ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 671/2015)
30 Σεπτεμβρίου 2025
[ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Π. Χ. ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ Χ. Χ.
Αιτήτρια
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ)
Καθ’ ης η αίτηση
……………………………
Ηρόδοτος Ταλιαδώρος μαζί με Δ. Φλωρίδου, για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για την αιτήτρια.
Ιωάννα Κοτζιάπασιη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρος για την καθ’ ης η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Στις 27.5.2015 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση Προσφυγή η οποία στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης του Τμήματος Κοινωνικής Ενσωμάτωσης του Υπουργείου Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα που υπέβαλε ο αποβιώσας για καταβολή επιδόματος βαριάς κινητικής αναπηρίας στα πλαίσια του Σχεδίου Παροχής Επιδόματος Βαριάς Κινητικής Αναπηρίας και η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 13.3.2015. Σημειώνεται εξαρχής ότι η Προσφυγή είχε καταχωρηθεί αρχικά από τον αιτητή Χ., ο οποίος εκκρεμούσης της εκδίκασης της Προσφυγής απεβίωσε και ως εκ τούτου στις 2.3.2017 εκδόθηκε, κατόπιν αιτήσεως, διάταγμα τροποποίησης του τίτλου της Προσφυγής δια της απάλειψης του ονόματος του αιτητή και αντικατάστασης αυτού με το όνομα της συζύγου του, υπό την ιδιότητα της ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα.
Η παρούσα Προσφυγή εκδικάστηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο -και αφού πρώτα απέρριψε σχετική προδικαστική ένσταση περί έλλειψης εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης- έκανε δεκτή έτερη προδικαστική ένσταση που ηγέρθηκε από την καθ΄ης η αίτηση αποδεχόμενο ότι το δικαίωμα του αποβιώσαντος ήταν προσωποπαγές και εκ τούτου το Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή. Ωστόσο η πρωτόδικη απόφαση ανετράπη, κατ΄ έφεση, με απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 166/19, ημερομηνίας 21/10/24 δια της οποίας και αφού κρίθηκε ότι το επίδικο επίδομα είναι πραγματοπαγές αποφασίσθηκε ότι «η δίκη με αντικείμενο το επίδομα τούτο και αιτήτρια την διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος παραμένει ζωντανή». Διατάχθηκε δε η επανεκδίκαση της. Επί της ουσίας, αντικείμενο δικαστικής εξέτασης, ως παραδέχθηκε και η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση κατά τις διευκρινήσεις, παραμένουν όλοι οι ισχυρισμοί που εγείρει η αιτήτρια δια της γραπτής της αγόρευσης προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση Προσφυγή, ως αυτά προκύπτουν από την ένσταση και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, έχουν ως ακολούθως:
Ο αποβιώσας Χ. με ημερομηνία γέννησης 21.12.1945, όντας ήδη 65 ετών, υπέβαλε αίτηση για παροχή Επιδόματος Βαριάς Κινητικής Αναπηρίας, η οποία παραλήφθηκε από το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες στις 6.4.2011. Κατά την ίδια ημέρα παραλήφθηκε και αίτηση για παροχή του Επιδόματος Φροντίδας σε Τετραπληγικά Άτομα.
Με επιστολή ημερομηνίας 27.5.2011 ο αιτητής πληροφορήθηκε για την απόρριψη της αιτήσεως του για Επίδομα Βαριάς Κινητικής Αναπηρίας καθότι, ως αναγράφετο στην εν λόγω επιστολή, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια για παροχή του εν λόγω επιδόματος αφού ο αιτητής κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του ήταν άνω των 65 ετών, γεγονός που σύμφωνα με το Σχέδιο Παροχής Επιδόματος Βαριάς Κινητικής Αναπηρίας εξαιρούσε τον αιτητή από τη λήψη του επιδόματος. Σημειώνεται ότι ο αιτητής δεν καταχώρησε Προσφυγή εναντίον της νομιμότητας της απόφασης αυτής. Περαιτέρω σημειώνεται και για σκοπούς πληρότητας ότι η αίτηση του αιτητή για Επίδομα Φροντίδας σε τετραπληγικά άτομα, το οποίο παραχωρείται στη βάση Σχεδίου και ανεξαρτήτως εισοδημάτων και ηλικίας εγκρίθηκε από τις 9.5.2011 και ως εκ τούτου έκτοτε καταβάλετο στον αιτητή το ποσό των €854.30 μηνιαίως.
Στις 19.12.2014, ήτοι τρία και πλέον έτη αργότερα υπεβλήθη νέα αίτηση για χορήγηση του επιδόματος Βαριάς Κινητικής Αναπηρίας η οποία συνοδεύτηκε από επιστολή της κας Χ., δια της οποίας υποστηρίζετο ότι ο σύζυγος της ήταν δικαιούχος του επιδόματος αφού κατά την ημέρα διάγνωσης της πάθησης του ήτοι κατά το Σεπτέμβριο του 2010 δεν είχε συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του. Σχετική ιατρική βεβαίωση του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου ημερομηνίας 24.2.2015 στην οποία αναφέρετο ότι κ. Χριστόφορου παρακολουθείται στο Ινστιτούτο από τις 6.9.2010, παραλήφθηκε από το Τμήμα στις 25.2.2015.
Η αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόρριψη της εν λόγω αίτησης με επιστολή του Τμήματος Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων ημερομηνίας 13.3.2015, το περιεχόμενο της οποίας κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί αυτούσιο:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημ. 19/12/2014 σε σχέση με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω τα ακόλουθα:
1.Το Τμήμα μας αφού επαναξιολόγησε το αίτημα σας, για καταβολή του Επιδόματος Βαριάς Κινητικής Αναπηρίας στο σύζυγο σας κρίθηκε ότι δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις και κριτήρια για την παροχή του εν λόγω επιδόματος καθ' ότι κατά την ημερ. υποβολής της σχετικής αίτησης ήταν ήδη άνω των 65 ετών. Σχετική είναι η επιστολή μας ημερομηνίας 27/5/2011.
2.Συγκεκριμένα, το σημείο 7 του σχεδίου που επισυνάπτεται ορίζει ότι: «από τη λήψη τον επιδόματος εξαιρούνται τα άτομα άνω των 65 χρονών, εκτός εάν έγιναν δικαιούχοι (μετά την υποβολή σχετικής αίτησης) του επιδόματος προτού συμπληρώσουν την πιο πάνω ηλικία»
3. Επίσης αφού εξετάστηκαν όλες οι ιατρικές βεβαιώσεις που είχαμε ενώπιον μας δεν είναι δυνατή η πιστοποίηση πέραν πάσης αμφιβολίας ότι όντως ήταν δικαιούχος του επιδόματος πριν την ολοκλήρωση του 65ου έτους ηλικίας. Με βάση τα ιατρικά πιστοποιητικά που μας έχετε παραθέσει η διάγνωση του συζύγου σας έγινε στις 6/9/2010 πριν ακόμη κλείσει το 65° έτος, γεγονός το οποίο ωστόσο δεν αποτελεί απόδειξη ότι ήταν και δικαιούχος του Επιδόματος Βαριάς Κινητικής Αναπηρίας, λαμβάνοντας υπόψη ότι η νόσος του κινητικού νευρώνα είναι μια σταδιακά προοδευτική πάθηση.
4.Επισημαίνεται ότι, ο σύζυγος σας είναι ήδη λήπτης του Επιδόματος Φροντίδας σε Τετραπληγικά Άτομα, και στις 9/7/2014 σας έχει καταβληθεί ποσό ύψους €1000 μέσω του Ταμείου Λαχείου Προνοίας. Επιπρόσθετα στις 25/7/2014 σας έχει καταβληθεί ποσό ύψους €2422,02 για αγορά τροχοκαθίσματος.
5.Επί τη ευκαιρία θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες κατανοώντας τις ανάγκες των ατόμων με αναπηρίες άνω των 65 ετών προτίθεται να προωθήσει διαδικασία τροποποίησης του Σχεδίου όταν θα το επιτρέπουν οι οικονομικές δυνατότητες του κράτους.»
Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης προβάλλεται από την πλευρά της αιτήτριας ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν πλάνης, ελλιπούς έρευνας και μη επαρκούς αιτιολογίας. Ειδικότερα υποβάλλεται ότι εσφαλμένα και σε αντίθεση με τους όρους του Σχεδίου η καθ΄ης η αίτηση θεώρησε ότι συνιστά προϋπόθεση για την παροχή του επιδόματος η υποβολή σχετικής αίτησης πριν τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του δικαιούχου αφού το Σχέδιο δεν θέτει τέτοιο περιορισμό ή προθεσμία. Συναφώς, κατά την αιτήτρια, εσφαλμένα και κατά παραγνώριση της παραγράφου 3 του Σχεδίου ερμηνεύθηκε από την καθ΄ης η αίτηση ο όρος «δικαιούχος», ορισμός στον οποίο, ως διατείνεται η αιτήτρια, ενέπιπτε ο αποβιώσας πριν τη συμπλήρωση του 65ου έτους. Αποτελεί δε θέση της αιτήτριας ότι ακόμα και εάν η καθ΄ης η αίτηση είχε οποιαδήποτε αμφιβολία περί της κατάστασης της υγείας του αποβιώσαντα πριν το 65ο έτος της ηλικίας του καθώς και ως προς το κατά πόσο αυτός ενέπιπτε ή μη στο πεδίο εφαρμογής του Σχεδίου όφειλε να ζητήσει περισσότερα στοιχεία και όχι να αντιστρέψει το βάρος απόδειξης αναμένοντας αποδείξεις «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας». Περαιτέρω η αιτήτρια ισχυρίζεται, επικαλούμενη σημείωμα λειτουργού του Τμήματος, ότι η αίτηση δεν εγκρίθηκε για αλλότριους λόγους ενώ αντίθετη με τις πρόνοιες του Σχεδίου είναι κατά την αιτήτρια και η αναφορά στην επιστολή της καθ΄ης η αίτηση ότι ο σύζυγος της αιτήτριας ήταν ήδη λήπτης άλλου επιδόματος. Έτερος ισχυρισμός αναπτύσσεται περί του η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της χρήστης διοίκησης και της καλής πίστης ενώ η αίτητρια προωθεί και πρόσθετους ισχυρισμούς για παραβίαση του άρθρου 28 του Συντάγματος, της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία και τον περί Καταπολέμησης Φυλετικών και Ορισμένων άλλων Διακρίσεων Νόμο 42(1)/2004 προβάλλοντας κυρίως τη θέση ότι ακόμα και εάν κριθεί ότι ο αποβιώσας δεν ήταν πλήρως ανάπηρος πριν τη συμπλήρωση του 65ου έτους αλλά μερικούς μήνες μετά, ο αποκλεισμός των ατόμων ηλικίας 65 χρονών από το Σχέδιο, αποτελεί αυθαίρετη, δυσανάλογη και δυσμενή διάκριση.
Αντίθετα η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση, απορρίπτοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη καθώς και ότι λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει ουδεμία πλάνη κατά τη λήψη της. Με παραπομπή στις σχετικές παραγράφους του Σχεδίου η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε καθότι ο αποβιώσας είχε ήδη συμπληρώσει το 65 έτος, κάτι που είναι σύμφωνο με το σημείο 7 του Σχεδίου το οποίο εξαιρεί από τη λήψη του επιδόματος τα άτομα άνω των 65 ετών. Υποβάλλεται δε ότι άτομο για να καταστεί δικαιούχο θα πρέπει να συμπληρώσει σχετική αίτηση η οποία θα εξεταστεί από το σχετικό ιατροσυμβούλιο και θα γνωματεύσει για την κατάσταση του αιτητή. Πρόσθετα επισημαίνει η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση ότι η αίτηση ουδόλως απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι ο αιτητής λάμβανε και άλλα επιδόματα, ενώ με εκτενή επιχειρηματολογία αντικρούει και τους ισχυρισμούς της αιτήτριας περί παραβίασης των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης καθώς και τους ισχυρισμούς της περί παραβίασης της αρχής της ισότητας, ως αυτοί ερείδονται επί του τιθέμενου στο Σχέδιο ορίου ηλικίας, για τη χορήγηση του επιδόματος.
Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.
Καθίσταται σαφές ότι η πρώτη αίτηση που υπέβαλε ο αποβιώσαντας για χορήγηση του επιδόματος βαριάς κινητικής αναπηρίας απορρίφθηκε στις 27.5.2011 με το αιτιολογικό ότι ο ίδιος ήταν άνω των 65 ετών, γεγονός που, ως καταγράφετο στη σχετική επιστολή, εξαιρούσε την περίπτωση του από τη λήψη του επιδόματος. Η νέα αίτηση, ως αυτή υπεβλήθη, τρία έτη αργότερα, από την αιτήτρια εκ μέρους του σχεδόν 69χρονου τότε συζύγου της, συνοδευόμενη από δική της επιστολή, προέβαλε ουσιαστικά τη θέση ότι ο σύζυγος της είχε καταστεί δικαιούχος του επιδόματος αφού η διάγνωση της πάθησης του έλαβε χώρα πριν τη συμπλήρωση των 65 ετών.
Η νέα αυτή αίτηση απορρίφθηκε και πάλι για τον ίδιο λόγο. Ως δε ξεκάθαρα αναγράφεται στην επιστολή του Τμήματος ημερομηνίας 13.5.2015, κρίθηκε ότι ο σύζυγος της αιτήτριας δεν πληρούσε τα κριτήρια και προϋποθέσεις για την παροχή του επιδόματος καθότι κατά την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης ήταν ήδη άνω των 65 ετών. Ειδικότερα δε και με αναφορά στα οριζόμενα στο σημείο 7 του Σχεδίου σημειώθηκε ότι: «από τη λήψη του επιδόματος εξαιρούνται τα άτομα άνω των 65 χρονών, εκτός εάν έγιναν δικαιούχοι (μετά την υποβολή σχετικής αίτησης) του επιδόματος προτού συμπληρώσουν την πιο πάνω ηλικία». Πρόσθετα δε της ανωτέρω κατάληξης το Τμήμα ανέφερε ότι από τα ιατρικά πιστοποιητικά που υποβλήθηκαν δεν μπορούσε και με δεδομένο ότι η νόσος του αποβιώσαντα συνιστούσε μια σταδιακά προοδευτική πάθηση, να διαπιστωθεί ότι ο σύζυγος της αιτήτριας ήταν όντως δικαιούχος του επιδόματος πριν την ολοκλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του.
Με δεδομένο ότι το Σχέδιο ρητώς εξαιρεί από τη λήψη του επιδόματος τα άτομα άνω των 65 ετών προέχει κατά λογική και χρονική προτεραιότητα η εξέταση του κατά πόσο είναι ορθή η ερμηνεία που η καθ΄ης η αίτηση απέδωσε στην εξαίρεση της παραγράφου 7 του Σχεδίου και δη στον όρο δικαιούχος. Επι τούτου η καθ΄ης η αίτηση έκρινε ότι δικαιούχος πριν τη συμπλήρωση των 65 ετών είναι το πρόσωπο το οποίο έχει καταστεί ως τέτοιο μόνο μετά την υποβολή σχετικής αίτησης.
Είναι δε ακριβώς αυτή τη δοθείσα ερμηνεία του όρου δικαιούχου που αμφισβητεί ως εσφαλμένη η πλευρά της αιτήτριας ισχυριζόμενη ότι η καθ’ ης η αίτηση πρόσθεσε αυθαίρετα στο κείμενο του Σχεδίου αγνοώντας τον ορισμό που το ίδιο το Σχέδιο καθορίζει ως προς το ποιος είναι δικαιούχος στην παράγραφο 3 ήτοι όποιος έχει ανάγκη «συνεχούς και μόνιμης χρήσης αναπηρικού τροχοκαθίσματος υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να βαδίσει καθόλου ή ότι μπορεί να βαδίσει σε πολύ μικρές αποστάσεις σε ομαλό έδαφος με τη χρήση βοηθητικών μέσων». Επομένως κατά την αιτήτρια ο αποβιώσας «ο οποίος είχε διαγνωστεί με τη νόσο και την αναπηρία πριν συμπληρώσει το 65° έτος» σαφώς ενέπιπτε στον πιο πάνω ορισμό του δικαιούχου.
Καθίσταται ευθέως αναγκαία η παράθεση των παραγράφων του 1, 2, 3 και 7 του Σχεδίου παροχής επιδόματος βαριάς κινητικής αναπηρίας, τις οποίες επικαλούνται εκατέρωθεν και οι ίδιοι οι συνήγοροι:
«1.Σκοπός του Σχεδίου είναι η παροχή οικονομικής βοήθειας για κάλυψη ορισμένων πρόσθετων αναγκών των ατόμων με βαριάς μορφής κινητική αναπηρία, τα οποία δεν μπορούν να βαδίσουν και βρίσκονται μόνιμα καθηλωμένα σε αναπηρικό τροχοκάθισμα. Το επίδομα που παρέχεται σε άτομα με βαριάς μορφής κινητική αναπηρία, πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με τα κριτήρια του σχεδίου παρέχεται και σε πολίτες οποιουδήποτε άλλου Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον αυτοί έχουν μόνιμη διαμονή στην περιοχή που ελέγχεται από την Κυπριακή Δημοκρατία για τουλάχιστο 12 συνεχείς μήνες.
2.Το επίδομα θα καταβάλλεται σε κάθε άτομο πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας ή Ευρωπαίο πολίτη, που είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου, ο οποίος έχει ανάγκη συνεχούς και μόνιμης χρήσης αναπηρικού τροχοκαθίσματος για τη διακίνηση του:
Λόγω παράλυσης και στα δύο άκρα, η οποία παράλυση είναι αποτέλεσμα κάκωσης ή άλλης πάθησης του νωτιαίου μυελού του εγκεφάλου, των περιφερειακών νεύρων ή των μυών
ή
λόγω ακρωτηριασμού και των δύο άκρων
ή
λόγω σοβαρής παραμόρφωσης ή σοβαρής ατέλειας των δύο κάτω άκρων
3.Άτομο θα εμπίπτει στον πιο πάνω ορισμό αν έχει ανάγκη συνεχούς και μόνιμης χρήσης αναπηρικού τροχοκαθίσματος υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να βαδίσει καθόλου ή ότι μπορεί να βαδίσει σε πολύ μικρές αποστάσεις σε ομαλό έδαφος με τη χρήση βοηθητικών μέσων όπως βακτηρίας, περπατούσας ή ειδικών στηριγμάτων στα πόδια»..
7. Από τη λήψη του επιδόματος εξαιρούνται:
n Παιδιά κάτω των 12 χρόνων
n Άτομα άνω των 65 χρόνων εκτός αν έγιναν δικαιούχοι του επιδόματος προτού συμπληρώσουν την πιο πάνω ηλικία. Από την πρόνοια αυτή δεν επηρεάζονται άτομα που υπερβαίνουν την πιο πάνω ηλικία και ήταν λήπτες του επιδόματος Παραπληγικών/Τετραπληγικών πριν από την εισαγωγή του παρόντος Σχεδίου.
Περαιτέρω και προς υποβοήθηση ανεύρεσης της ορθής ερμηνείας του όρου δικαιούχου θεωρώ χρήσιμη την αναφορά στις ακόλουθες παραγράφους του Σχεδίου:
«5. Το επίδομα μπορεί να καταβάλλεται, ανάλογα με την περίπτωση εν όλω ή εν μέρει, στον ίδιο το δικαιούχο ή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ίδρυμα, το οποίο επιβαρύνεται με τη δαπάνη για τα πρόσθετα έξοδα που αντιμετωπίζει ο δικαιούχος λόγω της αναπηρίας του.
8. H εξέταση των αιτήσεων θα γίνεται από το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης μετά από γνωμάτευση ειδικού ιατροσυμβουλίου.
11.Το ιατροσυμβούλιο θα γνωματεύει, επίσης, και για οποιαδήποτε περίπτωση αιτητή ή δικαιούχου η οποία παραπέμπεται σ' αυτό για επανεξέταση από την αρμόδια Υπηρεσία.»
Περαιτέρω επί του εντύπου της αίτησης, που υπέβαλε η αιτήτρια και στο οποία παραπέμπει η πλευρά της καθ΄ης αίτηση καταγράφονταν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Γ. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Ο αιτητής θα κληθεί σε αξιολόγηση της αναπηρίας από το Κέντρο Αξιολόγησης Αναπηρίας του Τμήματος[..]
Με την έννοια «αξιολόγηση της αναπηρίας» εννοείται η αξιολόγηση που γίνεται από δυο ή τρεις ιατρούς με ειδικότητες άμεσα συνυφασμένες με την αναπηρία που αντιμετωπίζει το άτομο. Ο στόχος της αξιολόγησης της αναπηρίας είναι να πιστοποιήσει, να περιγράψει και να τεκμηριώσει την ύπαρξη της αναπηρίας και του βαθμού της και να γνωματεύσει κατά πόσο τα δεδομένα της αναπηρίας του ατόμου ικανοποιούν τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις των νομοθεσιών και σχεδίων κοινωνικών παροχών και υπηρεσιών που προσφέρει το κράτος.»
Έχω εξετάσει το ζήτημα σε συνάρτηση πάντοτε με τις πρόνοιες του Σχεδίου. Δεν θα συμφωνήσω με τη θέση της αιτήτριας. Καταρχάς και σε αντίθεση με τα όσα η αιτήτρια προβάλλει, παρατηρώ εν πρώτοις ότι στο Σχέδιο δεν δίδεται οποιαδήποτε ερμηνεία του όρου δικαιούχου. Σύμφωνα δε με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτης, Έ Έκδοση, σελ.853: «δικαιούχος είναι αυτός που έχει νόμιμο δικαίωμα» κάτι που ωστόσο δεν διαφωτίζει ως προς το ζητούμενο. Από το όλο, όμως, πλέγμα των επί μέρους παραγράφων του Σχεδίου σε συνάρτηση με τις οποίες δύναται να εξεταστεί το ζήτημα (Δήμος Γαλατάκης Λτδ ν. Δημοκρατίας 2008) 3 ΑΑΔ 78) εξάγεται ότι δεν θα μπορούσε να προκριθεί η ερμηνεία που επιχειρεί η αιτήτρια να αποδώσει στον όρο αυτό.
Εν προκειμένω, εξάγεται ότι δικαιούχος δεν θα μπορούσε να είναι το πρόσωπο που κατά τη δική του πάντοτε κρίση και ανεξαρτήτως υποβολής αίτησης και κατ΄ επέκταση εξέτασης και έγκρισης αυτής από το αρμόδιο Τμήμα θεωρεί ο ίδιος ότι πληρεί τις προϋποθέσεις των παραγράφων 2 και 3 του Σχέδιου και επομένως κατά τη δική του κρίση δικαιούται στη λήψη του επιδόματος. Τούτο δε διότι τέτοια τυχόν αντίληψη δεν μπορεί παρά να αποτελεί μόνο νόμιμη προσδοκία η οποία τελεί πάντοτε υπό την εξέταση της επιβαλλόμενης εκ του Σχεδίου υποβληθείσας αίτησης. Με άλλα λόγια χωρίς οποιαδήποτε διακρίβωση από το αρμόδιο όργανο ότι πληρούνται πράγματι οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια που τίθενται στο Σχέδιο δεν θα μπορούσε κάποιο πρόσωπο αυτομάτως και δίχως άλλο να καθίσταται δικαιούχος του επιδόματος και συνεπώς αυτομάτως να αξιώνει και την καταβολή του. Επομένως τα όσα, προνοούνται στην παράγραφο 7 του Σχεδίου ήτοι ότι «από τη λήψη του επιδόματος εξαιρούνται άτομα άνω των 65 χρόνων εκτός αν έγιναν δικαιούχοι του επιδόματος προτού συμπληρώσουν την πιο πάνω ηλικία» δεν μπορεί επί της ουσίας να αφορούν σε άτομα άλλα εκτός από εκείνα τα οποία αιτήθηκαν και λάμβαναν το εν λόγω επίδομα πριν τη συμπλήρωση της ηλικίας των 65 ετών. Αντίθετη δε προσέγγιση θεωρώ ότι θα έδιδε ανεπίτρεπτη διασταλτική ερμηνεία και θα επέκτεινε ανεπίτρεπτα και δη με αναφορά σε παρελθόντα και ενίοτε μακρινό χρόνο την έννοια του δικαιούχου και επομένως την καταβολή του επιδόματος, εξοβελίζοντας τον ίδιο τον σκοπό της παραγράφου 7 δια της οποίας ουσιαστικά εισάγεται εξαίρεση δια της παράτασης λήψης του επιδόματος πέραν της ηλικίας των 65 ετών αποκλειστικά σ΄ εκείνα τα πρόσωπα που είχαν ήδη καταστεί δικαιούχοι ήτοι λήπτες πριν τη συμπλήρωση της εν λόγω ηλικίας.
Το γεγονός ότι δεν δύναται να καταστεί δικαιούχος επιδόματος οποιοδήποτε πρόσωπο χωρίς να έχει προηγηθεί η απαραίτητη προς το αρμόδιο όργανο υποβολή αίτησης και εξέτασης αυτής, ώστε να πρέπει δίχως άλλο να καταβάλλεται στο πρόσωπο αυτό και το σχετικό επίδομα, ενισχύεται ευθέως από τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο 5 του Σχεδίου όπου προνοείται σε σχέση με την καταβολή του επιδόματος ότι αυτή μπορεί να γίνεται είτε «στον ίδιο το δικαιούχο» είτε στα πρόσωπα ή ίδρυμα που αναλαμβάνουν τη δαπάνη για «τα έξοδα του δικαιούχου». Το ίδιο προκύπτει και από την παράγραφο 11 του Σχεδίου όπου χρησιμοποιούνται ως διακριτοί οι όροι αιτητής και δικαιούχος αναφορικά με την παραπομπή-επανεξέταση στο Ιατροσυμβούλιο.
Κατά συνέπεια ήταν εύλογα επιτρεπτή και ορθή η κατάληξη της καθ΄ης η αίτηση ότι η αίτηση της αιτήτριας δεν μπορούσε να εγκριθεί καθότι, συμφώνως με τα όσα διαλαμβάνονται στην παράγραφο 7, ο σύζυγος της αιτήτριας κατά την ημερομηνία υποβολής της εξαιρείτο από τη λήψη του επιδόματος ως άτομο άνω των 65 ετών το οποίο δεν είχε καταστεί δικαιούχο πριν τη συμπλήρωση της πιο πάνω ηλικίας.
Βεβαίως η ανωτέρω κατάληξη απολήγει καταλυτική και για τις αιτιάσεις της αιτήτριας ότι λήφθηκε εξωγενώς υπόψη το γεγονός ότι ο αποβιώσας λάμβανε και έτερο επίδομα καθώς και αναφορικά με το κατά πόσο πράγματι ή μη ο αποβίωσας και με βάση τα ιατρικά πιστοποιητικά που προσκόμισε πληρούσε πριν τη συμπλήρωση του 65ου έτους το καθοριστικό κριτήριο της συνεχούς και μόνιμης χρήσης αναπηρικού τροχοκαθίσματος εξαιτίας παράλυσης των ακρών του, η εξέταση των οποίων παρέλκει ως αλυσιτελής. Τούτο δε αφού και εάν ακόμη οι ισχυρισμοί αυτοί γίνονταν δεκτοί, η αιτήτρια δεν θα αποκόμιζε οποιοδήποτε όφελος δεδομένης της κρίσης ότι ο κ. Χ. δεν δικαιούτο στη λήψη του επιδόματος, ως άτομο άνω των 65 ετών το οποίο δεν είχε καταστεί δικαιούχο πριν τη συμπλήρωση της πιο πάνω ηλικίας. (Πολύβιος Νεοφύτου κ.α v Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ228) RUPAWATHI PEDURUK ATHUKORALAGE και Δημοκρατία (Υπόθεση αρ. 515/15, ημερομηνίας 26/4/18) Φυτή ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ.368/2012, ημερομηνίας 22.10.2013) Φωτίου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 501). S. D.H. P. και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1156/20, ημερομηνίας 14/3/2023).
Δεν θα μπορούσε όμως και για σκοπούς πληρότητας (Δημοκρατία v Neeta Francisa Fernando Kandana Arachchige(Έ.Δ.Δ Αρ. 109/2017, ημερομηνίας 30/11/23) να μην σημειωθεί ότι είναι εύλογη η πρόσθετη κρίση της διοίκησης ότι απλώς και μόνο το γεγονός ότι η διάγνωση της πάθησης του αποβιώσαντα έλαβε χώρα σε χρόνο που προηγείτο της συμπλήρωσης του 65ου έτους της ηλικίας του (ήτοι 64 και 9 μηνών) δεν επαρκούσε για να καταδείξει ότι πράγματι ο σύζυγος της αιτητρίας πληρούσε πριν το 65ο έτος τις απαιτούμενες προϋποθέσεις που απαιτούνται για να καταστεί δικαιούχος, δεδομένου ότι η πάθηση του ήταν μια σταδιακά προοδευτική πάθηση. Η αιτήτρια με σκοπό να καταδείξει την ελλιπή έρευνα από πλευράς διοίκηση επικαλείται τη βεβαίωση ημερομηνίας 15.12.2014 από ειδικό νευρολόγο του αποβιώσαντα, η οποία ήταν ενώπιον της καθ΄ης η αίτηση και δια της οποίας πιστοποιείτο ότι ο τελευταίος πάσχει από τη νόσο του κινητικού νευρώνα που τον έχει καθηλώσει σε τροχοκάθισμα λόγω τετραπληγίας. Τούτο δε ως πραγματική κατάσταση ουδόλως αμφισβητείται. Πλην όμως αυτό που παρατηρείται είναι ότι πέραν του ότι η βεβαίωση φέρει ημερομηνία τριών χρόνων μετά που ο αποβιώσαντας είχε συμπληρώσει το 65ο έτος, δια αυτής ουδεμία ένδειξη δίδεται για το πότε ακριβώς υπήρξε αυτή η καθήλωση σε τροχοκάθισμα, η οποία είναι και το καθοριστικό στοιχείο βάσει των όσων προνοούνται στις παραγράφους 2 και 3 του Σχεδίου. Ούτε και όμως οποιαδήποτε άλλη από τις βεβαιώσεις που διαχρονικά περιλαμβάνονται στο φάκελο του αιτητή, καταδεικνύει με ακρίβεια και παρά τη διαβεβαίωση των ιατρών ότι ο αιτητής πάσχει από μια προοδευτική επιδεινούμενη πάθηση, πότε επακριβώς κατέστη χρονικά αναγκαία η συνεχής και μόνιμη χρήση τροχοκαθίσματος λόγω παράλυσης των ακρών, ως και του εκ του Σχεδίου ζητούμενο. Άλλωστε ως παρατηρώ όλες οι βεβαιώσεις αφορούν σε ημερομηνία μεταγενέστερη της συμπλήρωσης του 65ου έτους του συζύγου της αιτήτριας. Ούτε και όμως τα όσα ο ίδιος ο θεράπων ιατρός αναφέρει στο προδιατυπωμένο έντυπο ημερομηνίας 11.12.2014 που συνοδεύει την αίτηση της αιτήτριας ημερομηνίας 19.12.14 καθορίζουν με ακρίβεια τα χρονικά διαγράμματα και τα συνακόλουθα στάδια της ασθένειας του ώστε να αποκρυσταλλώνεται το όλο ζήτημα. Η δε θέση της αιτήτριας ότι κατά τον Μάρτιο του 2011 (ήτοι όταν είχαν ήδη συμπληρωθεί τα 65 έτη) ο σύζυγος ήταν σε σοβαρή κατάσταση και η νόσος βρισκόταν σε προχωρημένο κάνοντας χρήση αναπνευστήρα (βλ. ιατρική βεβαίωση ημερ. 29.3.11 που είχε επισυναφθεί με την πρώτη αίτηση ερυθρά 2-3) δεν αμφισβητείται. Αυτό όμως το γεγονός και πάλι δεν διαφωτίζει και δεν πιστοποίει από μόνο του ποια ήταν η κατάσταση του αποβιώσαντα, ως αυτή συναρτάται πάντοτε με τις ειδικές προϋποθέσεις της παραγράφου 2 και 3 του Σχεδίου κατά την κρίσιμη περίοδο που εδώ ενδιαφέρει ήτοι από τις 6.9.10 όπου διαγνώστηκε με τη συγκεκριμένη νόσο μέχρι και τις 21.12.10 όπου συμπλήρωνε το 64ο έτος της ηλικίας του, περίοδος για την οποία δεν εντοπίζεται καμία βεβαίωση.
Ούτε όμως η θέση της αιτήτριας ότι η καθ΄ης η αίτηση παρέλειψε το καθήκον της για ορθή έρευνα καθότι δεν αναζήτησε, ως όφειλε, περαιτέρω στοιχεία ευσταθεί, αφού από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκύπτει σαφώς το αντίθετο. Άλλωστε σε χειρόγραφη σημείωση λειτουργού του Τμήματος, η οποία συνοδεύει το χειρόγραφο σημείωμα της λειτουργού που τέθηκε ενώπιον της Διευθύντριας (ερ. 3-1) καταγράφεται ότι η ίδια λειτουργός είχε συνομιλήσει με τη θυγατέρα του κ. Χ. και ότι αυτή, ως καταγράφεται, θα απέστελλε επιπρόσθετα πιστοποιητικά που να πιστοποιούν την κατάσταση του από 9/2010-12/2010. Μάλιστα η εν λόγω σημείωση κατέληγε ως εξής :«να μην σταλεί η απαντητική επιστολή πριν να έρθουν τα πιστοποιητικά.» Ωστόσο ως και ο διοικητικός φάκελος φανερώνει, τίποτα εν τέλει δεν αποστάληκε που να καλύπτει το κενό.
Επομένως και αν ακόμα κρινόταν διαφορετικά η ερμηνεία του όρου δικαιούχου οι ισχυρισμοί περί πλάνης και ελλιπούς δέουσας έρευνας και υπό αυτή τη σκοπιά, δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν αφού το γεγονός και μόνο της διάγνωσης της νόσου πριν τη συμπλήρωση του 65ου έτους του συζύγου της αιτήτριας δεν επαρκούσε δεδομένου ότι από τα υποβληθέντα ιατρικά πιστοποιητικά προέκυπτε, ως η καθ΄ης η αίτηση διαπίστωσε, ότι η πάθηση του αιτητή συνιστούσε μια προοδευτικά εξελισσόμενη νόσο. Συναφώς διαπιστώνεται, ως επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ότι διενεργήθηκε η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα αναφορικά με την αίτηση του αιτητή, η εξέταση της οποίας διενεργήθηκε στη βάση των στοιχείων που υποβλήθηκαν (Ανδρέου v Υπουργείου Εργασίας Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Υπόθεση αρ. 957/18, ημερομηνίας 17/12/21) Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού ( Αναθεωρητική Έφεση αρ. 129/2015, ημερομηνίας 2/11/22), ECLI:CY:AD:2022:D417.
Αναφορικά δε με το παράπονο της αιτήτριας περί ανάστροφης του βάρους απόδειξης καθώς και της θέσης της ότι «η Καθ' ης η Αίτηση επέλεξε, με νέα και πάλι σοφιστεία να αποκλείσει τα ιατρικά πιστοποιητικά και την πιθανότητα ο αποβιώσας να ήταν δικαιούχος του επιδόματος με την αιτιολογία ότι «η νόσος του κινητικού νευρώνα είναι σταδιακά προοδευτική πάθηση» οφείλει να υπομνησθεί ότι κατά πάγια νομολογία το βάρος απόδειξης πλάνης περί τα πράγματα και παράλειψης διενέργειας δέουσας έρευνας εκ μέρους της διοίκησης, βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος έχει υποχρέωση, προσκομίζοντας επαρκή στοιχεία, να κλονίσει το τεκμήριο της νομιμότητας που περιβάλλει κάθε διοικητική πράξη (Αρχή Τηλεπικοινωνίων Κύπρου v Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού κ.α (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 60/2016, ημερομηνίας 6/9/23). Αν και παρατηρώ ότι η φράση «πέραν πάσης αμφιβολίας» που χρησιμοποιήθηκε δεν συνάδει με το βάρος απόδειξης σε υποθέσεις διοικητικής φύσεως, εκείνο που παραμένει καθοριστικό είναι ότι ζητήθηκαν εν προκειμένω περαιτέρω στοιχεία τα οποία δεν προσκομίστηκαν καθώς ότι το βάρος απόδειξης της πλήρωσης των προϋποθέσεων του Σχεδίου βρισκόταν πράγματι επί των ώμων της αιτήτριας, το οποίο δεν απέσεισε. Απόλυτα σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Aglika Nikolai Kojuharova και Δημοκρατίας (Ε.Δ.Δ 72/16, ημερομηνίας 26/3/23):
«Συμφωνούμε πλήρως με το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο κρίνουμε ως ορθό και παραθέτουμε αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, χωρίς περαιτέρω σχολιασμό επί του θέματος:
«Λαμβάνοντας υπόψη μου όλες τις διατάξεις του Νόμου, που επιβάλλουν στους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν αίτηση για να τους παραχωρηθεί το επίδομα και να προσκομίσουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία, για να υποστηρίξουν ότι δικαιούνται σε έγκριση της αίτησής τους[.]κρίνω ότι το συνεχόμενο βάρος απόδειξης της πλήρωσης των προϋποθέσεων του Νόμου, έχει ο αιτητής του επιδόματος.
Δεν είναι υποχρέωση της διοίκησης να διερευνά πέραν πάσης αμφιβολίας, αν κάτι δεν ισχύει από τις προϋποθέσεις του Νόμου, αλλά του διοικούμενου να αποδείξει με βεβαιότητα (όχι απλώς να το ισχυρίζεται), ότι πληρούνται ανά πάσα στιγμή οι προϋποθέσεις αυτές. Την εν λόγω οικονομική βοήθεια πρέπει να απολαμβάνουν μόνον οι δικαιούμενοι βάσει του Νόμου και όχι αυτοί που ισχυρίζονται ότι είναι δικαιούμενοι.[..]
Ενόψει των δημιουργηθεισών αμφιβολιών για την συμβίωση ή όχι της αιτήτριας με το πρόσωπο που διατηρούσε δεσμό, ήταν δικό της το βάρος απόδειξης ότι δεν υπήρχε τέτοια συμβίωση. Αυτή ήταν που αποτάθηκε για επίδομα υποστηρίζοντας πως ζούσε μόνη της. Αυτή δε είχε και το βάρος να το αποδεικνύει και όχι απλώς να αρνείται το αντίθετο. Είναι η δική της παράλειψη ή άρνηση να προβεί σε ένορκη δήλωση για όσα υποστήριζε (που ήταν αρκετή στους καθ' ων η αίτηση τότε, αφού αυτοί της εισηγήθηκαν και/ή απαίτησαν την ένορκη δήλωση), που της στέρησε την παραχώρηση του επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας για τα έτη 2013 και 2014, και κανένα παράπονο δεν θα έπρεπε να έχει η αιτήτρια για τον τρόπο που η διοίκηση χειρίστηκε το θέμα. [..]
Για όλα τα πιο πάνω, ο 3ος λόγος Έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και ως τέτοιος απορρίπτεται. Ως αποτέλεσμα, κρίνουμε ότι δεν ευσταθεί ούτε και ο 4ος λόγος Έφεσης, με τον οποίο καταλογίζεται στην Εφεσίβλητη έλλειψη δέουσας έρευνας. Με βάση την πιο πάνω ορθή πρωτόδικη κατάληξη ότι το βάρος απόδειξης της πλήρωσης των προϋποθέσεων του Νόμου βρισκόταν επί των ώμων της Εφεσείουσας, το οποίο δεν απέσεισε, αλλά και όλες τις σχετικές ενέργειες και έρευνες της Εφεσίβλητης επί του συγκεκριμένου ζητήματος, κρίνουμε ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας της Εφεσίβλητης και η αντίθετη θέση της Εφεσείουσας απορρίπτεται».
Περαιτέρω διατείνεται η αιτήτρια ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης διότι δεν μπορεί η διοίκηση από τη μια να κρίνει ότι ορθά ο αποβιώσας κρίθηκε ως δικαιούχος για παροχή φροντίδας σε τετραπληγικά άτομα και από την άλλη αυθαίρετα και κακόπιστα να μην αναγνωρίζει ότι είναι δικαιούχος για παροχή επιδόματος βαριάς κινητικής αναπηρίας. Πρόσθετα δε ισχυρίζεται ότι ενώ η διοίκηση αναγνωρίζει με την επιστολή της ημερομηνίας 13.3.2015 ότι το ηλικιακό κριτήριο χρειάζεται εκσυγχρονισμό αντιφατικά εντούτοις προχωρεί στην εφαρμογή του Σχεδίου απορρίπτοντας το υποβληθέν αίτημα του. Καταλήγει δε ότι ο αποβίωσας καλόπιστα υπέβαλε ένα νόμιμο αίτημα, πληρούσε τα σχετικά κριτήρια και ως εκ τούτου καλόπιστα ανέμενε την έγκριση του.
Τα όσα η αιτήτρια διατείνεται περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης δεν με βρίσκουν σύμφωνη. Αντιθέτως και σε πλήρη συμφωνία με τη θέση της καθ΄ης η αίτηση αυτό που εν προκειμένω έχει σημασία είναι ότι κάθε Σχέδιο χορήγησης επιδόματος περιλαμβάνει διαφορετικές ρυθμίσεις και δύναται να επιδιώκει διαφορετικούς σκοπούς, τούτο δε διότι εναπόκειται στο κράτος, το όποιο δια μέσου του εκάστοτε Σχεδίου παρέχει την οικονομική παροχή, να ρυθμίσει τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια που το ίδιο κρίνει ότι εξυπηρετούν το σκοπό του εκάστοτε Σχεδίου. Άλλωστε απλή ανάγνωση του Σχεδίου παροχής επιδόματος φροντίδας σε τετραπληγικά άτομα, το οποίο περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης (ερυθρό 42), δεικνύει ότι τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις όπως και ο σκοπός των δυο Σχεδίων είναι διαφορετικά με το εν λόγω Σχέδιο να καθιστά ανεξαρτήτως ηλικίας και εισοδημάτων δικαιούχο για λήψη του επιδόματος κάθε τεραπληγικό άτομο, όπως αυτό θα τεκμηριώνεται από τα Κέντρα Αξιολόγησης Αναπηρίας. Εν πάση περιπτώσει δεν θα μπορούσα να μην παρατηρήσω ότι ως το περιεχόμενο του ίδιου του διοικητικού φακέλου φανερώνει, η αίτηση για λήψη του επιδόματος τετραπληγίας έλαβε χώρα στις 24.3.2011 ήτοι μετά την συμπλήρωση του 65ου έτους του αποβιώσαντα, το ίδιο δε και η έγκριση για λήψη του ίδιου επιδόματος, όταν εξετάστηκαν από το αρμόδιο Ιατροσυμβούλιο τα ιατρικά πιστοποιητικά του αιτητή στις 5.5.2011.Τουτο δε σε αντίθεση με ότι εν προκειμένω αξιώνει ήτοι τη λήψη επιδόματος βαριάς κινητικής αναπηρίας για περίοδο όμως χρονικά πρωθύστερη της υποβολής και λήψης του επιδόματος τεραπληγίας ήτοι για περίοδο που αφορούσε το Σεπτέμβριο με Δεκέμβριο του έτους 2010.
Ούτε όμως και η αναφορά στην επιστολή της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 13.3.2015 ότι «κατανοεί τις ανάγκες των ατόμων με αναπηρίες άνω των 65 ετών και προτίθεται να προωθήσει διαδικασία τροποποίησης του σχεδίου όταν Θα το επιτρέπουν οι οικονομικές δυνατότητες του κράτους» μπορεί να διαφοροποιήσει τα πράγματα ώστε να τίθεται ζήτημα παραβίασης των αρχών της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης. Τούτο διότι η καθ΄ης η αίτηση όφειλε να εξετάσει την αίτηση του αιτητή σύμφωνα με το εφαρμοστέο ρυθμιστικό πλαίσιο του επίμαχου Σχεδίου, ως αυτό υφίστατο κατά τον ουσιώδη χρόνο, κάτι το οποίο η καθ΄ης η αίτηση έπραξε, ώστε να μην τίθεται ζήτημα παραβίασης των εν λόγω αρχών. Άλλωστε ειναι παγίως νομολογημένο ότι η αρχή της καλής πίστης αποσκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία δίχως ωστόσο να υπερφαλαγγίζει την αναγκαιότητα για σύννομη λειτουργία της διοίκησης (βλ. O Lykos Services and Security Systems-Private Investigators Ltd και Άλλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΕΔΔ 1/16, ημ. 20.7.21, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέου, Α.Ε. 60/12, ημ. 29.3.19, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191, 196).
Προχωρώ επομένως να εξετάσω τον ισχυρισμό περί παραβίασης του άρθρου 28 του Συντάγματος ως αυτός προβάλλεται από την πλευρά της αιτήτριας. Υποβάλλεται λοιπόν ότι ακόμα και εάν κριθεί ότι ο αποβιώσας, δεν ήταν δικαιούχος σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του Σχεδίου πριν τη συμπλήρωση του 65ου έτους, αλλά σε χρόνο μεταγενέστερο, η προσβαλλόμενη απόφαση και πάλι θα πρέπει να ακυρωθεί διότι το ηλικιακό κριτήριο του 65ου έτους το οποίο αντινομικά τέθηκε εκ του Σχεδίου συνιστά αυθαίρετη, δυσανάλογη και δυσμενή διάκριση κατά παράβαση του άρθρου 28 του Συντάγματος. Ο σκοπός του Σχεδίου, συνεχίζει η πλευρά της αιτήτριας, αφορά σε κάλυψη ορισμένων πρόσθετων αναγκών ατόμων με βαριάς μορφής κινητική αναπηρία και επομένως πρέπει να αφορά ισότιμα όλα τα άτομα που έχουν ανάγκη οικονομικής βοήθειας λόγω πάθησης και ανεξαρτήτως της ηλικίας τους. Προς επίρρωση δε του ισχυρισμού της παραπέμπει στην υπόθεση Μίκης Λακαταμίτης ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1477/2010, ημερομηνίας 4.9.2012) καθώς και στην υπόθεση Παντελάκης Μιχαηλίδη, δια του πληρεξούσιου του Πέτρου Μιχαηλίδη ν. Δημοκρατία (Υπόθεση αρ. 2005/2012, ημερ. 27/01/2016), ECLI:CY:AD:2016:D41 στην οποία υιοθετήθηκε ο δικαστικός λόγος της τελευταίας.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση της πλευράς της καθ΄ης η αίτηση. Εν πρώτοις υποβάλλεται ότι το δικαίωμα λήψης του επίμαχου επιδόματος δεν είναι δικαίωμα που προστατεύεται από το Σύνταγμα και ότι δεν προβάλλεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι άτομα που τελούσαν υπό τις ίδιες με το σύζυγο της αιτήτριας συνθήκες ήτοι άτομα που ξεπέρασαν το 65° έτος της ηλικίας τους έτυχαν διαφορετικής, ευνοϊκότερης, μεταχείρισης από αυτόν. Υποβάλλεται δε περαιτέρω ότι η θεσμοθέτηση ορίου ηλικίας είναι θεμιτή και αιτιολογείται με αναφορά στο γεγονός ότι οι όροι του Σχεδίου το οποίο συνιστά επί της ουσίας χαριστική παροχή, διαμορφώνονται λαμβάνοντας υπόψη τις εκάστοτε δημοσιονομικές και οικονομικές δυνατότητες του κράτους κάτι που άλλωστε επεξηγήθηκε στην αιτήτρια με την επιστολή της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 13.3.2015 στην οποία ρητώς καταγράφεται ότι διαδικασία τροποποίησης του Σχεδίου αναφορικά με τον ηλικιακό περιορισμό θα προωθηθεί όταν θα το επιτρέπουν οι οικονομικές δυνατότητες του κράτους. Κατά την πλευρά της καθ΄ης η αίτηση τυχόν αφαίρεση του ηλικιακού κριτηρίου των 65 ετών θα απέληγε σε μεγάλη αύξηση του αριθμού των δικαιούχων, αφού ένεκα «της φυσιολογικής χειροτέρευσης της υγείας του ανθρώπου που προχωρεί ηλικιακά, όσο μεγαλύτερο είναι το όριο ηλικίας, τόσο περισσότερα άτομα δυνατό να καθίστανται δικαιούχοι του Σχεδίου, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει, ο κίνδυνος να καταστεί η παροχή μη στοχευμένη». Καταλήγει δε με τη θέση ότι δεν νοείται χαριστική παροχή από μέρους του κράτους, δίχως την ανάλογη οικονομική δυνατότητα.
Καταρχάς οφείλει να υπομνησθεί ότι τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Λακαταμίτης(ανωτέρω), τα οποία επικαλείται η αιτήτρια και τα οποία υιοθετήθηκαν στην υπόθεση Παντελάκης Μιχαηλίδη (ανωτέρω) την οποία επίσης επικαλείται η αιτήτρια, απασχόλησαν την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση Δημοκρατία v Λακαταμίτη (2018) 3 Α.Α.Δ 676 στα πλαίσια της οποίας η πρωτόδικη κρίση ανατράπηκε. Το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζοντας αντίστοιχη επιχειρηματολογία με αυτή που εκατέρωθεν προβάλλεται στα πλαίσια της υπό κρίση υπόθεσης, έκρινε ότι η θέσπιση του ηλικιακού ορίου των 70 ετών που τίθετο στο εκεί Σχέδιο Παροχής Οικονομικής Βοήθειας σε Άτομα με Αναπηρία για Απόκτηση Αυτοκινήτου και το οποίο συνιστούσε το λόγο για απόρριψη της αίτησης του εκεί εφεσιβλήτου δεν παραβίαζε το άρθρο 28 του Συντάγματος καθότι ο καθορισμός του ορίου ηλικίας ήταν ευλόγως αναγκαίος προς το σκοπό συγκράτησης των δαπανών και διασφάλισης της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος χαριστικών, κοινωνικών παροχών του κράτους. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα, αν και εκτενές, από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθότι τα όσα λέχθηκαν τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση και απαντούν στην όλη επιχειρηματολογία της αιτήτριας:
«Το Σχέδιο Παροχής Οικονομικής Βοήθειας σε Άτομα με Αναπηρία για Απόκτηση Αυτοκινήτου (το Σχέδιο) εγκρίθηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και δικαιούχοι είναι άτομα με αναπηρία, ήτοι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας ή κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης των οποίων η ηλικία είναι μεγαλύτερη των 18 ετών και μικρότερη των 70.
Ο Εφεσείων ήταν για πολλά χρόνια δικαιούχος αναπηρικού οχήματος με βάση το Σχέδιο και λάμβανε χορηγία για την αγορά τέτοιου οχήματος. Σύμφωνα με το Σχέδιο η χορηγία που παρέχεται σε άτομα με αναπηρία για απόκτηση αυτοκινήτου περιλαμβάνει τους δασμούς και φόρους κατανάλωσης που πρέπει να καταβληθούν, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ.
Στις 20 Οκτωβρίου 2010 το Υπουργείο Οικονομικών, Υπηρεσία Χορηγιών και Επιδομάτων, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Εφεσείων είχε ήδη συμπληρώσει την ηλικία των 70 ετών, απέρριψε, επί τη βάσει περιορισμού ηλικίας που τέθηκε στο Σχέδιο, αίτημά του για παροχή οικονομικής βοήθειας έναντι των φόρων και των δασμών για την αγορά νέου αυτοκινήτου, καθώς και για απαλλαγή από την καταβολή των τελών εγγραφής[..]
Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, θα μας απασχολήσει ο καθοριστικός για την τελική έκβαση, πρώτος και μόνος πλέον λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρχε παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος και της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Εισηγείται, σχετικά, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων ότι το δικαίωμα λήψης οικονομικής βοήθειας κατ’ ακολουθία του Σχεδίου δεν είναι δικαίωμα που προστατεύεται από το Σύνταγμα και ότι στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρξε οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι άτομα που τελούσαν υπό τις αυτές με τον Εφεσίβλητο συνθήκες έτυχαν διαφορετικής, ευνοϊκότερης, μεταχείρισης. Τίθεται, περαιτέρω, ότι η θεσμοθέτηση ορίου ηλικίας είναι θεμιτή και ευλόγως αιτιολογείται με αναφορά στο γεγονός ότι οι όροι του Σχεδίου διαμορφώνονται λαμβάνοντας υπόψη τις δημοσιονομικές και οικονομικές δυνατότητες του κράτους και/ή γεγονότα συναρτώμενα προς τις ανάγκες και την υγεία του ανθρώπου.
Αντίθετη, βεβαίως, είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσίβλητου. Προβάλλει ότι ο Εφεσίβλητος είναι άτομο με αναπηρία και ότι το Σχέδιο καθιέρωσε αντινομικά και αυθαίρετα και κατά τρόπο που επιφέρει ανισότητα το όριο του 70ου έτους της ηλικίας, θέτοντας έτσι αδικαιολόγητο ηλικιακό περιορισμό και άμεση διάκριση λόγω ηλικίας. Εισηγείται, περαιτέρω, ότι στην προκειμένη περίπτωση η ηλικία δεν μπορεί να αποτελεί λόγο για άνιση μεταχείριση, αφού το Σχέδιο είναι μια παροχή του κράτους που πρέπει να αφορά ισότιμα όλους τους πολίτες που είναι ανάπηροι, χωρίς διακρίσεις και ιδιαίτερα λαμβανομένου υπόψη ότι ο Εφεσίβλητος κατείχε νόμιμο δικαίωμα οδήγησης μέχρι το 75° έτος της ηλικίας του[…]Κατ’ ακολουθίαν των διαλαμβανομένων στο Σχέδιο, παράγραφος 1(α), δικαιούχος οικονομικής βοήθειας είναι κάθε άτομο μόνιμα ανάπηρο και η αναπηρία του οποίου συνίσταται είτε σε ακρωτηριασμό ή σοβαρή αδυναμία των άνω ή και κάτω άκρων, που οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία, είτε σε περιορισμό της οξύτητας της οράσεως των δύο οφθαλμών. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Σχεδίου, η κατοχή άδειας οδηγού δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση, αφού απαλλάσσονται της υποχρέωσης για κατοχή άδειας τα άτομα με αναπηρία που λόγω της φύσης της αναπηρίας τους δεν είναι σε θέση να οδηγούν με ασφάλεια.
Το Άρθρο 28 του Συντάγματος διασφαλίζει την ισότητα όλων έναντι του Νόμου. Ισότητα μεταξύ, βεβαίως, ομοίων καταστάσεων. Όπως κατά πάγια γραμμή της νομολογίας έχει διασαφηνισθεί, οι πρόνοιες του εν λόγω Άρθρου δεν απαγορεύουν εύλογες διακρίσεις σε μεταχείριση που θεμελιώνεται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών πραγματικών καταστάσεων που βασίζονται στο δημόσιο συμφέρον. Ως απόρροια, η συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα, παραβιάζεται μόνο όταν η διαφοροποίηση δεν βασίζεται πάνω σε αντικειμενική και εύλογη διάκριση. Μια τέτοια διαφοροποίηση θα πρέπει να εξετάζεται σε συσχετισμό με το σκοπό τον οποίο εξυπηρετεί και τις πραγματικότητες που ισχύουν στο συγκεκριμένο χρόνο. Συνεπώς, δυνάμει του Άρθρου 28.1 διασφαλίζεται η ισότητα έναντι αυθαιρέτων διακρίσεων, χωρίς να αποκλείονται εύλογες διακρίσεις, εδραζόμενες, συνήθως, στην ιδιάζουσα φύση των πραγμάτων (Παύλου v. Γενικού Εφόρου Εκλογών κ.ά. (1987) 1 C.L.R. 252, Σεργίδης v. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119, Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου v. Αντέννα Λτδ (2005) 3 Α.Α.Δ. 383).
Μας βρίσκει σύμφωνους η προσέγγιση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εφεσειόντων, σύμφωνα με την οποία η θέσπιση του ηλικιακού ορίου των 70 ετών δεν παραβιάζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Η ουσιαστική φύση των πραγμάτων στην υπό κρίση περίπτωση δικαιολογούσε την επιβολή ευλόγων διακρίσεων, εδραζομένων επί αντικειμενικών κριτηρίων τα οποία εύρισκαν εφαρμογή επί όλων των ενδιαφερομένων, ανεξαιρέτως. Ο καθορισμός ορίου ηλικίας ευλόγως κρίθηκε – και δη στα πλαίσια, ως άνω, κοινωνικού διαλόγου – αναγκαίος προς το σκοπό συγκράτησης των δαπανών και διασφάλισης της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος χαριστικών, κοινωνικών παροχών του κράτους. Η ένταξη στο Σχέδιο δικαιούχων ασχέτως ορίου ηλικίας – εν προκειμένω πέραν του σημαντικού ορίου των 70 ετών – και με δεδομένο ότι η κατοχή άδειας οδηγού δεν συνιστά, χωρίς άλλο, απαραίτητη προϋπόθεση, ενδεχομένως να οδηγούσε σε ανεξέλεγκτη και κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των δικαιούχων – αφού η συντριπτική πλειοψηφία των υπερηλίκων προσώπων θα μπορούσε να καταταχθεί στην κατηγορία των «ατόμων με αναπηρία» εν τη εννοία του Σχεδίου – θα καθιστούσε το Σχέδιο μη λειτουργικό και δεν θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον, δεδομένου ιδίως ότι αφορά χαριστική παροχή η οποία θα πρέπει να παρέχεται στοχευμένα και λαμβανομένων υπόψη των δημοσιονομικών και οικονομικών δυνατοτήτων του κράτους, οι οποίες δεν είναι απεριόριστες (Petersen v. Berufungsausschuss fur Zahnarzte fur den Bezirk Westfalen-Lippe, C-341/08, απόφαση ημερομηνίας 12.1. 2010).
Στη Ραφτόπουλος v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 Α.Α.Δ. 759, κρίθηκε ότι η υιοθέτηση κλιμακωτού ηλικιακού ορίου και διαφορετικού συντελεστή υπολογισμού του φιλοδωρήματος – εφάπαξ ποσού ανά κατηγορία, ήταν εύλογη και δικαιολογημένη επί τη βάσει του γενικότερου δημόσιου συμφέροντος και με δεδομένη την ανομοιογένεια που κάλυπτε τα αντικείμενα που αφορούσε η ρύθμιση. Επιβεβαιώθηκε επίσης ότι διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας δεν συνιστά διάκριση, εφόσον αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό σκοπό.
Υπό το φως των πιο πάνω, η εύλογη θεσμοθέτηση του ηλικιακού ορίου των 70 ετών δεν δύναται να θεωρηθεί διάκριση παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας που διασφαλίζεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος, ούτε και παρέχεται περιθώριο παρέμβασης του Δικαστηρίου στον καθορισμό, κατά αντικειμενική εφαρμογή, ορίου ηλικίας, ζήτημα που εμπίπτει στο γενικό πεδίο των οικονομικών και κοινωνικών παροχών του κράτους και στα πλαίσια της ευχέρειας που έχει για εξισορρόπηση των χαριστικών παροχών που παρέχει με τις οικονομικές δυνατότητες που υφίστανται».
Ομοίως και στην υπό κρίση περίπτωση όπου το σχετικό Σχέδιο δεν συνιστά τίποτα άλλο παρά χαριστική παροχή αφού σκοπεί στη παροχή οικονομικής βοήθειας για κάλυψη ορισμένων πρόσθετων αναγκών των ατόμων με βαριά κινητική αναπηρία. Εναπόκειται λοιπόν στο κράτος να εξισορροπήσει βάσει των δημοσιονομικών και οικονομικών του δυνατοτήτων τις χαριστικές παροχές[1] και να ρυθμίσει κριτήρια και προϋποθέσεις με τρόπο καθολικώς εφαρμοζόμενα. Επομένως η θεσμοθέτηση του ηλικιακού κριτηρίου των 65 ετών, που τίθεται εκ του Σχεδίου, αντικειμενικά εφαρμοζόμενη, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας και συνιστά υπό τις περιστάσεις εύλογο μέτρο προς το σκοπό συγκράτησης των δαπανών και διασφάλισης της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος χαριστικών, κοινωνικών παροχών του κράτους, ως υποδείχθηκε και στην Λακαταμίτης (ανωτέρω).
Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω ούτε η γενική αναφορά της αιτήτριας για παραβίαση της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες και η γενική παραπομπή στα άρθρα 1 έως 5, 9 και 28 του περί της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες και περί Συναφών Θεμάτων (Κυρωτικός) Νόμος του 2011 (Ν. 8 (ΙΙΙ)/2011) και στο άρθρο 6 του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμος του 2004 Ν. 42(Ι)/2004 μπορεί να τεκμηριώσει αφ΄αυτής οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης, αφού η αιτήτρια ουδέν υπέδειξε προς στοιχειοθέτηση των ισχυρισμών της. Η Σύμβαση διασφαλίζει ως αναφέρεται στο άρθρο 1 την πλήρη και ισότιμη απόλαυση όλων των δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών στα άτομα με αναπηρίες προάγοντας το σεβασμό, την προσβασιμότητα και τη μη διάκριση (άρθρο 3) θέτοντας συγκεκριμένες υποχρεώσεις στο κράτος (άρθρο 4) πλην όμως, ως ορθά υποδεικνύει η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση, αναγνωρίζει τη δυνατότητα του κράτους να λάβει μέτρα για την πραγμάτωση των δικαιωμάτων αυτών σύμφωνα με το μέγιστο των οικονομικών δυνατοτήτων του (παράγραφος 2 του άρθρου 4)[2]. Εν προκειμένω η αιτήτρια δεν υπέδειξε οτιδήποτε που να καταδεικνύει την παραβίαση οποιουδήποτε εκ της Σύμβασης δικαιώματος ή υποχρέωσης του κράτους και η οποία να συναρτάται με τη θεσμοθέτηση του εν λόγω ορίου ηλικίας στο Σχέδιο για το οποίο παραπονείται. Η δε γενική αναφορά ότι το Σχέδιο είναι αντίθετο με τον περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου Ν.42(Ι)/2004 ουδόλως ευσταθεί αφού όπως υποδείχθηκε και πάλι από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Λακαταμίτης ο εν λόγω Νόμος ουδόλως συναρτάται με τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης. Ειδικότερα δε λέχθηκε: «Προσθέτουμε, προς ολοκλήρωση, ότι οι πρόνοιες του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου, Ν.42(Ι)/2004, καθώς επίσης και του περί Ατόμων με Αναπηρίες Νόμου, Ν.127(Ι)/2000, στις οποίες αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση. Ο Ν.42(Ι)/2004 απαγορεύει διακρίσεις και επιβάλλει την ίση μεταχείριση προσώπων, ασχέτως, μεταξύ άλλων, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας, χρώματος, πεποιθήσεων ή ειδικών αναγκών και ο Ν.127(Ι)/2000 προβλέπει για την ίση μεταχείριση ατόμων με αναπηρία και την εξάλειψη διακρίσεων για λόγους αναπηρίας. Οι εν λόγω νόμοι δεν αφορούν ούτε και σχετίζονται με τα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης, αφού δεν τίθεται στην παρούσα υπόθεση ζήτημα απαγορευμένης διάκρισης ή παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης ατόμων με αναπηρία, ούτως ώστε και να εγείρεται ζήτημα παράβασης των υπό αναφορά νομοθετημάτων. »
Κατά συνέπεια, ουδείς λόγος ακύρωσης ευσταθεί. Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, περιορίζω τα έξοδα στο ποσό των €700, εναντίον της αιτήτριας και υπέρ της καθ’ ης η αίτηση.
Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.
[1] Υπενθυμίζεται δε ότι στην επιστολή της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 13.3.2015 προς την αιτήτρια ρητώς καταγράφεται ότι η διαδικασία τροποποίησης του Σχεδίου αναφορικά με τον ηλικιακό περιορισμό θα προωθηθεί όταν θα το επιτρέπουν οι οικονομικές δυνατότητες του κράτους
[2]Η σχετική παράγραφος 4 του Άρθρου 2 της Συμβάσης προνοεί ότι: «Όσον αφορά στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος αναλαμβάνει να λάβει μέτρα, στο μέγιστο των διαθέσιμων πόρων του και, όπου απαιτείται, στα πλαίσια της διεθνούς συνεργασίας, με σκοπό να εξασφαλίσει, σταδιακά, την πλήρη άσκηση αυτών των δικαιωμάτων, χωρίς να θίγονται εκείνες οι υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στην παρούσα Σύμβαση, οι οποίες είναι άμεσης εφαρμογής, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.».
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο