ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 1135/2025)
29 Οκτωβρίου 2025
[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης Δ.Δ.]
Α. Α.
Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ης η Αίτηση
………………………….
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8.10.2025 ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ
Χ. Μ. Τριανταφυλλίδης μαζί με Ν. Κλεάνθους (κα), Μ. Καλογήρου και Β. Καραθανάση (κα) (ασκούμενη δικηγόρος), για την αιτήτρια.
Ε. Παπαγεωργίου (κα) μαζί με Δ. Μ. Εργατούδη (κα) και Μ. Κοτσώνη (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την καθ’ ης η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Η αιτήτρια με την προσφυγή της ζητά την ακύρωση της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 3.10.2025 με την οποία η διαθεσιμότητα στην οποία ήδη είχε τεθεί παρατάθηκε για πρόσθετη περίοδο δύο μηνών δηλαδή, μέχρι τις 3.12.2025.
Τα γεγονότα στην έκταση που ενδιαφέρουν για σκοπούς της υπό κρίση αίτησης είναι τα ακόλουθα:
Η καθ’ ης η αίτηση αποφάσισε στις 4.7.2025 να θέσει σε διαθεσιμότητα την αιτήτρια για τρεις μήνες δηλαδή, μέχρι τις 3.10.2025. Στις 29.9.2025 η καθ’ ης η αίτηση ενημέρωσε την αιτήτρια ότι προτίθεται να παρατείνει την περίοδο διαθεσιμότητας για πρόσθετους δύο μήνες καλώντας την να υποβάλει γραπτές παραστάσεις, εάν το επιθυμούσε, μέχρι τις 3.10.2025 και ώρα 12 το μεσημέρι. Η αιτήτρια υπέβαλε μέσω των δικηγόρων της τις παραστάσεις της εντός της καθορισθείσας προθεσμίας και την ίδια μέρα η καθ’ ης η αίτηση αποφάσισε την παράταση της διαθεσιμότητας της αιτήτριας από τις 3.10.2025 μέχρι τις 3.12.2025 με αποκοπή των 2/3 των απολαβών της.
Στις 8.10.2025 η αιτήτρια μέσω των δικηγόρων της προσέφυγε στο Δικαστήριο καταχωρώντας ταυτόχρονα ενδιάμεση μονομερή αίτηση με την οποία αξίωνε προσωρινό διάταγμα αναστολής της ισχύος της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 3.10.2025 επικαλούμενη, μέσω της ένορκης της δήλωσης, έκδηλη παρανομία και συγκεκριμένα μη τήρηση των προνοιών του Άρθρου 85(2Α) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990 (στο εξής ο «Νόμος»), το οποίο παραπέμπει σε διαδικασία ως προνοείται στο Άρθρο 85(1Α) του Νόμου η οποία δεν ακολουθήθηκε από την καθ’ ης η αίτηση.
Το παρόν Δικαστήριο στις 9.10.2025 ικανοποιήθηκε από τα ενώπιόν του στοιχεία ότι πληρείται η προϋπόθεση της έκδηλης παρανομίας και εξέδωσε διάταγμα αναστολής της προσβαλλόμενης απόφασης δίδοντας οδηγίες για επίδοση της προσφυγής, της ενδιάμεσης αίτησης, της ένορκης δήλωσης και των τεκμηρίων που τη συνοδεύουν στην καθ’ ης η αίτηση και το διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο και η προσφυγή για οδηγίες στις 20.10.2025.
Στη δικάσιμο της 20.10.2025 η καθ’ ης η αίτηση δήλωσε στο Δικαστήριο ότι θα καταχωρήσει ένσταση εντός της ημέρας και αιτήθηκαν όπως η αίτηση οριστεί άμεσα για ακρόαση. Κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες για την καταχώρηση της ένστασης της καθ’ ης η αίτηση στην ενδιάμεση αίτηση εντός της ημέρας, καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης της αιτήτριας επί της ενδιάμεσης αίτησης μέχρι τις 22.10.2025, της καθ’ ης η αίτηση μέχρι τις 23.10.2025 και η ενδιάμεση αίτηση ορίστηκε για ακρόαση στις 24.10.2025.
Βασικό επιχείρημα της αιτήτριας είναι ότι προκύπτει έκδηλη παρανομία από την απόφαση της καθ’ ης η αίτηση επειδή δεν της παραχωρήθηκε χρόνος τεσσάρων εργάσιμων ημερών για να υποβάλει τις γραπτές της παραστάσεις αλλά λιγότερος. Συγκεκριμένα, η αιτήτρια εισηγείται ότι η προθεσμία που ορίστηκε από την καθ’ ης η αίτηση για υποβολή τυχόν γραπτών παραστάσεων μέχρι τις 3.10.2025 με δεδομένη την αργία της 1.10.2025 και του γεγονότος ότι η παράταση της διαθεσιμότητας ξεκινά στις 3.10.2025, δεν ήταν σύμφωνη με τον Νόμο ο οποίος προνοεί για προθεσμία τεσσάρων εργάσιμων ημερών. Προς υποστήριξη της θέσης της, η αιτήτρια παραπέμπει στις πρόνοιες των Άρθρων 85(2Α) και 85(1Α) του Νόμου και στον περί Ερμηνείας Νόμο, Κεφ. 1.
Από την άλλη, η καθ’ ης η αίτηση εισηγείται ότι επειδή το Άρθρο 85(2Α) του Νόμου αναφέρεται σε «τέσσερις μέρες» συνεπάγεται ότι εννοεί καθαρές μέρες και όχι εργάσιμες και συνεπώς ουδεμία έκδηλη παρανομία υφίσταται και ότι εν πάση περιπτώσει εφόσον προκύπτει μεταξύ των μερών διαφορετική ερμηνεία του όρου «κατ’ αναλογία», το ζήτημα αυτό δυνατό να απασχολήσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της προσφυγής. Εισηγείται, επιπρόσθετα, ότι η αιτήτρια δεν προέβη σε πλήρη αποκάλυψη ενώπιον του Δικαστηρίου παραπλανώντας το Δικαστήριο ενώ εξάσκησε το δικαίωμα ακρόασης που της παρέχει ο Νόμος με την υποβολή πολυσέλιδης επιστολής χωρίς να ισχυριστεί ότι υπέστη οποιαδήποτε ζημιά από την προθεσμία που της δόθηκε με αποτέλεσμα να μην έχει έννομο συμφέρον να προωθεί την υπό κρίση αίτηση. Η καθ’ ης η αίτηση εισηγείται επίσης ότι το Δικαστήριο εκδίδοντας το προσωρινό διάταγμα στη βάση της μονομερούς αίτησης δεν εξέτασε το ζήτημα του κατεπείγοντος ενώ ο χρόνος που ορίστηκε ως επιστρεπτέο υπερέβαινε τον εύλογο.
Κατά την ακρόαση της υπό κρίση αίτησης, ο συνήγορος της αιτήτριας πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι η καθ’ ης η αίτηση είχε προχωρήσει με την υποβολή αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο για παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari η οποία απορρίφθηκε στις 16.10.2025 αλλά ουδέποτε αναφέρθηκε η εξέλιξη αυτή από τις συνηγόρους της καθ’ ης η αίτηση στη δικάσιμο της 20ης Οκτωβρίου όταν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατέθεσε, επίσης, τη σχετική απόφαση (Πολιτική Αίτηση Αρ. 259/2025).
Πράγματι, το Δικαστήριο δεν είχε καμία ενημέρωση από την καθ’ ης η αίτηση στη δικάσιμο της 20ης Οκτωβρίου περί του διαβήματος που έλαβε το οποίο – όπως απάντησε η εκ των συνηγόρων της καθ’ ης η αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακροαματική διαδικασία – είναι δικαίωμα κάθε διαδίκου να πράξει. Είναι βεβαίως ορθή η επισήμανση της συνηγόρου της καθ’ ης η αίτηση η απόφαση, όμως, του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο διάβημα που επέλεξε η καθ’ ης η αίτηση να ακολουθήσει περιλαμβάνει αναφορές οι οποίες απαντούν σε ένα από τα επιχειρήματα που προωθεί η καθ’ ης η αίτηση το οποίο πρόβαλε και στα πλαίσια της διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αυτό της έλευσης μεγάλου χρόνο για τον ορισμό της αίτησης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής στις σελίδες 4 και 5 της απόφασης:
«Ο Κανονισμός 13(2) προνοεί όπως οποιοδήποτε εκδοθέν προσωρινό διάταγμα επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο «παρευθύς». Η λέξη ερμηνεύεται στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γεώργιου Δ. Μπαμπινιώτη, 2η έκδοση, ως «ευθύς αμέσως, πάραυτα». Επιπλέον, λόγω του ότι εκδίδονται μονομερώς, τα προσωρινά διατάγματα πρέπει να ορίζονται το συντομότερο δυνατό για επίδοση, και ειδικότερα σε χρόνο όχι μακρύτερο από όσο είναι αναγκαίος για την επίδοση του στον επηρεαζόμενο και την παροχή της δυνατότητας σε αυτόν να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου για να ενστεί.
Στην προκειμένη περίπτωση, το προσωρινό διάταγμα εξεδόθη στις 9.10.2025 και ορίστηκε επιστρεπτέο στις 20.10.2025. Δεν θεωρώ ότι ο χρόνος που δόθηκε για επίδοση είναι τέτοιος που να θεωρείται υπερβολικός. Δεν μου διαφεύγει ότι το διάταγμα επιδόθηκε από την ίδια κιόλας μέρα έκδοσης του, ήτοι τις 9.10.2025, κάτι το οποίο προφανώς δίδει την ευχέρεια στον Αιτητή να ενστεί και να ετοιμαστεί καταλλήλως μέχρι την ημερομηνία ορισμού του διατάγματος ως επιστρεπτέου, ούτως ώστε η διαδικασία να ολοκληρωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα ως απαιτεί η φύσης της.»
Ο Κανονισμός 13(2) του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προνοεί ότι:
«Προσωρινόν διάταγμα εκδιδόμενον συμφώνως προς τον κανονισμόν τούτον δύναται είτε συνεπεία επειγούσης ανάγκης είτε συνεπεία άλλων ειδικών περιστάσεων να εκδοθή άνευ ειδοποιήσεως και υφ’ οίους όρους ήθελε θεωρηθεί πρέπον υπό τας περιστάσεις.
Ειδοποίησις δεν να επιδίδεται παρευθύς προς πάντας τους διαδίκους, οίτινες επηρεάζονται συνεπεία διατάγματος εκδοθέντος δυνάμει της παραγράφου ταύτης, διά να δυνηθώσιν ούτοι να ενστώσι κατ’ αυτού.»
Επισημαίνω ότι ακόμα και μέχρι τις 20.10.2025 που ορίστηκε η αίτηση – που κατά την εισήγηση της καθ’ ης η αίτηση ήταν παράλογα μεγάλος χρόνος – η καθ’ ης η αίτηση δεν είχε ούτως ή άλλως καταχωρήσει ένσταση αλλά δήλωσε ότι θα το έπραττε εντός της ημέρας. Όπως διαφάνηκε, ο χρόνος που δόθηκε από το Δικαστήριο όχι μόνο δεν ήταν μεγάλος αλλά ούτε για την ίδια την καθ’ ης η αίτηση που προβάλλει τον ισχυρισμό δεν ήταν αρκετός για να είχε ήδη καταχωρήσει την ένστασή της.
Σε σχέση με την εισήγηση ότι δεν εξέτασε το Δικαστήριο το ζήτημα του κατεπείγοντος, αυτό προκύπτει από τα ίδια τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση χωρίς να προκύπτει η ανάγκη ειδικότερης διερεύνησης ή αναφοράς από το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση εκδόθηκε στις 3.10.2025 (Παρασκευή) με διάρκεια σύντομη μέχρι τις 3.12.2025 και το μονομερές διάβημα προς το Δικαστήριο καταχωρήθηκε λίγες μέρες αργότερα στις 8.10.2025 (Τετάρτη) και το Δικαστήριο επιλήφθηκε στις 9.10.2025 (Πέμπτη). Το ότι η πράξη αφορά σε παράταση διαθεσιμότητας, δεν σημαίνει ότι επηρεάζονται λιγότερο τα δικαιώματα της αιτήτριας και άρα δεν επείγει η προστασία τους.
Ούτε η εισήγηση της καθ’ ης η αίτηση για μη πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων από την αιτήτρια και προσπάθεια παραπλάνησης του Δικαστηρίου φαίνεται να ευσταθεί. Ως Τεκμήριο 3 στην ένορκη δήλωση της αιτήτριας κατατέθηκε η επιστολή που υπέβαλε η αιτήτρια μέσω των δικηγόρων της ως γραπτές παραστάσεις συνεπώς, ήταν σε γνώση του Δικαστηρίου ότι η αιτήτρια άσκησε το δικαίωμά της. Σε γνώση του Δικαστηρίου ήταν επίσης το γεγονός ότι στο εν λόγω Τεκμήριο 3 και συγκεκριμένα στην παράγραφο 2, ο συνήγορος της αιτήτριας έθεσε υπόψη της καθ’ ης η αίτηση τη θέση ότι «υπάρχει έκδηλη παράβαση του άρθρου 85» σχετιζόμενη με τη δοθείσα προθεσμία αναφορά η οποία αγνοήθηκε από την καθ’ ης η αίτηση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση κάτι που επισημάνθηκε και από το Δικαστήριο στο πρακτικό έκδοσης του διατάγματος ημερομηνίας 9.10.2025. Συνεπώς, η εισήγηση της καθ’ ης η αίτηση ότι ουδέποτε τέθηκε αυτός ο ισχυρισμός από την αιτήτρια προς την καθ’ ης η αίτηση, είναι ανεδαφική.
Το κατά πόσο η αιτήτρια υπέστη ή όχι ζημιά από τον χρόνο που της παραχωρήθηκε από την καθ’ ης η αίτηση και συνεπώς επηρεάζεται το έννομο συμφέρον της να προβάλλει αυτό τον ισχυρισμό, δεν είναι ζήτημα που καλείται το Δικαστήριο να επιλύσει σε αυτό το στάδιο αλλά κατά την εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής. Εξάλλου, ως ορθά εισηγείται η καθ’ ης η αίτηση, δεν θα πρέπει το Δικαστήριο σε αυτό το στάδιο να επιλύσει την ουσία της υπόθεσης.
Σε σχέση με την ύπαρξη ή μη έκδηλης παρανομίας, οι επίμαχες πρόνοιες του Νόμου είναι τα Άρθρα 85(1Α) και 85(2Α). Θεωρώ όμως χρήσιμο για σκοπούς της ανάλυσης που θα ακολουθήσει να παραθέσω ολόκληρο το Άρθρο 85:
«85.-(1) Αv διαταχθεί έρευvα πειθαρχικoύ παραπτώματoς, δυvάμει τωv διατάξεωv της παραγράφoυ (β) τoυ άρθρoυ 81, εvαvτίov κάπoιoυ υπαλλήλoυ ή με τηv έvαρξη αστυvoμικής έρευvας με σκoπό τηv πoιvική δίωξη εvαvτίov τoυ, η Επιτρoπή μπoρεί, αv τo δημόσιo συμφέρov τo απαιτεί, vα θέσει σε διαθεσιμότητα τov υπάλληλo κατά τη διάρκεια της έρευvας και σε τέτοια περίπτωση ενεργεί δυνάμει του εδαφίου (1Α), εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις που ενεργεί δυνάμει του εδαφίου (1Β):
Νoείται ότι η διάρκεια της διαθεσιμότητας στηv oπoία τίθεται o υπάλληλoς κατά τη διάρκεια της έρευvας δεv μπoρεί vα υπερβεί τoυς τρεις μήvες, μπoρεί όμως vα παραταθεί, αv συvτρέχει σoβαρός λόγoς, για άλλoυς τρεις μήvες.
(1Α) Αν η Επιτροπή προτίθεται να θέσει τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα τον ενημερώνει για την πρόθεσή της αυτή και ταυτόχρονα τον καλεί, αν επιθυμεί, να υποβάλει, εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών, γραπτές παραστάσεις και αφού τις μελετήσει, αν υποβληθούν, αποφασίζει ευθύς αμέσως κατά πόσο θα θέσει ή μη τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα.
(1Β) (α) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, η Επιτροπή δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δε θα επηρεαστεί με οποιονδήποτε τρόπο η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας, να θέσει αμέσως τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα δυνάμει του εδαφίου (1), χωρίς να προβεί στις ενέργειες που αναφέρονται στο εδάφιο (1Α), παρέχοντας ταυτόχρονα στον υπάλληλο αυτό το δικαίωμα να υποβάλει, αν το επιθυμεί, το αργότερον εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών από την ημέρα της επίδοσης της απόφασής της, γραπτή ένσταση για την απόφασή της να τον θέσει σε διαθεσιμότητα.
(β) Σε περίπτωση που υποβληθεί ένσταση δυνάμει της παραγράφου (α), η Επιτροπή, αφού μελετήσει τους λόγους που περιέχονται σ’ αυτήν αποφασίζει ευθύς αμέσως κατά πόσο θα διατάξει τη συνέχιση ή τον τερματισμό της διαθεσιμότητας και αν η Επιτροπή τερματίσει τη διαθεσιμότητα του υπαλλήλου αυτός επανακτά, από την ημέρα έναρξης της διαθεσιμότητας, όλες τις εξουσίες και τα ωφελήματα που αναστάληκαν δυνάμει του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου.
(2) Αv μετά τo τέλoς της έρευvας απoφασιστεί η πoιvική ή η πειθαρχική δίωξη τoυ υπαλλήλoυ, η Επιτρoπή μπoρεί, αv τo δημόσιo συμφέρov τo απαιτεί, vα θέσει σε διαθεσιμότητα τov υπάλληλo μέχρι τηv τελική συμπλήρωση της υπόθεσης εφαρμόζοντας τις διατάξεις του εδαφίου (1Α).
(2Α) Σε περίπτωση που η Επιτροπή προτίθεται να παρατείνει τη διαθεσιμότητα υπαλλήλου, τέσσερις ημέρες πριν τη λήξη της, ενεργεί εφαρμόζοντας κατ’ αναλογία τις διατάξεις του εδαφίου (1Α).
(3) Ειδoπoίηση ότι τέθηκε σε διαθεσιμότητα δίδεται γραπτώς στov υπάλληλo τo γρηγoρότερo. Οι εξoυσίες, τα πρovόμια και τα ωφελήματα τoυ υπαλλήλoυ αvαστέλλovται κατά τη διάρκεια της περιόδoυ της διαθεσιμότητας:
Νoείται ότι η Επιτρoπή επιτρέπει στov υπάλληλo vα λαμβάvει μέρoς τωv απoλαβώv της θέσης τoυ, όχι λιγότερo από τo μισό, όπως θα κρίvει η Επιτρoπή.
(4) Αv o υπάλληλoς απαλλαγεί ή αv από τηv έρευvα δεv απoδειχτεί πειθαρχική υπόθεση εvαvτίov τoυ, η διαθεσιμότητα τερματίζεται και o υπάλληλoς δικαιoύται oλόκληρo τo πoσό τωv απoλαβώv τις oπoίες θα έπαιρvε αv δεv ετίθετo σε διαθεσιμότητα. Αv βρεθεί έvoχoς, η Επιτρoπή απoφασίζει αv θα επιστραφεί στov υπάλληλo oπoιoδήπoτε μέρoς τωv απoλαβώv τoυ.»
Όπως προκύπτει από τις πιο πάνω πρόνοιες, αν διαταχθεί πειθαρχική έρευνα υπαλλήλου ή αρχίσει αστυνομική έρευνα κατά υπαλλήλου με σκοπό την ποινική δίωξή του τότε η Επιτροπή δύναται, αν το απαιτεί το δημόσιο συμφέρον, να θέσει τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα είτε άμεσα (εδάφιο (1Β)), είτε αφού ακολουθήσει τη διαδικασία που προνοείται στο εδάφιο (1Α).
Οι ενέργειες στις οποίες είναι υποχρεωμένη η καθ’ ης η αίτηση να προβεί όταν εφαρμόζει το εδάφιο (1Α) είναι:
- Να κοινοποιήσει στον υπάλληλο την πρόθεσή της να τον θέσει σε διαθεσιμότητα,
- Να παραχωρήσει στον υπάλληλο τη δυνατότητα να υποβάλει γραπτές του παραστάσεις εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών και σε περίπτωση που ο υπάλληλος υποβάλει γραπτές παραστάσεις,
- Να μελετήσει τις γραπτές παραστάσεις και να προχωρήσει άμεσα σε λήψη απόφασης κατά πόσο θα θέσει τελικά τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα.
Ακόμα και στην περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να ενεργήσει κατ’ εφαρμογή του εδαφίου (1Β), ο Νόμος προνοεί ότι η Επιτροπή δεν προβαίνει στις ενέργειες που προνοούνται στο εδάφιο (1Α) αλλά σε σχέση με τη χρονική περίοδο που δίδεται στον υπάλληλο για σκοπούς υποβολής γραπτών παραστάσεων, έχει υποχρέωση να του παραχωρήσει την ίδια ως προνοείται στο εδάφιο (1Α) δηλαδή, τέσσερις εργάσιμες μέρες.
Το εδάφιο (1Α) τυγχάνει επίσης εφαρμογής σύμφωνα με το εδάφιο (2) και στην περίπτωση όπου μετά την ολοκλήρωση έρευνας στην οποία αποφασίστηκε η ποινική ή πειθαρχική δίωξη του υπαλλήλου, η Επιτροπή κρίνει ότι για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος ο υπάλληλος θα τεθεί σε διαθεσιμότητα μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης. Σε αυτή την περίπτωση, το εδάφιο (2) ρητώς προνοεί ότι η Επιτροπή εφαρμόζει τις διατάξεις του εδαφίου (1Α).
Στην περίπτωση παράτασης της διαθεσιμότητας (εξυπακούεται της αρχικής περιόδου διαθεσιμότητας) όπου εφαρμογής τυγχάνει το εδάφιο (2Α) , η Επιτροπή οφείλει να ενεργήσει προς την κατεύθυνση λήψης απόφασης επί της πιθανότητας παράτασης τέσσερις μέρες πριν τη λήξη της αρχικής περιόδου διαθεσιμότητας. Οι τέσσερις μέρες, δεδομένου ότι στον Νόμο δεν προνοείται ορισμός, σημαίνουν σύμφωνα με τον περί Ερμηνείας Νόμο, Κεφ. 1, καθαρές μέρες.
Η καθ’ ης η αίτηση εισηγείται ότι η χρήση της φράσης «κατ’ αναλογία» στο εδάφιο (2Α) συναρτάται με το χρονικό διάστημα που οφείλει η καθ’ ης η αίτηση να παραχωρήσει στον υπάλληλο για την υποβολή των γραπτών του παραστάσεων που στην περίπτωση παράτασης διαθεσιμότητας είναι τέσσερις καθαρές μέρες και όχι εργάσιμες. Ταυτίζει, δηλαδή, την περίοδο στην οποία πρέπει η Επιτροπή να εκκινήσει την εξέταση του ενδεχόμενου παράτασης της διαθεσιμότητας – τέσσερεις καθαρές μέρες πριν τη λήξη της αρχικής περιόδου διαθεσιμότητας – με τον χρόνο που θα δοθεί στον υπάλληλο για την υποβολή γραπτών παραστάσεων.
Η αντίληψη του Δικαστηρίου κατά την έκδοση του προσωρινού διατάγματος ήταν όχι ότι η επίμαχη φράση συναρτάται με τον χρόνο κατά τον τρόπο που το εισηγείται η καθ’ ης η αίτηση αλλά με την αλλαγή της φύσης της απόφασης που λαμβάνει η καθ’ ης η αίτηση δηλαδή, λήψη απόφασης επί της παράτασης διαθεσιμότητας και όχι αρχική απόφαση διαθεσιμότητας («κατά πόσο θα θέσει ή µη τον υπάλληλο σε διαθεσιµότητα») και ότι οι υπόλοιπες ενέργειες στις οποίες οφείλει να προβεί η καθ’ ης η αίτηση παραμένουν οι ίδιες ως προνοούνται στο εδάφιο (1Α). Είναι για αυτό τον λόγο που στο εδάφιο (2) δεν γίνεται χρήση της φράσης «κατ’ αναλογία» εφόσον στην περίπτωση που εφαρμόζεται το εδάφιο (2) η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση «να θέσει» υπάλληλο σε διαθεσιμότητα ομοίως, δηλαδή, με την απόφαση που λαμβάνει αρχικά σε αντίθεση με την απόφαση που λαμβάνει συμφώνως του εδαφίου (2Α) να παρατείνει τη διαθεσιμότητα.
Η Επιτροπή στην εγκύκλιο αρ. 247 ημερομηνίας 11.9.2017 με τίτλο «Διαθεσιμότητα Υπαλλήλων» η οποία είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα της Επιτροπής, καταγράφει τα εξής σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθεί όταν εφαρμόζει το εδάφιο (2Α):
«5. Εισηγήσεις για παράταση της διαθεσιμότητας υπαλλήλου, θα πρέπει σύμφωνα με το εδάφιο (2Α) του άρθρου 85 να εξετάζονται από την Επιτροπή τέσσερις μέρες πριν τη λήξη της αρχικής διαθεσιμότητας, προκειμένου η Επιτροπή να ενεργεί, εφαρμόζοντας κατ’ αναλογία τις διατάξεις του εδαφίου (1Α) (βλ.πιο πάνω). Νοείται ότι και η εισήγηση για παράταση της διαθεσιμότητας θα πρέπει να είναι εμπεριστατωμένη και να περιέχει τους λόγους για τους οποίους υποβάλλεται.»
Η αναφορά στην εγκύκλιο στο εδάφιο (1Α) καταγράφεται αυτούσια (με τον τονισμό) ως εξής:
«(1A). Αν η Επιτροπή προτίθεται να θέσει τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα τον ενημερώνει για την πρόθεσή της αυτή και ταυτόχρονα τον καλεί, αν επιθυμεί, να υποβάλλει, εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών, γραπτές παραστάσεις και αφού τις μελετήσει, αν υποβληθούν, αποφασίζει ευθύς αμέσως κατά πόσο θα θέσει ή μη τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα».
Μέσω της πιο πάνω αναφερόμενης εγκυκλίου διευκρινίζεται ότι οι τέσσερις μέρες που αναφέρονται στο εδάφιο (2Α) αφορούν το χρονικό σημείο στο οποίο η καθ’ ης η αίτηση εξετάζει – και αποφασίζει – επί εισηγήσεων για παράταση. Σε σχέση με τον χρόνο που παραχωρείται στον υπάλληλο για να υποβάλει γραπτές παραστάσεις δεν δίδεται κάποια άλλη διευκρίνιση στην εγκύκλιο παρά μόνο παραπομπή στο εδάφιο (1Α) με έμφαση στον χρόνο υποβολής γραπτών παραστάσεων των τεσσάρων εργάσιμων ημερών.
Η Επιτροπή εξετάζοντας εισήγηση για παράταση διαθεσιμότητας εννοείται ότι το πράττει σε εργάσιμη μέρα άρα η αναφορά σε τέσσερεις μέρες στο εδάφιο (2Α) δεν μπορεί, τουλάχιστο, παρά να ολοκληρώνεται χρονικά σε κάποια εργάσιμη μέρα. Επειδή το ζητούμενο σε περίπτωση παράτασης είναι να διαδέχεται η παράταση τη λήξη της αρχικής περιόδου (διαφορετικά δεν θα ήταν παράταση αλλά νέα διαθεσιμότητα) αυτό σημαίνει ότι ολόκληρη η διαδικασία περιλαμβανομένης της παραχώρησης χρόνου στον υπάλληλο για τυχόν υποβολή γραπτών παραστάσεων πρέπει να ολοκληρωθεί έγκαιρα και, εν πάση περιπτώσει, το αργότερο στη λήξη της αρχικής περιόδου διαθεσιμότητας. Αυτό, οδηγεί σε δύο πιθανά σενάρια ερμηνείας της επίμαχης διάταξης: Κατά το πρώτο, αποφασίζει η Επιτροπή τέσσερις μέρες πριν που όπως έχω εξηγήσει η απόφαση λαμβάνεται σε εργάσιμη μέρα αλλά ο χρόνος που δίδεται στον υπάλληλο είναι άσχετο αν είναι εργάσιμος ή μη και κατά το δεύτερο, η αναφορά στον Νόμο σε τέσσερις μέρες δεν μπορεί παρά να εννοεί εργάσιμες τόσο στην περίπτωση της εξέτασης της εισήγησης από την Επιτροπή όσο και στον χρόνο που θα παραχωρηθεί στον υπάλληλο. Εάν οι εργάσιμες εφαρμόζονται μόνο στην περίπτωση του χρόνου που δίδεται στον υπάλληλο τότε η εφαρμογή του Νόμου θα οδηγούσε στο παράλογο αποτέλεσμα η Επιτροπή να εξετάζει εισήγηση παράτασης τέσσερις καθαρές μέρες πριν τη λήξη της αρχικής περιόδου διαθεσιμότητας αλλά το διάστημα που να δίδεται στον υπάλληλο να ξεπερνά τη λήξη της αρχικής περιόδου διαθεσιμότητας.
Οι κανόνες ερμηνείας των νόμων όπως έχουν αναλυθεί στη νομολογία, υποχρεώνουν το Δικαστήριο εκεί όπου το λεκτικό της διάταξης είναι σαφές να το ερμηνεύει με βάση τη φυσική έννοια των λέξεων αλλά και με βάση τα συμφραζόμενα έχοντας υπόψη το αντικείμενο και τον σκοπό του νόμου (βλ., μεταξύ άλλων, Southfields Industries Ltd ν. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59).
Στην υπό κρίση περίπτωση, εφόσον το εδάφιο (2Α) αναφέρεται σε «ημέρες» οι οποίες επειδή δεν ορίζονται στον Νόμο έχουν τον ορισμό που δίδεται στον περί Ερμηνείας Νόμο, Κεφ. 1, ήτοι, καθαρές μέρες και εφόσον η παράταση διαθεσιμότητας, όπως έχω ήδη εξηγήσει, δεν μπορεί παρά να διαδέχεται την αρχική διαθεσιμότητα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αναφορά στο εδάφιο (2Α) σε τέσσερις ημέρες αφορά τόσο την Επιτροπή όσο και τον χρόνο που παραχωρείται στον υπάλληλο για υποβολή γραπτών παραστάσεων. Συνεπώς, δεν προκύπτει έκδηλη παρανομία από την προθεσμία που παραχώρησε η καθ’ ης η αίτηση στην αιτήτρια για να υποβάλει γραπτές παραστάσεις.
Κατά πόσο υπό αυτά τα δεδομένα ο χρόνος που παραχωρείται στον υπάλληλο είναι εύλογος ή μη για σκοπούς δίκαιης άσκησης του δικαιώματός του σε προηγούμενη ακρόαση, δεν είναι ζήτημα που μπορεί να εξετάσει το Δικαστήριο σε αυτό το στάδιο.
Για τους πιο πάνω λόγους, οι προϋποθέσεις έκδοσης του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 9.10.2025 δεν ικανοποιούνται πλέον και κατ’ επέκταση αυτό ακυρώνεται και το αιτητικό Α της ενδιάμεσης αίτησης απορρίπτεται. Επειδή η ενδιάμεση αίτηση περιλαμβάνει και αιτητικό Β το οποίο δεν εξετάστηκε, δεν επιδικάζονται έξοδα σε αυτό το στάδιο και η ενδιάμεση αίτηση ορίζεται για οδηγίες σε σχέση με το αιτητικό Β στις 4.11.2025 στις 9.15 π.μ.
Ε. ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο