D. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 783/2025, 15/9/2025
print
Τίτλος:
D. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 783/2025, 15/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 783/2025 (K))

 

15 Σεπτεμβρίου 2025

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                   D.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

             ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1. ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Δρ. Χρ. Χριστοδουλίδης, για Αιτητή

Ε. Χατζηγιάννη (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ληφθείσας απόφασης κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη και της συνακόλουθης έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 20.7.2025, λόγω της παράνομης παραμονής του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Ο αιτητής, υπήκοος Ινδίας, αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 18.10.2015 με άδεια φοιτητή και μέχρι τις 30.9.2018, αυτός κατείχε νόμιμη άδεια διαμονής στη χώρα.

 

Στις 8.8.2018, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής  ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), ως σύζυγος Ευρωπαίας πολίτη, η οποία απορρίφθηκε.

 

Στη συνέχεια, στις 5.8.2021, απορρίφθηκε η αίτηση που είχε υποβάλει ο αιτητής, ημερομηνίας 20.5.2019, για παροχή διεθνούς προστασίας.

 

Ακολούθως, στις 27.8.2019, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος πολίτη της Ε.Ε., ως σύζυγος άλλης Ευρωπαίας πολίτη, με την οποία ο αιτητής είχε τελέσει τον δεύτερο γάμο του. Η αίτηση έγινε δεκτή και εκδόθηκε στον αιτητή σχετικό δελτίο διαμονής στη Δημοκρατία, με ισχύ μέχρι τις 24.10.2024. 

 

Αργότερα, στις 19.3.2025, τα στοιχεία του αιτητή καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων.

 

Στις 20.7.2025, εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), καθότι ο αιτητής κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των παραγράφων (κ) και (ζ) του άρθρου 6 του Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας.

 

Την ίδια μέρα (20.7.2025), καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή κατά της πιο πάνω απόφασης.

 

Αφού παραθέτουν εν εκτάσει το ιστορικό της υπόθεσης, οι συνήγοροι του αιτητή προωθούν δια της γραπτής τους αγόρευσης, ισχυρισμούς περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, έλλειψης αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, εμφιλοχώρησης νομικής και πραγματικής πλάνης, παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, καθώς και των αρχών της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της αμεροληψίας. Περαιτέρω δε, ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης προωθείται και ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης.

 

Από την πλευρά της, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 105 και κατ’ ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει στους καθ’ ων η αίτηση η οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της. Ούτε και ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης δύναται να ευσταθεί, ενώ ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος ακύρωσης που έγκειται στον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν πράγματι απαγορευμένος μετανάστης.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των οικείων διοικητικών φακέλων και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Όπως αναφέρεται στα επίδικα διατάγματα, αυτά εκδόθηκαν επειδή ο αιτητής ήταν απαγορευμένος μετανάστης, «[.] καθότι παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 17/03/2025 όταν η άδεια παραμονής του/της ως εξαρτώμενος ευρωπαίου πολίτη ακυρώθηκε».

 

Ωστόσο, έχοντας ανατρέξει στα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης, αλλά και σε όλους τους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν ως τεκμήρια κατά τις διευκρινίσεις (έργο δυσχερές, καθότι στους εν λόγω φακέλους τα έγγραφα δεν είναι καταχωρημένα με οποιαδήποτε λογική σειρά, είτε αριθμητική, είτε χρονολογική), πουθενά δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε που να υποστηρίζει ή/και να στοιχειοθετεί την πιο πάνω επίδικη κατάληξη της Διοίκησης. Δεν καθίσταται αντιληπτό στη βάση ποιων στοιχείων ή/και γεγονότων, οι καθ’ ων η αίτηση διαμόρφωσαν την πιο πάνω, επίδικη κρίση τους. Μάλιστα, θα πρέπει να αναφερθεί ότι το Δικαστήριο τούτο, ενώ είχε αρχικά επιφυλάξει την απόφασή του την 1.9.2025, αμέσως μετά, στις 4.9.2025, και αφού είχαν κατατεθεί οι σχετικοί διοικητικοί φάκελοι, αποφάσισε να επανανοίξει την υπόθεση και την όρισε στις 5.9.2025, προκειμένου να θέσει το πιο πάνω ζήτημα στους δικηγόρους των δυο πλευρών και δη στη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, για να τοποθετηθεί. Ωστόσο, τα ερωτήματα του Δικαστηρίου παρέμειναν αναπάντητα και μετά τη δικάσιμο της 12.9.2025, όταν και είχε οριστεί εκ νέου η υπόθεση για συμπληρωματικές διευκρινίσεις.

 

Αυτό που μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί, είναι η διάσταση θέσεων επί του υπό συζήτηση ζητήματος, μεταξύ της ίδιας της επίδικης απόφασης της Διευθύντριας του Τμήματος Μετανάστευσης και των ισχυρισμών της ίδιας της πλευράς των καθ’ ων η αίτηση, όπως αποτυπώνεται στο δικόγραφο της ένστασης: στα μεν επίδικα διατάγματα καταγράφεται ότι ο αιτητής ήταν απαγορευμένος μετανάστης, «[.] καθότι παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 17/03/2025 όταν η άδεια παραμονής του/της ως εξαρτώμενος ευρωπαίου πολίτη ακυρώθηκε», ενώ στην ένσταση (παρ. 4), αναφέρεται ότι αυτό που ακυρώθηκε, ήταν το αίτημα του αιτητή, που αυτός είχε υποβάλει στις 17.3.2025. Είναι πρόδηλο ότι πρόκειται για δυο εντελώς διαφορετικές θέσεις, η δε διαφορά κάθε άλλο παρά επουσιώδης είναι. Εν πάση δε περιπτώσει, ακόμα και αν αγνοηθεί αυτή η διαπίστωση και προχωρήσω στην εξέταση της περιεχόμενης στα επίδικα διατάγματα αιτιολόγησης της έκδοσής τους, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι η δοθείσα αιτιολογία πάσχει, εφόσον είναι ελλιπής, σε βαθμό που να καθίσταται ανέφικτη η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου. Πουθενά δεν εντοπίζεται απόφαση της Διοίκησης με την οποία να έχει ακυρωθεί από 17.3.2025 η άδεια παραμονής του αιτητή, ως αναφέρεται στα επίδικα διατάγματα. Γενικότερα, δεν καθίσταται αντιληπτό στη βάση ποιου σκεπτικού οι καθ΄ων η αίτηση κατέληξαν ότι ο αιτητής παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία από 17.3.2025, όταν η άδεια παραμονής του ως εξαρτώμενου ευρωπαίου πολίτη ακυρώθηκε.

 

Ως εκ τούτου, καθίσταται ανέφικτη η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου, που είναι και το ζητούμενο (L.A.S. BOATING LTD, ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Εν προκειμένω, η δοθείσα αιτιολογία ουδόλως παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εκείνα, ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία, που να οδηγούν στη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης (Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΕΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΕΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023). Έχει ωστόσο κατ’ επανάληψη νομολογηθεί η ανάγκη για σαφή αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης, ούτως ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (βλ. και άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999). Θα πρέπει, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εν προκειμένω, να παρατίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης (Φράγκου, ανωτέρω). Αντίθετα, αιτιολογία που διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ούτως ώστε να μην προκύπτει πως και στη βάση ποιων πραγματικών γεγονότων και νομοθετικών διατάξεων διαμορφώθηκε η κρίση της Διοίκησης, είναι αόριστη και ελλιπής, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του συγκεκριμένα στοιχεία επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης και άσκησης δικαστικού ελέγχου (Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348).

 

Ούτε και υφίσταται δυνατότητα συμπλήρωσης της αιτιολογίας από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εφόσον ουδεμία επαρκής παραπομπή έγινε από τους καθ' ων η αίτηση στα στοιχεία του φακέλου κατά τρόπο που να μπορεί πράγματι να συμπληρωθεί η αιτιολογία της επίδικης απόφασης και να καταστεί αντιληπτή η πραγματική βάση της απόφασης αυτής. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι κατά πάγια νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο, επιτρέπεται μόνον όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342).

 

Ούτε, βεβαίως, και συνιστά έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να εντοπίσει το σκεπτικό της Διοίκησης και/ή τη νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκειμένου να κρίνει αν η επίδικη κρίση είναι επαρκώς αιτιολογημένη (Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Κ.A. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, Ε.Δ.Δ. αρ.189/19, ημερ. 10.12.2020).

 

Τα πιο πάνω είναι ουσιώδους σημασίας, δεδομένου ότι στη συνέχεια, ο αιτητής άσκησε Ιεραρχική Προσφυγή, ημερομηνίας 14.7.2025, κατά της απόφασης απόρριψης της αίτησής του για έκδοση δελτίου διαμονής (αρ. σελίδωσης 161-149 στον διοικητικό φάκελο που σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 1Γ» κατά τις διευκρινίσεις), η οποία και εκκρεμούσε κατά τον χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων. Εν προκειμένω, και σε άμεση συνάρτηση με τις πιο πάνω διαπιστώσεις περί έλλειψης της δέουσας αιτιολογίας, εύλογα γεννώνται τα ακόλουθα ερωτήματα: ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα: η ακύρωση της αίτησης του αιτητή, ως αναφέρεται στο δικόγραφο της ένστασης, ή η ακύρωση της άδειας παραμονής του αιτητή από 17.3.2025; Αν όντως πρόκειται περί απόφασης ακύρωσης της άδειας παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, όπως αναφέρεται στα επίδικα διατάγματα, αυτή πότε πραγματικά έλαβε χώρα, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον πράγματι ο αιτητής ήταν απαγορευμένος μετανάστης κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων; Αν πάλι πρόκειται για απόφαση ακύρωσης της αίτησης του αιτητή, αυτή πότε έλαβε χώρα και, σε κάθε περίπτωση, πότε έλαβε γνώση της εν λόγω απόφασης ο αιτητής, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η υπ’ αυτού υποβληθείσα Ιεραρχική Προσφυγή ασκήθηκε εμπρόθεσμα; Επ’ αυτού, οι συνήγοροι του αιτητή ισχυρίζονται ότι η εν λόγω Ιεραρχική Προσφυγή ασκήθηκε εμπρόθεσμα στις 14.7.2025, αφού είναι την ίδια μέρα που έλαβε ο αιτητής γνώση της απόφασης ακύρωσης της αίτησής του για έκδοση δελτίου διαμονής (βλ. παρ. 33, σελ. 12 της γραπτής τους αγόρευσης). Η δε συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση παρέπεμψε κατά τις διευκρινίσεις στον διοικητικό φάκελο που σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 1Γ», όπου από την επιστολή του δικηγόρου του αιτητή προς το Τμήμα Μετανάστευσης (αρ. σελίδωσης 53-51), προκύπτει, ως λέγει, ότι ο αιτητής ενημερώθηκε για την εν λόγω απόφαση στις 9.7.2025. Στον ίδιο δε διοικητικό φάκελο, υπάρχει ένα μονοσέλιδο έγγραφο αγνώστου προελεύσεως προς άγνωστο αποδέκτη, αγνώστου ημερομηνίας, όπου αναφέρεται ότι «Η αίτηση σας έχει ακυρωθεί» (βλ. αρ. σελίδωσης 148). Ουσιαστικός αντίλογος επ’ αυτού δεν υπήρξε. Το μόνο σχετικό που το ίδιο το Δικαστήριο κατάφερε να εντοπίσει, είναι ένα μονοσέλιδο έγγραφο στον φάκελο που σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 1Β» κατά τις διευκρινίσεις (αρ. σελίδωσης 182), όπου δίδονται χειρόγραφες υπηρεσιακές οδηγίες, αγνώστου ημερομηνίας, για ακύρωση της αίτησης του αιτητή για έκδοση δελτίου διαμονής. Πέραν τούτου ουδέν. Ούτε προκύπτει αν και πότε τελικά επήλθε η εν λόγω ακύρωση. Όμως, ακόμα και αν όντως πρόκειται τελικά για απόφαση ακύρωσης της εν λόγω αίτησης, προκύπτει έκδηλο σφάλμα στη βάση και αιτιολόγηση των έπιδικων διαταγμάτων, όπου γίνεται αναφορά σε απόφαση ακύρωσης της άδειας παραμονής του αιτητή.

 

Συνεπώς, καθίσταται ευλόγως αντιληπτό ότι όλα τα πιο πάνω στοιχειοθετούν, άνευ ετέρου, ουσιώδες ζήτημα πάσχουσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.

 

Αυτή δε η διαπίστωση αναπόφευκτα οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, χωρίς να απαιτείται η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώνονται. Επιδικάζονται €2.000 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο