Χ. Τ. ν. Κυπριακή Δημοκρατίας μέσω Γενικού Λογιστή κ.α., Υπόθεση Αρ. 515/2025, 25/9/2025
print
Τίτλος:
Χ. Τ. ν. Κυπριακή Δημοκρατίας μέσω Γενικού Λογιστή κ.α., Υπόθεση Αρ. 515/2025, 25/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                                      Υπόθεση Αρ. 515/2025

 

                                                  25 Σεπτεμβρίου, 2025

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Χ. Τ.

                                                                                                              Αιτήτρια,

                             και

 

Κυπριακή Δημοκρατίας μέσω

1. Γενικού Λογιστή και 2. Προϊσταμένου Διοίκησης Προεδρίας

Καθ' ων η Αίτηση

 

Ν. Παρτασίδου (κα) για Ν. ΡΟΛΟΓΗ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για την Αιτήτρια.

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για τους Καθ' ων η Αίτηση.

  ___________________

 

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 23.5.2025

 

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση δια της οποίας αποφάσισαν τη μη καταβολή και/ή συνολική αποκοπή της μισθοδοσίας της αιτήτριας για τους μήνες Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος και Απρίλιος 2025 και ακολούθως, όπως και της απόφασης ημερομηνίας 5 Μαρτίου 2025 με την οποία ο Προϊστάμενος Διοίκησης Προεδρίας έκρινε ότι η αιτήτρια δεν υπέβαλε κανένα έντυπο για παραχώρηση άδειας ανάπαυσης και/ή δεν προσκόμισε ιατρικά πιστοποιητικά άδειας ασθενείας για την περίοδο 1/01/2025 μέχρι 5/03/2025. Ταυτόχρονα με την προσφυγή, η αιτήτρια προχώρησε και στην καταχώρηση της επίδικης ενδιάμεσης αίτησης ημερομηνίας 23.5.2025, με την οποία ζητά τα ακόλουθα :

«(α) Προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς, εκτέλεση και/ή εφαρμογή της απόφασης των καθ'ων η αίτηση 2 ημερομηνίας 5 Μαρτίου 2025 για την οποία η αιτήτρια έλαβε γνώση για πρώτη φορά με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ημερομηνίας 8 Μαΐου 2025 με την οποία οι καθ'ων η αίτηση 2 εσφαλμένα έκριναν ότι η αιτήτρια δεν υπέβαλε κανένα έντυπο για παραχώρηση άδειας ανάπαυσης και/ή δεν προσκόμισε ιατρικά πιστοποιητικά άδειας ασθενείας για την περίοδο 1/1/2025 μέχρι 513/2025 μέχρι την πλήρη εκδίκαση της παρούσας προσφυγής και/ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

(β) Προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς, εκτέλεση και/ή εφαρμογή της απόφασης των καθ'ων η με την οποία αποφασίστηκε αυθαίρετα η ολική μη καταβολή και/ή διακοπή της αντιμισθίας της αιτήτριας για το μήνα Μάρτιο 2025 όπως προκύπτει από την κατάσταση μισθοδοσίας Μαρτίου 2025 των καθ' ων η αίτηση 1 στην παρούσα και/ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

(γ) Προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς, εκτέλεση και/ή εφαρμογή της απόφασης των καθ'ων η αίτηση με την οποία αποφασίστηκε αυθαίρετα ότι η αιτήτρια δεν «δικαιούτο» να λάβει μισθοδοσία για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2025 αντίστοιχα, ενώ τους έχει ήδη πληρωθεί, όπως προκύπτει από την κατάσταση μισθοδοσίας Μαρτίου των καθ'ων η αίτηση 1 μέχρι την πλήρη εκδίκαση της παρούσας προσφυγής και/ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

(δ) Προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς, εκτέλεση και εφαρμογή της απόφασης των καθ'ων η αίτηση με την οποία αποφασίστηκε αυθαίρετα η ολική μη καταβολή και/ή διακοπή της αντιμισθίας της αιτήτριας για το μήνα Απρίλιο 2025 για τον οποίο δεν υπάρχουν δεδομένα στο σύστημα μισθοδοσίας των καθ'ων η αίτηση 2 μέχρι την πλήρη εκδίκαση της παρούσας προσφυγής και/ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου

(ε) Προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς, εκτέλεση και εφαρμογή της απόφασης των καθ'ων η αίτηση 2 ημερομηνίας 2 Μαΐου 2025 η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ιδίας ημερομηνίας με την οποία η αιτήτρια ενημερώθηκε εκ των υστέρων και για πρώτη φορά για την ολική μη καταβολή και/ή διακοπή της αντιμισθίας της αιτήτριας για τους μήνες Μάρτιο 2025 και Απρίλιο 2025 αντίστοιχα μέχρι την πλήρη εκδίκαση της παρούσας προσφυγής και/ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.»

 

Αναφορικά με τα περιστατικά της υπόθεσης, ως προς τα αποδεκτά γεγονότα, καταγράφεται ότι, η αιτήτρια κατέχει οργανική, μη εναλλάξιμη, μόνιμη θέση Στενογράφου Προεδρίας, στην Προεδρία και Προεδρικό Μέγαρο από τις 15 Σεπτεμβρίου 2000, με άμεσα και διοικητικά προϊστάμενο τον Προϊστάμενο Διοίκησης Προεδρίας. Εν συντομία, τα σχετικά με την παρούσα γεγονότα, αφορούν την ολική μη καταβολή και/ή διακοπή της μισθοδοσίας της αιτήτριας για την περίοδο Ιανουάριο μέχρι Απρίλιο τρέχοντος έτους, την κατάσταση υγείας της αιτήτριας, την υποβολή στους Καθ’ ων η αίτηση ιατρικών πιστοποιητικών με σκοπό την παραχώρηση άδειας ασθενείας και την ανταπόκριση της διοίκησης επί τούτου, όπως και σχετική αλληλογραφία και το περιεχόμενο των εγγράφων μισθοδοσίας. Όπως είναι η θέση της Νομικής Υπηρεσίας, η αιτήτρια από τις 17 Μαρτίου του 2023 μέχρι και σήμερα, ουδέποτε προσήλθε στο χώρο εργασίας της για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης που κατέχει. Για την υποχρέωση όπως προσέλθει στην εργασία της, υποστηρίζεται πάντα από τους Καθ΄ων η αίτηση ενώ αντίστοιχα αμφισβητείται από την αιτήτρια ότι, αυτή έλαβε ενημέρωση με επιστολές και ηλεκτρονικά μηνύματα της Προεδρίας, μέσω ταχυδρομείου και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τόσο προς την ίδια (με ημερομηνίες 22.5.2023, 24.5.2023, 19.6.2023, 6.8.2024, 23.9.2024, 24.9.2024, 5.3.2025, 2.5.2025 και 8.5.2025). Καταλήγοντας διαπιστώνω ότι επί των γεγονότων εκτυλίχθηκε στο στάδιο της ακρόασης αντιπαράθεση των δύο πλευρών και συνεπώς επί τούτων το Δικαστήριο δεν θα επεκταθεί στο παρόν στάδιο.

 

Εξετάζοντας το περιεχόμενο της ενδιάμεσης αίτησης, διαπιστώνω ότι αυτή εδράζεται αποκλειστικά σε ισχυρισμό περί ύπαρξης έκδηλης παρανομίας στις ενέργειες των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Συγκεκριμένα, καταγράφοντας τα γεγονότα τα οποία περιλαμβάνει στη προσφυγή της και επικαλούμενη τους Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Κανονισμούς (Χορήγηση Άδειας) Κ.Δ.Π 101/95 και ειδικότερα τον Κανονισμό 14 και 14(6), τον Περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμο του 1967 (Ν. 8/196) και τον Περί Προστασίας των Μισθών Νόμο του 2007 (Ν. 35(Ι)/2007) άρθρα 2, 10 και 20, η αιτήτρια υποστηρίζει ότι, από τη συνδυασμένη ερμηνεία της πιο πάνω νομοθεσίας υπό το φως των γεγονότων τα οποία παρουσιάζει, προκύπτει έκδηλη παρανομία η οποία θα πρέπει να οδηγήσει σε επιτυχία την παρούσα. Περαιτέρω, ισχυρίζεται, η αιτιολογία που παρατίθεται από τους Καθ’ών η αίτηση γιατί δεν εγκρίνεται η άδεια ανάπαυσης της αιτήτριας, δεν προνοείται από τους Κανονισμούς και ως εκ τούτου καθιστά την απόφαση τους έκδηλα παράνομη. Σημειώνω ακόμα ότι η αιτήτρια, σχολιάζοντας την ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την Ένσταση των Καθ΄ων η Αίτηση και συγκεκριμένα τις αναφορές στις παραγράφους 37 - 44 της ένορκης δήλωσης, ισχυρίζεται ότι αυτές θα πρέπει να αγνοηθούν, αφού κατά την αιτήτρια αποτελούν προσπάθεια για παραπλάνηση επί των πραγματικών γεγονότων και δημιουργία εσφαλμένων εντυπώσεων χωρίς να είναι σε θέση να στηρίξουν τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης.  

 

Αντίθετα, η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση είναι ότι δεν συντρέχει και/ή δεν υφίσταται οιαδήποτε έκδηλη παρανομία, ενώ η έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων είναι σύμφωνη με τον Νόμο. Ειδικότερα, ως καταγράφεται στην Ένσταση και αναπτύσσεται μέσω της αγόρευσης των Καθ’ ων η Αίτηση, τόσο λόγοι δημοσίου συμφέροντος, όσο και η πάγια νομολογία των Δικαστηρίων μας, δεν επιτρέπουν την έκδοση δικαστικού διατάγματος αναστολής των προσβαλλόμενων πράξεων, αφού αυτά τα οποία επικαλείται η πλευρά της αιτήτριας άπτονται της ουσίας της υπόθεσης.

 

Ειδικότερα, εγείρονται λόγοι ένστασης ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας περί ύπαρξης έκδηλης παρανομίας των επίδικων πράξεων ουδόλως υποστηρίζονται από τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στην Ένσταση, οι ισχυρισμοί που αναφέρονται στην Ένορκη Δήλωση, που συνοδεύει την παρούσα ενδιάμεση αίτηση, άπτονται άμεσα επί της ουσίας της κυρίως αίτησης και ως εκ τούτου, δεν μπορούν να κριθούν στο παρόν στάδιο. Ακόμα προτείνεται από τους Καθ’ ων η Αίτηση ότι, η αιτήτρια με την παρούσα αίτηση και τα αιτούμενα κατ' επέκταση διατάγματα επιδιώκει την παρέκκλιση της δικαστικής διαδικασίας και/ή η έκδοση της αιτούμενης θεραπείας ουδόλως θα εξυπηρετήσει το συμφέρον απονομής της δικαιοσύνης ενώ ενδεχομένως να περιπλέξει τα επίδικα ζητήματα, όπως και ότι η έκδοση της αιτούμενης θεραπείας δεν θα εξυπηρετήσει τους σκοπούς της ορθής απονομής της δικαιοσύνης αλλά αντιθέτως, θα οδηγήσει σε σπατάλη πολύτιμου δικαστικού χρόνου και αχρείαστων εξόδων. Αναφορικά δε με τη θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου της αιτήτριας ότι, προκύπτει έκδηλη παρανομία της διοίκησης, απαντά ότι, μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση αυτή δεν αποδεικνύεται. Ως καταγράφεται στην αγόρευση της κας. Κοτσώνη, η έκδηλη παρανομία, ως έννοια, έχει καθοριστεί από την πάγια θέση της νομολογίας. Μάλιστα τονίζει ότι ως έκδηλη αναγνωρίζεται η παρανομία που είναι σε τέτοιο βαθμό οφθαλμοφανής, αναντίλεκτη και αντικειμενικά αναδυόμενη, ήτοι αποδεικνύεται από αδιαφιλονίκητα γεγονότα, στις περιπτώσεις δηλαδή, που η συντελεσθείσα παρανομία είναι τόσο εξόφθαλμη και προκύπτει αδιαμφισβήτητα χωρίς να χρειάζεται ερμηνεία ή στάθμιση αντικρουόμενων ισχυρισμών. Δηλαδή, προκύπτει από υλικό αντικειμενικό αναντίλεκτο που δεν υπόκειται σε υποκειμενική κρίση. Σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας, δεν προκύπτει έκδηλη παρανομία αν για το κάθε ζήτημα που επικαλείται η αιτήτρια απαιτείται στάθμιση και κρίση.

 

Συνοψίζοντας τη θέση των Καθ’ ων η Αίτηση, αυτοί υποστηρίζουν ότι η αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος πρέπει να απορριφθεί επειδή η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος προς έκδοση ως απαιτείται από τη νομολογία, είτε ότι υφίσταται έκδηλη παρανομία είτε ότι προκύπτει ανεπανόρθωτη ζημιά, θέση την οποία εν πάση περιπτώσει δεν προωθεί η αιτήτρια. Είναι η θέση τους ότι δηλαδή, η Ένορκη Δήλωση, που καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της αίτησής της για έκδοση προσωρινού διατάγματος, δεν περιέχει στοιχεία ικανά να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό περί έκδηλης παρανομίας, αφού οι ισχυρισμοί που περιέχονται στην ένορκη δήλωση, κατά τη Νομική Υπηρεσία απορρίπτονται ως απαράδεκτοι, αόριστοι και ασαφείς, ενώ πρωτίστως άπτονται της ουσίας της  προσφυγής, η εξέταση της οποίας δεν είναι επιτρεπτή στο προκαταρκτικό αυτό στάδιο, αφού υπάρχουν γεγονότα και νομικά ζητήματα που χρήζουν ενδελεχούς εξέτασης. Όπως σημειώνει η κα.Κοτσώνη, ισχυρισμοί της Αιτήτριας δια των οποίων επιχειρείται να καταδειχθεί ύπαρξη έκδηλης παρανομίας είναι γενικοί, αβάσιμοι, αόριστοι και ατεκμηρίωτοι από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την παρούσα αίτηση, ενώ δεν προκύπτει παρανομία και σε κάθε περίπτωση «έκδηλη παρανομία», η οποία να είναι αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής που να βοά από την πρώτη ματιά και/ή που να αποδεικνύεται από αδιαφιλονίκητα γεγονότα και/ή απαιτείται στάθμιση στοιχείων και/ή γεγονότων που άπτονται της ουσίας της προσφυγής και/ή δύνανται να αποφασιστούν μόνο κατόπιν εξαντλητικής επιχειρηματολογίας και/ή εξαντλητικής παράθεσης των εκατέρωθεν επιχειρημάτων.

 

Προχωρώντας στη συνέχεια να εξετάσω την ουσία της υπό εκδίκαση αιτήσεως, ως προς την πλήρωση της προϋπόθεσης που έχει αναδειχθεί κατά κόρον, ήτοι την ύπαρξης έκδηλης παρανομίας, διαπιστώνω ότι τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλονται απαιτούν διερεύνηση των δεδομένων και ουσιαστική εξέταση των διοικητικών φακέλων της υπόθεσης ούτως ώστε να διευκρινιστούν τα πραγματικά γεγονότα τα οποία τυγχάνουν διαφορετικής αναφοράς και επίκλησης εκατέρωθεν. Αναφορικά δε με τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία οι Καθ’ ων η αίτηση παραθέτουν στην αγόρευση τους, και μάλιστα εκτενώς, θα πρέπει να τύχουν σύγκρισης με τα όσα διαφορετικά ισχυρίζεται η αιτήτρια και σε κάθε περίπτωσή αμφότερες οι απεικονίσεις των γεγονότων θα πρέπει να επιβεβαιωθούν από το Δικαστήριο μέσα από περιεχόμενο τω διοικητικών φακέλων. Όπως έχω αναφέρει ανωτέρω, ήδη προκύπτει μέσω των αγορεύσεών διαφορετική παρουσίαση των δεομένων, κάτι το οποίο φάνηκε, πέραν των δικογράφων και στο στάδιο της ακρόασης της ενδιάμεσης αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου. Όπως απαιτείται από τη πλούσια σχετική νομολογία, η διαπίστωση έκδηλης παρανομίας η οποία δικαιολογεί την έκδοση αντίστοιχου προσωρινού διατάγματος, έχει την έννοια ότι η παρανομία είναι αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής και καταδεικνύεται χωρίς να απαιτείται να διερευνηθούν οποιαδήποτε αντιφατικά γεγονότα και ισχυρισμοί. Αν δεν αναδύεται αυτόματα, πρέπει να προκύπτει ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης. Σε διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος θα πρέπει να αποφεύγεται η απόφανση επί των εγειρόμενων θεμάτων με εκδήλωση της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου, έτσι ώστε να μην καθίσταται μάταιη η εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης.

 

Οι αρχές της νομολογίας αναφορικά με την διαπίστωση έκδηλης παρανομίας είναι πολύ καλά γνωστές. Ενδεικτικά σημειώνω την Απόφασης του Εφετείου ημερομηνίας 18 Ιουλίου 2024, στις Εφέσεις κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 13/2024 & 14/2024 i-Justice, ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ν. ΚΥΠΡΟΥ ΝEWCYTECH BUSINESS SOLUTIONS LTD κ.α., όπου τονίστηκαν τα ακόλουθα :

«Είναι, καταρχάς, ορθόν ότι διάγνωση έκδηλης παρανομίας συνεπάγεται, κατά τη νομολογία, την κρίση επί της κυρίως προσφυγής επί της ουσίας της. Ως αναφέρθηκε, χαρακτηριστικά, στην Λοϊζίδης v. Υπουργού Εξωτερικών, (1995) 3 Α.Α.Δ. 233:

«Επί έκδηλης παρανομίας προσωρινό διάταγμα εκδίδεται όποιες και αν είναι οι επιπτώσεις και μάλιστα κατά κανόνα η ιδία η προσφυγή διεκπεραιώνεται επί της ουσίας: (βλ. Sofocleous ν. Republic (1971) 3 C.L.R. 345 και Frangos and Others v. Republic (ανωτέρω).» .

 Η έκδηλη παρανομία αντιδιαστέλλεται από την (απλή) παρανομία (βλ. Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857) και είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη χωρίς χρεία διερεύνησης γεγονότων ή αντιφατικών δεδομένων (βλ. Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 3/2020 Δημοκρατία ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, απόφαση ημερ. 28.1.2022). Το δε πρόδηλα βάσιμο ενός προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης σημαίνει κάτι περισσότερο από τη σοβαρή πιθανολόγηση της βασιμότητας (βλ. Β.Α. Γκέρτσος και Π.Η. Τσόγκας, Η προσωρινή Δικαστική Προστασία στη Διοικητική Δίκη (2013) σελ. 234).

Για να τίθεται, με άλλα λόγια, θέμα έκδηλης παρανομίας, θα πρέπει η παραβίαση να είναι οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων, η δε παρανομία θα πρέπει να αναδύεται αυτόματα ή, αν δε συμβαίνει τούτο, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη, χωρίς να είναι αναγκαία η διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων (βλ. Νικολάου ν. Ε.Δ.Υ. (1992), 4 Α.Α.Δ. 3959, Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω),  Economides v. Republic, (1982) CLR 837 και Frangos & Others v. Republic (1982), 3 CLR 53). Στην Τούμπας κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.ά., (2013) 3 Α.Α.Δ. 387 επεξηγήθηκε:

«Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, παρανομία για να θεωρηθεί έκδηλη θα πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη, με άλλα λόγια, χειροπιαστή παρανομία που να αναγνωρίζεται από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης. [ΒλΜοyο (πιο πάνω), Frangos a.ο. v. The Minister of Interior a.o. (1982) 3 C.L.R. 53, Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837, Κροκίδου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω)]. Με τον όρο υποδηλώνεται η περίπτωση που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων.» .

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η δικαιοδοσία έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μιας προσφυγής ασκείται με φειδώ και μόνον όταν στοιχειοθετηθεί ότι υπάρχει είτε έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είτε πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή, από τη μη έκδοση του διατάγματος (βλ. MOHAMMED NAZRUZ ISLAM v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5917/2013, ημερ. 31.10.2013 και Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 875/2012, ημερ. 12.7.2012). Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου v. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, (2007) 3 Α.Α.Δ 32, λέχθηκαν συναφώς τα εξής:

«Η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης».

Προηγουμένως, στην Moyo & Another v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203, λέχθηκαν τα ακόλουθα (η έμφαση έχει προστεθεί):

«Σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές η έκδοση προσωρινού διατάγματος στο πεδίο δικαιοδοσίας που πραγματευόμεθα αποτελεί εξαιρετικό μέτρο το οποίο δεν προβλέπεται άμεσα από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Εξυπακούεται από τη φύση της δικαιοδοσίας που παρέχεται ως εξουσία συμφυής προς το αντικείμενο της διαδικασίας προς διασφάλιση κατά πρώτο λόγο της νομιμότητας, που αποτελεί το κριτήριο που θέτει το ίδιο το Άρθρο 146 για τη θεώρηση του επίδικου θέματος της προσφυγής. Παρέχεται εξουσία αναστολής εφόσον η πράξη ή απόφαση καταφαίνεται ως έκδηλα παράνομη.  Κατά δεύτερο λόγο μπορεί να ανασταλεί η απόφαση προς διαφύλαξη της δραστικότητας της δικαιοδοσίας οποτεδήποτε καταφαίνεται ότι η εφαρμογή της απόφασης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στον αιτητή δηλαδή ζημιά η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί σε περίπτωση που η πράξη κριθεί ακυρωτέα.

 Η άσκηση δικαιοδοσίας για την παροχή προσωρινής θεραπείας στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας θεσμοποιείται από τον Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.».

 

Όπως έχω επισημάνει ανωτέρω, στη βάση του ενώπιον μου υπάρχοντος υλικού και όπως έχουν εκτεθεί ανωτέρω τα γεγονότα, ο ισχυρισμός περί «έκδηλης παρανομίας» όσον αφορά στην παρούσα περίπτωση, θα μπορούσε να προκύψει μόνο μετά από ενδελεχή διερεύνηση των εγγράφων, κάτι που εν προκειμένω είναι ανεπίτρεπτο από τη νομολογία μας, στο παρόν στάδιο (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας  (1991) 4 Α.Α.Δ. 3056 και Πρόδρομος Α. Σέργη v. Δημοκρατίας, Υποθ.  Αρ. 98/14, ημερ. 5.3.2014). Αποτελεί διαχρονική γραμμή της ημεδαπής νομολογίας ότι τα νομικά ζητήματα, που συνιστούν την ουσία μιας υπόθεσης, πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη αυτής. Επίλυσή τους στο στάδιο της διαδικασίας για έκδοση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή και ανεπίτρεπτη επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα  θέματα, που θα εξεταστούν από τον δικάζοντα Δικαστή (Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837, Michael John Καλακουτής v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1141/2010, ημερ. 20.4.2011 και Betfair lnternational Plc ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 494/2013, ημερομηνίας 24.4.2013).

 

Λέγοντας τούτα, καταλήγω ότι, δεν εντοπίζω οφθαλμοφανή παρανομία, αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη, η οποία να κρίνεται ως «έκδηλη». Συνεπώς, δεν έχει στοιχειοθετηθεί ο λόγος επιτυχίας της υπό εξέταση ενδιάμεσης αίτησης, με αποτέλεσμα αυτή να αποτυγχάνει και να απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Καθ’ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας, τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της διαδικασίας.

 

Η υπόθεση ορίζεται στις 23.12.2025 ώρα 9:00 π.μ. με οδηγίες για καταχώρηση της Ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση εντός 8 εβδομάδων από σήμερα.

 

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο