
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 789/2023)
17 Σεπτεμβρίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
O. R.
Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ’ ων η Αίτηση
Κ. Κουπαρή (κα), για Αιτητή
Α. Αχιλλέως (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Ρωσίας, προσβάλλει ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 21.4.2023 και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.
Όπως αναφέρεται στην σχετική, επίδικη επιστολή, που εστάλη στον αιτητή, η αίτησή του απορρίφθηκε, επειδή δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, όπως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), καθότι τον τελευταίο χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής του, αυτός απουσίαζε από τη Δημοκρατία για διάστημα 60 ημερών. Επιπρόσθετα, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν είχε ενταχθεί επαρκώς στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο, αφού δεν γνωρίζει την Ελληνική γλώσσα, παρόλο που διαμένει στην Κύπρο από το έτος 2010, ενώ, περαιτέρω, δεν είχε απαντήσει πλήρως στις ερωτήσεις που αφορούσαν στην προσαρμογή του στη νοοτροπία και στα έθιμα της χώρας.
Ο αιτητής, γεννηθείς κατά το έτος 1969, αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 13.4.2008 και στη συνέχεια, στις 23.9.2010, το Τμήμα εξέδωσε άδειας παραμονής σε αυτόν ως επισκέπτη, με ισχύ μέχρι τις 30.6.2011.
Στις 6.9.2012, εκδόθηκε άδεια παραμονής στον αιτητή, με ισχύ μέχρι τις 9.4.2013, ενώ στις 7.11.2012, ο αιτητής απέκτησε άδεια μετανάστευσης στη Δημοκρατία, κατηγορίας ΣΤ. Αργότερα δε, στις 27.5.2021, εκδόθηκε από το Τμήμα άδεια παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία με ισχύ μέχρι τις 27.5.2031.
Στις 23.5.2019, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, η οποία εξετάστηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και εν τέλει απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών («ο Υπουργός») στις 12.2.2023, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί και οι οποίοι αναφέρονται στη σχετική επιστολή, ημερομηνίας 21.4.2023, που εστάλη στον αιτητή.
Ο αιτητής αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή στις 19.5.2023.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον αιτητή προωθεί ισχυρισμούς περί πλάνης που εμφιλοχώρησε στη διαμόρφωση της επίδικης κρίσης, μη διενέργειας της δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς ή/και ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά την κα Κουπαρή, «η δήθεν αιτιολογία ότι ο αιτητής απουσίαζε τον τελευταίο χρόνο από την Δημοκρατία για διάστημα 60 ημερών είναι αντιφατικό με την πρακτική των καθ’ ων που δέχονται τέτοιες αιτήσεις και έχουν συγκεκριμένο έντυπο αναφέροντας ότι έχουν δικαίωμα να ταξιδέψουν μέχρι και 90 ημέρες οι αιτητές». Περαιτέρω, το ότι ο αιτητής δεν γνωρίζει την Ελληνική γλώσσα, δεν είναι προαπαιτούμενο με βάση τη σχετική νομοθεσία. Επιπρόσθετα δε, ως υποβάλλει η συνήγορος του αιτητή, το να ισχυρίζεται η Λειτουργός που εξέτασε την αίτηση του αιτητή, ότι ο τελευταίος δεν έχει ενταχθεί επαρκώς στο κοινωνικό σύνολο, είναι αντιφατικό με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπου αναφέρεται ότι ο αιτητής έχει αναπτύξει κοινωνικούς και βιωτικούς δεσμούς με τη Δημοκρατία, καθώς και ότι αυτός έδωσε πειστικές απαντήσεις για τους λόγους που επιθυμεί να πολιτογραφηθεί. Ισχυρίζεται επίσης η κα Κουπαρή ότι ο αιτητής είναι γνώστης της ιστορίας της Κύπρου και γνωρίζει τα Κυπριακά έθιμα και την Κυπριακή νοοτροπία.
Όλα τα πιο πάνω, καταλήγει η συνήγορος του αιτητή, δεν λήφθηκαν υπόψη από τους καθ’ ων η αίτηση, με αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους της Διοίκησης, η οποία, ακόμα και αν πράγματι διενεργήθηκε, δεν καταγράφεται σε κανένα έγγραφο, καθιστώντας ωσαύτως αναιτιολόγητη την επίδικη απόφαση και ανεπίδεκτη δικαστικού ελέγχου.
Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, λήφθηκε δε αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, τη σχετική νομοθεσία και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν διαπιστώνεται ούτε κατάχρηση εξουσίας, αλλ’ ούτε παραβίαση των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου. Όλοι δε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει η πλευρά του αιτητή, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, υποκείμενοι σε απόρριψη.
Τονίζει, μεταξύ άλλων, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση ότι το ζήτημα της παραχώρησης υπηκοότητας σε αλλοδαπό εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του κράτους, ως έκφανση της άσκησης την κρατικής του κυριαρχίας και, εφόσον η Διοίκηση ενήργησε καλόπιστα, η κρίση της ως προς την έγκριση ή απόρριψη ενός τέτοιου αιτήματος, αναγνωρίζεται κατά τα λοιπά ως απόλυτη. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τον σχετικό ισχυρισμό, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα και καθόλα ορθά κατέληξαν στην απόρριψη της αίτησης του αιτητή, στηριζόμενοι τόσο στη διαπίστωση ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 111 του Νόμου και στον Τρίτο Πίνακα του εν λόγω άρθρου, όσο και στη διαπίστωση ότι ο αιτητής δεν είχε ενταχθεί επαρκώς στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο. Επ’ αυτού, προβάλλεται συναφώς ότι οι καθ’ ων η αίτηση διενήργησαν τη δέουσα έρευνα και αιτιολόγησαν πλήρως την απόφασή τους, η δε αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του οικείου διοικητικού φακέλου.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι ακόμα και η υφ' ενός αιτητή κατοχή όλων των υπό του Νόμου προβλεπόμενων τυπικών προσόντων για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, απλώς γεννά το δικαίωμα υποβολής του σχετικού αιτήματος, αλλά δεν παρέχει αφ' εαυτής δικαίωμα στον αλλοδαπό για απόκτηση της υπηκοότητας (Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/2012, ημερ. 24.10.2018) και δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της αίτησης (AYMAN M. KAMMIS ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 96/2011, ημερ. 26.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D214, Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, Sohrab Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009). Εξάλλου, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 111 του Νόμου, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογραφήσεως. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, αφού έχει κατ' επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και πιο πρόσφατα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Διοικητικού Δικαστηρίου, ότι το ζήτημα της χορήγησης της Κυπριακής υπηκοότητας, άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και, επομένως, το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (βλ. και Tulin Sabahatin Veysel κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010, Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Oleg Nagorny v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 205/19, ημερ. 25.10.2024, με αναφορά και στην Rami Makhlouf κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 21/17, ημερ. 10.9.2024, το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της (βλ. και Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203) και η διακριτική ευχέρεια του κράτους σε τέτοιες περιπτώσεις «είναι ευρεία, σχεδόν απεριόριστη, νοουμένου ότι ασκείται με καλή πίστη (Michael Kamel Barakat v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 916, Lucien Chlala v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3371)». Όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε στην Reyes, ανωτέρω, με αναφορά και στην Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας να επιλέξει τα άτομα στα οποία θα παράσχει την υπηκοότητά της, αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη, το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).
Η τήρηση, λοιπόν, της αρχής της καλής πίστης είναι ο μόνος φραγμός που έθεσε η νομολογία στην άσκηση της εν λόγω εξουσίας. Εφόσον η εξουσία ασκείται καλόπιστα και δεν παραβιάζονται τα δικαιώματα του αλλοδαπού, ως αυτά προστατεύονται από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (βλ. Amanda Marga Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Balalas v. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 2127 και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Moustaquim v. Belgium, Series A, No.193, σελ.19). Υπάρχει δε μαχητό τεκμήριο ότι οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια της Διοίκησης είναι καλόπιστη (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224). Εντούτοις, παρατηρώ ότι στην υπό κρίση περίπτωση, η πλευρά του αιτητή σε κανένα σημείο της γραπτής της αγόρευσης, ούτε της αρχικής ούτε και της απαντητικής, δεν ισχυρίζεται, ούτε καν αναφέρει, οτιδήποτε περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση. Με αποτέλεσμα, και υπό το φως της προεκτεθείσας νομολογίας, να διαπιστώνεται από αυτό το στάδιο, ότι δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας η υπό εξέταση προσφυγή.
Εν πάση όμως περιπτώσει, και προς ολοκλήρωση του σκεπτικού του Δικαστηρίου, παρατίθενται τα εξής:
Εν προκειμένω, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε στη βάση του άρθρου 111 του Νόμου και του Τρίτου Πίνακα αυτού, εφόσον κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, αλλά και για ουσιαστικούς λόγους. Στο άρθρο 111 του Νόμου, προβλέπεται η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού να χορηγήσει πιστοποιητικό πολιτογράφησης σε οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα, «ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα». Σύμφωνα λοιπόν με τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου, που τιτλοφορείται «Προσόντα για Πολιτογράφηση», και στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 111 του Νόμου, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει-
«1. Με την τήρηση των διατάξεων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού που αιτείται τέτοια πολιτογράφηση, είναι τα ακόλουθα:
(α) Διαµονή στη Δηµοκρατία για όλο το χρονικό διάστηµα των αµέσως προηγούµενων 12 µηνών από την ηµεροµηνία της αίτησης, και
(β) κατά τη διάρκεια των αµέσως προηγούµενων από το πιο πάνω αναφερόµενο δωδεκάµηνο χρονικό διάστηµα επτά ετών, είτε διέµενε στη Δηµοκρατία, είτε διετέλεσε στη δηµόσια υπηρεσία της Δηµοκρατίας, είτε µερικώς το ένα και µερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήµατα που αθροισµένα να µην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών:».
Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι, με βάση την προεκτεθείσα διάταξη, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, η οποία πλειστάκις επιβεβαιώθηκε σε επίπεδο Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της. Αναφορά μπορεί να γίνει στην ISSA E.E.ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, όπου τονίστηκε ότι, το δικαίωμα αλλοδαπού να αποταθεί για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, δεν συνεπάγεται και απόλυτο δικαίωμα απόκτησης της υπηκοότητας και ότι, εφόσον η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν δύναται να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Κατά τα λοιπά, η κάθε υπόθεση εξετάζεται επί των γεγονότων της.
Εν προκειμένω, όπως έχει προαναφερθεί, οι καθ' ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση του αιτητή για δυο λόγους, αφενός, επειδή ο αιτητής δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, όπως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου, καθότι τον τελευταίο χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής του, αυτός απουσίαζε από τη Δημοκρατία για διάστημα 60 ημερών, ενώ, επιπρόσθετα, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν είχε ενταχθεί επαρκώς στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο, αφού δεν γνωρίζει την Ελληνική γλώσσα, παρόλο που διαμένει στην Κύπρο από το έτος 2010 και δεν είχε απαντήσει πλήρως στις ερωτήσεις που αφορούσαν στην προσαρμογή του στη νοοτροπία και στα έθιμα της χώρας.
Ξεκινώντας από το πρώτο, διαπιστώνω ότι πράγματι, στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, προκύπτει ότι ο αιτητής δεν διέμενε στη Δημοκρατία καθ’ όλο κατά το χρονικό διάστημα των αμέσως προηγούμενων 12 µηνών της ηµεροµηνίας υποβολής της αίτησής του, ήτοι κατά το διάστημα από 23.5.2018 μέχρι 23.5.2019, ως απαιτείται από την παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου, αλλά ότι αυτός απουσίαζε για 60 ημέρες. Αυτό αναφέρεται ρητά στην έκθεση της Λειτουργού προς τον Υπουργό (βλ. Μέρος 1 «Έλεγχος Προϋποθέσεων», παράγραφο 3 (σελίδωση 52 στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 1Β» κατά τις διευκρινίσεις), όπου γίνεται παραπομπή και στη σελίδωση 16 του ιδίου φακέλου). Στην εν λόγω δε σελίδωση 16 και στο εκεί περιεχόμενο σχετικό έγγραφο, καταγράφονται αναλυτικά οι αφίξεις και αναχωρήσεις του αιτητή από τη Δημοκρατία κατά το δωδεκάμηνο πριν από την υποβολή της αίτησής του.
Συνεπώς, είναι πρόδηλο ότι ο αιτητής δεν κατείχε όλα τα υπό του Νόμου απαιτούμενα προσόντα για πολιτογράφηση, εφόσον αυτός δεν πληρούσε την προϋπόθεση της παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου. Τα όσα επί του υπό συζήτηση θέματος αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου του αιτητή, ουδόλως διαφοροποιούν την πιο πάνω διαπίστωση, η οποία αποβαίνει καταλυτική, και δεν αναιρούν το πραγματικό γεγονός ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα. Πράγματι, ο ίδιος ο Νόμος, σύμφωνα με την παράγραφο (α), απαιτεί διαμονή στη Δημοκρατία «για όλο το χρονικό διάστηµα των αµέσως προηγούµενων 12 µηνών» και όχι για κάποια διαστήματα, όπως είναι η περίπτωση στην αμέσως επόμενη παράγραφο (β), στην οποία προβλέπονται τα εξής:
«(β) κατά τη διάρκεια των αµέσως προηγούµενων από το πιο πάνω αναφερόµενο δωδεκάµηνο χρονικό διάστηµα επτά ετών, είτε διέµενε στη Δηµοκρατία, είτε διετέλεσε στη δηµόσια υπηρεσία της Δηµοκρατίας, είτε µερικώς το ένα και µερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήµατα που αθροισμένα να µην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών:».
Ξεκάθαρα και ρητά, λοιπόν, η παράγραφος (α) απαιτεί τη διαμονή στη χώρα για όλο το διάστημα των δώδεκα μηνών και αυτό δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί ως παρουσία του αιτούντος αλλοδαπού στη Δημοκρατία κατά το εν λόγω διάστημα. Διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση, πέραν του ότι δεν συνάδει με την προεκτεθείσα οικονομία του κειμένου, θα απέληγε σε παράδοξα αποτελέσματα, εφόσον θα παρεχόταν η δυνατότητα υποβολής αίτησης για πολιτογράφηση, σε αλλοδαπό, ο οποίος καθ’ όλο τον τελευταίο ένα χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής του, δεν είχε φυσική παρουσία στη Δημοκρατία (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου επί παρομοίου θέματος, στην H.A.D. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 577/2021, ημερ. 18.2.2025).
Συνεπώς, ο αιτητής προδήλως δεν πληρούσε μια εκ των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου για πολιτογράφηση και δη αυτήν της παραγράφου 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου. Με αυτό ως δεδομένο, ήδη από αυτό το στάδιο, κρίνεται ότι ορθώς η αίτησή του απορρίφθηκε από τους καθ' ων η αίτηση.
Εν πάση όμως περιπτώσει, προχωρώ και στην εξέταση του δεύτερου λόγου για τον οποίο οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση του αιτητή. Εν προκειμένω, στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων, δεν προκύπτει με την απαιτούμενη επάρκεια ότι, πράγματι, ο αιτητής έχει ενταχθεί στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο ή ότι έχει προσαρμοστεί στην Κυπριακή νοοτροπία. Το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο που συνηγορεί υπέρ αυτής της διαπίστωσης, είναι ότι ο αιτητής δεν γνωρίζει καθόλου την Ελληνική γλώσσα, παρόλο που διαμένει στην Κύπρο από το 2010 (βλ. σελίδωση 51 και την εκεί περιεχόμενη αναφορά στην προαναφερθείσα έκθεση της Λειτουργού προς τον Υπουργό). Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στο σχετικό έντυπο προφορικής συνέντευξης (σελ. 42 στο Τεκμήριο 1Β), ο αιτητής δεν ομιλεί καθόλου την Ελληνική γλώσσα και δεν φαίνεται να έχει ενταχθεί επαρκώς στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο. Εν πάση περιπτώσει, δεν έχει καταδειχθεί με την απαιτούμενη επάρκεια ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν εν προκειμένω εκτός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, πόσω δε μάλλον κακόπιστα. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης ουδέποτε ετέθη από την πλευρά του αιτητή. Υπό το φως δε των αρχών και κατευθυντήριων που έχουν εκτεθεί ανωτέρω και έχοντας βεβαίως ως αφετηρία ότι η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία που ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους, το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί, με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης, τα όσα αναφέρει η συνήγορος του αιτητή στη γραπτή της αγόρευση, ουδόλως μπορούν να προσθέσουν στην επιχειρηματολογία της περί απόφασης παράνομης και/ή πεπλανημένης, ενώ ούτε και εντοπίζεται κενό έρευνας.
Περαιτέρω δε, ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω μη επαρκούς αιτιολόγησής της. Εξετάζοντας την, περιεχόμενη στην προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 21.4.2023, απόφαση, κρίνω ότι αυτή είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (L.A.S. BOATING LTD, ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Στην εν λόγω απόφαση, περιέχεται το σκεπτικό και οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή, ούτως ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (βλ. και άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999). Γενικότερα, η δοθείσα αιτιολογία πράγματι παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εκείνα, ειδικά και συγκεκριμένα, στοιχεία, που να οδηγούν στη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης (Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΕΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΕΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023. Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης, από τα οποία προκύπτουν με σαφήνεια οι λόγοι απόρριψης της αίτησης (Σανταφιανός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 108/2015, ημερ. 3.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:C227S.A., ανωτέρω, D.J.G., ανωτέρω, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).
Ενόψει λοιπόν των γεγονότων της υπόθεσης και, γενικότερα, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος και δε διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην τελική τους κατάληξη. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου, εφόσον δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο