M. A. I. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 740/2025, 3/9/2025
print
Τίτλος:
M. A. I. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 740/2025, 3/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 740/2025 (Κ))

 

3 Σεπτεμβρίου 2025

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                               M. A. I.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

          ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.                 ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Δρ. Χρ. Π. Χριστοδουλίδης, για Αιτητή

Φ. Χριστοφίδης, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ληφθείσας απόφασης κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη και της συνακόλουθης έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 6.7.2025, λόγω της παράνομης παραμονής του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Στις 12.1.2021, ο αιτητής, υπήκοος Πακιστάν, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 15.2.2021. Στις 20.9.2021, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή για επανάνοιγμα του φακέλου του και κατ’ αυτής της απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε, στις 15.11.2021, προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), η οποία και απορρίφθηκε στις 12.10.2022. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε νέα μεταγενέστερη αίτηση, η οποία επίσης απορρίφθηκε στις 9.11.2023.

 

Στις 30.3.2023, απορρίφθηκε από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα») η αίτηση του αιτητή ημερομηνίας 3.1.2023 για έκδοση δελτίου διαμονής. Ωστόσο, ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής στις 12.5.2023, η οποία επίσης απορρίφθηκε από το Τμήμα στις 7.8.2023.

 

Στις 17.8.2023, ο αιτητής καταχώρησε και πάλιν αίτηση για έκδοση άδειας διαμονής στη Δημοκρατία, η οποία απορρίφθηκε στις 16.11.2023 και κατ’ αυτής της απόφασης, ο αιτητής υπέβαλε Ιεραρχική Προσφυγή στις 2.2.2024. Μια μέρα πριν, ήτοι την 1.2.2024, τα στοιχεία του αιτητή είχαν καταχωρηθεί στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων (stop list).

 

Η Ιεραρχική Προσφυγή του αιτητή απορρίφθηκε και η απορριπτική απόφαση γνωστοποιήθηκε στον αιτητή δι’ επιστολής του Τμήματος, ημερομηνίας 13.3.2024.

 

Στις 5.7.2025, ο αιτητής συνελήφθη στη Λευκωσία από μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας και στις 6.7.2025, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ.105), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, λόγω παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία και της συνακόλουθης κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(κ) του Κεφ. 105.

 

Σημειώνεται, για σκοπούς πληρότητας γεγονότων, ότι κατά της προαναφερθείσας απόφασης απόρριψης της Ιεραρχικής Προσφυγής του, ο αιτητής καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο την προσφυγή αρ. 1483/2024, η οποία και εκκρεμεί.

 

Στις 9.7.2025, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση πρσφυγή.

 

Η πλευρά του αιτητή προωθεί ισχυρισμούς περί ανεπαρκούς και/ή μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, έλλειψης αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, αλλά και εμφιλοχώρησης πλάνης στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση.

 

Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι οι καθ’ ων η αίτηση εσφαλμένα και υπό καθεστώς νομικής και πραγματικής πλάνης, θεώρησαν ότι η Ιεραρχική Προσφυγή του αιτητή καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα και άρα είναι απαράδεκτη, δεδομένου ότι ο αιτητής δεν έλαβε εμπρόθεσμα γνώση της απόφασης απόρριψης της αίτησής του για έκδοση δελτίου διαμονής, η οποία περιέχεται στην προαναφερθείσα επιστολή του Τμήματος ημερομηνίας 16.11.2023. Κατά τη σχετική εισήγηση, οι καθ’ ων η αίτηση, προκειμένου να καταλήξουν στην εν λόγω διαπίστωσή τους, στηρίχθηκαν στην πεποίθηση ότι κατά την ημερομηνία υποβολής της Ιεραρχικής Προσφυγής του αιτητή, στις 2.2.2024, είχε ήδη λήξει η προθεσμία υποβολής μιας τέτοιας προσφυγής κατά της προηγηθείσας απορριπτικής απόφασης του Τμήματος και, συνακόλουθα, θεώρησαν ότι ο αιτητής δεν είχε πλέον δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία. Ωστόσο, συνεχίζουν οι συνήγοροι του αιτητή, αυτό το συμπέρασμα της Διοίκησης είναι εσφαλμένο και νομικά και ουσιαστικά αβάσιμο, καθότι, ως εξηγούν, για να αρχίσει και, ακολούθως, να λήξει η προθεσμία άσκησης Ιεραρχικής Προσφυγής κατά της προαναφερθείσας απορριπτικής απόφασης του Τμήματος, θα έπρεπε προηγουμένως ο αιτητής να είχε λάβει γνώση της απόφασης αυτής, κάτι που δεν συνέβη εν προκειμένω, εφόσον αυτή η απόφαση ουδέποτε επιδόθηκε σε αυτόν, αλλά τού γνωστοποιήθηκε για πρώτη φορά στις 24.1.2024. Ως εκ τούτου, η προθεσμία προσβολής της απορριπτικής απόφασης του Τμήματος ξεκίνησε στις 25.1.2024 και, συνακόλουθα, ως προβάλλει η πλευρά του αιτητή, η Ιεραρχική Προσφυγή καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα στις 2.2.2024. Συνεπώς, παράνομα, εσφαλμένα και πεπλανημένα κρίθηκε ότι κατά το χρόνο σύλληψής του, ο αιτητής ήταν απαγορευμένος μετανάστης ως διαμένων παράνομα στη Δημοκρατία.

 

Ως εκ των πιο πάνω, υποβάλλει η πλευρά του αιτητή, η επίδικη απόφαση εκδόθηκε υπό καθεστώς νομικής και πραγματικής πλάνης, στερείται δε αυτή οποιουδήποτε ερείσματος, αλλά και πάσχει ως προς την αιτιολογία της για τον πρόσθετο λόγο ότι παντελώς εσφαλμένα αναγράφεται στα επίδικα διατάγματα ότι ο αιτητής παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία από 28.3.2022. Επ’ αυτού, γίνεται εκτενής αναφορά κατωτέρω.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 105 και κατ’ ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει στους καθ’ ων η αίτηση η οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της. Η όποια δε εσφαλμένη αναφορά στην ημερομηνία έναρξης του καθεστώτος του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη δεν επιδρά ουσιωδώς στη νομιμότητα της επίδικης απόφασης και, σε κάθε περίπτωση, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν πράγματι απαγορευμένος μετανάστης.

 

Επισημαίνουν, τέλος, οι καθ’ ων η αίτηση, την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να επιλέγει τους αλλοδαπούς που θα παραμείνουν στο έδαφός της, ως έκφανση της κυριαρχίας της.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Θα πρέπει εξ’ αρχής να τονιστεί ότι αντικείμενο εξέτασης της παρούσας είναι μόνον η νομιμότητα και εγκυρότητα της απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και της συνακόλουθης έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 6.7.2025, τα οποία βεβαίως και αποτελούν αυτοτελείς εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Συνεπώς, ισχυρισμοί που αφορούν στη νομιμότητα και εγκυρότητα της απόφασης απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή, η οποία περιέχεται στην επιστολή του Τμήματος ημερομηνίας 13.3.2024 και η οποία αποτελεί αντικείμενο εξέτασης σε άλλη προσφυγή που καταχωρήθηκε στο Διοικητικό Δικαστήριο (Υποθ. Αρ. 1483/2024), περιλαμβανομένου και του ισχυρισμού περί του εκπροθέσμου της εν λόγω προσφυγής, δεν μπορούν και δεν θα τύχουν εξέτασης στο πλαίσιο της παρούσας. Συναφώς, όπως λέχθηκε στην Δημοκρατία v. Dejic (2008) 3 Α.Α.Δ. 358, με αναφορά και στις Khatateav v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 19 και Kedoum v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, δεν γίνεται δια της αυτοτελούς προσβολής διατάγματος κράτησης και απέλασης, να ασκείται παρεμπίπτων έλεγχος και να επιδιώκεται η ακύρωση άλλων αποφάσεων της Διοίκησης (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Ν.Β. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 10/2025 (i-Justice), ημερ. 12.5.2025 και  M. S. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 164/2021, ημερ. 12.3.2021). Η νομιμότητα της απόφασης απόρριψης της Ιεραρχικής Προσφυγής του αιτητή θα τύχει εξέτασης στο πλαίσιο της προσφυγής αρ. 1483/2024, η οποία και εκκρεμεί, μέχρι δε την έκδοση δικαστικής απόφασης στην εν λόγω προσφυγή, η άσκηση της οποίας, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει ανασταλτικό χαρακτήρα, η απόφαση της Διοίκησης επ’ αυτής, στη βάση του τεκμηρίου της νομιμότητας, τεκμαίρεται νόμιμη. Εξάλλου, εφόσον οι συνήγοροι του αιτητή θεωρούσαν ότι τα όσα προβάλλουν περί του εσφαλμένου και/ή παράνομου της απορριπτικής απόφασης επί της Ιεραρχικής Προσφυγής, θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς τους αναφορικά με την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προσφυγή, είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτημα συνεκδίκασης των δυο υποθέσεων, κάτι ωστόσο που ουδέποτε έπραξαν.

 

Εν πάση περιπτώσει, αυτό που εδώ θα πρέπει να εξεταστεί, είναι το κατά πόσον ορθά και νόμιμα λήφθηκαν οι αποφάσεις κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του.

 

Τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 14 του Νόμου, όπου προβλέπεται η εξουσία του Διευθυντή του Τμήματος να εκδίδει διατάγματα κράτησης και απέλασης σε απαγορευμένους μετανάστες που βρίσκονται στο έδαφος της Δημοκρατίας. Ειδικότερα, στο επίδικο διάταγμα απέλασης, ημερομηνίας 6.7.2025, αναφέρεται ότι ο αιτητής είναι παράνομος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105, «καθότι παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία από την 28/03/2022, όταν η αίτηση του για άδεια παραμονής ως σύζυγος ευρωπαίου πολίτη απορρίφθηκε και παρήλθε η προθεσμία υποβολής προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο κατά της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών στην Ιεραρχική του προσφυγή».

Στο δε διάταγμα κράτησης, ίδιας ημερομηνίας, αναφέρεται ότι τούτο εκδόθηκε έως ότου ο αιτητής απελαθεί, καθότι αυτός είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Νόμου, επειδή εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα απέλασης και επειδή θεωρήθηκε αναγκαίο να παραμείνει ο αιτητής υπό κράτηση, μέχρις ότου απελαθεί, «καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει ο κίνδυνος διαφυγής, (Άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου). Δεδομένης της μη ύπαρξης σταθερής διεύθυνσης παραμονής, της μη συμμόρφωσης του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και της απροθυμίας του για επαναπτρισμό, δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων».

 

Σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105-

 

«6.-(1) Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-

[.]

(κ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo εισέρχεται ή διαμέvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση oπoιασδήπoτε απαγόρευσης, όρoυ, περιoρισμoύ ή επιφύλαξης πoυ περιλαμβάvεται στo Νόμo αυτό ή σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή σε oπoιαδήπoτε άδεια πoυ παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv Καvovισμώv αυτώv·».

 

Όπως αναφέρεται στα επίδικα διατάγματα, ο αιτητής παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία από 28.3.2022, όταν η αίτησή του για άδεια παραμονής ως σύζυγος ευρωπαίας πολίτη απορρίφθηκε και παρήλθε η προθεσμία υποβολής προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο κατά της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών επί της Ιεραρχικής Προσφυγής.

 

Εν πρώτοις, δεν μπορώ παρά να επισημάνω ότι δεν αντιλαμβάνομαι στην βάση ποιου σκεπτικού και/ή ποιων υπολογισμών οι καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν ότι ο αιτητής παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία από 28.3.2022. Σύμφωνα με τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία, ο αιτητής, πράγματι, καταχώρησε τρίτη αίτηση για έκδοση άδειας διαμονής στη Δημοκρατία, στις 17.8.2023, η οποία απορρίφθηκε στις 16.11.2023 και κατ’ αυτής της απόφασης, υπέβαλε Ιεραρχική Προσφυγή στις 2.2.2024. Σύμφωνα με το σημείωμα που υποβλήθηκε στον Υπουργό Εσωτερικών στις 23.2.2024, στο πλαίσιο εξέτασης της εν λόγω Ιεραρχικής Προσφυγής, αυτή ήταν εκπρόθεσμη, δεδομένου ότι είχε καταχωρηθεί μετά την υπό του άρθρου 32Α(2) του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαµένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007 (Ν.7(Ι)/2007) προβλεπόμενη προθεσμία και, συνακόλουθα, σύμφωνα πάντα με το εν λόγω άρθρο, η απόφαση απόρριψης της αίτησης του αιτητή είχε καταστεί εκτελεστή.

 

Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 32Α του Νόμου 7(Ι)/2007, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει-

 

«(1) Οι ενδιαφερόμενοι έχουν δικαίωμα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού προκειμένου να προσβάλουν την απόφαση της αρμόδιας αρχής η οποία λήφθηκε για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, εις βάρος τους.

(2) Η ιεραρχική προσφυγή που προβλέπεται στο εδάφιο (1), ασκείται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της αρμόδιας αρχής.

(3) Η απόφαση της αρμόδιας αρχής-

) καθίσταται εκτελεστή όταν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση ιεραρχικής προσφυγής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1)·

(β) καθίσταται ανεκτέλεστη όταν ασκηθεί κατ’ αυτής εμπρόθεσμα ιεραρχική προσφυγή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1)».

 

Υπ’ αυτά τα δεδομένα, στην απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων πράγματι παρατηρείται σφάλμα και/ή πλάνη, εφόσον η αιτιολογική της βάση είναι εν μέρει εσφαλμένη, δεδομένου ότι η προθεσμία καταχώρησης Ιεραρχικής Προσφυγής κατά της προαναφερθείσας απορριπτικής απόφασης του Τμήματος είχε λήξει είκοσι (20) μέρες μετά τις 16.11.2023, δεδομένου βεβαίως ότι ο αιτητής είχε έγκαιρα λάβει γνώση αυτής. Το τελευταίο αυτό ζήτημα εξετάζεται κατωτέρω. Συνεπώς, η ημερομηνία που αναφέρεται στα επίδικα διατάγματα (28.3.2022) ως ημερομηνία από την οποία, σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση, ο αιτητής παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, είναι αναμφίβολα εσφαλμένη.

 

Ωστόσο, έχω την άποψη ότι αυτή η πλάνη των καθ’ ων η αίτηση δεν είναι ουσιώδης και, εν τέλει, δεν επιδρά στο κύρος και στη νομιμότητα των επίδικων διαταγμάτων. Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι ακόμη και στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται πλάνη, αυτή θα πρέπει να είναι ουσιώδης για να οδηγήσει την προσβαλλόμενη απόφαση σε ακυρότητα (βλ. Χαράλαμπος Νίκολας ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 583, Τζιοβάννα Σεργίου-Σουρουλλά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 596/2011, ημερ. 15.3.2013 και σύγγραμμα Επ. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Έβδομη Έκδοση, Τόμος ΙΙ, 1996, παρ. 511). Προηγουμένως, στην Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136, στην οποία παραπέμπει η Νίκολας, ανωτέρω, όπου και εξετάστηκε το ζήτημα της πλάνης υπό μορφή παρατυπίας, τονίστηκε ότι προκειμένου να διαπιστωθεί το εύρος, και κατ' επέκταση το ουσιώδες, της παρατυπίας, θα πρέπει πρώτα να εξετάζονται τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Soltan v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 608/2021, ημερ. 9.7.2021).

 

Εν προκειμένω, πράγματι οι καθ’ ων η αίτηση εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα θεώρησαν ότι ο αιτητής από 28.3.2022 παρέμενε στην Κύπρο παράνομα και, συνακόλουθα, ότι από την εν λόγω ημερομηνία ήταν αυτός απαγορευμένος μετανάστης. Ούτε και πρόκειται για τυπογραφικό λάθος, όπως ισχυρίστηκε η συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, αφού η ίδια ημερομηνία (28.3.2022) αναγράφεται τόσο στο επίδικο διάταγμα απέλασης όσο και στο επίδικο διάταγμα κράτησης, ενώ στην επιστολή ημερομηνίας 28.3.2024, η οποία εστάλη στον αιτητή και με την οποία αυτός πληροφορείτο για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, αναφέρεται μια εντελώς διαφορετική ημερομηνία, η 28.3.2024.

 

Εντούτοις, αυτή η πλάνη των καθ’ ων η αίτηση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ουσιώδης, εφόσον κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, στις 6.7.2025, ο αιτητής, σε κάθε περίπτωση, παρέμενε στην Κύπρο παράνομα και, συνακόλουθα, ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Νόμου, καθότι, με βάση τα όσα έχουν προεκτεθεί, ξεκάθαρα είχε ήδη παρέλθει προ πολλού η προθεσμία για υποβολή Ιεραρχικής Προσφυγής κατά της απόφασης του Τμήματος ημερομηνίας 16.11.2023: έχοντας ως αφετηρία ότι η επιστολή του Τμήματος προς τον αιτητή, ημερομηνίας 16.11.2023, με την οποία το Τμήμα τον πληροφορούσε περί της απόρριψης του αιτήματός του για έκδοση άδειας διαμονής στη Δημοκρατία, είχε σταλεί  ταχυδρομικώς σε αυτόν στις 17.11.2023 (βλ. σελίδωση 151 στο διοικητικό φάκελο) και δεδομένου ότι, εφόσον δεν επεστράφη, τεκμαίρεται ότι αυτή παρελήφθη από τον αιτητή, είναι πρόδηλο ότι ήδη κατά το χρόνο υποβολής της Ιεραρχικής του Προσφυγής, στις 2.2.2024, είχε ήδη παρέλθει προ πολλού η προθεσμία των 20 ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 32Α του Νόμου 7(Ι)/2007, με αποτέλεσμα, κατά την ημερομηνία έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, στις 6.7.2025, ο αιτητής πράγματι να παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία και, ορθώς, κρίθηκε ότι ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των διατάξεων του Κεφ. 105.

 

Όπως έχει ήδη λεχθεί, βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων του αιτητή αποτελεί ο ισχυρισμός ότι οι καθ’ ων η αίτηση πεπλανημένα, παράνομα και/ή εσφαλμένα έκριναν με τα επίδικα διατάγματα ότι ο αιτητής κατέστη απαγορευμένος μετανάστης και παρέμενε στην Κύπρο παράνομα από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταχώρησης Ιεραρχικής Προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης του Τμήματος, ημερομηνίας 16.11.2023. Και τούτο, σύμφωνα πάντα με την πλευρά του αιτητή, καθότι η απόφαση ημερομηνίας 16.11.2023 δεν επιδόθηκε στον αιτητή και/ή του γνωστοποιήθηκε για πρώτη φορά κατά την 24.1.2024 και, εν πάση περιπτώσει, από πουθενά δεν προκύπτει ότι ο αιτητής είχε λάβει προηγουμένως γνώση της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, κάτι που αποτελούσε στοιχείο απαραίτητο για να αρχίσει και, ακολούθως, να λήξει η προθεσμία καταχώρησης Ιεραρχικής Προσφυγής κατά της προαναφερθείσας απορριπτικής απόφασης του Τμήματος.

 

Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι στον πυρήνα της διαφωνίας των δυο πλευρών βρίσκεται το κατά πόσον έλαβε ή όχι έγκαιρα γνώση ο αιτητής της απορριπτικής απόφασης του Τμήματος, ημερομηνίας 16.11.2023, προκειμένου να ήταν σε θέση να ασκήσει εμπρόθεσμα Ιεραρχική Προσφυγή, ήτοι πριν από την εκπνοή των είκοσι (20) ημερών που προβλέπει ο Νόμος 7(Ι)/2007. Η διαπίστωση του εμπρόθεσμου ή μη, επιδρά καταλυτικά στην απόφαση που ακολούθησε, ήτοι την εδώ προσβαλλόμενη.

 

Έχει νομολογηθεί ότι, εφόσον δεν διαφαίνεται οποιαδήποτε σαφής ένδειξη περί ταχυδρόμησης μιας επιστολής, το τεκμήριο παραλαβής της εν λόγω επιστολής δεν ενεργοποιείται (ΗΑΜΖΙ ΑLΗΑLΑΜΒΙ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 219/2012, ημερ. 19.4.2012). Αντίθετα, εφόσον προκύπτει ταχυδρόμηση της επιστολής και αυτή δεν έχει επιστραφεί από το ταχυδρομείο, υφίσταται τεκμήριο και/ή αυτό συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη της παράδοσής της στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται (Ανδριανή Λεωνίδου Σάββα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 341/2010, ημερ. 6.2.2012, Thedorou v. The Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 CLR 9).

Στην υπό κρίση περίπτωση, προκύπτει από την επιστολή του Τμήματος ημερομηνίας 16.11.2023 (σελίδωση αρ. 151 στον διοικητικό φάκελο), με την οποία ενημερωνόταν ο αιτητής για την απόρριψη του αιτήματός του για έκδοση δελτίου διαμονής, ότι αυτή εστάλη στον αιτητή, στην τελευταία γνωστή διεύθυνση που υπήρχε καταχωρημένη στην αρμόδια αρχή, στο δε κάτω μέρος αυτής αναγράφεται υπό μορφή σημείωσης (“Note”), ότι η επιστολή αυτή εστάλη ταχυδρομικώς στις 17.11.2023 στην τελευταία υπό του αιτητή δηλωθείσα διεύθυνσή του.

 

Στη βάση των πιο πάνω, η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, ως έχουσα και το σχετικό βάρος απόδειξης (Χ'' Γιάννη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α., Υποθ. Αρ. 846/2001, ημερ. 30.5.2003), ισχυρίζεται ότι η επιστολή του Τμήματος έφερε την ορθή διεύθυνση, ότι ταχυδρομήθηκε και ότι, αφού δεν επιστράφηκε, αυτή παρελήφθη.

 

Τα πιο πάνω δεν ανατράπηκαν από την πλευρά του αιτητή, ο οποίος, όπως αποφασίστηκε στην Katsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 CLR 566, φέρει, σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου (Κεφ. 1), το βάρος απόδειξης της μη λήψης της επιστολής και, συνακόλουθα, το βάρος ανατροπής του πιο πάνω τεκμηρίου με την προσαγωγή μαρτυρίας ως προς τη μη λήψη της επιστολής (Θεανώ Θεμιστοκλέους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 415, Λεωνίδου Σάββα, ανωτέρω). Γενικότερα, η πλευρά του αιτητή δεν έχει αποσείσει το σχετικό βάρος απόδειξης ως όφειλε, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη θεωρία της κατανομής του βάρους απόδειξης, ο κάθε διάδικος φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του (Σκουρής «Το Βάρος Αποδείξεως στη Διοικητική Δίκη» (1981), σελ. 20 επ.). Συνακόλουθα, ούτε και το τεκμήριο της νομιμότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων της Διοίκησης έχει εν προκειμένω ανατραπεί (Βασιώτης Κονστρ. Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού (1989) 3 Α.Α.Δ. 3193). Με αυτά τα δεδομένα, κρίνω ότι η επιστολή του Τμήματος, ημερομηνίας 16.11.2023, πράγματι εστάλη ταχυδρομικώς προς τον αιτητή στις 17.11.2023 και, εφόσον δεν επεστράφη, υφίσταται τεκμήριο παραλαβής αυτής εντός ευλόγου χρόνου από την εν λόγω ημερομηνία. Κατά συνέπεια, η υπό αναφορά Ιεραρχική Προσφυγή πράγματι υποβλήθηκε εκ εκπρόθεσμα.

 

Σχετικό είναι το άρθρο 2 του Κεφαλαίου 1, όπου προβλέπονται και τα εξής: «"επίδοση με ταχυδρομείο"- όταν Νόμος ή δημόσιο έγγραφο επιτρέπει ή απαιτεί όπως έγγραφο επιδοθεί ταχυδρομικώς, ανεξάρτητα αν χρησιμοποιείται η έκφραση επίδοση ή η έκφραση "δοθεί" ή "αποσταλεί" ή οποιαδήποτε άλλη έκφραση τότε, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, η επίδοση θα λογίζεται ότι γίνεται με την κανονική αποστολή, προπληρωμή και ταχυδρόμηση επιστολής που περιέχει το έγγραφο και εκτός αν αποδεικνύεται το αντίθετο, ότι επιτεύχθηκε κατά το χρόνο κατά τον οποίο η επιστολή θα παραδινόταν με τη συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου».

Αυτή ήταν και η προσέγγιση του παρόντος Δικαστηρίου στην Soltan, ανωτέρω, ενώ άμεσα συναφής είναι και η απόφαση στην ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΛΑΙΧΩΡΙΟΥ ΛΤΔ, ν. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 178, όπου, με αναφορά στην αμέσως πιο πάνω διάταξη του Κεφαλαίου 1, λέχθηκαν και τα εξής:

 

«Εφαρμογή έχει σε κανονικές συνθήκες το σχετικό ερμηνευτικό Άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, το οποίο καθορίζει ότι όπου έγγραφο επιτρέπεται να επιδίδεται ή να δίνεται ή να αποστέλλεται με ταχυδρομείο, τότε «..... λογίζεται ότι γίνεται με την κανονική αποστολή, προπληρωμή και ταχυδρόμηση επιστολής που περιέχει το έγγραφο και εκτός εάν αποδεικνύεται το αντίθετο, ότι επιτεύχθηκε κατά το χρόνο κατά τον οποίο η επιστολή θα παραδινόταν με τη συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου.». Η φράση «in the ordinary course of post», που είναι το Αγγλικό κείμενο στο πιο πάνω ερμηνευτικό άρθρο, σημαίνει τη λήψη της επιστολής σε δύο, τρεις ημέρες, ενώ δεν επιβάλλεται αυτή να ταχυδρομείται με ασφαλισμένο ταχυδρομείο (δέστε Latifundia Properties Ltd ν. Ψακή κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 670 και Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 415).

 

Στη Theodorou ν. The Abbot of Kykko Monastery Mr. Chrysostomos a.o. (1965) 1 C.L.R. 9, αποφασίστηκε ότι εφόσον μια επιστολή έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί, αυτό συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη παράδοσης στο πρόσωπο του παραλήπτη. Στη Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - αμφισβητήθηκε, όπως και εδώ, ότι οι δικηγόροι του εφεσείοντος είχαν παραλάβει έγκαιρα την εκεί επιστολή. Δεν ανατράπηκε όμως το τεκμήριο της λήψης στην κανονική πορεία του ταχυδρομείου της επιστολής με οποιαδήποτε μαρτυρία και με αναφορά στις προαναφερθείσες αυθεντίες, θεωρήθηκε ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός ατεκμηρίωτος με αποτέλεσμα την απόρριψη της έφεσης. Σχετική είναι και η υπόθεση Bantas ν. Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 610.

 

Από το διοικητικό φάκελο και τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως συνημμένα στην ένσταση, δεν παρουσιάζεται να υπήρξε πρόβλημα με την καθαυτό αποστολή της επιστολής ημερ. 26.3.07 (Παράρτημα Χ1 στην ένσταση), η οποία και απευθυνόταν στο δικηγόρο των αιτητών αναφέροντας ταχυδρομική θυρίδα και ταχυδρομικό κώδικα. Ο κ. Καραπατάκης δεν αμφισβήτησε την ορθότητα των στοιχείων που αναγράφηκαν στην επιστολή και δεν μπορεί, χωρίς την προσαγωγή μαρτυρίας, να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι η επιστολή παραλήφθηκε σε χρόνο άλλο από τον συνήθη, δηλαδή μετά παρέλευση περίπου δέκα ημερών. Ούτε μπορεί να ληφθούν υπόψη τα όσα αναφέρονται στη σελ. 5 της αγόρευσης ότι λόγω της Μεγάλης Εβδομάδας υπήρχε αυξημένη εργασία στα ταχυδρομεία και άρα καθυστέρηση στη λήψη της επιστολής. Ο περαιτέρω ισχυρισμός που καταγράφεται στην απαντητική γραπτή αγόρευση, σελ. 4, ότι είναι ανεπίτρεπτο για δικηγόρο να μετατρέπεται σε μάρτυρα τη στιγμή που χειρίζεται και την προσφυγή, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται από τον ίδιο ως ασπίδα ή δικαιολογία για τη μη προσαγωγή μαρτυρίας, διότι θα μπορούσε κάλλιστα να χειριστεί την υπόθεση άλλος δικηγόρος ώστε να δινόταν η πρέπουσα μαρτυρία προς απόδειξη του σχετικού ισχυρισμού.».

 

Υπό το φως των πιο πάνω και στη βάση των όσων έχουν προεκτεθεί, κρίνεται αβάσιμος ο ισχυρισμός της πλευράς του αιτητή ότι έλαβε για πρώτη φορά γνώση περί της απόρριψης του αιτήματός του στις 24.1.2024. Αναπόφευκτα δε, η Ιεραρχική του Προσφυγή κρίνεται ως υποβληθείσα εκπρόθεσμα και, άρα, είναι απαράδεκτη.

 

Συνακόλουθα, κρίνω ότι η πλάνη των καθ’ ων η αίτηση ως προς την ημερομηνία που αναγράφεται ως ημερομηνία έναρξης του καθεστώτος του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη (28.3.2022) δεν μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδης και/ή καταλυτική ως προς την εγκυρότητα της απόφασης έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, κατά την έκδοση των οποίων ο αιτητής ήταν, ούτως ή άλλως, απαγορευμένος μετανάστης και, συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης περί πλάνης που εμφιλοχώρησε στη λήψη και επιδρά στο κύρος της επίδικης απόφασης, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Περαιτέρω, στη βάση των όσων έχουν προεκτεθεί, κρίνω ότι δεν στοιχειοθετούνται επαρκώς ούτε οι ισχυρισμοί περί ανεπαρκούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας. Τόσο από τα ίδια τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, όσο και από την προαναφερθείσα επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος προς τον αιτητή, ημερομηνίας 2.4.2021, προκύπτει με σαφήνεια η νομική βάση, αλλά και οι λόγοι έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Όπως προκύπτει και από το σημείωμα της Λειτουργού που εξέτασε την Ιεραρχική Προσφυγή του αιτητή, προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ημερομηνίας 23.2.2024 (αρ. σελίδωσης 159 στο διοικητικό φάκελο), με αναφορά και στο άρθρο 32Α του Νόμου 7(Ι)/2007, η Ιεραρχική Προσφυγή του αιτητή υποβλήθηκε εκπρόθεσμα, με αποτέλεσμα η απόφαση του Τμήματος ημερομηνίας 16.11.2023 να καταστεί εκτελεστή.

 

Γενικότερα, κρίνω ότι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τα συγκεκριμένα και απαραίτητα στοιχεία, επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης, που επιτρέπουν τη διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.). Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης από τα παραρτήματα της ένστασης των καθ' ων η αίτηση και, γενικότερα από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου, απ’ όπου και προκύπτει με σαφήνεια το σκεπτικό και/ή ο λόγος έκδοσης των επίδικων αποφάσεων (Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Αναφέρω ενδεικτικά την επιστολή του Υπευθύνου Κλιμακίου ΥΑΜ Λευκωσίας προς την Διευθύντρια, ημερομηνίας 6.7.2025 (αρ. σελίδωσης 231-230 στον διοικητικό φάκελο), όπου καταγράφονται τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, τα οποία και οδήγησαν στη λήψη της επίδικης απόφασης, αλλά και το προαναφερθέν σημείωμα προς τον Υπουργό (αρ. σελίδωσης 159-158 στον φάκελο). Είναι δε σε αυτό το σημείο που διαφοροποιείται η παρούσα από την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1170/2022, ημερ. 8.1.2025, την οποία επικαλείται η πλευρά του αιτητή, εφόσον σε εκείνη την περίπτωση και σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εν προκειμένω, δεν υπήρχε καμία αιτιολόγηση και δεν μπορούσε η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

 

Δεδομένων των πιο πάνω, δεν στοιχειοθετούνται οι ισχυρισμοί της αιτήτριας περί ανεπαρκούς αιτιολογίας και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση. Η απόφαση κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο εφόσον περιέχονται σε αυτήν τόσο οι νομικοί όσο και οι πραγματικοί λόγοι έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων (Φράγκου, ανωτέρω) και αποκαλύπτεται το σκεπτικό, επί των οποίων στηρίχθηκε η τελική κρίση της Διοίκησης (L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023). Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης, σύμφωνα και με το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης.

Ειδικά ως προς το επίδικο διάταγμα κράτησης, ρητά αναφέρεται σε αυτό ότι κρίθηκε αναγκαίο όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ δεδομένης και της άρνησης και/ή της απροθυμίας του να επαναπατριστεί, δεν υπήρχε περιθώριο για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Άμεσα σχετικά είναι και τα όσα περιέχονται στην επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 6.7.2025 (αρ. σελίδωσης 231-230), όπου γίνεται εισήγηση για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή για όλους τους πιο πάνω λόγους, περιλαμβανομένης και της μη ύπαρξης εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Είναι σαφές ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν, επειδή ο αιτητής, κατά τον χρόνο έκδοσής τους, ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της προαναφερθείσας παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, η ευχέρεια των καθ’ ων η αίτηση ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της και δεν εντοπίζεται κατάχρηση εξουσίας, ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας, αλλ’ ούτε να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Οι καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα δεν ήσαν επιλέξιμα, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί (βλ. και αποφάσεις Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1242/2022 (Κ) (iJustice,) ημερ. 18.8.2022 και G.S.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 626/2023 (Κ) (i-Justice,) ημερ. 9.6.2023). Τονίζεται, περαιτέρω, ότι το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, σύμφωνα με την οποία-

 

«(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν άλλα επαρκή λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν-

(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής

(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.».

 

Είναι σαφές από την πιο πάνω διάταξη, ότι οι καθ’ ων η αίτηση έχουν τη διακριτική ευχέρεια να θέτουν υπό κράτηση τον υπό απέλαση ξένο υπήκοο για το σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία και δεν υπάρχει υποχρέωση για επιβολή διαβαθμισμένων μέτρων, αλλά επαφίεται στη διακριτική τους ευχέρεια, αν και εφόσον κριθεί ότι συντρέχει λόγος, να εφαρμοστούν άλλα, λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης, των λόγων που έχουν προεκτεθεί, αλλά και δεδομένης της προεκτεθείσας πρόνοιας του άρθρου 18ΠΣΤ(1) και της εκεί προβλεπόμενης διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης να αποφασίζει την κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας, υποκείµενου σε διαδικασίες επιστροφής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις προεκτεθείσες περιπτώσεις των παραγράφων (α) ή (β) της εν λόγω διάταξης, ως εν προκειμένω, που διαπιστώθηκε ότι υφίστατο κίνδυνος διαφυγής, αλλά και ότι ο αιτητής δεν συναινούσε στον επαναπατρισμό του, οι ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση κρίνονται σύννομες, η δε έκδοση της επίδικης απόφασης κρίνεται ορθή και εύλογα επιτρεπτή και δεν μπορώ να συμφωνήσω με τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της πλευράς του αιτητή.

 

Υπενθυμίζεται, τέλος, το υπό της πάγιας και διαχρονικής νομολογίας αναγνωρισμένο και αδιαμφισβήτητο κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφός της (Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, Ivan Todorov Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000) και αυτό βεβαίως καλύπτει και τις περιπτώσεις αλλοδαπών προσώπων που παράνομα διαμένουν στο έδαφός της, ως συμβαίνει εν προκειμένω με τον αιτητή.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται βάσιμος λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1600 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο