Α. Π. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 110/2022, 9/10/2025
print
Τίτλος:
Α. Π. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 110/2022, 9/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 110/2022)

9 Οκτωβρίου 2025

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA AΡΘΡA 25, 28, 35 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Α. Π.

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Παναγιώτα Ζαχαρία, για Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.

Δένα Εργατούδη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Ηλιάνα Στυλιανίδη, ασκούμενη δικηγόρο, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Ο αιτητής με την προσφυγή του, όπως εν τέλει το αιτητικό της περιορίστηκε στην παράγραφο Α, αιτείται την ακόλουθη θεραπεία:-

«Α. Διακήρυξη και/ή Δήλωση και/ή Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 25/11/2021, και με την οποία αποφασίστηκε η απόρριψη του αιτήματος του για ανέλιξη στις μισθοδοτικές κλίμακες Α5 και Α7(ΙΙ) αναδρομικά και/ή στις επόμενες μισθοδοτικές κλίμακες, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη νομικής ισχύος και αποτελέσματος».

 

  Ο αιτητής προσελήφθη στην Αστυνομία στις 15.7.1996 στη θέση του Ειδικού Αστυνομικού, στην Κλίμακα Α1 και στις 2.2.1998, διορίστηκε στη θέση Αστυφύλακα, στην οποία υπηρετούσε μέχρι τις 2.6.2006, ημερομηνία που τέθηκε σε διαθεσιμότητα, σε σχέση με την πειθαρχική υπόθεση με αρ. 6/2006.

 

  Ανατρέχοντας στο ιστορικό της διαδικασίας που επακολούθησε την καταχώρηση της εναντίον του αιτητή πειθαρχικής υπόθεσης, όπως αυτό εκτίθεται στα γεγονότα της αίτησης ακυρώσεως, γεγονότα τα οποία δεν αμφισβητούνται από την αντίδικη πλευρά, αναφέρεται πως η διαθεσιμότητα του αιτητή διήρκησε από 2.6.2006 μέχρι τις 3.8.2012.

 

  Η εναντίον του αιτητή ασκηθείσα πειθαρχική υπόθεση, παρέμεινε σε εκκρεμότητα, λόγω της παραπομπής του σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, όπου στα πλαίσια της υπόθ. αρ. 17179/2006 εκδόθηκε στις 19.3.2009 αθωωτική απόφαση. Στις 29.3.2010, το Ανώτατο Δικαστήριο, κατόπιν άσκησης έφεσης από τον Γενικό Εισαγγελέα, ανέτρεψε την αθωωτική απόφαση και διέταξε στην επανεκδίκαση της ποινικής υπόθεσης από το Κακουργιοδικείο, υπό άλλη σύνθεση. Το τελευταίο, κατόπιν παραδοχής του αιτητή, εξέδωσε στις 18.2.2011 καταδικαστική απόφαση και του επέβαλε 12μηνη ποινή φυλάκισης, με 3ετή αναστολή.

 

  Ενόψει της καταδίκης του, στα πλαίσια της ήδη εκκρεμούσας πειθαρχικής υπόθεσης, ο αιτητής κρίθηκε ένοχος από την Πειθαρχική Επιτροπή και στις 6.4.2011 του επιβλήθη χρηματική ποινή ίση με απολαβές οκτώ ημερών. Εναντίον της απόφασης της Πειθαρχικής Επιτροπής, ο Βοηθός Αρχηγός Αστυνομίας άσκησε ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων την Πειθαρχική Έφεση με αρ. 6/2011 και το Συμβούλιο Εφέσεων με την απόφασή του ημερομηνίας 3.8.2012, του επέβαλε την ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση.

 

  Κατά της διοικητικής απόφασης του Συμβουλίου Εφέσεων, ο αιτητής άσκησε την προσφυγή με αρ. 1226/2012, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε στις 28.9.2012, διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης του Συμβουλίου Εφέσεων, μέχρι την τελική εκδίκαση της προσφυγής. Κατά της εν λόγω αποφάσεως, ασκήθηκε η Τούμπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 387, με την οποία ανατράπηκε η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, σχέση με την προσφυγή που αφορούσε τον αιτητή και ακυρώθηκε το διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της ποινής του εξαναγκασμού του σε παραίτηση. Στα πλαίσια εκδίκασης της ουσίας της προσφυγής στις συνεκδ. υποθ. 1226/2012, Παναγή κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 11.3.2014, το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων και την επιβολή της πειθαρχικής ποινής του εξαναγκασμού σε παραίτηση που επιβλήθηκε στον αιτητή. Η Α.Ε. 47/2014, Δημοκρατία κ.ά. ν. Παναγή κ.ά., ημερομηνίας 25.2.2021, είχε απορριπτική κατάληξη, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση.

 

  Προς περαιτέρω συμπλήρωση των γεγονότων, αναφέρεται πως ο αιτητής, με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 14.5.2021, αιτήθηκε από την Αρχηγό Αστυνομίας, την επιστροφή των κατακρατηθείσων απολαβών του, για την περίοδο που αυτός τελούσε υπό διαθεσιμότητα. Την 1.9.2021, του γνωστοποιήθηκε η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας για επιστροφή ποσού που ισοδυναμούσε με το 75% του συνόλου του ποσού των μισθών και επιδομάτων που κατακρατήθηκαν κατά την διάρκεια της περιόδου διαθεσιμότητας, ποσοστό που αποδέχθηκε με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του, ως η επιστολή των δικηγόρων του, ημερομηνίας 22.9.2021.

 

  Στις 14.5.2021, οι δικηγόροι του, απηύθυναν προς τον Αρχηγό Αστυνομίας αίτημα για την μισθοδοτική του ανέλιξη, βάσει των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 έως 2020, αναφέροντας τα εξής:-

«[...] 11. Την 7/8/2020 το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του άρθρου 13 του περί Αστυνομίας Νόμου τροποποίησε τους περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών [sic] του 1989. Ειδικότερα η παράγραφος 5 του κανονισμού 22 των βασικών κανονισμών τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε με την ακόλουθη παράγραφο:

΄΄(5) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (6), οι αστυνομικοί ανελίσσονται στη μισθοδοτική κλίμακα Α7, επεκτεινόμενη κατά δύο (2) προσαυξήσεις, αφού συμπληρώσουν δεκαέξι (16) χρόνια στη θέση, και στη μισθοδοτική κλίμακα Α5 αφού συμπληρώσουν δώδεκα (12) χρόνια στη θέση΄΄.

 

12. Στην υπό κρίση περίπτωση ο πελάτης μας διορίστηκε στο Αστυνομικό σώμα το 1998 και ως εκ τούτου εφαρμόζεται για σκοπούς ανέλιξης του η πρόνοια του κανονισμού κανονισμού [sic] 22 παρ. 5 σύμφωνα με την οποία οι αστυνομικοί ανελίσσονται στη μισθοδοτική κλίμακα Α7, επεκτεινόμενη κατά δύο (2) προσαυξήσεις, αφού συμπληρώσουν δεκαέξι (16) χρόνια στη θέση και στη μισθοδοτική κλίμακα Α5 αφού συμπληρώσουν δώδεκα (12) χρόνια στη θέση.

13. Ως εκ των ανωτέρω παρακαλούμε όπως στα πλαίσια άσκησης των εξουσιών σας προβείτε σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για αποκατάσταση της νομιμότητας δια της μισθοδοτικής ανέλιξης του πελάτη μας στις κλίμακες Α5 και Α7.»

 

  Οι καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν και απάντησαν στο υποβληθέν αίτημα, με την επιστολή τους ημερομηνίας 25.11.2021. Όπως του αναφέρθηκε, μετά από μελέτη του προσωπικού του φακέλου, είχε αποφασιστεί η ανέλιξή του στην Κλίμακα Α5, από την 1.4.2021 και με επόμενη προσαύξηση να λαμβάνεται κατά τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2022. Στην εν λόγω επιστολή, γίνεται εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, λόγος για το καθεστώς της πρόσληψης του, το οποίο διέπεται από τις πρόνοιες της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 23.126, ημερομηνίας 12.5.1983 και της Α.Δ. 1/68, τονίζοντας πως ο διορισμός του αφορούσε στις συνδυασμένες θέσεις Αστυφύλακα/Πυροσβέστη Κλίμακες Α3-Α5, με προαγωγή στην Κλίμακα Α7(ΙΙ). Αναφορά επίσης έγινε στην διαθεσιμότητα που βρισκόταν ο αιτητής για την περίοδο από 2.6.2006 – 3.8.2012, εκκρεμουσών των εναντίον του δικαστικών διαδικασιών, ως επίσης και στην περίοδο από 1.1.2012 – 31.12.2016, που βρισκόταν σε ισχύ ο Ν. 192(Ι)/2011 που αφορούσε, μεταξύ άλλων, στην απαγόρευση παραχώρησης προσαυξήσεων.

 

  Η νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης, αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση υπόθεσης.

 

  Εγείρεται από την ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή πως υπήρξε πεπλανημένη και ελλιπής έρευνα εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, αφού, εσφαλμένα, παραγνώρισαν το γεγονός πως πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 23.126 και της Α.Δ. 1/68 για την ανέλιξη του αιτητή στις Κλίμακες Α5 από 1.2.2010 και Α7(ΙΙ) από 1.2.2017, με αναδρομική καταβολή των αποκοπών των ετών 2014, 2015 και 2016, αφού ο αιτητής είχε συμπληρώσει 12 χρόνια στη θέση και έπρεπε να ανελιχθεί στην Κλίμακα Α5 και 16 χρόνια, για ανέλιξη του στην Κλίμακα Α7(ΙΙ). Επί τούτου, υποστηρίζει πως ομόβαθμος του αιτητή που διορίστηκε στην Αστυνομία στις 4.5.1998, ανελίχθηκε στην Κλίμακα Α7(ΙΙ) και του καταβλήθηκαν αναδρομικά οι αποκοπές των ετών 2014, 2015 και 2016.

 

  Κατά τις εισηγήσεις, οι καθ’ ων η αίτηση εσφαλμένα δεν προσμέτρησαν εις πίστην του, τις δύο προαναφερθείσες χρονικές περιόδους. Αφενός, την περίοδο που βρισκόταν σε ισχύ ο Ν. 192(Ι)/2011, αφού οι αποκοπές αυτές πιστώθηκαν σε άλλο ομόβαθμό του και συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση προσκρούσει στην παράβαση της αρχής της ισότητας και στο Άρθρο 28 του Συντάγματος. Αφετέρου, την περίοδο που αυτός βρισκόταν σε διαθεσιμότητα, αφού: (α) πουθενά στους σχετικούς Κανονισμούς δεν γίνεται αναφορά σε «πραγματική υπηρεσία», αλλά σε «υπηρεσία», η οποία, κατά τις εισηγήσεις, ουδέποτε διαρρήχθηκε κι ούτε αλλοιώθηκε ο χαρακτήρας της μόνιμης θέσης που κατέχει στην Αστυνομία, (β) η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να επιστρέψουν στον αιτητή το 75% των κατακρατηθέντων απολαβών του, ισοδυναμεί με διοικητική κρίση πως η διαθεσιμότητα δεν ήταν όντως αναγκαία για την διευκόλυνση της πειθαρχικής διαδικασίας και (γ) υπήρξε ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου Εφέσεων με την οποία επιβλήθηκε η ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση από τις τάξεις της Αστυνομίας και συνεπώς, ο αιτητής δικαιούται να λάβει αναδρομικά όλα τα ωφελήματα που θα είχε λάβει εάν δεν μεσολαβούσε η έκδοση της ακυρωτικής απόφασης.

 

  Τέλος, προβάλλεται η θέση πως η προσβαλλόμενη απόφαση προσλαμβάνει μορφή πειθαρχικής ποινής, παραβιάζοντας την αρχή της αναλογικότητας και το δικαίωμα στην εργασία, κατά τις διατάξεις του Άρθρου 25 του Συντάγματος και είναι δυσανάλογη κατά παράβαση των άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος.

 

  Απορριπτική υπήρξε η προσέγγιση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Δημοκρατίας, σε σχέση με όλες τις πιο πάνω εισηγήσεις. Αφού τόνισε το καθεστώς της πρόσληψης του αιτητή στις συνδυασμένες θέσεις Αστυφύλακα/Πυροσβέστη Κλίμακες Α3-Α5 με προαγωγή στην Κλίμακα Α7(ΙΙ), υπέβαλε πως ορθά δεν του πιστώθηκε η χρονική περίοδος που αυτός βρισκόταν σε διαθεσιμότητα, παραπέμποντας στον Κανονισμό 31(β) και (γ) της Κ.Δ.Π. 53/1989 και στον Κανονισμό 2(1) της Κ.Δ.Π. 51/89 ως τροποποιήθηκε, στον όρο «υπηρεσία», ως επίσης και στην Κ.Δ.Π. 101/95 που διέπει ανάλογα ζητήματα των δημοσίων υπαλλήλων. Ομοίως, κατά τις εισηγήσεις, ορθά δεν πιστώθηκε η περίοδος που βρισκόταν σε ισχύ ο Ν. 192(Ι)/2011, η συνταγματικότητα του οποίου διακηρύχθηκε στην Ε.Δ.Δ. 177/2018 κ.ά. Δημοκρατία ν. Αυγουστή κ.ά., ημερομηνίας 10.4.2020. Υποστήριξε πως η περίοδος της διαθεσιμότητας, μη προσβληθείσα, παραμένει ισχυρή και νόμιμη και πως η ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου Εφέσεων, δεν την επηρεάζει.

 

  Προτού προχωρήσω στην εξέταση των επίδικων ζητημάτων, θα πρέπει να αναφερθεί πως η καταχώρηση προσφυγής κατά συγκεκριμένης διοικητικής απόφασης, δεν αποτελεί την οδό για έγερση παραπόνων, αιτημάτων και ζητημάτων εφ’ όλης της ύλης, τα οποία δεν είχαν τεθεί ενώπιον της διοίκησης προς έκδοση της διοικητικής πράξης, τη νομιμότητα της οποίας αμφισβητεί ο αιτητής ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

  Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από το (παραμένον) αιτητικό της προσφυγής, προσβάλλεται η διοικητική απόφαση ημερομηνίας 25.11.2021, με την οποία απερρίφθη αίτημα του αιτητή για ανέλιξη του στις μισθοδοτικές Κλίμακες Α5 και Α7(ΙΙ) αναδρομικά. Το αίτημα υπεβλήθη μέσω της επιστολής ημερομηνίας 14.5.2021, η οποία περιέχεται ως Παράρτημα Γ της αίτησης ακυρώσεως και αφορούσε μόνον στην μισθοδοτική ανέλιξη του αιτητή στις Κλίμακες Α5 και Α7(ΙΙ), υπολογιζόμενης της υπηρεσίας του από το έτος 1998, από το οποίο, κατά τα εισηγήσεις, συμπλήρωσε 12 και 16 χρόνια αντίστοιχα, κατ΄εφαρμογή, ως η εισήγηση, του Κανονισμού 22(5) της Κ.Δ.Π. 51/89, όπως τροποποιήθηκε.

 

  Δεν υπεβλήθη κανένα αίτημα, για αναδρομική λήψη ωφελημάτων που θα είχε λάβει εάν δεν μεσολαβούσε η έκδοση της ακυρωθείσας, εν τέλει, απόφασης του Συμβουλίου Εφέσεων της επιβολής της πειθαρχικής ποινής του εξαναγκασμού σε παραίτηση από την Αστυνομία. Συνεπώς, όσοι ισχυρισμοί περιστρέφονται γύρω από αυτό το ζήτημα, δεν αποτελούν επίδικο ζήτημα και απορρίπτονται.

 

  Μέσα από την γραπτή αγόρευση του αιτητή και συγκεκριμένα από τις σελίδες 6 και 7, προκύπτει μη αμφισβήτηση της θέσης των καθ’ ων η αίτηση, ως προς το καθεστώς που διέπει τον διορισμό του αιτητή που προσλήφθηκε πριν την 26.7.2002, ήτοι βάσει των όσων ορίζονται στην Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 23.126 και στην Α.Δ. 1/68, η οποία αποτελεί το Παράρτημα Β στην Ένσταση[1]. Στην Α.Δ. 1/68, στην οποία αναφέρεται και ο αιτητής, προνοείται πως η ανέλιξη του Αστυφύλακα/Πυροσβέστη στη συνδυασμένη θέση (και όχι Κλίμακα) από την Κλίμακα Α3 στην Κλίμακα Α5, γίνεται με την εξάντληση της Κλίμακας Α3[2] και από την Κλίμακα Α5 ακολουθεί προαγωγή στον ανώτερο βαθμό στην Κλίμακα Α7, αφού συμπληρώσουν 16 χρόνια από την ημερομηνία του διορισμού τους, στον κατώτερο βαθμό της οργανικής τους θέσης.  

 

  Όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 2, οι καθ’ ων η αίτηση για σκοπούς ανέλιξης του αιτητή στην Κλίμακα Α5, εφαρμόζοντας την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και την Α.Δ. 1/68, προχώρησαν στον υπολογισμό της υπηρεσίας του στην Κλίμακα Α3, αρχίζοντας από τον Φεβρουάριο του 1998 και υπολογίζοντας τις 12 βαθμίδες για την εξάντληση της Κλίμακας Α3.

 

  Μετά από απλό μαθηματικό υπολογισμό, ως η θέση του αιτητή, η εξάντληση των βαθμίδων, ελάμβανε χώρα τον Φεβρουάριο του 2010. Οι καθ’ ων η αίτηση, αφαίρεσαν την περίοδο της διαθεσιμότητας που τελούσε ο αιτητής, ζήτημα επίδικο στο οποίο θα επανέλθω, αφαιρώντας 6 χρόνια και 2 μήνες, καταλήγοντας πως η συμπλήρωση της Κλίμακας Α3, έλαβε χώρα τον Απρίλιο του 2016. Τον Απρίλιο όμως του 2016, ήταν σε ισχύ οι διατάξεις του Ν. 192(Ι)/2011, βάσει των οποίων υπήρξε απαγόρευση, μεταξύ άλλων, και προσαυξήσεων για την περίοδο από 1.1.2012 – 31.12.2016 και αφαιρέθηκε και η περίοδος των 5 χρόνων. Με την αφαίρεση και της περιόδου αυτής, που επίσης αποτελεί επίδικο ζήτημα, αποφασίστηκε η ανέλιξη του αιτητή στην Κλίμακα Α5, από την 1.4.2021.

 

  Επομένως, από την 1.4.2021, ο αιτητής είχε ανελιχθεί στην Κλίμακα Α5 και ελάμβανε, έκτοτε, αυτή τη μισθοδοσία, έχοντας προς τούτο, πλήρη γνώση της ημερομηνίας της ανέλιξης του αυτής, με την οποία φαίνεται, όμως, να διαφωνούσε.

 

  Εντούτοις, η ημερομηνία της ανέλιξης του στην Κλίμακα Α5, με την οποία εκφράζει την διαφωνία του, στα πλαίσια της υπό εκδίκαση προσφυγής, η οποία καταχωρίστηκε πολύ αργότερα, ήτοι στις 18.1.2022, δεν αμφισβητήθηκε από τον αιτητή, ούτε και άσκησε το δικαίωμά του, εντός της προθεσμίας που τάσσει το Άρθρο 146 του Συντάγματος, για άσκηση ελέγχου νομιμότητας της διοικητικής απόφασης για ανέλιξη του στην Κλίμακα Α5, από την 1.4.2021, γεγονός που παραπέμπει σε ελεύθερη εκ μέρους του αποδοχή της εν λόγω απόφασης.

 

  Πολύ σχετικά κρίνονται τα όσα λέχθηκαν από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στα πλαίσια της Ε.Δ.Δ. 82/2018, Μιχαήλ κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου κ.ά., ημερομηνίας 11.1.2024, από την οποία και παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα:-

«Προκύπτει κατά αδιαμφισβήτητο τρόπο, στη βάση των επίδικων γεγονότων, πως οι Εφεσείοντες είχαν πλήρη γνώση του γεγονότος της αναστολής καταβολής της μηνιαίας τους σύνταξης, για όσο χρόνο θα ελάμβαναν μισθό με βάση τη σύμβαση εργασίας που είχαν συνάψει με τους Εφεσίβλητους κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Άρθρου 3(β) του Ν.88(Ι)/2011, τόσο με την κοινοποίηση σ’ αυτούς των επιστολών των Εφεσίβλητων ημερ. 10.12.2012 και 2.8.2013 αντίστοιχα, όσο και με την καταβολή του πρώτου μηνιαίου μισθού τους στη βάση της σύμβασης εργασίας, κατά τον οποίο μήνα, δεν τους είχε καταβληθεί η σύνταξη. Ωστόσο, οι Εφεσείοντες αμέλησαν και/ή παρέλειψαν να ασκήσουν το δικαίωμα τους για έλεγχο της νομιμότητας των πιο πάνω αποφάσεων των Εφεσίβλητων, εντός της προθεσμίας που τάσσει το Άρθρο 146 του Συντάγματος και ταυτόχρονα, για έλεγχο της συμβατότητας των προνοιών του Άρθρου 3(β) του Ν.88(Ι)/2011 με τις διατάξεις του Συντάγματος. Συνεπώς, αποδέχθηκαν τις εν λόγω διοικητικές αποφάσεις ελεύθερα και χωρίς καμιά επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους (βλ. Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2001) 3 ΑΑΔ 282).

 […]

 Για όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε πως καθηκόντως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την προδικαστική ένσταση των Εφεσίβλητων περί έλλειψης έννομου συμφέροντος εκ μέρους των Εφεσειόντων, ως ζήτημα του οποίου η εξέταση προείχε και ορθά κατέληξε ως ανωτέρω, ότι δηλ. συνεπεία της σιωπηρής παραίτησης τους από την άσκηση του πιο πάνω δικαιώματος τους, αυτοί απώλεσαν το έννομο συμφέρον τους να προωθήσουν τις Προσφυγές».

 

  Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνεται πως ο αιτητής, έχει αποστερηθεί του εννόμου συμφέροντος προς προσβολή της ημερομηνίας ανέλιξής του στην Κλίμακα Α5, λόγω του ότι αποδέχθηκε σιωπηρώς την ανέλιξη σ’ αυτήν, από την 1.4.2021.

 

  Ανεξαρτήτως της πιο πάνω καταληκτικής κρίσης, ακόμα και να μην ήταν αυτή η κατάληξη, η προσφυγή του αιτητή, δεν θα είχε πιθανότητες επιτυχίας.

 

  Σε συμφωνία με τις θέσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Δημοκρατίας, η νομιμότητα της απόφασης να τεθεί ο αιτητής σε διαθεσιμότητα, για την χρονική περίοδο από 2.6.2006 μέχρι 3.8.2012, δεν αμφισβητήθηκε με προσφυγή, καίτοι αυτή συνιστά αυτοτελή διοικητική απόφαση, δυνάμενη να προσβληθεί αυτοτελώς με προσφυγή (μεταξύ άλλων, Παναγή ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 823/2005 κ.ά., ημερομηνίας 22.1.2009, υπόθ. αρ. 408/2010, Γαριβαλδινός v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1109/2009, ημερομηνίας 17.2.2011, Θεοδουλίδης ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, υπόθ. αρ. 408/2010, ημερομηνίας 2.11.2011).

 

  Η απόφαση για διαθεσιμότητα, καίτοι λαμβάνεται για την διευκόλυνση της πειθαρχικής διαδικασίας, εντούτοις, συνιστά αυτοτελή και ξεχωριστή διοικητική απόφαση και δεν αποτελεί μέρος της σύνθετης διοικητικής ενέργειας της πειθαρχικής διαδικασίας, έτσι ώστε, ακυρωθείσας της απόφασης επί του πειθαρχικού, να συμπαρασύρεται σε ακύρωση και αυτή. Ως πολύ ορθά το έθεσε η Δημοκρατία, με δεδομένη τη μη προσβολή της, τεκμαίρεται νόμιμη και παραμένουσα στον χώρο των νομίμως εκδοθεισών διοικητικών αποφάσεων. Επομένως, ορθά οι καθ΄ ων η αίτηση έλαβαν υπόψη αυτή την χρονική περίοδο, την οποία νομίμως αφαίρεσαν από την υπηρεσία του αιτητή για την ανέλιξη του στην Κλίμακα Α5.

 

  Ούτε συμφωνώ με την εισήγηση του αιτητή, πως η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας να επιστρέψει ποσοστό 75% από τις κατακρατηθείσες απολαβές του, λόγω της διαθεσιμότητας, συνιστά διοικητική κρίση πως η διαθεσιμότητα δεν ήταν αναγκαία. Αυτό αποτελεί άποψη του αιτητή ατεκμηρίωτη, αφού ουδέποτε λέχθηκε εκ μέρους του Αρχηγού Αστυνομίας πως δεν επιβάλλετο να τεθεί σε διαθεσιμότητα, ενώ η επιστροφή απολαβών λαμβάνει χώρα ανεξάρτητα και συμφώνως των διατάξεων του Κανονισμού 31(ζ) της Κ.Δ.Π.  53/1989, ως έχουν τροποποιηθεί.

  Εξάλλου, ο υπολογισμός της υπηρεσίας για τους σκοπούς της Κ.Δ.Π. 51/1989, ως αυτοί έτυχαν τροποποίησης, κατά τον ορισμό του Κανονισμού 2, αφορά σε πραγματική υπηρεσία και δεν περιλαμβάνει απουσία λόγω διαθεσιμότητας.

 

  Ομοίως, ορθά οι καθ’ ων η αίτηση αφαίρεσαν και την χρονική περίοδο των 5 ετών που ήταν σε ισχύ οι διατάξεις του Ν. 192(Ι)/2011, οι πρόνοιες του οποίου διακηρύχθηκαν ως συνταγματικές (Αυγουστή (ανωτέρω)).

 

 Επί τούτου, υποστηρίζει πως ομόβαθμος του που διορίστηκε στην Αστυνομία στις 4.5.1998, ανελίχθηκε στην Κλίμακα Α7(ΙΙ) και του καταβλήθηκαν αναδρομικά οι αποκοπές των ετών 2014, 2015 και 2016. Ούτε ο ισχυρισμός αυτός με βρίσκει σύμφωνη, αφού προκειμένου να υποστηριχθεί παράβαση της αρχής της ισότητας, επιβάλλεται η ομοιογένεια των αντικειμένων και των υποκειμένων του δικαίου, αποκλείοντας την εξίσωση μεταξύ των ανόμοιων και την διάκριση μεταξύ των ομοίων (Αpostolides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928, Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119, Ζίζιρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631, Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534).

 

  Όπως λέχθηκε στην Θεοχαρίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63:-

«Εάν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή, δεν χωρεί διάκριση. Εάν είναι ανομοιογενή χωρεί και παρέχεται ευχέρεια για τη θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύθμισης».

 

  Για την περίπτωση του ομόβαθμου του αιτητή συναδέλφου του, στην οποία ο ίδιος κάνει αναφορά, δεν προκύπτουν, ούτε οι συνθήκες εργασίας του, ούτε ο διορισμός του, ούτε και προσωπικά ζητήματα που εδώ απασχόλησαν, σε σχέση με την διαθεσιμότητα του αιτητή και τις εναντίον του δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να εξεταστεί η ύπαρξη «ομοιογένειας των αντικειμένων και των υποκειμένων του δικαίου».

 

  Απορριπτέοι κρίνονται κι οι ισχυρισμοί του αιτητή πως η προσβαλλόμενη απόφαση προσλαμβάνει μορφή πειθαρχικής ποινής, παραβιάζοντας την αρχή της αναλογικότητας και το δικαίωμα στην εργασία και πως είναι δυσανάλογη, κατά παράβαση των άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος. Η ανέλιξη του αιτητή στην μισθοδοτική Κλίμακα Α5 από την 1.4.2025 ή και η απόρριψη του αιτήματος του να ανελιχθεί στην εν λόγω Κλίμακα από το έτος 2010, ως αυτό αποτέλεσε αίτημά του, δεν αποτελεί ούτε πειθαρχική ποινή, ούτε πειθαρχική διαδικασία, προκειμένου να γίνει αποδεκτή η θέση του. Αντιθέτως, κρίνεται πως η διοίκηση ενήργησε εντός των πλαισίων των σχετικών Κανονισμών, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά δεδομένα που θα μπορούσαν νομίμως να ληφθούν υπόψη.

 

  Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

                       

 

                   Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.



[1] Σχετικές είναι και οι διατάξεις του Κανονισμού 22 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών, ως έτυχαν τροποποίησης με την Κ.Δ.Π. 249/2019, η ισχύς των οποίων κατά τις διατάξεις του τροποποιητικού Κανονισμού 3, θεωρείται ότι άρχισε στις 26.7.2002, κανονισμοί οι οποίοι ρυθμίζουν τις πριν την 26.7.2002, προσλήψεις.

[2] Και της κατοχής των τεσσάρων επιδομάτων καλής διαγωγής, επιδόματα που στη συνέχεια καταργήθηκαν.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο