ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 1025/2025 (Κ))
22 Οκτωβρίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
M. Y.
Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Α. Δ. Δημητρίου, για Αιτητή
Α. Φιλίππου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ληφθείσας απόφασης κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη και της συνακόλουθης έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 7.9.2025, λόγω της παράνομης παραμονής του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία παράνομα και στις 15.12.2017, υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 7.9.2021. Κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), στις 19.1.2022, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 5.12.2022, λόγω μη προώθησής της.
Στη συνέχεια, ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση, η οποία κρίθηκε απαράδεκτη και απορρίφθηκε στις 15.12.2023, ενώ στις 17.1.2024 ο αιτητής καταχώρησε νέα προσφυγή στο ΔΔΔΠ κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, η οποία επίσης απορρίφθηκε, στις 17.10.2024, λόγω μη προώθησης. Έκτοτε, ο αιτητής παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα, αφού δεν αποτάθηκε για να διευθετήσει την παραμονή του υπό οποιοδήποτε καθεστώς.
Στις 6.9.2025, ο αιτητής εντοπίστηκε από μέλη του Ουλαμού Πρόληψης Εγκλήματος (ΟΠΕ) Λάρνακας και συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας, ενώ στις 7.9.2025, εκδόθηκαν εναντίον του τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ.105), ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθότι αυτός, όπως αναφέρεται στα επίδικα διατάγματα, ήταν απαγορευμένος μετανάστης, εφόσον παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα από 5.12.2022, ημερομηνία απόρριψης της πρώτης προσφυγής του από το ΔΔΔΠ.
Στις 18.9.2025, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης του αιτητή, σε χώρα που υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή του και/ή κίνδυνος να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ, ζήτημα που, ως προβάλλει ο κ. Δημητρίου, θα πρέπει να εξετάζεται κατά τη στιγμή που λαμβάνεται η απόφαση για την απέλαση του αιτητή. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση ως προς τα πραγματικά περιστατικά της περίπτωσης του αιτητή και/ή τις εξατομικευμένες παραμέτρους αναφορικά με τον αιτητή και την ύπαρξη οικογένειάς του στην Κύπρο (συντρόφου και ανήλικου τέκνου), αλλά και τους κινδύνους από τυχόν επιστροφή του αιτητή στη χώρα καταγωγής του. Επ’ αυτού, ο συνήγορος του αιτητή κάνει λόγο για «παντελή απαξία των δηλώσεων του αιτητή για την οικογενειακή του κατάσταση» και προβάλλει ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη, ως όφειλαν, τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, με αποτέλεσμα να υφίσταται διαδικαστική παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης της επαναπροώθησης, αλλά και ουσιαστική παραβίαση, καθότι «υπάρχει σοβαρός κίνδυνος σε περίπτωση απέλασής του αιτητή στην Λ.Δ. του Κογκό, αυτός να υποστεί απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση ή/και κινδυνεύει επίσης με παραβίαση του δικαιώματός του στη ζωή». Κατά τον κ. Δημητρίου, η παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία μαζί με την οικογένειά του, «αντικειμενικά θα έπρεπε να οδηγήσει κατ'ελάχιστον στην αξιολόγηση των δεσμών του αιτητή με τη Δημοκρατία και στο κατά πόσο η επέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή είναι αναγκαία και αναλογική». Αντίθετα, συνεχίζει, καμία απολύτως έρευνα δεν έγινε από τους καθ’ ων η αίτηση ως προς το κατά πόσον παραβιάζεται η εν λόγω αρχή. Ούτε και είναι δυνατό «μετά που ο ίδιος ο αιτητής ανέφερε την οικογενειακή του κατάσταση, και χωρίς να συνυπολογίζεται οτιδήποτε άλλο, να εκδίδεται διάταγμα απέλασης και κράτησης, αποκλειστικά λόγω παράνομης παραμονής». Αναφέρει επίσης ο κ. Δημητρίου ότι η σύντροφος του αιτητή και μητέρα του τέκνου του, διαμένει στη Δημοκρατία με το καθεστώς της αιτήτριας διεθνούς προστασίας.
Επιπρόσθετα, προωθείται ο ισχυρισμός ότι παραβιάστηκαν οι διατάξεις του Κεφ. 105, αλλά και της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων τρίτων χωρών, καθότι ο αιτητής ουδέποτε ενημερώθηκε δεόντως ότι είχε κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης και ουδέποτε παρασχέθηκε σε αυτόν χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης από τη Δημοκρατία.
Προβάλλεται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων πάσχει λόγω μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, εμφιλοχώρησης πλάνης, ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολογίας και κακής ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση. Στο πλαίσιο αυτό, εγείρεται και ο ισχυρισμός ότι οι καθ' ων η αίτηση εσφαλμένα και κατά παράβαση των διατάξεων του Κεφ. 105, δεν εξέτασαν το ενδεχόμενο λήψης εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.
Επιπρόσθετα, εγείρεται και προωθείται ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του αιτητή.
Ο συνήγορος για τους καθ' ων η αίτηση, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας, κατ' ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 105 και κατ' ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει στους καθ' ων η αίτηση η οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν πράγματι απαγορευμένος μετανάστης.
Με αναφορά σε σχετική νομολογία υποστηρικτική των δικών τους θέσεων, οι καθ’ ων η αίτηση επιχειρηματολογούν υπέρ της νομιμότητας της απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ενώ επισημαίνουν ότι, σε κάθε περίπτωση, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν πράγματι απαγορευμένος μετανάστης. Αντικρούονται επίσης οι ισχυρισμοί περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, αλλά και των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.
Απαντητική γραπτή αγόρευση εκ μέρους του αιτητή, δεν καταχωρήθηκε.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Αποτελεί πραγματικό γεγονός, προκύπτει εξάλλου και από τον οικείο διοικητικό φάκελο που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ότι ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 7.9.2021, καθώς και ότι κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή στο ΔΔΔΠ, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 5.12.2022, λόγω μη προώθησής της. Αναντίλεκτο γεγονός αποτελεί και το ότι ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση, η οποία κρίθηκε απαράδεκτη και απορρίφθηκε στις 15.12.2023, ενώ στις 17.1.2024 ο αιτητής καταχώρησε δεύτερη προσφυγή στο ΔΔΔΠ κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, η οποία επίσης απορρίφθηκε, στις 17.10.2024, λόγω μη προώθησης.
Όλα τα πιο πάνω, εκτίθενται και σε επιστολή της ΥΑΜ Λάρνακας προς την Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, ημερομηνίας 7.9.2025, όπου και γίνεται εισήγηση για έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, καθότι δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, ενώ ούτε και η αρχή της μη επαναπροώθησης παραβιάζεται.
Στις 7.9.2025, εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105. Όπως αναφέρεται σε αυτά, κατά το χρόνο έκδοσής τους, ο αιτητής ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, καθότι αυτός παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από 5.12.2022, όταν και απορρίφθηκε από το ΔΔΔΠ η προσφυγή του κατά της προαναφερθείσας απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Είναι πρόδηλο ότι ο αιτητής κατά το χρόνο κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη και της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ήταν πράγματι απαγορευμένος μετανάστης ως διαμένων παράνομα στη χώρα.
Άμεσα σχετική είναι η απόφαση του Εφετείου στην Ruth Nash v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 20/2024, ημερ. 22.10.2024, σε υπόθεση όπου η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση υπεβλήθη πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, τα οποία και εκδόθηκαν εκκρεμούσης της εξέτασης της αίτησης. Το Δικαστήριο, με αναφορά και στην Madber v Δημοκρατίας Ε.Δ.Δ. 8/22, ημερ. 17.11.2022, τόνισε ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης αιτούντος διεθνούς προστασίας, μετά την απόφαση του ΔΔΔΠ, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτηση παραχώρησης αυτού του καθεστώτος, δεν μετατρέπει τον αιτούντα σε αιτητή ασύλου πριν από την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης ως προς το παραδεκτό της από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Το καθεστώς διεθνούς προστασίας τερματίζεται με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ και η παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία, εκκρεμούσης της μεταγενέστερης αίτησής του, δεν είναι νόμιμη. Η μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ξεκινά με το δεδομένο ότι ο αιτών δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας, ήτοι ξεκινά από το καθεστώς που ισχύει με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου και ο αιτών που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση, δεν είναι αιτητής ασύλου και δεν επανακτά, ως εκ της καταχώρησης της μεταγενέστερης αιτήσεως και μόνον, το νόμιμο καθεστώς του αιτούντος διεθνούς προστασίας με δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία. Επομένως, μέχρι την εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής του από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου επί του παραδεκτού της αίτησης, ο αιτών δεν είναι αιτητής ασύλου (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην S.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1281/2023(Κ) (i-Justice), ημερ. 19.9.2023 και Y.S. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 721/2023 (i-Justice), ημερ. 31.10.2024). Κρίνεται σκόπιμη η παράθεση αυτούσιου του περιεχομένου της απόφασης του Εφετείου στην Nash, ανωτέρω (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την κύρια και βασική θέση που είχε προβληθεί από την Εφεσείουσα, ότι η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας που η Εφεσείουσα υπέβαλε της προσέδιδε την ιδιότητα της αιτούσας διεθνούς προστασίας (και κατ’ επέκταση τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθηκαν παράνομα) και ανέφερε τα εξής:
«Δεν θα συμφωνήσω με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας. Η όλη εισήγηση, στηρίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης και μόνο προσδίδει στον εκάστοτε αιτητή, καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας. Το ζήτημα έχει εξεταστεί στη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Madber v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 8/22, ημερομηνίας 17/11/22) ο δικαστικός λόγος της οποίας -και παρά τη διαφοροποίηση των γεγονότων- ενβρίσκει εφαρμογής. Κρίθηκε δε στην Madber ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης άρχεται με δεδομένο πως ο εκάστοτε αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας αλλά κατέχει το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής αιτήσεως ασύλου που είχε υποβάλει και απερρίφθη. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε παράλληλα ότι τύγχαναν εφαρμογής και τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του ΔΕΕ C239/14 Abdoulaye Amadou Tall, 17/12/2015». […..] «Στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, καθοριστική παραμένει η διαπίστωση, ότι η αίτηση της αιτήτριας για πολιτικό άσυλο εξετάστηκε και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, όπως βεβαίως απορριπτέα κρίθηκε και η Προσφυγή που καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Η δε υποβολή πρώτης μεταγενέστερης αίτησης, η οποία διενεργήθηκε πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, προσέδιδε μεν στην αιτήτρια δικαίωμα παραμονής μέχρι την εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως της, ουδόλως όμως μπορούσε να άρει την τελεσιδικία που επήλθε με την απόφαση του ΔΔΔΠ στην Προσφυγή αρ. 5844/21, ώστε αφ' εαυτού και μόνου του γεγονότος να ανακτά το καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας και να της παρέχεται αυτόματα δικαίωμα νόμιμης παραμονής ώστε να αναιρείται η νομιμότητα των εκδοθέντων διαταγμάτων (Ε.Μ v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 729/23, ημερομηνίας 23/6/23), Α.Η v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.2239/22, ημερομηνίας 25/1/23)».
Στην Sohel Madber ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 8/2022, ημερομηνίας 17/11/2022 («Madber»), την οποία η πρωτόδικη απόφαση επικαλείται, ο Εφεσείων δεν άσκησε οποιοδήποτε ένδικο μέσο κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αρχική του αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, αλλά υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, της οποίας το παραδεκτό εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Η αίτηση, αφού εξετάστηκε, απερρίφθη ως απαράδεκτη. Κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ο Εφεσείων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας και όσον η εκδίκασή της εκκρεμούσε, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης στη βάση του ΚΕΦ. 105.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθέτησε στην Madber ως απόλυτα ορθό το σκεπτικό και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής, δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη». Θεώρησε επίσης το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι εφαρμογής ετύγχαναν τα λεχθέντα στην απόφαση του ΔΕΕ C-239/14 Abdoulaye Amadou Tall, 17/12/2015, ότι όταν ο αιτών άσυλο υποβάλλει νέα αίτηση χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, «τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν επιλογή μεταξύ διαδικασιών που περιλαμβάνουν εξαιρέσεις ως προς τις εγγυήσεις των οποίων απολαύει κανονικά ο αιτητής.» Σημειώθηκε δε ότι, «σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή την παραχώρησης [sic] ιδιότητας αιτητή ασύλου και δικαιώματος παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρήσουν συνεχείς μεταγενέστερες αιτήσεις χωρίς την προσκόμιση στοιχείων νέων τα οποία να τις δικαιολογούν».
Στην παρούσα περίπτωση, η διαφοροποίηση που εντοπίζεται ως προς τα πραγματικά δεδομένα της Madber, είναι ότι στην επίδικη περίπτωση, η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση υπεβλήθη πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, εκκρεμούσης της εξέτασης του παραδεκτού της αίτησης, ενώ στην Madber, είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση και ακολούθως εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Εκκρεμούσε όμως η εκδίκαση στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας της προσφυγής που αφορούσε την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης.
Δεν έχει τεθεί και δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε ικανό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι και σε περιπτώσεις όπως η εξεταζόμενη, δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα δεσμευτικώς αποφασισθέντα στη Madber. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 16Δ(2) και 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(1)/2000:
«(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Β τετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας: Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη».
Στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου 6(1)/2000 ορίζεται ότι,
«"αιτητής" σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και η ιδιότητα αυτή ισχύει για την περίοδο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή· η έννοια του αιτητή περιλαμβάνει και ανήλικο·».
Σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδίου Άρθρου του Νόμου,
«"τελική απόφαση" σημαίνει απόφαση η οποία ορίζει κατά πόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή ως πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του παρόντος Νόμου και - (α) έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά της εν λόγω απόφασης, ή (β) ασκήθηκε η προαναφερόμενη προσφυγή και εκδόθηκε πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επ' αυτής, ανεξάρτητα από το αν μέσω της άσκησης τέτοιας προσφυγής ο αιτητής αποκτά τη δυνατότητα να παραμένει στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέχρις ότου εκδοθεί η σχετική δικαστική απόφαση·».
Στη βάση των ανωτέρω, προκύπτει ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης δεν θεωρείται νέα αίτηση, αλλά περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της ήδη αποφασισθείσας αίτησης. Η ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας ισχύει από την περίοδο υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή και διατηρείται μέχρι να καταστεί τελική η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Εν προκειμένω, τελική απόφαση επί της αίτησης της Εφεσείουσας είναι η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στην Προσφυγή Αρ. 5844/2021, ημερομηνίας 24/11/2023 και η Εφεσείουσα μέχρι την ημερομηνία αυτή διατηρούσε την ιδιότητα της αιτήτριας ασύλου.
Πρόσθετα των αποφασισθέντων στη Madber, που υποστηρίζουν την πιο πάνω θεώρηση, το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Αίτηση Habeas Corpus Αρ. 114/2023 (ijustice), ημερομηνίας 24/10/2023, είναι ενισχυτικό της πιο πάνω θέσης:
«Ο Αιτητής παραγνωρίζει τις ρητές πρόνοιες που περιέχονται στον περί Προσφύγων Νόμο, Ν. 6(Ι)/2000, συμφώνως των οποίων η ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας ισχύει από την περίοδο υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, με βάση το αδιαμφισβήτητο πραγματικό ιστορικό της υπόθεσης, ασκήθηκε από τον Αιτητή προσφυγή εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και εκδόθηκε επί αυτής απορριπτική απόφαση από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Με βάση, δε, τα διαλαμβανόμενα στο Νόμο, υφίσταται τελική απόφαση και ουδεμία σχέση έχει το γεγονός ότι ο Αιτητής άσκησε έφεση εναντίον αυτής. Η ιδιότητα του αιτητή ασύλου διατηρείται μέχρι να καταστεί τελική η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, δηλαδή μέχρι και το τέλος του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Σχετικό επί του προκειμένου είναι το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Ν. 6(Ι)/2000 το οποίο ορίζει ότι « «αιτητής» […]
«Προβλήθηκε, ακόμη, από μέρους του Αιτητή ότι δυνάμει της υποβολής μεταγενέστερης αίτησης (πρώτη μεταγενέστερη αίτηση) στην Υπηρεσία Ασύλου, αυτός επανάκτησε το νόμιμο καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας, με δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία και ότι, ως εκ τούτου, δεν θεωρείται παράνομος μετανάστης και κανένα διάταγμα κράτησης και απέλασης δεν μπορεί να εκτελεστεί εναντίον του.
Η πιο πάνω θέση είναι παντελώς αβάσιμη. Η μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να προσδώσει στον Αιτητή την ιδιότητα αυτή, καθόσον έχει εξετασθεί μέσω προσφυγής που ο ίδιος καταχώρισε στο ΔΔΔΠ εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για να του παραχωρηθεί αυτό το καθεστώς και απερρίφθη από το ΔΔΔΠ με απόφαση του στις 31/7/2023.
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Sohel Madber v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΕΔΔ 8/2022, ημερ. 17/11/2022, μεταγενέστερο αίτημα για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ξεκινά με το δεδομένο πως ο αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη. Αντίθετη κρίση, ως αυτή που εισηγείται η συνήγορος του Αιτητή, ήτοι την παραχώρηση και απόκτηση της ιδιότητας ασύλου σε κάθε περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρούν συνεχείς αιτήσεις προσδοκώντας στην άνευ ετέρου νομιμοποίηση της παραμονής τους στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Όπως προέκυψε, ο Αιτητής ήταν παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και το γεγονός της καταχώρισης μεταγενέστερης αίτησης, η οποία ήταν μεταγενέστερη των Διαταγμάτων Κράτησης/Απέλασης, δεν τον μετατρέπει σε αιτητή ασύλου πριν την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και κρίσης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ως παραδεκτής αίτησης για περαιτέρω εξέταση της αίτησης στην ουσία της».
Συνεπώς, η μεταγενέστερη αίτηση που η Εφεσείουσα υπέβαλε, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στη Madber, ξεκινά με το δεδομένο ότι η Εφεσείουσα δεν είναι αιτήτρια ασύλου και δεν επανακτά ως εκ της καταχώρησης της μεταγενέστερης αιτήσεώς της και μόνο το νόμιμο καθεστώς του αιτούντος διεθνούς προστασίας με δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία. Επομένως, μέχρι την εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής της από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου επί του παραδεκτού της αίτησής της, η Εφεσείουσα δεν είναι αιτήτρια ασύλου.
Καταληκτικά, αυτό που αναδεικνύεται ως απόφθεγμα από το σκεπτικό και κατάληξη στη Madber είναι ότι, μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ξεκινά με το δεδομένο ότι ο αιτών δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας, ήτοι ξεκινά από το καθεστώς που ισχύει με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου.
Μόνο αν η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί κατά την προκαταρκτική εξέταση παραδεκτή και εξεταστεί περαιτέρω, ο αιτών θα λάβει το καθεστώς αιτητή ασύλου. Εν προκειμένω, η μεταγενέστερη αίτηση της Εφεσείουσας μετά την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου (η οποία απέρριψε την αίτηση της Εφεσείουσας να της παραχωρηθεί αυτό το καθεστώς), δεν τη μετέτρεπε σε αιτήτρια ασύλου πριν την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης ως προς το παραδεκτό της από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου.
Στη βάση των ανωτέρω, κρίνουμε ότι η Εφεσείουσα κατά τον χρόνο της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων δεν επανέκτησε το καθεστώς διεθνούς προστασίας το οποίο είχε τερματιστεί κατά την έκδοση της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Συνεπώς, η παραμονή της στη Δημοκρατία δεν ήταν νόμιμη και κατ’ επέκταση νόμιμη κρίνεται τόσο η κήρυξή της ως απαγορευμένης μετανάστριας όσο και η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων ως προς το ότι βασίστηκαν επί της εν λόγω κήρυξης.».
Εν προκειμένω βεβαία, όχι μόνον εκδόθηκε απορριπτική απόφαση από το ΔΔΔΠ στις 5.12.2022, αλλά εκδόθηκε στη συνέχεια και δεύτερη απορριπτική δικαστική απόφαση επί της προσφυγής κατά της απόφασης απόρριψης της μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή. Λαμβανομένων λοιπόν υπόψη των γεγονότων της υπό κρίση υπόθεσης και υπό το φως των διαπιστώσεων στην Madber, ανωτέρω και πιο πρόσφατα στη Nash, ανωτέρω, είναι σαφές ότι το καθεστώς διεθνούς προστασίας του αιτητή τερματίστηκε στις 5.12.2022, με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ. Κατά συνέπεια, η απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, αλλά και η απόφαση κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, επί της οποίας βασίστηκαν τα επίδικα διατάγματα, ημερομηνίας 7.9.2025, κρίνονται ως καθόλα ορθές και νόμιμες, εφόσον πράγματι ο αιτητής κατά το χρόνο της σύλληψής του και έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων, με δεδομένη και την ήδη από 5.12.2022 απόφαση απόρριψης της προσφυγής του από το ΔΔΔΠ, διέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105.
Περαιτέρω, δεν στοιχειοθετούνται ούτε οι ισχυρισμοί περί ανεπαρκούς αιτιολογίας και μη διενέργειας δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση.
Ειδικά ως προς το επίδικο διάταγμα κράτησης, ρητά αναφέρεται σε αυτό ότι κρίθηκε αναγκαίο όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ δεδομένης της μη συμμόρφωσής του με προηγούμενη απόφαση της Διοίκησης για επιστροφή στη χώρα του και της απροθυμίας του να επαναπατριστεί, δεν υπήρχε περιθώριο για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Άμεσα σχετικά είναι και τα όσα περιέχονται στην προαναφερθείσα επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 7.9.2025 (παράρτημα 3 στο δικόγραφο της ένστασης), όπου γίνεται εισήγηση για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, καθότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος διαφυγής του, δεν συμμορφώθηκε με τις απορριπτικές αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου και του ΔΔΔΠ, δεν διαμένει σε καμία από τις δηλωθείσες διευθύνσεις, αρνείται να συνεργαστεί για τον επαναπατρισμό του, με αποτέλεσμα να μην υφίστανται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Τονίζεται επίσης στην ίδια επιστολή ότι «Σε συνέντευξη που του έγινε ανάφερε ότι δεν έχει οικογένεια ή άλλους δεσμούς με τη Δημοκρατία».
Είναι σαφές ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν, επειδή ο αιτητής είχε κηρυχθεί και ήταν κατά τον χρόνο έκδοσής τους, στις 5.12.2022, απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της προαναφερθείσας παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-
«6.-(1) Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-
[.]
(κ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo εισέρχεται ή διαμέvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση oπoιασδήπoτε απαγόρευσης, όρoυ, περιoρισμoύ ή επιφύλαξης πoυ περιλαμβάvεται στo Νόμo αυτό ή σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή σε oπoιαδήπoτε άδεια πoυ παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv Καvovισμώv αυτώv·».
Λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, η ευχέρεια των καθ’ ων η αίτηση ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της και δεν εντοπίζεται κατάχρηση εξουσίας, ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας, αλλ’ ούτε να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Η Διευθύντρια του Τμήματος έκρινε ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα δεν ήταν επιλέξιμα, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί (βλ. και απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1242/2022 (Κ) (iJustice,) ημερ. 18.8.2022, καθώς και πιο πρόσφατα του παρόντος Δικαστηρίου, στην T.B.F. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1523/2024 (Κ), ημερ. 24.2.2025 και G.S.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 626/2023 (Κ) (i-Justice) ημερ. 9.6.2023). Τονίζεται, περαιτέρω, ότι το διάταγμα κράτησης εναντίον του αιτητή, εκδόθηκε και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, σύμφωνα με την οποία-
«(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν άλλα επαρκή λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν-
(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής
(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.».
Αυτό που προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη, είναι ότι ο Υπουργός Εσωτερικών (και, κατόπιν εξουσιοδότησης, η Διευθύντρια) έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει υπό κράτηση τον υπό απέλαση ξένο υπήκοο για το σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία και δεν υπάρχει υποχρέωση για επιβολή διαβαθμισμένων μέτρων, αλλά επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια, αν ο ίδιος κρίνει ότι συντρέχει λόγος, να εφαρμοστούν άλλα, λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης, των λόγων που έχουν προεκτεθεί, αλλά και δεδομένης της προεκτεθείσας πρόνοιας του άρθρου 18ΠΣΤ(1) και της εκεί προβλεπόμενης διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης να αποφασίζει την κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας, υποκείµενου σε διαδικασίες επιστροφής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις προεκτεθείσες περιπτώσεις των παραγράφων (α) ή (β) της εν λόγω διάταξης, ως εν προκειμένω, που διαπιστώθηκε ότι υφίστατο κίνδυνος διαφυγής, αλλά και ότι ο αιτητής δεν είχε συμμορφωθεί σε προηγούμενες αποφάσεις της Διοίκησης και του Δικαστηρίου, οι ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση κρίνονται σύννομες, η δε έκδοση της επίδικης απόφασης κρίνεται ορθή και εύλογα επιτρεπτή και δεν μπορώ να συμφωνήσω με τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του συνηγόρου του αιτητή.
Ενόψει των πιο πάνω, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, ούτε πλάνης περί το νόμο ή/και τα πράγματα όσον αφορά στην απόφαση κράτησης του αιτητή για σκοπούς απέλασης, εφόσον αυτός είχε τεθεί υπό κράτηση ως απαγορευμένος και/ή παράνομος μετανάστης βάσει του Κεφ. 105 (Α.Μ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2186/2022 (Κ) i-Justice, ημερ. 16.1.2023, E.Υ.O. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 351/2023 (Κ) i-Justice, ημερ. 10.4.2023).
Επιπρόσθετα, δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλεται ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση ως προς τα πραγματικά περιστατικά της περίπτωσης του αιτητή και τους κινδύνους που υφίστανται σε περίπτωση επαναπροώθησής του σε χώρα που υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή του και/ή κίνδυνος να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ. Αναφέρεται επίσης επανειλημμένα ο συνήγορος του αιτητή στο γεγονός ότι ο αιτητής είναι πατέρας ανήλικου παιδιού, το οποίο απέκτησε με τη σύντροφό του στη Δημοκρατία, η οποία, ως λέγει, είναι δικαιούχος ασύλου, υποβάλλοντας συναφώς την εισήγηση ότι θα μπορούσαν εν προκειμένω να εφαρμοστούν λιγότερο επαχθή από την κράτηση μέτρα εναντίον του αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή.
Επί των πιο πάνω, τονίζεται εν πρώτοις και κυρίως, ότι αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής είναι μόνον ο έλεγχος της νομιμότητας και εγκυρότητας των επίδικων διαταγμάτων, καθώς και της προηγηθείσας απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, αποφάσεις οι οποίες κρίνονται ως καθόλα σύννομες και ληφθείσες εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση. Το Δικαστήριο τούτο ενεργεί εν προκειμένω ως ακυρωτικό Δικαστήριο και δεν υπεισέρχεται στο ρόλο της Διοίκησης, υποκαθιστώντας τους καθ’ ων η αίτηση δια της έκδοσης διοικητικής απόφασης με περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό της επίδικης (T.B.F. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1523/2024, ημερ. 24.2.2025).
Εξάλλου, θεωρώ πως είχε ο αιτητής το χρόνο και τη δυνατότητα να μεριμνήσει και να διευθετήσει τα της νόμιμης παραμονής του στη Δημοκρατία, σε προγενέστερο στάδιο, πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, χωρίς να χρειαστεί στο στάδιο τούτο να επικαλείται ανθρωπιστικούς λόγους για παραμονή στη χώρα, ήτοι ζητήματα τα οποία εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Εν πάση δε περιπτώσει, λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων της υπόθεσης και με βάση τις ενέργειες στις οποίες προέβη η Διοίκηση, δεν στοιχειοθετείται οποιαδήποτε παραβίαση της εκ του άρθρου 18ΟΖ του Κεφ. 105, προβλεπόμενης αρχής της μη επαναπροώθησης. Λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων της υπόθεσης και με βάση τις ενέργειες στις οποίες προέβη η Διοίκηση κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αιτητή δεν στοιχειοθετούνται, ενώ ούτε και διενέργεια πλημμελούς έρευνας εντοπίζεται. Ούτε και μπορεί να τίθεται άνευ ετέρου ζήτημα παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, λόγω έκδοσης διατάγματος απέλασης του αιτητή. Αυτό που επιτάσσει η εφαρμογή της εν λόγω αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΖ του Κεφ. 105, το έπραξαν οι καθ' ων η αίτηση, όπως προκύπτει από τις ενέργειές τους. Πράγματι, όπως προκύπτει από την επιστολή της ΥΑΜ Λάρνακας προς τη Διευθύντρια του Τμήματος, ημερομηνίας 7.9.2025, δια της οποίας υποβάλλεται η εισήγηση για έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, διενεργήθηκε έρευνα αναφορικά με την οικογενειακή ζωή του αιτητή, ο οποίος και ανέφερε «ότι δεν έχει οικογένεια ή άλλους δεσμούς με την Δημοκρατία».
Εν πάση δε περιπτώσει, οι θέσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή επί του συγκεκριμένου ζητήματος και δη ότι εσφαλμένα δεν εξετάστηκε από τους καθ' ων η αίτηση κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος ο αιτητής να εκτεθεί σε απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση σε περίπτωση απέλασης στη χώρα καταγωγής του, παραβλέπουν πλήρως το αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι η αίτησή του για πολιτικό άσυλο εξετάστηκε και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, όπως βεβαίως απορριπτέα κρίθηκε και απορρίφθηκε, στις 5.12.2022, η προσφυγή που αυτός καταχώρησε στο ΔΔΔΠ, καθώς και η δεύτερη προσφυγή του επί της απόφασης απόρριψης της μεταγενέστερης αίτησής του. Συνεπώς, οι όποιοι ισχυρισμοί του αιτητή περί φόβου δίωξής του ή πραγματικού κινδύνου να υποστεί βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα καταγωγής του, διερευνήθηκαν και εξετάστηκαν στο πλαίσιο της αίτησης ασύλου του, από την Υπηρεσία Ασύλου, η ορθότητα της οποίας, επικυρώθηκε στη συνέχεια από το καθ' ύλην αρμόδιο Δικαστήριο (βλ. και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην E. S. K. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2153/2023 (Κ) (i-Justice), ημερ. 23.1.2024). Με τις πιο πάνω ενέργειες, εξαντλήθηκε το θέμα εξέτασης της αίτησης του αιτητή και δεν είχαν υποχρέωση οι καθ' ων η αίτηση να προβούν σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια σε σχέση με το ζήτημα της μη επαναπροώθησης του αιτητή στη χώρα καταγωγής του (βλ. και τις αποφάσεις στην B. D. M. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 556/2025, ημερ. 20.6.2025 και Ζ.Η. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1696/2023 (Κ), ημερ. 8.12.2023).
Και βεβαίως, δεν μπορεί να αναμένεται από τη Διοίκηση να προβεί σε έρευνα κατά πόσον, μετά την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ, διαφοροποιήθηκαν τα δεδομένα στη χώρα του αιτητή, ή ακόμα και οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, χωρίς προηγουμένως να έχει τεθεί οτιδήποτε σχετικό ενώπιον της από την πλευρά του αιτητή. Πουθενά στον οικείο διοικητικό φάκελο, ούτε και από κανένα παράρτημα στο δικόγραφο της ένστασης προκύπτει ότι τέθηκε οτιδήποτε σχετικό ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης. Τουναντίον, αυτό που προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα, είναι ότι ο αιτητής ουδέποτε ανέφερε το παραμικρό περί φόβου δίωξής του και περί ύπαρξης οικογένειας και ουδέποτε δήλωσε ενώπιον της Διοίκησης, ούτε κατά τη συνέντευξη που τού έγινε, ούτε κατά τη σύλληψή του, ότι είναι πατέρας ανήλικου τέκνου, το οποίο απέκτησε με τη σύντροφό του στη Δημοκρατία. Αυτό επιβεβαιώνεται από την προαναφερθείσα επιστολή της ΥΑΜ, ημερομηνίας 7.9.2025 (σελιδ. 14-13 στον διοικητικό φάκελο), αλλά και την κατάθεση του Αστυφύλακα Π., ημερομηνίας 6.9.2025, αναφορικά με τη σύλληψη του αιτητή, ο οποίος ουδέν ανέφερε κατά το χρόνο σύλληψής του. Αντίθετα, η πρώτη φορά που ο αιτητής, μέσω του συνηγόρου του, ισχυρίζεται τα περί ύπαρξης ανήλικου τέκνου του και συντρόφου, είναι δια της αίτησης ακυρώσεως, όπου επισυνάπτει, ως Παραρτήματα 3 και 4, αντίστοιχα, ένα πιστοποιητικό γέννησης του ανήλικου τέκνου και ένα πιστοποιητικό υποβολής αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας στο όνομα του ανήλικου τέκνου, καθώς και δια της γραπτής του αγόρευσης, η οποία βεβαίως συνιστά ανεπίτρεπτη μαρτυρία και δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος του διοικητικού φακέλου (Ελπινίκη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4104, Μαρούλλα Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565, Χριστίνα Τσιαντή κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (2008) 4 Α.Α.Δ. 824). Κατά πάγια νομολογία, μαρτυρία μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο αν γίνει δεκτό σχετικό αίτημα για προσαγωγή (Γιάννης Κώστα Κασάπης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 31/2017, ημερ. 11.10.2023). Εν προκειμένω βεβαίως, δεν έγινε οποιοδήποτε αίτημα για προσαγωγή μαρτυρίας εκ μέρους του αιτητή. Αποτελεί καλά εμπεδωμένη αρχή στο χώρο του Διοικητικού Δικαίου ότι ο έλεγχος τη νομιμότητας της προσβαλλόμενης δια προσφυγής πράξης διενεργείται στη βάση των στοιχείων του διοικητικού φακέλου από το Δικαστήριο, το οποίο και είναι το μόνο αρμόδιο να αποφασίσει για τη νομιμότητα μίας διοικητικής πράξης, στη βάση των αρχών που ισχύουν στη διοικητική δίκη ως προς το σχετικό έλεγχο που πρέπει να διενεργηθεί και ως προς το σχετικό βάρος απόδειξης και τους συναφείς ισχύοντες δικονομικούς κανόνες. Κατά πάγια νομολογία, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας που διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, το οποίο συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασης, πηγή δε πληροφόρησης και υλικό για την οποιαδήποτε επιχειρηματολογία αποτελεί ο φάκελος και το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο (Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ράφτη κ.α. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335).
Επαναλαμβάνεται ότι κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ουδέν είχε τεθεί ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών οργάνων αναφορικά με τις προσωπικές του περιστάσεις ή/και την ύπαρξη οικογένειας του αιτητή στη Δημοκρατία και, συνεπώς, τα όσα εκ των υστέρων θέτει ο αιτητής ουδόλως μπορούν να επηρεάσουν τη νομιμότητα και εγκυρότητα των εν λόγω διαταγμάτων, δεδομένης βεβαίως και της παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία.
Η περί του αντιθέτου θέση του συνηγόρου του αιτητή, ότι τα εκδοθέντα διατάγματα συνιστούν προϊόν ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας, καθότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι περιστάσεις της οικογενειακής ζωής του αιτητή, με αποτέλεσμα αυτή να παραβιάζεται, είναι προδήλως εσφαλμένη. Όπως λέχθηκε στην Limon ν. Δημοκρατίας Ε.Δ.Δ. 126/2021, ημερ. 20.4.2022, το δικαίωμα αλλοδαπού να παραμείνει στην επικράτεια μιας χώρας, κατ’ επίκληση διατάξεων που προστατεύουν το θεσμό της οικογένειας, δεν διασφαλίζεται ούτε από την ΕΣΔΑ, ούτε από το Σύνταγμα, κατά τον απόλυτο τρόπο που ισχυρίζεται ο αιτητής, ιδιαίτερα δε στην περίπτωση, ως η παρούσα, που ο αλλοδαπός δεν έχει αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στη χώρα και παραμένει σε αυτήν παράνομα (Kedoum ν. Δημοκρατίας, (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, Hasnas Natalia ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 921/2015, ημερ. 23.7.2015, M.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 990/2023 (Κ), ημερ. 31.8.2023). Όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά στην Kashif v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 144/2008, ημερ. 11.7.2008, «Η οικογενειακή ζωή δεν αποτελεί από μόνη της στοιχείο για να διαφοροποιηθεί υπέρ του αιτητή μια κατά άλλα έκδηλα παράνομη κατάσταση, ιδιαίτερα στον τομέα της απέλασης όπου το κυρίαρχο δικαίωμα του κράτους είναι προεξάρχον στον καθορισμό της πολιτικής, εφόσον ουδείς δικαιούται να παραμένει στην Κύπρο άνευ αδείας. [.] Η Ολομέλεια συμφώνησε επίσης με την πρωτόδικη κρίση ότι η γέννηση παιδιού στην Κύπρο από μόνη της, δεν παρέχει αυτόματο και αυτοτελές δικαίωμα παραμονής του στην Κύπρο» (βλ. και Alan Augustine v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 80/2011 ημερ. 14.6.2013 και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Β.Π. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 820/2023, ημερ. 20.7.2023).
Περαιτέρω, ανεπίδεκτες δικαστικής κρίσης, και ως εκ τούτου απορριπτέες, κρίνονται και οι αναφορές του αιτητή, οι οποίες εγείρονται προς επίρρωση της θέσης περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, και που έχουν ως έρεισμα ζητήματα ουσιαστικής παραβίασης της αρχής και έγκεινται στους κατ' ισχυρισμό κινδύνους που εξακολουθούν να επαπειλούν τον αιτητή σε περίπτωση απέλασης του, στη χώρα καταγωγής του, καθότι είναι σαφές ότι, πέραν της ελλιπούς τεκμηρίωσης με την οποία προβάλλονται, τέτοιοι ισχυρισμοί εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.
Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι ο αιτητής, μετά την απόρριψη της πρώτης προσφυγής του από το ΔΔΔΠ, καταχώρησε μεταγενέστερη αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του, η οποία επίσης απορρίφθηκε και σε πρώτο βαθμό και από το ΔΔΔΠ.
Συνεπώς, δεν μπορεί βάσιμα να τίθεται εν προκειμένω ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Περαιτέρω, αδίκως διαμαρτύρεται η πλευρά του αιτητή ότι δεν παρασχέθηκε σε αυτόν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Χριστάκης Κωνσταντινίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, Ε.Δ.Δ. 93/16, ημερ. 11.9.2023, Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D50). Άτομα, στα οποία ο νόμος δεν δίδει προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης, δεν καλύπτονται (G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155).
Η υπό εξέταση περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999) και δη του άρθρου 43(1) αυτού: σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται «σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης» (Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D71). Είναι σαφές ότι στην υπό κρίση περίπτωση, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις σαφώς και δεν εμπίπτουν στην εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1), αφού δεν αποτελούν ούτε κύρωση αλλ’ ούτε μέτρο πειθαρχικής φύσης.
Ενόψει των πιο πάνω, ο ισχυρισμός περί παραβίασης του προηγούμενου δικαιώματος ακρόασης του αιτητή, απορρίπτεται ως αβάσιμος, ενώ δεν εντοπίζεται ούτε κατάχρηση εξουσίας, ούτε κακή ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση, αλλ’ ούτε παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, ισχυρισμοί που δεν στοιχειοθετούνται και απορρίπτονται.
Τέλος, δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός περί κατάχρησης εξουσίας και παραβίασης της αρχής της καλής πίστης εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση. Δεδομένης της ύπαρξης συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου, δυνάμει του οποίου ορθώς ενήργησαν οι καθ’ ων η αίτηση στην παρούσα υπόθεση, είναι αρκετό να υπομνησθεί εν προκειμένω ότι η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει, ωστόσο, και δεν μπορεί να υποσκελίσει το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο και να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας (G. P. Iron & Wood Makers Ltd ν. Δημοκρατίας Υποθ. Αρ. 959/2004, ημερ. 17.1.2006, Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Έχει δε η εν λόγω αρχή συμπληρωματικό χαρακτήρα, όπου υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως βεβαίως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (βλ. και O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. αρ. 1/16, ημερ. 20.7.2021 και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016). Εν προκειμένω, δεδομένης της ύπαρξης των προεκτεθεισών διατάξεων του Κεφ. 105, δεν θα μπορούσε η αρχή της καλής πίστης να τις υποσκελίσει και να αποτελέσει λόγο απόκλισης από αυτές.
Ως εκ των πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται βάσιμος λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο