S. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΥΦΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1068/2025, 29/10/2025
print
Τίτλος:
S. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΥΦΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1068/2025, 29/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 1068/2025(Κ))

 

29 Οκτωβρίου 2025

 

[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης Δ.Δ.]

 

 

S. S.

 

Αιτητής

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΥΦΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Καθ’ ου η Αίτηση

…………………………

Π. Πιερίδης, για τον αιτητή.

 

Σ. Π. Πλατής για Γενικό Εισαγγελέα, για τον καθ’ ου η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Ο αιτητής με την υπό κρίση προσφυγή ζητά την ακύρωση της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση ημερομηνίας 13.9.2025 να τον κηρύξει απαγορευμένο μετανάστη και τα διατάγματα απέλασης και κράτησης ιδίας ημερομηνίας.

 

Ο αιτητής, ο οποίος αφίχθηκε στη χώρα το 2015 με φοιτητική άδεια με ισχύ μέχρι τις 30.9.2017. Τον Οκτώβρη του 2017 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας η οποία απορρίφθηκε το 2018 όπως επίσης απορρίφθηκε το 2019 και η ιεραρχική προσφυγή που άσκησε ο αιτητής. Τον Αύγουστο του 2020 ο αιτητής αποτάθηκε μέσω του δικηγόρου του για να του παραχωρηθεί άδεια παραμονής και εργασίας η οποία εγκρίθηκε το 2021 νοουμένου ότι ο αιτητής θα προσκόμιζε σφραγισμένο συμβόλαιο εργασίας εντός τριάντα ημερών, πράγμα που δεν έπραξε. Αποτάθηκε εκ νέου μέσω της δικηγόρου του τον Μάρτιο και τον Μάιο του 2022 για παραχώρηση άδειας αλλά το αίτημα απορρίφθηκε. Τον Φεβρουάριο του 2023 ο αιτητής συνελήφθη για παράνομη παραμονή και εναντίον του εκδόθηκαν διατάγματα απέλασης και κράτησης. Τον Μάιο του ιδίου έτους αφέθηκε ελεύθερος με εναλλακτικά μέτρα και στις 25.10.2023 παραχωρήθηκε στον αιτητή ειδική άδεια με ισχύ μέχρι τις 25.10.2024 για να συλληφθεί εκ νέου στις 12.9.2025 για παράνομη παραμονή. 

 

Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής συνοψίζονται σε αναρμοδιότητα του προσώπου που εξέδωσε τις επίδικες αποφάσεις, παραβίαση της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, έλλειψη δέουσας έρευνας σε σχέση με την οικογενειακή κατάσταση του αιτητή, έλλειψη αιτιολογίας και πλάνη περί τον νόμο και τα πράγματα.

 

Λόγω του ότι οι καθ’ ων η αίτηση στη γραπτή τους αγόρευση δεν απαντούν επί της αναρμοδιότητας που εγείρει ο αιτητής, έκρινα ορθό όπως επανανοίξω την υπόθεση. Κατά το επανάνοιγμα, ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση κατέθεσε αντίγραφο από την Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 28.3.2025 σύμφωνα με το οποίο το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε τα εξής:

 

«α)    Να εκχωρήσει στον Διευθυντή του Τμήματος Μετανάστευσης και/ή τον οποιοδήποτε διοριστεί και/ή οριστεί να εκτελεί καθήκοντα ως Αναπληρωτής Διευθυντής κατά την απουσία του Διευθυντή, τις εξουσίες τις οποίες του παρέχουν τα άρθρα 6(1)(στ) και (ζ), 6(2) και (3), 7, 14, 18ΙΣΤ, 18ΚΣΤ(4) και (5) και (5Α), 18Π(1) και (3), 18ΠΑ, 18ΠΓ και 18ΠΣΤ των πιο πάνω Νόμων, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, με ισχύ από τις 26.3.2025.

β)      Να εκχωρήσει, παράλληλα, στους Ανώτερους Λειτουργούς Μετανάστευσης, κ. Αντρέα Κωνσταντίνου, κα Αγνή Παπαγεωργίου και κα Παναγιώτα Φωτίου, τις εξουσίες τις οποίες του παρέχουν τα άρθρα 6(1)(στ) και (ζ), 14, 18ΙΣΤ, 18ΚΣΤ(4) και (5) και (5Α), 18Π(1) και (3), 18ΠΑ και 18ΠΣΤ των πιο πάνω Νόμων, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, με ισχύ από τις 26.3.2025.»

 

Το διάταγμα απέλασης εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 (στο εξής ο «Νόμος»), και το διάταγμα κράτησης δυνάμει του Άρθρου 18 ΠΣΤ του Νόμου. Υπογράφονται και τα δύο από την κ. Π. Φωτίου. Σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, στη συγκεκριμένη λειτουργό πράγματι εκχωρήθηκε τέτοια εξουσία.

 

Εντούτοις, ο αιτητής εισηγείται επιπρόσθετα στη γραπτή του αγόρευση - και το διευκρίνισε περαιτέρω κατά το επανάνοιγμα - ότι η απόφαση κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη η οποία επίσης υπογράφεται από το ίδιο πρόσωπο, υπογράφεται αναρμόδια και επειδή είναι απαιτούμενο διάβημα πριν την έκδοση των διαταγμάτων επηρεάζει το νόμιμο της έκδοσής τους.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση κατά το επανάνοιγμα εξέφρασε την άποψη ότι εφόσον η παραμονή του αιτητή ήταν παράνομη, δεν χρειάζεται απόφαση με την οποία να πληροφορείται ότι κηρύσσεται απαγορευμένος μετανάστης αλλά αυτό προκύπτει ipso facto. Πρόσθεσε, επίσης, ότι ακόμα και εάν τέτοια απόφαση είναι αναγκαία το Άρθρο 4(ε) του Νόμου επιτρέπει την άσκηση εξουσίας ακόμα και στην απουσία εξουσιοδότησης.  

 

Ο αιτητής υπέδειξε ότι η τοποθέτηση του καθ’ ου η αίτηση ότι η απόφαση κήρυξης μετανάστη ως απαγορευμένου δεν είναι απαραίτητη, δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο εφόσον ουδέποτε προβλήθηκε ως μέρος της επιχειρηματολογίας του καθ’ ου η αίτηση στη γραπτή του αγόρευση.

 

Η διαδικασία επανανοίγματος περιορίζεται στο να διευκρινιστεί το ζήτημα που εντοπίζει το Δικαστήριο. Ο σκοπός όπως καταγράφεται στο πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 22.10.2025 ήταν ο πιο κάτω:

 

«Δικαστήριο:  Κατά τη μελέτη της υπόθεσης για σκοπούς συγγραφής της απόφασης, παρατήρησα ότι ο λόγος ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής στη γραπτή αγόρευση για αναρμοδιότητα προσώπου δεν απαντάται από τον καθ’ ου η αίτηση αλλά ούτε στους διοικητικούς φακέλους  που  κατατέθηκαν  εντοπίζεται  κάποια  απόφαση εξουσιοδότησης.

Επειδή το  ζήτημα  αυτό  εξετάζεται  και  αυτεπάγγελτα  από  το Δικαστήριο,  κρίνω  σκόπιμο όπως ορίσω  την  υπόθεση  για επανάνοιγμα στις 23.10.2025 στις 9.15 π.μ. για να τοποθετηθεί ο συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση.»

 

Όπως ρητώς καταγράφεται στο πρακτικό, ζήτημα αναρμοδιότητας μπορεί να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Συνεπώς, η θέση του καθ’ ου η αίτηση ότι και αν ακόμα το πρόσωπο που υπογράφει την επιστολή κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη είναι αναρμόδιο, τέτοια απόφαση εκδόθηκε εκ του περισσού και άρα δεν επηρεάζει τη νομιμότητα των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης μπορεί να ληφθεί υπόψη αφού αφορά σε ζήτημα που εξετάζεται και αυτεπάγγελτα.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη ημερομηνίας 13.9.2025 έχει το εξής περιεχόμενο:

 

You are hereby informed that you are a prohibited immigrant, by virtue of paragraph (K) section 1, Article 6 of the Aliens and Immigration Laws (1952-2025), because of your illegal residence in the Republic since 26/10/2024, when your residence permit expired.

Consequently, I have proceeded with the issuing of deportation and detention orders, dated 13/09/2025, against you.  A copy of these orders is hereby attached.

Your re-entry to the Republic of Cyprus is prohibited for five (5) years from the date of your removal, by virtue of section (1), Article 6 and by virtue of section (2), Article 18ΠΓ of the Aliens and Immigration Laws (1952-2025).”

 

Όπως με σαφήνεια προκύπτει από το πιο πάνω λεκτικό, η διοίκηση προβαίνει στη διαπίστωση ότι ο αιτητής είναι απαγορευμένος μετανάστης στη βάση του Άρθρου 6(1)(κ) του Νόμου και συνεπεία της διαπίστωσης αυτής (“consequently”), προχωρά στην έκδοση των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης.

 

Το Άρθρο 6(1)(κ) προνοεί ότι:

 

«6.—(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευµένοι µετανάστες και, τηρουµένων των διατάξεων του Νόµου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισµούς που εκδόθηκαν δυνάµει αυτού ή σε οποιοδήποτε ∆ιάταγµα του Υπουργικού Συµβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος ή η παραµονή στη ∆ηµοκρατία σε:— 

(κ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαµένει στη ∆ηµοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισµού ή επιφύλαξης που περιλαµβάνεται στο Νόµο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισµούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόµου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του Νόµου αυτού ή των Κανονισµών αυτών·»

 

          Ο Κανονισμός 19 των περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 242/1972, προνοεί τα εξής:

 

«19. Λειτουργός µεταναστεύσεως όστις αποφασίζει ότι πρόσωπόν τι είναι απηγορευµένος µετανάστης δέον όπως επιδώση εις αυτό ειδοποίησιν συµφώνως προς τον ∆εύτερον Πίνακα των παρόντων Κανονισµών.»

             Στη βάση των πιο πάνω, η εισήγηση του καθ’ ου η αίτηση ότι το καθεστώς απαγορευμένου μετανάστη προκύπτει ipso facto και δεν είναι αναγκαία η έκδοση απόφασης προς τούτο, δεν φαίνεται να ευσταθεί. Από την άλλη, ούτε η εισήγηση του αιτητή ότι το πρόσωπο που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση ήταν αναρμόδιο ευσταθεί εφόσον ο Κανονισμός 19 επιτρέπει σε οποιονδήποτε λειτουργό μετανάστευσης να εκδώσει τέτοια απόφαση.

 

Σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθεί η διοίκηση οφείλω να επισημάνω ως obiter dicta εφόσον δεν προβάλλει τέτοιο λόγο ακύρωσης ο αιτητής ότι το Άρθρο 18ΟΓ που προνοεί ότι «Οι διατάξεις των άρθρων 18ΟΔ µέχρι 18ΠΘ εφαρµόζονται ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε αντίθετες διατάξεις του παρόντος Νόµου ή των δυνάµει αυτού εκδιδόµενων κανονισµών ή διαταγµάτων» υποδεικνύει ότι αυτό που οφείλει να εκδίδει η διοίκηση είναι απόφαση επιστροφής σύμφωνα με το Άρθρο 18ΟΗ του Νόμου παρά απόφαση σύμφωνα με το Άρθρο 6(1)(κ).

 

Ο αιτητής εισηγείται παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης επειδή στο παρελθόν η διοίκηση ακύρωσε προηγούμενα διατάγματα και έδωσε το δικαίωμα στον αιτητή να παραμείνει στη χώρα. Δεν ευσταθεί η εισήγηση του αιτητή. Οι υπό κρίση προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αυτοτελείς πράξεις και δεν δεσμεύουν τη διοίκηση τυχόν παρελθοντικές ακυρώσεις.

 

          Ούτε η εισήγηση του αιτητή για παραβίαση του δικαιώματός του σε προηγούμενη ακρόαση λόγω έκδοσης δυσμενούς απόφασης ευσταθεί. Ο αιτητής παρέμενε παράνομα στη χώρα και οι εξουσίες της διοίκησης σε τέτοιες περιπτώσεις προνοούνται ρητά στον Νόμο. Η μη τήρηση των προνοιών της νομοθεσίας από τον διοικούμενο δεν συνεπάγεται και παραχώρηση δικαιώματος σε προηγούμενη ακρόαση πριν ληφθούν τα μέτρα εκείνα από τη διοίκηση προς την κατεύθυνση της άρσης της παρανομίας.

 

Τέλος, δεν διαπιστώνεται έλλειψη δέουσας έρευνας από τη διοίκηση σε σχέση με την οικογενειακή κατάσταση του αιτητή, ούτε πλάνη αφού κανένα ισχυρισμό προς αυτή την κατεύθυνση δεν πρόβαλε ο αιτητής κατά τη σύλληψή του (βλ. Τεκμήριο 2, εγγρ. 255).

 

Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν νόμιμα και αιτιολογημένα και συνεπώς, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται.

 

Επιδικάζονται €1900 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο