι παρά το γεγονός ότι η αρχική απορριπτική απόφαση επί της αίτησης του αιτητή  ανακλήθηκε επειδή σύμφωνα με τις ληφθείσες γνωματεύσεις της Νομικής Υπηρεσίας (ερυθρά 31-30 του Τεκμηρίου 1)  το άρθρο 41 (2) του Νόμου στο οποίο στηρίχθηκε η απόρριψη της αίτησης ήταν αντισυνταγματικό, δεν χωρεί αμφιβολία, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε επί της ίδιας ακριβώς νομοθετικής διάταξης ήτοι στη βάση του άρθρου 41(2) ως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το Νόμο 126(Ι)/2019. Τούτο άλλωστε καταγράφεται ρητώς και στη σχετική επιστολή ημερομηνίας 4.3.2020 που κοινοποιήθηκε στον αιτητή.

 

 

Η  εν λόγω νομοθετική διάταξη, η οποία, ως τέθηκε ανωτέρω, προνοούσε ότι  χήρος δικαιούτο σύνταξης εάν[1]  κατά τον χρόνο θανάτου της συζύγου του ήταν μόνιμα ανίκανος για αυτοσυντήρηση και συντηρούνταν αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από εκείνη και η οποία ως επισημάνθηκε αντικαταστάθηκε με το νέο άρθρο 41(1) του Ν.126(Ι)/2019, κρίνω ότι παραβιάζει το άρθρο 28 του Συντάγματος διότι εισάγει άμεση διάκριση στη βάση φύλου. Τούτο δε αφού για τη χορήγηση σύνταξης χήρου τίθεντο διαφορετικές προϋποθέσεις από αυτές που προνοούνταν για τη παροχή σύνταξη χηρείας στις γυναίκες συζύγους αποθανόντων, ως αυτές διαλαμβάνονταν στο άρθρο 41(1) του αρχικού Νόμου.

 

Η εν λόγω νομοθετική διάταξη ήτοι το άρθρου 41(2) του Νόμου, ως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίηση της, αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης σε σωρεία αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου, όπου κρίθηκε ως αντιβαίνουσα στην αρχή της ισότητας και κηρύχθε ως αντισυνταγματική.  Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Χατζηκυπρή ν Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 622/2017, ημερομ. 10.07.2020 (Μιχαήλ, ΔΔΔ), τα αποφασισθέντα της οποίας υιοθετήθηκαν στη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ.299/2016, ημερ. 10.12.20 (Ζερβού, ΔΔΔ) καθώς και στις μεταγενέστερες υποθέσεις Ν.Π. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ.287/2020 ημερ. 6.2.23 (Κωμοδρόμος, ΔΔΔ, ως ήταν τότε) και Δ.Ζ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 370/2020, ημερ. 12.7.24 (Καμένος Δ.Δ.Δ) και τα οποία με βρίσκουν σύμφωνη και τα υιοθετώ:

 

«Από τα αναφερόμενα στην Καλακουτής αντιλαμβάνομαι ότι η Dias ερμηνεύεται και εφαρμόζεται όπου η υπό κρίση νομοθεσία σιωπά σε ένα συγκεκριμένο θέμα δηλαδή, δεν περιλαμβάνει καμία απολύτως διάταξη. Η λογική, βέβαια, πίσω από την αρχή αυτή είναι ότι εφόσον το Δικαστήριο δεν νομοθετεί τυχόν κατάληξή του επί νομοθετήματος ότι θα έπρεπε να περιλαμβάνει και πρόνοιες που δεν περιλαμβάνει, δεν δίδει κάποια θεραπεία στον αιτητή αφού δεν υφίσταται νομοθετική διάταξη επί της οποίας να λάβει αποτελεσματική θεραπεία.

 

Πρόσθετα, εδράζεται και πηγάζει από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών σύμφωνα με την οποία η δικαστική εξουσία ασκεί έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων παραμένοντας αυστηρά εντός των ορίων της δικαιοδοτικής της αρμοδιότητας. Αποτελεί, δηλαδή, το όριο άσκησης τέτοιου ελέγχου[..].

 

Από την άλλη όταν περιλαμβάνεται διάταξη - όπως προκύπτει από το σκεπτικό στη Νικολαΐδου - το Δικαστήριο δεν εμποδίζεται να προχωρήσει σε έλεγχο αντισυνταγματικότητας και δεν εκλαμβάνεται αυτό ως «περιορισμός» ή «ανάπλαση» της νομοθεσίας νοουμένου πάντοτε ότι αφορά άμεσα το επίδικο ζήτημα ως έχει ανωτέρω εξηγηθεί.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση δεν προκύπτει ανυπαρξία νομοθετικής πρόνοιας. Αντιθέτως, υφίσταται πρόνοια και είναι το άρθρο 41 του Νόμου που προνοεί πότε χήρα ή χήρος δικαιούνται σε σύνταξη χηρείας. Πρόσθετα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συνταγματικότητα ή μη της διαφορετικής μεταχείρισης στον Νόμο σε σχέση με άντρες και γυναίκες χήρους, συναρτάται άμεσα με το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Τα διαφορετικά κριτήρια, λοιπόν, που περιλαμβάνει το άρθρο 41 του Νόμου για παροχή σύνταξης χηρείας σε γυναίκες και σε άντρες δεν φαίνεται να στηρίζονται ή να προκύπτουν από πουθενά αλλού παρά στη βάση φύλου του αιτητή. Η διάκριση αυτή δεν αφήνει αμφιβολία ότι αποτελεί παραβίαση της αρχής της ισότητας ως κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος και συνιστά ένα από τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

 

Ως εξηγήθηκε στη Νικολαΐδου:

«Η ισότητα, όπως κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, νοηματοδοτείται από την Αριστοτελική έννοια της ισότητας, που έχει ως γνώμονα την ουσιαστική ομοιογένεια ή ανομοιογένεια ατόμων ή πραγμάτων. Αποκλείεται η διάκριση μεταξύ ομοιογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δωκάου και η εξομοίωση των ανομοιογενών ή ετερογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου - (βλ., μεταξύ άλλων Republic (Ministry of Finance) v. Nishan Arakian and Others (1972) 3 C.LR. 29 4. Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 CLR. 928, 940, 941. Χριστοδουλίδης και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3780, Σεργίδης ν, Δημοκρατίας(1991) 1 Α.Α.Δ. 119,129-133, ΡΙΚ ν. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 Α.ΑΔ 159,192-193, Πρ. Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 611, Kanika Hotels Ltd. και άλλοι ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (1997) 3 Α.Α.Δ. 15).

 

Δε χωρεί, για τους σκοπούς της ισότητας, αριθμητική ισοπέδωση. Η ομοιογένεια ή η ανομοιογένεια, ανάλογα με την περίπτωση, πρέπει να είναι ουσιαστική, ώστε να δικαιολογείται η όμοια μεταχείριση ή η διάκριση μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου.»

 

Ενδεχομένως διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες που ίσχυαν παλαιότερα στις οποίες οι εργαζόμενες γυναίκες ήταν λιγότερες από τους άντρες να είχαν οδηγήσει τον νομοθέτη στον καθορισμό διαφορετικών κριτηρίων. Η αλλαγή στις κοινωνικές συνθήκες οδήγησε (ορθά) τον νομοθέτη το 2019 σε τροποποίηση του Νόμου και εφαρμογή καθολικών κριτηρίων. Αυτά αναφέρονται παρενθετικά εφόσον η φιλοσοφία και πρόθεση του νομοθέτη δεν αφορούν το Δικαστήριο όταν ασκεί έλεγχο αντισυνταγματικότητας.

 

Στη βάση των πιο πάνω, καταλήγω ότι το άρθρο 41(2) πλήττει την αρχή της ισότητας εφαρμόζοντας διαφορετικά κριτήρια από ότι το άρθρο 41(1) εισάγοντας κατά τον τρόπο αυτό διάκριση στη βάση φύλου και αποκηρύσσεται ως αντισυνταγματικό.»

 

Ενόψει της κατάληξης ότι το άρθρο 41(2) του αρχικού Νόμου κρίνεται, ως παραβιάζων το Άρθρο 28 του Συντάγματος και την αρχή της ισότητας, αντισυνταγματικό, η προσβαλλόμενη απόφαση η οποία στηρίχθηκε στην εν λόγω νομοθετική διάταξη θα πρέπει να ακυρωθεί.

 

Κατά συνέπεια, η Προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα €1800, πλέον Φ.Π.Α, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

 

         Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 



[1] (και υπό την πλήρωση έτερων προϋποθέσεων ως αυτές απαριθμούνταν στην ίδια τη διάταξη) 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο