Α. Μ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ, Υπόθεση αρ. 1139/2023, 24/10/2025
print
Τίτλος:
Α. Μ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ, Υπόθεση αρ. 1139/2023, 24/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 1139/2023)

24 Οκτωβρίου 2025

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 30 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Α. Μ.

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

 

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Χρίστος Τ. Τιμοθέου, για Χ. Τιμοθέου & Λ. Νεοφύτου, για τον αιτητή.

Αλεξία Καλησπέρα, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την προσφυγή του, ο αιτητής αξιώνει από το Δικαστήριο την εξής θεραπεία:-

«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Καθ΄ης η Αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή της ημερομηνίας 7/7/2023 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ «Α»), με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του ημερομηνίας 3/7/2023 για ανανέωση Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού κατηγορίας «Τ» (ταξί) είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος».  

 

  Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά αναφέρονται στην αίτηση ακυρώσεως, την Ένσταση και τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής υπέβαλε στις 25.4.2012 αίτηση για συμμετοχή στις εξετάσεις για απόκτηση Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Κατάρτισης Οδηγού, κατηγορίας «Φ» (φορτηγό όχημα), στις οποίες παρακάθισε επιτυχώς στις 24.5.2012 και ενημερώθηκε προς τούτο από το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, με επιστολή ημερομηνίας 10.7.2012.

  Ενόψει της απόκτησης του Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Κατάρτισης Οδηγού, υπέβαλε στις 9.8.2012 αίτηση για χορήγηση Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού για φορτηγό όχημα και στις 22.8.2012, το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, ενέκρινε την υποβληθείσα αίτηση. Ως εκ τούτου, στις 28.8.2012, εκδόθηκε η Επαγγελματική Άδεια Οδηγού για φορτηγό, με ημερομηνία λήξης την 9.9.2014, λόγω του ότι μέχρι εκείνη την ημερομηνία έπρεπε όλοι οι κάτοχοι της συγκεκριμένης άδειας να έχουν παρακαθίσει σε περιοδική κατάρτιση για σκοπούς ανανέωσης της άδειάς τους. Ο αιτητής παρακάθισε στην εν λόγω περιοδική κατάρτιση και την 21.8.2014, υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού, η οποία εκδόθηκε στις 22.8.2014, με ημερομηνία λήξης την 7.9.2019.

 

  Στις 12.7.2017, παρακάθισε επιτυχώς σε εξετάσεις για την απόκτηση Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Κατάρτισης Οδηγού Ταξί και στις 18.9.2017 αιτήθηκε την προσθήκη στην επαγγελματική του άδεια, της κατηγορίας «Τ» (ταξί). Στις 18.9.2017, εκδόθηκε η Επαγγελματική Άδεια Οδηγού στην κατηγορία «Φ» με ημερομηνία λήξης την 7.8.2019 και στην κατηγορία «Τ» με ημερομηνία λήξης την 17.9.2022.

 

  Στις 3.9.2023, υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού κατηγορίας «Τ», συνοδευόμενη από Πιστοποιητικό Φυσικής Ικανότητας ημερομηνίας 3.7.2023, πιστοποιημένο από ειδικό γενικό ιατρό, Πιστοποιητικό Ποινικού Μητρώου για την Χορήγηση Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού, ημερομηνίας 23.6.2023, εκδοθέν από τον Αρχηγό Αστυνομίας και υπεύθυνη δήλωση του ιδίου, πιστοποιημένη από τον Κοινοτάρχη της Ενορίας του, ημερομηνίας 2.7.2023, πως δεν λαμβάνει δημόσιο βοήθημα για λόγους υγείας.

 

  Στις 7.7.2023 του γνωστοποιήθηκε πως δεν ήταν δυνατή η ανανέωση της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού. Ειδικότερα, αναφέρθηκαν τα εξής:-

«Αναφέρομαι στην Αίτηση σας για ανανέωση της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού κατηγορίας «Τ» (Ταξί) ημερομηνίας 3.7.2023 και σας πληροφορώ τα ακόλουθα:

i. Σύμφωνα με το άρθρο 6 του περί Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού του 2011 (Νόμος 80(Ι)/2011) για τη χορήγηση ή ανανέωση της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού απαιτείται, μεταξύ άλλων, όπως ο αιτητής προσκομίσει πιστοποιητικό ποινικού μητρώου χορηγούμενο από τον Αρχηγό Αστυνομίας στο οποίο να φαίνεται ότι αυτός δεν έχει στερηθεί της ικανότητας να κατέχει Επαγγελματική Άδεια Οδηγού.

ii. Τα αδικήματα για τα οποία έχετε καταδικαστεί σύμφωνα με το Πιστοποιητικό Μητρώου για χορήγηση Επαγγελματικής Άδειας που καταθέσατε, εμπίπτουν στις διατάξεις του εδαφίου 2(ζ) του άρθρου του Νόμου 80(Ι)/2011 σύμφωνα με το οποίο πρόσωπο το οποίο έχει καταδικαστεί για εμπορία ναρκωτικών και γενικά οποιοδήποτε αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του περί Ναρκωτικών και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου στερείται δια παντός του δικαιώματος να αποκτήσει ή να κατέχει άδεια για μηχανοκίνητο όχημα των κατηγοριών «Λ» και «Τ».

2. Εν όψει των πιο πάνω, και δεδομένου ότι οι διατάξεις του Νόμου 80(Ι)/2011 είναι επιτακτικού δικαίου, σας πληροφορώ ότι δεν είναι δυνατή η ανανέωση της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού σας».

 

  Η νομιμότητα της προαναφερθείσας διοικητικής απόφασης, αποτελεί το αντικείμενο της υπό εκδίκαση προσφυγής.

  Αποτελεί θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή - ο οποίος δηλώνει πως ο αιτητής καταδικάστηκε στις 5.3.2019 από αρμόδιο Δικαστήριο της Δημοκρατίας και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης
«Α» και για κάπνισμα φυτού κάνναβης - πως η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε υπό πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα, αφού ο ίδιος δεν αιτήθηκε την παραχώρηση, αλλά την ανανέωση της επαγγελματικής άδειας οδηγού και συνεπώς, εσφαλμένα οι καθ’ ων η αίτηση αρνήθηκαν την ανανέωση εφαρμόζοντας το άρθρο 6(2)(γ) του 80(Ι)/2011 σε σχέση με την καταδίκη του. Με αναφορά στο εδάφιο (11) του άρθρου 6, υποβάλλει πως η ποινή προστίμου που επιβλήθηκε στον αιτητή, είναι άσχετη με τις πρόνοιες της νομοθεσίας, αφού δεν πρόκειται για παραχώρηση άδειας, αλλά για ανανέωση, για την οποία δεν ισχύουν οι ίδιοι περιορισμοί, ενώ γίνεται αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 8 του Νόμου, υποβάλλοντας πως η μεταγενέστερη καταδίκη του, δεν μπορεί να αποτελεί λόγο για ανάκληση ή αναστολή της επαγγελματικής του άδειας.

 

  Κατά δεύτερον, διατείνεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε νομοθεσία, ήτοι στον περί Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού Νόμο, που παραβιάζει το Άρθρο 25 του Συντάγματος, καθότι προβλέπονται περιορισμοί εντελώς δυσανάλογοι με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ή και τίθενται περιορισμοί που δεν είναι αναφερόμενοι στα συνήθως απαιτούμενα για την άσκηση του επαγγέλματος προσόντα, ούτε απαραίτητοι στο συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας τάξεως. Ομοίως, ο περιορισμός που τίθεται στο Νόμο, ήτοι η προσκόμιση λευκού ποινικού μητρώου από οδηγό μηχανοκίνητου οχήματος, όχι σε σχέση με τροχαία αδικήματα, αλλά για αδικήματα άσχετα με την οδική συμπεριφορά, αντίκεινται στην αρχή της αναλογικότητας, αφού δεν είναι απολύτως αναγκαία για την άσκηση του επαγγέλματός του. Αναφέρεται επίσης στον τροποποιητικό Ν. 59(Ι)/2009 υποβάλλοντας πως θέτει περιορισμούς υπέρμετρα δυσανάλογους με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

 

  Τρίτος λόγος ακύρωσης, άπτεται της θέσης πως το άρθρο 8Β(2) του Ν. 80(Ι)/2011, επί του οποίου στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προσκρούει στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, καθώς οι πρόνοιες του παραβιάζουν την αρχή της ισότητας και επιβάλλουν άνιση και δυσμενή διάκριση μεταξύ ομοίων, ήτοι σε σχέση με τις πρόνοιες του άρθρου 6(11) του Νόμου, βάσει του οποίου παρέχεται το δικαίωμα σε άτομο να κατέχει επαγγελματική άδεια, ακόμα και εάν έχει καταδικαστεί σε φυλάκιση για αδικήματα κατά παράβαση των διατάξεων των περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμων, εφόσον υπάρξει αποκατάσταση, ομοίως και των όσων αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 8Β.

 

  Τέλος, εισηγείται πως η επίδικη απόφαση παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, λόγω επέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας στη σφαίρα εξουσιών της δικαστικής εξουσίας, υποβάλλοντας πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναμφίβολα ποινή που επιβάλλεται από την εκτελεστική εξουσία και επιβολή επιπλέον ποινής από αυτήν που του επιβλήθηκε από αρμόδιο Δικαστήριο.

 

  Η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Δημοκρατίας, υπήρξε αντίθετη, υποστηρίζοντας πλήρως της νομιμότητα της επίδικης απόφασης. Μέσα στην γραπτή της αγόρευση, εγείρει και δύο προδικαστικές, συμπλεκόμενες, ενστάσεις παραδεκτού. Υπέβαλε πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πληροφοριακού περιεχομένου, αφού πληροφορεί τον αιτητή για μία πραγματική κατάσταση και για τις πρόνοιες του νόμου, χωρίς να εκφράζει την βούλησή της, αλλά απλώς την πρόθεση της. Τόνισε πως δεν εκκρεμεί προς εξέταση αίτηση εκ μέρους του αιτητή για ανανέωση της επαγγελματικής του άδειας, η οποία να χρήσει εξέτασης για σκοπούς έγκρισης ή απόρριψης.

 

  Παραπέμποντας στην Χαριλάου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 982/19, ημερομηνίας 6.4.2022, όπως επίσης και στην μεταγενέστερη αυτής, Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1920/23, ημερομηνίας 15.7.2024, η οποία ακολούθησε το σκεπτικό της Χαριλάου (ανωτέρω), υποστήριξε πως, αφ’ ης στιγμής ο αιτητής ουδέποτε αιτήθηκε ανανέωση της επαγγελματικής άδειας οδηγού, η εδώ προσβαλλόμενη απόφαση, δεν παράγει οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα και επομένως αποτελεί απλώς πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα. Κατά την εισήγηση, εκτελεστή θα ήταν η πράξη απόρριψης της υποβληθείσας αίτησης, και συνεπώς, η επίδικη συνιστά προπαρασκευαστική μη εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

  Οι εγερθείσες προδικαστικές ενστάσεις θα πρέπει να απορριφθούν. Στην προκείμενη περίπτωση, αποτελεί γεγονός πως ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της επαγγελματικής άδειας οδηγού. Αυτό προκύπτει μέσα από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1.

 

  Εντός του Τεκμηρίου 1, χωρίς σελιδώσεις, εντοπίζω την «Αίτηση για χορήγηση ή ανανέωση ή προσθήκη άλλης κατηγορίας Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού (ΕΑΟ)» με σφραγίδα του Τμήματος Οδικών Μεταφορών ημερομηνίας 3.7.2023, για ανανέωση της άδειας που έληξε για ταξί («Τ») και φορτηγό («Φ»). Επί της αίτησης, ο αιτητής επισυνάπτει όλα τα απαιτούμενα εκ του άρθρου 6(2) του Ν. 80(Ι)/2011 έγγραφα, για την υποβολή της αίτησης. Ειδικότερα, υποβάλλει «Πιστοποιητικό Φυσικής Ικανότητας», ημερομηνίας 3.7.2023, υπογεγραμμένο και πιστοποιημένο από ειδικό γενικό ιατρό, «Πιστοποιητικό Ποινικού Μητρώου για την Χορήγηση Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού» με ημερομηνία έκδοσης την 23.6.2023 από τον Αρχηγό Αστυνομίας και
«Υπεύθυνη Δήλωση» εκ μέρους του, πιστοποιημένη από τον Κοινοτάρχη της Ενορίας του, ημερομηνίας 2.7.2023, πως ο ίδιος δεν είναι λήπτης δημοσίου βοηθήματος για λόγους υγείας.  Εξάλλου στην παράγραφο 10 της Ένστασης της Δημοκρατίας, γίνεται αναφορά στην προαναφερθείσα και υποβληθείσα αίτηση, όπως επίσης και στην προσβαλλόμενη απόφαση «Αναφέρομαι στην Αίτηση για ανανέωση […]».

 

  Εν προκειμένω, οι καθ’ ων η αίτηση είχαν ενώπιον τους προς εξέταση, αίτηση για ανανέωση επαγγελματικής άδειας οδηγού και αυτήν εξέτασαν και απέρριψαν. Συνεπώς, τα όσα έχουν κριθεί στις ανωτέρω αναφερόμενες αποφάσεις, στις οποίες δεν είχε υποβληθεί προς εξέταση αίτηση, αλλά υπεβλήθη από τους εκεί αιτητές ένα αίτημα για παροχή «πληροφοριών», διαφοροποιούνται από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

 

  Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του καθηγητή Α.Ι. Τάχου «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο» 4η έκδοση, 1993, σελ. 356, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεση της έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή/και υποχρεώσεις.

 

  Στην επίδικη απόφαση, οι καθ΄ων η αίτηση, προχώρησαν σε εξέταση της υποβληθείσας αίτησης για ανανέωση της επαγγελματικής άδειας οδηγού, την οποία απέρριψαν. Από την εν λόγω απορριπτική απόφαση, παράγονται έναντι του αιτητή έννομα αποτελέσματα, κατά τρόπο που αυτή συνιστά καθόλα εκτελεστή διοικητική πράξη, υποκείμενη σε αναθεωρητικό δικαστικό έλεγχο (Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 A.A.Δ. 26).

 

  Οι προδικαστικές ενστάσεις απορρίπτονται.

 

    Επί της ουσίας, δεν συμφωνώ με τις θέσεις του αιτητή πως, βάσει του Νόμου, για την εξέταση αίτησης για ανανέωση επαγγελματικής άδειας δεν ισχύουν οι ίδιοι περιορισμοί όπως σε αίτηση για χορήγηση. Στο άρθρο 6 του Νόμου, ρυθμίζεται τόσο η χορήγηση, όσο και η ανανέωση της επαγγελματικής άδειας οδηγού, όπου και στις δύο περιπτώσεις, οι απαιτήσεις του Νόμου είναι οι ίδιες. Εξάλλου το αντίθετο, θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα.

 

  Ορίζεται ρητά στο εδάφιο (5) του άρθρου 6, πως στις περιπτώσεις που αιτητής ζητά την ανανέωση άδειας που έχει λήξει, θα πρέπει να ικανοποιεί κάθε φορά το Τμήμα Οδικών Μεταφορών πως συνεχίζει να πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β), (γ) και (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 6, ήτοι την μη συμπλήρωση του 70ου έτους ηλικίας, να είναι κάτοχος έγκυρης άδειας οδήγησης του μηχανοκίνητου οχήματος της κατηγορίας για την οποία ζητά άδεια, να μην έχει στερηθεί της ικανότητας να κατέχει άδεια, όπως αυτό πιστοποιείται από ποινικό μητρώο που εκδίδεται από τον Αρχηγό Αστυνομίας και να διαθέτει επίσης την φυσική ικανότητα να ασκεί το επάγγελμα του οδηγού, κατόπιν σχετικού ιατρικού πιστοποιητικού.

 

  Στην προκείμενη περίπτωση, επί της αίτησης που υπέβαλε ο αιτητής, επισυνάφθηκε πιστοποιητικό ποινικού μητρώου ημερομηνίας 23.6.2023, στο οποίο καταγράφεται καταδίκη του αιτητή ημερομηνίας 5.3.2019, για παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Β’ τάξεως και κάπνισμα φυτού κάνναβης, για τα οποία αδικήματα του επιβλήθηκε ποινή προστίμου.

 

  Κατ΄εφαρμογή του άρθρου 6(2)(γ) και (5) του Ν. 80(Ι)/2011 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 8Β(2)(ζ), κρίνεται πως νομίμως οι καθ΄ων η αίτηση εξέτασαν και απέρριψαν την αίτηση για ανανέωση της επαγγελματικής άδειας οδηγού, αφ’ ης στιγμής ο ίδιος δεν συνέχιζε να πληροί τις απαιτήσεις της νομοθεσίας.

 

  Με τον δεύτερο και τρίτο λόγο ακύρωσης, εγείρονται ζητήματα παράβασης των διατάξεων των Άρθρων 25 και 28 του Συντάγματος.

 

  Στα νομικά σημεία της προσφυγής, εντοπίζω να εγείρεται ισχυρισμός παραβίασης του Άρθρου 25, χωρίς όμως να προσδιορίζεται το συγκεκριμένο άρθρο του Ν. 80(Ι)/2011, στο οποίο τίθεται ο ισχυρισμός πρόσκρουσης με το Σύνταγμα. Ούτε, διαπιστώνω, στην γραπτή του αγόρευση να προσδιορίζεται το άρθρο της επίδικης νομοθεσίας που οδηγεί, κατά τις εισηγήσεις, σε περιορισμό του δικαιώματος του  αιτητή στην άσκηση επαγγέλματος.   

 

    Σύμφωνα με τη θεμελιακή αρχή που αναγνωρίστηκε στην The Improvement Board of Eylenja v. Andreas Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167, η συνταγματικότητα νόμου, συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας, το οποίο, όχι μόνο δεν εξετάζεται αυτεπάγγελτα, αλλά μπορεί να καταστεί επίδικο, μόνον μετά τον επακριβή προσδιορισμό του άρθρου ή άρθρων του νόμου που αμφισβητούνται, αφενός και των συνταγματικών διατάξεων προς τις οποίες, κατ΄ισχυρισμό, προσκρούουν, αφετέρου. Η παράλειψη επακριβούς προσδιορισμού, οδηγεί σε απόρριψη του προβαλλόμενου λόγου περί αντισυνταγματικότητας (Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196, Περικλέους ν. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών (2009) 3 Α.Α.Δ. 37, Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού ν. Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Εφέσεις Αρ. 2/2016 & 7/2016, ημερομηνίας 3.3.2017, Παστελλάς ν. Δημοκρατίας (2017) 3Β Α.Α.Δ. 680).

 

  Παρά την πιο πάνω διαπιστούμενη παράλειψη, για σκοπούς πληρότητας, αναφορά θα πρέπει να γίνει στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ε.Δ.Δ. 190/19, Ιωακείμ ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 28.1.2022, στην οποία με έχει παραπέμψει και η κα Καλησπέρα, όπου εξετάστηκαν ισχυρισμοί παραβίασης των διατάξεων των Άρθρων 25 και 28 του Συντάγματος, σε σχέση με την ίδια νομοθεσία, ήτοι τον περί Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού Νόμο, Ν. 80(Ι)/2011, υπό άλλη σκοπιά, που αφορούσε το όριο ηλικίας των 70 ετών του επαγγελματία οδηγού, μέχρι το οποίο ήταν δυνατή η εκ του Νόμου ανανέωση της άδειας, από την οποία μεταφέρω το εξής απόσπασμα:-

 

«Στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2)(1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1931, 1939, στο σκεπτικό της Γνωμάτευσης του Πική, Δ., όπως ήταν, αναφέρεται ότι:

«Η νομοθετική εξουσία είναι το συνταγματικό όργανο της πολιτείας για τον καθορισμό του περιεχομένου της νομοθεσίας. Ο νομοθέτης είναι ο κατ' εξοχήν κριτής των δικαιικών αναγκών των πολιτών και του κοινωνικού συνόλου. Η διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη στον τομέα των αρμοδιοτήτων του είναι μεγάλη, ανάλογα μεγάλη με την πολιτική του ευθύνη για τον προσδιορισμό του πλαισίου διακυβέρνησης της χώρας. Το πεδίο για δικαστική παρέμβαση περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που ο νομοθέτης υπερβαίνει τα ακραία όρια της νομοθετικής του αρμοδιότητας και νομοθετεί κατ' αντίθεση ή με τρόπο ασύμφωνο προς συγκεκριμένες διατάξεις του Συντάγματος».

     […]

 

Για την άσκηση του επαγγέλματος του οδηγού απαιτούνται, πέραν των σχετικών γνώσεων και δεξιοτήτων, φυσικές ικανότητες, σε συνδυασμό με πνευματική διαύγεια και εγρήγορση για την εκτέλεση των διαφόρων ενεργειών που απαιτούνται κατά την οδήγηση και αντιμετώπιση των κινδύνων που μπορεί να προκύψουν στο δρόμο. […]

Στο σύγγραμμα Ατομικά Δικαιώματα Π.Δ. Δαγτόγλου, Δεύτερη Αναθεωρημένη έκδοση, Β’ Τόμος, σελ.929 αναφέρεται:

«Όριο ηλικίας ανεξάρτητων επαγγελματιών (συμπεριλαμβανομένων των ασκούντων ελευθέρια επαγγέλματα), των επαγγελματιών δηλαδή που επιλέγονται ελεύθερα από τους πελάτες τους σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συμβιβάζεται με την ελευθερία της εργασίας, εκτός στη σπάνια περίπτωση που αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για την προστασία της ζωής ή υγείας του κοινού, το οποίο μόνο του δεν έχει την δυνατότητα να ελέγξει, όπως π.χ. στην περίπτωση χειριστή αεροσκάφους. Κατά κανόνα, εφ΄όσον χρόνο το κοινό δείχνει εμπιστοσύνη στον ελεύθερο επαγγελματία, ζητώντας και χρησιμοποιώντας, κατά δική του επιλογή, τις υπηρεσίες του, δεν μπορεί ο νόμος να το προστατεύσει περισσότερο από ό,τι αυτό το ίδιο κρίνει ορθό ή αναγκαίο, απαγορεύοντας στον ελεύθερο επαγγελματία να παρέχει τις υπηρεσίες του και στο κοινό να τις δέχεται. Ένα τέτοιο όριο ηλικίας θα προσέβαλλε το δικαίωμα της εργασίας.»

 

Ο πολίτης που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει ταξί για τη διακίνηση του, έχει κάποια ευχέρεια στην επιλογή του οδηγού που θα τον μεταφέρει. Εφόσον διευθετήσει τη διακίνηση του από προηγουμένως θα μπορούσε ίσως να επιλέξει συγκεκριμένο οδηγό ή εφόσον απευθυνθεί σε γραφείο με πολλούς οδηγούς να απαιτήσει να τον εξυπηρετήσει νεαρός οδηγός. Στην περίπτωση όμως που θα πάρει ταξί από το δρόμο, η ευχέρεια επιλογής είναι εξ αντικειμένου δύσκολη αν όχι και ανέφικτη. Εκτός και αν απορρίπτει την εξυπηρέτηση όταν ο οδηγός του φαίνεται μεγάλος σε ηλικία. Και ακόμα πιο θεωρητική είναι η περίπτωση όταν η διακίνηση θα γίνει με λεωφορείο. Ιδιαίτερα εφόσον η ανάγκη κάποιου δεν του δίδει επιλογή παρά να χρησιμοποιήσει συγκεκριμένο δρομολόγιο σε συγκεκριμένη ώρα.

 

Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους και άλλους που δεν αφορούν στη συζήτηση αυτή, το βάρος εναποτίθεται στο κράτος να ρυθμίσει το ζήτημα κατά τρόπο ώστε να διασφαλίσει την ασφάλεια των διακινούμενων, όποιο ταξί ή λεωφορείο κι’ αν χρησιμοποιήσουν.

 

Και εδώ έγκειται μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ ιδιωτών οδηγών και οδηγών με επαγγελματική άδεια. Ότι ο επαγγελματίας οδηγός μεταφέρει άλλα πρόσωπα τα οποία δεν τον εμπιστεύονται γιατί γνωρίζουν τις ικανότητες του ιδίου, αλλά βασίζονται στο ότι το κράτος παραχωρώντας του την επαγγελματική άδεια μερίμνησε ώστε να διασφαλίσει την ικανότητα του με σκοπό την ασφάλεια του κοινού. Μια άλλη διαφορά αφορά στις ώρες οδήγησης. Άλλο η οδήγηση στα πλαίσια των καθημερινών αναγκών του καθενός και άλλο η οδήγηση ως επάγγελμα, που μπορεί να επεκτείνεται σε πλήρες ωράριο, υπερωρίες και «ακατάλληλες» ώρες.

 

  Η άσκηση του επαγγέλματος του επαγγελματία οδηγού δημόσιου επιβατικού αυτοκινήτου, όπως εν προκειμένω του οδηγού ταξί, άδεια που ο αιτητής αιτήθηκε ανανέωση, μπορεί να υπαχθεί στους περιορισμούς της παραγράφου (2) του Άρθρου 25, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για τη δημόσια τάξη και τη δημόσια ασφάλεια και συνεπώς, κρίνεται πως ο νομοθέτης δύναται να θέσει όρια και περιορισμούς ως προς την στέρηση της δυνατότητας προσώπου να ασκεί αυτό το επάγγελμα, για λόγους που σχετίζονται με καταδίκη, είτε για αδικήματα σεξουαλικής φύσεως, είτε για αδικήματα που σχετίζονται με ψυχοτρόπες ουσίες, όπως στην παρούσα περίπτωση. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να αναφερθεί πως ο Ν. 59(Ι)/2009 στον οποίο αναφέρθηκε ο αιτητής στη σελίδα 9 της γραπτής του αγόρευσης, δεν σχετίζεται με την επίδικη νομοθεσία.

 

  Αποτέλεσε θέση του αιτητή πως οι διατάξεις του άρθρου 8Β(2) του Ν. 80(Ι)/2011, επί του οποίου στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προσκρούει στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, καθώς οι πρόνοιες του παραβιάζουν την αρχή της ισότητας και επιβάλλουν άνιση και δυσμενή διάκριση μεταξύ ομοίων, ήτοι σε σχέση με τις πρόνοιες του άρθρου 6(11) του Νόμου, βάσει του οποίου παρέχεται το δικαίωμα σε άτομο να κατέχει επαγγελματική άδεια, ακόμα και εάν έχει καταδικαστεί σε φυλάκιση για αδικήματα κατά παράβαση των διατάξεων των περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου, εφόσον υπάρξει αποκατάσταση, όπως και των όσων αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 8Β.

 

  Ούτε αυτή η θέση με βρίσκει σύμφωνη. Οι διατάξεις του άρθρου 8Β(2) του Νόμου, εφαρμόζονται ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 6(11) του Νόμου. Επομένως, ακόμα και αν αποκατασταθεί το καταδικασθέν πρόσωπο για τα συγκεκριμένα αδικήματα που περιλαμβάνονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 8Β, αυτό στερείται δια παντός του δικαιώματος να αποκτήσει ή να κατέχει άδεια για μηχανοκίνητο όχημα της κατηγορίας «Λ» και «Τ», που περιλαμβάνουν μεταφορά επιβατών, όχι όμως και για την κατηγορία «Φ» που δεν αφορά μεταφορά τρίτων προσώπων, διαφοροποίηση που κρίνεται εύλογη. Η οδήγηση φορτηγού οχήματος, διαφέρει από την οδήγηση επιβατικού οχήματος, για λόγους ευνόητους. Επομένως, υφίσταται εύλογη διαφοροποίηση των δύο κατηγοριών και συνεπώς, δικαιολογείται η διαφορετική αντιμετώπιση των δύο προαναφερόμενων περιπτώσεων.

 

  Απορριπτέος κρίνεται και ο τελευταίος λόγος ακύρωσης πως η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η απόρριψη αίτησης για ανανέωση επαγγελματικής άδειας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ποινή, ούτε και ενέχει τιμωρητικό χαρακτήρα. Στην προκείμενη περίπτωση, ο λόγος για τον οποίο η αίτηση για ανανέωση που υπεβλήθη από τον αιτητή, έτυχε απόρριψης, σχετίζεται με την μη πλήρωση των εκ του Νόμου απαραίτητων προϋποθέσεων που έπρεπε ο αιτητής να ικανοποιεί και να πληροί κάθε φορά, χωρίς να έχει αυτή η απαίτηση χαρακτήρα κύρωσης.

 

  Η επιβολή περιορισμών προς την άσκηση επαγγέλματος και μάλιστα επαγγέλματος που ενέχει το στοιχείο της δημόσιας επιβατικής μεταφοράς, δεν συνιστά ποινή εν τη εννοία του Άρθρου 12 του Συντάγματος. Η παραπομπή του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή στην Chrysostomou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2666, κρίνεται άστοχη, αφού αυτή αφορούσε σε δήμευση από τις τελωνειακές αρχές, που δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την επίδικη απόφαση.

  Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση κρίνεται ως νόμιμη.

 

  Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.750 έξοδα εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.                 

 

 

                       

 

                   Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο