ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 1089/2021)
6 Οκτωβρίου 2025
[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης Δ.Δ.]
Μ. Κ.
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθ’ ων η Αίτηση
…………………………
Παντελής Πασχαλίδης για Κλεόπας & Κλεόπας Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.
Αθανασία Αχιλλέως για Γενικό Εισαγγελέα, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Ο αιτητής με την υπό κρίση προσφυγή ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 30.7.2021 με την οποία αποφάσισαν να απρρίψουν το αίτημα του αιτητή για καταβολή σύνταξης γήρατος για την περίοδο 17.7.2014 μέχρι 21.1.2021 και να εγκρίνουν την καταβολή σύνταξης μόνο για την περίοδο από 22.1.2021.
Ο αιτητής με ημερομηνία γέννησης τις 17.7.1951 υπέβαλε στις 22.4.2021 αίτηση για παραχώρηση θεσμοθετημένης σύνταξης η οποία, αφού εξετάστηκε, απορρίφθηκε επειδή δεν υποβλήθηκε εντός της προθεσμίας των τριών μηνών από την ημερομηνία που ο αιτητής συμπλήρωσε τα εξήντα πέντε έτη.
Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής συνοψίζονται σε ultra vires του Κανονισμού 3(5) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Παροχές) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 288/2010 (στο εξής οι «Κανονισμοί») και παραβίαση των Άρθρων 24 και 28 του Συντάγματος και των Άρθρων 1 και 14 του πρώτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ από τον Κανονισμό 3(5).
Εισηγείται ο αιτητής ότι ο Κανονισμός 3(5) υπερβαίνει τον Νόμο και συγκεκριμένα το Άρθρο 35 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, Ν. 59(Ι)/2010 (στο εξής ο «Νόμος»). Το εν λόγω Άρθρο προνοεί τα εξής:
"Σύνταξη γήρατος
35.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, πρόσωπο δικαιούται θεσμοθετημένη σύνταξη, εάν -
(α) συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία και ταυτόχρονα ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις, ή
(β) συμπλήρωσε την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών, ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και, ο αριθμός των ασφαλιστικών μονάδων της βασικής ασφάλισής του δεν υπολείπεται του 70% του αριθμού των ετών που εμπίπτουν στην περίοδο αναφοράς, η οποία ισχύει στην περίπτωσή του, ή
(γ) κατά τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα τριών (63) ετών δικαιούταν σύνταξη ανικανότητας,
ή
(δ) είναι ηλικίας μεταξύ εξήντα τριών (63) και εξήντα πέντε (65) ετών και θα δικαιούταν σύνταξη ανικανότητας, εάν δεν είχε συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών.
(2) Η θεσμοθετημένη σύνταξη καταβάλλεται εφ' όρου ζωής, από την ημέρα που ο ασφαλισμένος ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του εδαφίου (1)"
Το Άρθρο 64 του Νόμου προνοεί τα ακόλουθα:
«64.-(1) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, η χορήγηση οποιασδήποτε παροχής προϋποθέτει την υποβολή αίτησης από το πρόσωπο που δικαιούται την παροχή.
(2) Κανονισμοί ρυθμίζουν την προθεσμία υποβολής της αίτησης για παροχή, τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να παραταθεί η προθεσμία υποβολής αίτησης για παροχή, τον τρόπο υποβολής της αίτησης και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες, είτε έχει υποβληθεί αίτηση είτε όχι, την παραγραφή του δικαιώματος για λήψη της παροχής λόγω παράλειψης ή καθυστέρησης στην υποβολή αίτησης ή στην είσπραξη της πληρωμής της παροχής.
(3) Ανεξάρτητα από τις άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, με Κανονισμούς ρυθμίζονται επίσης ο χρόνος και ο τρόπος πληρωμής των παροχών, ο χρόνος έναρξης καταβολής των παροχών που χορηγούνται για πρώτη φορά, ο χρόνος τερματισμού της πληρωμής παροχών, ο χρόνος από τον οποίο ισχύουν τυχόν αλλαγές στο ύψος των παροχών και ο υπολογισμός του ποσού των παροχών για χρονικές περιόδους μικρότερες ή μεγαλύτερες της μιας εβδομάδας.»
Σύμφωνα με το Άρθρο 78 του Νόμου το Υπουργικό Συμβούλιο έχει την εξουσία να εκδίδει κανονισμούς:
«78. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα αυτή, να προβαίνει στον καθορισμό ή στη ρύθμιση κάθε θέματος που χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού ή ρύθμισης και ειδικότερα να καθορίζει ή ρυθμίζει-
(α) τον καθορισμό του ποσοστού κατανομής των εισφορών στους λογαριασμούς του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων,
(β) το ύψος των αμελητέων αποδοχών,
(γ) το ύψος του ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών,
(δ) το ποσό ασφαλιστέων αποδοχών οποιασδήποτε κατηγορίας μισθωτών,
(ε) την κατάταξη των αυτοτελώς εργαζομένων σε επαγγελματικές κατηγορίες,
(στ) το κατώτατο ποσό ασφαλιστέων αποδοχών κάθε επαγγελματικής κατηγορίας αυτοτελώς εργαζομένων,
(ζ) τον τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστέων αποδοχών των αυτοτελώς εργαζομένων μέχρι και το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών,
(η) την εγγραφή των ασφαλισμένων και των εργοδοτών,
(θ) οποιοδήποτε ζήτημα που έχει σχέση με την καταβολή και είσπραξη των εισφορών, περιλαμβανομένων-
(i) του τρόπου υπολογισμού ή εκτίμησης των ασφαλιστέων αποδοχών ειδικών τάξεων ή κατηγοριών μισθωτών,
(ii) του χρόνου καταβολής των εισφορών και του συντονισμού της καταβολής και είσπραξής τους με την καταβολή και είσπραξη εισφορών δυνάμει άλλων νόμων,
(iii) των περιστάσεων κάτω από τις οποίες εισφορές που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως μπορούν να επιστραφούν,
(iv) των όρων επιστροφής εισφορών που καταβλήθηκαν από οποιοδήποτε ασφαλισμένο αναφορικά με ασφαλιστέες αποδοχές πέραν από το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών,
(ι) την επιβολή πρόσθετου τέλους επί του ποσού των οφειλόμενων εισφορών σε περίπτωση παράλειψης καταβολής εισφορών κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου,
(ια) την παροχή καθορισμένων στοιχείων από ιατρό που νοσηλεύει ή καλείται να επισκεφθεί ασθενή, ο οποίος πιστεύεται ότι πάσχει από οποιαδήποτε ασθένεια από την οποία προσβλήθηκε λόγω της απασχόλησής του ή τη διενέργεια νεκροψίας στη σορό προσώπου του οποίου ο θάνατος πιστεύεται ότι προκλήθηκε από οποιαδήποτε ασθένεια που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 56,
(ιβ) τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ένα πρόσωπο λογίζεται ότι δεν ασκεί εργασία με σκοπό το κέρδος,
(ιγ) τη σύνθεση και λειτουργία των Ιατρικών Συμβουλίων και του Δευτοροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου που προβλέπονται στο άρθρο 71.»
Στη βάση των πιο πάνω προνοιών εκδόθηκαν οι Κανονισμοί. Σχετικοί με το υπό εξέταση ζήτημα είναι οι Κανονισμοί 3(1), (2)(β), (3), (5) και (6) που προνοεί ότι:
«3.-(1) Κάθε αίτηση για χορήγηση παροχής υποβάλλεται μέσα στην προθεσμία που προβλέπει η παράγραφος (2).
(2) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (3), η αναφερόμενη στην παράγραφο (1) προθεσμία είναι –
[…]
(β) για σύνταξη γήρατος, […] χρονικό διάστημα που να μην υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την ημέρα για την οποία απαιτείται η χορήγηση της παροχής
[…]
(3) Προκειμένου για οποιαδήποτε από τις ποροχές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (β) και (γ) της παραγράφου (2), η αντίστοιχη προθεσμία παρατείνεται μέχρι δώδεκα (12) μήνες από την αφετηρία της, εάν ο αιτητής αποδείξει ότι η καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης οφειλόταν σ' εύλογη αιτία, η οποία υφίστατο σ' όλο το χρονικό διάστημα από την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας μέχρι την υπαβολή της αίτησης.
[…]
(5) Η παράλειψη υποβολής αίτησης μέσα στην προθεσμία που προβλέπει ο παρών Κανανισμάς, για τις παροχές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (β), (γ) και (δ) της παραγράφου (2), συνεπάγεται παραγραφή του δικαιώματος για την παροχή, για οποιαδήποτε ημέρα για την οπαία εξέπνευσε η προθεσμία υποβολής αίτησης.
(6) Για τους σκαπούς της παραγράφου (5), το εφάπαξ ποσό που προβλέπεται στα άρθρα 38 και 42 του Νόμου μειώνεται κατά ένα εκατοεικοσιοστό (1/120) για κάθε συμπληρωμένο μήνα καθυστέρησης στην υποβολή αίτησης για σύνταξη γήρατας ή σύνταξη χηρείας, ανάλογα με την περίπτωση.»
Ο αιτητής στη γραπτή του αγόρευση αναφέρεται στις πρόνοιες του Άρθρου 39 του Νόμου σύμφωνα με το οποίο πρόσωπο δικαιούται να αιτηθεί την αναβολή καταβολής της έναρξης της θεσμοθετημένης σύνταξης μέχρι τη συμπλήρωση του εξηκοστού όγδοου έτους ηλικίας καταλήγοντας ότι η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για αναβολή επηρεάζει το χρονικό διάστημα έναρξης της αναβολής και όχι το δικαίωμα καθεαυτό. Εισηγούνται, επίσης, ότι η σύνταξη γήρατος είναι ανταποδοτικής και όχι χαριστικής φύσης. Προς υποστήριξη των θέσεών του ο αιτητής παραπέμπει στις αποφάσεις Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2075, Ouzounian v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1182 και Κληρίδης ν. Δημοκρατία (2000) 3 Α.Α.Δ. 575.
Οι καθ’ ων η αίτηση, από την άλλη, παραπέμπουν στις πρόνοιες των Άρθρων 64 και 78 του Νόμου και εισηγούνται ότι οι αποφάσεις στις οποίες παραπέμπει ο αιτητής δεν τυγχάνουν εφαρμογής εφόσον αναφέρονται στο νομοθετικό καθεστώς ως ίσχυε πριν τη θέσπιση του Νόμου. Προς υποστήριξη της δικής τους θέσης παραπέμπουν στην απόφαση Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1814/2012, 19.4.2019 ως επικυρώθηκε κατ’ έφεση στη Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατία, Ε.Δ.Δ. 91/2019, 6.11.2023.
Είναι ορθή η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση ότι η Χαραλαμπίδης εξέτασε παρόμοιο ισχυρισμό στη βάση του Νόμου ως θεσπίστηκε το 2010 και όχι του προηγούμενου που τύγχανε εφαρμογής στις αποφάσεις που παραπέμπει ο αιτητής, συνεπώς το ζήτημα της θέσπισης Κανονισμών καθ’ υπέρβαση του Νόμου έχει ήδη κριθεί.
Με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής, εισηγείται ότι εφόσον το δικαίωμα σε σύνταξη αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα που τυγχάνει προστασίας κάτω από το Άρθρο 23 του Συντάγματος (βλ. Κουτσελίνη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 740/2011 κ.α., 7.10.2014), τότε δεδομένου ότι ικανοποιούνται οι τυπικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης δεν μπορεί το δικαίωμα να μην ικανοποιείται. Σε ότι αφορά στην πρόνοια του Άρθρου 23.3 ότι το δικαίωμα μπορεί να υποβληθεί σε όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς μόνο διά νόμου και για τους λόγους που ρητώς προνοούνται, ο αιτητής εισηγείται ότι ο περιορισμός δεν τίθεται με νόμο αλλά με κανονισμό και είναι συνεπώς ανεπίτρεπτος ενώ, δεν ικανοποιούνται οι λόγοι που προβλέπονται στο συγκεκριμένο Άρθρο. Προς υποστήριξη της θέσης του ο αιτητής παραπέμπει επιπρόσθετα στις αποφάσεις Spyrou v. The Republic (1973) 3 C.L.R. 627, Police v. Hondrou 3 R.S.C.C. 82 και Λαμπριανίδου ν. Δημοκρατία, Συν. Υποθ. Αρ. 897/2016 κ.α., 31.5.2021.
Από την άλλη, οι καθ’ ων η αίτηση εισηγούνται ότι το γεγονός της αναγνώρισης της σύνταξης ως περιουσιακού δικαιώματος δεν συνεπάγεται ούτε ότι δεν μπορεί να προσδιορίζεται χρονικά η άσκησή του, ούτε ότι δεν υπόκειται σε περιορισμούς. Εισηγείται, περαιτέρω, ότι εφόσον ο αιτητής ενημερώθηκε έγκαιρα μέσω επιστολής για την καθορισμένη προθεσμία εντός της οποίας έπρεπε να υποβάλει την αίτησή του, η παραγραφή του δικαιώματος επήλθε συνεπεία της ολιγωρίας και έλλειψης δέουσας επιμέλειας από τον ίδιο τον αιτητή. Τέλος, εισηγούνται οι καθ’ ων η αίτηση ότι στη βάση της απόφασης Δημοκρατία ν. Αυγουστή κ.α., Ε.Δ.Δ. 177/2018 κ.α., 10.4.2020, εφόσον δεν επήλθε στέρηση στο δικαίωμα του αιτητή αλλά περιορισμός του, δεν προκύπτει παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος και αυτό που ακολούθως εξετάζεται είναι κατά πόσο επηρεάστηκε ο πυρήνας του δικαιώματος. Παραπέμπουν, επιπρόσθετα, στη Βαβλίτης ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1374/2017, 30.6.2020 στην οποία εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα ως στην υπό κρίση υπόθεση.
Η διαφορετική προσέγγιση του Διοικητικού Δικαστηρίου στις αποφάσεις Λαμπριανίδου και Βαβλίτης επιλύθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο υπέρ της Βαβλίτης στα πλαίσια της Ε.Δ.Δ. 131/2020, 19.3.2025. Τόσο τα γεγονότα όσο και οι ισχυρισμοί είναι πανομοιότυπα με την υπό κρίση υπόθεση και συνεπώς υιοθετείται το σκεπτικό του Δικαστηρίου για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης:
«Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός πως το δικαίωμα σύνταξης του Εφεσείοντα, περιορίστηκε για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και όχι στο διηνεκές. Το γεγονός ότι δεν πρόκειται για μείωση του ποσού της σύνταξης αλλά για παραγραφή όλου του ποσού που αναλογεί στη συγκεκριμένη περίοδο, ισοδυναμεί μεν με οριστική απώλεια του δικαιώματος κατά την εν λόγω περίοδο της παραγραφής, όμως ουδόλως συνιστά απώλεια του στο διηνεκές. Πρόκειται ουσιαστικά, για περιορισμό του δικαιώματος σύνταξης κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου της παραγραφής.
Είναι επιπλέον σημαντικό να τονισθεί, πως ο Εφεσείων όχι μόνο δεν τήρησε την προθεσμία των 3 μηνών, αλλά ούτε και επικαλέστηκε οποιαδήποτε εύλογη αιτία ώστε να αιτηθεί την παράταση της, σύμφωνα με τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες, παρά την ενημερωτική επιστολή που του αποστάληκε για σκοπούς έγκαιρης υποβολής της αίτησης του. Το γεγονός αυτό εκλαμβάνεται, όπως ορθά υπέδειξε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσίβλητων, ως σιωπηρή παραίτηση του Εφεσείοντα από το δικαίωμα σύνταξης κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, σύμφωνα με το ακόλουθο απόσπασμα από το Σύγγραμμα Αναστ. Ι. Τάχος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 9η έκδοση, σελ. 531:
«Η αδράνεια του διοικουμένου να δηλώσει (και εκδηλώσει) εντός εύλογου χρόνου, την σαφή βούλησή του για την απόλαυση δημόσιου δικαιώματος, πρέπει να εκλαμβάνεται ως σιωπηρή παραίτησή του (βλ. §§113, 7, 159, 3 και ΣΕ 744/1987, 206/1988...)»
Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από το Σύγγραμμα Ε.Π. Σπηλιωτόπουλος, Β. Θ. Κονδύλης, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 16η έκδοση, Τόμος 1, σελ. 119, Παρ. 91:
«Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι διατάξεις καθορίζουν προθεσμία για την υποβολή της αίτησης ή της αναφοράς ή γενικότερα για την επιχείρηση ορισμένης ενέργειας του διοικούμενου που απευθύνεται προς το διοικητικό όργανο. Οι προθεσμίες αυτές, αν δεν ορίζεται ρητά το αντίθετο, έχουν ανατρεπτικό χαρακτήρα (ΚΔΔ άρθρο 10 § 1), η δε πάροδος τους επιφέρει την απώλεια του δικαιώματος του διοικούμενου προς ενέργεια (ΣΕ 1208/1966).»
Περαιτέρω, τονίζεται πως ο Εφεσείων, δεν επικαλέστηκε πρωτόδικα, ούτε και τεκμηρίωσε, πως με τον εν λόγω περιορισμό, συνέτρεχε η περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης του, με αποτέλεσμα να μην έχει επηρεασθεί ο πυρήνας του δικαιώματος του σε σύνταξη, όπως έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Αυγουστή (ανωτέρω) που υιοθέτησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα:
«Υπό το φως όλων των ανωτέρω θεωρούμε ότι οι αποκοπές δια των Ν. 168(Ι)/12, Ν. 31(Ι)/13 και Ν. 94(Ι)/18 και δια του Ν.113(Ι)/2011, δεν επηρεάζουν τον πυρήνα του δικαιώματος σε μισθό και σύνταξη, ούτε και θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι, ας σημειωθεί άλλωστε, όπως και οι προσφεύγουσες στην Κουφάκη, δεν έχουν θέσει τέτοιο ζήτημα. Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις, δεν συνιστούν στέρηση περιουσίας και παραβίαση ιδιοκτησιακού δικαιώματος, εν τη εννοία του Άρθρου 23 του Συντάγματος.»
[…]
Επιπρόσθετα, κρίνουμε πως οι χρονικοί περιορισμοί που ο νομοθέτης έθεσε προς απαίτηση της σύνταξης γήρατος (ως ανωτέρω), είναι θεμιτοί, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία και συνεπώς τυγχάνουν εφαρμογής οι πιο πάνω νομικές αρχές, σε κάθε περίπτωση όπου βεβαίως, γίνεται επίκληση αυτών. Το πιο κάτω απόσπασμα σε σχέση με την επιβολή χρονικών περιορισμών, από την υπόθεση Π. Γιωργαλλά ν. Σ. Χατζηχριστοδούλου, Νομικό Ερώτημα 346 (2000) 1 ΑΑΔ, 2060, είναι σχετικό:
«Το επιβεβλημένο της επιβολής χρονικών περιορισμών στη διεκδίκηση δικαιωμάτων αναγνωρίστηκε από το δίκαιο της επιείκειας, προ πολλού χρόνου, με την καθιέρωση της αρχής ή του δόγματος "laches" (ολιγωρία), σύμφωνα με το οποίο ουσιαστική καθυστέρηση στην άσκηση δικαιωμάτων, συνοδευόμενη από συνθήκες που καθιστούν άδικη την προβολή τους, παρεμβάλλει εμπόδιο στη διεκδίκησή τους.»
Όπως ορθά επισημάνθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσιβλήτων, η νομοθετική επιβολή χρονικών περιορισμών στην διεκδίκηση της σύνταξης γήρατος, εξυπηρετεί θεμιτό και απόλυτα αναγκαίο σκοπό, που δεν είναι άλλος από την διασφάλιση της σταθερότητας και βιωσιμότητας του Ταμείου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στην αντίθετη περίπτωση μη επιβολής τέτοιας προθεσμίας, αυτό θα επηρέαζε την μακροοικονομική σταθερότητα του Ταμείου, ως και τον ορθολογιστικό και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό διαχείρισης του, το οποίο ενέχει δημόσιο χαρακτήρα, εφόσον μέσω αυτού εξυπηρετείται η κοινωνική πολιτική του Κράτους. Σε σχέση με την ανάγκη διαφύλαξης της οικονομικής κατάστασης του Ταμείου και της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του, σχετικό είναι το Άρθρο 76 του Ν.59(Ι)/2010, το οποίο ορίζει ως ακολούθως:
«Αναλογιστικές ανασκοπήσεις
76.-(1) Αναλογιστής, τον οποίο διορίζει ο Υπουργός, προβαίνει ανά τριετία σε ανασκόπηση της όλης εφαρμογής του παρόντος Νόμου και της οικονομικής κατάστασης του Ταμείου:
Νοείται ότι, τέτοια ανασκόπηση δύναται, κατά την κρίση του Υπουργού, να διεξαχθεί και πριν από την πάροδο τριών (3) ετών από την τελευταία ανασκόπηση.
(2) Σε κάθε ανασκόπηση, ο αναλογιστής υποβάλλει έκθεση στον Υπουργό για την οικονομική κατάσταση του Ταμείου και για την επάρκεια ή μη των εισφορών, που καταβάλλονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, να καλύψουν τις παροχές και άλλες υποχρεώσεις του Ταμείου:
Νοείται ότι, ο Υπουργός προχωρεί αμέσως σε κατάθεση στη Βουλή των Αντιπροσώπων ενημερωτικής έκθεσης αναφορικά με τα αποτελέσματα της έκθεσης του αναλογιστή επί της οικονομικής κατάστασης του Ταμείου:
Νοείται περαιτέρω ότι, τηρουμένων των διατάξεων της πιο πάνω επιφύλαξης, εφόσον καταδεικνύεται από τα συμπεράσματα οποιασδήποτε αναλογιστικής μελέτης ότι δεν διασφαλίζεται επαρκώς η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του Ταμείου, ο Υπουργός αφού προχωρήσει αμέσως σε διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, καταθέτει στη Βουλή των Αντιπροσώπων το αργότερο εντός ενός έτους νομοσχέδιο για την περαιτέρω ενίσχυση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του Ταμείου.»
Η σπουδαιότητα και σημαντικότητα της διατήρησης της βιωσιμότητας του Ταμείου, επιβεβαιώθηκε νομολογιακά και στην υπόθεση Α. Ιωσήφ ν. Διευθυντή των Κοινωνικών Υπηρεσιών (2014) 2 ΑΑΔ 590, από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα.
«Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως νομοθεσίες όπως αυτές στις οποίες οι δύο εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι, πουθενά αλλού δεν στοχεύουν παρά μόνο στην καθιέρωση ενός ολοκληρωμένου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας για την ευημερία των πολιτών. Η διαβίωση ευάλωτων ομάδων της κοινωνίας μας, εξαρτάται σε ένα μεγάλο βαθμό, αν όχι αποκλειστικά, από την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία Δημόσιων Ταμείων, όπως αυτών που προβλέπει ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος. Αποτελεί καθήκον όλων μας η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας αυτών των Ταμείων.»
Δεν συμφωνούμε ούτε και με το επιχείρημα του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα πως η «σύνταξη γήρατος ανήκε στον Εφεσείοντα και την εδικαιούτο, εφόσον την είχε πληρώσει διά των εισφορών του». Τούτο γιατί, όπως είναι νομολογημένο, το Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και η παρεχόμενη αναλογική σύνταξη, δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Σ. Παύλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 584:
«Ο περιορισμός όμως αυτού του συνταξιοδοτικού δικαιώματος κρίνεται δικαιολογημένος για το λόγο ότι, η προερχόμενη από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων σύνταξη, ως περιουσιακό δικαίωμα, έχει επίσης μια κοινωνική διάσταση. Η κοινωνική ή αναλογική σύνταξη καταβάλλεται από ασφαλιστικό κεφάλαιο που σχηματίζεται αποκλειστικά από εισφορές είτε των ασφαλισμένων είτε του εργοδότη τους, υπολογιζόμενη επί των αποδοχών των εργαζομένων. Το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων όμως, πέραν της καταβολής σύνταξης αποσκοπεί στην παροχή ολοκληρωμένης κοινωνικής ασφάλισης, με την εκταμίευση διαφόρων επιδομάτων, όπως μητρότητας, ασθένειας κλπ, κοινωνικών βοηθημάτων, όπως γάμου, κηδείας κλπ, ή συντάξεων ανικανότητας ή χηρείας.
Συνακόλουθα το Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και η παρεχόμενη αναλογική σύνταξη δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα.»
Σ' ό,τι αφορά περαιτέρω, τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι εν' αντιθέσει με το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος, στην παρούσα περίπτωση ο περιορισμός επιβλήθηκε όχι διά Νόμου, αλλά διά της ΚΔΠ 288/2010 που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση Νόμου, παραπέμπουμε σχετικά στο Σύγγραμμα του Δρ. Κώστα Παρασκευά, Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Ελευθερίες, 2η Έκδοση και στο ακόλουθο απόσπασμα στη σελ. 64, το οποίο απαντά και αντικρούει την πιο πάνω θέση:
«Ως εκ τούτου, όταν το Σύνταγμα χρησιμοποιεί τον όρο «νόμος» αναφορικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα θα πρέπει να γίνεται δεκτό ότι ο όρος αυτός θα πρέπει να γίνεται αντιληπτός υπό την ουσιαστική του έννοια. Θα πρέπει, δηλαδή να γίνεται δεκτό ότι και τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας μπορούν να προβαίνουν στη διαμόρφωση ή/και τον περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο βαθμό βέβαια που έχουν σαφή νομοθετική εξουσιοδότηση και σύμφωνα με τους όρους που το Σύνταγμα προβλέπει για την εν λόγω εξουσιοδότηση.
Εξάλλου, στην υπόθεση Malone n. The United Kingdom, το ΕΔΑΔ τόνισε ότι η φράση «σύμφωνα με τον νόμο» (in accordance with the law) περιλαμβάνει και δευτερογενή νομοθεσία, διατάγματα και νομολογία εθνικών δικαστηρίων. Συνεπώς, η φράση «υποβάλλονται διά νόμου» σχετικά με τους περιορισμούς δικαιωμάτων όπως επιτρέπονται από διάφορα άρθρα του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος, σημαίνει νόμο της Βουλής των Αντιπροσώπων η οποία δύναται «να εκχωρήσει την εξουσία της να νομοθετεί», σχετικά με λεπτομερείς διατάξεις για την εφαρμογή των περιορισμών εντός βέβαια του πλαισίου του σχετικού Νόμου».»
Όπως στη Βαβλίτης έτσι και στην υπό κρίση υπόθεση, ο αιτητής δεν πρόβαλε οποιονδήποτε συγκεκριμένο και τεκμηριωμένο ισχυρισμό προς την κατεύθυνση του επηρεασμού του πυρήνα του δικαιώματός του έτσι ώστε να προκύπτει ζήτημα παραβίασης των Άρθρων 1 και 14 του πρώτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1800 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Ε. ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο